Βγαίνουμε τρέχοντας από τη θύρα κινδύνου
Το φορείο τρεμοπαίζει απ' τ' αθέατα ανάγλυφα του αυλόγυρου
¨Νά το¨, του λέω. ¨Εμάς περιμένει¨
Ο οδηγός με γυρμένη την πλάτη καπνίζει ένα τσιγάρο, κι ο συνοδηγός έχει καρφώσει το βλέμμα στην τιβί του κυλικείου - έχει αγώνα, και το φάουλ έξω απ' την περιοχή δείχνει επικίνδυνο -
Βάζω το χέρι κάτω απ' το μπουφάν και το πιάνω - έχει παγώσει, αλλά εγώ το ζεσταίνω απ' την ορμή και την ανάσα μου
Ο άλλος πλησιάζει στον ΄΄κώλο΄΄ του οχήματος
Ανοίγει όλο βιάση τη συρόμενη θύρα (κινδύνου) την ώρα που εγώ το κολλάω του οδηγού στον κρόταφο τη στιγμή που γύρισε να δει ποιος άνοιξε τόσο βίαια τη θύρα
΄΄Βούλωσέ το΄΄ του λέω ψιθυριστά ΄΄κι έλα μαζί μου΄΄
Τον σπρώχνω προς το μέρος του άλλου και καρφώνοντάς του το στην κοιλιά βάζοντας το σώμα μου μπροστά στη σκηνή
Ο οδηγός έχει αλλάξει χίλια χρώματα. ΄΄Κάνε γρήγορα΄΄ του λέω - ανεβάζει το φορείο πάνω
Ο συνοδηγός καπνίζει μες στο κυλικείο κι ένα σύννεφο σηκώνεται πάνω απ' το ΄΄τρυπημένο΄΄ πρόσωπό του
΄΄Κάν' του νόημα να έλθει εδώ΄΄ λέω στον οδηγό και βυθίζω την κάννη μέσα στη σκληρή μεμβράνη του δέρματός του κάτω από τη λευκή φανέλα
Μια κοιτάζει εμένα, μια εκείνον
Εγώ γίνομαι σκιά πίσω απ' το μπουφάν του και ένα με τη νύχτα
Του φωνάζει μια - δυο φορές και δείχνει να μην ακούει
Στην τρίτη κοιτά για λίγο έξω απ' το θολό τζάμι με μιαν έκφραση του τύπου ΄΄μα τι ζητάει αυτός τώρα;΄΄
Βάζει τα τσιγάρα στο μπουφάν και κατεβαίνει βαριεστημένα από το σκαμπό
Έρχεται προς το μέρος μας με αργά βήματα, όλο άγνοια κι αθωότητα
Εμένα με κρύβει το όχημα κι ο σκοτεινός όγκος του οδηγού
΄΄Τι με φωνάζεις, ρε μαλ...΄΄ - και στο ΄΄μαλ...΄΄ πετάγομαι από πίσω και του το χώνω στο υπόστεγο του λαιμού του
΄΄Μπες μέσα γιατί σ' την άναψα΄΄. Σα σκυλί τον πάω ως την πόρτα του συνοδηγού και τον χώνω μέσα
Ο άλλος δείχνει να θέλει να σκαρφιστεί κάτι, αλλά δεν έχει το χρόνο και το θάρρος
Τον αρπάζω απ' το σγουρό μαλλί και του φωνάζω άγρια: ΄΄Μπες μέσα ρε πούστη και ξεκίνα αμέσως΄΄
Σκαρφαλώνω κι εγώ στο όχημα και ανοίγω το συρόμενο τζαμάκι πίσω από τους δυο τους: ΄΄Θα βγεις με χαμόγελο΄΄ του κάνω ΄΄αν θες να πας σπίτι σου απόψε΄΄
Δείχνει να συναινεί χωρίς να κουνάει την κεφαλή του
Οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν στο παρμπρίζ κι ο οδηγός πλησιάζει στην είσοδο
Κατεβάζει δειλά το τζάμι και λέει σ' έναν ασφαλίτη: ¨΄Εχω σήμα - θα βγω΄΄
Εκείνος σαν να κοντοστέκεται αλλά τελικά σηκώνει την μπάρα
΄΄Βάλε τη σειρήνα΄΄ του λέω αμείλικτα
Αρχίζει να βρέχει, το φορείο κλυδωνίζεται απ' τις λακκούβες κι η σειρήνα αρχίζει να ουρλιάζει
΄΄Κάτσε λίγο σκυφτά΄΄ του λέω του άλλου
Ο ασθενής κοιτάζει τα πιεσόμετρα και τις φιάλες οξυγόνου και μοιάζει να καταλαβαίνει ότι κάποια σκηνοθεσία γίνεται γύρω του
΄΄Μην κολλήσεις πουθενά΄΄ φωνάζω στον οδηγό και αφήνω το 45άρι σαν πουλί πάνω σε λευκό μαξιλάρι ν' αναπαυτεί
Η σειρήνα ουρλιάζει, όλοι κοιτούν μέσα στο φωτισμένο μας δωμάτιο, διακόπτουν τις φράσεις τους, σταυροκοπιούνται, καταριούνται την πόλη και την ασφυξία της συνύπαρξής μας, φαντάζονται το αίμα να τρέχει αφειδώς, να βάφει το μέταλλο, τον ασθενή να σπαράζει και να ταρακουνιέται σαν λεχώνα, οι αρτηρίες, σκέφτονται, πνίγεται το αίμα στις αρτηρίες;
Κυκλοφοριακή συμφόρηση, το τροχοφόρο σαν σαύρα χώνεται μέσα στις γραμμές των δρόμων για να βρει διέξοδο, το αίμα, φαντάζονται, πιέζει για να βρει το δρόμο του, η σειρήνα ουρλιάζει, το ψιλόβροχο δυναμώνει κι όπως έρχονται πλαγίως οι σταγόνες απ' το σκοτεινό ουρανό μοιάζουν να εκτοξεύονται από τη σπείρα του φωτός, στα αμάξια τους όλοι κοκκαλώνουν, με εξαίρεση ένα παιδάκι που παίζει στα δάκτυλά του ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι και του αρέσει ο ιλιγγιώδης ρυθμός
Ξαφνικά κοιτώντας πίσω στην ουρά της αλυσίδας, βλέπω ένα άλλο φωτάκι να χορεύει κυκλικά - η απόσταση δεν φέρνει ακόμη τον ήχο
Εκείνος απλώνει το χέρι και πιάνει έναν ορό - τον κρεμάει απ' τον ουρανό του οχήματος για να γίνει πιστευτός ως συνοδός
Ο ασθενής δεν καταλαβαίνει το νόημα, αλλά τον καθησυχάζω χτυπώντας τον στον ώμο
Γυρνώ τα νώτα μου στους μπροστινούς μου και ανοίγω το πλευρικό τζαμάκι για να έχω θέα του έξω (΄΄αν μας πλευρίσει το μπατσικό΄΄, λέω μέσα μου, ΄΄θα τη φάνε στο κεφάλι΄΄)
Βγάζω λίγο το χέρι έξω και κρύβω το θηρίο πίσω από το μέταλλο σαν τοιχάκι
Ξαγνικά στον 2ο όροφο μιας πολυκατοικίας ένας πιτσιρικάς ντυμένος καουμπόης με βλέπει και με σημαδεύει με ένα πλαστικό περίστροφο
Πνίγω ένα γέλιο μέσα μου υπό την επήρεια της βροχής
Τώρα το μπατσικό έχει πλησιάσει και με ΄΄πιάνει΄΄ η δική του ασθενικότερη σειρήνα - το οπλίζω έτοιμος για όλα
Του ανοίγουν κι αυτού δρόμο και μας φτάνει, αλλά έρχεται από την άλλη πλευρά, και φτάνει στο ύψος μας
΄΄Σανίδωσέ το΄΄ του λέω του οδηγού ΄΄γιατί θα σε τελειώσω΄΄
Αυτός με έναν δεξί ελιγμό μπαίνει στη λεωφορειολωρίδα και χάνεται προς στιγμήν από το μπατσικό
΄΄Αν μας ακολουθήσουν΄΄ λέω στον άλλον ΄΄θα τους ρίξω από πίσω΄΄
Ο άλλος βλέπει το μπατσικό να γίνεται κι αυτό σαύρα και να μπαίνει στην ειδική λωρίδα
΄΄Μας καταδιώκουν΄΄ μου λέει
΄΄Θα γίνει μάχη΄΄ του λέω αποφασιστικά και βάζω λίγο πλάγια το φορείο σαν οδόστρωμα κι εγώ κρύβομαι πίσω απ' το σώμα του ασθενούς
Γυρνά και με κοιτάζει όλος απορία και μια φλέβα τεντώνεται - ΄΄κοιμήσου΄΄ του λέω ΄΄καλά πάμε΄΄
Το μπατσικό μάς πλησιάζει
Ξαφνικά ο συνοδηγός βροντάει μέσα απ' τη σιωπή του: ΄΄΄Ωχου, έγινε μεγάλη τράκα, ρε΄΄
Γυρνώ και βλέπω μια μηχανή πεσμένη μπροστά μας στη λωρίδα, ένα κουφάρι να βρέχεται δίπλα στα σίδερα και μια γυναίκα να τραβάει τα μαλλιά της βγαίνοντας από ένα ταξί
΄΄Μας καταδιώκουν΄΄ μου κάνει ο άλλος
Μας καταδιώκουν πολλά
Μας καταδιώκει ο Χρόνος
Το αίμα μάς καταδιώκει
Το αίμα που βάφει το μέταλλο
Το αίμα πάνω στο σίδερο,
που πνίγεται στις αρτηρίες,
που ξεπηδά ζεστό από τη βρύση του σώματος,
που λερώνει τα σεντόνια,
που σφυρίζει στο θάνατο,
που τ' αγκυλώνει η βελόνα,
που τεντώνεται στη φλέβα,
που ερυθραίνει το μέτωπο,
που τυλίγεται στους επιδέσμους,
που στάζει στα ρολόγια των χειρουργείων,
που κάνει κόκκινους σταυρούς,
που κυλάει σαν ποτάμι στα μάτια,
που φλογίζει τα χείλη,
που σκάει σαν μπαλόνι μέσα στον στόμαχο,
που με σίγουρες πινελιές κλέβει τη φωνή,
που λιμνάζει στο οδόστρωμα,
που μπολιάζεται με τη βροχή
΄΄Άσ' το, κατάλαβα΄΄ του λέω ΄΄Έρχονται για την τράκα΄΄
Ανοίγω το θυράκι και λέω σεμνά στον οδηγό: ΄΄Θα σταματήσετε μπροστά απ' τη μηχανή και θα βγείτε έξω να δείτε τι συμβαίνει΄΄
Σταματούν και βγαίνουν έξω, την ώρα που χώνοντας το μέταλλο στο μπουφάν χυμάω έξω και μπαίνω 'γω στη θέση του οδηγού
Κατεβάζω το διακόπτη και φιμώνω τη σειρήνα
Βάζω μπρος και με ελάχιστη ταχύτητα απομακρύνομαι στα κλεφτά - πίσω μας ένα ασυνάρτητο πλήθος οδηγών, διαβατών, γυναίκες που ουρλιάζουν, ένας τύπος έχει σκύψει πάνω στον μοτοσικλετιστή και τον ψαύει μηχανικά, πίσω μας ένα τείχος που σταματά αναγκαστικά το μπατσικό με τους πρωτάρηδες ευθυτενείς αστυνόμους, άρτι αποφοιτήσαντες
Χανόμαστε στη μεγάλη λεωφόρο που ανοίγεται μπροστά μας απέραντη και χωρίς εμπόδια λόγω του ΄΄τείχους΄΄
Ο ασθενής έχει ανασηκωθεί δοκιμάζοντας τον αυχένα του. ΄΄Πού πάμε;΄΄ ρωτά. ΄΄Τι συμβαίνει;΄΄
΄΄Είμασταν στην Κόλαση και πάμε στον Παράδεισο΄΄ του φωνάζω από μπροστά κι ανοίγω ασυναίσθητα το ράδιο.
Ακούγεται η Αφροδίτη Μάνου απ' τα παλιά: ΄΄...ακούω δυνατά τζαζ-ροκ με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου κι εσύ φρενάρεις, με κοιτάζεις και...΄΄.
Ακολουθώ τους στίχους. Ανεβάζω το τζάμι. Κλείνω τους υαλοκαθαριστήρες.
Και αυτομάτως
και αυτομάτως με πιάνει ένα γέλιο βαθύ,
ένα γέλιο ασταμάτητο,
ένα γέλιο που πάει το αίμα στη θέση του.
΄΄Ο πιτσιρικάς΄΄ λέω, ΄΄ένας πιτσιρικάς με σημάδευε. Ένας πιτσιρικάς΄΄.
Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχα...
Και το γέλιο
και το γέλιο να πηδάει ασταμάτητο.