9/4/10

Κάποτε στη Ραφήνα

9.4.2010


(O Aντώνης Λαζαρής, κάτοικος Ραφήνας, ανέσυρε από κάποια βιβλιοθήκη ένα άκοπο και άοσμο πλέον βιβλίο που μιλά για τη Ραφήνα τού άλλοτε... και τις παραθαλάσσιες μυρωδιές της, που ένωναν στεριά και θάλασσα.)

Αναζητώντας την Αττική



Τάσου Ζάππα

Όλες οι ακρογιαλιές, από τη Βραώνα, την αρχαία Βραυρώνα, ως τη σημερινή Μάκρη —μ' ελάχιστα διάκενα— ήταν ένα πυκνό πευκοδάσος που το τραγάνιζες με τα μάτια και ρούφαγες το βάλσαμο που κατηφόριζε ως το γιαλό.

Μου περνάει απ' το μυαλό πως το άρωμα των αττικών πεύκων είναι ζωηρότερο απ' όλα τα πεύκα που γνώρισα ως τα σήμερα. Μοσχοβολιά μεθυστική. Όταν τα παλιότερα χρόνια κινούσαμε με τις ψαροπούλες, απ' την αντικρυνή Εύβοια να' ρθούμε στη Ραφίνα, αν φύσαγε αγέρας ερχόμαστε γρήγορα. Αν τύχαινε όμως να είναι μπουνάτσα ή νά' χει βγάλει το στεργιανό της η Αττική, έπρεπε να κάνουμε δεκαπέντε-είκοσι ώρες στο κουπί. Σε μία τέτοια ολονυχτία στο πέλαγο, έκανα την ανακάλυψη. Με το νυχτερινό αεράκι που έβγαζε η στεργιά, ερχόταν ως τα μισά του Ευβοϊκού έντονη η μυρουδιά του αττικού πεύκου. Ένα άρωμα ζωηρό που σε νάρκωνε. Πουθενά δε δοκίμασα τέτοια μοσχοβολιά. Μπορεί να είναι προνόμιο της Αττικής.
Λοιπόν αυτό το περίφημο στεργιανό αεράκι της Ραφίνας, είχε γίνει καθημερινός εφιάλτης για τις ψαροπούλες εκείνου του καιρού. Το αναθυμούνται με τρόμο όσοι δουλέψανε τα παλιότερα χρόνια στον νότιο Ευβοϊκό. Τις ημέρες που φυσούσε μπάτης, ήτανε βέβαιο, πώς αργά το βράδι, είχε δεν είχε, θα πέταγε το στεργιανό της η Αττική.
Αυτό θα πει να σου φέρει μπροστά τον αέρα. Λίγο και μπροστά και τα μικρά ιστιοφόρα, προ πάντων οι ψαροπούλες της εποχής, που βιάζονταν να φέρουν στη Ραφίνα τα ψάρια τους, έπρεπε ν' αρχίσουν έναν άδοξο κι εξαντλητικόν αγώνα όλη τη νύχτα με το πανί και το κουπί, κόντρα στο αεράκι. Αληθινά κάτεργα γινόντουσαν τότε οι ψαροπούλες με το αδιάκοπο κουπί. Θυμάμαι έναν βατικιώτη ψαροπουλητή που φασκέλωσε τη θάλασσα και τα καλά της κι έφυγε για την Αμερική να γλυτώσει. Πέρασαν χρόνια εκεί κάτου στην ξενητιά. Μία μέρα που ξύπνησε ο νόστος της πατρίδας, έγραψε σ' έναν άνθρωπο του συναφιού του, που είχε πληρώσει κι αυτός ακριβά τον Ευβοϊκό:

— Γράψε μου να ξέρω η Ραφίνα βγάζει ακόμα το στεργιανό της;

Εκτός από το παλιό —ερειπωμένο σήμερα— κτίριο, κολλητά στο τηλεγραφείο κι ένα μακρινάρι, λίγο βορειοτέρα, που είταν οι στάβλοι όπου ξεζεύανε οι σούστες, τίποτ' άλλο δεν υπήρχε τότε στη Ραφίνα, μήτε άλλο κτίριο βρισκόταν σ’ όλη την αττική παραλία του Ευβοϊκού, εξόν από το εκκλησάκι του Αη-Παντελεήμονα, στον Αη-Αντρέα και λίγες κλαδόπλεχτες στανοκαλύβες εδώ κι εκεί.

Θυμάμαι ακόμα, σάμπως νά' ναι τώρα, όταν έκανα τα πρώτα μου ταξίδια με ανοιχτή σούστα απ' τη Ραφίνα στην Αθήνα —γύρω στα 1915 θα ήταν— πως το πηχτό δάσος πεύκων και πλατανιών, πού υπήρχε από τις δύο μεριές του δρόμου, ως το Πικέρμι, το Χαρβάτι και το Γέρακα, όρθωνε ένα πράσινο παραπέτο που δε μας άφηνε να ιδούμε μακρύτερα. Και τα πεύκα τούτα, φουντωμένα, βαθύχρωμα, όλο ζωηράδα κι ορμή, ήταν χαρά Θεού. Χαιρόσουν ν’ αγκαλιάζεις τη λαμπερή τους τη θωριά, να πίνεις το μύρο τους.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: