Τώρα που ο Πέτρος είναι στις καλές του και γράφει κείμενα για τις ωραίες πλευρές της ζωής, ευκαιρία να γκρινιάξω εγώ.
Λέμε -και είναι γνωστόν τοις πάσι- ότι η Ελλάδα είναι η χώρα της αρπαχτής (σσσ… μην το ακούσουν στις Βρυξέλλες!). Ως λαός επιδιδόμαστε στο σπορ της αρπαχτής με ιδιαίτερο ζήλο και φαίνεται ότι αυτό επηρεάζει και τους εδώ διαβιούντες μετανάστες, οι οποίοι αφομοιώνουν με μεγάλη ταχύτητα όλα τα αρνητικά της φυλής (σσσ… μην ακούσουν μερικοί-μερικοί ότι η φυλή μας έχει ελαττώματα!).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες, όλοι αλλοδαποί πλέον. (Παλιότερα συναντούσες και μερικούς επαρχιώτες ή -κυρίως- Τσιγγάνους, τώρα μόνο σε πανηγύρια ή σε παραθαλάσσιες καφετέριες και ταβέρνες). Γυρίζουν λοιπόν τις γειτονιές με ένα ακορντεόν ή κανένα κλαρίνο και παίζουν προσδοκώντας να τους πετάξει κάποιος από το μπαλκόνι κέρματα.
Στη γειτονιά μου περνάει σταθερά τα τελευταία χρόνια ένας πλανόδιος ακορντεονίστας. Τις πρώτες φορές είχε ένα ενδιαφέρον το μελωδικό άκουσμα, ως καινοφανές, και, αν και εμφανώς άτεχνο, ωστόσο ο κόσμος έβγαινε να ακούσει, κάποιοι δε πετούσαν και κάνα κέρμα. Τα έτη όμως παρήλθαν και ο ακορντεονίστας που συνεχίζει να περνάει δεν άλλαξε ρεπερτόριο, ούτε καν μια τόση δα διασκευούλα δεν έκανε. «Άστα τα μαλλάκια σου» έπαιζε, «Άστα τα μαλλάκια σου» παίζει. Ίδια μελωδία, ίδια αλλοίωση τού πρωτότυπου τραγουδιού, ίδιο παίξιμο. Έχω αναρωτηθεί πολλάκις: αυτός ο άνθρωπος δεν έχει μάθει κανένα άλλο τραγούδι; Αφού το έχει το ρημάδι το όργανο και ξέρει να το παίζει -θου Κύριε…-, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τίποτε άλλο; Μα και αυτός, δεν βαρέθηκε να παίζει συνεχώς το ίδιο; Δηλαδή, η όλη ιστορία είναι ίσα - ίσα να αρπάξουμε το κερματάκι και δε βαριέσαι;
Ομοίως και με τους πλανόδιους των καφετεριών και ταβερνών. Ερχόμενοι ή προσεγγίζοντες τα τραπέζια, κοντοστέκονται και αναπτύσσουν τρόπον τινά μια μελωδία. Όχι για πολύ, αλλά καταλαβαίνεις αν μη τι άλλο τι παίζουν. Κατόπιν παίζοντας πάνε από τραπέζι σε τραπέζι. Μόλις τους δώσεις κάτι, αίφνης σαν να εκπληρώθηκε ο στόχος, παίζουν βιαστικά δυο-τρεις νότες και σπεύδουν να εξαφανιστούν! Ενώ το αναμενόμενο είναι να παίξουν πλήρως το κομμάτι σε αυτόν που τους δίνει το κατιτίς τους. Αντ’ αυτού, κουτσοπαίξαμε, αρπάξαμε, εξαφανιστήκαμε!
Δυστυχώς, κάπως έτσι γαλουχούνται και τα πιτσιρίκια αυτού τού τόπου, του έθνους οι βλαστοί. Τα οποία, όσα και όταν βγαίνουν στη γύρα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά για τα κάλαντα -συνοδεία γονέων πλέον, διά τον φόβον της ληστείας-, κατά πλειονότητα έχουν τον νου τους στο πώς θα πουν βιαστικά, κακόηχα, δυσάρθρωτα, νυσταλέα μια, άντε δυο, στροφές από τα κάλαντα, να τσεπώσουν το νόμισμα και βουρ στον επόμενο.
Κουλτούρα αρπαχτής και δη εξ απαλών ονύχων.
Γ.Τρ.
23/2/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου