Ο τίτλος αναφέρεται στο α΄ διήγημα της νέας συλλογής διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου "Η Βάλια και ο Δημήτρης". Ο αφηγητής, που φοράει τη μάσκα του ίδιου του συγγραφέα, λαθρακούει τα σχέδια ζωής που σκαρώνουν και τις συνεννοήσεις που κάνουν, εντός του υπεραστικού λεωφορείου, δύο ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, η Βάλια, Ρωσίδα, χωρίς τα τυπικά εξωτερικά χαρακτηριστικά των Ρωσίδων, που εργάζεται ως γηροκόμος, και ο Δημήτρης, Σουλιώτης, νυν άνεργος, κάποτε μετανάστης στη Γερμανία και παλαιός εξαρτημένος του τζόγου. Και οι δύο φαίνεται πως έχουν μπόλικες αδυναμίες. Η Βάλια δεν ακτινοβολεί ως γυναίκα, τα έχει όλα πάνω της μισά και άχρωμα. Ο Δημήτρης, που έχει την ευλογία του φυρού, μάλλον βασανίζεται από την τωρινή ανεργία του και είναι δομένος στη σχέση. Είναι η εποχή των οικογενειακών ονείρων, η εποχή κατά την οποία οι νέοι άνθρωποι θέλουν να ανοίξουν πανιά αφού στεγάσουν το πλοιάριό τους σε μέρος στεγανό. Κάνουν τα σχέδιά τους, προκρίνουν αγορές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του σπιτιού τους, θέλουν να αναδιαμορφώσουν το πρόγραμμά τους.
Με συγκινεί αυτή η ιδιότυπη αγάπη των πτωχών. Οι κραυγαλέες ελλείψεις τους, το ότι βαδίζουν στον κόσμο με ένα παλιό φανάρι. Βρίσκουν ένα σημείο όπου ισορροπούν, παρά το γεγονός ότι μεταξύ τους ο ένας ή ο άλλος μπορεί να έχει το πάνω χέρι. Συνήθως ο τροφοδότης, αυτός που εργάζεται και για τους δυο. Ο ένας και για τους δυο, θα μπορούσε να είναι το δόγμα αυτών των σχέσεων. Που λειψές και αργόρυθμες, χωρούν κι αυτές στον κόσμο, και μάλιστα με μιαν αλήθεια πολύ πειστική. Οι απλοί άνθρωποι είναι που τις συγκροτούν, αυτοί που ό,τι έχουν το βγάζουν από την καρδιά τους, με λόγο απλό και φυσικό. Αυτοί που αντιλαμβάνονται πως η φλόγα που καίει μέσα τους δεν θα γίνει πιο δυνατή αν περιβληθεί από τα ψευδοσύμβολα της υλικής ευμάρειας. Αυτή η ταπεινότητα είναι που συγκινεί, η εγκράτεια, ο ορισμός ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, η απόλαυση των μικροχαρών που φτάνει ως τα έγκατα της ψυχής. Το ότι ο Δημήτρης συντονίζει το σώμα του προς το σώμα της Βάλιας, το ότι στρέφεται ολόσωμα προς αυτήν, γιατί θέλει να της ανήκει ολοκληρωτικά. Το ότι τους φτάνουν για αρχή ένα ψυγείο και μια κουζίνα και ας περιμένει το πλυντήριο, καθώς η Βάλια μπορεί να βάλει τα χέρια της στη λεκάνη. Αυτοί οι άνθρωποι κερδίζουν την κάθε μέρα σπιθαμή σπιθαμή, με ιδρώτα και αίμα, αλλά με ακλόνητη την πίστη. Δεν είναι τόσο μπουκωμένοι από αγαθά ώστε κάθε μικρό ή μεγάλο επίτευγμά τους να το πανηγυρίζουν και να το νιώθουν. Μπορεί ο φυρός Δημήτρης να σταματά μέσα του τη ροή είτε του πόνου είτε της χαράς, που δεν φτάνουν ως τον πυρήνα, αλλά με μιαν άλλη αγνότητα πρέπει να βγαίνουν οι λέξεις της αγάπης από τα χείλη του, και η γλώσσα της αγάπης μπορούμε να φανταστούμε ότι τρέχει στα χείλη χωρίς αγκυλώσεις και δισταγμούς, σαν γάργαρο νερό. Οι πτωχοί αγαπημένοι είναι σαν τους αθλητές των φτωχών αφρικανικών χωρών που τερματίζουν 20οί, αλλά εκείνοι νιώθουν ότι πήραν το χρυσό μετάλλιο της χαράς. Γελούν με τα δικά τους μέτρα, και οι αξίες τους κατοικούν στα απλά, μικρά, άσημα και απαρατήρητα πράγματα. Οι μπουκωμένοι έχουν φτάσει προ πολλού στον κορεσμό, εκείνοι βλέπουν το λουλούδι τους με χαρά κάθε μέρα να θάλλει.
Εξιδανικεύσεις όλα αυτά, θα μου πει κανείς. Και ότι χωρίς πετρέλαιο το αμάξι θα σβήσει. Ναι, έτσι είναι. Αλλά αν το καύσιμο είναι το φυσικό ορυκτό, κι είμαστε μεις η πετρελαιοπηγή η ζωοδότρα, αλλάζει η θεώρηση των πραγμάτων. Την αγάπη των πτωχών τη ζηλεύουν αρκετοί. Αλλά δύσκολα να τη μιμηθούν. Φυτρώνει μόνο σε βραχώδη εδάφη.
22/1/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου