1. ΟΤΑΝ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΛΑΖΑΡΗ
Την περασμένη Τετάρτη κάναμε στο σχολείο μας ένα μικρό αφιέρωμα στον Μαραμπού.
Πιστεύω ότι άρεσε στα παιδιά και απ' ό,τι φαίνεται θα υπάρχει συνέχεια.
Το ταξίδι μας με τον Μαραμπού ξεκίνησε από την υπόγεια σκονισμένη "αίθουσα εκδηλώσεων" του Γενικού Λυκείου Πικερμίου για να φτάσει μέχρι τα πέρατα της γης. Σημαντικοί σταθμοί του ταξιδιού αποτέλεσαν το Χαρμπίν, η Κεφαλλονιά, ο Πειραιάς, η Μασσαλία, η Αλεξάνδρεια, το Melbourne, το Colombo, το s/s "CYRENIA", το m/v "Aquarious", το "Πούσι", η "Fata Morgana", η Θεανώ Σουνά.
Ο καλός φίλος από τη Σύρα Διονύσης Νοταράκης ανέβηκε, πρόσφατα, στη Θεσσαλονίκη.
Στην Οδό Αιγύπτου συνάντησε την παρακάτω καλαίσθητη ρεκλάμα όπως φαίνεται στη φωτογραφία που ακολουθεί:
boite M/V MARABU
Αιγύπτου 5
Συνειρμικά, η σκέψη του Διονύση γύρισε στον Μανώλη Αναγνωστάκη και στο ποίημά του "Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ."
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε.
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται.
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε.
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες.
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες.
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους.
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-
τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής.
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές.
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Νοερά, λοιπόν, ξαναγυρίζουμε στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 1946.
Μέσα από τη διήγηση του Κλείτου Κύρου "Το ταβερνάκι - σημείο αναφοράς στη φιλία μου με τον Νίκο Καββαδία" (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" [τεύχος: 1072]) θα βρεθούμε μια μαγική νύχτα στη Σαλονίκη.
"Ο Καββαδίας υπηρετούσε τότε ως ασυρματιστής στο ατμόπλοιο "Κορινθία" που έπιανε κάθε βδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Σε κάποιο από τα ταξίδια αυτά πραγματοποιήθηκε μια σύναξη σε μια μισοϋπόγεια ταβέρνα που λεγόταν "Τα Μεσόγεια" και βρισκόταν στην οδό Καρόλου Ντηλ. Ήταν εκεί μεταξύ άλλων ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Θανάσης Φωτιάδης, ο Αλέξης Φασιανός, ο Πάνος Θασίτης, ο Τάκης Χασήρ, ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, ο Γιώργος Κουμβακάλης, ο Κλείτος Κύρου και αρκετοί ακόμα. Φεύγοντας από την ταβέρνα, οι λίγοι που απομείναμε τραβήξαμε μαζί με τον Κόλια προς το Βαρδάρι όπου ήθελε να πάρει, όπως έλεγε, μια γεύση από την περίφημη Μπάρα, τη γνωστή ανά το πανελλήνιο -και ιδιαίτερα στους ναυτικούς- περιοχή του αγοραίου έρωτα, με τους οίκους ανοχής κολλητά σχεδόν ο ένας πλάι στον άλλον. Και δεν θα ξεχάσω, μέσα σ' εκείνον τον μπορντελομαχαλά, νύχτα μέσα στα κόκκινα λαμπιόνια, ένα μικρό σπιτάκι που βρισκόταν ανάμεσά τους με μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδό του να προειδοποιεί: ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΕΝΕΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ."
Επιβιβαζόμαστε, λοιπόν, στον m/v "MARABU".
Μας περιμένουν από ώρα ο Κόλιας Καββαδίας, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Χρήστος Αποστολόπουλος, ο Πέτρος Χριστοφιλίδης, ο Γιώργος Τράπαλης, η Ιωάννα Σπηλιοπούλου, ο Διονύσης Νοταράκης, ο Jolly Roger, ο Corto Maltese και άλλοι πολλοί.
Το σκίτσο που ακολουθεί είναι του Σταύρου Σολομή, μαθητή της Β' τάξης του ΓΕΛ Πικερμίου και η φωτογραφία του Διονύση Νοταράκη.
Καλό βράδυ
Καλό Πάσχα
Αντώνης Λαζαρής
2. Η ακύρωση της επιστροφής
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΒΕΗ
«Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.»
Νίκος Καββαδίας, «Θεσσαλονίκη», Πούσι
Μετά από όλα αυτά τα ταξίδια, υπηρεσιακά και μη, που έκανα κυριολεκτικά και στις πέντε ηπείρους, για τριάντα και πλέον χρόνια, έρχονται κάποτε οι βαθιές στιγμές που με πείθουν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να ισχύει η αρχή εκείνη που ορίζει με υποδειγματική σαφήνεια ότι όντως «τα ταξίδια είναι βάρβαρα. Σε αναγκάζουν να εμπιστεύεσαι ξένους και να λησμονείς εκείνη τη γνώριμη άνεση της εστίας και των φίλων. Βρίσκεσαι συνεχώς έξω από τα νερά σου. Τίποτε δεν είναι δικό σου εκτός από τα ουσιώδη - τον αέρα, τον ύπνο, τα όνειρα, τη θάλασσα, τον ουρανό -, όλα τα πράγματα που τείνουν στο αιώνιο ή ό, τι φανταζόμαστε απ΄ αυτό».
Το αίσθημα αυτό, που με τόση ενάργεια αποτυπώνει στις παραπάνω αράδες ο Cesare Ρavese (ιδέτε την προμετωπίδα στο The Comfort of Strangers του Ίαν Μακ Γιούαν, που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ως Ξένοι στη Βενετία, σε μετάφραση του Νίκου Σακαλίδη, από τις εκδόσεις Σέλας, 1991), με συνέχει όταν, μεταξύ άλλων, ξαναδιαβάζω τώρα, στη «μέση ηλικία», τον Νίκο Καββαδία.
Σχεδόν σε όλα του τα ποιήματα μπορούμε, αν θελήσουμε, να ανιχνεύσουμε αυτή την άπωση, εκείνη την απροσδόκητη ταλάντωση του εκκρεμούς που λες και παύει ξαφνικά να αιωρείται, επειδή αποφασίζει πέραν πάσης προσδοκίας να μείνει και να αγκιστρωθεί τελεσίδικα σε ένα μόνον πόλο. Ας τον ονομάσουμε πρόχειρα: (συγκινησιακό)έξω ή (οραματικό)εκεί. Βέβαια, η εν λόγω «βαρβαρότητα» μπορεί σε ένα βαθμό να απαλειφθεί, ή για να το πω διαφορετικά, να εξανθρωπισθεί ελαφρώς μέσα από τη διαδικασία της δείνα ποιητικής ολοκλήρωσης. Η γνωστή από τους αρχαίους κιόλας χρόνους μοναχικότητα του κατ' ανάγκην περιηγητή, οι τρομερές δυσκολίες ταύτισης και συνταύτισης με την εκασταχού εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι πάγιες συνθήκες της οριακής απο-ξένωσης και η παραπληρωματική βάσανος της φασματικής επιστροφής θα έλεγα, συμπεραίνοντας, ότι προσδίδουν στις υπερπόντιες γραφές των ναυτικών το σχεδόν ανεκτό ή ακόμη και ζείδωρο άλγος, τη χαρμολύπη ενός εξευγενισμένου πανικού.
Η, δε, προαναφερόμενη «εστία» του Cesare Ρavese φαίνεται εν τέλει τόσο μακρινή, τόσο απρόσιτη. Σα να μην υπήρξε δηλαδή ποτέ. Η παλιννόστηση εκφυλίζεται σε παρωδία του εαυτού της. Είναι το μέγα Φάντασμα: το παρ' ολίγον ταξίδι, η επιχείρηση που συνεχώς αναβάλλεται - άχρι θανάτου. Από τους στίχους εκείνους που σημάδεψαν τις δικές μου περιηγήσεις απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τούς εξής:
«Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό / και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο, / πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ; /σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;» Ανήκουν στο έκτο ποίημα της συλλογής Τραβέρσο, με τίτλο «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη», που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας επί του s/s Apollonia, το 1957. Τους ακούω πάντα μαζί με εκείνους από τη «Θεσσαλονίκη», που καταχωρείται στο Πούσι:
«Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται / και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού. / Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται / σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.» Ίσως να μνημονεύουν εμμέσως, πέρα από τις στιχουργικές συγκυρίες, τον ενδόμυχο Τόπο, το απώτερο πολυπόθητο σύνορο, που ακουμπάει (και) το πουθενά. Οι κατά καιρούς μέτοικοι, οι εκ συστήματος πλάνητες, οι εκ γενετής νομάδες, αυτοί οι τοποτηρητές του πλανήτη, που με συγκινούσαν ανέκαθεν με την ανιδιοτελή-ιδιοτελή κινητικότητά τους, ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά φορείς ενός βασκάνου μη-νόστου. Γι’ αυτό και σκληραίνουν από συναισθηματική άποψη. Επαληθεύουν, μεταξύ άλλων, τους αφορισμούς ενός άλλου σημαίνοντος της διαρκέστατης διασποράς, του Ηλία Κανέττι: «Στα ταξίδια τα αποδέχεται κανείς όλα, η αγανάκτηση μένει στο σπίτι. Βλέπεις, ακούς και εκστασιάζεσαι με το πιο φοβερό, γιατί είναι καινούργιο. Οι καλοί ταξιδιώτες δεν έχουν καρδιά». (Ιδέτε Οι φωνές του Μαρρακές, εντυπώσεις ύστερα από ένα ταξίδι, μετάφραση: Νίκος Δήμου, εκδόσεις Libro, 2005.)
Αν η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το Μαραμπού, έργο του 1933, είναι ήδη η πρώτη ραψωδία του προγραμματικού τέλους των οριζόντων, τότε η δεύτερη συλλογή του, το Πούσι, έργο του 1947, είναι η νοσταλγική επωδός του μη-νόστου. Αυτή η αντίφαση είναι φαινομένη: ο ωκεανός είναι η κανονική, η ορθή Μήτρα μας. Κάθε άλλη συνωνυμία είναι προφανώς περιττή. Άλλωστε, αφήνοντας τους συνειρμούς να κάνουν τη δουλειά τους, φρονώ ότι στη Χαρούμενη Επιστήμη του, ο Νίτσε καταξιώνει, αν μη τι άλλο, αυτή την ακόρεστη τάση προς τα πέρατα, προς τα κέρατα του κόσμου-ύπαρξης.
Ας θυμίσω: «Σιγά σιγά βαριόμαστε το παλιό, αυτό που κατέχουμε σίγουρα, και απλώνουμε πάλι τα χέρια μας∙ ακόμη και το πιο όμορφο τοπίο δεν είναι πια σίγουρο για την αγάπη μας όταν ζήσουμε σ’ αυτό τρεις μήνες και μια πιο μακρινή ακρογιαλιά προσελκύει την πλεονεξία μας: η κατοχή μικραίνει τις περισσότερες φορές το κατεχόμενο αντικείμενο. Η ευχαρίστηση που νιώθουμε με τον εαυτό μας θέλει να διατηρηθεί τόσο έντονη που αλλάζει πάντα κάτι καινούργιο σε μας τους ίδιους – αυτό ακριβώς ονομάζεται κατοχή».
(Ιδέτε τη μετάφραση του Ζήση Σαρίκα, εκδόσεις Βάνιας, 2008.)
Κατά συνέπεια, η τρίτη συλλογή του, το προαναφερόμενο Τραβέρσο, που κυκλοφόρησε σχεδόν μισόν αιώνα μετά το Μαραμπού, συνιστά την απολυτοποίηση της εμμονής - παραμονής στην ουτοπία της επανόδου. Διακρίνω από το ποίημα «Marco Polo», γραμμένο στη Βενετία, στις 3 Απριλίου 1972, το επιλογικό τετράστιχο:
«…Κι έφυγε από τη μάνα του καθώς εφύγαν κι άλλοι. / Πήγε, μα δε γονάτισε μπρος στο μεγάλο Χάνο. / Φίλιππε, αποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι. /Αποκοιμήθηκα κι εγώ… και τ΄ άλλα, τα ξεχνάω.»
Ανήκω σ’ αυτούς που παίρνουν στα σοβαρά το παιχνίδι της καββαδικής ρίμας. Διαφορετικά θα πρέπει να δικαιώσω την τοπο-φοβική αποστροφή, όπως διατυπώθηκε τριάντα χρόνια προτού γεννηθεί ο Φερνάντο Πεσσόα: «Τι συμβολίζει η Αφρική – τι συμβολίζει η Άγρια Δύση; Μήπως δεν είναι τάχα και ο δικός μας εσωτερικός κόσμος λευκή, ανεξερεύνητη περιοχή του χάρτη, κι ας αποδειχθεί μαύρη σαν τις ακτές της Αφρικής όταν κάποτε ανακαλυφθεί; Τι ψάχνουμε να βρούμε, τις πηγές του Νείλου και του Μισισιπή ή το Βορειοδυτικό Πέρασμα; Αυτά είναι άραγε τα προβλήματα που απασχολούν όσο τίποτε άλλο την ανθρωπότητα;» (Ιδέτε Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, Walden, ή Η ζωή στο δάσος, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδόσεις Κέδρος, 2007.)
Αντιλαμβάνομαι ότι ο Νίκος Καββαδίας, ως αυθεντικός ποιητής, διαβάζεται πολλαχώς. Η δαψίλεια των παρατεταμένων ηδονών στο μεταίχμιο αρχιπελαγών και ηπείρων υπονομεύει την ιδέα του (μικρού) νόστου, ενώ αντιθέτως τον γαλουχεί μέσα στο όνειρο της επιστροφής στις αρχέγονες πτυχές του υδάτινου-θαλασσινού είναι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
26/3/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου