Το 1936 απεβίωσε ο παλαιός δικηγόρος και μετέπειτα πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου και φέτος, εν έτει 2009, επισκεφθήκαμε οικογενειακώς και δη για πρώτη φορά το Λεβίδι Αρκαδίας. Το κατάλυμά μας έκειτο επί ενός καλοστρωμένου ανηφορικού δρόμου, ο οποίος περνώντας ξυστά δίπλα από την κεντρική πλατεία του χωριού οδηγεί προς το βουνό, ένα βουνό πυκνόφυτο, του οποίου η κόμη αποτελείται από περήφανα έλατα. Πρέπει να έχει παρέλθει μεγάλη απόστασις χρόνου από την τελευταία μας επίσκεψη σε ηπειρωτικό χωριό, διότι η συνάντησις με τις συνήθεις εικόνες της εκεί καθημερινότητας προκαλούσαν τσιμπήματα εκπλήξεως. Για παράδειγμα, το εωθινό λάλημα του πετεινού, ο προγραμματισμένος ήχος της καμπάνας ανά μισή και μία ώρα, η μυρωδιά που αναδυόταν από καμένο ξύλο τζακιού, ένα σύννεφο πρωινής ομίχλης που έκρυψε το βουνό, η συμπεριφορά ενός κεραμιδόγατου, οι άνθρωποι του δημαρχείου, το ψωμί που έβγαζε ο παραδοσιακός φούρνος, η πέτρα και το κεραμίδι των σπιτιών, η γαλήνη του πρωινού, το να ομιλούν οι σύνοικοι φωναχτά και από απόσταση επί του ίδιου δρόμου και η δημόσια συνεννόησή τους να είναι σαν τραγούδι, μια παλιά γυναίκα που τίναζε τα καλύμματα και τη φλοκάτη, τάιζε τις κότες και μάζευε τα κάρβουνα για τη φωτιά κ.λπ. Για να φαντασθείτε πόσο βαθιά έχουν φωλιάσει μέσα μας οι εικόνες του άστεως, βαδίζοντας προς το κατάλυμά μας αντικρίσαμε ένα έλατο και μας πήρε ορισμένα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσουμε ότι το εν λόγω (στολισμένο και φωτισμένο) έλατο δεν βρίσκεται σε προθήκη εμπορικού καταστήματος των Αθηνών, αλλά είναι φυσικό, γνήσιο, αληθινό.
Δίπλα και πίσω από το δημαρχείο του χωριού, ετοιμάζεται η έκθεση προσωπικών αντικειμένων, εγγράφων και επίπλων του παλαιού πολιτικού. Ένας καλοσυνάτος υπάλληλος μού άνοιξε το καινούριο μέγαρο και μου επέτρεψε να βιντεοσκοπήσω. Εδώ το γραφείο του, εκεί οι βιβλιοθήκες του, σε μπλε σακούλες τα παλαιά δερματόδετα βιβλία εποχής, σε χαρτονένια κουτιά τα έγγραφα κ.λπ. Πολλά για την τιμή και δόξα του πρέπει να έχει κάνει αυτή η κα Λοπρέστη, που γράφει και η πλάκα. Ο υπάλληλος μού λέγει ότι το αρχείο του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ποιος να το πιάσει, σκέφτομαι σαρκαστικά. Ανοίγοντας το βιβλίο με τους λόγους του, μπαίνω στην Ελλάδα του 1910 και εξής, με τους αδικαίωτους ακτήμονες της Θεσσαλίας, το μόνιμο πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος και ειδικά το ζήτημα του ΄΄ποιος κάθεται σε ποιο πόστο και ποιος τον επέλεξε΄΄, τη φορολογική πολιτική που βασανίζει όπως και σήμερα κ.λπ. Οι χρόνοι αλλάζουν, αλλά πόσο άραγε αλλάζουν οι χαρακτήρες των εθνών; Κάτω στην πλατεία, το βαθυπράσινο χάλκινο άγαλμα του ανδρός μοιράζει τη μοναξιά του με έναν παλιό αγωνιστή του ΄21 και από μπροστά μια αλυσίδα από μοντέρνα αυτοκίνητα, τζιπάκια και άλλα επιβάλλοντα παίρνουν το δρόμο για τη Βυτίνα. Εδώ πωλούνται όχι πάσης φύσεως υλικά, αλλά παραδοσιακά προϊόντα, τυριά και μέλι ελατόδασους, τραχανάς και ζυμαρικά. Τα παιδιά παίζουν με τα κινητά τους στα πίσω καθίσματα και σίγουρα χεσμένη την έχουν τη γριούλα με την μπόλια που σκύβει πάνω απ' το χόρτο. Ο χειμερινός τουρισμός είναι η λειτουργία της χωριάτικης ταβέρνας, με το φρέσκο τζατζίκι, τον αλανιάρη κόκκορα και το ραδίκι, και τον Αθηναίο του Ψυχικού με τη Λακόστ μπλουζίτσα να λέει συγκαταβατικά ΄΄Ωραίο χόρτο΄΄ και να γκρινιάζει που θα πληρώσει άλλα 6 ευρώ στα διόδια μέχρι να δει οψέποτε το αχνίζον πέος της Χαλυβουργικής. Την ίδια ώρα κοστουμαρισμένοι γιάπηδες των Βρυξελλών μπήκαν στο σπίτι μας και μας κάνουν συστάσεις. ΄΄Ζήστε με 700 ευρώ΄΄, λέει η φυλλάδα ότι λεν οι γιάπηδες. ΄΄150 ευρώ... Πολλά είναι, που λέει κι ο Παπαδιαμάντης. 100 μου φτάνουν΄΄. Που σημαίνει ότι ζώντας στο χωριό μαθαίνεις να περνάς τον βίο σου και με τα ολίγα που σου δίδονται, όρος ωστόσο που βοηθά στην ανάπτυξη βαθιών και ουσιαστικών σχέσεων. Αντί για ηλεκτρονικό ξυπνητήρι, η υπόφυση και η φύση του πετεινού, αντί για σούπερ ρολόι ελβετικό, ο αλησμόνητος χτύπος της καμπάνας, αντί για τους Τζίνο και Ντίνο, ένας μεσόκοπος μπαρμπέρης, που βαστάει ακόμη. Μ' ένα λεπίδι, στο Λεβίδι.
Δίπλα και πίσω από το δημαρχείο του χωριού, ετοιμάζεται η έκθεση προσωπικών αντικειμένων, εγγράφων και επίπλων του παλαιού πολιτικού. Ένας καλοσυνάτος υπάλληλος μού άνοιξε το καινούριο μέγαρο και μου επέτρεψε να βιντεοσκοπήσω. Εδώ το γραφείο του, εκεί οι βιβλιοθήκες του, σε μπλε σακούλες τα παλαιά δερματόδετα βιβλία εποχής, σε χαρτονένια κουτιά τα έγγραφα κ.λπ. Πολλά για την τιμή και δόξα του πρέπει να έχει κάνει αυτή η κα Λοπρέστη, που γράφει και η πλάκα. Ο υπάλληλος μού λέγει ότι το αρχείο του βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ποιος να το πιάσει, σκέφτομαι σαρκαστικά. Ανοίγοντας το βιβλίο με τους λόγους του, μπαίνω στην Ελλάδα του 1910 και εξής, με τους αδικαίωτους ακτήμονες της Θεσσαλίας, το μόνιμο πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος και ειδικά το ζήτημα του ΄΄ποιος κάθεται σε ποιο πόστο και ποιος τον επέλεξε΄΄, τη φορολογική πολιτική που βασανίζει όπως και σήμερα κ.λπ. Οι χρόνοι αλλάζουν, αλλά πόσο άραγε αλλάζουν οι χαρακτήρες των εθνών; Κάτω στην πλατεία, το βαθυπράσινο χάλκινο άγαλμα του ανδρός μοιράζει τη μοναξιά του με έναν παλιό αγωνιστή του ΄21 και από μπροστά μια αλυσίδα από μοντέρνα αυτοκίνητα, τζιπάκια και άλλα επιβάλλοντα παίρνουν το δρόμο για τη Βυτίνα. Εδώ πωλούνται όχι πάσης φύσεως υλικά, αλλά παραδοσιακά προϊόντα, τυριά και μέλι ελατόδασους, τραχανάς και ζυμαρικά. Τα παιδιά παίζουν με τα κινητά τους στα πίσω καθίσματα και σίγουρα χεσμένη την έχουν τη γριούλα με την μπόλια που σκύβει πάνω απ' το χόρτο. Ο χειμερινός τουρισμός είναι η λειτουργία της χωριάτικης ταβέρνας, με το φρέσκο τζατζίκι, τον αλανιάρη κόκκορα και το ραδίκι, και τον Αθηναίο του Ψυχικού με τη Λακόστ μπλουζίτσα να λέει συγκαταβατικά ΄΄Ωραίο χόρτο΄΄ και να γκρινιάζει που θα πληρώσει άλλα 6 ευρώ στα διόδια μέχρι να δει οψέποτε το αχνίζον πέος της Χαλυβουργικής. Την ίδια ώρα κοστουμαρισμένοι γιάπηδες των Βρυξελλών μπήκαν στο σπίτι μας και μας κάνουν συστάσεις. ΄΄Ζήστε με 700 ευρώ΄΄, λέει η φυλλάδα ότι λεν οι γιάπηδες. ΄΄150 ευρώ... Πολλά είναι, που λέει κι ο Παπαδιαμάντης. 100 μου φτάνουν΄΄. Που σημαίνει ότι ζώντας στο χωριό μαθαίνεις να περνάς τον βίο σου και με τα ολίγα που σου δίδονται, όρος ωστόσο που βοηθά στην ανάπτυξη βαθιών και ουσιαστικών σχέσεων. Αντί για ηλεκτρονικό ξυπνητήρι, η υπόφυση και η φύση του πετεινού, αντί για σούπερ ρολόι ελβετικό, ο αλησμόνητος χτύπος της καμπάνας, αντί για τους Τζίνο και Ντίνο, ένας μεσόκοπος μπαρμπέρης, που βαστάει ακόμη. Μ' ένα λεπίδι, στο Λεβίδι.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο Πέτρο! Περιγραφική δεινότης και εύστοχα σχόλια. Και εκείνο το "αχνίζον πέος της Χαλυβουργικής", τι εντυπωσιακή σύλληψη!
Δημοσίευση σχολίου