18/2/12

Μετά την καταστροφή

18-2-2012

Αυτό που λέμε ''το κέντρο της πόλης'' τώρα πια με δυσκολία κανείς το ανέχεται παρά το θαυμάζει. Έχει καταντήσει ο πυρήνας μιας αρρώστιας που έρχεται και επανέρχεται. Εκεί περιμένει κανείς να συμβούν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα που πυροδοτούν σχόλια καυστικά και επαναλαμβάνουν κρίσεις περί του τέλματος στο οποίο κείται ο ντόπιος πολιτισμός μας και η αγωγή των νέων. Οι αρρώστιες αυτές σίγουρα είναι νεανικές, εφηβικές και μετεφηβικές, συνδρομητικές σε μια κουλτούρα που αγαπά την αντίδραση με τυφλή και νοσηρή τωόντι επιδοκιμασία του κακού. Λογική δεν υπάρχει όταν το κακό ξεκινά τη δράση του. Απλώς πρέπει κάπου να ξεσπάσει κι αυτό κάτι και κάπως να συμβολίζει μια μορφή εξουσίας ή υπεροψίας. Μεθυσμένος πάλι θα είσαι, που λέμε σε κάποιον όταν μιλά χωρίς ειρμό και οι λέξεις του είναι ασύνδετες. Καίω χωρίς να φοβάμαι ούτε τις Αρχές ούτε τον εαυτό μου, τέτοια πώρωση και κώφωση. Ρε μαλάκα, θα σου έλεγα, τι σου φταίνε τα ωραία κτήρια και οι καταστηματάρχες; Αλλά είπαμε, εδώ λογική εξήγηση δεν χωρεί. Το πύον είναι πύον κι αν δεν βγει από την κουφάλα του, ησυχία ο άρρωστος δεν βρίσκει. Τα συνθήματα στους τοίχους γράφουν "Ταξικό μίσος". Είμαι πτωχός και μισώ αυτούς που τα έχουν, άρα τους καίω το βιος. Αλλά εάν είμαι πλούσιος και μισώ τους κουρελήδες, λογικά θα πρέπει να τους κάψω τα βρόμικα ράκη με τα οποία ασχημίζουν την πλάση. Έλα όμως που οι έχοντες δεν πράττουν το ανάλογο και ίσον, έστω κι αν χίλιες φορές έχουν ζεματιστεί από τις συμμορίες της αλητείας. Εάν το έκαναν, τότε ο ταξικός αγώνας θα ήταν σκληρότερος. Υπάρχουν όντα που ομορφαίνουν τη φύση και όντα που ο διάολος τα σκόρπισε πάνω στη γη. Γεννήθηκαν για την καταστροφή, που λέει και το τραγούδι. Δεν ξέρω αν οι γαμημένες οικογένειές τους είναι εκείνες που πρέπει να λάβουν την ευθύνη για αυτά τα σπυριά που μολύνουν το σώμα της κοινωνίας, δεν ξέρω αν φταίνε επίσης οι ανύπαρκτοι και αδύναμοι παιδαγωγοί που δεν κατάφεραν να ισιώσουν αυτά τα στραβόξυλα, μάλλον πιο πάνω και από τους δυο είναι οι κωλοπαρέες, τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία αναπνέουν αυτοί οι μαύροι νεοσσοί του κακού, αυτοί οι πρέσβεις του πεζοδρομιακού χουλιγκανισμού που υπό άλλας συνθήκας θα είχαν αποβληθεί ή δεν θα είχαν καν θέση στο κοινωνικό σώμα. Μας φταίει και μας παραφταίει η ευαισθησία μας, μητρική και πατρική, η συγχωρητικότητά μας, η λεπταίσθητη αγωγή που έχουμε λάβει που δεχόμαστε να υπάρχουν γύρω μας προσδοκώντας τι; το ανέφικτο, ότι κάποια μέρα κι εκείνοι θα στρώσουν και θα ηρεμήσουν μέσα στο κοινωνικό τύμπανο. Κούνια που μας κούναγε. Αφού οι φυλακές δεν τους χωρούν, αφού οι κωλοπαρέες τους τούς υποστηρίζουν σε δικαστήρια και άλλες διαδικασίες, αφού προστάτες και δικηγόρους βρίσκουν για να σηκώσουν φωνή, αφού εδώ στην Ελλάδα χέρια δεν κόπτονται στο όνομα ενός μαλακού πολιτισμού, της μαλακίας δηλαδή, αφού εντέλει όλοι λίγο πολύ έχουμε καταραστεί το Κράτος για τα εγκλήματά του τα καθημερινά και ουσιαστικά έχουμε δώσει τροφή στα όντα, τα μικρόβια του περιθωρίου, ε, δεν θέλει και πολύ ώστε αυτά τα μικρόβια να βρίσκουν δρόμο και τρόπο ώστε να βασανίζουν την υγεία της καθημερινότητάς μας, προκαλώντας αναστάτωση και αγανάκτηση. Εκτός κι αν τους μάθαμε πια ώστε να μένουμε απαθείς σε οιαδήποτε νέα τους παράσταση, και κάπου δεν μας ενοχλεί γιατί το είχαμε θάλψει με τη φαντασία μας το επιγενόμενο κακό. Αφού η Ελλάς γίνεται Ασία στα εργατικά, γιατί δεν γίνεται Ιράν και στα ποινικά; Αφού η παιδεία ναυαγεί αδυνατώντας να χτίσει σε κάθε νέο το αίσθημα μιας θεμελιωμένης ευθύνης για τη θέση του στον κόσμο, μήπως η υπέρμετρη και παραδειγματικά αυστηρή ποινική δικαιοσύνη θα φέρει μια κάποια λύση; Αχ μωρέ, τα παιδάκια μας, θα πουν οι μάνες και οι οπαδοί των δικαιωμάτων θα αρχίσουν να κλαίνε. Εντάξει, πάνω από όλα η ακεραιότητα αυτών των όντων-ιών, αλλά η ακεραιότητα του υλικού μας πολιτισμού, η ακεραιότητα της περιουσίας των αθώων, η δική μας εντέλει ακεραιότητα δεν θα πρέπει κι αυτή να ομιλήσει ζητώντας τιμωρίες; Αφού δεν τραβάει το μαλακό, μήπως πρέπει η γλώσσα των νόμων να γίνει αυστηρή και μάλιστα τόσο ώστε να πατάσσει πάραυτα και με συνοπτικές διαδικασίες το ανθρώπινο εργαλείο της συμφοράς; Τα δυο σου χέρια πήρανε μάρμαρα και με δείρανε. Ε, τα δικά μου χέρια χέρια είναι και θέλουν κι αυτά κάπως να δράσουν, να μαλώσουν τα βρομόχερά σου τα αλγεινά, των βαρβάρων, των εγχώριων εχθρών κάθε είδους κάλλους. Έχει και ονοματεπώνυμο η πράξη αλλά και η τιμωρία. Τελικά γιατί μας φοβίζει η τιμωρία; Η τιμωρία δεν είναι δικαιοσύνη, δεν είναι μάθημα και πάθημα, δεν είναι λύτρωση, δεν είναι ιστορικό προηγούμενο, δεν είναι εφαρμογή των θεσμών, δεν είναι χαστούκι ευθύνης, δεν είναι ξύπνημα της τάξης, δεν είναι πρόληψη έναντι νέας βλάβης, δεν είναι εντοπισμός των ζιζανίων, δεν είναι αποκατάσταση εις το ορθό, δεν είναι νέο ξεκίνημα υγιούς ζωής, δεν είναι μια ανάσα των νουνεχών, δεν είναι μια δικαίωση της λογικής - τότε λοιπόν γιατί τη φοβόμαστε, γιατί την παραμερίζουμε αφήνοντας να πέσει στα μαλακά η άγρια νιότη που θα μας κάψει όλους;

Κατέβηκα στο κέντρο σαν επιθεωρητής του κακού. Συνεργεία μάζευαν άχρηστη ύλη μέσα στα αποκαΐδια. Γέμιζαν κάδους από χώμα και στάχτη. Οι στοές έγιναν στα μάτια όλων ακόμη πιο σκοτεινές. Στο δισκάδικο του Νίκου Ξυλούρη κάποιες κοπέλες καθάριζαν τα Σιντί μάλλον από σκόνες. Ξένοι εργάτες μάζευαν τη λέπρα την ίδια στιγμή που οι Πακιστανοί καροτσάκηδες εκμεταλλεύονταν το κακό για να πάρουν λάφυρα σίδερα και λιώσιμες ύλες. Τους ένιωσα σαν κοράκια, τους σιχάθηκα, που πάνε να βγάλουν χρήμα από το σώμα του νεκρού. Ένας παππούς μου κάποτε κάτι έφτιαξε μέσα στο Αττικόν (οροφογραφίες;) και συγκινήθηκα θυμούμενος τον πατέρα μου που μου τα'λεγε. Δίπλα ο Βασιλόπουλος πίσω από εργοταξιακό τείχος του. Θυμήθηκα την ωραία γαλοπούλα που μαγείρεψα τα Χριστούγεννα. Το σταντ του Ελευθερουδάκη μετράει πληγές, η βιτρίνα είναι κουκουλωμένη με επίδεσμο. Καταλήγω στον Γιαννάτο (πώς δεν κάηκε κι αυτός;) δίπλα σε Γερμανό και Νεοσέτ για να παραλάβω τη φωτογραφία μιας κοπέλας που αναχώρησε νωρίς, για καλό ήταν αυτό για κακό δεν ξέρω. Θα μπορούσα, σκέπτομαι, αυτή τη φωτογραφία να την έβρισκα μέσα σε άμορφες μάζες συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, μέσα σε καμένα ντουβάρια, μέσα σε σωρό που αδιάφορα κατανέμουν σε ασβεστωμένα καρότσια ξένοι εργάτες. Είναι η φωτογραφία μιας άλλης ζωής που δεν πρόκοψε, ενός άνθους που αρρώστησε στην ακμή της νιότης του. Φαίνεται πως η άγρια νιότη έχει ισχυρά αντισώματα, ενώ η ευαίσθητη προσβάλλεται πιο εύκολα.

Η ομορφιά είναι το μπουμπούκι, η βία είναι το παλούκι.

1 σχόλιο:

Χρήστος Αποστολόπουλος είπε...

Κατέβηκα κι εγώ στο κέντρο χθες (18 Φεβρ.) το πρωί. Όχι ακριβώς στα ίχνη των καταστροφών, αλλά πέριξ του πυρήνα τους – άλλωστε είναι σχεδόν αδύνατο να μην τα βρεις μπροστά σου. Κατέβηκα με αποκλειστικό σκοπό να μην πάω πέρα από τα απολύτως προκαθορισμένα σημεία ενδιαφέροντός μου (Αιόλου+Σταδίου γωνία, οδός Βουλής) και κατέληξα σε μια αυθόρμητη διευρυμένη βόλτα στην περίμετρο περίπου του ιστορικού εμπορικού κέντρου. Με παρέσυρε, ίσως, ο γλυκός χειμωνιάτικος ήλιος, με παρέσυρε και το ποτάμι των συμπολιτών Αθηναίων που είχαν κατέβει κι εκείνοι. Σαν ξαφνικά, για ένα πρωινό και μόνο, να είχαν, όχι εξαφανιστεί – αυτό θα ήταν αδύνατο – αλλά κρυφτεί στο περιθώριο όλα αυτά που έχουν δυσφημήσει δραματικά το κέντρο τα τελευταία 4-5 χρόνια. Πήγα μετά από χρόνια και αγόρασα χαλβά από το παντοπωλείο δίπλα στην κεντρική κρεαταγορά, αναζήτησα ένα παλιό δισκάδικο στην Ευριπίδου (και διαπίστωσα ότι μάλλον προσφάτως είχε κλείσει), αφέθηκα λίγο στις χαρακτηριστικές μυρουδιές αυτής της οδού, μετά ξαναπήρα την Αιόλου με τα όλο και πιο μοναξιασμένα κασμιράδικα και τα φτηνά υποδηματοπωλεία, έριξα μια ερευνητική ματιά στην (μοδάτη τελευταία, από ότι διαβάζω) Πλατεία Αγίας Ειρήνης κι ανηφόρισα την Ερμού, με ορατά δώθε κείθε κάποια σημάδια καταστροφών αλλά και με πολύ κόσμο στο διάβα μου, να σουλατσάρει και να ψωνίζει (ναι, ήταν πολλές οι γεμάτες σακούλες που έβλεπα), σε πείσμα όσων είχε δει στις οθόνες του πριν από μόλις έξι ημέρες, σε πείσμα ακόμα της ακατάσχετης εκατέρωθεν καταστροφολογίας. Αναρωτήθηκα ποια δύναμη ώθησε τόσο πολύ κόσμο να αγνοήσει τα πάρκινγκ και τα λοιπά θέλγητρα των αποστειρωμένων εμπορικών κέντρων και να κατέβει χθες στο κέντρο – μέχρι και σχετικό ρεπορτάζ στον ALPHA υπήρξε. Δεν είχε γίνει καν μέσα στην εβδομάδα κάποια έκκληση τύπου «όλοι ψωνίζουμε στο κέντρο» όπως το 2008. Θες η περιέργεια για την επόμενη μέρα των καταστροφών; Θες τα θέλγητρα των εκπτώσεων; Το κέντρο προσφέρει ακόμα, παρά τις πληγές του, μια εμπορική πολυμορφία που απουσιάζει στους περιχαρακωμένους ναούς των προαστίων – κι αυτό αντανακλάται, με λίγο ψάξιμο, και στις τιμές. Μπορεί και τα δυο προηγούμενα. Εγώ πιστεύω όμως και σε κάτι ακόμα. Αυτή η αυθόρμητη λαοθάλασσα που γέμιζε χθες γύρω στις 12.00-13.00 τους ιστορικούς δρόμους του εμπορίου ήταν η έμπρακτη απόδειξη της σημασίας που έχει το κέντρο για τη ζωή στην πόλη – άρα, και της σοβαρότητας του φαινομένου των (κατά καιρούς επαναλαμβανόμενων, δυστυχώς) καταστροφών σε αυτό. Πολλοί μέσα στην εβδομάδα που πέρασαν επιχείρησαν να υποβαθμίσουν τα γεγονότα αυτά, θεωρώντας ότι ωχριούν μπροστά σε όσα συνέβαιναν εντός της Βουλής ή και στον άμεσο περίγυρό της. Αν δούμε τη στενή ποσοτική διάσταση των πραγμάτων, έχουν δίκιο. Τα του μνημονίου προφανώς πλήττουν ή θα πλήξουν πολύ περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με τον αριθμό των εργοδοτών και εργαζομένων στους δρόμους της καταστροφής. Παραβλέπει, ωστόσο, αυτή η προσέγγιση το ειδικό βάρος ορισμένων πραγμάτων και εννοιών. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το αγαπάμε παρά την παρακμή του, είτε το αποφεύγουμε επειδή «φοβόμαστε» ή επειδή «δεν μπορούμε να παρκάρουμε», το κέντρο της πόλης είναι η άυλη αξία, το απόλυτο σημείο αναφοράς, χωρίς το οποίο η πόλη παύει να υπάρχει ως τέτοια και μετατρέπεται σε ένα άναρχο συνονθύλευμα αμέτρητων μικροκόσμων που ελάχιστα γνωρίζουν ή νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, σε μια συσσωμάτωση χωρίς καμιά ελπίδα και προοπτική.