(Περπατάτε. Λύστε σταυρόλεξα. -Πότε έγινε η μάχη του Ελ Αλαμέιν; Ο εγκέφαλός μας είναι λαβύρινθος. Αριάδνη, πού είσαι, κόρη μου; Γιατί μου πήρες το μίτο μου και δεν βλέπω μες στο σκοτάδι;)
...Πού να σ' τα λέω, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Εκεί που έβλεπα τηλεόραση μπαίνουν ξαφνικά στη σάλα οι δυο νοσοκόμες που είχαμε στο νοσοκομείο και με πλησιάζουν χαμογελώντας απειλητικά.
Τι θέλετε, τους λέω. Θα σε πάρουμε, μου κάνουν. Για πού; Θα πρέπει να σε κάνουμε μπάνιο. Έχεις να κάνεις μια βδομάδα. Δεν πάω πουθενά, τους λέω. Εγώ βλέπω τον Μικρούτσικο. Οι παλιοσκρόφες ούτε που με άκουσαν. Έρχονται και με πιάνουν από τις μασχάλες και με τη βία με σέρνουν προς τα έξω. Φώναζα, ούρλιαζα, δεν αντέδρασε κανείς. Ούτε η κυρα-Μοσχούλα, που σίγουρα με άκουσε, γιατί τηγάνιζε πατάτες και μου' ρχόταν στα ρουθούνια η τηγανίλα. Με πήραν που λες οι παλιοσκρόφες και με πήγαν στην ταράτσα. Και χωρίς να το πολυσκεφτούν, άρχισαν να με γδύνουν. Ούρλιαζα, φώναζα, χαμπάρι δεν έπαιρνε κανείς. Αφού με έγδυσαν με βάλαν κάτω από την ντουζιέρα. Και να τρέχει ένα νερό κρύο πάνω μου, τουρτούρισα. Άρχισα να τις βρίζω αλλά εκείνες τον σκοπό τους. Η μία με πασάλειβε με πράσινο σαπούνι, πρέπει να το βρήκε στην αποθήκη μας, αλλά πώς άνοιξε αφού δεν είχε κλειδί; Μυστήριον, Κύριέ μου. Η άλλη, δε, άπλωνε ένα ροζ υγρό πάνω στα αχαμνά μου.. Τι κάνεις μωρή της λέω. Θα με κάνεις ρεζίλι σ' όλη τη γειτονιά. Θα φωνάξω την αστυνομία να σε πάρει μέσα. Παλιοπουτάνα, της φώναζα. Ακούς τι έκανε; Έχυνε ένα ροζ υγρό πάνω στ' αχαμνά μου. Τι κάνεις μωρή της λέω. Θα με κάνεις ρεζίλι σ' όλη τη γειτονιά. Ήταν εκείνη η ξανθομάλλα η ξεπλυμένη που ήταν στο νοσοκομείο. Εκείνη που μου έβαζε και έβγαζε τους ορούς κάθε τρεις ώρες. Ευτυχώς από τις πολλές φωνές, άκουσε ο πάππος σου ο Ανέστης. Να' σαι καλά ρε Ανέστη, με γλίτωσες από αυτές τις σκρόφες. Ανοίγει την πόρτα του πλυσταριού και βλέπει να με πασπατεύουν. Αφήστε την κάτω, φωνάζει. Που χορτάρι να πιάνει και χρυσάφι να γίνεται. Τις πλησιάζει αποφασιστικά και ρίχνει στη μία μια κλοτσιά στον κώλο που ούτε ξανατόλμησε να με ξαναπειράξει. Η άλλη όμως πήγε να του βγάλει γλώσσα. Αρπάζει κι αυτή ένα μπερντάχι και έφυγε σαν το διάολο. Με βλέπει ο Ανέστης γυμνή, ντύσου μου λέει, σε βλέπουν τσίτσιδη οι απέναντι. Άλλες λέρες κι αυτοί. Ξέρεις τι κάνουν οι απέναντι; Έχουν στήσει ένα τηλεσκόπιο κι όταν πάω να πλυθώ στο μπάνιο, με κοιτάζουν με τα κυάλια για να απολαύσουν το μεγάλο θέαμα. Ακούς τι κάνουν; Έχουν στήσει ένα τηλεσκόπιο κι όταν πάω να πλυθώ στο μπάνιο, με κοιτάζουν με τα κυάλια για να απολαύσουν το μεγάλο θέαμα.
Ντύσου μου λέει. Σε κατασκοπεύουν οι απέναντι. Πού να ντυθώ; Δεν είχα τίποτα να βάλω. Ευτυχώς είχα απλώσει κάτι σεντόνια να στεγνώσουν, μου τα κατούρησε η κόρη σου, γιατί έχουν ανοίξει φαίνεται τα νεφρά της κι όλο κατουράει το βράδυ στο κρεβάτι. Αλλά φταις κι εσύ γιατί κάθε βράδυ της δίνεις κόκα-κόλα. Κι εγώ σ' το έλεγα, βλάπτει η κόκα-κόλα. Σαν ξυράφι κόβει το στομάχι. Αλλά εσύ πού ν' ακούσεις. Κάνεις τα δικά σου. Δεν θυμάσαι ότι ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας; Ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας. Ακούς εκεί οι παλιοσκρόφες. Θέλαν να με ποτίσουν κόκα-κόλα. Η μία μάλιστα ξέρεις τι έκανε; Μου έριχνε κόκα-κόλα πάνω στ' αχαμνά μου. Τι κάνεις εκεί μωρή, της λέω. Θες να με λερώσεις; Κι είμαι κι ολοκάθαρη. Ήθελε να με λερώσει για να με βάλει μετά να γδυθώ και να κάνω μπάνιο για να με βλέπουν οι απέναντι. Μπανιστήρι δηλαδή. Έχουμε φτάσει στο σημείο οι νοσοκόμες να κάνουν μπανιστήρι. Τ' ακούς; Να που φτάσαμε. Αλλά φταις κι εσύ γιατί αντί να τις διώξεις, τους προσφέρεις σοκολατάκια. Γιατί να τους τρατάρεις σοκολατάκια; Σε τράταραν αυτές; Που αν πας στο σπίτι τους, δεν έχουν ούτε γλειφιτζούρι. Τελικά που λες βρήκα ένα σεντόνι και το έριξα πάνω μου, γιατί αλλιώς θα πάθαινα καμιά πνευμονία και θα με είχατε πάλι στο νοσοκομείο με αυτές τις μέγαιρες. Που να βγάλουν σπυριά στη γλώσσα και φλύκταινες στο δέρμα. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Τα μαρτύρια του Χριστού. Κι αυτός ο Ανέστης τι σόι άντρας είναι; Ανδρείκελο. Δεν μπορεί να κάνει καλά δυο νοσοκόμες; Τις έβλεπε και καθόταν με την ουρά στα σκέλια. Τι τις φοβάσαι ρε, του φωνάζω. Όρμα τους να φύγουν σαν τις κότες. Που μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ μες στο ρέμα κι ακούω τα βατράχια να με κοροϊδεύουν με τα κοάξ κοάξ τους. Κι είχε ένα φεγγάρι χθες το βράδυ, όλο μίσος. Τα καλάμια να θροΐζουν, τα βατράχια να με διαπομπεύουν κι αυτές οι σκρόφες να μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ και να λένε ότι θα με κάνουν μπάνιο στο ποτάμι. Βρε, τους λέω, εδώ δεν κάνουμε μπάνιο, εδώ μόνο πλένουμε τα λευκόρουχα και τα σεντόνια. Κι ευτυχώς που είχα κάτι σεντόνια μαζί μου, ξέρεις αυτά που κατούρησε η κόρη σου χθες το βράδυ, και τους τα έδωσα να τα πλύνουν. Τελικά, να μην σ' τα πολυλογώ, πέρασε ο Ανέστης ο ταβερνιάρης και μου' φερε λίγο τσίπουρο να ζεσταθώ. Πίνω γω και ανάβει φωτιά όλο το κορμί μου. Αυτός είναι άντρας, λέω μέσα μου. Όχι ο άντρας σου, που δεν ξέρει να φτιάχνει ούτε μια πατάτα τηγανητή, κι όλο φωνάζει τη Μοσχούλα να τις τηγανίσει. Βρε, του λέω, η Μοσχούλα είναι για άλλη δουλειά, δεν τηγανίζει πατάτες. Για δες, τώρα που το λέω, ψήθηκαν τα παϊδάκια; Γιατί τα έβαλα στις εννιά και πρέπει να το κλείσω. Για τράβα δες, γιατί έχουν περάσει δυο ώρες και θα'χουν γίνει κάρβουνο τα παϊδάκια. Κι ύστερα θα'ρθει η κόρη σου η πολυχρονεμένη και θα μου λέει, γιαγιά, δεν τρώγονται τα παϊδάκια, κι οι πατάτες είναι μαύρες. Τέτοια κάνει η μικρή και μετά φεύγει απ' το τραπέζι και ανοίγοντας το ψυγείο αρπάζει όλο κάτι παλιοαναψυκτικά, κόκα-κόλες και φάντες. Πίνει πίνει και μετά να μια κατρούλα στο κρεβάτι. Κι ύστερα γω η βαριόμοιρη να πάρω τα σεντόνια να τα πάω στο ποτάμι να τα πλύνω. Τα μαρτύρια του Χριστού περνά η μάνα σου, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου