12/2/10

Το ζαχαροπλαστείο

12.2.2010

Ανέκαθεν το ζαχαροπλαστείο ήταν ο τόπος όπου καταλαγιάζονταν τα πάθη, λειαίνονταν τα εξογκώματα της συμπεριφοράς, υπογραφόταν συνθήκη εκεχειρίας - τα βλέμματα συναντιόντουσαν και μίκραιναν οι αποστάσεις γύρω από το φιλειρηνικό τραπέζι. Με τη συνάντηση των βλεμμάτων οι αλήθειες κατέβαιναν στην καρδιά, που ανοιγόταν διάπλατα. Ερχόταν το γλυκάκι, και μπουκιά μπουκιά λεγόταν ο πόνος, ενώ οι ερεθισμένοι εξ έρωτος μια κατέβαζαν μια σήκωναν τα μάτια διστάζοντας να πούνε τα μυστικά της αγάπης. Γύρω γύρω όλο συντροφιές, γλυκολαλούσες και τραγουδιστές, νέοι, φοιτητές, οι κουβέντες και τα αστεία, τα χαχανητά και οι εκρήξεις των διαθέσεων έφταναν και να μην το ήθελες στα αυτιά σου, και κέρδιζες μιαν εντύπωση του χρόνου και μιαν εικόνα της εποχής. Στο τέλος έφευγες με την ακτινογραφία του Άλλου, ο ασπασμός ήταν τόσο ηδονικός ύστερα από την έξοδο στο δρόμο, στο καλντερίμι, στον πεζόδρομο. Αυτό το γλυκάκι ήταν μια υπόσχεση ισορροπίας, ένα δώρο του απογεύματος, ένα χρώμα μέσα στην καταχνιά. Αλλά και το περιβάλλον του ζαχαροπλαστείου, οι λευκές κεντημένες κουρτινίτσες, με τα ανοιχτά τους μάτια, τα παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, οι χορευτικές κινήσεις των σωμάτων που έπρεπε να ελιχθούν στροβιλιζόμενα γύρω από τα τραπέζια, οι δίσκοι με τα φυτά και τα λουλούδια, η απόλαυση της εφημερίδας, οι μοναχικοί τύποι που κι αυτοί γίνονταν τόσο συμπαθητικές φιγούρες, τα κορίτσια με τη μέση-δαχτυλίδι που σου έφερναν τον αχνιστό καφέ και τα μυρωδάτα βουτήματα. Οποία εξ όλων θαλπωρή. Το ζαχαροπλαστείο είναι μια μητρική φωλιά, και η ζάχαρη σαν να εξευγενίζει τα ήθη και κάμπτει ως αέναος πειρασμός τη σκληράδα των λόγων, καθώς όλοι και όλα σε αυτήν υποκύπτουν, μια και διά των υπέροχων αισθήσεων περνούν σε έναν άλλον, υπεραισθητό κόσμο.

Κατόπιν τούτων, ίσως μπορείτε να φανταστείτε με ποια συναισθήματα ακαριαίας συντριβής, βουλιαγμένης απόγνωσης και σκοτεινής πίκρας αντίκρισα χθες, που έσχισα πεζός την Πλάκα στα δύο, το ζαχαροπλαστείο στη συμβολή των οδών Αγγ. Γέροντα και Δαιδάλου το καλούμενον ΄΄Τρίστρατον΄΄ σε κατάσταση μοναχική κι ερειπιώδη, με τα θυρόφυλλά του σε σχήμα Λ να φορούν τις χειροπέδες του λουκέτου, τα τζάμια θολά και σκονισμένα, έναν λογαριασμό ορφανό πεταμένο κάτω από τη σχισμή σαν σημάδι μιας μεταθανάτιας ζωής. "Τον έβγαλε έξω ο ιδιοκτήτης", μου είπε ξερά ο υπάλληλος ενός όμορου πάρκινγκ αυτοκινήτων.

Μαζί με αυτόν έβγαλε έξω στο δρόμο και στην παγωνιά και τις υπέροχες αναμνήσεις μας από αυτό το γωνιακό στέκι, χώρο αναφοράς και παρηγοριάς τόσο στη βαρυχειμωνιά όσο και στις γιορτινές ανοιξιάτικες μέρες ή βραδιές.

Μαζί με τον Αντίοχο Ευαγγελάτο, θέλησε να πάει και αυτή η γλυκοφωλιά. Κλαίω.