7-10-2011
Τελευταία έχω ξεχάσει επ' ονόματι ποίου σκοπού εργάζομαι. Ο ένας μού λέει ότι εργάζομαι για λόγους βιοποριστικούς. Δηλαδή αμείβομαι για να καλύπτω τις βιοτικές ανάγκες, τόσο τις δικές μου όσο και των οικείων μου. Μου φαίνεται κάπως φτηνό όμως αυτό και πρόστυχο, χωρίς να είναι ταγμένο σε κάποιον μεγάλο, ανώτερο σκοπό. Με το σκεπτικό αυτό, του λέω, σε τι διαφέρω από τις ''πολιτικές''; Βέβαια, εκείνες δίνουν σώμα, ενώ εγώ δίνω πιο πολύ πνεύμα. Ρε, το καταλαβαίνεις, μου κράζει πάλι εκείνος, αν δεν εργαζόσουνα δεν θα είχες ψωμί να φας... Πάω πάσο, του λέω, εργάζομαι για το ψωμί μου, το τυρί μου, το κρασί και τη μανέστρα μου, και τα εδέσματα όλων των άλλων. Δηλαδή με κάνεις κοιλιόδουλο; Όχι βέβαια, απαντά εκείνος, τα χρήματα που κερδίζεις διοχετεύονται και αλλού, και αρχίζει να μου αραδιάζει σπουδές, διασκεδάσεις, θέματα υγείας, διακοπές, ακίνητα κ.λπ. Ό,τι συνθέτει την ποικιλία του σύγχρονου τρόπου ζωής. Σκέπτομαι λοιπόν ότι εργαζόμενος ανταποκρίνομαι στις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής, κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν κι οι άλλοι, ακολουθώ τη μόδα, δεν είναι κακό. Αλλά πάλι, σκέπτομαι, η έννοια της εργασίας είναι υπεράνω εποχών, είναι υπεράνω μιας σύγχρονης μόδας - και τότε κάτι με ερεθίζει να ψάξω να βρω έναν πιο σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την εργασία και να κείται πάνω από την ύλη. Εν ολίγοις, δεν πείστηκα με αυτά που μου είπε αυτός ο ένας.
Πάω παρακάτω και βρίσκω έναν με άλλη άποψη: ''εργάζεσαι και μέσω της εργασίας σου προσφέρεις στο κοινωνικό σύνολο''. Δεν ξέρω τι με πιάνει όταν ακούω αυτή τη φράση (''κοινωνικό σύνολο''), μάλλον ένας δαίμονας ξεσπαθώνει. Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό σύνολο; Οι συμπολίτες σου. Μάλιστα. Δηλαδή εργαζόμενος εγώ βοηθώ τους συμπολίτες μου. Και τι σημαίνει ''συμπολίτης''; Ο συμπολίτης είναι ο διπλανός σου, ο συνάνθρωπός σου, κάτι σας δένει, διάολε, ανήκετε και οι δύο στο ίδιο σώμα, στην ίδια κοινωνία. Καλά, εγώ έχω μεσάνυχτα. Ούτε που κατάλαβα ποτέ πώς με βοηθούσε αυτός ο συμπολίτης μου, δεν ένιωσα το άγγιγμά του, δεν αισθάνθηκα την ανάσα του. Εγώ νόμιζα ότι ό,τι καταφέρνουμε στον κόσμο το καταφέρνουμε μόνοι μας, με τις δικές μας δυνάμεις, και δεν είδα ποτέ κανέναν συμπολίτη να μου τείνει χείρα βοηθείας. Κι αν, τον ρωτάω, ο συμπολίτης εργάζεται με άλλον σκοπό; Αν, ας πούμε, εργάζεται όχι για μένα, αλλά γι' αυτόν, για να σώσει το τομάρι του, για να πλουτίσει έναντι των αναγκών του που λέγαμε και παραπάνω, πώς ενωνόμαστε εφόσον οι σκοποί που υπηρετούμε διαφέρουν; Ε, τότε, δεν ταυτίζεσθε, μου λέει. Αλλά το αποτέλεσμα της εργασίας του φτάνει και σε σένα, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Μου είπε τόσες φορές πως δεν καταλαβαίνω και στο τέλος το πίστεψα και πραγματικά δεν κατάλαβα τι σόι προσφορά είναι αυτή που δίδει ο συμπολίτης στο κοινωνικό σύνολο. Κυρίως δεν κατάλαβα τι σόι ένωση είναι αυτή που λέμε ότι υπάρχει στο κοινωνικό σύνολο, που αν το παρατηρήσεις, αν το κοιτάξεις καλά καλά, μοιάζει αταίριαστο στα μέρη του, τα ετερόκλιτα και ετερόκλητα. Τελικά δεν πείστηκα ούτε από δαύτον.
Η μάνα μου λέει ότι η αξία της εργασίας εξαντλείται σε μας τους ίδιους, είναι η χαρά που εισπράττουμε εμείς οι ίδιοι πράττοντας και δημιουργώντας. Δεν τα λες άσχημα, ρε μάνα, της λέω. Αλλά όταν πάω στη δουλειά μου, βλέπω τους περισσότερους γύρω μου κατηφείς. Μήπως δεν εκφράζουν τη χαρά τους όταν βρίσκονται οι άλλοι γύρω και την κρατάνε μέσα τους από ντροπή ή σαν κάτι μυστικό; Μπας και δεν τους πρόσεξες καλά, με ρωτάει. Πώς δεν τους πρόσεξα, της αντιγυρίζω, είναι οι περισσότεροι βλοσυροί και αμίλητοι. Α, καλά, μου λέει, αυτό είναι το σύγχρονο ύφος του εργαζομένου: να είναι σοβαρός, προσγειωμένος, αξιοπρεπής κι αμίλητος. Είναι όμως έτσι και χαρούμενος; τη ρωτάω. Μέσα του, βρε βλαξ, την έχει τη χαρά, είναι ανάγκη να σ' τη δείξει; Είναι κρυφά χαρούμενος, κρυφοχαρούμενος, πώς λέμε κρυπτοχριστιανός; Είναι χαρούμενος γιατί εργάζεται σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, όπου όλα είναι εν τάξει, με άριστους συνεργάτες, γιατί όχι μόνο κάνει μια αποδοτική εργασία αλλά και αμείβεται ικανοποιητικά για αυτήν, διότι δεν στριμώχνεται μέσα στο ωράριό του, αλλά απελευθερωμένος από άλλες έγνοιες πολλές φορές το προσπερνάει και οδηγείται στην ολοκλήρωση των στόχων του. Πάνω απ' όλα αυτό κράτησε, έχει στόχους και τους επιτυγχάνει. Μάλλον η μάνα μου έχει μείνει με τα παλιά, δεν την κακολογώ, την κατανοώ. Θυμάται την εποχή της, τότε που όπως λέει όλοι στη φάμπρικα τρώγανε από την ίδια φραντζόλα. Τι να της αντιπαραθέσω από τα σημερινά; Την αφήνω στην άνοιά της και στην άγνοιά της. Για να μην τη συγχύσω, δεν της λέω τίποτε άλλο. Μέσα μου όμως, το λέω και το γνωρίζω, πάλι δεν έχω πειστεί, δεν πείστηκα ότι εργαζόμαστε για τη μυστική χαρά που μας καταλείπει μέρα με τη μέρα ο κόπος της εργασίας μας. Φαίνεται αυτό το δαιμόνιο της αμφιβολίας μου καλά δουλεύει ακόμη μέσα μου και δεν με αφήνει να παραδεχτώ και να ησυχάσω.
Ο φίλος μου ο Τάκης είναι λέει διεθνιστής. Τι σημαίνει διεθνιστής; Δεν του φτάνουν τα δικά μας βάσανα, όλο σκαλίζει και τα ξένα θέματα, το μάτι του γαρίδα τι γίνεται εκτός συνόρων, βλέπει κάπως οικουμενικά τα πράγματα στον κόσμο και ακολουθεί μια κοινή υπεράνω όλων γραμμή. Ρε κορόιδο, μου φωνάζει, για ποιον εργάζεσαι ακόμη δεν κατάλαβες; Για τους ξένους εργάζεσαι ρεεε! Ξύπνα, κοτόπουλο. Ποιους ξένους, ρε Τάκη; Ποιους ξένους; Αυτούς που μια ζωή περιτριγυρίζουν τη χώρα σου και τη λυμαίνονται. Μια στιγμή, ρε Τάκη, πού τους είδες εσύ αυτούς τους ξένους; Καλά, εσύ, παιδί μου, ζεις σε άλλον αιώνα. Βρε όρνιο, όταν απελευθερώθηκες ποιοι σε στήριξαν στα πρώτα σου βήματα; Οι τρεις ξένοι, αυτό το ξέρω. Ωραία, πάμε παρακάτω. Όταν οι Τουρκαλάδες σε κατατρόπωσαν σε 30 μέρες ποιοι σε σήκωσαν ματωμένο από το τερέν; Ήρθαν πάλι οι ξένοι και το κάνανε. Όταν ξεριζώθηκες από την Ανατολή, ποιοι νομίζεις ότι σε ξερίζωσαν; Έβαλαν το χεράκι τους κι αυτοί οι δαιμόνοι, δεν λέω. Είδες όμως ότι μετά σε έφτιαξαν, έτσι; Σε πιάσαν με κόλπα διπλωματικά και σε έγιαναν, σε κάθισαν καλά να μην πέσεις και με το άλλο χέρι δώσαν στους Τουρκαλάδες διπλή μερίδα. Έτσι ακούγεται και γράφεται. Και προχωράμε: μετά τον πόλεμο ποιος σε στήριξε οικονομικά; ποιος κούνησε τις φιγούρες στο πανί κι ήλθαν οι στρατηγοί; τι έγινε στο χρυσοπράσινο φύλλο του πελάγου; ακόμη ακόμη και κει έξω από την Κάλυμνο, σε ποιον, βρε όρνιο, πρόστρεξες για να μεσολαβήσει ειρηνικά; Έτσι όπως μου κοπανούσε τη μία ερώτηση μετά την άλλη, δεν είχα τρόπο ούτε χρόνο να αντιδράσω. Κατέβασα το κεφάλι και συγκατένευσα. Ωραία, οι ξένοι ήταν πίσω και μέσα σε όλα αυτά. Πού θες να καταλήξεις; Στο ότι παντού και πάντα οι απέξω κάνουν εδώ κουμάντο, απλώς εμείς δεν τους βλέπουμε, πολλές φορές όριζαν αόρατοι, σαν τα φαντάσματα που κυβερνάνε τις νύχτες μας. Ωραία, ας το δεχτώ κι αυτό. Και ποια σχέση έχουν όλα αυτά με την εργασία μου, τη δική μου εργασία; Μπουμπουνοκέφαλε, ξύπνα! Κι αυτήν την εργασία οι απέξω πλέον την ορίζουν. Σήκω, σου λένε, σηκώνεσαι, κάτσε, σου λένε, και κάθεσαι. Εάν θέλουν κουνώντας το δαχτυλάκι τους, σε διώχνουν, αν δείξεις καλή διαγωγή, σε κρατάνε. Εάν είσαι μικρός κι έχεις πλεμόνια, σε κρατούν, είσαι χρήσιμος, εάν όμως παραμεγαλώσεις και ασπρίσουν τα μαλλιά σου ιδού ο δρόμος σου, παππού. Εάν εργάζεσαι εντατικά και δεν χάνεις χρόνο, σε θέλουν, εάν χαζεύεις ή αφαιρείσαι, σου δείχνουν την θύρα εξόδου. Και τις αποδοχές σου, αυτοί τις κανονίζουν, το ωράριό σου, αυτοί το μορφώνουν. Το αν θα έχεις σπίτι ή θα κοιμάσαι στα παγκάκια, το αν θα κάνεις μπάνια το καλοκαίρι κι αν θα αναπαύεσαι, το αν θα αποφασίσεις να πανδρευθείς, να νοικοκυρευτείς, να κάνεις, να μεγαλώσεις παιδιά, αν θα μπορείς να θεραπεύεις τον εαυτό σου και τους άλλους, αν θα δύνασαι να γηροκομείς τους γονείς σου, αυτοί πια το αποφασίζουν. Έχουν μπει πλέον στο σπίτι σου και δεν τους έχεις πάρει χαμπάρι. Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες, που σου αφαιρούν και τα κινητά και τα ακίνητα ει δυνατόν, και τη ρόδα και την τσάντα, κι εσύ κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, στην κλίνη ενός άλλου αιώνα. Δηλαδή, ρε Τάκη, εργάζομαι κατά τας βουλάς τους; κάνω ό,τι αυτοί θέλουν; ο προορισμός μου είναι δική τους υπόθεση; η εργασία μου είναι στα χέρια μου ή στα χέρια τους; Εσύ, βρε όρνιο, είσαι το άσπρο άτι κι αυτοί οι αμαξηλάτες, ξύπνα! Όπου θέλουν σε πάνε, άλογο! Μα αν είναι έτσι, Τάκη, τότε δεν εργάζομαι ούτε για να βιοπορίζομαι όπως λέει μια ψυχή, ούτε για να προσφέρω στο σύνολο, όπως αντιλέγει κάποιος άλλος, ούτε για τη χαρά μου, που λέει κι η μανούλα μου. Εάν αληθεύουν όσα λέγεις, εργάζομαι για τις ξένες καμπάνες, τις ξένες φωνές, τους ξένους αφέντες. Είναι όμως αυτός ένας υψηλής πνοής σκοπός; Εάν λες αλήθεια, τότε αυτό δεν είναι εργασία, είναι εθελοδουλεία. Κι έτσι δηλαδή από δω και μπρος πρέπει να εργάζονται οι άνθρωποι; Υπακούοντας σε ένα ξένο σώμα κι όχι στη συνείδηση του εαυτού τους; Α, σήμερα πολύ με προβληματίζεις, κύριε Τάκη, πολλά μου ανατρέπεις. Βρε όρνιο, και ευχαριστώ να τους λες. Γιατί αυτοί αν θέλουν και πάλι, σου σφυρίζουν μιαν απόλυση και σε πετάνε στον δρόμο, κι όχι μόνο αυτό, και το σπίτι σου παίρνουν και τη ρόδα σου δημεύουν και δήμιοί σου γίνονται. Οπότε να λες κι ευχαριστώ να έχεις κάποια εργασία, και να τους σέβεσαι, να τους προσκυνάς, να τους υπολογίζεις. Αυτοί είναι αόρατοι κι όλα τα βλέπουν, μην νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνουν, έχουν μάτια μυστικά από πάνω σου και σε παρακολουθούν, και τη μύτη σου αν ξύνεις που λέει ο λόγος. Ξέρεις τι διάολοι είναι αυτοί;
Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο. Πήρα έναν δρόμο μακρινό και προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι τη ζωή μου όπως λέει ο Τάκης άλλοι την κουμαντάρουν, ότι μέσα στα χωράφια και στο σπίτι μου μπήκε ξένος επιστάτης και μας βιάζει ολοταχώς. Σαν θηλιά με κύκλωσε αυτή η ιδέα, μου έσφιγγε σαν τανάλια το στήθος, την καρδιά. Ποια χαρά; αναρωτιόμουνα. Ποια όρεξη; Ποιος σκοπός; Γίναμε δηλαδή κι εμείς ''πολιτικές'' που ό,τι βρεθεί μπροστά τους το δέχονται; που δεν λένε ποτέ όχι αρκεί να πέσει ο παράς; που η ζωή τους κανονίζεται από τις ορέξεις των άλλων;
Με τέτοιες σκέψεις πνιγηρές στάθηκα στο φανάρι. Δίπλα μου ένας κοστουμαρισμένος ομιλούσε στο κινητό του αγγλιστί. Τι του έλεγε, δεν προλάβαινα να καταλάβω. Μια ζωή στενοκέφαλος και αργοκίνητος. Μπουμπούνας, που λέει και ο Τάκης. Να αντιλαμβάνομαι τις μεγάλες αλήθειες όταν πια είναι αργά.
Και τώρα, άραγε, είναι αργά; Δεν αλλάζει πια;
Με κοίμισαν οι σκέψεις μου κι άναψε ο Σταμάτης. Στοπ!
Τελευταία έχω ξεχάσει επ' ονόματι ποίου σκοπού εργάζομαι. Ο ένας μού λέει ότι εργάζομαι για λόγους βιοποριστικούς. Δηλαδή αμείβομαι για να καλύπτω τις βιοτικές ανάγκες, τόσο τις δικές μου όσο και των οικείων μου. Μου φαίνεται κάπως φτηνό όμως αυτό και πρόστυχο, χωρίς να είναι ταγμένο σε κάποιον μεγάλο, ανώτερο σκοπό. Με το σκεπτικό αυτό, του λέω, σε τι διαφέρω από τις ''πολιτικές''; Βέβαια, εκείνες δίνουν σώμα, ενώ εγώ δίνω πιο πολύ πνεύμα. Ρε, το καταλαβαίνεις, μου κράζει πάλι εκείνος, αν δεν εργαζόσουνα δεν θα είχες ψωμί να φας... Πάω πάσο, του λέω, εργάζομαι για το ψωμί μου, το τυρί μου, το κρασί και τη μανέστρα μου, και τα εδέσματα όλων των άλλων. Δηλαδή με κάνεις κοιλιόδουλο; Όχι βέβαια, απαντά εκείνος, τα χρήματα που κερδίζεις διοχετεύονται και αλλού, και αρχίζει να μου αραδιάζει σπουδές, διασκεδάσεις, θέματα υγείας, διακοπές, ακίνητα κ.λπ. Ό,τι συνθέτει την ποικιλία του σύγχρονου τρόπου ζωής. Σκέπτομαι λοιπόν ότι εργαζόμενος ανταποκρίνομαι στις επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής, κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν κι οι άλλοι, ακολουθώ τη μόδα, δεν είναι κακό. Αλλά πάλι, σκέπτομαι, η έννοια της εργασίας είναι υπεράνω εποχών, είναι υπεράνω μιας σύγχρονης μόδας - και τότε κάτι με ερεθίζει να ψάξω να βρω έναν πιο σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την εργασία και να κείται πάνω από την ύλη. Εν ολίγοις, δεν πείστηκα με αυτά που μου είπε αυτός ο ένας.
Πάω παρακάτω και βρίσκω έναν με άλλη άποψη: ''εργάζεσαι και μέσω της εργασίας σου προσφέρεις στο κοινωνικό σύνολο''. Δεν ξέρω τι με πιάνει όταν ακούω αυτή τη φράση (''κοινωνικό σύνολο''), μάλλον ένας δαίμονας ξεσπαθώνει. Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό σύνολο; Οι συμπολίτες σου. Μάλιστα. Δηλαδή εργαζόμενος εγώ βοηθώ τους συμπολίτες μου. Και τι σημαίνει ''συμπολίτης''; Ο συμπολίτης είναι ο διπλανός σου, ο συνάνθρωπός σου, κάτι σας δένει, διάολε, ανήκετε και οι δύο στο ίδιο σώμα, στην ίδια κοινωνία. Καλά, εγώ έχω μεσάνυχτα. Ούτε που κατάλαβα ποτέ πώς με βοηθούσε αυτός ο συμπολίτης μου, δεν ένιωσα το άγγιγμά του, δεν αισθάνθηκα την ανάσα του. Εγώ νόμιζα ότι ό,τι καταφέρνουμε στον κόσμο το καταφέρνουμε μόνοι μας, με τις δικές μας δυνάμεις, και δεν είδα ποτέ κανέναν συμπολίτη να μου τείνει χείρα βοηθείας. Κι αν, τον ρωτάω, ο συμπολίτης εργάζεται με άλλον σκοπό; Αν, ας πούμε, εργάζεται όχι για μένα, αλλά γι' αυτόν, για να σώσει το τομάρι του, για να πλουτίσει έναντι των αναγκών του που λέγαμε και παραπάνω, πώς ενωνόμαστε εφόσον οι σκοποί που υπηρετούμε διαφέρουν; Ε, τότε, δεν ταυτίζεσθε, μου λέει. Αλλά το αποτέλεσμα της εργασίας του φτάνει και σε σένα, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Μου είπε τόσες φορές πως δεν καταλαβαίνω και στο τέλος το πίστεψα και πραγματικά δεν κατάλαβα τι σόι προσφορά είναι αυτή που δίδει ο συμπολίτης στο κοινωνικό σύνολο. Κυρίως δεν κατάλαβα τι σόι ένωση είναι αυτή που λέμε ότι υπάρχει στο κοινωνικό σύνολο, που αν το παρατηρήσεις, αν το κοιτάξεις καλά καλά, μοιάζει αταίριαστο στα μέρη του, τα ετερόκλιτα και ετερόκλητα. Τελικά δεν πείστηκα ούτε από δαύτον.
Η μάνα μου λέει ότι η αξία της εργασίας εξαντλείται σε μας τους ίδιους, είναι η χαρά που εισπράττουμε εμείς οι ίδιοι πράττοντας και δημιουργώντας. Δεν τα λες άσχημα, ρε μάνα, της λέω. Αλλά όταν πάω στη δουλειά μου, βλέπω τους περισσότερους γύρω μου κατηφείς. Μήπως δεν εκφράζουν τη χαρά τους όταν βρίσκονται οι άλλοι γύρω και την κρατάνε μέσα τους από ντροπή ή σαν κάτι μυστικό; Μπας και δεν τους πρόσεξες καλά, με ρωτάει. Πώς δεν τους πρόσεξα, της αντιγυρίζω, είναι οι περισσότεροι βλοσυροί και αμίλητοι. Α, καλά, μου λέει, αυτό είναι το σύγχρονο ύφος του εργαζομένου: να είναι σοβαρός, προσγειωμένος, αξιοπρεπής κι αμίλητος. Είναι όμως έτσι και χαρούμενος; τη ρωτάω. Μέσα του, βρε βλαξ, την έχει τη χαρά, είναι ανάγκη να σ' τη δείξει; Είναι κρυφά χαρούμενος, κρυφοχαρούμενος, πώς λέμε κρυπτοχριστιανός; Είναι χαρούμενος γιατί εργάζεται σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, όπου όλα είναι εν τάξει, με άριστους συνεργάτες, γιατί όχι μόνο κάνει μια αποδοτική εργασία αλλά και αμείβεται ικανοποιητικά για αυτήν, διότι δεν στριμώχνεται μέσα στο ωράριό του, αλλά απελευθερωμένος από άλλες έγνοιες πολλές φορές το προσπερνάει και οδηγείται στην ολοκλήρωση των στόχων του. Πάνω απ' όλα αυτό κράτησε, έχει στόχους και τους επιτυγχάνει. Μάλλον η μάνα μου έχει μείνει με τα παλιά, δεν την κακολογώ, την κατανοώ. Θυμάται την εποχή της, τότε που όπως λέει όλοι στη φάμπρικα τρώγανε από την ίδια φραντζόλα. Τι να της αντιπαραθέσω από τα σημερινά; Την αφήνω στην άνοιά της και στην άγνοιά της. Για να μην τη συγχύσω, δεν της λέω τίποτε άλλο. Μέσα μου όμως, το λέω και το γνωρίζω, πάλι δεν έχω πειστεί, δεν πείστηκα ότι εργαζόμαστε για τη μυστική χαρά που μας καταλείπει μέρα με τη μέρα ο κόπος της εργασίας μας. Φαίνεται αυτό το δαιμόνιο της αμφιβολίας μου καλά δουλεύει ακόμη μέσα μου και δεν με αφήνει να παραδεχτώ και να ησυχάσω.
Ο φίλος μου ο Τάκης είναι λέει διεθνιστής. Τι σημαίνει διεθνιστής; Δεν του φτάνουν τα δικά μας βάσανα, όλο σκαλίζει και τα ξένα θέματα, το μάτι του γαρίδα τι γίνεται εκτός συνόρων, βλέπει κάπως οικουμενικά τα πράγματα στον κόσμο και ακολουθεί μια κοινή υπεράνω όλων γραμμή. Ρε κορόιδο, μου φωνάζει, για ποιον εργάζεσαι ακόμη δεν κατάλαβες; Για τους ξένους εργάζεσαι ρεεε! Ξύπνα, κοτόπουλο. Ποιους ξένους, ρε Τάκη; Ποιους ξένους; Αυτούς που μια ζωή περιτριγυρίζουν τη χώρα σου και τη λυμαίνονται. Μια στιγμή, ρε Τάκη, πού τους είδες εσύ αυτούς τους ξένους; Καλά, εσύ, παιδί μου, ζεις σε άλλον αιώνα. Βρε όρνιο, όταν απελευθερώθηκες ποιοι σε στήριξαν στα πρώτα σου βήματα; Οι τρεις ξένοι, αυτό το ξέρω. Ωραία, πάμε παρακάτω. Όταν οι Τουρκαλάδες σε κατατρόπωσαν σε 30 μέρες ποιοι σε σήκωσαν ματωμένο από το τερέν; Ήρθαν πάλι οι ξένοι και το κάνανε. Όταν ξεριζώθηκες από την Ανατολή, ποιοι νομίζεις ότι σε ξερίζωσαν; Έβαλαν το χεράκι τους κι αυτοί οι δαιμόνοι, δεν λέω. Είδες όμως ότι μετά σε έφτιαξαν, έτσι; Σε πιάσαν με κόλπα διπλωματικά και σε έγιαναν, σε κάθισαν καλά να μην πέσεις και με το άλλο χέρι δώσαν στους Τουρκαλάδες διπλή μερίδα. Έτσι ακούγεται και γράφεται. Και προχωράμε: μετά τον πόλεμο ποιος σε στήριξε οικονομικά; ποιος κούνησε τις φιγούρες στο πανί κι ήλθαν οι στρατηγοί; τι έγινε στο χρυσοπράσινο φύλλο του πελάγου; ακόμη ακόμη και κει έξω από την Κάλυμνο, σε ποιον, βρε όρνιο, πρόστρεξες για να μεσολαβήσει ειρηνικά; Έτσι όπως μου κοπανούσε τη μία ερώτηση μετά την άλλη, δεν είχα τρόπο ούτε χρόνο να αντιδράσω. Κατέβασα το κεφάλι και συγκατένευσα. Ωραία, οι ξένοι ήταν πίσω και μέσα σε όλα αυτά. Πού θες να καταλήξεις; Στο ότι παντού και πάντα οι απέξω κάνουν εδώ κουμάντο, απλώς εμείς δεν τους βλέπουμε, πολλές φορές όριζαν αόρατοι, σαν τα φαντάσματα που κυβερνάνε τις νύχτες μας. Ωραία, ας το δεχτώ κι αυτό. Και ποια σχέση έχουν όλα αυτά με την εργασία μου, τη δική μου εργασία; Μπουμπουνοκέφαλε, ξύπνα! Κι αυτήν την εργασία οι απέξω πλέον την ορίζουν. Σήκω, σου λένε, σηκώνεσαι, κάτσε, σου λένε, και κάθεσαι. Εάν θέλουν κουνώντας το δαχτυλάκι τους, σε διώχνουν, αν δείξεις καλή διαγωγή, σε κρατάνε. Εάν είσαι μικρός κι έχεις πλεμόνια, σε κρατούν, είσαι χρήσιμος, εάν όμως παραμεγαλώσεις και ασπρίσουν τα μαλλιά σου ιδού ο δρόμος σου, παππού. Εάν εργάζεσαι εντατικά και δεν χάνεις χρόνο, σε θέλουν, εάν χαζεύεις ή αφαιρείσαι, σου δείχνουν την θύρα εξόδου. Και τις αποδοχές σου, αυτοί τις κανονίζουν, το ωράριό σου, αυτοί το μορφώνουν. Το αν θα έχεις σπίτι ή θα κοιμάσαι στα παγκάκια, το αν θα κάνεις μπάνια το καλοκαίρι κι αν θα αναπαύεσαι, το αν θα αποφασίσεις να πανδρευθείς, να νοικοκυρευτείς, να κάνεις, να μεγαλώσεις παιδιά, αν θα μπορείς να θεραπεύεις τον εαυτό σου και τους άλλους, αν θα δύνασαι να γηροκομείς τους γονείς σου, αυτοί πια το αποφασίζουν. Έχουν μπει πλέον στο σπίτι σου και δεν τους έχεις πάρει χαμπάρι. Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες, που σου αφαιρούν και τα κινητά και τα ακίνητα ει δυνατόν, και τη ρόδα και την τσάντα, κι εσύ κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, στην κλίνη ενός άλλου αιώνα. Δηλαδή, ρε Τάκη, εργάζομαι κατά τας βουλάς τους; κάνω ό,τι αυτοί θέλουν; ο προορισμός μου είναι δική τους υπόθεση; η εργασία μου είναι στα χέρια μου ή στα χέρια τους; Εσύ, βρε όρνιο, είσαι το άσπρο άτι κι αυτοί οι αμαξηλάτες, ξύπνα! Όπου θέλουν σε πάνε, άλογο! Μα αν είναι έτσι, Τάκη, τότε δεν εργάζομαι ούτε για να βιοπορίζομαι όπως λέει μια ψυχή, ούτε για να προσφέρω στο σύνολο, όπως αντιλέγει κάποιος άλλος, ούτε για τη χαρά μου, που λέει κι η μανούλα μου. Εάν αληθεύουν όσα λέγεις, εργάζομαι για τις ξένες καμπάνες, τις ξένες φωνές, τους ξένους αφέντες. Είναι όμως αυτός ένας υψηλής πνοής σκοπός; Εάν λες αλήθεια, τότε αυτό δεν είναι εργασία, είναι εθελοδουλεία. Κι έτσι δηλαδή από δω και μπρος πρέπει να εργάζονται οι άνθρωποι; Υπακούοντας σε ένα ξένο σώμα κι όχι στη συνείδηση του εαυτού τους; Α, σήμερα πολύ με προβληματίζεις, κύριε Τάκη, πολλά μου ανατρέπεις. Βρε όρνιο, και ευχαριστώ να τους λες. Γιατί αυτοί αν θέλουν και πάλι, σου σφυρίζουν μιαν απόλυση και σε πετάνε στον δρόμο, κι όχι μόνο αυτό, και το σπίτι σου παίρνουν και τη ρόδα σου δημεύουν και δήμιοί σου γίνονται. Οπότε να λες κι ευχαριστώ να έχεις κάποια εργασία, και να τους σέβεσαι, να τους προσκυνάς, να τους υπολογίζεις. Αυτοί είναι αόρατοι κι όλα τα βλέπουν, μην νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνουν, έχουν μάτια μυστικά από πάνω σου και σε παρακολουθούν, και τη μύτη σου αν ξύνεις που λέει ο λόγος. Ξέρεις τι διάολοι είναι αυτοί;
Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο. Πήρα έναν δρόμο μακρινό και προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι τη ζωή μου όπως λέει ο Τάκης άλλοι την κουμαντάρουν, ότι μέσα στα χωράφια και στο σπίτι μου μπήκε ξένος επιστάτης και μας βιάζει ολοταχώς. Σαν θηλιά με κύκλωσε αυτή η ιδέα, μου έσφιγγε σαν τανάλια το στήθος, την καρδιά. Ποια χαρά; αναρωτιόμουνα. Ποια όρεξη; Ποιος σκοπός; Γίναμε δηλαδή κι εμείς ''πολιτικές'' που ό,τι βρεθεί μπροστά τους το δέχονται; που δεν λένε ποτέ όχι αρκεί να πέσει ο παράς; που η ζωή τους κανονίζεται από τις ορέξεις των άλλων;
Με τέτοιες σκέψεις πνιγηρές στάθηκα στο φανάρι. Δίπλα μου ένας κοστουμαρισμένος ομιλούσε στο κινητό του αγγλιστί. Τι του έλεγε, δεν προλάβαινα να καταλάβω. Μια ζωή στενοκέφαλος και αργοκίνητος. Μπουμπούνας, που λέει και ο Τάκης. Να αντιλαμβάνομαι τις μεγάλες αλήθειες όταν πια είναι αργά.
Και τώρα, άραγε, είναι αργά; Δεν αλλάζει πια;
Με κοίμισαν οι σκέψεις μου κι άναψε ο Σταμάτης. Στοπ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου