29/4/10

Τερματοφύλακας: ο μοναχικός χορευτής

29.4.2010

(Ο δεινός αφηγητής και αρθρογράφος Ηλίας Καφάογλου έγραψε ένα υπέροχο [ειδικά για μας τους αρσενικούς ποδοσφαιρόφιλους] κείμενο για την ΄΄ξεχωριστή μορφή΄΄ του τερματοφύλακα, του ακρογωνιαίου υπερασπιστή της ομαδικής αξιοπρέπειας, του ΄΄ήρωα΄΄ των μετόπισθεν. Ο συγγραφέας με την γνωστή τέχνη του συναρμολογεί και πάλι στιγμές του παρελθόντος και μας χαρίζει τη συγκίνηση της ΄΄επιστροφής΄΄ στην παιδική μας ηλικία. Ένα ξεχωριστό, ιδιαίτερα απολαυστικό κείμενο, που σε λίγες εβδομάδες θα το βάλουμε στη βιβλιοθήκη μας ως φρεσκογεννημένο βιβλίο. Η βιβλιοθήκη ώρες ώρες είναι το τέρμα και το βιβλίο είναι το σουτ-γκολ που βρίσκει την τρυπούλα του.)


Σημ.: Οι αριθμητικοί δείκτες σε ορισμένα σημεία του κειμένου παραπέμπουν σε υποσημειώσεις, που έχουν τεθεί εκτός.
....................................................................................................................................................................


Το επί της οθόνης κείμενο συνιστά το δεύτερο κεφάλαιο τού υπό έκδοση βιβλίου του υπογραφομένου Σημειώσεις στο Ημίχρονο. Κείμενα για την ποδοσφαιρική κουλτούρα (ύψιλον / βιβλία). Το κείμενο δημοσιεύεται χωρίς τις σημειώσεις.




Σε 40 μέρες αρχίζει το Μουντιάλ στη Νότια Αφρική…



Tερματοφύλακας,


μια μορφή ξεχωριστή

Με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατο του Λεβ Γιασίν (28 Οκτωβρίου 1929 - 20 Μαρτίου 1990).

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Kάθε φορά που αρχίζει το Μουντιάλ ή ένα νέο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, η μηχανή των αναμνήσεων σαν να παίρνει μπροστά, μαζί με το εναρκτήριο λάκτισμα. Θυμόμαστε τότε που παίζαμε τόπι, -με κουκουνάρι, ένα κονσερβοκούτι, συχνά με καπάκια από μπουκάλες Πετρογκάζ (μαύρα, από σκληρό πλαστικό, εξαγωνικά, ύψους περίπου δύο εκατοστών), που ασκούμαστε στο αυτοσχέδιο ποδοσφαιράκι (με πρόκες, καπάκια μπύρας ή αναψυκτικών), ύστερα που κλοτσούσαμε την μπάλα στην αλάνα-αυτοσχέδιο γήπεδο στη γειτονιά, στο σχολείο, μετά σε άλλους τόπους, σε άλλα μέρη. «Για να υπάρξεις ως υπολογίσιμη μονάδα στη μικροκοινωνία της γειτονιάς και του σχολείου έπρεπε να ανήκεις, να είσαι στρατευμένος οπαδός και συνάμα παίκτης σε ένα δρώμενο λόγου και προπαντός πράξης, που, στερημένο από το παραμικρό ψήγμα ευγενούς άμιλλας, έπαιρνε τον χαρακτήρα πρωτόγονου κυνηγιού και μάχης και, εν κατακλείδι, διαβατήριας τελετής», παρατηρεί ο Χρήστος Μπουλιώτης1.

Όσοι από εμάς παίζαμε τερματοφύλακες, από επιλογή ή από ανάγκη της ομάδας, νιώθαμε κάτι σαν δυσβάσταχτο φορτίο να μας έχει (ανα)τεθεί. Γι’ αυτό, κάθε που αρχίζει το παγκόσμιο κύπελλο ή το πρωτάθλημα, νιώθουμε κάπως αμήχανα, αφού οι αναφορές στους τερματοφύλακες περιορίζονται, συνήθως, να τους συναριθμούν στους υπόλοιπους παίκτες.

O τερματοφύλακας, αυτός ο κάποτε μαυροφορεμένος ξεχωριστός παίκτης με το νούμερο 1 στην πλάτη, είναι ειδική περίπτωση, βλέπετε. Θυμάται ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ από τα χρόνια του στο Κέμπριτζ: «Η θέση του τερματοφύλακα με ξετρέλαινε. Στη Ρωσία και στις λατινόφωνες χώρες η ευγενική αυτή τέχνη ήταν ανέκαθεν περιβεβλημένη με φωτοστέφανο μοναδικής λαμπρότητας. Παράμερος, μοναχικός, ατάραχος, ο άσος του τέρματος έχει τσούρμο γοητευμένα παιδιά να τον ακολουθούν από πίσω στους δρόμους. […] Είναι ο μοναχικός αετός, ο άνθρωπος-μυστήριο, ο τελευταίος μαχητής. Οι φωτογράφοι λυγίζουν με σεβασμό το ένα γόνατο, τον φωτογραφίζουν τη στιγμή που κάνει το θεαματικό πλονζόν από το ένα άκρο του τέρματος στο άλλο, για να αποκρούσει με το ένα δάχτυλο ένα χαμηλό κεραυνοβόλο σουτ και το στάδιο σείεται από τις επευφημίες όσο εκείνος μένει, ένα δυο λεπτά, ξαπλωμένος, φαρδύς πλατύς, στο σημείο ακριβώς όπου έπεσε, με το τέρμα του άθικτο»2 .



Ο τερματοφύλακας, για να το πούμε με ποδοσφαιρικούς όρους, «μόνος του μπορεί να ’ναι μία ολόκληρη ομάδα», εξ ου και η υπεράσπιση της εστίας βάρος δυσβάσταχτο. Mόνο ο τερματοφύλακας μπορεί να πιάσει την μπάλα με τα χέρια, ήδη, λοιπόν, ξεχωρίζει από τους συμπαίκτες του. Aλλά και εξαρτάται από αυτούς. Xωρίς τη συνδρομή των αμυντικών, συνήθως... ελπίδα καμία. Tο ξέρει καλά, το γνωρίζουν και εκείνοι. Tον καλύπτουν, τους καθοδηγεί. O ρόλος του, πάει να πει, στην ομάδα είναι ιδιόμορφος. «Ένας πορτιέρο», έλεγε ο Λεβ Γιασίν σε συνέντευξή του στα 1970 σε Βρετανό δημοσιογράφο, «δεν μπορεί να γίνει καλός έξω από την ομάδα. […] Χωρίς την ομάδα, δεν θα υπήρχε σήμερα ένας νούμερο 1 με το όνομα Γιασίν»3. Για αυτό, άλλωστε, ο μεγάλος τερματοφύλακας της Δυναμό Κιέβου και της εθνικής ΕΣΣΔ, η «Μαύρη Αράχνη», ο «Μαύρος Πάνθηρας», ήταν πραγματικός άρχοντας όλης της μεγάλης περιοχής, βρισκόταν πάντα στην τροχιά της μπάλας και καθοδηγούσε τους αμυντικούς φωνάζοντας έντονα και χειρονομώντας. Και πριν από τον αγώνα, συνήθιζε να πίνει και να καπνίζει, για να χαλαρώνει και να διατηρεί την ψυχραιμία του, να αντιμετωπίζει το άγχος της αθλητικής επίδοσης4.



Σώμα: η τελευταία μας άμυνα



Eπιπλέον, μαύρο φίδι που τον έφαγε, τα λάθη του τερματοφύλακα είναι καθοριστικά: όταν το 1993 η Εθνική ομάδα της Κολομβίας διέσυρε στο Μπουένος Άιρες την Εθνική ομάδα της Αργεντινής, ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα, παρ' ότι έκανε θαύματα στην απόκρουση των πέναλτι, έγινε το εξιλαστήριο θύμα –πολλοί φίλοι του τον συμβούλευσαν να κάνει χαρακίρι.

Ο τερματοφύλακας, υστερόβουλα ολιγαρκής, ενσαρκώνει με το σώμα του εν αμύνη, κυριολεκτικά, την τελευταία ελπίδα, την ύστατη ευκαιρία, και ο ρόλος του είναι άχαρος συχνά, όταν η δράση μεταφέρεται στο τερέν του αντιπάλου· ρόλος τόσο γοητευτικός, όταν η επίθεση είναι σε πλήρη εξέλιξη προς την εστία του, και αυτός είναι πάντοτε έτοιμος να κάνει την αποφασιστικής σημασίας εκτίναξη, τη δική του πιρουέτα. Από αυτή την άποψη, ο τερματοφύλακας, είναι ένας χορευτής κάτω από τα γκολπόστ, αλλά μήπως και ο χορός αγώνας δεν είναι; Μήπως ο Βαλερύ Λομπανόφσκι δεν είχε προσλάβει στη Δυναμό Κιέβου ένα χορογράφο των Μπαλέτων Μπαλσόι, ώστε οι παίκτες να αποκτήσουν συγχρονισμό στις αντεπιθέσεις5; Μήπως ο Ρούντι Βαν Ντάντζινγκ, ένας από τους πλέον διακεκριμένους χορευτές της Ολλανδίας, δεν έφτιαξε στα 1973 ένα μικρό ντοκιμαντέρ, διερευνώντας τις ομοιότητες στην προετοιμασία των ποδοσφαιριστών και των χορευτών; «Ο Άγιαξ με τον Κρόιφ ήταν μια παράσταση με πυροτεχνήματα. Όπως όταν ακούς την Κάλλας να τραγουδά. Ο Κρόιφ ήταν μία Κάλλας μέσα στο γήπεδο, όλο φωτιά, πάθος και μαγεία», είχε δηλώσει ο Ολλανδός χορευτής6.

Την εποχή που ο Άγιαξ άλλαζε τα πάντα στο ποδόσφαιρο –ο Ρίνους Μίχελς πίστευε ότι οι διαστάσεις του γηπέδου είναι πάντοτε 105 επί 68, αλλά μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια του ματς: όταν αμύνεσαι, οι διαστάσεις του γηπέδου μεταβάλλονται σε 70 επί 30 μέτρα, όταν επιτίθεσαι, οι διαστάσεις μεγαλώνουν σε 130 επί 90 μέτρα-, ο μάλλον εύσωμος τερματοφύλακας Στούι, μόλις η μπάλα γύριζε προς τα πίσω, έδιωχνε αμέσως με τα πόδια, ώστε να ξετυλιχτεί γρήγορα η επίθεση: η παράσταση δεν σταματούσε στιγμή και ο Μίχελς είχε ένα χορευτή παραπάνω7.

Ο τρόπος που συντονίζει ο τερματοφύλακας τους συμπαίκτες του, η προσπάθειά του να «βγάζει» κάθε φορά τον καλύτερό του εαυτό από αυτούς και να βοηθά να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους υπέρ αμύνης, είναι δείκτης που μας επιτρέπει να κρίνουμε τις δυνατότητες των παικτών.

Γιατί συχνά το πρόβλημα είναι πώς θα μείνουν ανέπαφα τα δίχτυα. O τερματοφύλακας παρακολουθεί το παιχνίδι από μακριά. Συμμετέχει και δεν συμμετέχει, είναι ο ποιητής των γηπέδων, δηλαδή. Γιατί εκεί που παρακολουθεί, ξάφνου με μια μπαλιά, απειλείται αυτός και η εστία της ομάδας. Kαι τότε, συχνά με αυτοθυσία, πρέπει να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη. Γι’ αυτό και κάποιες αποκρούσεις, όπως αυτή του Γκόρντον Mπανκς, ο οποίος, σημειωτέον, είχε εκ γενετής μειωμένη όραση από το ένα μάτι κατά 20%, στο σουτ και την κεφαλιά του Πελέ στο Mουντιάλ του 1970 έχουν χαρακτηριστεί «μυθικές»8 -στην καρδιά καθεμιάς τέτοιας απόκρουσης κρύβεται κάτι το μη ανθρώπινο.

Γι’ αυτό και κάποιες άλλες επιδόσεις δεν πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου: ο Aρκονάδα, λόγου χάριν, οδήγησε την Iσπανία στον τελικό του Γιούρο το 1984, αλλά ένα «τραγικό» λάθος του έδωσε το Kύπελλο στη Γαλλία. «Tραγικό», όπως συνήθως είναι τα λάθη των τερματοφυλάκων στις κρίσιμες στιγμές, όταν ένα νήμα χωρίζει την ήττα από τη νίκη, γιατί τραγική είναι η φιγούρα του στο γήπεδο, η μπάλα στα δίχτυα κι αυτός πεσμένος στο έδαφος9, ανεπανόρθωτα ηττημένος. Kαι οι αντίπαλοι «κυνηγοί» να τη σπρώχνουν πάλι στα δίχτυα, και το πλήθος να πανηγυρίζει κι αυτός, ο τερματοφύλακας, να τρώει χορτάρι. Kαι να σηκώνεται συμφιλιωμένος με το λάθος ή την ανημπόρια του, την ήττα, αυτήν που τον απαρτίζει. Έτσι, ο τερματοφύλακας γίνεται «ο ήρωας και ο κακός: οι δύο όψεις συνυπάρχουν για τον τερματοφύλακα φρικτά συνυφασμένες. Η παραίτηση, καθώς μαζεύει την μπάλα από τα δίχτυα, χέρι χέρι με τη δόξα της απόκρουσης –η λεπτότερη διαχωριστική γραμμή να καθορίζει τη μοίρα του»10. Όταν η ομάδα πετυχαίνει γκολ, ο τερματοφύλακας πανηγυρίζει μόνος του και, όταν η ομάδα δέχεται το γκολ, ο τερματοφύλακας μένει μόνος, αποσυνάγωγος, ξένος. Εξάλλου, η «σωτήρια» απόκρουση μπορεί να αποδειχτεί λίγη για τη νίκη, όταν τα πόδια των επιθετικών η αφλογιστία τα κινεί. Ή ο αντίπαλος τερματοφύλακας τούς αρνείται το δικαίωμα στο θρίαμβο.

O τερματοφύλακας δεν μπορεί, συνήθως, να ανταποδώσει στα ίσια: να πληρώσει το γκολ με γκολ. Γι’ αυτό και οι μεγάλοι τερματοφύλακες, δικοί μας, ο Πεντζαρόπουλος –«τα μεγάλα παιδιά, που τα έβαζαν στη γραμμή και τα πήγαιναν στο γήπεδο, όταν γύριζαν, μιλούσαν όλο για τον τερματοφύλακα του Πανιωνίου, τον Νίκο Πεντζαρόπουλο, τον “Τίγρη”, όπως τον ήξεραν όλοι. Μερικοί πήγαιναν πίσω από την εστία του και τον φώναζαν με το μικρό του όνομα, για να γυρίσει και να δουν αν τα μπροστινά του δόντια ήταν όλα σπασμένα από τα τρομερά πλονζόν που έκανε πάνω στα πόδια των αντιπάλων»11-, ο Kελεσίδης, ο Aρβανίτης, ο Oικονομόπουλος, ο Σαργκάνης, για να αναφερθώ σε όσους πια δεν παίζουν, και ξένοι, ο Γιασίν, ο Μαζούρκεβιτς, ο Θουμπιθαρέτα, ο Τόμας Ν’Κόνο, τερματοφύλακας της Εθνικής Καμερούν, ο «Πάνθηρας», το «διαμάντι με τα γάντια», ο Tζοφ, λόγου χάριν, ο Mπανκς, βεβαίως, ο Kαν, ο Σίλτον είναι αξιοπρεπείς και ευγενείς. Συνεχίζουν, κατά κάποιον τρόπο, την παράδοση που είχαν δημιουργήσει κάποιοι τερματοφύλακες κατά την πρώιμη εποχή του ποδοσφαίρου: διαποτισμένοι εκείνοι οι τερματοφύλακες από τις αρχές του αθλητικού πνεύματος, αρνούνταν να προβούν στην παραμικρή προσπάθεια για απόκρουση και, με αυτόν τον τρόπο, αποδοκίμαζαν εμπράκτως τις εσκεμμένες παραβάσεις των συμπαικτών τους μέσα στη μεγάλη περιοχή.

Έχουν μάθει οι τερματοφύλακες να παίρνουν τη ζωή όπως έρχεται, να είναι, δηλαδή, κυρίαρχοι του εαυτού τους. Έχουν μάθει ότι όλα τα σουτ πιάνονται και όλα καταλήγουν στα δίχτυα12. Όλα εξαρτώνται από τη θέση που παίρνει κανείς κάτω από τα δοκάρια. Μπορεί μέσα τους να βράζουν, αλλά όταν ο κίνδυνος επίκειται, χρειάζεται μυαλό καθαρό και αστραπιαίες κινήσεις· χρειάζονται τρόποι, για να «κλείσει» τον επιθετικό ο τερματοφύλακας, να «κλειδώσει» την εστία. Γι’ αυτό μας εκνευρίζουν εκφράσεις, όπως: «τον άφησε εμβρόντητο», «τον κρέμασε», «τον ψάρεψε», «τον πούλησε η μπάλα», «είναι τσίτα», «τροχονόμος», «χάπι», ακόμη και ευρηματικές εκφράσεις, όπως αυτή του «εθνικού μας σπορτκάστερ» Γιώργου Xειλάκη: «τον έστειλε για πίτσα». Γιατί ο τερματοφύλακας ούτε ακίνητο εμπόδιο είναι ούτε ασθενής που καταβροχθίζει γκολ ούτε ντιλίβερι μπόι, οι οποίοι, εξάλλου, είναι και συμπαθέστατοι, ως επί το πλείστον. Oι τερματοφύλακες γυμνασμένοι πρέπει να ’ναι και μάλιστα από ειδικούς προπονητές. «Μετά από τόσα χρόνια και τόσες εμπειρίες που μου έδωσε η ζωή, αυτά που γνωρίζω με σιγουριά και σε βάθος χρόνου περί ηθικής και υποχρεώσεων, τα χρωστάω στο ποδόσφαιρο», δήλωνε ο τερματοφύλακας Αλμπέρ Καμύ στο περ. France Football, στα 1957, και από τα χρόνια που έπαιζε στην ομάδα Νέων του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, τη RUA, είχε μάθει, καλά, πώς η μπάλα στο ποδόσφαιρο, όπως και η ζωή, συχνά δεν έρχεται από εκεί που την περιμένεις: κάποτε, ο τερματοφύλακας Καμύ, ένας ξένος, ο συγγραφέας του Ξένου, απέκρουσε την μπάλα με το στήθος. Ήταν τόση η δύναμη του λακτίσματος, ώστε λιποθύμησε. Και τον Οκτώβριο του 1930, η μπάλα τού γλίστρησε και η ομάδα του έχασε με 1-0. Αλλά αυτός παρουσίασε «ένα υπέροχο θέαμα», σύμφωνα με ένα αθλητικό δελτίο της εποχής. «Αυτό είναι ένα δίδαγμα για όλη μου τη ζωή», θα πει ο «Μπεμπέρ»13.



«Η ζωή είναι ένα πέναλτι»

Oι καλοί τερματοφύλακες είναι παίκτες με κάπως ιδιαίτερα προσόντα, ο σωματότυπος –ο Γιασίν είχε ύψος 1,84 και μεγάλα δάχτυλα, μέσα στα οποία η μπάλα έμοιαζε με μπαλάκι του τένις- η αντίληψη βαραίνουν στην επιτυχία, περισσότερο από άλλους παίκτες. O τερματοφύλακας, λοιπόν, είναι ο αριστοκράτης του γηπέδου· και της ζωής. Γιατί πρέπει να μάθει να αποδέχεται την ήττα και να μη μεμψιμοιρεί. Γι’ αυτό, η φιγούρα του είναι τόσο τραγική. «Μια και μιλάμε για επιτελικό ρόλο, θα ήθελα να ρωτήσω τον Νίκο Σαργκάνη για τον επιτελικό ρόλο του τερματοφύλακα στον αγώνα. Είναι ο μόνος που δεν συμμετέχει, συνεχώς, στο νταβατούρι που γίνεται στο γήπεδο, αλλά βρίσκεται στην εστία του και παρακολουθεί», παρατηρούσε ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης στο πλαίσιο μιας συζήτησης περί ποδοσφαίρου στο περ. Το Τέταρτο. «Αυτή η θέση δεν έχει τίποτε άλλο από ζόρια», απάντησε ο Σαργκάνης, ο οποίος σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει πως «η ζωή είναι ένα πέναλτι»14. Ο τερματοφύλακας, πεσμένος στο έδαφος, ηττημένος, έρχεται αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του ως ανθρώπινη ύπαρξη, την ήττα· σωστότερα, μια αλληλουχία από ήττες, αφού προσπάθησε να σώσει την εστία και μία και δύο και τρεις φορές, ίσως, αλλά απέτυχε.

Διακινδυνεύω την υπόθεση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, την εποχή των ομοιόμορφων συμπεριφορών και της ισοπέδωσης των ιδιαίτερων, ετερόδοξων, χαρακτηριστικών και στάσεων, δεν βοηθούν στην ανάδειξη μεγάλων τερματοφυλάκων. Φαίνεται ότι είναι θέμα γενικότερης στάσης ζωής. Aπό την άποψη αυτή, η ιστορία του τερματοφύλακα είναι δείκτης συλλογικών νοοτροπιών και ατομικού ήθους, μια μορφή ξεχωριστή.

Ίσως γι’ αυτό ο Τσε Γκεβάρα, τερματοφύλακας –και όχι μόνο επειδή έπασχε από άσθμα- στα φοιτητικά του χρόνια στην Alaya, έγραφε πως το ποδόσφαιρο, «δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι· είναι ένα όπλο για την επανάσταση». Ίσως γι’ αυτό, όταν ήταν παιδί, επέμενε να υπερασπίζεται την εστία: «αν παίζαμε ποδόσφαιρο και ήμασταν μόνο πέντε, εκείνος ήθελε να κάνει τον τερματοφύλακα ενάντια στους άλλους τέσσερις», θυμάται ένας γείτονάς του στην Αλαγκράντσια.

Ίσως γι’ αυτό ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, φίλος του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, αφιέρωσε στη δεκαετία του 1920 μια ωδή στον Πλάτκο, τερματοφύλακα της Μπαρσελόνα.

Ίσως γι’ αυτό, ο Κα, ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ, οπαδού της Γαλατά Σαράι, το Χιόνι, παρακολουθεί στο θέατρο Μιλιέτ τον Καρς, ένα διεθνή τερματοφύλακα, «τον οποίο γνώριζε όλη η Τουρκία», τον διάσημο τερματοφύλακα της δεκαετίας του 1960, Βουράλ, να διηγείται «πώς κάποτε έφαγε έντεκα γκολ από τους Εγγλέζους, ανακατεύοντας στη διήγησή του τις ερωτικές περιπέτειές του με διάσημους ηθοποιούς της εποχής, αλλά και στημένα παιχνίδια στα οποία συμμετείχε». Τις ιστορίες του τις παρακολουθούσαν οι θεατές, «με μαζοχιστική διάθεση, καθώς τους δινόταν η ευκαιρία να χαμογελάσουν με τη διασκεδαστική μιζέρια των Τούρκων»16.

Ίσως γι’ αυτό, ο τερματοφύλακας της Ιρλανδίας, Μπόνερ, «αποθεώθηκε, μόλις επέστρεψε στην πατρίδα του, αν και θεωρήθηκε υπεύθυνος για τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας τους»17, ύστερα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, και ο τερματοφύλακας της Ζανκτ Πάουλι τη δεκαετία του 1980, έμενε σε οίκημα στο Αμβούργο που τελούσε υπό κατάληψη, ενώ για 6 μήνες είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο, προκειμένου να προσφέρει εθελοντική εργασία στη σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Νικαράγουα18.

Ίσως γι’ αυτό, έναν χρόνο ύστερα από το Μουντιάλ του 1986, στο Μεξικό, ο τερματοφύλακας της Εθνικής Γερμανίας, Χάραλντ Σουμάχερ –όχι, δεν ξεχνάμε το φάουλ που έκανε στον ημιτελικό Γαλλίας-Γερμανίας το 1982 στη Σεβίλλη, στον Γάλλο αμυντικό Πατρίκ Μπατιστόν, ο οποίος μεταφέρθηκε αναίσθητος εκτός αγωνιστικού χώρου19-, ήταν αυτός που στο βιβλίο του Το σφύριγμα της λήξης (1987) είχε αποκαλύψει το σκάνδαλο ντόπινγκ της γερμανικής ομάδας και είχε υποχρεωθεί να συνεχίσει την ποδοσφαιρική του καριέρα σε ομάδα της Τουρκίας. Ούτε είναι τυχαίο ότι ένας τερματοφύλακας, ο Σουμάχερ, είχε δηλώσει στο Μεξικό, διαμαρτυρόμενος ότι τα περισσότερα παιχνίδια γίνονταν μέσα στο μεσημέρι, ένεκα τηλεθέασης, ότι «το χορτάρι είναι σκληρό, περίεργο, εχθρικό. […] Μας λείπει η σκιά. Μας λένε ότι αυτό βολεύει την τηλεόραση».

Είναι, άραγε, περίεργο ότι ο Χούλιο Ιγκλέσιας έπαιζε στα μικράτα του τερματοφύλακας «στα μικρά» της Ρεάλ ή ότι ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ο Β’, ο πρώτος ανατολικοευρωπαίος πάπας στην ιστορία του Ρωμαιοκαθολικισμού, ο πρώτος μη Ιταλός από το 1523, δεν παρέλειπε «να παίζει τέρμα» στην Κρακοβία στα νιάτα του;

Δεν μας εκπλήσσει, άλλωστε, ότι ένας τερματοφύλακας, ο βετεράνος διεθνής τερματοφύλακας της Λάτσιο, Άντζελο Περούτσι, ήταν εκείνος που ύστερα από τα επεισόδια που σημειώθηκαν μετά το ντέρμπι της Σικελίας μεταξύ Κατάνια και Παλέρμο, τον Φεβρουάριο του 1987 –νεκρός ο επιθεωρητής της Αστυνομίας Φιλίπο Ρατσίτι, 147 άνθρωποι τραυματίες, από τους οποίους 118 μέλη των σωμάτων ασφαλείας-, ανέλαβε μαζί με τον αρχηγό της Λάτσιο, Λουτσιάνο Τζάουρι, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα: «Είμαστε όλοι συνένοχοι, ξεκινώντας από τους ποδοσφαιριστές, που συχνά με τη συμπεριφορά μας στον αγωνιστικό χώρο και τις δηλώσεις μας έξω από αυτόν, γινόμαστε παράδειγμα αντιαθλητικής συμπεριφοράς και δίνουμε λαβές για αντιπαραθέσεις και αντιδικίες. Είναι ένοχος ο αθλητικός Τύπος και τα άλλα μέσα ενημέρωσης, που στο βωμό της κυκλοφοριακής επιτυχίας, της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας, δίνουν στους ποδοσφαιρικούς αγώνες αξία που δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν. Είναι ένοχες οι Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες και οι παράγοντές τους, γιατί ανέχονται τις συμπεριφορές και, πολλές φορές μάλιστα, τις προκαλούν. Είναι ένοχοι οι φίλαθλοι-οπαδοί, ιδιαίτερα εκείνο το φανατικό τμήμα τους, που καλλιεργούν το μίσος στα γήπεδα και πηγαίνουν σε αυτά με πολεμικές εξαρτύσεις, με συνθήματα και σημαίες (πολλές φορές, φασιστικές) προτρέποντας στη βία»20 –η Βία είναι κόρη του Πάλλαντα και της Στύγας και αδελφή του Κράτους, για να θυμηθούμε τον Ησίοδο21…

O τερματοφύλακας είναι ένας από τους εκ πεποιθήσεως μοναχικούς χαρακτήρες της εποχής μας, μια φιγούρα σχεδόν περιθωριακή, συγχρόνως μέσα και έξω από το κυρίως παιχνίδι, αυτό που παίζεται μπροστά στα καρέ του αντιπάλου, επειδή, τουλάχιστον αυτός, υπερασπίζεται τα δικά του γκολπόστ.

Αλλά θέλει τύχη το ποδόσφαιρο, το απρόσμενο και το τυχαίο καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση, το παράδοξο δοξολογείται. Για αυτό και το ποδόσφαιρο προσφέρεται ως μία πλούσια παραλλαγή της επίγειας μοίρας των ανθρώπων22. Ο παίκτης, λόγου χάριν, σουτάρει στην «κλειστή γωνία» και βάζει γκολ και όχι στην ορθάνοιχτη «τρύπα» στην εστία. Από τους παίκτες, οι προωθημένοι και οι τερματοφύλακες είναι εκείνοι που συνήθως επιδεικνύουν ετοιμότητα, αν τους δοθεί η ευκαιρία, να αλλάξουν την τροχιά της μπάλας, σαν να αλλάζουν την πορεία μιας ζωής, να γίνουν ήρωες ή μοιραίοι παίκτες. Όλοι, παίκτες, προπονητές, παράγοντες, φίλαθλοι φοβούνται το αστάθμητο, το παράξενο, το μη λογικό, τρέμουν «τα καπρίτσια της μπάλας». Γι’ αυτό παίρνουν τα μέτρα τους, με μικρές τελετουργίες, να καλοπιάσουν την τύχη –λόγου χάριν, η περιοχή του αντιπάλου «σπέρνεται» με σπόρους ρυζιού ή σταχυού, τα τάματα δίνουν και παίρνουν, τα μάγια «λύνονται» με σκόρδα που θάβονται στο κέντρο του γηπέδου. Κάποιοι παίκτες, πάλι, μπαίνοντας στο γήπεδο φιλούν το χορτάρι, άλλοι φορούν ένα πλεγμένο κορδονάκι στον καρπό του χεριού, να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα. Σε ό,τι αφορά στους τερματοφύλακες, ασπάζονται την μπάλα, σύζυγος μαζί και ερωμένη –τα χείλη, μου φαίνεται, πάντοτε αντέχουν περισσότερο από τη λήθη: δεν ξεχνούν, δεν ξεχνιούνται-, εγγίζουν ή (και) φιλούν τα δοκάρια –να αγαπάς σημαίνει να καταλαβαίνεις, συνεπώς να δυσπιστείς.

Έχουν και οι τερματοφύλακες τα ξόρκια και τα φυλαχτά τους. Για παράδειγμα, ο Αργεντινός τερματοφύλακας, Αμαντέο Καρίσο, δεν είχε δεχτεί γκολ επί οκτώ αγώνες, χάρη στη δύναμη ενός σκούφου που τον φορούσε στο κεφάλι του με ήλιο και βροχή. Ο σκούφος αυτός ξόρκιζε τους δαίμονες του γκολ. Ένα απόγευμα, ο Άνχελ Κλεμέντε Ρόχας, παίκτης της Μπόκα Τζούνιορς, του έκλεψε το σκούφο. Ο Καρίσο αποστερημένος από το ξόρκι του, δέχτηκε δύο γκολ και η Ρίβετ Πλέιτ έχασε τον αγώνα23.

Πάντως, ο Ζεπ Μάγερ, τερματοφύλακας της Εθνικής Γερμανίας, γνωστός με το παρατσούκλι «ο Γάτος», είχε πάρει τα μέτρα του, ώστε να μη στερηθεί τα… φυλαχτά του. Έπαιζε πάντοτε με μακρύ μαύρο παντελονάκι και στο αριστερό μπράτσο του, μέσα από τη φανέλα του24, είχε δεμένο ένα μαύρο φυλαχτό από δέρμα.

Μια ζωή στο μεταίχμιο

O τερματοφύλακας είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, «καθαρίζει τις φάσεις», «κατεβάζει την μπάλα».

Ιδιαίτερα, όταν ο διαιτητής σφυρίζει πέναλτι –«μόνο η χαρά, που νιώθω όταν αποκρούω πέναλτι, είναι μεγαλύτερη από τη χαρά που αισθάνθηκα, όταν είδα τον Γκαγκάριν στο Διάστημα», εξομολογήθηκε ο Λεβ Γιασίν ο οποίος απέκρουσε πάνω από 150 πέναλτι στην καριέρα του-, τότε ο τερματοφύλακας εν αγωνία βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με τον «εκτελεστή» του: «”Όταν ο παίκτης αρχίζει να τρέχει […], ο τερματοφύλακας δείχνει, χωρίς να το θέλει, με τη στάση που παίρνει το σώμα του, σε ποιο σημείο ετοιμάζεται να ορμήσει. Έτσι, ο κυνηγός που χτυπά το πέναλτι, θα σουτάρει στην άλλη γωνία. Όπως καταλαβαίνετε, για τον τερματοφύλακα είναι σαν να προσπαθεί να ανοίξει μια κλειδαριά με ένα καλάμι”. Ξαφνικά ο παίκτης άρχισε να τρέχει με φόρα. Ο τερματοφύλακας […] έμεινε τελείως ακίνητος, και η μπάλα κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του» -την αγωνία του τη στιγμή του πέναλτι διαδέχεται η ικανοποίηση ότι κράτησε έξω ό,τι προοριζόταν για μέσα25. Αυτός, ο τερματοφύλακας, απέτρεψε την παραβίαση της εστίας, ίσως την ήττα. Αλλά δεν εξασφάλισε τη νίκη.

Αντίθετα, ο Γέρζι Ντούντεκ, τερματοφύλακας της Λίβερπουλ, όταν έπιασε τη σχεδόν εξ επαφής κεφαλιά του Αντρέι Σεβτσένκο στο τελευταίο λεπτό της παράτασης του αγώνα Μίλαν-Λίβερπουλ, στις 25 Μαΐου του 2005, στον πιο συναρπαστικό τελικό Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στην ιστορία της διοργάνωσης, έστειλε το ματς να κριθεί στα πέναλτι. Εκεί, αφού ο Ντούντεκ είχε δώσει ρεσιτάλ χορού στη γραμμή του πέναλτι μετακινούμενος ξέφρενα πάνω κάτω και δεξιά αριστερά στη γραμμή του τέρματος, με προσεκτικούς υπολογισμούς, και είχε εξουδετερώσει τα σουτ του Σερζίνιο, ο οποίος σούταρε στο δοκάρι, και του Αντρέα Πίρλο, ανάγκασε τον Σεβτσένκο να εκτελέσει ένα χλιαρό σουτ κατευθείαν στο κέντρο της εστίας και στα χέρια του. Προηγουμένως, καθώς ετοιμαζόταν να δώσει στο Ρώσο την μπάλα, λες και του έδινε την άδεια να προσπαθήσει κι αυτός, τράβηξε το χέρι του δείχνοντας καθαρά ποιος έχει τον έλεγχο. Ύστερα, απλώς (;) κάρφωσε την μπάλα με το βλέμμα του. Εξασφάλισε έτσι τη νίκη στη Λίβερπουλ.

Ο τερματοφύλακας, νικητής ή ηττημένος, είναι ένας άνθρωπος απελπισμένος, καταραμένος να ζει συνεχώς σε ένα μεταίχμιο, στο παιχνίδι, στη ζωή. Διαρκώς ζει σε αναμονή, «αφού ο θάνατος είναι ένα παιχνίδι», όπως μας διαβεβαιώνει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στον τίτλο του τελευταίου πριν από την τελευτή του ανολοκλήρωτου μυθιστορήματός του The Original of Laura: Dying is Fun (Το πρωτότυπο της Λώρα: ο θάνατος είναι ένα παιχνίδι)27.

Ο Μπέκετ28 και ο Καμύ, όπως ο Ναμπόκοφ, έπαιζαν τερματοφύλακες και αυτοί, για αυτό και ήταν πάντοτε πρόθυμοι να ευλαβηθούν την ήττα· να ανοίξουν δρόμους με τις λέξεις.

ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: