28/10/11

Όλοι αυτοί που μιλούν

28.10.2011

Όλοι αυτοί που μιλούν ακατάπαυστα, που σχολιάζουν την πραγματικότητα, τις φτερωτές ειδήσεις, που παλεύουν να προσδιορίσουν το ακαθόριστο αύριο, που σκορπούν έννοιες και φόβο και αόρατες απειλές, είναι μπουκιές που τους καταπίνει σαν σε παιχνίδι ο χρόνος. Τα λόγια τους υπογραμμίζουν αποφάσεις, εξελίξεις, δηλώσεις, λόγια πάνω σε άλλα λόγια, λόγια παχιά πάνω σε γεγονότα, κι ωστόσο όλα αυτά είναι τόσο ασήμαντα αν τα δει κανείς από ψηλά. Μα πώς μπορεί ένας κοινός νους να γνωρίζει τι θα γίνει αύριο, τον άλλον μήνα, τον άλλον χρόνο, το 2020; Όλες οι γραμμές της βούλησης και τα σενάρια, ό,τι κι αν αποφασίσουν οι θνητοί στον παρόντα χρόνο, είναι σαν βαρκάκι που πρέπει να διέλθει από τον ωκεανό του χρόνου, να περάσει Συμπληγάδες, πρόσωπα θα έχουν αλλάξει, κυβερνήσεις θα έχουν νέες εγκατασταθεί, τα σπίτια θα δείχνουν περισσότερο άχρωμα, η λήθη θα έχει ρίξει πέπλον βλοσυρό, και όλα αυτά τα λόγια λίγους μήνες από τώρα θα είναι πλέον γερασμένα. Ας αναλογιστούμε πού βρίσκονται αυτήν την ώρα όλα τα λόγια, τα λόγια μας επίσης, των προηγούμενων μηνών ή και χρόνων, τα σχέδιά μας, οι παράγοντες στους οποίους ποντάραμε. Καθ' ότι σύγχρονοι προφήτες δεν υπάρχουν, τη μοίρα των προσώπων και των εθνών την γράφουν και την συγκαθορίζουν χίλιοι δυο παράγοντες. Άμα γυρίσουμε πίσω και δούμε τι μας έλεγαν από του βήματος, τι λέγαμε κι εμείς μέσα στους κύκλους μας, θα καταλάβουμε πόσο μικροί κι ασήμαντοι είμαστε μέσα στον χρόνο. Όλα παρέρχονται και δίνουν τη θέση τους σε άλλα, κι οι αγώνες και οι προσδοκίες και τα όνειρα και οι συλλογισμοί είναι ημερήσιας κατανάλωσης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι η λέξη ''λιτότης'' λεγόταν ήδη από το 198... καθώς και η περίφημη φράση ''θα έλθουν καλύτερες ημέρες'', που φέρνει στον νουν την επανάκτηση της Αγια-Σοφιάς και της Πόλης γενικά. Όλοι τώρα φοβούνται πως έρχεται η φτώχεια και η εξαθλίωση, κι όμως ακόμη και αυτός ο φόβος ζωγραφίζεται αόριστα στο τελάρο του μέλλοντος χρόνου, όπως όλα, και τα αισιόδοξα και τα μελαγχολικά. Όλα βέβαια είναι ανοιχτά: αύριο μπορεί να είμαι μόνος, χωρίς συντρόφους, χωρίς χρήματα και να σουλατσάρω σαν τους ζητιάνους. Μπορεί ωστόσο να παραμείνω μέσες άκρες και στην ίδια περίπου κατάσταση όπου βρίσκομαι σήμερα, στη μέση αστική συντηρητική ζωή, χωρίς καταχρήσεις, υπερβολές, όλα μέσα στο πλαίσιο της αυτοσυγκράτησης και του προγραμματισμού. Κι αν ωστόσο πάω πιο ψηλά; αν τα βρω λέμε τώρα με τους ξένους αφέντες και τους γυαλίσω στο μάτι; αν κάποιος από μας τους άσημους γίνει διάσημος; χθες μάλιστα κάποιος μου έλεγε ότι αν δώσεις 10.000 ευρώ σε ένα γραφείο Δημοσίων Σχέσεων μπορεί σε ολίγον χρόνο να είσαι γνωστός σε όλη την Ελλάδα. Πού ξέρεις; μπορεί κανείς να θέλει να βγει από τη ναφθαλίνη και να κάνει ένα άλμα ακροβατικό σε μια φάση υπαρξιακής αδράνειας, να αγοράσει βίλα Τσοχατζόπουλου με θέα την Ακρόπολη και να κάνει έναν χρυσούν γάμο στα Παρίσια. Πώς τα γνωρίζουν όλα αυτά οι προφήτες των Μέσων; οι μάντεις, οι αστρολόγοι της οικονομίας, οι Κώστηδες Λεφάκηδες; Και τι τέλος πάντων είναι αυτή η περίφημη οικονομία εκτός του ψυχισμού μας; Μια κατάθλιψη μπορεί να σε φέρει σε οικονομική καταστροφή ενώ ένας τρελός ενθουσιασμός να σε σηκώσει στον αιθέρα. Όλα τελικά είναι αβέβαια για το μέλλον, μόνον ο θάνατός μας είναι σίγουρος και η βιαστική ανάμνηση που θα αποτελούμε στον νουν ολίγων συνοδοιπόρων. Οπότε με την αβεβαιότητα αυτή, όποιος ομιλεί με κατηγορηματικότητα είναι σαν να μας λέει μια διασκεδαστική ιστορία, και ποιος μπορεί από τώρα να γίνει ο αυτόκλητος σωτήρας μας; Μοιάζει σαν να βρισκόμαστε στο ξεκίνημα του πολέμου της Τροίας κι ο Οδυσσέας να έχει ήδη σημαδέψει στο μυαλό του το κόκκινο μήλο και να βλέπει μπροστά του να χύνεται το αίμα των μνηστήρων. Στα πρώτα βήματα ακόμη βρισκόμαστε ενός μεγάλου και αχανούς μέλλοντος, και τα λόγια σας ή τα λόγια μας είναι αλοιφή για τα βρέφη. Οπότε ουδεμία ανησυχία ζωτική δεν θα έπρεπε να μας προκαλούν όλα αυτά που λένε οι ειδικοί, καθώς σε λίγο δεν θα υπάρχουν ούτε οι ίδιοι να τα υποστηρίξουν. Κι όμως ρυτιδιάζει η ψυχή πολλών με όλες αυτές τις ''αποφασιστικές'' προφητείες και ρητορείες και λένε πως πλησιάζει ο χαμός τους. Τα πάντα ρει λέει κι ο αρχαίος, κι αφήστε αυτούς να φτιάχνουν από τώρα τα σκίτσα τους. Τίποτε από όσα λέγονται δεν θα γίνει όπως λέγεται. Η μία απόφαση θα δώσει τη σκυτάλη της στην άλλη και το ένα σκηνικό ζωής στο επόμενο, μέχρι να γεράσουν μέσα μας και τα λόγια και οι δυνάμεις της αλλαγής. Αλλαγή και πράσινα άλογα, που λέγαμε κάποτε. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, θα αντέτεινε κάποιος. Εν ολίγοις, ο χρόνος θα δείξει τα πάντα και θα φανερώσει ποιος από μας ήταν το μεγαλύτερο κάθαρμα ή το πιο βρομερό γουρούνι. Όσο για την εθνική επέτειο, κάθε χρόνος που περνάει την καθιστά μια παλιά κινηματογραφική ταινία που όλοι μιλούν γι' αυτήν χωρίς να την έχουνε δει ποτέ. Χωρίς συνείδηση λέγονται τα λόγια, χωρίς βιωματικό αντίκρισμα και ''πάθος''. Είναι όλα άψυχα, γιατί ουδείς μας έχει πονέσει, ουδείς μας έχει γυρίσει από το μέτωπο με τις ψείρες σε όλο το κορμί. Είμαστε καλοπερασάκηδες ωραίοι ρήτορες και προφήτες για τις κάλτσες μας.

26/10/11

Δύο άνθρωποι, ένα Ίδρυμα, ένας ποιητής, κάποιο παρελθόν, τέσσερις εποχές

26-10-2011



Η τηλεοπτική εμφάνιση σε μιαν εκπομπή της Μπίλιως Τσουκαλά του κυρίου Γιώργου Μαγγίνη ήταν το ερέθισμα μετάβασης και γνωριμίας του Ιδρύματος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού και ειδικώς των δύο ακάματων ''φρουρών'' του, του κυρίου Γιώργου Μαγγίνη και της κυρίας Σοφίας Πελοποννησίου.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν πλήθος αντιξοοτήτων οι κ.κ. Μαγγίνης και Πελοποννησίου κατάφεραν να ανακαινίσουν τον χώρο του Ιδρύματος και να τον κάνουν να λάμπει σαν αρχοντικό στολίδι στα μάτια καθενός επισκέπτη.
Εργαζόμενοι εθελοντικά, με πίστη στην ιδέα της ποιότητας και της καλαισθησίας, μεταμόρφωσαν τον φθαρμένο χώρο σε ένα Μουσείο που ανασταίνει τη ζωή του ζεύγους, τις κοινωνικές σχέσεις μιας άλλης Αθήνας, το εκεί φιλολογικό σαλόνι, όπου μεταξύ των πολλών άλλων δόθηκε και η αθηναϊκή δεξίωση ''νίκης'' μετά την απονομή του βραβείου στον Οδυσσέα Ελύτη.
Πίνακες ζωγραφικής μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, έπιπλα εποχής διαλεγμένα με το κριτήριο του υψηλού γούστου, προσωπικά αντικείμενα-μοναδική παρακαταθήκη, η γκαρνταρόμπα της οικοδέσποινας, η επιστημονική βιβλιοθήκη (ο κύριος Άγγελος Κατακουζηνός υπήρξε νευρολόγος-ψυχίατρος διεθνούς φήμης), φωτογραφίες-τεκμήρια ενός κόσμου που βυθίζεται ολοένα στο παρελθόν, αυτά και άλλα πολλά προκαλούν στον επισκέπτη το αίσθημα μιας ''ακριβοθώρητης πινακοθήκης'', μιας ''αισθητικής θαλασσογραφίας'', όπου βασιλεύουν τα χρώματα, οι συνδυασμοί των σχημάτων και των ιδεών, άφθαρτο και άφθαστο κι αγέρωχο το Κάλλος, που παραμονεύει σε κάθε διάδρομο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε κάμαρα.
Ο αιφνιδιασμός των καλλιτεχνικών ερεθισμάτων είναι αλυσιδωτός. Τη συλλογή λοιπόν αυτή οι κ.κ. Μαγγίνης και Πελοποννησίου μετά και τον θάνατο της οικοδέσποινας πρόσεξαν ''σαν τα μάτια τους'' και ανέδειξαν με στοργή και μεράκι. Θεωρώντας ότι η Τέχνη εκτός του ότι περιέχει Ιστορία εκπέμπει το αιώνιο φως της επί των κεφαλών αναρίθμητων πιστών της. Η ζωή και η περιουσία του ζεύγους είναι ένα κομμάτι της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας, που πολλοί αγνοούν και ακόμη περισσότεροι προσπερνούν δοσμένοι σε άλλες προτεραιότητες, επείγουσες διαταγές της ζωής, κελεύσματα του ευμετάβλητου κόσμου μας. Έτσι τα βράδια του χειμώνα αλλά και τα ανοιξιάτικα απογεύματα, στις καλοκαιρινές φωτοχυσίες αλλά και στα φθινοπωρινά απόβραδα, η αύρα της υψηλής τέχνης πνεέι και χορεύει μόνη της μέσα στο αρχοντικό, εκτός κι αν ακουστούν τα κλειδιά στην θύρα και οι δύο φρουροί του εμφανιστούν για να ελέγξουν ότι όλα είναι εντάξει, όλα είναι στη θέση τους, η Τέχνη σαν παιδί που πρέπει να λαμβάνει τη θέση του στον χώρο και στον χρόνο.
Ο αρχικός ενθουσιασμός των εθελοντών ήταν το φωτεινό άστρο και τώρα ερχόμενοι αντιμέτωποι με τα ζητήματα της ύπαρξης, του βιοπορισμού, των υλικών μέσων και αναγκών, των κάθε είδους πόρων, αισθάνομαι ότι μια θάλασσα έγινε η ψυχή τους, το όραμα και η αθωότητα βουτήχτηκαν μέσα στην κολυμπήθρα του ψυχικού κόπου, καθώς πάντοτε η Ιδέα συγκρούεται με την Ύλη προκειμένου να πραγματωθεί ο μεγάλος σκοπός της Τέχνης. Το αρχοντικό διαμέρισμα αναπνέει αθόρυβα ατενίζον τον Βασιλικό Κήπο και οι 4 εποχές φέρνουν σκασίματα και εκδορές πάνω στο σώμα του όλου οικοδομήματος. Οι 4 εποχές, που ως γνωστόν διαδέχονται η μία την άλλη και εντός μας. Τώρα ζούμε το φθινόπωρό μας αναντίρρητα, και την ώρα που όλοι γύρω μας ομιλούν ''οικονομικά'', τα φύλλα των γηραλέων δένδρων πίπτουν αργά, με τον ρυθμό έκπτωσης κάποιων αξιών, κάποιων μετοχών, κάποιων άυλων τίτλων.



Μοναχικός ονειροπόλος όμως και ο ποιητής, ο ποιητής και εκδότης. Με τη δερμάτινη τσάντα στον ώμο, το πενάκι του, τα δοκίμια καλώς τακτοποιημένα έτοιμα για επεξεργασία. Μοναχικές διαδρομές μες στην πόλη. Μια στάση σε ένα γραφικό καφέ. Μια άλλη στο ατελιέ, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, στο τυπογραφείο, λουσμένο με τα αρώματα της γραφής του πνεύματος. Εξετάζοντας κάποιο παλαιό αντικείμενο, κάποιο μπιμπλό ενός πλανόδιου καροτσέρη. Μεταφράζοντας, βελτιώνοντας τον τρόπο των λέξεων, χτενίζοντας την κόμη των κειμένων. Ταξιδεύοντας στις πόλεις-στολίδια της Ευρώπης. Τότε, παλιά, ως νέος οικογενειάρχης, τώρα, πρόσφατα, έχοντας κατακαθίσει μέσα του ιζηματωδώς η σκόνη του αλώμενου βίου, μέσα από τον στρόβιλο τόσων στιγμών, ενσταντανέ με γνωστούς και αγνώστους, συγγραφείς, άλλους ποιητές, μεταφραστές, μουσικούς, πολιτικάντηδες, τροβαδούρους. Μια ταξιδιάρικη κινηματογραφική ταινία, διέρχεται κάμπους και ποτάμια, στέπες και οροπέδια. Οι 4 εποχές είναι κι εδώ, κάποτε στο Ζάλτσμπουργκ, άλλοτε στο Παρίσι, ακόμη ακόμη και στο ''ταπεινό'' Λουτράκι. Όλα θα μείνουν θαμμένα εάν δεν τα τραβήξει στην επιφάνεια ο καταδύτης, ο ''καταδότης'' της παρουσίας τους. Το παρελθόν που γίνεται παρόν ως όμηρος σε ένα ποίημα, προτού ξαναγίνει και πάλι παρελθόν. Σαν τους ζωγραφικούς πίνακες που στήνονται αυτή την εποχή μπροστά στα μάτια των θεατών, φερμένοι από την αποθήκη τους. Το παράπονο των πραγμάτων και των προσώπων αιώνια δοσμένο μέσα από την ερωτηματική αγωνία: "Μα ποιος επιτέλους θα μιλήσει για μένα;". Η συλλογή του ποιητή "Τέσσερις εποχές'' εκδόθηκε σε μιαν εποχή κατά την οποία ανακαλύπταμε επί θύραις ζωγραφισμένο το ομώνυμο έργο του Γκίκα στον χώρο του Ιδρύματος - κι έτσι η σύμπτωση έγινε ιδέα και η ιδέα πρόσκληση και η πρόσκληση συνάντηση και η συνάντηση εμπειρία: ιδού οι τέσσερις εποχές ενός γεγονότος, που μετά μαθηματικής ακριβείας θα σκονιστεί γρήγορα από την αιθάλη της αστυνομικής και αυτοκινητικής βίας γύρω από την πλατεία του χιλιοτρυπημένου πλέον Ελληνικού Συντάγματος.

Τι από την Αθήνα του σήμερα θυμίζει Λόνδρα και Άλπεις, πού βρίσκεται το αντίστοιχο του Mozart's House, πού κάθεται ο Αναπαυόμενος επ' ανακλίντρου στην παραλία της Μπανταλόνα, ποιον αριστερό ιδεολόγο ελέγχουν ανοίγοντάς του τη βαλίτσα στο κατάστρωμα; Ποια κομψή πανσιόν θα μπορούσε να συναγωνιστεί την Ζum Jungen Fuchs του Ζαλτσβούργου; Πώς θα στέκονταν, φέρονταν οι πιστοί στον φανταστικό Καθεδρικό Ναό των Αθηνών; Πού παραθερίζουν οι παλιοί γόηδες και γόησσες της αστικής τάξης; Και οι απόμαχοι που εξαθλιώνονται πώς εξοικειώνονται με την ιδέα της αποδημίας τους, εάν τους έχει αγγίξει απαλά σαν μάγισσα; Παλιά ήθη και τρόποι ζωής, ο τρόπος που γράφεται η καθημερινή ζωή, τα εργαλεία των επαγγελματιών, οι λόγοι, οι ευχές, οι χαιρετισμοί, οι εκφράσεις των προσώπων και η εγκαρδιότητα των στιγμιότυπων, όλα σαν γκραβούρες που παλιώνουν με απόσταση ολίγων δεκαετιών. Όποιος διαβάζει τις ''4 εποχές'' ταξιδεύει, και ως παιδί και ως ενήλικος. Γίνεται παιδί που φοβάται τον ιατρό και ενήλικος που φοβάται τις ριπές στις στροφές του χρόνου. Δεξίωση είναι οι ''4 εποχές'', δεξίωση με καμπαρντίνα, βαλς και χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Με πνίγει μια συγκίνηση καθώς όπως κάθε αναγνώστης εμπλέκομαι στις ''ιστορίες'', προσωπικές, απρόσωπες, ξεχασμένες, ευρωπαϊκές, ενός διαφορετικού modus vivendi.


Συνοψίζοντας: η υπαρξιακή δοκιμασία του Ιδρύματος συνταιριάζεται με τη σύγκρουση του ποιητή με τον χρόνο, την ίδια στιγμή που το ζωγραφισμένο επί θύραις έργο του Γκίκα κρυφοκοιτάζει το νεόδμητο Μουσείο του της οδού Κριεζώτου. Ενώ η σύναξη των ''χαμένων ποιητών'' ξεφυλλίζει βιαστικά το φετινό καλοκαίρι με συννεφιά στο βλέμμα λόγω της οικονομικής συγκυρίας, προτού επιβιβαστεί στο καράβι των στίχων που σε πάνε μακριά, πολύ μακριά από τη δυσώδη πρωτεύουσα των Βαλκανίων, σε ''στιγμές μυστικές λάμψεις μαγικές'' μιας πραγματικής ζωής αυτού που τις έζησε και πολλών φανταστικών ζωών αυτών που τον διάβασαν. Εάν δεν διαβάζεις, δεν απομακρύνεσαι ούτε στον χώρο ούτε στον χρόνο.


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

25/10/11

Η ποίηση της ήττας

25.10.2011

Στη φίλη μας Ιωάννα, με όσα ''συλλογάται''

Χειμών γαμψώ(ν)-
νυξ, βαρεία νυξ,
das macht nichts,
μηδέν εις το πηλίκον,
στον κουμπαρά των ομηλίκων,
αγών, αγών επί ταγών
ανήρ-ωκεανού σταγών
μόνος εις την πλατείαν έκειτο
μένων εν σιωπή εκάθητο
το κτήριον του Γκέρτνερ ατενίζων
τα κύματα της κόμης του χτενίζων
παρήρχοντο γυμνά τα λεωφορεία
κι έγραφεν ο καιρός μιαν ιστορία
το αίμα του δεν γνώριζε πού πρέπει
να έχυνεν, οργίλως κάπου ρέπει,
τα κόκκινα προτάγματα στους τοίχους
φαντάρικα τάγματα σε στοίχους
του Εύζωνα του μάτι αδιάσπαστο
το σχέδιο της Βουλής θαμπό κι αλάνθαστο·
στάχτες εκ του ουρανού μαύρης θυέλλης
απέθανεν κι ο Ζακ ο Καμπανέλλης
κι όπως χαράζονταν μπροστά του όλα τέλεια
όνειρα έπλαθε μικρός όλο αφέλεια·
ξημερώνει κι οι τουρίστες όλο νεύρο
"Βασιλεύ, σύρε αυθωρεί και έξω δεύρο"
πηδάνε του Καλλέργη τ' άλογα
και "Σύνταγμα'' ζητούνε
βαράν του κόσμου τα παράλογα
το Σύνταγμα μαδούνε·
φτιάξαμε μια γλώσσα αχυρένια
με στρατιωτάκια μολυβένια
πίσω από τη γλώσσα νύχτα μαύρη
χύνεται στο μάτι τρέμον δάκρυ -
του Γκέρτνερ η κατασκευή μόνο θα ζήσει
στους στρατούς μπροστά δεν θα λυγίσει
πίσω απ' τα παράθυρα φεγγάρια
άφαντοι οι ''οπλίτες'', που με φτυάρια
σκάβουνε το λάκκο του χειμώνα
μείναν τα συνθήματα όλα μόνα.

Π. Χριστοφιλίδης



21/10/11

Μια διάλεξη για τον Ελύτη, 19.10.2011

Δεν ξέρω ποια δύναμη με έσπρωξε προχθές αργά το απόγευμα να «αγνοήσω» την παντοειδή αιθάλη που είχε σκεπάσει το κέντρο της Αθήνας – ίσως ήταν ο καθαρός αττικός ήλιος που έδενε ωραία με το βοριαδάκι και έκανε τον Υμηττό να «γράφει» όμορφα στον ορίζοντα της πόλης – μια λεπτομέρεια ομορφιάς που δεν μπόρεσαν να κρύψουν ούτε τα τηλε-πλάνα της αγανάκτησης και της φωτιάς από το Σύνταγμα. Με αυτόν τον ήλιο κοντά στη δύση του τράβηξα ένα παλιό γνώριμο μονοπάτι, τόσο κοντά και μακριά συνάμα από τις διαδρομές της οργής, που με έβγαλε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η εκδήλωση για τον Οδυσσέα Ελύτη στο φιλόξενο αμφιθέατρο Cotsen Hall έμοιαζε να είχε ψιλοθαφτεί μέσα στον ορυμαγδό των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων – ούτε καν οι συνήθεις στήλες και ιστοσελίδες που αναγγέλλουν πολιτιστικές εκδηλώσεις της αφιέρωσαν ιδιαίτερη σημασία. Όδευα κι εγώ προς τη Γεννάδειο με μειωμένες προσδοκίες, περισσότερο επιθυμώντας να ανακαλέσω μέσα μου τον ποιητή που με είχε απασχολήσει αρκετά, εντός και εκτός ακαδημαϊκών αναλυτικών προγραμμάτων, στην πρώτη νιότη μου. Το αφιερωμένο στη μνήμη και στο έργο του έτος 2011 οδεύει πια προς το τέλος του και μόλις τώρα ο μέσος υποψιασμένος φιλογράμματος αρχίζει να το παίρνει πρέφα. Εν αρχή ήταν μόνο οι στίχοι στους συρμούς του ΜΕΤΡΟ με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και λίγες ακόμα, ελάσσονος βεληνεκούς εκδηλώσεις. Με την έλευση του φθινοπώρου και το πλησίασμα της γενέθλιας επετείου του ποιητή (2 Νοεμβρίου) το τοπίο αρχίζει να αλλάζει – με την έκθεση στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, με τις προσεχείς εκδηλώσεις στον Ιανό και στο Μέγαρο Μουσικής, με 1-2 ενδιαφέρουσες εκδόσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η προχθεσινή εκδήλωση δεν αναμενόταν να κρύβει ιδιαίτερες εκπλήξεις, φάνταζε όμως ιδανική για μια «επανένταξη» στον κόσμο του ποιητή – θα άκουγα, πρώτη φορά, την ποιήτρια και σύντροφο της ώριμης ηλικίας του Ελύτη Ιουλίτα Ηλιοπούλου να ομιλεί με θέμα: «Οδυσσέας Ελύτης. Στοιχεία μιας ποιητικής ταυτότητας». Ως εδώ καμία έκπληξη - ανάλογες ομιλίες, είμαι βέβαιος, θα είχαν δοθεί πολλές στο παρελθόν. Ωστόσο, η ίδια η ομιλήτρια με διέψευσε ευχάριστα: η διάλεξη που κράτησε σχεδόν μία ώρα και συνοδεύτηκε και από σύντομη συζήτηση ήταν ένα υπέροχο και πολύ ουσιαστικό ταξίδι στον κόσμο του ποιητή, ιδανικό και για αρχάριους και για μυημένους. Χωρίς χειρόγραφο (πόσο σπάνιο, αλίμονο, στις μέρες μας), η Ιουλίτα Ηλιοπούλου στηρίχθηκε σε μια σειρά φωτογραφιών, κάθε μια από τις οποίες «γεννούσε» και μια αυθόρμητη αλλά καλά δομημένη παράθεση από σχόλια και πληροφορίες, τόσο για τα realia της ζωής όσο και για τις ιδιαιτερότητες του ποιητικού σύμπαντος του Ελύτη. Μεταξύ άλλων, παρέλασαν μέσα από εικόνες και λόγια: ο ρόλος της φύσης και του νησιωτικού σύμπαντος στη διαμόρφωση του Ελύτη (γεννημένου στην Κρήτη, με καταγωγή από τη Λέσβο, με τα παιδικά του καλοκαίρια στις Σπέτσες)• ο παράγοντας-πένθος, που χτύπησε νωρίς την κατά τα λοιπά εύπορη οικογένειά του και που εμμέσως ώθησε τον νεαρό Οδυσσέα να αναζητήσει δρόμους αντί-δρασης σε αυτό• η συνάντηση και η ώσμωση με τον υπερρεαλισμό, που εκτενώς περιγράφει ο ίδιος στα «Ανοιχτά Χαρτιά»• η πολεμική εμπειρία στα αλβανικά βουνά, η οποία, όπως αποκάλυψε η Ηλιοπούλου, αποτελεί το θέμα μιας ειδικής λεπτομερούς μελέτης που εκπονείται αυτόν τον καιρό• ο δρόμος προς το «Άξιον Εστί», η δύσκολη υποδοχή από την κριτική και η αναγνώριση του ρόλου της μελοποίησης από τον Μίκη Θεοδωράκη για την καταξίωση του ποιητικού έργου• η αθλιότητα της περιοριστικής «επίσημης σχολικής» ερμηνείας στη «Μικρή πράσινη θάλασσα»• η φωτογραφία ενός παλιού καραβιού με το όνομα «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ» και έδρα τη Μυτιλήνη, που χαροποίησε τον (κατά κανόνα αρνητικό στις προς τιμήν του ονοματοδοσίες) Ελύτη• μια φωτογραφία από την Κύπρο, όπου ο Ελύτης περνούσε κάποιες καλοκαιρινές ημέρες κατά τη διάρκεια της επταετίας, στο ίδιο μάλιστα σπίτι στην Αμμόχωστο όπου είχε φιλοξενηθεί και ο Σεφέρης.
Στην αίθουσα μέτρησα περί τους 90-100 παριστάμενους – τόσο η διευθύντρια της Γενναδείου όσο και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου έδειχναν συγκινημένες – η προσέλευση αυτή, που ίσως σε άλλους καιρούς θα εθεωρείτο μικρή, υπό τις δεδομένες συνθήκες φάνταζε αθρόα. Η σύνθεση του κόσμου ποίκιλλε – γηραιές αστές, ώριμης ηλικίας φιλόλογοι και λοιποί φιλομαθείς, ολίγιστοι (δυστυχώς) νέοι. Παρόντες και ορισμένοι «εσωτερικοί» επισκέπτες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετιζόμενοι με την οικοδέσποινα Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή – ξεχώριζαν με το πιο ανέμελο κι ανάλαφρο στυλ τους και τις χαλαρές ενδυματολογικές τους επιλογές. Διέκρινα και κάποιους γνωστούς ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τον συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη και την εκδότρια Χρυσή Καρύδη.
Αμέσως μετά την ομιλία ακολούθησε σύντομη συζήτηση με το κοινό και ένα μικρό κοκτέιλ με εξαιρετικό Λημνιό κρασί και λίγα συνοδευτικά। Οι γνωστοί μαζεύτηκαν σε πηγαδάκια, κάποιοι προτίμησαν να βγουν έξω για να καπνίσουν - δεν έλειψε και το φαινόμενο των γνωστών σε όλους «μπουφετζήδων» - των τύπων δηλαδή που πήραν στρατηγική θέση κοντά στα λιγοστά εδέσματα και με περισσή επιμέλεια χούφτωναν δυο-δυο ή τρία-τρία τα κομμάτια του τυριού. Στης λιτότητας τον καιρό οι πλούσιοι μπουφέδες που συνόδευαν άλλοτε παρόμοιες εκδηλώσεις είναι πλέον παρελθόν – ωστόσο οι σπεσιαλίστες του είδους βρίσκουν πάντα πεδίο δράσης. Υπήρχε πάντως μια ευχάριστη χαλαρότητα στην ατμόσφαιρα – σα να είχε λειτουργήσει ευεργετικά για όλους το ταξίδι στον κόσμο του Ελύτη, σχεδόν λυτρωτικά μέσα στο κλίμα του γενικότερου ζόφου. Στο δρόμο της επιστροφής οι λέξεις κι οι εικόνες του Ελύτη έκαναν πιο όμορφη τη διαδρομή, πάσχιζαν να καλύψουν τη δυσωδία των απορριμμάτων, να κρατήσουν μακριά (να αποδιώξουν, αδύνατο) τον απόηχο του κύματος της οργής, των κρότων της βίας. Σε έναν μεταλλαγμένο αλλά όχι ολωσδιόλου διαφορετικό κόσμο σε σχέση με τις δεκαετίες που τον ανέθρεψαν, σκέφτηκα, ο μισοξεχασμένος ή και ενίοτε εντελώς άγνωστος λόγος του ποιητή έχει, ίσως, ακόμα πολύτιμα κλειδιά να μας προσφέρει.


Χ.Α.

19/10/11

Για τις ''Τέσσερις εποχές'' και πάλι: συνδέσεις, σημειώσεις, παρατηρήσεις

19.10.2011

Η ποίηση εγκαθιστά αφηγήσεις σ' έναν τόπο χωρίς γεγονότα (σελ. 37)

Εάν ο χρόνος ήταν ένα βάρος, ένα φορτίο, θα το επωμίζονταν εκ περιτροπής οι 4 εποχές. Καθεμία θα τον ανελάμβανε για όσο διάστημα της αναλογεί και στη συνέχεια θα τον απέθετε στην άλλη. Δηλαδή οι 4 εποχές είναι σαν να λέμε οι νταντάδες του χρόνου, που ''μας γελάει σαν μωρό''. Πρόκειται για μιαν αιώνια συνθήκη, για μιαν επαναλαμβανόμενη και μη συνειδητή εν πολλοίς λειτουργία, για μια κοσμική αναλλοίωτη σκυταλοδρομία (πρόκειται εμφανώς περί σκυτάλης / με τη σειρά μας την παραχωρούμε). Ο χρόνος περνά από τα χέρια της μιας στα χέρια της άλλης και καθώς μεγαλώνει, αφήνει ίχνη, σημάδια, αποτυπώματα, κατάλοιπα.
Όλα αυτά ενδιαφέρουν τον ομιλούντα, αργόσχολο, αδιάκριτο, παρατηρητικό, πραγματομνήμονα και προσωπομνήμονα, ερευνητή του χρόνου που στο μέλλον θα κερδίζει σαν καλά επιλεγμένη μετοχή, τον αφηγητή αυτής της ποιητικής περιπλάνησης στο παρελθόν, που το όπλο της γοητείας της είναι ακριβώς η απόσταση από όλα αυτά τα απολειφάδια. Όλα αυτά κάπου βρίσκονταν καταχωνιασμένα, σε μιαν αποθήκη σκοτεινή του νου, και ύστερα από το πέρασμα πολλών δεκαετιών, κάποιο χέρι τα φέρνει και πάλι στο φως, σαν ξεχασμένα ντοκουμέντα, σαν σκονισμένες παλαιές φωτογραφίες. Μπορεί τα χρώματα να έχουν κάπως ξεθωριάσει, οι εικόνες αυτές να μοιάζουν παραμορφωμένες, ωστόσο ό,τι αυτές παρασταίνουν δεν παύει να είναι ή να ήταν ζωή. Εάν αυτή η ζωή ήταν και μόνο ήταν, την κοιτούμε με νοσταλγία, με πόνο ψυχής, σαν κάτι που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Μπορούμε να χύσουμε και ένα δάκρυ κάνοντας μια σύγκριση του τότε και του τώρα, ειδικά εάν αυτή η ζωή περιέχει πρόσωπα και πράγματα αγαπημένα. Όμως, κάτι μέσα μας μάς λέει ψιθυριστά ότι αυτή η ζωή υπάρχει ακόμη, και όχι μόνο ως μνήμη. Αυτή η ζωή είναι μια λάβα ηφαιστειακή, ένα πύρινο υγρό που με μιαν αφορμή είναι έτοιμο να ξεχυθεί μπροστά μας και να μας φέρει κάποιαν αμηχανία. Μα πού ξεθάφτηκε αυτό; κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, από ποιον σκοτεινό κόσμο αναδύθηκε; πού κρυβόταν τόσα χρόνια; σε ποιο σπήλαιο; Ο ομιλών, ο κληρονόμος του χαμένου, είναι ο απόλυτος πρέσβης όλων των προσώπων και των πραγμάτων που κινδυνεύουν να σβηστούν ολοκληρωτικά, που σύρονται μέρα με τη μέρα ως την τέλεια ανυπαρξία (η ομηρία του στο ποίημα αναπληρώνει κάπως το χαμένο). Τα ανασταίνει και δίνει και σε αυτά λόγο ύπαρξης. Φοβάται ότι αν ο ίδιος κάποια μέρα χανόταν, μαζί του θα χάνονταν και όλα αυτά και κανείς δεν θα είχε την τόλμη να τα φανερώσει, να τα προβάλει στο φως του παρόντος. Αυτή η επιχείρηση ανάστασής τους είναι γοητευτική γιατί με την παρουσία των χαμένων μεγαλώνει το πλάτος της τωρινής ζωής, αυξάνεται η κυκλοφορία των συναισθημάτων, διαστέλλεται η μνήμη και η φαντασία, η μνήμη για όσους έχουν βιωματική σχέση μαζί τους και η φαντασία για όσους δεν έτυχε να τα γνωρίσουν. Είναι σαν να ανοίγει το οικογενειακό άλμπουμ, το λεύκωμα των κοινών και ξένων για μας αναμνήσεων.
Τον ποιητικό αφηγητή ερεθίζουν πολλοί και πολλά: οι παλαιοί δάσκαλοι, τα παλαιά γεγονότα όπως καταγράφονται σε κιτρινισμένες φωτογραφίες, τα ταξίδια σε πόλεις της Ευρώπης που ζωγραφίζονται στον καμβά με την αλλοτινή όψη τους, ο ξένος προς τον καθ' ημάς τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, ηλικιωμένοι άνδρες που γίνονται θαυμαστοί για τα χαρίσματα και τις αρετές τους ή τη σοφία τους, συγγενικά πρόσωπα που έλαμψαν για το κάλλος τους ή για άλλους λόγους, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που στένευαν την ελευθερία των παράνομων ιδεολόγων άλλων καιρών, τα βιώματα των παιδιών άλλων γενεών, τα παλαιά επαγγέλματα και οι εκπρόσωποί τους, η προσωπικότητα του πατέρα, τα παλαιά αντικείμενα, οι σημειώσεις σε παλαιά βιβλία κ.ο.κ. Γενικώς, τον συγκινούν και μας συγκινούν όλα όσα μένουν εδώ και θα μένουν για πάντα κάπου στον κόσμο ενώ οι κάτοχοί τους, οι χρήστες και δανειστές τους είναι πια και ήδη από χρόνων πολλών απόντες. Τελικά η ποιητική γραφή είναι μια σειρά από επιμειξίες, παρόντων και απόντων, χρήσης και αχρησίας, μνήμης και λήθης, φωτός και σκότους. Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο υψηλό δίδαγμα αυτής της περιπλάνησης είναι το ότι αυτό που εμείς οι ίδιοι είμαστε στο παρόν είναι ένα άθροισμα από χιλιάδες αθέατες συμβολές του παρελθόντος, προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος. Τα λόγια μας είναι λόγια πεθαμένων (άλλοι στο μέλλον θα μιλήσουν με τα λόγια μας), τα ενδιαφέροντά μας φερμένα από το πεδίο ενδιαφερόντων άλλων ανθρώπων που προηγήθηκαν, η στάση μας γενικώς απέναντι στον κόσμο και στη ζωή θυμίζει σε όσους μας γνωρίζουν την ανάλογη στάση οικείων μας που αποχώρησαν νωρίτερα από εμάς. Γιατί άραγε κοιτούμε ως επί το πλείστον μπροστά (σε μια κατεύθυνση βαδίζουμε, στην ίδια ευθεία όλοι πάμε, όλα στο μέλλον προχωρούν, σελ. 14) και δεν νιώθουμε την ανάγκη ή το χρέος να επιστρέφουμε με ευγνωμοσύνη σε όλους εκείνους και σε όλα εκείνα που μας βοήθησαν να ανδρωθούμε; Οποία παράλειψη να μην αφήνουμε κάποιον στέφανο τιμής και στις σκήτες των απελθόντων.

Σελ. 9:  Αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε... έτσι αιφνιδιαστικά όπως εμφανίζονται όλα τα απολωλότα. Όπως έκπληκτα ή αμήχανα συλλαμβάνονται τα σκεύη στο σκοτάδι (σελ. 19).
της μεγάλης μας τάξης... ο αφηγητής ήταν τότε μαθητής. Μια άλλη εικόνα σχολική υπάρχει και στις σελίδες 44-45, όπου ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα / ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο / γύριζε και έβλεπε την τάξη.
Ο δάσκαλος... κοίταζε το παράθυρο... Η μορφή του παλαιού δασκάλου όπως και στις σελίδες 44-45. Ενώ η προσωπικότητα του παλαιού δασκάλου της Αγγλικής γλώττης αναδύεται σχολαστικά στις σελίδες 46-50.
"Έρχεται καταιγίδα!" είπε... η σκηνή θυμίζει την ανάλογη της σελίδας 44 όπου ο ιατρός ντυμένος με ποδιά εργασίας ξυλουργού λέει: βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ' το / παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λε-/πτό...
τανκς απ' τη Βουδαπέστη... εδώ το παλαιό ιστορικό γεγονός, όπως π.χ. ο τορπιλισμός της Έλλης στη σελίδα 23, το ναυάγιο του Έλση έξω από τον Καφηρέα, σελ. 53. Νοέμβριος του '56 (όπως: Η τάξη του '56, σελ. 10, 1959, σελ. 15-16, 1977, σελ. 22, 1700, σελ. 32, 1959, σελ. 32, ακμαία ενός έτους η ΕΡΕ, σελ. 36, 12.7.1953, σελ. 40, 2.7.1963, σελ. 50, 5.4.1956, ένα 6μηνο αφότου πέθανε ο Παπάγος, 9 μέρες πριν από τη διάλεξη που έδωσε στην πόλη ο Κοσμάς Πολίτης, σελ. 51). Τα γεγονότα δείχνουν ανεξιχνίαστα, λέγεται αλλού, υπάρχει κάτι αντ' αυτών, το περίγραμμα της κιμωλίας στην άσφαλτο (η λέξη ''κιμωλία'' μάς πηγαίνει στην εικόνα της σελ. 45 όπου η σκόνη της κιμωλίας πέφτει αβαρώς μέσα στην σχολική αίθουσα).
η αρρώστια επώαζε την απειλή της... θείες... η χοντρή νοσοκόμα... οι... επισκέπτες... εδώ τα πρόσωπα του σπιτιού, του οικογενειακού περίγυρου (όπως: η θεία, σελ. 23, ο θείος Ζαν, σελ. 23, η μητέρα μαθήτρια, σελ. 24, ο γόης θείος Γιάννης, σελ. 24, η θεία-ο παλιός μύθος-η καλλονή, σελ. 25-26).

Σελ. 10: ο αναγνώστης εισχωρώντας στο ομιχλώδες παρελθόν ενός άλλου, του αφηγητή, βοηθιέται να ξυπνήσει το δικό του ομιχλώδες παρελθόν - και όχι μόνο αυτό, ερεθίζεται τόσο το ενδιαφέρον του που τελικά τον αφορά αυτό το ξένο παρελθόν. Η εμπλοκή του και στη σελίδα 29, ενώ στη σελ. 30: Ο αναγνώστης να σκεφθεί την εποχή.
Η απειλή των συρίγγων και του βραστήρα της νοσοκόμας συνδέεται με την απειλή της αρρώστιας ίσως της νοσούσης μητρός (η οποία μάλλον πεθαίνει το 1958 σύμφωνα με τους στίχους της σελ. 52: μετά μια 2ετία, συγκεκριμένα, θα ακολουθήσει το μοιραίο) όπως αναφέρεται στη σελίδα 9, ενώ στη σελ. 30: Την απειλή που είναι κάθε τέλος. Μια ανάλογη διατύπωση και στη σελ. 42: ...τους τρόμαζε (όπως συμβαίνει πάντα) η ανάμνηση και η λέξη Τέλος. Η χοντρή νοσοκόμα και ο γιατρός που παραπλανά το παιδί στη σελ. 43 κ.ε.
Από την εικόνα του δωματίου ο αφηγητής κινηματογραφικά μάς πηγαίνει στην εικόνα και πάλι της σχολικής αίθουσας την ώρα ακριβώς που ξεσπούν οι κεραυνοί. Η ίδια κινηματογραφική τεχνική αξιοποιείται και στις σελίδες 44-45, μετάβαση από το σπίτι στο σχολείο, από τον έναν κλειστό χώρο στον άλλον.

Σελ. 11: Εικόνες από Ζάλτσμπουργκ, από ημέρες Χριστουγέννων, όπως και στη σελίδα 31. Η απόλαυση της αυστριακότητας. Επιστρέφουμε στο παρελθόν, όπως επιστρέφει στο σπίτι του το ζεύγος Στάντλερ, όπως επιστρέφει το γάλα στη φιάλη του, τα δημητριακά, όπως επιστρέφει ο σύζυγος στο κρεβάτι του, όπως οπισθοβατεί ο αφηγητής προς το κρεβάτι του, όπως στην ταινία του Βερτόφ (σελ. 12) όπου τα τραμ γυρίζουν στην αφετηρία τους (1929, Industrializacion), η επιστροφή στο σπίτι (σελ. 22).
ΤΟΠΟΙ: Βουδαπέστη, Ζάλτσμπουργκ, Βέρτερζεε, Λίντσεργκάσε (σελ. 33 και 13), Γκεντράιντεγκάσε, Μπανταλόνα, Παρίσι οδός Γκριμπωβάλ 3, Αμιέν, οδός ντι Μπακ, Λουτράκι, η Τήνος, η Σύρος, η Δήλος, το Εβιάν, η Ρώμη, η γαλλική λουτρόπολη, πόλεις της 3ης ηλικίας με θερμά λουτρά (σελ. 28), Κονέκτικατ, Καπίτελπλατς, Άλπεις, Ανόβερο, Γκλόκενσπιλ, Ζάλτσαχ, Λονδίνο, Πειραιάς, Λίβερπουλ, θέρος της Αλβιώνος (σελ. 47), Αυστραλία, Σάουθάμπτον, Σουέζ.

Σελ. 12: Μετράει ο τρόπος, που η πανδοχέας δίδει το κλειδί, που εισπράττει κανείς ευχές αγνώστων στο εστιατόριο. Οι θαμώνες βλέπουν την πλάτη του αφηγητή όπως οι νεκροί έφταναν στον Άδη με την πλάτη - ωστόσο κανείς δεν επιστρέφει με την πλάτη, κανείς δεν ξαναβρίσκει την παλιά του θέση.
Η αναδρομή γίνεται με μάτια στον αυχένα (σελ. 23).

Σελ. 15: Το Δαιμόνιο του Μέλλοντος, η Εποπτεία του Προσεχούς, όλα στο μέλλον προχωρούν (σελ. 13-14). Η άνοιξη, δε, είναι η διαφήμιση του μέλλοντος (σελ. 16). Η αναπνοή του γιου ανενόχλητο βήμα στο μέλλον, οι γιοι φτιαγμένοι από μέλλον (σελ. 18), αυτός ο χρόνος κάποτε ήταν μέλλον (σελ. 22), το μέλλον μάς δείχνει το σπίτι που δεν έχουμε (σελ. 46).
Το παλαιό επάγγελμα: ο τσαγκάρης - ο πλανόδιος φωτογράφος, σελ. 39.
Τα παλαιά αντικείμενα: οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά, οι τανάλιες στο τσαγκαράδικο. Αναφορά στα παλαιά αντικείμενα στη σελ. 48. Λόντεν με ομπρέλα στο βραχίονα (σελ. 11). Ροκοκό ταπετσαρία (σελ. 13). Η μεταλλική σφυρίχτρα (σελ. 46). Πορτατίφ με μικρή αλυσίδα αντί του μπουτόν (σελ. 48).

Σελ. 16: Ο βίος βραχύς, μετριέται, ενώ προτιμητέο ένα βιβλίο που να μην τελειώνει πουθενά.

Σελ. 17: Οι ηλικιωμένοι: ο 60χρονος Αναπαυόμενος σε ανάκλιντρο της παραλίας. Οι αειθαλείς και φλύαροι αργόσχολοι, σελ. 15, το ζεύγος Στάντλερ, σελ. 11, ο σύζυγος και η στρουμπουλή φιγούρα απ' το Νότο, σελ. 11, αργοί υπερήλικες στην παραλία, σελ. 19, το ηλικιωμένο ζεύγος επί της οδού Γκριμπωβάλ (σελ. 22), ο υπερήλιξ εραστής (σελ. 25), η πόλη κατακλύζεται από υπερήλικες (σελ. 27), ''έχετε γεννηθεί κι εσείς ηλικιωμένος'' (σελ. 27), ο απόμαχος της συμβολαιογραφίας (σελ. 28), το μονόπρακτο για έναν γέροντα που πεθαίνει στην τουαλέτα (σελ. 28), ''κοιτάζουν τα πλοιάρια που αναχωρούν / χωρίς να υποψιάζονται την προφανή μεταφορά'' (σελ. 28), διάλογοι απομάχων (σελ. 29), ο Αμερικανός με το μπαστούνι (σελ. 31), ...όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (σελ. 43).
Ο αργόσχολος παρατηρεί τον Αναπαυόμενο όπως οι αργόσχολοι σε κάποιο τσαγκαράδικο (σελ. 15), όπως οι αργόσχολοι απρόσβλητοι από ανία στη γαλλική λουτρόπολη (σελ. 27).

Σελ. 18: Οι κινήσεις του Αναπαυόμενου (σελ. 18-19) θυμίζουν την κίνηση δωματίου του συζύγου (σελ. 11).
Η αναπνοή του γιου: βλ. και σελ. 47, οι γιοι αρνούνται την εικόνα μας, και σελ. 29: ή έναν γιο που πρόκειται να εμφανιστεί το προσεχές 3ήμερο. ...που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του / και να συνομιλεί με το παιδί όταν ο ίδιος θα απουσιάζει (η σχέση πατέρα - υιού μέσα από τις γραμμές και τις σημειώσεις ενός παλαιού βιβλίου, στις σελ. 51-52).

Σελ. 23: Μπλεζ Σαντράρ, όπως και στη σελίδα 38.

Σελ. 24: Παλαιά πλοία: Φρίξος, Φρίντα, Αγγέλικα (σελ. 40), Έλση (σελ. 53).

Σελ. 32: Το μπαστούνι θαυμαστικό, όπως στη σελ. 19 η φράση των βημάτων σταματούσε στην τελεία ενός σκυμμένου βρέφους ή μιας μπάλας.

Σελ. 32: Τελεφερίκ, όπως και στη σελ. 11.

Σελ. 33 Χωρίς να βγάλουμε τα γάντια - στο πεζοδρόμιο θα αναδυθεί το χαμένο γάντι (σελ. 34).

Σελ. 34: Προς το παρόν επιστρέφω στο μαξιλάρι μου - Ο ύπνος είναι απολαυστικός σ' αυτά τα μαξιλάρια (σελ. 11).

Σελ. 38: ανάερα βαλς - La Cumparsita στη σελ. 36.

Σελ. 38: Βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά / τάχα παίζει βιολί - βλ. σελ. 12, νεότερη έπαιζε άρπα, τώρα απλώνει το δεξί της χέρι... κ.λπ. (για την πανδοχέα).

Σελ. 43: Ο ιατρός με την καμπαρντίνα όπως ο δάσκαλος με την αγγλική καμπαρντίνα (σελ. 9).

Σελ. 46-50: Το μάθημα της Αγγλικής γλώττης, family Brown, the Browns.

Σελ. 46: τα καταφύγια, όπως και στη σελ. 33 στην ξενάγηση του Αμερικανού.

Σελ. 47: ο πατέρας με πιτζάμες, όπως στη σελ. 11 με τις πιτζάμες του ο σύζυγος - σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού, σελ. 44.

Σελ. 50: η συμπεριφορά του σκύλου (ξέρω καλά τους σκύλους, θα έλεγε κι ο ποιητής, που θρηνούσε κάποτε την απώλεια ενός σκύλου του).

Σελ. 51: Το βιβλίο του πατέρα μεστό από σημειώσεις περιθωρίου.

Σελ. 51: Λουτσία ντι Λάμερμουρ εδώ, Μαγικός Αυλός στη σελ. 33, Frau Luna στη σελ. 34.

Σελ. 53: Τα διαψευσμένα όνειρα της επαρχίας - και τα χαμένα όνειρα του κουρέα.

Σελ. 53: Στίχοι που θυμίζουν Κώστα Καρυωτάκη:
ίσως να θυμηθείς πώς σχολιάζαμε το γραμματέα του Υπουργείου που βράβευσε μιαν αγελάδα, γιατί το βλέμμα της ''μειλίχιο και ρεμβώδες!'' του θύμιζε κάποια παλιά, καταλαβαίνεις τι είδους, σχέση του.
"Ο κύριος νομάρχης καθυστερούσε, και η επιτροπή σκεπτόταν αν έπρεπε ν' αρχίσει η γιορτή ή να τον περιμένουν".


ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΜΦΙΒΟΛΟ ΚΑΙ ΘΟΛΟ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ Α. ΚΑΙ Λ. ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ. ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΑΡΜΑΡΙΝΗ ΕΠΙΤΟΙΧΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΡΑΧΘΕΙ Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 15.11.2011 ΜΕ ΡΟΥΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ.

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ



14/10/11

Συναισθηματικές καταθέσεις και παρατηρήσεις στο "Μακάρι να ήσουν εδώ'' της Ελιάνας Χουρμουζιάδου

14.10.2011


Συναισθηματικές καταθέσεις και παρατηρήσεις στο "Μακάρι να ήσουν εδώ'' της Ελιάνας Χουρμουζιάδου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011 

(σημ.: οι παρατηρήσεις είναι ειλημμένες από τις ΣΕΛΙΔΕΣ 1-100 της νουβέλας)

1. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ, ΜΟΡΙΤΣ ΦΟΝ ΝΤΡΑΓΙΕΡ:

1.τον αναστάτωνε να ομιλεί για τον πατέρα του (38)
2.τον Μόριτς θεωρεί θύμα των καιρών του ο Βιμ (38)
3.τον ενοχλούσε αφάνταστα τον Μαξ να του ανασταίνουν κάτι που προσπαθούσε να θάψει μέσα του (41)
4.προσπαθεί τους εφιάλτες και τις εικόνες του παρελθόντος να τις σκεπάσει με μουσική ενοχλώντας τους περιοίκους (43-44)
5.κατά της θανατικής ποινής (45)
6.ως παιδί θεωρούσε τον πατέρα του σημαντικό πρόσωπο, καθώς οι άλλοι συνωμοτούσαν εναντίον του, αλλά δεν τον ρωτούσε τίποτε (92)
7. ο Μόριτς κάνει ελεημοσύνες μεταξύ των άλλων και σε Ρομά (93-94)
8.ο πατέρας του δεν θέλει να τον ακολουθεί πλέον κι ο Μαξ νιώθει δυσαρέσκεια (94-95)
9. είναι δύσκολο ο Μαξ να καταλάβει ότι ο θαυμαστός πατήρ του διέταζε εκτελέσεις ή ο ίδιος εκτελούσε (95)
10.η δίκη του Μόριτς φον Ντράγιερ (96)
11.η αποφυλάκιση και η χάρη ελέω Αντενάουερ (97)

2. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗΣ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΚΟΡΝΤΕΛΙΑ:
 
1.προσπαθούσε να τον αποδιοργανώσει (17)
2.τον κυνηγούν τα στοιχειωμένα αναφιλητά της (43)
3.η Κορντέλια όλο κλαίει και τον εκνευρίζει, αλλά τελικά αυτή η στάση είναι καλύτερη από την αναίδεια και τη χυδαιότητα της Ρέας (83)

3. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΚΡΙΣΤΙΑΝΕ, ΚΟΡΗΣ ΜΑΞ ΑΠΟ ΚΟΡΝΤΕΛΙΑ:
1.την αγαπά αλλά δεν την θέλει στο σπίτι του, τον ενοχλεί (18-19)
2.με κόπο απηλλάγη από τα παιδιά του (19)
3.η Κριστιάνε δεν υπέφερε τη Ρέα (20)
4.μετά τα 18 η Κριστιάνε δεν δέχεται τη φιλοξενία του (20)
5.ενώ στα παιδικά χρόνια πεζοπορούσε με τον Μαξ, μετά το διαζύγιο με την Κορντέλια δεν το επιθυμεί (59)
6.η Ρέα φοβάται μην αποκτήσει προνόμια σε σύγκριση με τον Στέφεν (73)


4. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΛΟΡΕΝΤΣ, ΓΙΟΥ ΜΑΞ ΑΠΟ ΚΟΡΝΤΕΛΙΑ:

1.τον αγαπά αλλά δεν τον θέλει στο σπίτι του, τον ενοχλεί (18-19)
2. με κόπο απηλλάγη από τα παιδιά του (19)
3.τον Λόρεντς δεν συμπαθεί η Ρέα (20)
4.τον ενήλικο Λόρεντς ο Μαξ αγνοεί (20)
5. ενώ στα παιδικά χρόνια πεζοπορούσε με τον Μαξ, μετά το διαζύγιο με την Κορντέλια δεν το επιθυμεί (59)
6. η Ρέα φοβάται μην αποκτήσει προνόμια σε σύγκριση με τον Στέφεν (73)
7.ο Λόρεντς προδίδει τον ψυχισμό του Μαξ στη Ρέα (89)


5. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΡΕΑΣ, ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΤΟΥ:

1.την περιμένει να φανεί (11)
2.τον ενοχλεί η σιωπή που άφησε πίσω της (12)
3. πίστευε ότι δεν θα του φύγει ποτέ (14)
4.δεν κατάλαβε όσα έκανε για κείνην – καμία ευγνωμοσύνη δεν είδε στο βλέμμα της (15-73)
5.τη βρήκε προκειμένου να κάνει τις φωνές να σωπάσουν και τα φαντάσματα να φύγουν (45)
6. νησιώτισσα, με μητρικό έλλειμμα (46)
7.μπαίνει εύκολα και γρήγορα στη ζωή του (47)
8.τον θαυμάζει κατά την γνωριμία όταν εκείνος δυσφορεί (47)
9.ήταν εγωίστρια και δεν του έδινε κατ’ ουσίαν μεγάλη σημασία (47)
10.ο Μαξ προτιμά η Ρέα να μην ξέρει τίποτε για το παρελθόν και την καταγωγή του (62)
11.το πρώτο βήμα του χωρισμού έκανε η Ρέα και για τον Μαξ τίθεται τώρα θέμα αντοχής (64)
12.θέλει να μάθει αν ο Μαξ έχει κάνει διαθήκη (73)
13.ο Μαξ θα είχε πολλούς λόγους να εγκαταλείψει τη Ρέα (78)
14. οι χίλιες ιδιοτροπίες της Ρέας (79)
15.η Ρέα αδιάφορη στο Άουσβιτς (80)
16.ο Μαξ ρίχνει στη Ρέα γροθιές και χαστούκια διότι εκείνος ήθελε να πάνε στην Κρακοβία στην προσπάθειά του να βαδίσει στο κρυμμένο παρελθόν του (81)
17. «Τη μισούσε όταν τον έκανε να απεχθάνεται τον εαυτό του» (σελ. 81)
18.οργή και λύτρωση που η Ρέα δεν τον συνοδεύει (81-82)
19. η Ρέα σταματάει τον Μαξ από απόπειρα αυτοκτονίας (83)
20.σεξ με τα μάτια κλειστά (84)
21.με την προοπτική της γέννησης του παιδιού ο Μαξ βρίσκει την ηρεμία του έστω και προσωρινά (84-85)
22.μετά τη γέννηση του Στέφεν και ο Μαξ δυσκολεύει τη ζωή της Ρέας (87)
23.η Ρέα νυχτοπερπατά κι ο Μαξ την απειλεί για τη διαγωγή της αυτή, αλλά τελικά η Ρέα δεν φυλακίζεται σε χρυσό κλουβί (88)
24.η Ρέα δεν καταλαβαίνει τις ψυχικές ανάγκες του Μαξ (90)
25.η Ρέα δεν ήθελε ούτε έπρεπε να μάθει τίποτε από το παρελθόν των μαθητικών χρόνων του Μαξ (99)


6. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΣΤΕΦΕΝ, ΓΙΟΥ ΜΑΞ ΑΠΟ ΡΕΑ:
 
1.θέλει να τον ακολουθεί παντού παρά τις αντιρρήσεις της Ρέας (33)
2.θέλει στον Στέφεν να δείχνει το νησί (58)
3.η Ρέα δεν θέλει ο Στέφεν να κυκλοφορεί στο νησί με τον Μαξ (58)
4.ο Στέφεν είναι με το μέρος του Μαξ (59)
5.ο Στέφεν είναι η μόνη οικογένεια που του έμεινε (85)
6.η ενασχόληση του Μαξ με τον Στέφεν τον αλλάζει εσωτερικά, τον γαληνεύει, δεν θυμάται τους καβγάδες με τη Ρέα που όμως συνεχίζουν να υφίστανται, δεν την απειλεί με δική του αυτοκτονία (86)


7. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΗ, ΠΕΘΕΡΟΥ ΜΑΞ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΡΕΑΣ:

1.θεωρείται μεγαλοξενοδόχος κατέχοντας στο νησί ένα συγκρότημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια (46-47)
2.τον βοηθεί τον Αντώνη η Ρέα (50)
3.οι αρετές του Αντώνη και μεταξύ αυτών η διακριτικότητα (60-61)
4.ο χωρισμός Μαξ-Ρέας θα στερήσει από τον Μαξ την επαφή με τον πεθερό του (63)
5.μοναδικό προσόν της Ρέας ότι μένει πιστή στο πλευρό του πατέρα της (82)


8. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΒΙΜ, ΕΞΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ * στη νουβέλα γίνεται λόγος και για τον Χανς, θείο του Μαξ :

1.τον παρέσυρε στο νησί (25)
2.είχε προαγοράσει οικόπεδο (36)
3.αυτός του μίλησε για τον πατέρα του που τον θεωρούσε έντιμο όπως έντιμο θεωρεί και τον ίδιον (37-39)
4.ο Μαξ θεωρεί τη στάση του Βιμ ασυγχώρητη και του γεννά οργή (39-40)
5.δεν επικοινωνούν στο νησί (39-40)
6.ο Μαξ κόβει απότομα την κουβέντα τους στο νησί όλο οργή (40-41)
7.ο Βιμ είναι η ενοχλητική εξαίρεση που όλο επαναφέρει στο προσκήνιο το παρελθόν (95)


9. ΣΧΕΣΗ ΜΑΞ ΚΑΙ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΒΟΗΘΩΝ/ΝΤΑΝΤΑΔΩΝ * στη νουβέλα γίνεται λόγος και για μια Ελληνίδα νταντά του Στέφεν άνευ ονόματος :

ΜΑΟΥΡΑ

1.τη θεωρεί πολύτιμη στο πόστο της (45)
2.καβγάδες με τη Ρέα (73)
3.ο Μαξ δεν θέλει να την απολύσει (73)
4.η Μάουρα δεν μιλά πολύ και δεν αναφέρεται στην προσωπική ιστορία της που όπως κάθε προσωπική ιστορία δεν αντέχει να ακούει ο Μαξ (74-75)
5.ο Μαξ θέλει τη Μάουρα γιατί δεν έχει παιδιά και έτσι δεν φοβάται ότι θα δοθεί σε αυτά και όχι στον ίδιον (75)
6.Ρέα και Μάουρα δεν συμμάχησαν ποτέ εναντίον του (76)
7.ο Μαξ βάζει την Μάουρα να παρακολουθεί τη Ρέα στις βραδινές της εξόδους στην Ελβετία (87)

ΟΥΡΑΝΙΑ


1.δεν την συμπαθεί η Ρέα όπως καμία υπηρέτρια (51)


ΤΑΤΙΑΝΑ

1.δεν φτάνει η συντροφιά της (51)
2. δεν την συμπαθεί η Ρέα όπως καμία υπηρέτρια (51)

ΓΚΑΛΙΝΑ
1.δεν φτάνει η συντροφιά της (51)
2. δεν την συμπαθεί η Ρέα όπως καμία υπηρέτρια (51)

ΓΙΟΧΑΝΑ


1.την ρωτάει ο Μαξ για το παρελθόν του πατέρα του (σελ. 99-100)

[κ.λπ.]

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ


13/10/11

"Μακάρι να ήσουν εδώ"

13-10-2011

H νουβέλα έχει ως κύριους τόπους της την Ελβετία και την Ελλάδα και θα μπορούσε να κριθεί ως ''ψυχολογική ανάλυση μιας οικογενειακής καταστάσεως". Κεντρικά πρόσωπα είναι ο Μαξ και η Ρέα, ο μεν Μαξ επιχειρηματίας "με πρωσική ανατροφή" που ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο του με ένα "μοντέλο της σειράς", την Κορντέλια, έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά, την Κριστιάνε και τον Λόρεντς, η δε Ρέα είναι ο άνθρωπος που μπαίνει στη ζωή του Μαξ ως διάδοχος της Κορντέλια σύντροφος και αποκτά μαζί του τον Στέφεν (Στέφανο). Όταν ξεκινά η αφήγηση, ο Μαξ ατενίζει από τη βεράντα του νησιώτικου σπιτιού του τη σκοτεινή θάλασσα και τον μέλανα ορίζοντα και για λίγο διακρίνει ακόμη τα φώτα του καραβιού στο οποίο έχει επιβιβαστεί η Ρέα μετά του υιού τους, εκείνη μην γνωρίζοντας αν θα πρέπει να επιστρέψει σε μια γαμήλια σχέση φθαρμένη και βεβλαμμένη. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του πλου προς τον Πειραιά η γυναίκα αυτή έρχεται σε επικοινωνία με τον αδελφό της (Δανιήλ) και ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα που γεννώνται γύρω από τον Μαξ και γενικώς γύρω από την σχέση τους - η Ρέα ευρισκόμενη σε μεγάλο προβληματισμό αποστέλλει μέσα στη νύχτα μήνυμα στον άντρα της κι εκείνος απλώς της απαντά ότι "θα το συζητήσουν στη Ζυρίχη". Επομένως, η νουβέλα ολοκληρώνεται χωρίς να έχει βρει τέλος αυτός ''ο πόλεμος'' και η ιστορία των δύο τους συνεχίζεται. Οπότε μπορούμε εμείς να γράψουμε το τέλος αυτής της σχέσης. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αφηγηματικά την οικογενειακή ιστορία με τη γραφή να τον στέλνει αποκλειστικά στο παρελθόν, όπου ανευρίσκονται οι αιτίες που εξηγούν το ποιόν αυτής της σχέσης και τα συμπτώματα της φθοράς της. Ένα μεγάλο μέρος του έργου φωτίζει λοιπόν το παρελθόν και ειδικότερα όσον αφορά τον Μαξ το παρελθόν του ναζιστή-εγκληματία πολέμου πατέρα του, το οποίο ο Μαξ ενώ νομίζει ότι έχει θάψει ικανοποιητικά μέσα του, αναδύεται (αυτό) επώδυνα ύστερα από μια συνάντησή του με τον εξάδελφό του Βιμ. Η Ρέα όταν γνωρίζει τον Μαξ δεν γνωρίζει τίποτε από το παρελθόν της οικογένειάς του και τα 10 χρόνια της σχέσης τους ρέουν υπό συνθήκες αντιπαραθέσεων και όχι της ιδεώδους συζυγικής ομαλότητας και αρμονίας. Ο Μαξ φθείρεται ολοένα και βρίσκει διέξοδο στο αλκοόλ και στα ψυχοφάρμακα και η Ρέα ανησυχεί για το παιδί τους. Οι τριβές στις καθημερινές τους σχέσεις και συναλλαγές γεννούν νευρικότητα, καχυποψία, απέχθεια, αίσθημα μοναξιάς. Μια σχέση σκληρή όπως πολλές του καιρού μας, την οποία η συγγραφέας παρατηρεί από πολλές πλευρές, μην αφήνοντας απέξω ούτε τα παιδιά, ούτε τα αδέλφια και ξαδέλφια, ούτε τους γονείς ούτε τις οικιακές βοηθούς. Ολοένα η πορεία της αφήγησης στρέφεται προς το παρελθόν και αυτό δεν χαρίζει στο έργο ζωτικό ενδιαφέρον. Η γλώσσα του έργου είναι ελαφρώς επεξεργασμένη, χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αρετές και οι όποιοι διάλογοι ''καθημερινοί''. Την συγγραφέα δεν απασχολεί πώς θα το πει, αλλά πώς θα οδηγήσει τον αναγνώστη στην καρδιά της υπόθεσης ώστε να κατανοήσει τα ψυχικά χάσματα, τις μεταπτώσεις, τις συγκρούσεις, τις διαφορές. Τα τραύματα του Β'  Παγκοσμίου πολέμου μοιάζουν να είναι καταχωνιασμένα στον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού ήρωα και αποτελούν μια αθέατη βόμβα που οδηγεί σε αλλεπάλληλες εκρήξεις και αλυσιδωτές για όλα τα οικογενειακά μέλη συνέπειες.
Στο βιβλίο γίνεται επένδυση στίχων γνωστών ξένων συγκροτημάτων και στο τέλος περιμένει τον αναγνώστη κόρπους με εξηγήσεις και βιβλιογραφία.
Μια μέτρια συγγραφική κατάθεση.

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

....................................................................................

Ιδού ορισμένες κριτικές και στοιχεία αντλημένα από το Διαδίκτυο - στα σημεία 2 και 3 ομιλεί για το βιβλίο η ίδια η συγγραφέας:

1. [...] Δεν είναι εύκολο στην ανάγνωσή του το βιβλίο, θα έλεγα ότι σε κερδίζει στην πορεία, αν έχεις την επιμονή να συνεχίσεις και σε αφήνει με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να ειπωθούν κάποια πράγματα ακόμη. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα, απλώς έχουμε να κάνουμε με μια αφήγηση που μένει «στον κόσμο της» χωρίς να διευκολύνει τον αναγνώστη -αυτό ναι, κατά τη γνώμη μου είναι ένα μειονέκτημα, αλλά κάθε συγγραφέας επιλέγει το δικό του δρόμο και τρόπο γραφής- έστω βοηθώντας τον να παρακολουθήσει την ιστορία με περισσότερα στοιχεία, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος. Τα πράγματα κυλούν πιο ομαλά μετά το δεύτερο μέρος του βιβλίου αλλά κάποιοι ίσως έχουν εγκαταλείψει ήδη τη δύσβατη αφήγηση. Ίσως δεν έχει και τόση σημασία. Δεν γράφει κανείς για να αρέσει σε όλους. Γράφει, φαντάζομαι, για να απαντήσει πρώτα στα δικά του ερωτήματα. Κι αν στο δρόμο βρει αναγνώστες που να μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες/διλήμματα, ακόμη καλύτερα.

Γρηγόρης Παπαδογιάννης, http://www.eyelands.gr/

2. Η ιστορία του παππού μου



Πριν από μερικά χρόνια, ο παππούς μου άρχισε να μας χαρίζει τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του. Κάποια μέρα, παρατηρώντας ότι συστηματικά προσπερνούσα αδιάφορη όσα είχαν θέμα σχετικό με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μου απολογήθηκε σχεδόν: «Ναι, μάζεψα τόσα βιβλία που ίσως δεν σας ενδιαφέρουν πια, αλλά, βλέπεις, εκείνος ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά μου». Ενδόμυχα συμφώνησα: πράγματι, τι ενδιαφέρον παρουσίαζε ένας πόλεμος τελειωμένος εδώ κι εξήντα χρόνια; Η φράση όμως μου είχε εντυπωθεί και κατά καιρούς επανερχόταν στη μνήμη μου. Αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά του. Μήπως είχε αφήσει στο υποσυνείδητό του την ανάμνηση μιας αγωνίας για την επιβίωση, που σήμερα, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, φαντάζει αδιανόητη; Δυστυχώς δεν τον ρώτησα, και τώρα πλέον δεν ζει. Παρ' όλα αυτά, «εκείνος ο πόλεμος» άρχισε τελικά να μ' ενδιαφέρει. Κάποια στιγμή, η εικόνα παρουσιάστηκε απροσδόκητα μπροστά μου: το τέλος του, οι θύτες που, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έγιναν θύματα. Ενα μυθιστορηματικό γύρισμα της τύχης. Ηταν όμως πράγματι έτσι; Πώς έφτασαν τα πράγματα σ' εκείνο το σημείο; Ασφαλώς κάτι ήξερα, αλλά μόνο σε γενικές γραμμές. Οι λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν σταδιακά. Τα καινούρια ερωτήματα ήταν αναπόφευκτα, η πορεία προδιαγεγραμμένη, ο τελικός προορισμός, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, άδηλος.
Το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι η ιστορία του παππού μου. Τον ανέφερα όμως επειδή η φράση του υπήρξε το ερέθισμα που, με την πάροδο του χρόνου, με οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Στην πορεία πείστηκα ότι εκείνος ο πόλεμος έχει αφήσει ένα σημάδι ορατό ακόμα. Ωστόσο το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι ούτε μια ιστορία από τα πεδία των μαχών. Στις σελίδες του παρακολουθεί κανείς έναν οικιακό πόλεμο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες με φόντο, κατά κύριο λόγο, ένα τουριστικό νησί του Αιγαίου. Το ερώτημα που αιωρείται είναι: Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτός ο πόλεμος, και πώς; Θα τελειώσει ποτέ; Καταλυτικό ρόλο στη σύγκρουση παίζει ένας δεύτερος εξάδελφος του άντρα, ορκισμένος εχθρός της αμνησίας στην οποία έχει υποκύψει η υπόλοιπη οικογένεια. Ο αληθινός πόλεμος και η μεταπολεμική περίοδος στην Ευρώπη εμφανίζονται ως φαντάσματα που αναστατώνουν τους ήρωες και τους κρατούν άυπνους μια φθινοπωρινή νύχτα, τόσο στο ανώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί τους όσο και στη φημισμένη αγγλική πανεπιστημιούπολη όπου ζει ο αδελφός της γυναίκας. Σκέψεις και αναμνήσεις τούς μεταφέρουν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Είτε ως παράδοση είτε ως βίωμα, το ιστορικό παρελθόν του ενός μπορεί πολύ εύκολα να συναντήσει την καθημερινότητα του άλλου. Αυτό που σπανίζει είναι η κατανόηση, ενίοτε και το απλό ενδιαφέρον. Αυτό που θριαμβεύει είναι η αδιαφορία, η παραίτηση από κάθε προσπάθεια προσέγγισης.
Οι βασικοί χαρακτήρες πλαισιώνονται από αρκετούς άλλους, και λίγο πιο πέρα υπάρχει ένας ασφυκτικός περίeCE�υρος που καραδοκεί, πεινώντας για εξελίξεις. Περιττό να πω ότι ένιωσα μεγάλη συμπάθεια για τα πρόσωπα αυτά. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να καταπιαστώ με την ιστορία τους; Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν υπάρχει περίπτωση να βρουν λύση στο αδιέξοδό τους. Εξίσου συχνά τρομοκρατήθηκα με την ιδέα ότι στρίμωξα πάρα πολλά γεγονότα σε ένα βιβλίο που, βάσει του αρχικού σχεδιασμού, έπρεπε να είναι νουβέλα. Ασφαλώς φέρω την ευθύνη, αφού θεώρησα απαραίτητο να τα συμπεριλάβω όλα. Συγχρόνως όμως προσπάθησα να μην ξεχάσω ποιο είναι το κέντρο βάρους και να μην υποκύψω στη γοητεία του παρελθόντος, η οποία σίγουρα θα με έκανε να διπλασιάσω τις σελίδες του βιβλίου. Εχω την εντύπωση ότι η πλοκή δεν θα άντεχε το βάρος μιας πιο διεξοδικής αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν. Εύχομαι να μην έκανα λάθος.

Ελιάνα Χουρμουζιάδου, www.enet.gr  


3. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟ, http://www.tovima.gr/
 
Στο τέταρτο βιβλίο της η Ελιάνα Χουρμουζιάδου με τίτλος «Μακάρι να ήσουν εδώ» ασχολείται με το θέμα της μνήμης και πόσο αυτή μπορεί να βαραίνει και να επηρεάζει τις επόμενες γενεές.

- Τι είναι αυτό που κάνει μια ελληνίδα συγγραφέα να δημιουργήσει σήμερα έναν ήρωα Γερμανό με ενοχές για τους ναζιστές προγόνους του;
«Τι ωθεί έναν συγγραφέα να δημιουργήσει έναν οποιονδήποτε ήρωα; Οι λόγοι δεν είναι πάντοτε προγραμματικοί. Αναζητούμε ήρωες που μας ενδιαφέρουν, που αισθανόμαστε ότι τους γνωρίζουμε καλά και θέλουμε να τους παρουσιάσουμε στους άλλους. Η νουβέλα αυτή γράφτηκε για να ενταχθεί σε μια σειρά του Κέδρου που θα είχε θέμα την ετερότητα, οπότε χρειαζόμουν έναν ήρωα που δεν ήταν Ελληνας. Ο Μαξ είναι Γερμανός, επειδή οι επαφές μου με τη Γερμανία με οδηγούσαν σχεδόν υποχρεωτικά σε αυτόν. Στο πλαίσιο της πλοκής όμως υπάρχει κάτι που θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη σημασία από την καταγωγή του ή το παρελθόν του πατέρα του. Ξέρω πως όταν ένας συγγραφέας θίγει ζητήματα όπως ο ναζισμός ή τα εγκλήματα πολέμου κινδυνεύει να επισκιάσει τα άλλα θέματά του, που μοιάζουν τότε να έχουν μικρότερο ειδικό βάρος. Ωστόσο για εμένα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους η ελληνίδα σύζυγος του Μαξ και ο αδελφός της αντιλαμβάνονται ή παρερμηνεύουν το παρελθόν και τις συνέπειές του, αυτή η βασική και μάλλον εγγενής ανθρώπινη αδυναμία κατανόησης του άλλου».
- Στο ζήτημα των ενοχών βρίσκετε κάποιες αναλογίες με το ελληνικό σήμερα,πρέπει,ποιοι και γιατί να έχουν ενοχές;
«Για να γίνει μια τέτοια σύγκριση θα πρέπει πρώτα να τονίσουμε ότι μόνο τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να παραβάλουμε γεγονότα τόσο διαφορετικής κλίμακας, των οποίων οι επιπτώσεις διαφέρουν ποιοτικά σε τέτοιον βαθμό. Υπάρχουν βέβαια δυνατότητες σύγκρισης. Για παράδειγμα, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, η πλειονότητα του γερμανικού λαού στο τέλος του πολέμου ισχυριζόταν ότι πριν από το 1945 δεν γνώριζε τίποτα περί στρατοπέδων συγκέντρωσης και μαζικών εκτελέσεων, ενώ υπάρχουν ιστορικές μελέτες που δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Κάπως έτσι κι εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέραμε τίποτε για την έκταση της διαφθοράς στο ελληνικό κράτος, ότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται για τις πληγές της ελληνικής πραγματικότητας. Οσον αφορά την ενοχή όμως, δεν νομίζω ότι είναι το αίσθημα που πρέπει να διακατέχει έναν λαό ο οποίος έπεσε ο ίδιος θύμα των σφαλμάτων του. Θλίψη και ντροπή, ναι, αλλά όχι ενοχή. Αυτή θα έπρεπε να την αισθάνονται μόνο οι διαδοχικές κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, που αντί να ασχοληθούν με το πρόβλημα εγκαίρως, υπολόγισαν το πολιτικό κόστος και κληροδότησαν τα ελλείμματα και τις δυσλειτουργίες του κράτους στους επόμενους».
- Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ο κεντρικός σας ήρωας δεν είναι γυναίκα.Τι αντιπροσωπεύει για σας ο Μαξ και τι οι δύο γυναίκες του;
«Συνήθως στα βιβλία μου εμφανίζονται άνθρωποι που απλώνουν τα χέρια προς τους άλλους, με περισσότερη ή λιγότερη απελπισία, χωρίς να κατορθώνουν να τους φτάσουν πραγματικά. Σε αυτούς ανήκει και ο Μαξ. Είναι ο πιο ευάλωτος από όλα τα πρόσωπα της νουβέλας, ενώ οι δύο γυναίκες διαθέτουν μηχανισμούς σωτηρίας. Υπάρχει στο φόντο μια, αχνή ελπίζω, αντιπαράθεση Ελλάδας και Δύσης, αλλά τα πρόσωπα δεν αποτελούν σύμβολα κανενός τόπου ή χρόνου και καμιάς ιδέας. Με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι άνθρωποι που κουβαλούν στους ώμους τους το βάρος των γενικεύσεων».
- Στίχοι από τα τραγούδια των Πινκ Φλόιντ και του Τομ Βερλέν δίνουν τους τίτλους στα κεφάλαια του βιβλίου σας. Είναι μια τυχαία συναισθηματική επιλογή ή δένουν με κάτι συγκεκριμένο στην αφήγησή σας;
«Οι στίχοι που έχω επιλέξει, είτε ως τίτλους είτε ως μότο, έχουν απόλυτη σχέση με το κείμενο που συνοδεύουν. Ολοι περιέχουν ένα συμπληρωματικό στοιχείο που προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα πρόκειται να διαβάσει. Ειδικά στο πρώτο μέρος, ο Μαξ ακούει τα συγκεκριμένα τραγούδια κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας που αποτελεί τον χρόνο της αφήγησης. Και φυσικά, ναι, αυτά τα τραγούδια τα διάλεξα επειδή αρέσουν και σε εμένα».
- Με ποιους ξένους (και Ελληνες, ίσως) συγγραφείς αισθάνεστε ότι συνομιλείτε σήμερα;
«Εχω μείνει στάσιμη όσον αφορά τη λογοτεχνία, τελευταία μάλιστα δεν έχω διαβάσει πολλά λογοτεχνικά βιβλία. Στα πρόσφατα χρόνια βαθιά εντύπωση μου έχουν προξενήσει δύο συγγραφείς, ο Τζ. Μ. Κουτσύ, ιδίως τα τελευταία βιβλία του, και ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Νομίζω ότι σε έναν κόσμο στον οποίο επιστρέφει με ταχύ βήμα η αβεβαιότητα όσον αφορά ακόμη και τις δυνατότητες επιβίωσης, δεν μπορεί κανείς να μένει ικανοποιημένος με αφηγήσεις που είναι πλήρεις και σφύζουν από αυτοπεποίθηση».

4. [...] Η Χουρμουζιάδου φαίνεται ότι έχει μελετήσει καλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τους ήρωές της, όπως μαρτυρεί και το τελευταίο τμήμα του βιβλίου με τις επεξηγήσεις που είναι χρήσιμες για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ηττημένη Γερμανία. Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, πόσω μάλλον που όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται ουσιαστικά μέσα σε μία νύχτα, δικαιώνοντας το χαρακτηρισμό της νουβέλας. Η συγγραφέας βρίσκει παράλληλα την ευκαιρία να σχολιάσει τη σύγχρονη ζωή και την ελληνική πραγματικότητα με έναν λεπτό και υποδόριο τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε επιτυχημένο.
Bασιλική Χρίστη, http://www.diavasame.gr/
5. Αναζωογονητική αύρα

Tης Ελισάβετ Kοτζιά / ekotzia@yahoo.gr



Αναζωογονητική αύρα στη λογοτεχνική κοινότητα η νουβέλα «Μακάρι να ήσουν εδώ» (Κέδρος, σελ. 231) της Ελιάνας Χουρμουζιάδου! Το 1998 «Η ιδιαιτέρα», δεύτερο πεζογραφικό έργο της -κι ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της μεταδικτατορικής περιόδου- έκανε μέσα σε ένα δωδεκάμηνο δεκαπέντε εκδόσεις. Κι έκτοτε ούτε κουβέντα. Ισως διότι η λογοτεχνία συχνά εκλαμβάνεται ως καταναλωτικό προϊόν με ημερομηνία λήξης. Σήμερα, η σοβαρή αυτή συγγραφέας γράφει το πέμπτο της πεζογράφημα, αναδεικνύοντας μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές, κρίσιμες και ευάλωτες πλευρές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε ένα νησί του Αιγαίου, σε ένα από εκείνα τα εξαίσια παραδοσιακά σπίτια-φρούρια που τόσο θαυμάζουμε: Πόση καλαισθησία, σεβασμό στην παράδοση και πολιτισμό κρύβει η υποδειγματική αναστήλωσή τους! Α, μα την αλήθεια, οι κομψοί, ευγενικοί τους ένοικοι θα πρέπει να ανήκουν σε κάποια από τις σπάνιες φυλές τυχερών ανθρώπων. Με όπλο την οξύτατη λογοτεχνική της ματιά, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου διεισδύει στο άδυτο ενός τέτοιου μεγάρου. Και τι είναι εκείνο που βρίσκει; Ιδιοκτήτης του αξιοζήλευτου θερινού καταλύματος, ο εγκατεστημένος στη Ζυρίχη, πατέρας δύο ενήλικων παιδιών, πλούσιος Γερμανός επιχειρηματίας Μαξ. Η πλοκή της νουβέλας αρχίζει τη βραδιά που τον εγκαταλείπει ύστερα από δεκαετή συμβίωση, και η δεύτερη σύζυγος του Ελληνίδα Ρέα με τον εξάχρονο γιο τους Στέφεν. Στο πρώτο μέρος, την ιστορία παραθέτει ο Μαξ, συνομιλώντας ενδομύχως με τον ίδιο τον εαυτό του. Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε την ιστορία από τη σκοπιά της Ρέας, όπως την παραθέτει ο εγκατεστημένος στην Οξφόρδη ερευνητής αδελφός της. Και στις δύο αφηγήσεις μεσολαβεί δηλαδή κάποια απόσταση, η οποία εγγυάται μια στοχαστικότερη κι επομένως εγκυρότερη προσέγγιση των τεκταινομένων.



Μα το μέγαρο αυτό αποτελεί εντέλει φωλιά πολυάριθμων δυστυχισμένων ανθρώπων! Συχνά οι γείτονες άκουγαν τα σπαραξικάρδια αναφιλητά της πρώτης συζύγου του Μαξ, Κορντέλια. Οταν ενηλικιώθηκε η κόρη τους εξαφανίστηκε και ο γιος τους, καθώς η ιστορία αναπτύσσεται μέσα από διαρκείς υπαινιγμούς, που αποδεικνύεται άτομο προβληματικό. Ο Μαξ, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, βασανίζεται από αθεράπευτα ψυχικά έλκη. Ο πατέρας του υπήρξε ναζί εγκληματίας πολέμου - και η τεράστια περιουσία τους αμφισβητούμενης προέλευσης. Ο απροσδόκητος άλλωστε αποχωρισμός του μικρού Μαξ από τον πατέρα αυτόν που λάτρευε, υπήρξε τραυματικός. Ποτέ κανείς δεν του ξεκαθάρισε τι ακριβώς συνέβη. Τα πάντα παρέμειναν στη σκιά, αφήνοντας τον ενήλικα ήρωα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους γιατρούς και τα ψυχοφάρμακα και τα διερευνητικά προσκυνήματα στους τόπους του ναζιστικού μαρτυρίου. Ξένος για τα παιδιά του, βασανιστικός για την Κορντέλια. Και η δεύτερη σύζυγός του, μια σύντομη ψευδαίσθηση απαντοχής. Κόρη ενός φιλήσυχου και ταυτόχρονα επιτήδειου Ελληνα καταπατητή και αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας, πιστή στην πατρική επιχείρηση, ανίκανη ωστόσο να αντιληφθεί οτιδήποτε πέρα από τον ακατανίκητο πόθο της για τις λεπταίσθητες απολαύσεις της ελβετικής Ζυρίχης. Κι η νέα προσπάθεια για συζυγική συμβίωση θα αποδειχθεί έτσι εκ προοιμίου χαμένη. Από τη μια το δυσβάστακτο αίσθημα ενοχής του Μαξ που βασανίζεται για εγκλήματα που δεν διέπραξε. Και από την άλλη η ακλόνητη πεποίθηση της γυναίκας του πως άπαντες οφείλουν να μοχθούν για την ευζωία της και πως άπαντες της χρωστάνε.



Κόσμος που παραπαίει σε απόλυτη σύγχυση, νοοτροπίες ασύμπτωτες που προέρχονται από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές παραδόσεις, και που η Χουρμουζιάδου κατορθώνει να τις αναπλάσει με ιδιαίτερη λεπτότητα, παρακάμπτοντας τα σχηματικά στερεότυπα της δυτικοευρωπαϊκής ενοχής και της εύκολης νεοελληνικής αποποίησης οιασδήποτε προσωπικής ευθύνης. Θύτες και θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους τους σε έναν πόλεμο ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ωστόσο φαίνεται προτιμότερος από τη μοναξιά που φαντάζει εφιαλτικότερη καταδίκη. Εμπειρος χειρισμός των αφηγηματικών τεχνικών, έντεχνη σκιαγράφηση χαρακτήρων, προσεκτικό αρμολόγημα χρονικών τομών και απόλυτος έλεγχος των πραγματολογικών δεδομένων· θαυμαστή οικονομία στην ανάπτυξη της πλοκής συνδυασμένη με το τάλαντο της Χουρμουζιάδου να ονειροπολεί, να φαντάζεται, να δημιουργεί χαρακτήρες, παρακολουθώντας τη μοίρα τους και εκθέτοντας τον προσωπικό Γολγοθά τους. Σε μια εποχή που το πεζογραφικό εγχείρημα ολοένα πιο συχνά επιδίδεται σε μια πρόχειρη εξιστόρηση πολλαπλώς ασήμαντων και ανώδυνων μυθοπλαστικών συμβάντων, με ισχυρότατη ποιητική διαίσθηση και ενσυνείδητο καλλιτεχνικό μόχθο, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου συντηρεί τη φλόγα της πεζογραφικής παράδοσης ζωντανή.


Ε. ΚΟΤΖΙΑ, http://www.kathimerini.gr/

12/10/11

Το δώρο των σκουπιδιών

12.10.2011

Δίπλα σε πλαστικά μπουκάλια, φαγωμένες σακούλες, πεταμένες εφημερίδες, σαπισμένα άνθη, χρησιμοποιημένες πάνες, στοιβαγμένες χάρτινες συσκευασίες... με περίμενε ένα δωράκι χθες στην οδό Μάρκου Μουσούρου: η τετράτομη έκδοση "Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών" των εκδόσεων Μέλισσα. Δεν μπορώ να κατανοήσω το σκεπτικό της απόθεσης ή της δωρεάς, πάντως αποδέκτης της έγινα αυθορμήτω βουλήσει.

10/10/11

Αντώνης Χρηστέας

10.10.2011

Έφυγε χθες από τη ζωή ο Αντώνης Χρηστέας, ένδοξος καλαθοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητής, με πολλές διακρίσεις και επιτυχίες στο ενεργητικό του.


Η είδηση θα είχε μικρότερο αντίκτυπο για μας εάν ο Αντώνης Χρηστέας δεν ''τύχαινε'' να είναι ο πατέρας της συμφοιτήτριάς μας Κατερίνας Χρηστέα, που τόσα μας συνέδεσαν κατά το παρελθόν κυρίως. Στα χρόνια εννοώ που συνυπήρχαμε ως συμφοιτητές στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Κατά σύμπτωση είδα την Κατερίνα προ 2 εβδομάδων σε κάποια κινητοποίηση. Είχε έλθει από τη Μύκονο κι είχε την ορμή του ξαναμμένου ταξιδιώτη που πάει να κερδίσει τον χρόνο και να δώσει νόημα σε κάθε τι. Και θα΄θελα να΄ξερα ποια σατανική διαίσθηση ή ποιο ομιχλώδες προαίσθημα με έκαναν να την ρωτήσω στο λίγο της συνεύρεσής μας και μάλιστα κάτω από την ''ομπρέλα'' ενός πανό ''τι κάνουν οι γονείς σου;''. Μου απάντησε ανέφελα πως είναι μια χαρά. Σήμερα το πρωί ο φίλος μου Χρήστος ''ανακάλυψε'' την είδηση μέσα στα χίλια κανάλια του Δικτύου.
Άλλη μια απώλεια, άλλος ένας αποχαιρετισμός, άλλη μια πομπή δακρύων και αναμνήσεων, άλλος ένας μαύρος χορός, άλλη μια τουφεκιά στο στήθος.
Λυπάμαι πολύ που δεν έτυχε να γνωρίσω αυτόν τον άνδρα, που όπως μου τον περιγράφει η φίλη Ιωάννα, ήταν μάλαμα, κάλαθος καλοσύνης.

Ο θάνατος τελευταία σουτάρει με κλειστά μάτια από τη σέντρα και σκοράρει ανελπίστως.

Αντίο, κύριε Αντώνη - συλλυπητήρια, Κατερίνα. Έχοντας κανείς έναν τέτοιον πατέρα, και μάλιστα καλά εγκατεστημένο μέσα του, δεν πρόκειται να χάσει ποτέ. Οι οδηγίες και τα κόλπα θα σου δίδονται ψιθυριστά.
Εκ μέρους όλης της οικογένειας των φίλων μας και συμφοιτητών μας, αποστέλλουμε το μήνυμα της συμπάθειάς μας.

35 ΠΡΩΤΕΣ παρατηρήσεις επί του κατατεθέντος νομοσχεδίου για μισθολόγιο - βαθμολόγιο

9-10-2011

1. Στα 33 χρόνια χτυπάει ο κώδων της συντάξεως. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Ελλάς η χώρα των προώρως συνταξιούχων. Αντέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία τους λόχους των νέων συνταξιούχων; "Είναι απάνθρωπο", ακούστηκε να λέγεται σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Θυμηθείτε ότι προ ολίγων χρόνων η ΕΕ έδινε κίνητρα παραμονής στην εργασία βλέποντας την επιβαρυμένη σχέση εργαζομένων - συνταξιούχων.
2. Οι παλαιοί συνταξιούχοι με ηλικία κατώτερη των 55 ετών θα δουν τις συντάξεις τους να μειώνονται κατά 40% στο ποσό τους που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η μείωση αυτή θα εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να φτάσουν στο 55ο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 1, 10α). Οπότε τα 55 χρόνια ζωής είναι το terminus ante quem o εργαζόμενος ή ο συνταξιούχος κρεμάει τα παπούτσια του και μπαίνει στο ψυγείο. Απ' ό,τι φαίνεται, η διοικητική ωριμότητα ή το δώρο της σοφίας κερδίζεται πολύ νωρίτερα από το 55ο έτος της ζωής του. Αυτό που για άλλους είναι η ακμή ή η κορύφωση, εδώ μετατρέπεται σε εξοστρακισμό από τον εργασιακό χώρο. Λέτε τελικά να δικαιωθεί αναδρομικά ο Γιώργος Ζαμπέτας με τον περίφημο "Πενηντάρη'' του;
3. Τιμή και δόξα στους Έλληνες ναυτικούς. Η παραπάνω ρύθμιση κατ' αναλογία θα ισχύσει και για τους συνταξιούχους του ΝΑΤ (άρθρο 2, παρ. 1 και παρ. 2).
4. Τελικά οι ορέξεις του νομοθέτη ανακόπτονται όπως φαίνεται κυρίως όταν προβάλλει απέναντί του η κατάσταση της αναπηρίας (άρθρο 2, παρ. 1 και 2). Λέτε να επηρεάζεται από τον καθήμενο Σόιμπλε;
5. Σε πολλές περιπτώσεις τα παιχνίδια του χρόνου σημαίνουν την τύχη ή την ατυχία. Έτσι για παράδειγμα όσοι ασφαλισμένοι του Τομέα Πρόνοιας Δημ. Υπαλλ. του ΤΠΔΥ εξήλθαν από την Υπηρεσία τους μέσα στο 2010 και τυχαίνει να μην έχει εκδοθεί γι' αυτούς η απόφαση για τη χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος, θα δουν αυτό να μειώνεται κατά 15% (άρθρο 2 παρ. 6). Δηλαδή αυτός που εξήλθε την 31.12.2009 είναι τυχερός ενώ αυτός που εξήλθε την 1.1.2010 είναι άτυχος. Αύριο είναι μια άλλη μέρα, που λέμε και στη λογοτεχνία.
6. Οι μόνιμοι και ΙΔΑΧ υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης όσον αφορά την κινητικότητά τους διοικούνται από τον Υπουργό Διοικ. Μεταρρύθμισης και τον έτερο-οικείο Υπουργό (άρθρο 5 παρ. 1). Είναι άραγε αυτό μια μορφή συγκεντρωτισμού; Στα χρόνια δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα έπρεπε κανείς να περάσει το κατώφλι της Υψηλής Πύλης και να παρουσιαστεί ενώπιον του Σουλτάνου.
7. Για τη μετακίνηση λαμβάνονται υπ'όψιν οι υπηρεσιακές ανάγκες (άρθρο 5, παρ. 2). Οι προσωπικές-οικογενειακές-οικονομικές ανάγκες των υπαλλήλων άραγε πόση βαρύτητα θα έχουν; Οι υπηρεσιακές θα φιμώνουν τις προσωπικές; ή οι προσωπικές, άλλος τρόπος είναι αυτός, θα ικανοποιούνται αρκεί να φορούν τον μανδύα των υπηρεσιακών; Όπως κι αν έχει πάντως, το αυγουστιανό νομοθέτημα περί μη ολοκλήρωσης των εκκρεμών υποθέσεων μετατάξεων μοιάζει έτσι έν τινι βαθμώ να παραμερίζεται - εκτός κι αν και πάλι η κινητικότητα θα εξαρτάται από την έγκριση της Τετραμελούς Επιτροπής, οπότε δυσκολεύουν τα πράγματα. Ή μήπως θέλουν να μας πουν ότι η κινητικότητα με τη λαβή των υπηρεσιακών αναγκών θα έχει κατά κάποιον τρόπο υποχρεωτικό χαρακτήρα, οπότε θα προχωρούν άνευ εμποδίου οι σχετικές υποθέσεις; Εάν δεν εγκαθιδρυθούν διάφανοι κανόνες σχετικά με την κινητικότητα, και εκατοντάδες εργατοώρες θα χάνονται και το αίσθημα περί Κράτους Δικαίου θα μετριάζεται.
8. Δεδομένου πάντως ότι οι υπηρεσιακές ανάγκες θα καθορίζονται ανά δύο έτη από Τριμελές Συμβούλιο (5, παρ. 3), το βασικό φίλτρο θα είναι ακριβώς ο καθορισμός των αναγκών από το όργανο αυτό. Εάν λειτουργήσει έτσι το νέο σύστημα, θα είναι αυτό το κριτήριο επιτυχίας ή απόρριψης μιας περίπτωσης: περίπτωση που έχει τη βούλα του Συμβουλίου θα περνά, λέμε τώρα, ενώ περίπτωση που δεν έχει τη σφραγίδα του, θα τίθεται κατά μέρος. Εδώ χρειάζεται περισσή τύχη, να επιθυμείς δηλαδή να μετακινηθείς σε μιαν υπηρεσία εντός ή εκτός άστεος και κατά ευλογημένη επιλογή η υπηρεσία αυτή να έχει συγκαταλεγεί στην κατηγορία των υπηρεσιών με ανάγκες.
9. Εφόσον μέλημα του νομοθέτη είναι να καθυστερήσει τον υπάλληλο να αναρριχηθεί στην κλίμακα των βαθμών, με ό,τι αυτό ευνοϊκά συνεπάγεται για τον ίδιον, θα μπορούσε να αυξήσει τους βαθμούς και από 6 να τους κάνει, φέρ' ειπείν, 16 (6,  παρ. 1)! Μεταβάλλοντας έτσι την καριέρα σε ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη ανάβαση των Ιμαλαϊων. Αργά αργά, πολύ αργά. Παρά την αργή πάντως εξέλιξη προσδοκάται ότι το Δημόσιο θα κινείται πλέον γρήγορα. Νόστιμη η αντίφαση.
10. Γιατί ομιλούν πια για ΔΕ και ΥΕ κατηγορία (6, 2); Τη στιγμή που κριτήριο ένταξης στην εφεδρεία είναι μεταξύ άλλων και το ανήκειν στις κατηγορίες αυτές; Άραγε πότε θα ξαναγίνει δημόσιος μαζικός διαγωνισμός; Λέτε να περιλαμβάνει και υπαλλήλους ΥΕ και ΔΕ, γυμνασιόπαιδες τε και λυκειόπαιδες; Αλλά μια στιγμή, εάν το Δημόσιο εξοβελίσει αυτούς τους υπαλλήλους αυτών των κατηγοριών, δεν θα του έρχονται οι υπόλοιποι, οι ''μορφωμένοι'', πιο ακριβοί; Θα πρέπει να προσεχθεί αυτό τη στιγμή που όλα τα εξετάζουμε υπό το πρίσμα των δαπανών.
11. Οι ντοκτοράδες και οι μαστεράδες αλλά με διπλώματα σχετικά με τα υπηρεσιακά αντικείμενα τα οποία θα ήταν δυνατόν να αναλάβουν θα πηγαίνουν αντίστοιχα στον Δ και στον Ε βαθμό (6, 4). Οπότε ο πτυχιούχος των 22-23 ετών που θέλει, λέμε τώρα, να μπει με κάποιον διαγωνισμό, λέμε τώρα, στο Δημόσιο, θα κανονίζει να λαμβάνει διπλώματα που ενδιαφέρουν τη Διοίκηση. Θυμάμαι έναν συνάδελφο στη Σχολή που σχολιάστηκε αρνητικά από τον Σχολάρχη διότι είχε λάβει μεταπτυχιακό στον Θουκυδίδη. Ε όχι και στον Θουκυδίδη, ρε συνάδελφε! Ποια διοίκηση του σήμερα ασχολείται με τον Θουκυδίδη; Οπότε παρατείνω τις σπουδές μου σημαίνει ότι επιλέγω θέμα διοικητικό και όχι ό,τι ίσως με ενδιαφέρει ή τύχει να μου προταθεί. Από την άλλη, καμία υλική αμοιβή για ντοκτοράδες και μαστεράδες; Μόνο το αλματάκι 1-2 σκαλιά πιο πάνω; Τι θα έλεγε για αυτό ο Καθηγητής Προκόπης;
12. Εξόχως ενδιαφέρουσα η ρύθμιση περί αναγνώρισης προϋπηρεσίας και στον ιδιωτικό τομέα υπό όρους και με ταβάνι τα 7 χρόνια (6, 4). Αλλά τι κρίμα για μας! Αυτό θα ισχύσει διά τας μελλοντικάς γενεάς. Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε. Κλαψ κλαψ...
13. Αυτός ο όρος ''στοχοθεσία'' πολύ αναφέρεται κι όσο αναφέρεται τόσο πιο μεγάλα ερωτηματικά εγείρει (6, 5). Μέχρι στιγμής, στοχοθεσία είναι η διεκπεραίωση όσο το δυνατόν περισσότερων εγγράφων με βάση βέβαια το πρόσωπο που τα χρεώνεται. Δεν έχουμε βέβαια ελέγξει εάν όλοι χρεώνονται τον ίδιο βαθμό εγγράφων ή εάν τα εισερχόμενα σε μια μονάδα ισοφαρίζουν τα αντίστοιχα άλλης μονάδας. Κάποια γραφεία, το βλέπετε, είναι πηγμένα από χαρτιά, μάλλον εκεί μπαίνουν πολλά έγγραφα και φέρνουν τρικυμία. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστεί αυτός ο όρος. Συναρ;τάται με τη διοικητική ύλη, κοινώς τις έγγραφες υποθέσεις; Ή έτσι ο όρος αυτός ξεπέφτει, χάνοντας την αίγλη του; Μάλλον κατόπιν παλαιότερων νομοθετημάτων περί Διοίκησης μετά Στόχων, ο όρος στοχοθεσία είναι αμιγώς επιστημονικός και ποια σχέση μπορεί να έχει με τη σαβούρα των κειμένων; Ή δεν είναι ακριβώς έτσι; Και το άλλο πάλι, οι στόχοι θα είναι αυστηρώς ατομικοί ή συλλογικοί, ή ατομικοί που θα εκβάλλουν στους συλλογικούς, ή συλλογικοί που θα κόβονται στους ατομικούς; Μετράει εδώ η ατομική ικανότητα ή η συνεργατική διάθεση, αυτό που λέμε συλλογικότητα; Μήπως την ώρα που ο Χ βοηθεί τον Ψ στην επίτευξη του ατομικού του στόχου χάνει χρόνο για την πραγμάτωση του δικού του στόχου; Ε, αν υποψιαστώ ότι εδώ θα έχουμε ένα κυνήγι στόχων, έναν υπόγειο και αθόρυβο συναγωνισμό για το ποιος θα πετύχει πιο πολλούς στόχους, θα θέσω εμαυτόν εκτός συναγωνισμού. Μπορεί βέβαια να μετράει και η δυσκολία του στόχου. Άλλο να κυνηγάς μπεκάτσα κι άλλο αγριογούρουνο. Πάντως εμένα μου αρέσουν οι συλλογικοί στόχοι, που, ελπίζω, να προσπορίζουν σε όλους τους μετέχοντες τα ίδια κέρδη και αγαθά.
14. Εάν, λέγεται στο 6,6, "δεν προκύπτει σαφώς η καταλληλότητα του κρινομένου" τότε η δοκιμαστική υπηρεσία του παρατείνεται κατά 6-12 μήνες. Δίδεται λοιπόν στον κρινόμενο άλλη μία ευκαιρία. Στα 2 χρόνια πάντως ήταν γκρίζος, ούτε λευκός ούτε μαύρος. Πού ξέρεις όμως... μπορεί να φουλάρει στον 3ο χρόνο και να τους αφήσει όλους άναυδους. Το σύστημα περιγράφεται εξωτερικά, ως προς το περίγραμμά του, και δεν αναφέρονται οι εσωτερικές του παράμετροι που εξηγούν τις διασχέσεις των μερών και την αλληλεξάρτησή τους. Πιο βασικός από τους εσωτερικούς παράγοντες είναι η λεγόμενη ''εργασιακή ικανοποίηση'' και βέβαια το πλέγμα των προσωπικών σχέσεων. Αυτός που από τον Χ προπονητή κρίνεται άχρηστος ή ακατάλληλος, από τον διάδοχο προπονητή κρίνεται αντίθετα εξαίρετος. Και βέβαια εφόσον το διοικητικό σύνολο αποτελείται από ανθρώπινους χαρακτήρες, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, οι αντιλήψεις, τα φρονήματα, οι συμμαχίες και οι εξουδετερώσεις τους, η αλληλοϋποστήριξη, οι ευγενείς φιλοδοξίες ή οι ματαιοδοξίες, ο ευσεβής συναγωνισμός ή ο βαθύς ανταγωνισμός, οι ζηλοφθονίες, τα υλικά κίνητρα και άλλα τόσα που συνδέονται με τις ανθρώπινες αδυναμίες, συναρθρώνουν ένα ψυχολογικό υπόβαθρο της διοικητικής δράσης. Όλοι μας εδώ θα μπορούσαμε να ανακαλέσουμε μια περίπτωση αδικίας ή παραγκωνισμού, που ίσως θα εξηγούνταν από την ανθρώπινη ιδιοτέλεια και τα μικροσυμφέροντα ή τους καιροσκοπισμούς. Οπότε το θέμα δεν είναι αν ''είσαι κατάλληλος'' αλλά αν ''δείχνεις κατάλληλος υπό συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες, που αν τυχόν μεταβληθούν, ενδεχομένως θα επηρεάσουν και την απόδοσή σου''. Κάπου στο βάθος βάθος οι θεωρίες του περιβάλλοντος αναδύονται ως αξιόπιστα ερμηνευτικά κλειδιά.
15. Μεταξύ των άλλων που θα λαμβάνονται υπ'όψιν για την προαγωγή (7, 1) θα είναι και η "συμπεριφορά στην υπηρεσία''. Κάποτε ο Σκανδαλίδης ήθελε τον υπάλληλο γελαστό και όχι ταριχευμένο, τα ίδια και άλλες ηγεσίες. Ας ξεκαθαρίσουν τις παραμέτρους της ορθής συμπεριφοράς εν ώρα υπηρεσίας και ας αναλογιστούν κάνοντας τη σχετική αυτοκριτική εάν εκείνοι που νομοθέτησαν ήταν πάντοτε εν τάξει ή μήπως κατά περίπτωση υπερέβησαν και κείνοι τα όρια της ευπρέπειας, της κοσμιότητας, της ευγένειας, της αλληλεγγύης, της κοινής ανθρωπιάς. Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι την ώρα που εμείς φερόμαστε φυσικά και πηγαία βάσει παραδεδεγμένων αξιών, κάποιος σημειώνει τις ''ασχημονίες'' ή τα ολισθήματά μας, ζωγραφίζοντάς μας με κιαροσκούρο.
16. 7,2: Ωραίος τρόπος να καθυστερήσεις μια προαγωγή: τα ποσοστά κι οι ποσοστώσεις. Όλοι τελικά είμαστε ένας ωραίος στατιστικός πίνακας, ένα γράφημα με μπλε και πράσινες πίτες.
17. Στο 7,3 το ζήτημα των στόχων κάπως αποσαφηνίζεται: είναι και οι ατομικοί και η συμβολή στους συλλογικούς. Το'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο. Υπεράνω όλων λοιπόν η υπηρεσιακή μονάδα, το σύνολο σίγουρα υπερέχει του μέρους ήδη κατά Αριστοτέλη.
18. Μετά το Τριμελές Συμβούλιο για την κινητικότητα έχουμε και τα Συμβούλια Αξιολόγησης (7, 4), και ίσως ίσως και ένα Συμβούλιο που θα ελέγχει και θα κρίνει τα Συμβούλια Αξιολόγησης. Αυτό θα μπορούσε να λέγεται ''μετ-αξιολόγηση'', η αξιολόγηση του τρόπου αξιολόγησης, όπως λέμε ''μετα-γλώσσα'', η γλώσσα για τη γλώσσα. Πάντως, ας μην το ξεχνάμε, και οι κρίνοντες κρίνονται, όπως βέβαια και οι κρίνοντες των κρινόντων.
19. 7,6: Από τον βαθμό Β στον βαθμό Α, περνάει μόνο το 20% των κρινόμενων υπαλλήλων. Χαχαχαχαχα: δηλαδή εάν είμαστε 100, οι τελευταίοι 20 τον 5ο χρόνο θα προαχθούν, ή ακόμη πιο μετά, εφόσον η δεξαμενή των κρινομένων κάθε χρόνο φαντάζομαι θα αυξάνεται,μη μένοντας σταθερή. Μάλιστα εάν οι δημοσιονομικές δυνατότητες δεν το επιτρέψουν, μπορεί τα ποσοστά,λέει, να χειροτερέψουν. Παίρνεις μια σκηνή Ιγκλού και κατασκηνώνεις μια 10ετία στον βαθμό Γ ή Β. Ε με αυτόν τον τρόπο η ανάβαση των Ιμαλαϊων δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ κι η κορυφή θα μένει άπιαστο όνειρο.
20. 7, 7: Ο ελάχιστος χρόνος για να πάει ο ΠΕ από τον ΣΤ στον Α είναι 18 χρόνια, ενώ ο ΤΕ 20 χρόνια. Εάν αυτό είναι το ελάχιστο, ποιο είναι το μέγιστο; Με έναν χρόνο καθυστέρησης σε κάθε βαθμό, τα 18 γίνονται 23 και τα 20 γίνονται 25. Καλά για τον ΥΕ, είδος υπό εξαφάνιση όπως προείπαμε, για να φτάσει στον Γ θέλει 22 χρόνια. Γερνάνε τα κύτταρα της ικανότητας με τόσον αργό ρυθμό και κινδυνεύει η αξιολόγηση να βγει αλλοιωμένη.
21. Οι μη προακτέοι χάνουν 2 χρόνια για προαγωγή. Εάν παίζαμε Φιδάκι, θα τους γυρνάγαμε στην αφετηρία. Διότι δεν προήχθης...
22. Στο άρθρο 10 το τοπίο γίνεται ειλικρινά πολεμικό. Έτσι για παράδειγμα για τη θέση ενός Διευθυντή θα παλέψουν οι ΠΕ Α και οι ΤΕ Α, οι ΠΕ Β και οι ΤΕ Β, οι ΠΕ Γ και ΤΕ Γ. Φαντάζομαι ότι θα έχει κάποια σημασία αν είσαι Α ή Β ή Γ, διότι αλλιώς πώς θα σας φαινόταν ένας π.χ. ΤΕ Γ να νικήσει έναν ΤΕ Α, την ώρα που ο τελευταίος μπορεί να έχει θυσιάσει και 10 περισσότερα χρόνια για να φτάσει στην κορυφή των βαθμών. Πάντως θα είχε πλάκα να γινόταν καμιά τέτοια ανατροπή των εύλογων προσδοκιών. Μάλιστα σύμφωνα με τον νόμο, εάν ένας υποψήφιος γίνει δ/ντής αν και με βαθμό Γ, "κατώτερον του Β'', κερδίζει για δώρο την άνοδο στον βαθμό Β! Αυτό κι αν είναι επιτυχία!
23. Εάν λέει το 10, 6 σου μένουν περίπου 2 χρόνια πριν από την έξοδο, σαν να λέμε είσαι σε προσυνταξιοδοτικό στάδιο ή σε θάλαμο διαθεσιμότητας για να μιλήσουμε και με όρους εφεδρείας, τότε δεν μπορείς να γίνεις Γενικός Δ/ντής. Φαντάζεστε ποία η σκοπιμότητα της ρύθμισης. Να αναχαιτίσει αλεξιπτωτιστές που γεύτηκαν το μέλι όσο έπρεπε προκειμένου να αποχωρήσουν ως αρχιμελισσουργοί.
24. Εάν (12, 2) τα ΜΚ των βαθμών Β και Α δίνονται ανά τριετία, είναι προφανές ότι ο χρόνος παροχής τους ξεπερνάει τον ελάχιστο χρόνο παραμονής στον βαθμό όπως δίνεται στο άρθρο 7. Στο άρθρο 7 λεγόταν π.χ. ότι ένας ΠΕ πρέπει να παραμείνει τουλάχιστον 4 χρόνια στον Β βαθμό πριν πάει στον Α. Εάν λοιπόν όντως παραμείνει 4 έτη δηλ. καλύψει το ελάχιστο, θα προλάβει να λάβει μόνο το 1ο ΜΚ του βαθμού Β. Οπότε ένα από τα δύο συμβαίνει: ή δεν θα τηρείται το ελάχιστο προς βλάβη του υπαλλήλου ή θα προάγεται στα 4 χρόνια προς εύνοιά του και τότε θα λαμβάνει τα ΜΚ του ανώτερου βαθμού. Αρχίζω να σκέπτομαι λίγο καχύποπτα. Τελικά την απάντηση στο αίνιγμα δίνει το 12, 3: όπου λέγεται ότι τα ΜΚ των βαθμών Β και Α μεταξύ των άλλων της κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, προσέξτε τη διατύπωση, "καλύπτουν το σύνολο του εργασιακού βίου του υπαλλήλου, μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρησή του από την Υπηρεσία". Που σημαίνει ότι εάν ένας ΠΕ π.χ. με το σκεπτικό του ελάχιστου χρόνου παραμονής φτάσει στον Β βαθμό σε 14 έτη (επίδοσηρεκόρ ταχύτητας), από τον 15ο χρόνο ως τη λήξη της καριέρας του θα μαζεύει κλιμάκια των βαθμών Β και Α. Αλλά μάλλον δεν πρέπει να έχει θέση εδώ το ρεκόρ, καθώς ένας ΠΕ ή ΤΕ στη μετάβασή του από τον Ε ως και τον Γ βαθμό παίρνει 9 συνολικά ΜΚ, κι εφόσον τα ΜΚ αυτών των τριών βαθμών δίδονται ανά 2ετία, τότε η πορεία του μετράει 18 χρόνια και όχι 14.
25. Στο 12, 4 μας λέει ότι ο ΒΜ κάθε βαθμού είναι υψηλότερος του προηγούμενου, αλλά δεν μας λέει πόσο υψηλότερος. Εάν η διαφορά υπολογίζεται αμελητέα, θα ήθελα να ήξερα πόσο ζωτικό θα είναι το κίνητρο για σχεδόν τέλειες στοχοθεσίες. Θυμίζει λίγο αγώνα μπάσκετ όπου η Εθνική μας είναι αδιάφορη παίζοντας με μιαν αδύναμη αφρικανική ομάδα και τα ποσοστά στα τρίποντα είναι σε γενικές γραμμές χαμηλά.
26. Άρθρο 13: Εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός της ΠΕ κατηγορίας στον ΣΤ΄ βαθμό = 1092 ευρώ. Φαντάζομαι μεικτά, ποθώ καθαρά. ΒΜ του ΠΕ στον Ε = 1201, 2. ΒΜ του ΠΕ στον Δ = 1381,38. ΒΜ του ΠΕ στον Γ = 1588,58. ΒΜ του ΠΕ στον Β = 1906,29. Τέλος ΒΜ του ΠΕ στον Α = 2096,91 ευρώ. Πολλά είναι, που έλεγε και ο Παπαδιαμάντης στον εκδότη μιας εφημερίδας.
27. (13, 4) Με βάση το ποσοστό 2%, στο 1ο ΜΚ του βαθμού Ε, ένας ΠΕ λαμβάνει ΒΜ του 1ου αυτού ΜΚ του Ε από 1201 => 1225,02. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι ύστερα από 2 χρόνια στον βαθμό Ε έρχεται η ώρα να λάβει το 1ο του ΜΚ στον βαθμό αυτόν και η αύξηση είναι ίση με 24,02 ευρώ ανά μήνα, που στα 2 χρόνια που μάλλον θα παραμείνει στο ΜΚ δίνει 576,48 ευρώ επιπλέον στο 2χρονο. Νομίζω ότι αυτή η αύξηση θα δινόταν σε ένα καλό στέλεχος μιας ευημερούσης λέμε τώρα ιδιωτικής εταιρείας στους καλούς καιρούς ως μπόνους ΣΕ ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ. Με δεδομένο λοιπόν ότι το Δημόσιο ιδιωτικοποιείται κατ' ουσίαν, δηλ. προσομοιάζει σε ιδιωτική εταιρεία, με τους στόχους του και τις αξιολογήσεις του προκειμένου να διώχνει τα τρωκτικά και να προάγει τους εργατικούς πλην τίμους υπαλλήλους, 576 ευρώ τα 2 χρόνια ή 24 ευρώ το μήνα είναι λίγα. Το Δημόσιο με 24 ευρώ το μήνα σού κάνει κέρασμα σε ένα λαϊκό εστιατόριο, κύρια μερίδα και σαλάτα και φρούτο και αναψυκτικό. Μην ζητάμε και πολλά σε τέτοιους καιρούς.
28. Άρθρο 14: ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ!
29. Άρθρο 15: (15,1) Με τέτοιες ρυθμίσεις θέλουμε όλοι να λαμβάνουμε το επίδομα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας. Για να φτάσεις σε 90% στοχοθεσίας απόδοση χρειάζεται καλή συμφωνία με τις κεντρικές αρτηρίες σου και ειδικά την καρωτίδα, που είναι ύπουλο σημείο.
30. (15, 2) Κοντά στα σύνορα και σε άγονη γραμμή, ένα 100άρικο το μήνα. Τι λένε για αυτό οι ακτοπλοϊκές εταιρείες; Μήπως να δείχνουν οι υπάλληλοι την κάρτα τους και να τυγχάνουν εκπτώσεως; Ο Μεταρρύθμισης πρέπει να το συζητήσει με τον Ναυτιλίας. Γιατί άλλο Ανάφη κι άλλο Αμφιάλη.
31. Πάσχα Χριστούγεννα Άδεια ένα 1000άκι. Είναι υπεραρκετό εάν κανείς δεν πάει χριστουγεννιάτικη και πασχαλινή εκδρομή και κάνει οικονομίες για το καλοκαιράκι. Γαλοπούλα όμως και αρνί είναι κατά τι πιο ακριβά από το σουβλάκι του Μήτσου δίπλα στο κύμα. Θέλει μελέτη το πράγμα.
32. Και για τα παιδιά το ίδιο: 70 ευρώ τα 2, 840 το χρόνο, στα 24 χρόνια μας δίνει 20160. Τα καημένα τα παιδιά! Ό,τι παίρνει ένας υπάλληλος σε 1 χρόνο, δίδουν αυτά ως συνεισφορά υπέρ οικογενείας σε 24 χρόνια.
33. (18,1) Ας μου επιτραπεί εδώ να πω πως τα επιδόματα θέσεων ευθύνης σε κάποιον βαθμό αδικούν είτε βλάπτοντας είτε ευνοώντας τους των θέσεων ευθύνης. Εάν ο Γενικός Δ/ντής έχει πάνω από το κεφάλι του την ιεραρχία και πρέπει να συνεννοείται ίσως με 4 ξεχωριστές δ/νσεις, ε, το να παίρνει 300 ευρώ παραπάνω από τον εκάστοτε Δ/ντή μάλλον δεν αντιπροσωπεύει τον παραπανήσιο φόρτο εργασίας του, και είναι αλήθεια ότι η μελέτη τόσων ξεχωριστών υποθέσεων από τόσες δ/νσεις τον αναγκάζει να αποχωρεί από τον εργ. χώρο πολλές φορές την ώρα των βραδινών δελτίων ειδήσεων. Μπας και, υποψιάζομαι, θέλουν να λειτουργήσει ως αντικίνητρο; Υποψιάζομαι. Εάν είναι έτσι, ας δώσουν στον ΓΔ και το επίδομα ανθυγιεινής για να μην πω και παραμεθορίου καθώς ασχολείται με χίλια δυο άξενα και ανοίκεια αντικείμενα ή θέματα, στα σύνορα της τρέλας. Και με πάσα σοβαρότητα σας πληροφορώ ότι ένας πολύ καλός Δ/ντής, και όχι ΓΔ, του ΥΠΕΣ υπέστη προ ολίγων εβδομάδων ένα ισχαιμικό επεισόδιο. Λίγες μέρες νωρίτερα τον είδα να διασχίζει τους υπηρ. θαλάμους με σκυφτό το κεφάλι, μην μπορώντας λόγω της ποικιλίας των υποθέσεων να χαράξει ρότα και πρόγραμμα, ταλαντευόμενος μια από δω μια από κει. Και βέβαια, εάν η ''βάση'' δεν βοηθεί την ηγεσία, τότε μάλλον την καίει, και όλοι βέβαια γνωρίζετε τις δυσάρεστες συνέπειες του εργασιακού στρες. Ξαναγυρνάμε έτσι στο θέμα των αξιών που λέγαμε παραπάνω, με πρώτιστη την αλληλεγγύη, που απορροφά ιδεατά το γομάρι από τους ήδη φορτωμένους και το αποθέτει στους φρέσκους και ανάλαφρους. Υπάρχει και ο συναγωνισμός υπάρχει και η συνείδηση.
34. Για το Κίνητρο Επίτευξης Στόχων δεν θέλω να κάνω αναφορά, διότι είναι χαμένο στην αριθμητική απροσδιοριστία του (άρθρο 19).
35. "Δεν επιτρέπεται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στους προϊσταμένους Δ/νσης ή Γενικής Δ/νσης". Τσάμπα παίρνουν τα 400 και 700 ευρώ;
Εάν λέει κάνεις υπερωρίες από το απόγευμα ως τις 10 το βράδυ, ας πούμε ένα 5ωρο, τότε έχεις να λαμβάνεις το ''ωρομίσθιο'', δηλαδή το 1/280 του ΒΜ του ΜΚ της κατηγορίας του εκάστοτε υπαλλήλου. Δηλαδή ανατρέχοντας στο παράδειγμα ανωτέρω, ο ΠΕ του Ε βαθμού και του 1ου ΜΚ αυτού που παίρνει ΒΜ του 1ου αυτού ΜΚ 1225,02 ευρώ, εάν δουλέψει ένα απόγευμα εκτάκτως για ένα 5ωρο ας πούμε, μέχρι τις 10 το βράδυ, θα λάβει το 1/280 του 1225,02 δηλ. το τρομερό ποσό των 4,37 ευρώ (λέτε να έχω κάνει λάθος; διότι μου φαίνεται απίστευτο, τουτέστιν ασιατικό!). Εκτός κι αν οι υπερωρίες γίνουν και πάλι εικονικές. Που και πάλι δεν αξίζει, ρε παιδιά.


ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ - ΣΕΛ. 119-141 - ΑΡΘΡΑ 1-20.

Π.Χ.

9/10/11

Το μνημόσυνο

9-10-2011

Το μνημόσυνο

                            Μνήμη Αλέξη Πέτρου

Ταξιδεύει στ' ανοιχτά / η φωνή του είναι χαμένη / κάποια μάνα ξενυχτά / κι όλο ασκόπως περιμένει.
Ρίχνει ο αέρας μια βιτσιά / ξεροκαταπίνει η θύρα / τρώει η σκέψη μια κλοτσιά / και γυρνά στην κούφια μοίρα.
Στέκει, της χαμογελά / μέσ' απ' τη φωτογραφία / με τα μάτια του μελιά / - σαν μια μηχανορραφία.
Μπας και κάτι της σκαρώνει / κι είναι σαν παιδί κρυμμένο; / μια ελπίδα ξαστερώνει / στο σκοτάδι το χυμένο.
Όσο της χαμογελά / μέσ' απ' ασημένια κάδρα / θέλει να την ξεγελά / η σκιά αυτού του άνδρα.
Αλλά εκείνος ταξιδεύει / πήρε των ομματιών του / σ' άλλο σόι αφεντεύει / εξοφλά γραμμάτιόν του.
Σαν καράβι τρυπημένο / με οβίδες, κανονιές / τώρα βαίνει τιμημένο / στις απάνω γειτονιές.
Μα η ψυχή ξεστρατισμένη / μια κυλιέται στον αέρα / σέρνεται σαν μεθυσμένη / στο κρεβάτι του πατέρα.
Την τρελαίνει η σιωπή / η παράλογη ελπίδα / κάποια αντήχηση, φωνή / κάποια λάμψη, μια γλωσσίδα / τη μανούλα που κυρτή / με το ρίγος της σκυρτεί / πάνω από τα πράγματά του / να θρηνεί τα θαύματά του / όλα χύνουν την ανάσα του / στο δωμάτιο, μες στην κάσα του.
Η καρδιά ξεριζωμένη / ψάχνει ένα μαλακτικό / μα οι ανθρώποι οι περασμένοι / άνθος είν' μοναδικό / θα φυτρώσει, θα φωτίσει / μια φορά αυτή την πλάση / κι αν μας αποχαιρετήσει / δις δεν θα ξαναπεράσει.
Μονάκριβο αστέρι / σε μαύρον ουρανό / μου κόπηκε ένα χέρι / έχασα φανό τρανό / αγέρωχο καράβι / που πλέεις στο σκοτάδι / ο φάρος δεν ανάβει / να σου'ναι κάποιο χάδι.
Θα'χει φαίνεται αντάρα / και γι' αυτό δεν μας ακούς / μεις φωνάζουμε, του κάκου / όμως δεν σε πιάνει ο νους.
Μη τα πανιά σου σπάσανε / κι η θάλασσα σε πνίγει; / με πόνο όσοι σε χάσανε / στ' άλγη αλυχτούν, στα ρίγη.
Ο χρόνος είναι μασκοφόρος / που βιαστικά διεκπεραιώνει / άτεγκτος δήμιος κερασφόρος / κόβει στυγνά και αραιώνει.
Ταξιδεύει στ' ανοιχτά / η φωνή του είναι χαμένη / μνήμη ζώσα αλλοπαρμένη / τον καλεί, τον μελετά.
Μοιράζουμε τη μακαριά / γύρω απ' το τραπέζι / με μια σβησμένη δοξαριά / το φιλμ της ζωής του παίζει.
Σκηνές εδώ στιγμές εκεί / σκόρπιες φωτογραφίες / μνήμη κοντή τον αδικεί / μικρές φωτοχυσίες.
Πιο μεγάλος απ' τα λόγια / απ' του νου τ' απολειφάδια / πιο ψηλός κάθε ανδριάντα / πνέει αιώνια στα ουράνια.
Πιο τρανός απ' τα εγκώμια / πιο ψηλός από κάθε μνήμα / πιο γυμνός σε κάθε λέξη (ω Αλέξη) / ξέσκεπος σε κάθε ντύμα. -

Πέτρος Χριστοφιλίδης  

7/10/11

Νιώθω πως αρρωσταίνω

7-10-2011

Ήλθαν δυο στο γραφείο και διαβάσαμε προσεκτικά τον νέο νόμο για τα εργασιακά. Μόνο ένα άρθρο άντεξα.
Με έπιασε μια σκοτοδίνη, πάει, λέω, θα αρρωστήσω.
Αέρα! Αέρα!

Εργασία και χαρά

7-10-2011

Τελευταία έχω ξεχάσει επ' ονόματι ποίου σκοπού εργάζομαι. Ο ένας μού λέει ότι εργάζομαι για λόγους βιοποριστικούς. Δηλαδή αμείβομαι για να καλύπτω τις βιοτικές ανάγκες, τόσο τις δικές μου όσο και των οικείων μου. Μου φαίνεται κάπως φτηνό όμως αυτό και πρόστυχο, χωρίς να είναι ταγμένο σε κάποιον μεγάλο, ανώτερο σκοπό. Με το σκεπτικό αυτό, του λέω, σε τι διαφέρω από τις ''πολιτικές''; Βέβαια, εκείνες δίνουν σώμα, ενώ εγώ δίνω πιο πολύ πνεύμα. Ρε, το καταλαβαίνεις, μου κράζει πάλι εκείνος, αν δεν εργαζόσουνα δεν θα είχες ψωμί να φας... Πάω πάσο, του λέω, εργάζομαι για το ψωμί μου, το τυρί μου, το κρασί και τη μανέστρα μου, και τα εδέσματα όλων των άλλων. Δηλαδή με κάνεις κοιλιόδουλο; Όχι βέβαια, απαντά εκείνος, τα χρήματα που κερδίζεις διοχετεύονται και αλλού, και αρχίζει να μου αραδιάζει σπουδές, διασκεδάσεις, θέματα υγείας, διακοπές, ακίνητα κ.λπ. Ό,τι συνθέτει την ποικιλία του σύγχρονου τρόπου ζωής. Σκέπτομαι λοιπόν ότι εργαζόμενος ανταποκρίνομαι στις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής, κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν κι οι άλλοι, ακολουθώ τη μόδα, δεν είναι κακό. Αλλά πάλι, σκέπτομαι, η έννοια της εργασίας είναι υπεράνω εποχών, είναι υπεράνω μιας σύγχρονης μόδας - και τότε κάτι με ερεθίζει να ψάξω να βρω έναν πιο σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την εργασία και να κείται πάνω από την ύλη. Εν ολίγοις, δεν πείστηκα με αυτά που μου είπε αυτός ο ένας.
Πάω παρακάτω και βρίσκω έναν με άλλη άποψη: ''εργάζεσαι και μέσω της εργασίας σου προσφέρεις στο κοινωνικό σύνολο''. Δεν ξέρω τι με πιάνει όταν ακούω αυτή τη φράση (''κοινωνικό σύνολο''), μάλλον ένας δαίμονας ξεσπαθώνει. Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό σύνολο; Οι συμπολίτες σου. Μάλιστα. Δηλαδή εργαζόμενος εγώ βοηθώ τους συμπολίτες μου. Και τι σημαίνει ''συμπολίτης''; Ο συμπολίτης είναι ο διπλανός σου, ο συνάνθρωπός σου, κάτι σας δένει, διάολε, ανήκετε και οι δύο στο ίδιο σώμα, στην ίδια κοινωνία. Καλά, εγώ έχω μεσάνυχτα. Ούτε που κατάλαβα ποτέ πώς με βοηθούσε αυτός ο συμπολίτης μου, δεν ένιωσα το άγγιγμά του, δεν αισθάνθηκα την ανάσα του. Εγώ νόμιζα ότι ό,τι καταφέρνουμε στον κόσμο το καταφέρνουμε μόνοι μας, με τις δικές μας δυνάμεις, και δεν είδα ποτέ κανέναν συμπολίτη να μου τείνει χείρα βοηθείας. Κι αν, τον ρωτάω, ο συμπολίτης εργάζεται με άλλον σκοπό; Αν, ας πούμε, εργάζεται όχι για μένα, αλλά γι' αυτόν, για να σώσει το τομάρι του, για να πλουτίσει έναντι των αναγκών του που λέγαμε και παραπάνω, πώς ενωνόμαστε εφόσον οι σκοποί που υπηρετούμε διαφέρουν; Ε, τότε, δεν ταυτίζεσθε, μου λέει. Αλλά το αποτέλεσμα της εργασίας του φτάνει και σε σένα, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Μου είπε τόσες φορές πως δεν καταλαβαίνω και στο τέλος το πίστεψα και πραγματικά δεν κατάλαβα τι σόι προσφορά είναι αυτή που δίδει ο συμπολίτης στο κοινωνικό σύνολο. Κυρίως δεν κατάλαβα τι σόι ένωση είναι αυτή που λέμε ότι υπάρχει στο κοινωνικό σύνολο, που αν το παρατηρήσεις, αν το κοιτάξεις καλά καλά, μοιάζει αταίριαστο στα μέρη του, τα ετερόκλιτα και ετερόκλητα. Τελικά δεν πείστηκα ούτε από δαύτον.
Η μάνα μου λέει ότι η αξία της εργασίας εξαντλείται σε μας τους ίδιους, είναι η χαρά που εισπράττουμε εμείς οι ίδιοι πράττοντας και δημιουργώντας. Δεν τα λες άσχημα, ρε μάνα, της λέω. Αλλά όταν πάω στη δουλειά μου, βλέπω τους περισσότερους γύρω μου κατηφείς. Μήπως δεν εκφράζουν τη χαρά τους όταν βρίσκονται οι άλλοι γύρω και την κρατάνε μέσα τους από ντροπή ή σαν κάτι μυστικό; Μπας και δεν τους πρόσεξες καλά, με ρωτάει. Πώς δεν τους πρόσεξα, της αντιγυρίζω, είναι οι περισσότεροι βλοσυροί και αμίλητοι. Α, καλά, μου λέει, αυτό είναι το σύγχρονο ύφος του εργαζομένου: να είναι σοβαρός, προσγειωμένος, αξιοπρεπής κι αμίλητος. Είναι όμως έτσι και χαρούμενος; τη ρωτάω. Μέσα του, βρε βλαξ, την έχει τη χαρά, είναι ανάγκη να σ' τη δείξει; Είναι κρυφά χαρούμενος, κρυφοχαρούμενος, πώς λέμε κρυπτοχριστιανός; Είναι χαρούμενος γιατί εργάζεται σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, όπου όλα είναι εν τάξει, με άριστους συνεργάτες, γιατί όχι μόνο κάνει μια αποδοτική εργασία αλλά και αμείβεται ικανοποιητικά για αυτήν, διότι δεν στριμώχνεται μέσα στο ωράριό του, αλλά απελευθερωμένος από άλλες έγνοιες πολλές φορές το προσπερνάει και οδηγείται στην ολοκλήρωση των στόχων του. Πάνω απ' όλα αυτό κράτησε, έχει στόχους και τους επιτυγχάνει. Μάλλον η μάνα μου έχει μείνει με τα παλιά, δεν την κακολογώ, την κατανοώ. Θυμάται την εποχή της, τότε που όπως λέει όλοι στη φάμπρικα τρώγανε από την ίδια φραντζόλα. Τι να της αντιπαραθέσω από τα σημερινά; Την αφήνω στην άνοιά της και στην άγνοιά της. Για να μην τη συγχύσω, δεν της λέω τίποτε άλλο. Μέσα μου όμως, το λέω και το γνωρίζω, πάλι δεν έχω πειστεί, δεν πείστηκα ότι εργαζόμαστε για τη μυστική χαρά που μας καταλείπει μέρα με τη μέρα ο κόπος της εργασίας μας. Φαίνεται αυτό το δαιμόνιο της αμφιβολίας μου καλά δουλεύει ακόμη μέσα μου και δεν με αφήνει να παραδεχτώ και να ησυχάσω.
Ο φίλος μου ο Τάκης είναι λέει διεθνιστής. Τι σημαίνει διεθνιστής; Δεν του φτάνουν τα δικά μας βάσανα, όλο σκαλίζει και τα ξένα θέματα, το μάτι του γαρίδα τι γίνεται εκτός συνόρων, βλέπει κάπως οικουμενικά τα πράγματα στον κόσμο και ακολουθεί μια κοινή υπεράνω όλων γραμμή. Ρε κορόιδο, μου φωνάζει, για ποιον εργάζεσαι ακόμη δεν κατάλαβες; Για τους ξένους εργάζεσαι ρεεε! Ξύπνα, κοτόπουλο. Ποιους ξένους, ρε Τάκη; Ποιους ξένους; Αυτούς που μια ζωή περιτριγυρίζουν τη χώρα σου και τη λυμαίνονται. Μια στιγμή, ρε Τάκη, πού τους είδες εσύ αυτούς τους ξένους; Καλά, εσύ, παιδί μου, ζεις σε άλλον αιώνα. Βρε όρνιο, όταν απελευθερώθηκες ποιοι σε στήριξαν στα πρώτα σου βήματα; Οι τρεις ξένοι, αυτό το ξέρω. Ωραία, πάμε παρακάτω. Όταν οι Τουρκαλάδες σε κατατρόπωσαν σε 30 μέρες ποιοι σε σήκωσαν ματωμένο από το τερέν; Ήρθαν πάλι οι ξένοι και το κάνανε. Όταν ξεριζώθηκες από την Ανατολή, ποιοι νομίζεις ότι σε ξερίζωσαν; Έβαλαν το χεράκι τους κι αυτοί οι δαιμόνοι, δεν λέω. Είδες όμως ότι μετά σε έφτιαξαν, έτσι; Σε πιάσαν με κόλπα διπλωματικά και σε έγιαναν, σε κάθισαν καλά να μην πέσεις και με το άλλο χέρι δώσαν στους Τουρκαλάδες διπλή μερίδα. Έτσι ακούγεται και γράφεται. Και προχωράμε: μετά τον πόλεμο ποιος σε στήριξε οικονομικά; ποιος κούνησε τις φιγούρες στο πανί κι ήλθαν οι στρατηγοί; τι έγινε στο χρυσοπράσινο φύλλο του πελάγου; ακόμη ακόμη και κει έξω από την Κάλυμνο, σε ποιον, βρε όρνιο, πρόστρεξες για να μεσολαβήσει ειρηνικά; Έτσι όπως μου κοπανούσε τη μία ερώτηση μετά την άλλη, δεν είχα τρόπο ούτε χρόνο να αντιδράσω. Κατέβασα το κεφάλι και συγκατένευσα. Ωραία, οι ξένοι ήταν πίσω και μέσα σε όλα αυτά. Πού θες να καταλήξεις; Στο ότι παντού και πάντα οι απέξω κάνουν εδώ κουμάντο, απλώς εμείς δεν τους βλέπουμε, πολλές φορές όριζαν αόρατοι, σαν τα φαντάσματα που κυβερνάνε τις νύχτες μας. Ωραία, ας το δεχτώ κι αυτό. Και ποια σχέση έχουν όλα αυτά με την εργασία μου, τη δική μου εργασία; Μπουμπουνοκέφαλε, ξύπνα! Κι αυτήν την εργασία οι απέξω πλέον την ορίζουν. Σήκω, σου λένε, σηκώνεσαι, κάτσε, σου λένε, και κάθεσαι. Εάν θέλουν κουνώντας το δαχτυλάκι τους, σε διώχνουν, αν δείξεις καλή διαγωγή, σε κρατάνε. Εάν είσαι μικρός κι έχεις πλεμόνια, σε κρατούν, είσαι χρήσιμος, εάν όμως παραμεγαλώσεις και ασπρίσουν τα μαλλιά σου ιδού ο δρόμος σου, παππού. Εάν εργάζεσαι εντατικά και δεν χάνεις χρόνο, σε θέλουν, εάν χαζεύεις ή αφαιρείσαι, σου δείχνουν την θύρα εξόδου. Και τις αποδοχές σου, αυτοί τις κανονίζουν, το ωράριό σου, αυτοί το μορφώνουν. Το αν θα έχεις σπίτι ή θα κοιμάσαι στα παγκάκια, το αν θα κάνεις μπάνια το καλοκαίρι κι αν θα αναπαύεσαι, το αν θα αποφασίσεις να πανδρευθείς, να νοικοκυρευτείς, να κάνεις, να μεγαλώσεις παιδιά, αν θα μπορείς να θεραπεύεις τον εαυτό σου και τους άλλους, αν θα δύνασαι να γηροκομείς τους γονείς σου, αυτοί πια το αποφασίζουν. Έχουν μπει πλέον στο σπίτι σου και δεν τους έχεις πάρει χαμπάρι. Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες, που σου αφαιρούν και τα κινητά και τα ακίνητα ει δυνατόν, και τη ρόδα και την τσάντα, κι εσύ κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, στην κλίνη ενός άλλου αιώνα. Δηλαδή, ρε Τάκη, εργάζομαι κατά τας βουλάς τους; κάνω ό,τι αυτοί θέλουν; ο προορισμός μου είναι δική τους υπόθεση; η εργασία μου είναι στα χέρια μου ή στα χέρια τους; Εσύ, βρε όρνιο, είσαι το άσπρο άτι κι αυτοί οι αμαξηλάτες, ξύπνα! Όπου θέλουν σε πάνε, άλογο! Μα αν είναι έτσι, Τάκη, τότε δεν εργάζομαι ούτε για να βιοπορίζομαι όπως λέει μια ψυχή, ούτε για να προσφέρω στο σύνολο, όπως αντιλέγει κάποιος άλλος, ούτε για τη χαρά μου, που λέει κι η μανούλα μου. Εάν αληθεύουν όσα λέγεις, εργάζομαι για τις ξένες καμπάνες, τις ξένες φωνές, τους ξένους αφέντες. Είναι όμως αυτός ένας υψηλής πνοής σκοπός; Εάν λες αλήθεια, τότε αυτό δεν είναι εργασία, είναι εθελοδουλεία. Κι έτσι δηλαδή από δω και μπρος πρέπει να εργάζονται οι άνθρωποι; Υπακούοντας σε ένα ξένο σώμα κι όχι στη συνείδηση του εαυτού τους; Α, σήμερα πολύ με προβληματίζεις, κύριε Τάκη, πολλά μου ανατρέπεις. Βρε όρνιο, και ευχαριστώ να τους λες. Γιατί αυτοί αν θέλουν και πάλι, σου σφυρίζουν μιαν απόλυση και σε πετάνε στον δρόμο, κι όχι μόνο αυτό, και το σπίτι σου παίρνουν και τη ρόδα σου δημεύουν και δήμιοί σου γίνονται. Οπότε να λες κι ευχαριστώ να έχεις κάποια εργασία, και να τους σέβεσαι, να τους προσκυνάς, να τους υπολογίζεις. Αυτοί είναι αόρατοι κι όλα τα βλέπουν, μην νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνουν, έχουν μάτια μυστικά από πάνω σου και σε παρακολουθούν, και τη μύτη σου αν ξύνεις που λέει ο λόγος. Ξέρεις τι διάολοι είναι αυτοί;

Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο. Πήρα έναν δρόμο μακρινό και προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι τη ζωή μου όπως λέει ο Τάκης άλλοι την κουμαντάρουν, ότι μέσα στα χωράφια και στο σπίτι μου μπήκε ξένος επιστάτης και μας βιάζει ολοταχώς. Σαν θηλιά με κύκλωσε αυτή η ιδέα, μου έσφιγγε σαν τανάλια το στήθος, την καρδιά. Ποια χαρά; αναρωτιόμουνα. Ποια όρεξη; Ποιος σκοπός; Γίναμε δηλαδή κι εμείς ''πολιτικές'' που ό,τι βρεθεί μπροστά τους το δέχονται; που δεν λένε ποτέ όχι αρκεί να πέσει ο παράς; που η ζωή τους κανονίζεται από τις ορέξεις των άλλων;
Με τέτοιες σκέψεις πνιγηρές στάθηκα στο φανάρι. Δίπλα μου ένας κοστουμαρισμένος ομιλούσε στο κινητό του αγγλιστί. Τι του έλεγε, δεν προλάβαινα να καταλάβω. Μια ζωή στενοκέφαλος και αργοκίνητος. Μπουμπούνας, που λέει και ο Τάκης. Να αντιλαμβάνομαι τις μεγάλες αλήθειες όταν πια είναι αργά.

Και τώρα, άραγε, είναι αργά; Δεν αλλάζει πια;
Με κοίμισαν οι σκέψεις μου κι άναψε ο Σταμάτης. Στοπ!

5/10/11

Το οικονομικό ον

5-10-2011

Υπάρχουμε ως φαίνεται κατεξοχήν από τα τάλαρα.
Εάν έχεις τάλαρα υπάρχεις, εάν στερέψεις δεν υπάρχεις - δεν υπάρχεις, δηλαδή πλησιάζεις στην ανυπαρξία, στην ανυποληψία, στον θάνατο.
Όσο λοιπόν μειώνονται τα τάλαρα ζυγώνουμε στην ανυπαρξία, στην ανυποληψία, στον θάνατο.
Όσο λοιπόν μειώνονται τα τάλαρα, μεταπίπτουμε στους ετοιμοθάνατους.
Μπαίνουμε σε προθανάτιο θάλαμο ή καθεστώς.
Όποιος μπαίνει σε προθανάτιο θάλαμο ή καθεστώς, από τη μια κάνει τον απολογισμό του και από την άλλη τη διαθήκη του.
Ο απολογισμός είναι ένα σύντομο φιλμάκι της ζωής, σχεδόν συνεπτυγμένο, σαν αρχείο ζιπαρισμένο.
Η διαθήκη είναι το φιλμάκι του μέλλοντος, που αναδιατάσσει τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και μεταβάλλει τις ισορροπίες. Κάπου κάπου στο πρώτο φιλμάκι χωρεί η πίκρα ενώ στο δεύτερο η αδικία και το άνισο μέτρημα.
Αλλά όταν πια είσαι σε αυτό το προθανάτιο καθεστώς, δεν σκέπτεσαι πλέον τα τάλαρα, πιο πολύ σκέπτεσαι τον υπολειπόμενο χρόνο.
Εκτός αν μπορείς να σώσεις τον χρόνο με τα τάλαρα. Τότε, ναι, αλλάζει το πράγμα. Δεδομένου πάντως ότι ο θάνατος είναι η οριστική σφραγίδα της ανυπαρξίας, ο χρόνος δηλαδή του θανάτου, φαίνεται πως η επιδίωξη ενός εκάστου είναι να επιμηκύνει αυτό το χρονικό σημείο, και ίσως ίσως σε αυτό βοηθεί και το τάλαρο.
Εάν σου λένε συνέχεια οι γιατροί ότι πλησιάζει ο θάνατός σου, από ένα σημείο και πέρα θα το χάψεις και θα το πιστέψεις, γιατροί στο κάτω κάτω είναι και γνωρίζουν ως αυθεντίες.
Θα ζεις με τη συνεχή αγωνία της έλευσης αυτής της στιγμής και ο χρόνος θα αμαυρώνεται ακόμη κι αν επιμηκύνεται, διαμέσου του χρήματος.
Ποιο συμφέρον όμως έχουν οι γιατροί; Θέλουν να σου λένε την αλήθεια μόνο και μόνο επειδή τους αρέσει η φιλαλήθεια και τίποτε άλλο; Ή θέλουν να σου λένε την αλήθεια διότι αυτή η εκδοχή της κάπως τους συμφέρει; Τους συμφέρει διότι ενδέχεται να τους καταβάλεις τάλαρα για να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους και να πιεστούν να σε σώσουν, αλλά βέβαια δι' ανταλλάγματος.
Άρα και η αλήθεια ενδέχεται να προβάλλεται υπό τη σκέπη μιας ιδιοτέλειας.
Αυτό ας μας κάνει σκεπτικούς. Ίσως ο θάνατος είναι μια μοίρα που άλλοι ορίζουν και αυτοί δεν είναι οι γιατροί-σωτήρες μας.
Επομένως, η ιδέα του τέλους μας είναι υπεραισθητή και ετεροκαθοριζόμενη, μια μοίρα που μας υπερβαίνει αλλά υπερβαίνει και τους σωτήρες μας.
Επομένως, υπερβαίνει και κάθε μέσο, π.χ. υλικό, της σωτηρίας μας, άρα υπερβαίνει και τα τάλαρα.
Εάν λοιπόν ο θάνατος είναι γεγονός πάνω από την ύλη, η ανυπαρξία μας δεν εξαρτάται αποκλειστικά και αναγκαστικά από αυτήν, άρα δεν συσχετίζεται ευθέως με τα τάλαρα.
Μπορούμε εν ολίγοις να υπάρχουμε και χωρίς την ύπαρξη αυτών και χωρίς την ύπαρξη της ύλης.
Είμαστε τελικά όντα-ιδέες που κυβερνιόμαστε από κάτι πιο υψηλό και από την ύλη και από τους άλλους που μας περιβάλλουν και θέλουν, λένε, να μας σώσουν.
Ανήκουμε σε ένα σύμπαν διαφορετικό, ανήκουμε στον χρόνο και όχι στην ύλη.

Τελικά η όλη φλυαρία περί του οικονομικού μας θανάτου θα πάψει να υπάρχει όταν φαινομενικά θα πεθάνουμε, συνεχίζοντας ωστόσο να υπάρχουμε, οπότε θα καλλιεργήσει μια νεότερη φλυαρία περί του αναστάσιμου τρόπου της ύπαρξής μας.
Η εμμονή είναι λοιπόν να προβάλλεται συνέχεια το οικονομικό ον χωρίς την προβολή άλλων πλευρών της προσωπικότητάς μας.

Κάποτε γράφαμε στις εκθέσεις μας περί του υλικού πολιτισμού και της υλοκρατίας και δεν τα πιστεύαμε. Να που έφτασε η εποχή οπότε όλοι σκέπτονται οικονομικά, χρηματικά, υλικά, ψιλικατζίδικα, μαθηματικά, προσθέτοντας και μειώνοντας ποσά και νομίζοντας ότι το ανάστημά τους θα αυξομειώνεται βάσει της προηγούμενης αυξομείωσης.

Τελικά η κρίση είναι μια μονόπλευρη θέαση της ζωής και μια ανισομερής ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας.

Καλή ανάσταση!