7/1/10
Γέννηση - και θάνατος νέου Χριστού
Σ' έβαλα σ' ένα κουτί κι είπα μόνο ΄΄έχε γεια΄΄
πρώτος κίνησες εσύ κι άφησες εμέ ραγιά
να οργώνω στο ζυγό να ματώνει η πέτσα μου
να παγώνω να ριγώ να πονούν τα μέσα μου.
Σκάλα φιδογυριστή και θ' ανέβεις σ' ένα εξώστη
να κοιτάς γυμνή τη σάρκα που με χρώματα εζώστη
των σπιτιών τα μαύρα οστά, τις σκιές πάνω στο βλέμμα
λόγια κουρελόχαρτα και τα δάκρυα σε δέμα.
Να περνούν τα σύννεφα πάνω από τη μνήμη
να ρουφιέται ο πόνος μας σαν να σβήνει το καμίνι
ταραγμένα όνειρα να βαστούν μια σπάθη
να περνά ένας αϊτός και σαν το λυγμό να εχάθη.
Θα μαδάς τις νύχτες σου κι άφωνος θα λιώνεις
θα κοιμάσαι αιχμάλωτος κι όλο θα παλιώνεις
μηχανές και τύμπανα θα μας φοβερίζουν
κι όλα με τα δειλινά σα δειλά γυρίζουν.
Θα 'χεις γίνει πια πτηνό εν εξαφανίσει
κάποιος λαθροκυνηγός θα σε τουφεκίσει
δολερά τα βόλια του σ' αποτελειώνουν
τα φτερά τα ξέπνοα στάχτες γκρι απλώνουν.
Από τον εξώστη σου θα φιλάς το χώμα
κει που γω ο κόληγας ρυτιδιάζω ακόμα
φτύνει το δρεπάνι μου την πεσμένη στάχτη
κι ένας γάμος φωτερός μες στη σκόνη ανάφτει.
Τώρα θα κινήσω ΄γώ στην κρυφή φωλιά σου
ν' αποθέσω κτέρισμα λίγο απ' τα μαλλιά σου
και σκυφτός στη θέα σου που πικρά πλανιέται
προσκυνώ την πέτρα σου που ποτέ δεν σειέται.
Μες στον κόλπο της ζωής φλόγα αψιά θεριεύει
κάποιους γυμνοσάλιαγκες δέρνει, πασπατεύει
στο μεδούλι τ' έρεβους νήπια κουρνιάζει
μια θανή, φρέσκια πληγή, που άηχα σπαράζει.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου