10.3.2010
Εξόχως αποκαλυπτικό θέαμα. Ανακουφιστικός διάδρομος και κανάλι του ματιού.
Βρισκόμουν δίπλα στη στάση λεωφορείων επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 4. Στιγμές στιγμές το μάτι σκαρφάλωνε στο υπέροχο κτήριο με τα νεοκλασικά μπαλκονάκια. Σκονισμένη αριστοκρατία, που λέμε. Ο νους μου πήγε αμέσως στη γλύπτρια Ναταλία Μελά. Θυμήθηκα μιαν εκπομπή όπου την έδειχνε σε ένα αργόρυθμο τροχοφόρο στις Σπέτσες, αλλά και σε κάποιο εργαστήριο γλυπτικής, να καθοδηγεί έναν στιβαρό τεχνίτη μέσα στις σπίθες της οξυγονοκόλλησης και τα σιδερένια υπόλοιπα. Σχεδόν τη φαντάστηκα να εμφανίζεται ξαφνικά, γηραιά και αυστηρή, με καφετιές λαδιές πάνω στο δοκιμασμένο από το χρόνο πρόσωπο. Αλλά η αόρατος χειρ με είχε προλάβει κάνοντας το μικρό θαύμα και την έκπληξή της, μέσα στο μουντό ασημένιο χείλος του καιρού. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή και ο αμέριμνος διαβάτης μπορούσε να διακρίνει ευχερώς τα σιδερένια γλυπτά που στέκονταν στην αυλή, δίπλα στο περίφημο εργαστήριο φιμωμένο με ένα τετράγωνο λουκέτο, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν αλυσοδεμένοι υπέροχοι δεσμώτες μιας άλλης εποχής, ή σαν τιμωρημένα παιδάρια με επίγνωση όμως της άφθαστης λάμψης τους.
Το κοντάρι του δορυφόρου, η άρπα του Απόλλωνα, ένας Κούρος, μια θεά, ένας σκύλος να δείχνει τα δόντια του κρατημένος στα πίσω του πόδια, όλα με τις μεταλλικές κολλημένες δαντέλες και τους δακτύλιούς τους. Πιο κει αμπαλαρισμένα κάποια μαρμάρινα. Νομίζω ότι έστεκε υπερήφανος ο Μελάς, μέσα σε ένα σελοφάν, σαν υπεργήινο εξογκωμένο δώρο του περιπτέρου της Ιστορίας. Μπήκα και βγήκα από την αυλή, βιαστικά, σαν να μην μου έπρεπε η στάση εκεί. Σαν ικέτης σε αρχαίο ναό. Με το ματάκι προσπαθούσα να διακρίνω εάν πλησίαζε το λεωφορειόχημα που ανέμενα. Ένιωσα την ευτέλεια της αναμονής και της ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς πίσω μου ξεπρόβαλλαν οι ολοζώντανες αρχαίες μορφές, άφθαρτες και σκονισμένες, σαν σιδερόφρακτες, με τις πανοπλίες και τις εξαρτύσεις, αιώνιες. Ούτε ο αγέρας ούτε η σκόνη ούτε η βροχή δεν θα σβήσει την έκφρασή τους. Μια ασημένια λάμψη, μια πομπή αρχαίων φαντασμάτων. Κι όμως, η πόρτα παρέμενε ανοιχτή. Ποιος θα έβλεπε και δεν θα δενόταν με τις αλυσίδες των αισθημάτων του;
Όσο αργούσε το λεωφορείο, έγερνε μέσα μου η επιθυμία να μείνω εκεί να τα φυλάω. Η αυλή ήτανε πλέον ένα ταπεινό μουσείο. Το εργαστήριο βουβό. Η γλύπτρια άφαντη. Ίσως εκεί ψηλά στο ρετιρέ όπου κατοικεί να με έβλεπε με τον Κέρβερο του ματιού.
Ήταν λοιπόν φανερό. Τα γλυπτά δεν χρειάζονταν καμία προστασία. Μπορούσαν από μόνα τους να υπερασπίσουν την αυτοτέλειά τους. Η ύλη είχε υποταχθεί πάνω τους σκισμένη σε λωρίδες.
Η πόλη έδειχνε τόσο μάταιη χωρίς την παρουσία τους.
Όταν έφυγα, φαντάστηκα το χέρι να κλείνει την πόρτα ιεροτελεστικά. Τα γλυπτά θα στέκονταν άγρυπνα, σαν Εύζωνες.
10/3/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου