26/2/10

Φωνάζει ο κλέφτης

Τις τελευταίες μέρες βομβαρδίζομαι από μέιλ που το περιεχόμενό τους εν ολίγοις είναι ότι οι κακοί Γερμανοί βρίζουν τους Έλληνες και από εκεί που μας χρωστάνε πολεμικές αποζημιώσεις μάς αποκαλούν «απατεώνες της ευρωπαϊκής οικογένειας».
 

Πρώτα απ’ όλα δεν μας βρίζουν οι Γερμανοί. Μας βρίζει μια μερίδα του Τύπου τους, και οι ύβρεις αυτές δεν βρίσκουν σύμφωνους όλους τους Γερμανούς.
Δεύτερον, δεν μας βρίζουν μόνο μερικά γερμανικά έντυπα. Μας βρίζουν και βρετανικά και γαλλικά και Κύριος οίδε πόσα άλλα παγκοσμίως.
 

Όσο ανάρμοστα και προσβλητικά και αν είναι τα ξένα δημοσιεύματα, δεν αλλάζει η πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι πιο φαεινή κι απ’ τον ήλιο.

25/2/10

"Αυτοκίνητος κόσμος", του Ηλία Καφάογλου

24.2.2010


Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην περίπτωση του βιβλίου ΄΄Αυτοκίνητος κόσμος΄΄ του Ηλία Καφάογλου, που θα παρουσιάσουμε το Σάββατο 27.2 στις εκδόσεις Ύψιλον, είναι το να αναλογιστούμε πόσες επιπτώσεις στο κοινωνικό εποικοδόμημα προκαλεί η εισαγωγή ενός καινούριου (τεχνολογικού) πρά(γ)ματος.


Αυτά που λέει ο Ηλίας Κ. για το αυτοκίνητο, κατ' αναλογία θα μπορούσαν να ισχύουν για πολλαπλά τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας. Π.χ., με την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας υπάρχουν άνθρωποι, επαγγελματίες κ.ο.κ. που έχουν χάσει τον ύπνο τους και την ησυχία τους, η, δε, επιτάχυνση στη διεκπεραίωση του ατομικού τους προγράμματος, παρά την οφθαλμοφανή επιτυχία της εξεύρεσης/εξοικονόμησης αποθεμάτων χρόνου, δεν ισοζυγίζεται με τον εφιάλτη της συνεχούς ενόχλησης, εντός και εκτός ωρών κοινής ησυχίας, σε σημείο που δικαιολογημένα ο Μένης Κ. τιτλοφορεί ένα διήγημά του "Ο διάβολος στο κινητό της".

23/2/10

Κουλτούρα αρπαχτής

Τώρα που ο Πέτρος είναι στις καλές του και γράφει κείμενα για τις ωραίες πλευρές της ζωής, ευκαιρία να γκρινιάξω εγώ.
Λέμε -και είναι γνωστόν τοις πάσι- ότι η Ελλάδα είναι η χώρα της αρπαχτής (σσσ… μην το ακούσουν στις Βρυξέλλες!). Ως λαός επιδιδόμαστε στο σπορ της αρπαχτής με ιδιαίτερο ζήλο και φαίνεται ότι αυτό επηρεάζει και τους εδώ διαβιούντες μετανάστες, οι οποίοι αφομοιώνουν με μεγάλη ταχύτητα όλα τα αρνητικά της φυλής (σσσ… μην ακούσουν μερικοί-μερικοί ότι η φυλή μας έχει ελαττώματα!).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες, όλοι αλλοδαποί πλέον. (Παλιότερα συναντούσες και μερικούς επαρχιώτες ή -κυρίως- Τσιγγάνους, τώρα μόνο σε πανηγύρια ή σε παραθαλάσσιες καφετέριες και ταβέρνες). Γυρίζουν λοιπόν τις γειτονιές με ένα ακορντεόν ή κανένα κλαρίνο και παίζουν προσδοκώντας να τους πετάξει κάποιος από το μπαλκόνι κέρματα.

19/2/10

Φανταστική εικόνα

19.2.2010

Το προηγούμενο Σάββατο με τη συνδρομή της τρέχουσας πραγματικότητας μπορούσε ο διαβάτης της πλατείας Συντάγματος να πλάσει με ευκολία την κάτωθι φανταστική εικόνα:

Στο κέντρο της πλατείας έπαιζε σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική ο γνωστός μουσικός παραγωγός Μιχάλης Τσαουσόπουλος. Τα θεόρατα ηχεία μετέφεραν τη μουσική σε μεγάλη ακτίνα και προκαλούσαν αυτό το ιδιότυπο εσωτερικό κύμα της καταναλωτικής ευφορίας: δηλαδή η μουσική έμοιαζε να καταφάσκει ως προς την υποχώρηση των ανθρώπων-μυρμηγκιών μπρος στα περιβάλλοντα καταναλωτικά ερεθίσματα. Ταυτόχρονα όμως η μουσική έμοιαζε να είναι μια υπενθύμιση νεότητος, ένα εγερτήριο ξεχασμένων ροπών και συνηθειών. Οι διαβάτες περνούσαν μπροστά από το μουσικό σανίδι, την εξέδρα του παραγωγού σαν παραδομένοι στο μουσικό ρυθμό, στην αδιάκοπη πολιορκία των ρυθμικών βελών. Ούτε αντιστέκονταν ούτε την αρνούνταν.

Και ιδού η (εύκολη/δύσκολη) εικόνα της φαντασίας: οι διαβάτες να μην περνούσαν δίπλα από την εξέδρα κουνώντας απλώς πάνω κάτω το κεφάλι τους συντονιζόμενοι με τις επιταγές της μουσικής μόδας, αλλά να στέκονταν μπροστά από αυτήν και να άρχιζαν να λικνίζονται, να φτερουγίζουν ψυχικά και να τραμπαλίζονται. Να συρρέουν αδίστακτα και να συναθροίζονται ώσπου να σχηματιστεί ένα εκρηκτικό μείγμα ανθρώπινης έντασης και μουσικής ευδαιμονίας. Και να άρχιζε ένας αυθόρμητος χορός, ξαφνικός, απρόοπτος, μη σκηνοθετημένος, ένας χορός-έκπληξη, μαζικός, διαβολικός, τρικυμιώδης, να σκίζει τις συμβάσεις της ημέρας, τα στεγανά της πόλης, τις στενοτοπιές και τα πείσματα των καρδιών. Το πλήθος να το φαντάζεσαι να παίρνει έναν άλλο δρόμο ζωής, την κατεύθυνση μιας ανεξέλεγκτης δραστηριότητας, να παραιτείται από την κοινοτοπία, να γίνεται μια φλόγα βουερή, έτοιμη να ρίξει μέσα στα δίχτυα της κάθε ανυποψίαστο και να τον μεθύσει με την επήρειά της. Και πού πάει όλο αυτό; Στον επαναπροσδιορισμό των πάντων μέσα από το πρίσμα μίας και μόνης εμπειρίας, στην ανάταση, στην ανασύνθεση των ναρκωμένων κοινωνικών ιστών. Εικόνα που μόνο οι διαφημίσεις πλάθουν όταν πρέπει να δείξουν την υποταγή των πολλών στο θεό της νέας μόδας.

Λέξεις-σκαλιά: Η δύναμη της ένωσης. Η χαρά μιας απρογραμμάτιστης επαφής. Το ταξίδι της μουσικής. Η δημόσια ΄΄έκθεση΄΄, δίχως κόμπους, συστολές, φοβίες, αλλά με την παρρησία της όποιας παρουσίας. Ένα νέο κοίταγμα των πραγμάτων. Το να χαλάς το χαλί του κόσμου και ύστερα να το βάζεις πάλι στη θέση του. Μια επανεκκίνηση, όπως εκείνη των ΠιΣι. Ένα τράνταγμα. Μια παραίσθηση. Ένα μονοπάτι ουτοπίας. Μια υπόσχεση στιγμιαίας ηδονής. Η τρέλα της βίωσης αλλόκοτων στιγμών. Κάτι όπως αυτά και κάτι με όλα αυτά. Σαν το κρύο νερό ενός καταρράκτη που σε λούζει και σε ξαναβαφτίζει στη ζωή.

Έδωσα το χέρι στον παραγωγό που μου δάνεισε την εικόνα, ερεθίζοντας τη φαντασία μου. Μια στιγμή ονειρικής παρέμβασης στη σκηνοθεσία του χωροχρόνου. Ένα αίσθημα σβησμένης ευτυχίας, που ξαφνικά ανάβλυσε.

Δύσκολα το καταλαβαίνεις εάν έρχεσαι από άλλες υπόγειες διαδρομές.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

18/2/10

Κάποιοι υπάλληλοι

18.2.2010

Η κατά ηθική πρωτίστως επιταγή φροντίδα των ηλικιωμένων θα σας έχουν φέρει πολλάκις μέσα σε ασφαλιστικά πολυκαταστήματα, σε τραπεζικά σουπερ-μάρκετ, σε άχρωμα δημοσιοϋπαλληλικά γραφεία, εκεί όπου το χνότο της παρακμής, της φθοράς και του θανάτου φτιάχνει ένα κάδρο υποταγής στους άτεγκτους νόμους της φύσης και της ύπαρξης.

Όταν αρρωσταίνει, αργοπεθαίνει ή υποφέρει ο δικός σας άνθρωπος, μοιραία τα βήματά σας σάς οδηγούν σε αυτούς τους άχρωμους κλωβούς, όπου οι χειρονομίες και οι συναλλαγές έχουν τη σφραγίδα της θλίψης και της ταπείνωσης.
Είναι και οι άνθρωποι που εκεί συνωστίζονται, όλοι αυτοί που πρέπει εις επήκοον όλων να προδώσουν τον πόνο τους, το πάθημά τους, ή μιαν απαίτηση που συνήθως απορρέει από την προηγούμενη επιβολή του κακού.

Κήνσορες ιστολόγοι

Με αφορμή την κίνηση του ιστολογίου, της Λέσχης Αγ. Αρτεμίου και την ανεξάντλητη έμπνευση του Πέτρου, διαβάζω, όσο μου επιτρέπουν ο χρόνος και η διάθεση, διάφορες λογοτεχνικές και δοκιμιακές αναρτήσεις στην ελληνική μπλογκόσφαιρα.
Ομολογώ ότι υπάρχει πολύ ταλέντο στις διαδικτυακές ιστοσελίδες, πλούτος γνώσεων και κατατεθειμένη προς όφελος όλων εμπειρία.
Υπάρχει όμως και πολλή αλαζονεία και εμπάθεια.

12/2/10

Το ζαχαροπλαστείο

12.2.2010

Ανέκαθεν το ζαχαροπλαστείο ήταν ο τόπος όπου καταλαγιάζονταν τα πάθη, λειαίνονταν τα εξογκώματα της συμπεριφοράς, υπογραφόταν συνθήκη εκεχειρίας - τα βλέμματα συναντιόντουσαν και μίκραιναν οι αποστάσεις γύρω από το φιλειρηνικό τραπέζι. Με τη συνάντηση των βλεμμάτων οι αλήθειες κατέβαιναν στην καρδιά, που ανοιγόταν διάπλατα. Ερχόταν το γλυκάκι, και μπουκιά μπουκιά λεγόταν ο πόνος, ενώ οι ερεθισμένοι εξ έρωτος μια κατέβαζαν μια σήκωναν τα μάτια διστάζοντας να πούνε τα μυστικά της αγάπης. Γύρω γύρω όλο συντροφιές, γλυκολαλούσες και τραγουδιστές, νέοι, φοιτητές, οι κουβέντες και τα αστεία, τα χαχανητά και οι εκρήξεις των διαθέσεων έφταναν και να μην το ήθελες στα αυτιά σου, και κέρδιζες μιαν εντύπωση του χρόνου και μιαν εικόνα της εποχής. Στο τέλος έφευγες με την ακτινογραφία του Άλλου, ο ασπασμός ήταν τόσο ηδονικός ύστερα από την έξοδο στο δρόμο, στο καλντερίμι, στον πεζόδρομο. Αυτό το γλυκάκι ήταν μια υπόσχεση ισορροπίας, ένα δώρο του απογεύματος, ένα χρώμα μέσα στην καταχνιά. Αλλά και το περιβάλλον του ζαχαροπλαστείου, οι λευκές κεντημένες κουρτινίτσες, με τα ανοιχτά τους μάτια, τα παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, οι χορευτικές κινήσεις των σωμάτων που έπρεπε να ελιχθούν στροβιλιζόμενα γύρω από τα τραπέζια, οι δίσκοι με τα φυτά και τα λουλούδια, η απόλαυση της εφημερίδας, οι μοναχικοί τύποι που κι αυτοί γίνονταν τόσο συμπαθητικές φιγούρες, τα κορίτσια με τη μέση-δαχτυλίδι που σου έφερναν τον αχνιστό καφέ και τα μυρωδάτα βουτήματα. Οποία εξ όλων θαλπωρή. Το ζαχαροπλαστείο είναι μια μητρική φωλιά, και η ζάχαρη σαν να εξευγενίζει τα ήθη και κάμπτει ως αέναος πειρασμός τη σκληράδα των λόγων, καθώς όλοι και όλα σε αυτήν υποκύπτουν, μια και διά των υπέροχων αισθήσεων περνούν σε έναν άλλον, υπεραισθητό κόσμο.

Κατόπιν τούτων, ίσως μπορείτε να φανταστείτε με ποια συναισθήματα ακαριαίας συντριβής, βουλιαγμένης απόγνωσης και σκοτεινής πίκρας αντίκρισα χθες, που έσχισα πεζός την Πλάκα στα δύο, το ζαχαροπλαστείο στη συμβολή των οδών Αγγ. Γέροντα και Δαιδάλου το καλούμενον ΄΄Τρίστρατον΄΄ σε κατάσταση μοναχική κι ερειπιώδη, με τα θυρόφυλλά του σε σχήμα Λ να φορούν τις χειροπέδες του λουκέτου, τα τζάμια θολά και σκονισμένα, έναν λογαριασμό ορφανό πεταμένο κάτω από τη σχισμή σαν σημάδι μιας μεταθανάτιας ζωής. "Τον έβγαλε έξω ο ιδιοκτήτης", μου είπε ξερά ο υπάλληλος ενός όμορου πάρκινγκ αυτοκινήτων.

Μαζί με αυτόν έβγαλε έξω στο δρόμο και στην παγωνιά και τις υπέροχες αναμνήσεις μας από αυτό το γωνιακό στέκι, χώρο αναφοράς και παρηγοριάς τόσο στη βαρυχειμωνιά όσο και στις γιορτινές ανοιξιάτικες μέρες ή βραδιές.

Μαζί με τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, θέλησε να πάει και αυτή η γλυκοφωλιά. Κλαίω.

10/2/10

΄΄Ο πιο καλός ιθαγενής ήμουν εγώ στην τάξη...΄΄

10.2.2010

(Με αφορμή τη σελ. 117 του δοκιμίου ΄΄Αυτοκίνητος κόσμος΄΄ του Ηλία Καφάογλου [εκδ. Ύψιλον, 2009], όπου γίνεται λόγος για τον εξαμερικανισμό των μεταναστών το 1920 ή για το δόγμα ΄΄Ο καλός Αμερικανός΄΄ τού τότε.)

Νεοέλληνας ιθαγενής

Για να πάρεις ιθαγένεια
πρέπει να εκπαιδευτείς,
μια τα γένια θέλουν χτένια,
δέξου πως θα παιδευτείς.

Πρέπει να μιλάς απταίστως
τη νεοελληνική,
αν δεν ξέρεις πού 'ναι ο Νέστος
πάρε Χάρτα Εθνική.

Πρέπει να 'χεις καταλάβει
πώς παρήχθη η Ιλιάδα
πρέπει να 'χεις μαγειρέψει
με μεράκι φασολάδα.

Στης Ακρόπολης τα μέρη
να 'χεις πάει στο Μουσείο,
με του Δράμαλη τ' ασκέρι
να σπουδάζεις το Θησείο.

Άμα είσαι απ' τη Χιμάρα
μη σε πιάνει καν τρομάρα,
μάθε μάχη στο Μπιζάνι
και συνθήκη απ' τη Λωζάνη.

Άμα είσαι Ρουμανίδα
μάθε για τον Υψηλάντη
του Δουνάβεως την πανίδα
και την ΄΄Κόλαση΄΄ του Δάντη.

'Αμα είσαι από τη Σόφια
σου 'χω πλήθος... ΄΄γιατροσόφια΄΄,
βρες τον όρκο του Ιπποκράτη
και τι ήταν το ΄΄παγκράτι΄΄.

Άμα είσαι Πολωνός
τι 'ναι ο Ίππιος Κολωνός
τι σημαίνει ΄΄μερακλής΄΄
τι συγγράφει ο Σοφοκλής.

8/2/10

΄΄Οσποδάρος Χρόνος΄΄

8.2.2010

΄΄Οσποδάρος Χρόνος΄΄: απόπειρα μετατροπής τής εν λόγω ποιητικής συλλογής του Γιώργου Κιουρτίδη, εκδ. Ίαμβος, Αθήνα 2009 (η οποία μας ταχυδρομήθηκε από τον ίδιο τον ποιητή και για το οποίο τον ευχαριστούμε θερμώς), σε μετά ρίμας στιχούργημα:

Ο χρόνος είναι φτερωτός
και με τα δυο φτερά του
κάποιου μετριέται ο θάνατος
και σκίζεται η χαρά του.

Γυμνή θα μείνει η ψυχή
μόνη θα ξεπαγιάζει
κάλλος θλιμμένο η μοναξιά
μόνη θα τον κοιτάζει.

Μες στο σκοτάδι η χαρά
με ένα άλμα κλείστηκε
πριν η ψυχή βάλει φτερά
μια θύμηση τσακίστηκε.

4/2/10

΄΄Δρόμος, ο μέγας λυτρωτής΄΄

4.2.2010

(Από τη σελ. 80 του βιβλίου του Ηλία Καφάογλου, αυτοκίνητος κόσμος, το ερέθισμα.)

Δρόμος είναι και λυτρώνει

                                               Στον ΄΄γενναιόδωρο δρόμο΄΄ Ηλία Καφάογλου

Φεύγω απ' τη ΄΄δική μου πόλη΄΄
τη στενή, τη ΄΄φυλακή΄΄
πίσω μου θα μείνουν όλοι
δίχως θάμα κι αλλαγή.

Με τις κώπες των φτερών μου
με τις δίνες των τροχών μου
γίνομαι πουλί του ανέμου
σα ριπή νέου πολέμου.

Μπαίνω σε αυτοκίνητο
μ' όνειρο ευκίνητο
για φυγή, που 'ναι εμπειρία
χάδι και παρηγορία.

Φουρφουρίζουν οι αλέες
τερετίζουν οι παρέες
όρη, αγροί κλείνουν το μάτι
δρόμοι αγνώστου κρύβουν κάτι.

Κάθε μίλι και μικραίνω
κάθε μέτρο και ανασαίνω
στου ορίζοντα τα βάθη
βούτηξε πουλί κι εχάθη.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

3/2/10

Η συνέχεια (''των παλιών συμφοιτητών'')

3.2.2010

Χαίρομαι που είστε κι εσείς θιασώτες της έννοιας της παράδοσης, της συνέχειας, της πίστης σε συγκεκριμένες αρχές και ιδανικά.
Αυτά εξυπηρετούν οι ετήσιες φλεβαριάτικες συγκεντρώσεις των ΄΄παλαιών συμφοιτητών΄΄ (που όλο σπουδάζουν τα μυστήρια της ζωής κι όλο υπολείπονται).
Το παλιό κι αν έτσι φαίνεται, δεν έχει παλιώσει ούτε έχει φθαρεί ολοκληρωτικά. Ανασταίνεται με κάθε ευκαιρία και πετάει μπουμπούκια. Η ζωή δίνει πάντοτε δυνατότητες επανασύνδεσης, ώστε με την ορμή του ανέμου (παρελθόντος) να φουλάρει η αγάπη προς τα μπρος... Επιστρέφουμε με κρυφά τραύματα στην πρώτη πατρίδα, στους οικείους τόπους.
Από το 2000 ως το 2010 φαίνεται πως έχουν περάσει 10 χρόνια (μάλλον περισσότερα πρέπει να είναι, όπως ο καθείς δύναται υποκειμενικώς να προσλάβει τον χρόνο με τα μέτρα της ψυχής του).
Ένα φιλμάκι με 10 ανεξάρτητες ΄΄σκηνές΄΄. Άτταλος, Φαμαγκούστα, Φάος, Κληματαριά, Παγκρατιώτισσα, Καραβάνι, Χάραμα, Polis και μετά Ρεξ, Περιβόλι του Ουρανού και τώρα Μικρός Κεραμεικός. Εκτός αυτών και μια εκδρομή στο Ναύπλιο.

Ο κυρ-Τάκης, ο πολύπειρος σερβιτόρος στον Άτταλο, με το υπόγειο γελάκι και τα χαμένα δοντάκια. Η Ροδούλα χορεύει ένα μακρύ ζεϊμπέκικο μέσα σε φως ηλεκτρικό. Καταμετρήθηκαν 155 ΄΄χαμένοι΄΄. Λίγες μέρες πριν: Με τον Χρήστο Αποστολόπουλο στα καρτοτηλέφωνα του ΟΤΕ της Σταδίου, γελάμε χορταστικά καθώς εντοπίζουμε ΄΄χαμένους΄΄.

Οι κυπριακές λιχουδιές στη Φαμαγκούστα. Το ζακυνθινό ανέκδοτο του Τάκη Γιαχνή. Α ρε Τάκη.

Εκείνο το κορίτσι το χωλό στο Φάος, που το συνόδευε ανέκαθεν η Βαρβάρα (Σπίνουλα). Εκείνες οι Απόκριες.

Η πλατεία Θεάτρου και οι αυθεντικές φωνές των νεαρών τροβαδούρων. Κλεισμένοι τόσοι όλοι μας πίσω από τείχη τραπεζιών, αιχμαλωτισμένοι.

Εκείνη η μεγάλη αγκαλιά του χορού στο ΄΄Χρώμα δεν αλλάζουνε...΄΄ (στην Παγκρατιώτισσα). Προ εκλογών 2004. Α ρε Γιωργάκη.

Ο Καρυστινός Γιάννης Λεμπέσης στην υπόγα, δίπλα στην χειμερινή οικία Κουμανταρέα (οδός Ζακύνθου). Βλέπω την Εύη (ΜΠΟΝΤΑΪΤΗ) που μπήκε πρώτη το ΄88 και τον Παναγιώτη Κουτκιά από τη Λαμία, τη Μαρία Μοσχοβίτη με πλατινέ μαλλί και επιτέλους συνοδευμένη κι ευτυχισμένη.

Η Μαριώ στο Χάραμα τραγουδάει στα νώτα του Άγγελου Τάπου, που κατέβηκε από τα Γιαννιτσά. Ο Γιάννης Ρισβάς φεύγει μέσα στη νύχτα.

Επεισόδια στην πόλη και φιλιόμαστε στο πατάρι του Polis. Η κόρη της Μαρίας Σούχλα μάς εκπλήσσει με την ΕΜΟ (;) εμφάνιση. Πού είναι οι κάγκουρες;

Ένα πούλμαν με γυναίκες από την Αμαλιάδα έξω από το Περιβόλι του Ουρανού. Ο Γιώργος Τράπαλης μού ψιθυρίζει κάτι για τον Γιώργο Τζώρτζη, να παίξει την ΄΄Τράτα΄΄ με τον... παλιό τον τρόπο. Η πίστα είναι τελικά πολύ μικρή για να χωρέσει τόσες δίπλες.

Περιμένοντας με παιδική νοσταλγία το αντάμωμα, έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. Πλησιάζουμε. Όχι, όχι, αυτοί δεν είναι ΄΄δικοί μας΄΄. Είναι... Γιαπωνέζοι τουρίστες.

(Και τόσα άλλα... ΄΄Σταγόνες΄΄ οι σκηνές...)

Π.Χ.

Στο δάσκαλο Σ.Ε.

Τον θεωρώ ακόμα και σήμερα έναν αξεπέραστο δάσκαλό μου. Κι ας μην υπήρξα ΠΟΤΕ επίσημος, εγγεγραμμένος μαθητής του. Στις μνήμες τις πιο παλιές, τον θυμάμαι στις εκτός εγκυκλίου προγράμματος ώρες μου να τον εντοπίζω στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής, να τον ακούω να ανα-παριστάνει Στρίντμπεργκ, Σέξπιρ, αρχαίους τραγικούς, μέχρι και όπερα. Μια ολόκληρη παράσταση μέσα σε ένα μάθημα. Περισσότερο από όλα τον θυμάμαι τον αξέχαστο χειμώνα του 1990, Παρασκευές μεσημέρι, όταν όλα τα υπόλοιπα της εβδομάδας τελείωναν, να τον ακούω από τα ορεινά του «17» να διδάσκει Οθέλλο, και μαζί σε μια γλυκιά συνωμοσία η παρέα που από τότε θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάμνησή του: Νίκος, Σταυρούλα, Αντώνης, Έλλη μεγάλη και μικρή. Θυμάμαι και τις βραδιές στο Αμφι-Θέατρό του: κρύες νύχτες του χειμώνα με Βόιτσεκ, Άμλετ, Γύρο του Κόσμου και τα μακρόστενα προγράμματα-πραγματείες. Έπειτα το ρολόι της μνήμης πάει στη Βενετία του 1995: Σε ένα αξέχαστο δεκαήμερο που είχα την τύχη να ζήσω κοντά του στο Ελληνικό Ινστιτούτο. Να καλύπτει τους πάντες και τα πάντα με την προσωπικότητά του. Να χαιρετάει το άγαλμα του Γκολντόνι, να αποδομεί τους αμετανόητους ιταλούς σερβιτόρους που σου παίρνουν το πιάτο πριν τελειώσεις τη μπουκιά, αλλά και να υπερασπίζεται με ιερή μανία τις απόψεις του για την κρητική λογοτεχνία και τους συγγραφείς της, να μας μαζεύει το βράδυ και να μας λέει ιστορίες για τη Μελίνα, για τον Μίκη, για τους δασκάλους του, προπάντων γι’αυτούς. Πέρασαν χρόνια μετά. Λίγες φορές τον ξανασυνάντησα. Στις δημόσιες εμφανίσεις του έβλεπα τα σημάδια του χρόνου να σκάβουν σιγά σιγά το πρόσωπό του, μαζί με τον απόηχο ενός δράματος που δε γνώριζα. Απρίλη του 2006 τον είδα να αναγορεύεται ακαδημαϊκός – ο χειμαρρώδης λόγος του, που ξεκίνησε από τις προσωπικές «οφειλές» και έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη ανάλυσης για τον τραγικό ήρωα, μου θύμησε πόσα είχα χάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια που απουσίαζε από τη ζωή μου. Μόλις προχτές, στις αρχές του 2010 πια, μακριά από την Αθήνα, διάβασα για το νέο χτύπημα που του φύλαγε η μοίρα. Ο γιος του, που τον θυμάμαι μπόμπιρα να κάθεται πλάι του στην πρώτη σειρά του Ηρωδείου, είχε φύγει κι αυτός. Από τη χαρούμενη οικογένεια που είχα δει να τρώει παγωτά παραμονές Πασχαλιάς του 1995 πίσω από το Campo dei Frari στη Βενετία, οι δύο από τους τέσσερις δεν ήταν πια εδώ. Αναρωτιέμαι… με ποια δύναμη να τα αντιμετωπίζει όλα αυτά εκείνος που έσκυψε όσο λίγοι στις πιο δραματικές στιγμές του παγκόσμιου θεάτρου; Εκείνος που και μόνη η παρουσία του στις στιγμές της ζωής μας ήταν αρκετή για να την κάνει καλύτερη, τόσο στον βαθύ το χρόνο, όσο και στην επίγευση της επόμενης μέρας ή ώρας… στη μαγεμένη βόλτα στα στενά της Πλάκας μετά το θέατρο, στο ζεστό χαμόγελο που δεν έσβηνε από τα χείλη μετά από μια βραδιά αφηγήσεων στη Βενετία, στο γλυκό ανοιξιάτικο κρασί μετά την τελετή στην Ακαδημία. Είναι αλήθεια ότι η ζωή ξεπερνά πολλές φορές την τέχνη – κάποτε το κάνει με σενάριο αριστοτεχνικά μαγικό, κάποτε, δυστυχώς, με τρόπο αβάσταχτα τραγικό. Να του πω κουράγιο, όπως του λένε σίγουρα όλοι όσοι τον ξέρουν και πιο καλά από μένα, είναι κάτι, αλλά ξέρω πως είναι λίγο. Να του πω ότι έχουμε ακόμα ανάγκη από τις δυνάμεις του, από το φως του, από τη μαεστρία του, ότι σε κάποιο κάθισμα του αμφι-θεάτρου κρύβεται ακόμα εκείνος ή εκείνη που περιμένει τη δική του φλόγα, ίσως έχει κάποια αξία. Τον θυμάμαι, στις κατ’ιδίαν βραδιές αλλά και στην τελετή της Ακαδημίας, να ανακαλεί και να αναπολεί τους δασκάλους του, τα ιερά τέρατα μιας άλλης εποχής: Λίνο Πολίτη. Σπύρο Μαρινάτο. Και, κορυφαίο όλων, τον Άγγελο Τερζάκη. Νομίζω εκείνο που μου μένει είναι να πω κι εγώ σήμερα: Αλησμόνητες οι δασκάλες κι οι καθηγήτριες στα πρώτα βήματα στη γνώση, καθοριστικοί, αργότερα, οι καθηγητές μου της δέσμης, εντός και εκτός σχολείου, σημαντικότατοι, καθένας με τον τρόπο του, και 3-4 πανεπιστημιακοί στα επόμενα χρόνια. Αλλά, κορυφαίος όλων: Σπύρος Ευαγγελάτος...

Χ.Α.

2/2/10

Ανεπαισθήτως

Κάθε πρωί ο κυρ Πέτρος ο καφετζής έφερνε τον καφέ. Αχνιστό αχνιστό και φρέσκο. Ο καφές του κυρ Πέτρου είχε γίνει καθημερινή συνήθεια, πώς είναι για τους πρωινούς τηλεθεατές ο καφές με την Ελένη (επίκαιρη γαρ λόγω διαζυγίου). Ώσπου προ ημερών ούτε καφές ούτε κυρ Πέτρος. Κάτι θα συνέβη, σκέφτηκα. Αλλά δε ρώτησα, περίμενα την επομένη. Ούτε την επομένη καφές και κυρ Πέτρος. Ανησύχησα, αλλά και πάλι δε ρώτησα. Μπα, θα ΄ρθει αύριο, σκέφτηκα. Μα ούτε την άλλη μέρα φάνηκε ο καφές τού κυρ Πέτρου. Ανησύχησα σοβαρά. Λες να 'παθε τίποτα ο κυρ Πέτρος; Αποφάσισα να επικοινωνήσω για να μάθω. Αμφιταλατευόμενος μεταξύ τής κλήσης στο κινητό και της αποστολής ιμέιλ, ξανααπορροφήθηκα από την -εντατική είναι η αλήθεια- δουλειά και τηλέφωνο δεν πήρα ούτε μέιλ έστειλα. Την τέταρτη μέρα η απουσία του κυρ Πέτρου και του καφέ-του είχε γίνει παραπάνω από ανησυχητική. Ετοιμάστηκα να τηλεφωνήσω -αμεσότερη γαρ επικοινωνία-, αλλά πάλι κάτι με απέσπασε και ξεχάστηκα. Ώσπου προ της μεσημβρίας της τετάρτης ημέρας, ιδού ο κυρ Πέτρος έδωσε σημεία ζωής, αλλά χωρίς το καθημερινό καφεδάκι του. Τουλάχιστον με έβγαλε από την ανησυχία, αλλά μην έχοντας προλάβει να επικοινωνήσω με έριξε στην ενοχή που δεν τον αναζήτησα πρώτος εγώ.
Αχ, κυρ Πέτρο με το καθημερινό καφεδάκι σου...
Η πρωινή απουσία σου αποκάλυψε το προφανές.
Πως "ανεπαισθήτως εκλείσθην από τον κόσμο έξω".
Γ.Τρ.