23/3/10

Τα ιερά κόκκαλα

23.3.2010

(Ένα γράμμα, βαθιά σαρκικό. Η γυναίκα το διαβάζει αποκαμωμένη σε ώρα σιωπηλή.)

Αγάπη μου.

Είσαι κουρασμένη. Σε κάθε σου βήμα γέρνεις σαν για να φιλήσεις το χώμα. Με γογγυσμό, σαν σε άχθος, θέτεις τάξη στα πράγματα γύρω σου. Αυτό το σώμα, το σώμα σου, το χτυπούν κάθε μέρα χίλια μαστίγια. Κι ωστόσο πρέπει να σταθεί ορθό, να αντέξει. Τα κόκκαλά σου, αυτά τα ιερά σου κόκκαλα, δεινοπαθούν με τόσα υποζύγια. Πλεγμένοι οι αρμοί τους, ακλόνητοι οι συνδετήρες τους, βγάζουν κρυφούς αναστεναγμούς στις παντοίες πιέσεις. Είσαι τόσο κουρασμένη. Δουλεύεις τόσα χρόνια χωρίς διακοπή. Ποτέ δεν σε άκουσα να αναπαύεσαι. Από το ένα θέμα πετάς στο άλλο, κάθε ώρα, κάθε μέρα, κάθε χρόνο. Το σώμα σου το έχει πάρει για τα καλά ο Χρόνος και με τη φόρα που έχει πάρει δεν το σταματά κανείς. Οι εποχές το πετούν σαν τόπι, η μία στην άλλη. Το σώμα σου είναι ένας κορμός δέντρου που πλέει διαρκώς μέσα στο ποτάμι του Χρόνου. Κανονικά, η μέρα είναι για τη δράση, η νύχτα για την ανάπαυση. Κι όμως, η μέρα σου επεκτάθηκε τόσο που μπήκε μέσα στα όρια της νύχτας. Το σώμα σου δεν λέει να σβήσει με τίποτα. Μηχανάκι έχει καταντήσει. Χιλιόμετρα διανύει κάθε μέρα. Αλλά και τις νύχτες δεν λέει να ησυχάσει. Όσο υπάρχει αυτή η ρευστή ζωή εκεί έξω, το σώμα σου δεν αιχμαλωτίζεται με τίποτα. Το βάζεις στο κρεβάτι και λες να το κρατήσεις εκεί, απαλλαγμένο από έννοιες, εικόνες, ιδέες, φαντάσματα. Αλλά είναι τόσο ισχυρή η επίδρασή τους, που ο Νους πρώτος υπνοβατεί, και τα μάτια σου ζουν άγρυπνα όπως τα μάτια των σκοπών, των ακριτών. Τα μάτια σου. Τα μάτια σου είναι κουρασμένα. Πέφτει το φως πάνω τους κι εκείνα δειλιάζουν, χαμηλώνουν. Θα ήθελαν να κρύβονταν για κάμποσο χρόνο από τα βάσανα της κίνησης, της ροής των πραγμάτων, της επεξεργασίας όλων των αισθητών. Να κρύβονταν μέσα σε ένα μεγάλο σκοτάδι, αδιαπέραστο από σκέψεις και φώτα. Τα μάτια σου κλείνουν. Όλη μέρα σέρνονται πάνω από ύλη, από χαρτιά, από βίαιους θορύβους, από ξαφνικούς σεισμούς και κραδασμούς, από μηχανικές εντάσεις. Το σώμα σου κρατιέται σαν λαμπάδα μέσα στη φωτιά. Τα ιερά σου κόκκαλα τσακίζονται κάθε μέρα μέσα στους αλαλαγμούς, τους κρωγμούς, τους σχιστόλιθους ενός απειλητικού περιβάλλοντος. Τυραννισμένα δέρνονται, χτυπιούνται δεξιά κι αριστερά, αποκρούουν βολές, ριπές, ρεύματα. Το κουρασμένο σώμα σου δεν έχει ούτε βάσιμο τόπο ούτε ορισμένο χρόνο. Σαν σε καραβάνι, βαδίζει στο κενό, και στο άτοπο, και στο άχρονο. Έρημος στα αλήθεια η ζωή, και οι βαδιστές όπως εσύ περπατούν ολοένα και πάνε στο άγνωστο. Στα κόκκαλα, σαν σε εσωτερικούς χάρτες, θα γράφονταν, λέμε, οι διαδρομές αυτές - όπως θα γράφονταν, επίσης, και στο δέρμα, και στο λευκό των ματιών, και στον πυρήνα της μνήμης. Είσαι τόσο κουρασμένη. Αν ήσουν μια σταγόνα, θα σε έριχνα σε μια πισίνα να κολυμπήσεις στα νερά μιας γαλαζωπής αμνησίας και ανεμελιάς. Θα ήθελα να ξεχάσεις, αν μπορούσες. Γιατί εσένα κάτι πάντοτε σου τριβελίζει το μυαλό. Το κουρασμένο σου σώμα είναι το ανήσυχο μυαλό σου. Κλείσε αν μπορείς τη στρόφιγγα και πες πως είσαι μια άλλη. Πέταξε τις δοσμένες σου ιδιότητες, όπως πετάς τα παλιά σου ρούχα. Μια κάθαρση σου χρειάζεται, να βουτηχτείς σε νερά καθαρά, να ξεκουραστούν οι ιστοί σου, να στοιχηθούν τα άτακτα κύτταρά σου, να μπεις σε νέες λεωφόρους. Delete στα βασανιστικά αρχεία της καθημερινότητας. Τα κόκκαλά σου υποφέρουν. Είσαι σαν μηχανοκίνητη. Των νεκρών τα κόκκαλα αποκαμωμένα κάθονται σε ασημένια κουτιά, των ζωντανών τα τρυπάει χρυσαφένιο το φως του ηλίου και τους κραυγάζει: ΄΄ζήσε, κίνει, άγε, φέρε΄΄. Τα κόκκαλά σου είναι φορέας μιας σκλαβιάς. Η γυμναστική των αρθρώσεών σου είναι από συνεχείς επιταγές τού τώρα. Το κουρασμένο σου σώμα πρέπει να απαντάει διαρκώς στα ερωτήματα των καιρών. Ο χειμώνας το γδέρνει και το πετάει κατηφές στην άνοιξη, που δεν το αφήνει σε ησυχία με τις οσμές και τα χρώματά της. Το καλοκαίρι, λέμε, ανασταίνεται, αλλά μόνο μέσα στο θαλασσί μπουκάλι των βυθών. Έξω από κει πάλι τα βάρη, οι ζυγοί, τα φορτία, οι έγνοιες. Το φθινόπωρο το σώμα είναι μαυρισμένο, όμορφο, έχει την όψη της γλυκιάς κούρασης. Και ιδού ο νέος ανήφορος, τα νέα σκαλιά. Το σώμα σου μια ζωή σκαλιά ανεβαίνει. Και λαχανιάζει, γιατί ποτέ δεν φτάνει στην κορύφωση όλων των προσπαθειών. Στο σημείο εκείνο όπου θα πει ΄΄έφτασα΄΄, ΄΄βρήκα το πέρας της ευτυχίας΄΄.  Το έχουν δασκαλέψει όλο να τρέχει και ποτέ να μην φτάνει. Όταν έλθει η ώρα του θανάτου, το κόβουνε σε φέτες και αποσυναρμολογούν τα ιερά της ασκητικής ζωής κόκκαλα. Τώρα επιτέλους σού σερβίρουν τη λήθη. Την ιερή και την αιώνια. Και την ελευθερία από όλους τους στίβους της καθημερινής ύπαρξης. Αναλώσιμα και τα κόκκαλα. Κάνεις δουλειά με αυτά. Πίνεις αίμα και σώμα. Άρα, όλα στη λειτουργία καταλήγουν. Στο ιερό μυστήριο της ύπαρξης. Στις λιτανείες και στις προσευχές.

Το σώμα του Ιησού είναι κουρασμένο, κρεμασμένο, προδομένο. Αλλά κι εσύ δεν πας πίσω. Είσαι σαν ΄΄σύγχρονος Ιησούς΄΄.

Χαίρε, αγάπη μου. Μην κουραστείς να μου απαντήσεις.

Π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: