13-10-2011
H νουβέλα έχει ως κύριους τόπους της την Ελβετία και την Ελλάδα και θα μπορούσε να κριθεί ως ''ψυχολογική ανάλυση μιας οικογενειακής καταστάσεως". Κεντρικά πρόσωπα είναι ο Μαξ και η Ρέα, ο μεν Μαξ επιχειρηματίας "με πρωσική ανατροφή" που ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο του με ένα "μοντέλο της σειράς", την Κορντέλια, έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά, την Κριστιάνε και τον Λόρεντς, η δε Ρέα είναι ο άνθρωπος που μπαίνει στη ζωή του Μαξ ως διάδοχος της Κορντέλια σύντροφος και αποκτά μαζί του τον Στέφεν (Στέφανο). Όταν ξεκινά η αφήγηση, ο Μαξ ατενίζει από τη βεράντα του νησιώτικου σπιτιού του τη σκοτεινή θάλασσα και τον μέλανα ορίζοντα και για λίγο διακρίνει ακόμη τα φώτα του καραβιού στο οποίο έχει επιβιβαστεί η Ρέα μετά του υιού τους, εκείνη μην γνωρίζοντας αν θα πρέπει να επιστρέψει σε μια γαμήλια σχέση φθαρμένη και βεβλαμμένη. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του πλου προς τον Πειραιά η γυναίκα αυτή έρχεται σε επικοινωνία με τον αδελφό της (Δανιήλ) και ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα που γεννώνται γύρω από τον Μαξ και γενικώς γύρω από την σχέση τους - η Ρέα ευρισκόμενη σε μεγάλο προβληματισμό αποστέλλει μέσα στη νύχτα μήνυμα στον άντρα της κι εκείνος απλώς της απαντά ότι "θα το συζητήσουν στη Ζυρίχη". Επομένως, η νουβέλα ολοκληρώνεται χωρίς να έχει βρει τέλος αυτός ''ο πόλεμος'' και η ιστορία των δύο τους συνεχίζεται. Οπότε μπορούμε εμείς να γράψουμε το τέλος αυτής της σχέσης. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αφηγηματικά την οικογενειακή ιστορία με τη γραφή να τον στέλνει αποκλειστικά στο παρελθόν, όπου ανευρίσκονται οι αιτίες που εξηγούν το ποιόν αυτής της σχέσης και τα συμπτώματα της φθοράς της. Ένα μεγάλο μέρος του έργου φωτίζει λοιπόν το παρελθόν και ειδικότερα όσον αφορά τον Μαξ το παρελθόν του ναζιστή-εγκληματία πολέμου πατέρα του, το οποίο ο Μαξ ενώ νομίζει ότι έχει θάψει ικανοποιητικά μέσα του, αναδύεται (αυτό) επώδυνα ύστερα από μια συνάντησή του με τον εξάδελφό του Βιμ. Η Ρέα όταν γνωρίζει τον Μαξ δεν γνωρίζει τίποτε από το παρελθόν της οικογένειάς του και τα 10 χρόνια της σχέσης τους ρέουν υπό συνθήκες αντιπαραθέσεων και όχι της ιδεώδους συζυγικής ομαλότητας και αρμονίας. Ο Μαξ φθείρεται ολοένα και βρίσκει διέξοδο στο αλκοόλ και στα ψυχοφάρμακα και η Ρέα ανησυχεί για το παιδί τους. Οι τριβές στις καθημερινές τους σχέσεις και συναλλαγές γεννούν νευρικότητα, καχυποψία, απέχθεια, αίσθημα μοναξιάς. Μια σχέση σκληρή όπως πολλές του καιρού μας, την οποία η συγγραφέας παρατηρεί από πολλές πλευρές, μην αφήνοντας απέξω ούτε τα παιδιά, ούτε τα αδέλφια και ξαδέλφια, ούτε τους γονείς ούτε τις οικιακές βοηθούς. Ολοένα η πορεία της αφήγησης στρέφεται προς το παρελθόν και αυτό δεν χαρίζει στο έργο ζωτικό ενδιαφέρον. Η γλώσσα του έργου είναι ελαφρώς επεξεργασμένη, χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αρετές και οι όποιοι διάλογοι ''καθημερινοί''. Την συγγραφέα δεν απασχολεί πώς θα το πει, αλλά πώς θα οδηγήσει τον αναγνώστη στην καρδιά της υπόθεσης ώστε να κατανοήσει τα ψυχικά χάσματα, τις μεταπτώσεις, τις συγκρούσεις, τις διαφορές. Τα τραύματα του Β' Παγκοσμίου πολέμου μοιάζουν να είναι καταχωνιασμένα στον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού ήρωα και αποτελούν μια αθέατη βόμβα που οδηγεί σε αλλεπάλληλες εκρήξεις και αλυσιδωτές για όλα τα οικογενειακά μέλη συνέπειες.
Στο βιβλίο γίνεται επένδυση στίχων γνωστών ξένων συγκροτημάτων και στο τέλος περιμένει τον αναγνώστη κόρπους με εξηγήσεις και βιβλιογραφία.
Μια μέτρια συγγραφική κατάθεση.
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
....................................................................................
Ιδού ορισμένες κριτικές και στοιχεία αντλημένα από το Διαδίκτυο - στα σημεία 2 και 3 ομιλεί για το βιβλίο η ίδια η συγγραφέας:
1. [...] Δεν είναι εύκολο στην ανάγνωσή του το βιβλίο, θα έλεγα ότι σε κερδίζει στην πορεία, αν έχεις την επιμονή να συνεχίσεις και σε αφήνει με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να ειπωθούν κάποια πράγματα ακόμη. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα, απλώς έχουμε να κάνουμε με μια αφήγηση που μένει «στον κόσμο της» χωρίς να διευκολύνει τον αναγνώστη -αυτό ναι, κατά τη γνώμη μου είναι ένα μειονέκτημα, αλλά κάθε συγγραφέας επιλέγει το δικό του δρόμο και τρόπο γραφής- έστω βοηθώντας τον να παρακολουθήσει την ιστορία με περισσότερα στοιχεία, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος. Τα πράγματα κυλούν πιο ομαλά μετά το δεύτερο μέρος του βιβλίου αλλά κάποιοι ίσως έχουν εγκαταλείψει ήδη τη δύσβατη αφήγηση. Ίσως δεν έχει και τόση σημασία. Δεν γράφει κανείς για να αρέσει σε όλους. Γράφει, φαντάζομαι, για να απαντήσει πρώτα στα δικά του ερωτήματα. Κι αν στο δρόμο βρει αναγνώστες που να μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες/διλήμματα, ακόμη καλύτερα.
Γρηγόρης Παπαδογιάννης, http://www.eyelands.gr/
2. Η ιστορία του παππού μου
Πριν από μερικά χρόνια, ο παππούς μου άρχισε να μας χαρίζει τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του. Κάποια μέρα, παρατηρώντας ότι συστηματικά προσπερνούσα αδιάφορη όσα είχαν θέμα σχετικό με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μου απολογήθηκε σχεδόν: «Ναι, μάζεψα τόσα βιβλία που ίσως δεν σας ενδιαφέρουν πια, αλλά, βλέπεις, εκείνος ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά μου». Ενδόμυχα συμφώνησα: πράγματι, τι ενδιαφέρον παρουσίαζε ένας πόλεμος τελειωμένος εδώ κι εξήντα χρόνια; Η φράση όμως μου είχε εντυπωθεί και κατά καιρούς επανερχόταν στη μνήμη μου. Αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά του. Μήπως είχε αφήσει στο υποσυνείδητό του την ανάμνηση μιας αγωνίας για την επιβίωση, που σήμερα, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, φαντάζει αδιανόητη; Δυστυχώς δεν τον ρώτησα, και τώρα πλέον δεν ζει. Παρ' όλα αυτά, «εκείνος ο πόλεμος» άρχισε τελικά να μ' ενδιαφέρει. Κάποια στιγμή, η εικόνα παρουσιάστηκε απροσδόκητα μπροστά μου: το τέλος του, οι θύτες που, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έγιναν θύματα. Ενα μυθιστορηματικό γύρισμα της τύχης. Ηταν όμως πράγματι έτσι; Πώς έφτασαν τα πράγματα σ' εκείνο το σημείο; Ασφαλώς κάτι ήξερα, αλλά μόνο σε γενικές γραμμές. Οι λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν σταδιακά. Τα καινούρια ερωτήματα ήταν αναπόφευκτα, η πορεία προδιαγεγραμμένη, ο τελικός προορισμός, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, άδηλος.
Το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι η ιστορία του παππού μου. Τον ανέφερα όμως επειδή η φράση του υπήρξε το ερέθισμα που, με την πάροδο του χρόνου, με οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Στην πορεία πείστηκα ότι εκείνος ο πόλεμος έχει αφήσει ένα σημάδι ορατό ακόμα. Ωστόσο το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι ούτε μια ιστορία από τα πεδία των μαχών. Στις σελίδες του παρακολουθεί κανείς έναν οικιακό πόλεμο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες με φόντο, κατά κύριο λόγο, ένα τουριστικό νησί του Αιγαίου. Το ερώτημα που αιωρείται είναι: Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτός ο πόλεμος, και πώς; Θα τελειώσει ποτέ; Καταλυτικό ρόλο στη σύγκρουση παίζει ένας δεύτερος εξάδελφος του άντρα, ορκισμένος εχθρός της αμνησίας στην οποία έχει υποκύψει η υπόλοιπη οικογένεια. Ο αληθινός πόλεμος και η μεταπολεμική περίοδος στην Ευρώπη εμφανίζονται ως φαντάσματα που αναστατώνουν τους ήρωες και τους κρατούν άυπνους μια φθινοπωρινή νύχτα, τόσο στο ανώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί τους όσο και στη φημισμένη αγγλική πανεπιστημιούπολη όπου ζει ο αδελφός της γυναίκας. Σκέψεις και αναμνήσεις τούς μεταφέρουν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Είτε ως παράδοση είτε ως βίωμα, το ιστορικό παρελθόν του ενός μπορεί πολύ εύκολα να συναντήσει την καθημερινότητα του άλλου. Αυτό που σπανίζει είναι η κατανόηση, ενίοτε και το απλό ενδιαφέρον. Αυτό που θριαμβεύει είναι η αδιαφορία, η παραίτηση από κάθε προσπάθεια προσέγγισης.
Οι βασικοί χαρακτήρες πλαισιώνονται από αρκετούς άλλους, και λίγο πιο πέρα υπάρχει ένας ασφυκτικός περίeCE�υρος που καραδοκεί, πεινώντας για εξελίξεις. Περιττό να πω ότι ένιωσα μεγάλη συμπάθεια για τα πρόσωπα αυτά. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να καταπιαστώ με την ιστορία τους; Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν υπάρχει περίπτωση να βρουν λύση στο αδιέξοδό τους. Εξίσου συχνά τρομοκρατήθηκα με την ιδέα ότι στρίμωξα πάρα πολλά γεγονότα σε ένα βιβλίο που, βάσει του αρχικού σχεδιασμού, έπρεπε να είναι νουβέλα. Ασφαλώς φέρω την ευθύνη, αφού θεώρησα απαραίτητο να τα συμπεριλάβω όλα. Συγχρόνως όμως προσπάθησα να μην ξεχάσω ποιο είναι το κέντρο βάρους και να μην υποκύψω στη γοητεία του παρελθόντος, η οποία σίγουρα θα με έκανε να διπλασιάσω τις σελίδες του βιβλίου. Εχω την εντύπωση ότι η πλοκή δεν θα άντεχε το βάρος μιας πιο διεξοδικής αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν. Εύχομαι να μην έκανα λάθος.
Ελιάνα Χουρμουζιάδου, www.enet.gr
3. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟ, http://www.tovima.gr/
Στο τέταρτο βιβλίο της η Ελιάνα Χουρμουζιάδου με τίτλος «Μακάρι να ήσουν εδώ» ασχολείται με το θέμα της μνήμης και πόσο αυτή μπορεί να βαραίνει και να επηρεάζει τις επόμενες γενεές.
- Τι είναι αυτό που κάνει μια ελληνίδα συγγραφέα να δημιουργήσει σήμερα έναν ήρωα Γερμανό με ενοχές για τους ναζιστές προγόνους του;
«Τι ωθεί έναν συγγραφέα να δημιουργήσει έναν οποιονδήποτε ήρωα; Οι λόγοι δεν είναι πάντοτε προγραμματικοί. Αναζητούμε ήρωες που μας ενδιαφέρουν, που αισθανόμαστε ότι τους γνωρίζουμε καλά και θέλουμε να τους παρουσιάσουμε στους άλλους. Η νουβέλα αυτή γράφτηκε για να ενταχθεί σε μια σειρά του Κέδρου που θα είχε θέμα την ετερότητα, οπότε χρειαζόμουν έναν ήρωα που δεν ήταν Ελληνας. Ο Μαξ είναι Γερμανός, επειδή οι επαφές μου με τη Γερμανία με οδηγούσαν σχεδόν υποχρεωτικά σε αυτόν. Στο πλαίσιο της πλοκής όμως υπάρχει κάτι που θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη σημασία από την καταγωγή του ή το παρελθόν του πατέρα του. Ξέρω πως όταν ένας συγγραφέας θίγει ζητήματα όπως ο ναζισμός ή τα εγκλήματα πολέμου κινδυνεύει να επισκιάσει τα άλλα θέματά του, που μοιάζουν τότε να έχουν μικρότερο ειδικό βάρος. Ωστόσο για εμένα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους η ελληνίδα σύζυγος του Μαξ και ο αδελφός της αντιλαμβάνονται ή παρερμηνεύουν το παρελθόν και τις συνέπειές του, αυτή η βασική και μάλλον εγγενής ανθρώπινη αδυναμία κατανόησης του άλλου».
- Στο ζήτημα των ενοχών βρίσκετε κάποιες αναλογίες με το ελληνικό σήμερα,πρέπει,ποιοι και γιατί να έχουν ενοχές;
«Για να γίνει μια τέτοια σύγκριση θα πρέπει πρώτα να τονίσουμε ότι μόνο τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να παραβάλουμε γεγονότα τόσο διαφορετικής κλίμακας, των οποίων οι επιπτώσεις διαφέρουν ποιοτικά σε τέτοιον βαθμό. Υπάρχουν βέβαια δυνατότητες σύγκρισης. Για παράδειγμα, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, η πλειονότητα του γερμανικού λαού στο τέλος του πολέμου ισχυριζόταν ότι πριν από το 1945 δεν γνώριζε τίποτα περί στρατοπέδων συγκέντρωσης και μαζικών εκτελέσεων, ενώ υπάρχουν ιστορικές μελέτες που δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Κάπως έτσι κι εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέραμε τίποτε για την έκταση της διαφθοράς στο ελληνικό κράτος, ότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται για τις πληγές της ελληνικής πραγματικότητας. Οσον αφορά την ενοχή όμως, δεν νομίζω ότι είναι το αίσθημα που πρέπει να διακατέχει έναν λαό ο οποίος έπεσε ο ίδιος θύμα των σφαλμάτων του. Θλίψη και ντροπή, ναι, αλλά όχι ενοχή. Αυτή θα έπρεπε να την αισθάνονται μόνο οι διαδοχικές κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, που αντί να ασχοληθούν με το πρόβλημα εγκαίρως, υπολόγισαν το πολιτικό κόστος και κληροδότησαν τα ελλείμματα και τις δυσλειτουργίες του κράτους στους επόμενους».
- Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ο κεντρικός σας ήρωας δεν είναι γυναίκα.Τι αντιπροσωπεύει για σας ο Μαξ και τι οι δύο γυναίκες του;
«Συνήθως στα βιβλία μου εμφανίζονται άνθρωποι που απλώνουν τα χέρια προς τους άλλους, με περισσότερη ή λιγότερη απελπισία, χωρίς να κατορθώνουν να τους φτάσουν πραγματικά. Σε αυτούς ανήκει και ο Μαξ. Είναι ο πιο ευάλωτος από όλα τα πρόσωπα της νουβέλας, ενώ οι δύο γυναίκες διαθέτουν μηχανισμούς σωτηρίας. Υπάρχει στο φόντο μια, αχνή ελπίζω, αντιπαράθεση Ελλάδας και Δύσης, αλλά τα πρόσωπα δεν αποτελούν σύμβολα κανενός τόπου ή χρόνου και καμιάς ιδέας. Με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι άνθρωποι που κουβαλούν στους ώμους τους το βάρος των γενικεύσεων».
- Στίχοι από τα τραγούδια των Πινκ Φλόιντ και του Τομ Βερλέν δίνουν τους τίτλους στα κεφάλαια του βιβλίου σας. Είναι μια τυχαία συναισθηματική επιλογή ή δένουν με κάτι συγκεκριμένο στην αφήγησή σας;
«Οι στίχοι που έχω επιλέξει, είτε ως τίτλους είτε ως μότο, έχουν απόλυτη σχέση με το κείμενο που συνοδεύουν. Ολοι περιέχουν ένα συμπληρωματικό στοιχείο που προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα πρόκειται να διαβάσει. Ειδικά στο πρώτο μέρος, ο Μαξ ακούει τα συγκεκριμένα τραγούδια κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας που αποτελεί τον χρόνο της αφήγησης. Και φυσικά, ναι, αυτά τα τραγούδια τα διάλεξα επειδή αρέσουν και σε εμένα».
- Με ποιους ξένους (και Ελληνες, ίσως) συγγραφείς αισθάνεστε ότι συνομιλείτε σήμερα;
«Εχω μείνει στάσιμη όσον αφορά τη λογοτεχνία, τελευταία μάλιστα δεν έχω διαβάσει πολλά λογοτεχνικά βιβλία. Στα πρόσφατα χρόνια βαθιά εντύπωση μου έχουν προξενήσει δύο συγγραφείς, ο Τζ. Μ. Κουτσύ, ιδίως τα τελευταία βιβλία του, και ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Νομίζω ότι σε έναν κόσμο στον οποίο επιστρέφει με ταχύ βήμα η αβεβαιότητα όσον αφορά ακόμη και τις δυνατότητες επιβίωσης, δεν μπορεί κανείς να μένει ικανοποιημένος με αφηγήσεις που είναι πλήρεις και σφύζουν από αυτοπεποίθηση».
4. [...] Η Χουρμουζιάδου φαίνεται ότι έχει μελετήσει καλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τους ήρωές της, όπως μαρτυρεί και το τελευταίο τμήμα του βιβλίου με τις επεξηγήσεις που είναι χρήσιμες για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ηττημένη Γερμανία. Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, πόσω μάλλον που όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται ουσιαστικά μέσα σε μία νύχτα, δικαιώνοντας το χαρακτηρισμό της νουβέλας. Η συγγραφέας βρίσκει παράλληλα την ευκαιρία να σχολιάσει τη σύγχρονη ζωή και την ελληνική πραγματικότητα με έναν λεπτό και υποδόριο τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε επιτυχημένο.
Bασιλική Χρίστη, http://www.diavasame.gr/
5. Αναζωογονητική αύρα
Tης Ελισάβετ Kοτζιά / ekotzia@yahoo.gr
Αναζωογονητική αύρα στη λογοτεχνική κοινότητα η νουβέλα «Μακάρι να ήσουν εδώ» (Κέδρος, σελ. 231) της Ελιάνας Χουρμουζιάδου! Το 1998 «Η ιδιαιτέρα», δεύτερο πεζογραφικό έργο της -κι ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της μεταδικτατορικής περιόδου- έκανε μέσα σε ένα δωδεκάμηνο δεκαπέντε εκδόσεις. Κι έκτοτε ούτε κουβέντα. Ισως διότι η λογοτεχνία συχνά εκλαμβάνεται ως καταναλωτικό προϊόν με ημερομηνία λήξης. Σήμερα, η σοβαρή αυτή συγγραφέας γράφει το πέμπτο της πεζογράφημα, αναδεικνύοντας μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές, κρίσιμες και ευάλωτες πλευρές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε ένα νησί του Αιγαίου, σε ένα από εκείνα τα εξαίσια παραδοσιακά σπίτια-φρούρια που τόσο θαυμάζουμε: Πόση καλαισθησία, σεβασμό στην παράδοση και πολιτισμό κρύβει η υποδειγματική αναστήλωσή τους! Α, μα την αλήθεια, οι κομψοί, ευγενικοί τους ένοικοι θα πρέπει να ανήκουν σε κάποια από τις σπάνιες φυλές τυχερών ανθρώπων. Με όπλο την οξύτατη λογοτεχνική της ματιά, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου διεισδύει στο άδυτο ενός τέτοιου μεγάρου. Και τι είναι εκείνο που βρίσκει; Ιδιοκτήτης του αξιοζήλευτου θερινού καταλύματος, ο εγκατεστημένος στη Ζυρίχη, πατέρας δύο ενήλικων παιδιών, πλούσιος Γερμανός επιχειρηματίας Μαξ. Η πλοκή της νουβέλας αρχίζει τη βραδιά που τον εγκαταλείπει ύστερα από δεκαετή συμβίωση, και η δεύτερη σύζυγος του Ελληνίδα Ρέα με τον εξάχρονο γιο τους Στέφεν. Στο πρώτο μέρος, την ιστορία παραθέτει ο Μαξ, συνομιλώντας ενδομύχως με τον ίδιο τον εαυτό του. Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε την ιστορία από τη σκοπιά της Ρέας, όπως την παραθέτει ο εγκατεστημένος στην Οξφόρδη ερευνητής αδελφός της. Και στις δύο αφηγήσεις μεσολαβεί δηλαδή κάποια απόσταση, η οποία εγγυάται μια στοχαστικότερη κι επομένως εγκυρότερη προσέγγιση των τεκταινομένων.
Μα το μέγαρο αυτό αποτελεί εντέλει φωλιά πολυάριθμων δυστυχισμένων ανθρώπων! Συχνά οι γείτονες άκουγαν τα σπαραξικάρδια αναφιλητά της πρώτης συζύγου του Μαξ, Κορντέλια. Οταν ενηλικιώθηκε η κόρη τους εξαφανίστηκε και ο γιος τους, καθώς η ιστορία αναπτύσσεται μέσα από διαρκείς υπαινιγμούς, που αποδεικνύεται άτομο προβληματικό. Ο Μαξ, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, βασανίζεται από αθεράπευτα ψυχικά έλκη. Ο πατέρας του υπήρξε ναζί εγκληματίας πολέμου - και η τεράστια περιουσία τους αμφισβητούμενης προέλευσης. Ο απροσδόκητος άλλωστε αποχωρισμός του μικρού Μαξ από τον πατέρα αυτόν που λάτρευε, υπήρξε τραυματικός. Ποτέ κανείς δεν του ξεκαθάρισε τι ακριβώς συνέβη. Τα πάντα παρέμειναν στη σκιά, αφήνοντας τον ενήλικα ήρωα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους γιατρούς και τα ψυχοφάρμακα και τα διερευνητικά προσκυνήματα στους τόπους του ναζιστικού μαρτυρίου. Ξένος για τα παιδιά του, βασανιστικός για την Κορντέλια. Και η δεύτερη σύζυγός του, μια σύντομη ψευδαίσθηση απαντοχής. Κόρη ενός φιλήσυχου και ταυτόχρονα επιτήδειου Ελληνα καταπατητή και αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας, πιστή στην πατρική επιχείρηση, ανίκανη ωστόσο να αντιληφθεί οτιδήποτε πέρα από τον ακατανίκητο πόθο της για τις λεπταίσθητες απολαύσεις της ελβετικής Ζυρίχης. Κι η νέα προσπάθεια για συζυγική συμβίωση θα αποδειχθεί έτσι εκ προοιμίου χαμένη. Από τη μια το δυσβάστακτο αίσθημα ενοχής του Μαξ που βασανίζεται για εγκλήματα που δεν διέπραξε. Και από την άλλη η ακλόνητη πεποίθηση της γυναίκας του πως άπαντες οφείλουν να μοχθούν για την ευζωία της και πως άπαντες της χρωστάνε.
Κόσμος που παραπαίει σε απόλυτη σύγχυση, νοοτροπίες ασύμπτωτες που προέρχονται από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές παραδόσεις, και που η Χουρμουζιάδου κατορθώνει να τις αναπλάσει με ιδιαίτερη λεπτότητα, παρακάμπτοντας τα σχηματικά στερεότυπα της δυτικοευρωπαϊκής ενοχής και της εύκολης νεοελληνικής αποποίησης οιασδήποτε προσωπικής ευθύνης. Θύτες και θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους τους σε έναν πόλεμο ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ωστόσο φαίνεται προτιμότερος από τη μοναξιά που φαντάζει εφιαλτικότερη καταδίκη. Εμπειρος χειρισμός των αφηγηματικών τεχνικών, έντεχνη σκιαγράφηση χαρακτήρων, προσεκτικό αρμολόγημα χρονικών τομών και απόλυτος έλεγχος των πραγματολογικών δεδομένων· θαυμαστή οικονομία στην ανάπτυξη της πλοκής συνδυασμένη με το τάλαντο της Χουρμουζιάδου να ονειροπολεί, να φαντάζεται, να δημιουργεί χαρακτήρες, παρακολουθώντας τη μοίρα τους και εκθέτοντας τον προσωπικό Γολγοθά τους. Σε μια εποχή που το πεζογραφικό εγχείρημα ολοένα πιο συχνά επιδίδεται σε μια πρόχειρη εξιστόρηση πολλαπλώς ασήμαντων και ανώδυνων μυθοπλαστικών συμβάντων, με ισχυρότατη ποιητική διαίσθηση και ενσυνείδητο καλλιτεχνικό μόχθο, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου συντηρεί τη φλόγα της πεζογραφικής παράδοσης ζωντανή.
Ε. ΚΟΤΖΙΑ, http://www.kathimerini.gr/
H νουβέλα έχει ως κύριους τόπους της την Ελβετία και την Ελλάδα και θα μπορούσε να κριθεί ως ''ψυχολογική ανάλυση μιας οικογενειακής καταστάσεως". Κεντρικά πρόσωπα είναι ο Μαξ και η Ρέα, ο μεν Μαξ επιχειρηματίας "με πρωσική ανατροφή" που ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο του με ένα "μοντέλο της σειράς", την Κορντέλια, έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά, την Κριστιάνε και τον Λόρεντς, η δε Ρέα είναι ο άνθρωπος που μπαίνει στη ζωή του Μαξ ως διάδοχος της Κορντέλια σύντροφος και αποκτά μαζί του τον Στέφεν (Στέφανο). Όταν ξεκινά η αφήγηση, ο Μαξ ατενίζει από τη βεράντα του νησιώτικου σπιτιού του τη σκοτεινή θάλασσα και τον μέλανα ορίζοντα και για λίγο διακρίνει ακόμη τα φώτα του καραβιού στο οποίο έχει επιβιβαστεί η Ρέα μετά του υιού τους, εκείνη μην γνωρίζοντας αν θα πρέπει να επιστρέψει σε μια γαμήλια σχέση φθαρμένη και βεβλαμμένη. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του πλου προς τον Πειραιά η γυναίκα αυτή έρχεται σε επικοινωνία με τον αδελφό της (Δανιήλ) και ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα που γεννώνται γύρω από τον Μαξ και γενικώς γύρω από την σχέση τους - η Ρέα ευρισκόμενη σε μεγάλο προβληματισμό αποστέλλει μέσα στη νύχτα μήνυμα στον άντρα της κι εκείνος απλώς της απαντά ότι "θα το συζητήσουν στη Ζυρίχη". Επομένως, η νουβέλα ολοκληρώνεται χωρίς να έχει βρει τέλος αυτός ''ο πόλεμος'' και η ιστορία των δύο τους συνεχίζεται. Οπότε μπορούμε εμείς να γράψουμε το τέλος αυτής της σχέσης. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αφηγηματικά την οικογενειακή ιστορία με τη γραφή να τον στέλνει αποκλειστικά στο παρελθόν, όπου ανευρίσκονται οι αιτίες που εξηγούν το ποιόν αυτής της σχέσης και τα συμπτώματα της φθοράς της. Ένα μεγάλο μέρος του έργου φωτίζει λοιπόν το παρελθόν και ειδικότερα όσον αφορά τον Μαξ το παρελθόν του ναζιστή-εγκληματία πολέμου πατέρα του, το οποίο ο Μαξ ενώ νομίζει ότι έχει θάψει ικανοποιητικά μέσα του, αναδύεται (αυτό) επώδυνα ύστερα από μια συνάντησή του με τον εξάδελφό του Βιμ. Η Ρέα όταν γνωρίζει τον Μαξ δεν γνωρίζει τίποτε από το παρελθόν της οικογένειάς του και τα 10 χρόνια της σχέσης τους ρέουν υπό συνθήκες αντιπαραθέσεων και όχι της ιδεώδους συζυγικής ομαλότητας και αρμονίας. Ο Μαξ φθείρεται ολοένα και βρίσκει διέξοδο στο αλκοόλ και στα ψυχοφάρμακα και η Ρέα ανησυχεί για το παιδί τους. Οι τριβές στις καθημερινές τους σχέσεις και συναλλαγές γεννούν νευρικότητα, καχυποψία, απέχθεια, αίσθημα μοναξιάς. Μια σχέση σκληρή όπως πολλές του καιρού μας, την οποία η συγγραφέας παρατηρεί από πολλές πλευρές, μην αφήνοντας απέξω ούτε τα παιδιά, ούτε τα αδέλφια και ξαδέλφια, ούτε τους γονείς ούτε τις οικιακές βοηθούς. Ολοένα η πορεία της αφήγησης στρέφεται προς το παρελθόν και αυτό δεν χαρίζει στο έργο ζωτικό ενδιαφέρον. Η γλώσσα του έργου είναι ελαφρώς επεξεργασμένη, χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αρετές και οι όποιοι διάλογοι ''καθημερινοί''. Την συγγραφέα δεν απασχολεί πώς θα το πει, αλλά πώς θα οδηγήσει τον αναγνώστη στην καρδιά της υπόθεσης ώστε να κατανοήσει τα ψυχικά χάσματα, τις μεταπτώσεις, τις συγκρούσεις, τις διαφορές. Τα τραύματα του Β' Παγκοσμίου πολέμου μοιάζουν να είναι καταχωνιασμένα στον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού ήρωα και αποτελούν μια αθέατη βόμβα που οδηγεί σε αλλεπάλληλες εκρήξεις και αλυσιδωτές για όλα τα οικογενειακά μέλη συνέπειες.
Στο βιβλίο γίνεται επένδυση στίχων γνωστών ξένων συγκροτημάτων και στο τέλος περιμένει τον αναγνώστη κόρπους με εξηγήσεις και βιβλιογραφία.
Μια μέτρια συγγραφική κατάθεση.
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
....................................................................................
Ιδού ορισμένες κριτικές και στοιχεία αντλημένα από το Διαδίκτυο - στα σημεία 2 και 3 ομιλεί για το βιβλίο η ίδια η συγγραφέας:
1. [...] Δεν είναι εύκολο στην ανάγνωσή του το βιβλίο, θα έλεγα ότι σε κερδίζει στην πορεία, αν έχεις την επιμονή να συνεχίσεις και σε αφήνει με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να ειπωθούν κάποια πράγματα ακόμη. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα, απλώς έχουμε να κάνουμε με μια αφήγηση που μένει «στον κόσμο της» χωρίς να διευκολύνει τον αναγνώστη -αυτό ναι, κατά τη γνώμη μου είναι ένα μειονέκτημα, αλλά κάθε συγγραφέας επιλέγει το δικό του δρόμο και τρόπο γραφής- έστω βοηθώντας τον να παρακολουθήσει την ιστορία με περισσότερα στοιχεία, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος. Τα πράγματα κυλούν πιο ομαλά μετά το δεύτερο μέρος του βιβλίου αλλά κάποιοι ίσως έχουν εγκαταλείψει ήδη τη δύσβατη αφήγηση. Ίσως δεν έχει και τόση σημασία. Δεν γράφει κανείς για να αρέσει σε όλους. Γράφει, φαντάζομαι, για να απαντήσει πρώτα στα δικά του ερωτήματα. Κι αν στο δρόμο βρει αναγνώστες που να μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες/διλήμματα, ακόμη καλύτερα.
Γρηγόρης Παπαδογιάννης, http://www.eyelands.gr/
2. Η ιστορία του παππού μου
Πριν από μερικά χρόνια, ο παππούς μου άρχισε να μας χαρίζει τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του. Κάποια μέρα, παρατηρώντας ότι συστηματικά προσπερνούσα αδιάφορη όσα είχαν θέμα σχετικό με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μου απολογήθηκε σχεδόν: «Ναι, μάζεψα τόσα βιβλία που ίσως δεν σας ενδιαφέρουν πια, αλλά, βλέπεις, εκείνος ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά μου». Ενδόμυχα συμφώνησα: πράγματι, τι ενδιαφέρον παρουσίαζε ένας πόλεμος τελειωμένος εδώ κι εξήντα χρόνια; Η φράση όμως μου είχε εντυπωθεί και κατά καιρούς επανερχόταν στη μνήμη μου. Αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο ο πόλεμος σημάδεψε τη νεότητά του. Μήπως είχε αφήσει στο υποσυνείδητό του την ανάμνηση μιας αγωνίας για την επιβίωση, που σήμερα, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, φαντάζει αδιανόητη; Δυστυχώς δεν τον ρώτησα, και τώρα πλέον δεν ζει. Παρ' όλα αυτά, «εκείνος ο πόλεμος» άρχισε τελικά να μ' ενδιαφέρει. Κάποια στιγμή, η εικόνα παρουσιάστηκε απροσδόκητα μπροστά μου: το τέλος του, οι θύτες που, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έγιναν θύματα. Ενα μυθιστορηματικό γύρισμα της τύχης. Ηταν όμως πράγματι έτσι; Πώς έφτασαν τα πράγματα σ' εκείνο το σημείο; Ασφαλώς κάτι ήξερα, αλλά μόνο σε γενικές γραμμές. Οι λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν σταδιακά. Τα καινούρια ερωτήματα ήταν αναπόφευκτα, η πορεία προδιαγεγραμμένη, ο τελικός προορισμός, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, άδηλος.
Το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι η ιστορία του παππού μου. Τον ανέφερα όμως επειδή η φράση του υπήρξε το ερέθισμα που, με την πάροδο του χρόνου, με οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Στην πορεία πείστηκα ότι εκείνος ο πόλεμος έχει αφήσει ένα σημάδι ορατό ακόμα. Ωστόσο το Μακάρι να ήσουν εδώ δεν είναι ούτε μια ιστορία από τα πεδία των μαχών. Στις σελίδες του παρακολουθεί κανείς έναν οικιακό πόλεμο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες με φόντο, κατά κύριο λόγο, ένα τουριστικό νησί του Αιγαίου. Το ερώτημα που αιωρείται είναι: Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτός ο πόλεμος, και πώς; Θα τελειώσει ποτέ; Καταλυτικό ρόλο στη σύγκρουση παίζει ένας δεύτερος εξάδελφος του άντρα, ορκισμένος εχθρός της αμνησίας στην οποία έχει υποκύψει η υπόλοιπη οικογένεια. Ο αληθινός πόλεμος και η μεταπολεμική περίοδος στην Ευρώπη εμφανίζονται ως φαντάσματα που αναστατώνουν τους ήρωες και τους κρατούν άυπνους μια φθινοπωρινή νύχτα, τόσο στο ανώνυμο αιγαιοπελαγίτικο νησί τους όσο και στη φημισμένη αγγλική πανεπιστημιούπολη όπου ζει ο αδελφός της γυναίκας. Σκέψεις και αναμνήσεις τούς μεταφέρουν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Είτε ως παράδοση είτε ως βίωμα, το ιστορικό παρελθόν του ενός μπορεί πολύ εύκολα να συναντήσει την καθημερινότητα του άλλου. Αυτό που σπανίζει είναι η κατανόηση, ενίοτε και το απλό ενδιαφέρον. Αυτό που θριαμβεύει είναι η αδιαφορία, η παραίτηση από κάθε προσπάθεια προσέγγισης.
Οι βασικοί χαρακτήρες πλαισιώνονται από αρκετούς άλλους, και λίγο πιο πέρα υπάρχει ένας ασφυκτικός περίeCE�υρος που καραδοκεί, πεινώντας για εξελίξεις. Περιττό να πω ότι ένιωσα μεγάλη συμπάθεια για τα πρόσωπα αυτά. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να καταπιαστώ με την ιστορία τους; Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν υπάρχει περίπτωση να βρουν λύση στο αδιέξοδό τους. Εξίσου συχνά τρομοκρατήθηκα με την ιδέα ότι στρίμωξα πάρα πολλά γεγονότα σε ένα βιβλίο που, βάσει του αρχικού σχεδιασμού, έπρεπε να είναι νουβέλα. Ασφαλώς φέρω την ευθύνη, αφού θεώρησα απαραίτητο να τα συμπεριλάβω όλα. Συγχρόνως όμως προσπάθησα να μην ξεχάσω ποιο είναι το κέντρο βάρους και να μην υποκύψω στη γοητεία του παρελθόντος, η οποία σίγουρα θα με έκανε να διπλασιάσω τις σελίδες του βιβλίου. Εχω την εντύπωση ότι η πλοκή δεν θα άντεχε το βάρος μιας πιο διεξοδικής αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν. Εύχομαι να μην έκανα λάθος.
Ελιάνα Χουρμουζιάδου, www.enet.gr
3. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟ, http://www.tovima.gr/
Στο τέταρτο βιβλίο της η Ελιάνα Χουρμουζιάδου με τίτλος «Μακάρι να ήσουν εδώ» ασχολείται με το θέμα της μνήμης και πόσο αυτή μπορεί να βαραίνει και να επηρεάζει τις επόμενες γενεές.
- Τι είναι αυτό που κάνει μια ελληνίδα συγγραφέα να δημιουργήσει σήμερα έναν ήρωα Γερμανό με ενοχές για τους ναζιστές προγόνους του;
«Τι ωθεί έναν συγγραφέα να δημιουργήσει έναν οποιονδήποτε ήρωα; Οι λόγοι δεν είναι πάντοτε προγραμματικοί. Αναζητούμε ήρωες που μας ενδιαφέρουν, που αισθανόμαστε ότι τους γνωρίζουμε καλά και θέλουμε να τους παρουσιάσουμε στους άλλους. Η νουβέλα αυτή γράφτηκε για να ενταχθεί σε μια σειρά του Κέδρου που θα είχε θέμα την ετερότητα, οπότε χρειαζόμουν έναν ήρωα που δεν ήταν Ελληνας. Ο Μαξ είναι Γερμανός, επειδή οι επαφές μου με τη Γερμανία με οδηγούσαν σχεδόν υποχρεωτικά σε αυτόν. Στο πλαίσιο της πλοκής όμως υπάρχει κάτι που θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη σημασία από την καταγωγή του ή το παρελθόν του πατέρα του. Ξέρω πως όταν ένας συγγραφέας θίγει ζητήματα όπως ο ναζισμός ή τα εγκλήματα πολέμου κινδυνεύει να επισκιάσει τα άλλα θέματά του, που μοιάζουν τότε να έχουν μικρότερο ειδικό βάρος. Ωστόσο για εμένα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους η ελληνίδα σύζυγος του Μαξ και ο αδελφός της αντιλαμβάνονται ή παρερμηνεύουν το παρελθόν και τις συνέπειές του, αυτή η βασική και μάλλον εγγενής ανθρώπινη αδυναμία κατανόησης του άλλου».
- Στο ζήτημα των ενοχών βρίσκετε κάποιες αναλογίες με το ελληνικό σήμερα,πρέπει,ποιοι και γιατί να έχουν ενοχές;
«Για να γίνει μια τέτοια σύγκριση θα πρέπει πρώτα να τονίσουμε ότι μόνο τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να παραβάλουμε γεγονότα τόσο διαφορετικής κλίμακας, των οποίων οι επιπτώσεις διαφέρουν ποιοτικά σε τέτοιον βαθμό. Υπάρχουν βέβαια δυνατότητες σύγκρισης. Για παράδειγμα, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, η πλειονότητα του γερμανικού λαού στο τέλος του πολέμου ισχυριζόταν ότι πριν από το 1945 δεν γνώριζε τίποτα περί στρατοπέδων συγκέντρωσης και μαζικών εκτελέσεων, ενώ υπάρχουν ιστορικές μελέτες που δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Κάπως έτσι κι εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέραμε τίποτε για την έκταση της διαφθοράς στο ελληνικό κράτος, ότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται για τις πληγές της ελληνικής πραγματικότητας. Οσον αφορά την ενοχή όμως, δεν νομίζω ότι είναι το αίσθημα που πρέπει να διακατέχει έναν λαό ο οποίος έπεσε ο ίδιος θύμα των σφαλμάτων του. Θλίψη και ντροπή, ναι, αλλά όχι ενοχή. Αυτή θα έπρεπε να την αισθάνονται μόνο οι διαδοχικές κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, που αντί να ασχοληθούν με το πρόβλημα εγκαίρως, υπολόγισαν το πολιτικό κόστος και κληροδότησαν τα ελλείμματα και τις δυσλειτουργίες του κράτους στους επόμενους».
- Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ο κεντρικός σας ήρωας δεν είναι γυναίκα.Τι αντιπροσωπεύει για σας ο Μαξ και τι οι δύο γυναίκες του;
«Συνήθως στα βιβλία μου εμφανίζονται άνθρωποι που απλώνουν τα χέρια προς τους άλλους, με περισσότερη ή λιγότερη απελπισία, χωρίς να κατορθώνουν να τους φτάσουν πραγματικά. Σε αυτούς ανήκει και ο Μαξ. Είναι ο πιο ευάλωτος από όλα τα πρόσωπα της νουβέλας, ενώ οι δύο γυναίκες διαθέτουν μηχανισμούς σωτηρίας. Υπάρχει στο φόντο μια, αχνή ελπίζω, αντιπαράθεση Ελλάδας και Δύσης, αλλά τα πρόσωπα δεν αποτελούν σύμβολα κανενός τόπου ή χρόνου και καμιάς ιδέας. Με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι άνθρωποι που κουβαλούν στους ώμους τους το βάρος των γενικεύσεων».
- Στίχοι από τα τραγούδια των Πινκ Φλόιντ και του Τομ Βερλέν δίνουν τους τίτλους στα κεφάλαια του βιβλίου σας. Είναι μια τυχαία συναισθηματική επιλογή ή δένουν με κάτι συγκεκριμένο στην αφήγησή σας;
«Οι στίχοι που έχω επιλέξει, είτε ως τίτλους είτε ως μότο, έχουν απόλυτη σχέση με το κείμενο που συνοδεύουν. Ολοι περιέχουν ένα συμπληρωματικό στοιχείο που προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα πρόκειται να διαβάσει. Ειδικά στο πρώτο μέρος, ο Μαξ ακούει τα συγκεκριμένα τραγούδια κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας που αποτελεί τον χρόνο της αφήγησης. Και φυσικά, ναι, αυτά τα τραγούδια τα διάλεξα επειδή αρέσουν και σε εμένα».
- Με ποιους ξένους (και Ελληνες, ίσως) συγγραφείς αισθάνεστε ότι συνομιλείτε σήμερα;
«Εχω μείνει στάσιμη όσον αφορά τη λογοτεχνία, τελευταία μάλιστα δεν έχω διαβάσει πολλά λογοτεχνικά βιβλία. Στα πρόσφατα χρόνια βαθιά εντύπωση μου έχουν προξενήσει δύο συγγραφείς, ο Τζ. Μ. Κουτσύ, ιδίως τα τελευταία βιβλία του, και ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Νομίζω ότι σε έναν κόσμο στον οποίο επιστρέφει με ταχύ βήμα η αβεβαιότητα όσον αφορά ακόμη και τις δυνατότητες επιβίωσης, δεν μπορεί κανείς να μένει ικανοποιημένος με αφηγήσεις που είναι πλήρεις και σφύζουν από αυτοπεποίθηση».
4. [...] Η Χουρμουζιάδου φαίνεται ότι έχει μελετήσει καλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τους ήρωές της, όπως μαρτυρεί και το τελευταίο τμήμα του βιβλίου με τις επεξηγήσεις που είναι χρήσιμες για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία και τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ηττημένη Γερμανία. Το βιβλίο διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, πόσω μάλλον που όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται ουσιαστικά μέσα σε μία νύχτα, δικαιώνοντας το χαρακτηρισμό της νουβέλας. Η συγγραφέας βρίσκει παράλληλα την ευκαιρία να σχολιάσει τη σύγχρονη ζωή και την ελληνική πραγματικότητα με έναν λεπτό και υποδόριο τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε επιτυχημένο.
Bασιλική Χρίστη, http://www.diavasame.gr/
5. Αναζωογονητική αύρα
Tης Ελισάβετ Kοτζιά / ekotzia@yahoo.gr
Αναζωογονητική αύρα στη λογοτεχνική κοινότητα η νουβέλα «Μακάρι να ήσουν εδώ» (Κέδρος, σελ. 231) της Ελιάνας Χουρμουζιάδου! Το 1998 «Η ιδιαιτέρα», δεύτερο πεζογραφικό έργο της -κι ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της μεταδικτατορικής περιόδου- έκανε μέσα σε ένα δωδεκάμηνο δεκαπέντε εκδόσεις. Κι έκτοτε ούτε κουβέντα. Ισως διότι η λογοτεχνία συχνά εκλαμβάνεται ως καταναλωτικό προϊόν με ημερομηνία λήξης. Σήμερα, η σοβαρή αυτή συγγραφέας γράφει το πέμπτο της πεζογράφημα, αναδεικνύοντας μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές, κρίσιμες και ευάλωτες πλευρές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε ένα νησί του Αιγαίου, σε ένα από εκείνα τα εξαίσια παραδοσιακά σπίτια-φρούρια που τόσο θαυμάζουμε: Πόση καλαισθησία, σεβασμό στην παράδοση και πολιτισμό κρύβει η υποδειγματική αναστήλωσή τους! Α, μα την αλήθεια, οι κομψοί, ευγενικοί τους ένοικοι θα πρέπει να ανήκουν σε κάποια από τις σπάνιες φυλές τυχερών ανθρώπων. Με όπλο την οξύτατη λογοτεχνική της ματιά, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου διεισδύει στο άδυτο ενός τέτοιου μεγάρου. Και τι είναι εκείνο που βρίσκει; Ιδιοκτήτης του αξιοζήλευτου θερινού καταλύματος, ο εγκατεστημένος στη Ζυρίχη, πατέρας δύο ενήλικων παιδιών, πλούσιος Γερμανός επιχειρηματίας Μαξ. Η πλοκή της νουβέλας αρχίζει τη βραδιά που τον εγκαταλείπει ύστερα από δεκαετή συμβίωση, και η δεύτερη σύζυγος του Ελληνίδα Ρέα με τον εξάχρονο γιο τους Στέφεν. Στο πρώτο μέρος, την ιστορία παραθέτει ο Μαξ, συνομιλώντας ενδομύχως με τον ίδιο τον εαυτό του. Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε την ιστορία από τη σκοπιά της Ρέας, όπως την παραθέτει ο εγκατεστημένος στην Οξφόρδη ερευνητής αδελφός της. Και στις δύο αφηγήσεις μεσολαβεί δηλαδή κάποια απόσταση, η οποία εγγυάται μια στοχαστικότερη κι επομένως εγκυρότερη προσέγγιση των τεκταινομένων.
Μα το μέγαρο αυτό αποτελεί εντέλει φωλιά πολυάριθμων δυστυχισμένων ανθρώπων! Συχνά οι γείτονες άκουγαν τα σπαραξικάρδια αναφιλητά της πρώτης συζύγου του Μαξ, Κορντέλια. Οταν ενηλικιώθηκε η κόρη τους εξαφανίστηκε και ο γιος τους, καθώς η ιστορία αναπτύσσεται μέσα από διαρκείς υπαινιγμούς, που αποδεικνύεται άτομο προβληματικό. Ο Μαξ, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, βασανίζεται από αθεράπευτα ψυχικά έλκη. Ο πατέρας του υπήρξε ναζί εγκληματίας πολέμου - και η τεράστια περιουσία τους αμφισβητούμενης προέλευσης. Ο απροσδόκητος άλλωστε αποχωρισμός του μικρού Μαξ από τον πατέρα αυτόν που λάτρευε, υπήρξε τραυματικός. Ποτέ κανείς δεν του ξεκαθάρισε τι ακριβώς συνέβη. Τα πάντα παρέμειναν στη σκιά, αφήνοντας τον ενήλικα ήρωα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους γιατρούς και τα ψυχοφάρμακα και τα διερευνητικά προσκυνήματα στους τόπους του ναζιστικού μαρτυρίου. Ξένος για τα παιδιά του, βασανιστικός για την Κορντέλια. Και η δεύτερη σύζυγός του, μια σύντομη ψευδαίσθηση απαντοχής. Κόρη ενός φιλήσυχου και ταυτόχρονα επιτήδειου Ελληνα καταπατητή και αυτοδημιούργητου ιδιοκτήτη πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας, πιστή στην πατρική επιχείρηση, ανίκανη ωστόσο να αντιληφθεί οτιδήποτε πέρα από τον ακατανίκητο πόθο της για τις λεπταίσθητες απολαύσεις της ελβετικής Ζυρίχης. Κι η νέα προσπάθεια για συζυγική συμβίωση θα αποδειχθεί έτσι εκ προοιμίου χαμένη. Από τη μια το δυσβάστακτο αίσθημα ενοχής του Μαξ που βασανίζεται για εγκλήματα που δεν διέπραξε. Και από την άλλη η ακλόνητη πεποίθηση της γυναίκας του πως άπαντες οφείλουν να μοχθούν για την ευζωία της και πως άπαντες της χρωστάνε.
Κόσμος που παραπαίει σε απόλυτη σύγχυση, νοοτροπίες ασύμπτωτες που προέρχονται από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές παραδόσεις, και που η Χουρμουζιάδου κατορθώνει να τις αναπλάσει με ιδιαίτερη λεπτότητα, παρακάμπτοντας τα σχηματικά στερεότυπα της δυτικοευρωπαϊκής ενοχής και της εύκολης νεοελληνικής αποποίησης οιασδήποτε προσωπικής ευθύνης. Θύτες και θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους τους σε έναν πόλεμο ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ωστόσο φαίνεται προτιμότερος από τη μοναξιά που φαντάζει εφιαλτικότερη καταδίκη. Εμπειρος χειρισμός των αφηγηματικών τεχνικών, έντεχνη σκιαγράφηση χαρακτήρων, προσεκτικό αρμολόγημα χρονικών τομών και απόλυτος έλεγχος των πραγματολογικών δεδομένων· θαυμαστή οικονομία στην ανάπτυξη της πλοκής συνδυασμένη με το τάλαντο της Χουρμουζιάδου να ονειροπολεί, να φαντάζεται, να δημιουργεί χαρακτήρες, παρακολουθώντας τη μοίρα τους και εκθέτοντας τον προσωπικό Γολγοθά τους. Σε μια εποχή που το πεζογραφικό εγχείρημα ολοένα πιο συχνά επιδίδεται σε μια πρόχειρη εξιστόρηση πολλαπλώς ασήμαντων και ανώδυνων μυθοπλαστικών συμβάντων, με ισχυρότατη ποιητική διαίσθηση και ενσυνείδητο καλλιτεχνικό μόχθο, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου συντηρεί τη φλόγα της πεζογραφικής παράδοσης ζωντανή.
Ε. ΚΟΤΖΙΑ, http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου