Το τυφλό σοκάκι
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ
«Αν κάποιος ήθελε να σε ζωγραφίσει, Παρθένε,/ θα χρειαζόταν το φως των άστρων και όχι των χρωμάτων, / ώστε, σαν Πύλη του Φωτός, να σε ζωγραφίσει με φως· / όμως τα ουράνια σώματα δεν υπακούουν στα λόγια των θνητών·/ με όσα μας εκχώρησαν οι νόμοι της ζωγραφικής και η φύση, με αυτά ο άνθρωπος θα σε ιστορήσει και θα σε ζωγραφίσει». Στο επίγραμμα που μόλις διαβάσαμε, σε μετάφραση Παναγιώτη Αγαπητού και Μάρτιν Χίντερμπεργκερ, ο Κωνσταντίνος Ρόδιος (γεν. περίπου στα 880), τελικός επιμελητής του χειρογράφου που συμβατικά ονομάζουμε Παλατινή Ανθολογία, μας ειδοποιεί για την αδυναμία να απεικονίσουμε την Παναγία, τον άρρητο και άυλο θείο κόσμο με υλικά χρώματα, να δώσουμε υλική υπόσταση στο άφατο.
Περίπου τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Κ. Μανασσής (12ος αι.) παρατηρεί ένα ψηφιδωτό της πρώιμης βυζαντινής εποχής στα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και γράφει στην «έκφρασι εικονισμάτων εν μαρμάρω κυκλοτερή»· «εγώ, όμως, είδα ο ίδιος το έργο των χεριών ενός ζωγράφου, τα μάτια μου καταγοητεύτηκαν από το θέαμα και, πραγματικά, θαύμασα τη δεξιοτεχνία αυτού του ζωγράφου. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι μόνο ένας εχθρός του ωραίου θα μπορούσε να καλύψει με σιωπή ένα τέτοιο καλλιτέχνημα… Γι’ αυτό κι εγώ του χαρίζω την ομιλία και του παρουσιάζω… στα μάτια όσων δεν το έχουν δει».
Ο Μανασσής, ως συγγραφέας, απευθύνεται σε εμάς σε πρώτο ενικό πρόσωπο –την εμφάνιση του συγγραφέα ως δημιουργού είχε προαναγγείλει, θυμίζουμε ο Μιχαήλ Ψελλός. Με λόγια μας εξηγεί ο Μανασσής την εικόνα, την ηδονή του βλέμματος, που η θέαση του έργου τέχνης διεγείρει. Η αφηγηματική δύναμη της γλώσσας συνδυάζεται με τη συγκίνηση που η εικόνα δημιουργεί: ξέρει η τέχνη να ανελκύει με τα χρώματα τις εικόνες της καρδιάς, για να το πούμε με τα λόγια του Αγαθία Σχολαστικού, λόγιου του 6ου αιώνα.
Ο Κ. Ρόδιος και ο συνονόματός του Μανασσής με τις ομιλούσες εικόνες τους, μας λένε αυτό που ήδη από παλιά ξέρουμε: η λογοτεχνία σχεδόν όλα τα μπορεί: «Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», για να προσφύγουμε στα Ηθικά του Πλούταρχου.
Οι εικόνες, λοιπόν, έστω κι αν εξεικονίζονται στον λόγο, τον διαμορφώνουν, (και) για αυτό οι βυζαντινές εκφράσεις «περιγραφές έργων τέχνης κυρίως, αλλά επίσης ανθρώπων και τοπίων, ως αν αυτά να ήταν έργα τέχνης», σύμφωνα με τον Π. Αγαπητό (Εικών και Λόγος, εκδ. Άγρα, 2006), αφορούν στη σχέση του λόγου και της εικόνας και στον ανταγωνισμό τους –κάθε γραφή είναι και μια γραφή ενάντια, μια αντιγραφή.
Γραφή και αντιγραφή είναι κατορθωμένη λογοτεχνία ήδη στα χρόνια στα οποία αναφερόμαστε εδώ. Η εικόνα, βουβή, υμνείται διά του λόγου και συγχρόνως η εκφραστική δύναμή της ελέγχεται, ενίοτε με πνεύμα παιγνιώδες, πνεύμα κάθε άλλο παρά ξένο στον κόσμο του Βυζαντίου, ιδιαίτερα όταν οι βυζαντινοί λόγιοι βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω με την ετερότητα πολιτισμών διαφορετικών και αποδέχτηκαν τούτη την ετερότητα, όπως, λόγου χάριν, ο Μανουήλ Παλαιολόγος, ταξιδευτής σε Παρίσι και Λονδίνο στα 1407.
Έτσι, η λογοτεχνία κάθε φορά, ως γραφή και συγχρόνως αντιγραφή και σήμερα συστήνεται και συνιστά έναν τρόπο να μιλήσουμε για το άλλο, τον άλλον και το διαφορετικό. Μια παράφαση, για να θυμηθούμε τον Νίκο Εγγονόπουλο, μπορεί να είναι η λογοτεχνία, συμβουλή, παραίνεση, «τρόπος καταπραΰνσεως», σύμφωνα με το Liddell Scott, «παραλογιστική παραίνεσις», «ξελόγιασμα», «το εν κατόπτρω είδωλον».
Συχνά πυκνά τη Μεγάλη Εβδομάδα, προσφεύγω στους βυζαντινούς και στην κατορθωμένη λογοτεχνία, στον λόγο των πραγμάτων που είναι η εικόνα, γοητεύομαι από την οπτική αναπαράσταση του λόγου, από την ενάργεια. Μνημονεύω, λόγου χάριν, Αλ. Παπαδιαμάντη. Διαβάζω το «Τυφλό σοκάκι», ένα διήγημα που έγραψε ο μεγάλος Σκιαθίτης στα 1906, πέντε χρόνια πριν την τελευτή του.
Ένα ζευγάρι, «καλό και αγαπημένο», μας λέει ο συγγραφέας της Γυφτοπούλας, ζει στην Αθήνα. Ο λόγος για τον Γιάννη και τη Ρηνούλα Ζουγράκη. Κατοικούν σε ένα αδιέξοδο, σε ένα σοκάκι που είναι τυφλό. Στο ίδιο σοκάκι μένει και ο Ηλίας ο Ξίδερης, άγαμος, ξυλουργός, φίλος του Γιάννη. Τις ώρες της σχόλης του ψάλλει «ως αριστερός εις εναν μικρόν ναόν». Και όταν δεν ψάλει ή δεν εργάζεται, καταδίδει. Θέλει να πιάσει τη Ρηνούλα στα πράσα με τον κουμπάρο και όταν πετυχαίνει τον σκοπό του, ενημερώνει τον Γιάννη για το συμβάν. Το σύζυγο αντικαθιστά στην κλίνη ο κουμπάρος. Ο Ηλίας ο Ξίδερης εξακολουθεί να φρονεί ότι έπραξε άριστα, «έκαμε το χρέος του», καταλήγει ο Σκιαθίτης σε αυτή την τόσο πολύτιμη μινιατούρα μυθιστορήματος.
Ο μικρόκοσμος του κυρ Αλέξανδρου, η μικρή κοινότητα, δεν είναι αντικείμενο ηθογραφικών καταγραφών και αναζητήσεων, ούτε συνιστά απολεσθείσα Εδέμ που αναζητούμε. Ο μικρόκοσμος του μεγάλου Σκιαθίτη είναι τόπος ανθρώπινος, τον κατοικούν άνθρωποι παθιασμένοι και εμπαθείς, άνθρωποι μαραζωμένοι οι οποίοι βιώνουν ως χρέος «την ηθικοποίησιν της κοινωνίας». «Ο περί ου ο λόγος ξυλουργός … προστατευόμενος του επιτρόπου… επίστευεν ως τόσον τέλειον τον εαυτόν του… ώστε χρέος του ενόμισε να αναλάβει την ηθικοποίησιν της κοινωνίας», γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Το σοκάκι, τυφλό, λειτουργεί μεταφορικά. Όσοι κατοικούν στον ασφυκτικό κόσμο του, είναι τυφλοί και τυφλωμένοι, πιστεύουν ωστόσο τέλειον τον εαυτόν τους, καρφώνουν τους διπλανούς τους, αμαρτάνουν, με χαρά, σχεδόν με ηδονή, ακόμα κι όταν ψάλλουν στην εκκλησία, με το ένα μάτι στο ψαλτήρι και το άλλο στον… εχθρό τους, ευτυχείς, οιονεί δικαιωμένοι στα μάτια της κοινωνίας και του εαυτού τους, του δικού τους αδιέξοδου δρόμου, της καταδικής τους οθόνης. Αυτοί, την ημέρα της Ανάστασης, δεν αφήνουν πίσω τον παλιό, πεφυσιωμένο εαυτό τους, τον καθρέφτη τους που αγαπούν, καθρέφτη αμεριμνησίας, προόδου μέσω της ανθρωποφαγίας.
Καταλυτικές οι εικόνες των συγγραφέων την εποχή της βασιλείας των Ρωμαίων, των υπηκόων, της μιας και μοναδικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, κράτους πολυεθνικού, συνεκτικός ιστός του οποίου ήταν η ελληνική παιδεία, αποκαλυπτικές και οι εικόνες του Παπαδιαμάντη.
Ο λόγος του Η. Ξίδερη, λόγια καταδότη και όχι ψάλτη, λόγος εγωτικός και όχι φιλάνθρωπος, γεωργείται από την εικόνα μέσω της οποίας το τυφλό σοκάκι τον έχει διαμορφώσει. Οι ιστορημένες εικόνες έχουν αντικατασταθεί για τον αριστερό ψάλτη από εικόνες μιας κοινωνίας, όπου όλες οι βακτηρίες αποδεικνύονται έωλες, και όλες οι ψευδαισθήσεις έχουν οδυνηρά διαψευσθεί, όπως συμβαίνει σήμερα την εποχή της ύφεσης. Το τυφλό σοκάκι διαβάζεται ακριβώς ως γραφή και αντιγραφή των νοοτροπιών και συμπεριφορών που τα κεχηνότα πλήθη έχουν σήμερα, όταν αισθάνονται το μέλλον όλο και περισσότερο δύσφορο. Έτσι, το δισέλιδο διήγημα του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαβαστεί και ως παράφασις.
«Τι είναι στη ζωή που να μην είν’ αίνιγμα γρίφος; Μα κι’ η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος αίνιγμα;» ρωτά ο Ν. Εγγονόπουλος στην αρχή της «Παράφασής» του. Και από το 1963, ήδη μας έχει αρμοδίως ειδοποιήσει: «ο χρόνος επηρεάζει τη μορφή. Ανάγκη πάσα ο καλλιτέχνης να είναι του καιρού του», όπως ξέρουν καλά οι τεχνίτες του λόγου, στους οποίους έχουμε εδώ αναφερθεί.
Η ζωή είναι αίνιγμα-γρίφος, αίνιγμα και γρίφος, γρίφος ή αίνιγμα; Ο ποιητής του Μπολιβάρ αφήνει την ανάγνωση ανοιχτή. Έτσι, σαν να συνομιλεί με τους βυζαντινούς τούτη την άνοιξη, λόγου χάριν με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τη δική του Έκφρασιν έαρος· «νυν έαρ κοσμικόν, έαρ πνευματικόν, έαρ ψυχαίς, έαρ σώμασιν, έαρ ορώμενον, έαρ αόρατον».
Συνομιλεί και με τον Α. Παπαδιαμάντη ο Ν. Εγγονόπουλος. Ο Η. Ξίδερης έκανε το χρέος του και «του ποιητή// πια μόνη-θεόθεν-σωτηρία λύσις/ παρηγόρηση/ μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές/ ο έστι/ μεθερμηνευόμενο/ η κοιλάδα των ροδώνων».
Το να προσπαθείς να μιλήσεις σε δύστηνες εποχές είναι πάντοτε μια κάποια παρηγόρηση. Πράγματι, με τα λόγια του Μιχαήλ Ψελλού, «ο λόγος των πραγμάτων εικών εστί».
ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ
6/4/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου