Τον θεωρώ ακόμα και σήμερα έναν αξεπέραστο δάσκαλό μου. Κι ας μην υπήρξα ΠΟΤΕ επίσημος, εγγεγραμμένος μαθητής του. Στις μνήμες τις πιο παλιές, τον θυμάμαι στις εκτός εγκυκλίου προγράμματος ώρες μου να τον εντοπίζω στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής, να τον ακούω να ανα-παριστάνει Στρίντμπεργκ, Σέξπιρ, αρχαίους τραγικούς, μέχρι και όπερα. Μια ολόκληρη παράσταση μέσα σε ένα μάθημα. Περισσότερο από όλα τον θυμάμαι τον αξέχαστο χειμώνα του 1990, Παρασκευές μεσημέρι, όταν όλα τα υπόλοιπα της εβδομάδας τελείωναν, να τον ακούω από τα ορεινά του «17» να διδάσκει Οθέλλο, και μαζί σε μια γλυκιά συνωμοσία η παρέα που από τότε θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάμνησή του: Νίκος, Σταυρούλα, Αντώνης, Έλλη μεγάλη και μικρή. Θυμάμαι και τις βραδιές στο Αμφι-Θέατρό του: κρύες νύχτες του χειμώνα με Βόιτσεκ, Άμλετ, Γύρο του Κόσμου και τα μακρόστενα προγράμματα-πραγματείες. Έπειτα το ρολόι της μνήμης πάει στη Βενετία του 1995: Σε ένα αξέχαστο δεκαήμερο που είχα την τύχη να ζήσω κοντά του στο Ελληνικό Ινστιτούτο. Να καλύπτει τους πάντες και τα πάντα με την προσωπικότητά του. Να χαιρετάει το άγαλμα του Γκολντόνι, να αποδομεί τους αμετανόητους ιταλούς σερβιτόρους που σου παίρνουν το πιάτο πριν τελειώσεις τη μπουκιά, αλλά και να υπερασπίζεται με ιερή μανία τις απόψεις του για την κρητική λογοτεχνία και τους συγγραφείς της, να μας μαζεύει το βράδυ και να μας λέει ιστορίες για τη Μελίνα, για τον Μίκη, για τους δασκάλους του, προπάντων γι’αυτούς. Πέρασαν χρόνια μετά. Λίγες φορές τον ξανασυνάντησα. Στις δημόσιες εμφανίσεις του έβλεπα τα σημάδια του χρόνου να σκάβουν σιγά σιγά το πρόσωπό του, μαζί με τον απόηχο ενός δράματος που δε γνώριζα. Απρίλη του 2006 τον είδα να αναγορεύεται ακαδημαϊκός – ο χειμαρρώδης λόγος του, που ξεκίνησε από τις προσωπικές «οφειλές» και έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη ανάλυσης για τον τραγικό ήρωα, μου θύμησε πόσα είχα χάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια που απουσίαζε από τη ζωή μου. Μόλις προχτές, στις αρχές του 2010 πια, μακριά από την Αθήνα, διάβασα για το νέο χτύπημα που του φύλαγε η μοίρα. Ο γιος του, που τον θυμάμαι μπόμπιρα να κάθεται πλάι του στην πρώτη σειρά του Ηρωδείου, είχε φύγει κι αυτός. Από τη χαρούμενη οικογένεια που είχα δει να τρώει παγωτά παραμονές Πασχαλιάς του 1995 πίσω από το Campo dei Frari στη Βενετία, οι δύο από τους τέσσερις δεν ήταν πια εδώ. Αναρωτιέμαι… με ποια δύναμη να τα αντιμετωπίζει όλα αυτά εκείνος που έσκυψε όσο λίγοι στις πιο δραματικές στιγμές του παγκόσμιου θεάτρου; Εκείνος που και μόνη η παρουσία του στις στιγμές της ζωής μας ήταν αρκετή για να την κάνει καλύτερη, τόσο στον βαθύ το χρόνο, όσο και στην επίγευση της επόμενης μέρας ή ώρας… στη μαγεμένη βόλτα στα στενά της Πλάκας μετά το θέατρο, στο ζεστό χαμόγελο που δεν έσβηνε από τα χείλη μετά από μια βραδιά αφηγήσεων στη Βενετία, στο γλυκό ανοιξιάτικο κρασί μετά την τελετή στην Ακαδημία. Είναι αλήθεια ότι η ζωή ξεπερνά πολλές φορές την τέχνη – κάποτε το κάνει με σενάριο αριστοτεχνικά μαγικό, κάποτε, δυστυχώς, με τρόπο αβάσταχτα τραγικό. Να του πω κουράγιο, όπως του λένε σίγουρα όλοι όσοι τον ξέρουν και πιο καλά από μένα, είναι κάτι, αλλά ξέρω πως είναι λίγο. Να του πω ότι έχουμε ακόμα ανάγκη από τις δυνάμεις του, από το φως του, από τη μαεστρία του, ότι σε κάποιο κάθισμα του αμφι-θεάτρου κρύβεται ακόμα εκείνος ή εκείνη που περιμένει τη δική του φλόγα, ίσως έχει κάποια αξία. Τον θυμάμαι, στις κατ’ιδίαν βραδιές αλλά και στην τελετή της Ακαδημίας, να ανακαλεί και να αναπολεί τους δασκάλους του, τα ιερά τέρατα μιας άλλης εποχής: Λίνο Πολίτη. Σπύρο Μαρινάτο. Και, κορυφαίο όλων, τον Άγγελο Τερζάκη. Νομίζω εκείνο που μου μένει είναι να πω κι εγώ σήμερα: Αλησμόνητες οι δασκάλες κι οι καθηγήτριες στα πρώτα βήματα στη γνώση, καθοριστικοί, αργότερα, οι καθηγητές μου της δέσμης, εντός και εκτός σχολείου, σημαντικότατοι, καθένας με τον τρόπο του, και 3-4 πανεπιστημιακοί στα επόμενα χρόνια. Αλλά, κορυφαίος όλων: Σπύρος Ευαγγελάτος...
Χ.Α.
3/2/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου