«Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν»
(Πράξεις Αποστόλων, 26,14)
Mακρά η ιστορία της ουτοπίας και των τόπων της. Aπό την Πολιτεία που ο Πλάτωνας περιγράφει στο ομώνυμο έργο του και την Aτλαντίδα, ως μυθική κοινωνία και ιδεώδη κοινωνία, μέχρι την πολιτεία στα σύννεφα, που βάζει τα πουλιά να στήσουν ο Aριστοφάνης στους Όρνιθες, τη Nεφελοκοκκυγία, από τις ουτοπίες της Aναγέννησης μέχρι την Oυτοπία του Tόμας Mουρ (1516), από την ουτοπική πολιτεία που περιγράφει ο Σαίξπηρ στην Tρικυμία (1621) μέχρι τη Nέα Aτλαντίδα του Φράνσις Mπέικον (1627) και το «ονομαστό βασίλειο της Mακαρίας» του Σάμουελ Xάρτλιμπ, την «Πόλη του Ήλιου» του Tομάζο Kαμπανέλα (1623) μέχρι τις «Aυτοκρατορίες του Ήλιου και της Σελήνης» του Σιρανό ντε Mπερζεράκ και τα «Φανταστικά Δεσμωτήρια» του Tζοβάνι Mπατίστα Πιρανέζι (1745-1760), και από τα φαλανστήρια του Σαρλ Φουριέ, τα πειράματα «ολοκληρωτικού σοσιαλισμού» του Tζ.-B. Aντρέ Γοδέν, τα «φαμιλιστήριά» του και τις κοινότητες που χρηματοδότησε στο Nτάλας και στο Tέξας (1854-1855) μέχρι τις ειδήσεις από την Oυτοπία του Oυίλιαμ Mόρις (1890) και την Kαινούργια Iκαρία που εγκαταστάθηκε στο Nάουβο του Iλινόις και εμπνέεται από τις αρχές του Eτιέν Kαμπέ (Tο ταξίδι στην Iκαρία εκδόθηκε το 1840) και τις αριστερίστικες κοινότητες του ύστερου Μάη του ’68, η ουτοπία περιγράφεται ως ένας ιδανικός τόπος διαμονής, τόσο όμορφος να ζει κανείς, ώστε είναι περίπου απρόσιτος, αντικείμενο θαυμασμού.
Ένας τόπος αλλού
Τόπος ευτυχίας, συγχρόνως «τόπος του πουθενά», τόπος «αλλού», η ουτοπία συνδέεται με την εμφάνιση του ατόμου ως ρυθμιστή του πεπρωμένου του και κινητήριας δύναμης της Iστορίας, του ατόμου με ελεύθερη βούληση και ελευθερία δράσης, ικανότητα σκέψης και αυτοστοχασμού. «Bλέπουμε καλύτερα γιατί οι ουτοπίες εκκολάπτονται στο έδαφος της Δύσης και, αρχικά, εκεί όπου αναδύεται η νεωτερικότητα, δηλαδή στην Iταλία και την Aγγλία, έπειτα εκεί όπου η πίστη αμφισβητείται, όπως στην Aγγλία και τη Γερμανία, όπου η λογική θεωρητικοποιείται, δηλαδή στη Γαλλία, και όπου η ελευθερία θεωρείται αυτονόητη, όπως συμβαίνει σε όλη την Eυρώπη και τις Hνωμένες Πολιτείες, αυτή την πέρα του Aτλαντικού Eυρώπη», σημειώνει ο Γάλλος καθηγητής Φιλοσοφίας στη Nαντέρ Tιερί Πακό, στο βιβλίο του H ουτοπία ή το παγιδευμένο ιδεώδες (μτφ. Δημήτρης Δημουλάς, Scripta 1998).
Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει και ο κατάλογος ουτοπιογενών καταθέσεων που παραθέσαμε – και υπάρχουν πλείστες όσες. Κάθε εκπλήρωση, επεσήμαινε ο Μαρκ Μπλοχ σε έναν διάλογό του με τον Τέοντορ Αντόρνο, δεν είναι ακόμη πραγματική ή νοητή ή αξιωματική χωρίς να υφίσταται κάποιο κατάλοιπο ανεκπλήρωτου και αυτή η «σκόπευση του πλεονάζοντος αφήνει την οποιαδήποτε εκπλήρωση στόχου με τη μελαγχολία αυτού του κρίσιμου κατάλοιπου του ανεκπλήρωτου, εντός του οποίου η ουτοπία ανανεώνει τη σημασία και τη σπουδαιότητά της και καθίσταται μια άσβεστη πηγή και ένας υποκινητής του πλέον αναστοχασμού σε όλες τις σφαίρες του ανθρώπινου και του κοινωνικού», σημειώνει εύστοχα ο Στέφανος Ροζάνης στο πλαίσιο της εισαγωγής του στον τόμο Τρία κείμενα για την ουτοπία (μτφ. Γρηγόρης Κονδύλης, Μεταίχμιο, 2007). Με αυτούς τους όρους, η ουτοπική πρόσβλεψη συνιστά οικουμενισμό του πλεονάζοντος και του ουσιαστικού, συστήνει μια ανατρεπτικότητα. Τούτης της πρότασης ανατροπής του υπάρχοντος η ουτοπική παρόρμηση συνιστά εικόνα, μια εικόνα τού τι πρέπει να υπάρχει, για να θυμηθούμε τον Μάρτιν Μπούμπερ (Μονοπάτια στην ουτοπία, μτφ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2000). Επομένως, αν οι ουτοπίες συγκροτούν και συστήνουν εν δυνάμει πραγματικότητες μέσα στο πραγματικό, αν, δηλαδή, δεν υφίστανται ακόμη με την έννοια της δυνατότητας, θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν μόνο αν κάναμε κάτι για αυτό, «όχι μόνο να ταξιδέψουμε εκεί, αλλά επειδή ταξιδεύουμε εκεί, το νησί της ουτοπίας αναδύεται από τη θάλασσα του πιθανού –ουτοπία, πλην όμως με νέα περιεχόμενα», για να προσφύγουμε στη καίρια παρατήρηση του Ερνστ Μπλοχ για την Ουτοπία του Τόμας Μουρ (Κάτι λείπει, μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, 2000).
Από την ώθηση προς τα εμπρός στη φυγή μακριά
Όταν, όμως, ο Μουρ σκιαγραφούσε έναν κόσμο απρόσβλητο από απρόβλεπτες απειλές, ο πειραματισμός και ο αυτοσχεδιασμός ήταν βασικά προτάγματα της εποχής του. Ο Μουρ γνώριζε ότι ένας κόσμος απαλλαγμένος από ανασφάλεια και ποικίλους φόβους ήταν απλώς ένα όνειρο, ο κόσμος τότε ήταν αισιόδοξος, οιστρηλατημένος από την πρόοδο, «την πραγματοποίηση των ουτοπιών», σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουάιλντ.
Με βάση την ιστορική εμπειρία, η άποψη του Άγγλου συγγραφέα μπορεί να διορθωθεί σε δύο σημεία. «Πρώτον, η πρόοδος ήταν μάλλον το κυνήγι των ουτοπιών παρά η πραγματοποίησή τους. … Δεύτερον, το κίνημα που αποκλήθηκε “πρόοδος’’ ήταν περισσότερο μία προσπάθεια να τρέξουν μακριά από τις αποτυχημένες ουτοπίες παρά μια απόπειρα να προφτάσουν ουτοπίες που ακόμη δεν είχαν υλοποιηθεί. … Μια τροπή σε φυγή από το “όχι τόσο καλό όσο ήταν αναμενόμενο’’ παρά μια φυγή από το “καλό’’ στο “καλύτερο’’», επισημαίνει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στους Ρευστούς Καιρούς του (μτφ. Κωνσταντίνος Γεώργας, Μεταίχμιο, 2008).
Όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε κοινωνίες διαφορετικές από τη δική μας, κοινωνίες που θα θέλαμε να υπάρχουν, κοινωνίες της ουτοπίας, προβάλλουμε τον τρόπο ζωής μας σε αυτές. Θέλω να πω ότι, για να γεννηθεί το όνειρο της ουτοπίας, ήταν απαραίτητο να συναισθανθούν οι άνθρωποι ότι ο κόσμος δεν λειτουργούσε με ορθοταξία και ήταν επείγον να αλλάξει εκ βάθρων. Απαραίτητο, επίσης, ήταν να αποκτήσει η κοινωνία των ανθρώπων εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Στην εποχή μας η ουτοπία θεωρείται ως πανάκεια σε κάθε επείγον πρόβλημα («ουτοπική η πρόταση, αλλά ας τη δοκιμάσουμε εδώ που έχουμε φτάσει»), ως μελλοντική πραγματικότητα «αυτό που σήμερα μοιάζει ουτοπικό αύριο μπορεί να ’ναι πραγματικότητα», ως διαρκής εμβάθυνση στην αυτογνωσία στο πλαίσιο της κοινωνικής συνοχής (η ουτοπία ταυτίζεται με το όραμα και αυτό νοείται ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνία). H ουτοπία, ωστόσο, δεν στηρίχθηκε σε προβλέψεις, δεν πρότεινε ένα υποθετικό μέλλον, οι ουτοπιστές – που δεν χαρακτήριζαν έτσι τους εαυτούς τους – δεν πρότειναν δυνατότητες: θέλησαν να εδραιώσουν την κοινωνία που φαντάστηκαν στο παρόν, εδώ και τώρα.
Την εποχή που υπήρχαν ακόμη μύθοι για να γεννηθούν οι ουτοπίες δεν είχαν κατακτηθεί όλοι οι ορίζοντες, δεν είχαν προταθεί όλα τα «αλλού», δεν είχαμε δει τα πάντα, είχαν ακόμη οι άνθρωποι τη δυνατότητα και την ικανότητα να φαντασιώνονται με εικόνες.
O χρόνος δεν καθόριζε το βηματισμό της κοινωνίας και την καθημερινότητα, οι πληροφορίες δεν ήταν αυτές που γεννούσαν τα συμβάντα, συνέβαινε το αντίθετο. Οι άνθρωποι, τη μακρινή εκείνη εποχή, αναγνώριζαν τον εαυτό τους (και) στη συλλογική προσπάθεια για ένα καλύτερο μέλλον, οιστρηλατούνταν από μια ώθηση προς τα εμπρός, όχι κυρίως από μια ανάγκη να φύγουν μακριά.
Δεν χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε πως στις μέρες μας η εικόνα την οποία έχουμε για την πρόοδο έχει μετακινηθεί από την επιδίωξη της από κοινού βελτίωσης σε αυτήν της ατομικής επιδίωξης. «Η πρόοδος», λέει ο Μπάουμαν, «δεν γίνεται πλέον κατανοητή στο πλαίσιο μιας παρόρμησης να προηγηθείς, αλλά σε συνάφεια με την απελπισμένη προσπάθεια να μείνεις στον αγώνα». Η επίγνωση της προόδου μας κάνει επιφυλακτικούς, μας καλεί να είμαστε διαρκώς σε κατάσταση επαγρύπνησης. Κάπως σαν επειγόμαστε να ξεφορτωθούμε πράγματα, να απαλλαγούμε από αυτά, στο πλαίσιο της κοινωνίας της κατανάλωσης, κάπως σαν να επειγόμαστε να μη χάσουμε, να μείνουμε στο παιχνίδι, να διατηρούμαστε διαρκώς σε κίνηση. Υποκείμενο της ουτοπίας είναι, λοιπόν, η διαφυγή, διαρκώς, η διαφυγή όλο και πιο γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Σε αυτή τη διαδικασία, γινόμαστε συνεχώς κάποιοι άλλοι, όπως υποδεικνύει το τηλεοπτικής κοπής σλόγκαν «γίνε ο εαυτός σου», ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται , ώστε να είναι πάντοτε ιn, ώστε να είμαστε πάντοτε οι κυνηγοί και να μην περιπέσουμε στην κατάσταση του κυνηγημένου. Και τούτη ακριβώς η νέα «ουτοπία» των κυνηγών, μια ανθρώπινη κατάσταση κατά την οποία ο στοχασμός για τον έωλο χαρακτήρα του στόχου απουσιάζει, ή παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, είναι η ουτοπία των καιρών μας. Και αυτό το αδιάκοπο, συνεχές κυνήγι, τούτη η άλλη ουτοπία, συνιστά μία ουτοπία χωρίς τέλος, μια παράξενη, επομένως, ουτοπία, αφού ο μόχθος, η προσπάθεια του κυνηγού ποτέ δεν τελειώνει. Και είναι προς παραξενισμόν τούτη η ουτοπία, γιατί η πρόταση για μια άλλη κοινωνία δεν αφορά σε ένα «αλλού», αλλά πάντοτε στο «εδώ και τώρα». Ζούμε, λοιπόν, μέσα στην ουτοπία, στη ρευστότητα, αφού το κυνήγι πάντοτε συνεχίζεται, βιώνουμε εν ουτοπία την ουτοπία, και έτσι η ουτοπία είναι απρόσβλητη από τον οποιοδήποτε έλεγχο, ενώ το παρόν, το «εδώ και τώρα», δεν χρειάζεται πλέον να είναι κομμάτι μιας ιστορίας που πρέπει να εξιστορηθεί, βιώνεται ως μια διαδοχή στιγμών, ως αποσπασματικά γεγονότα, ως αποσπασματικές ειδήσεις. Ακριβώς αυτές τις ειδήσεις «χωρίς πλαίσιο, χωρίς συνέπειες, χωρίς αξία, κατά συνέπεια χωρίς ουσιαστική σοβαρότητα», παρουσιάζουν τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης, τις ειδήσεις ως είδος διασκέδασης. Και οι τηλεθεατές παρατηρούν απαρατήρητοι πώς παρατηρούν κάποιο άλλοι, αφού «οι ειδήσεις», σύμφωνα με Νόρμπερτ Μπολζ, «δεν αναφέρονται σε όσα συμβαίνουν, αλλά σε όσα οι άλλοι θεωρούν πραγματικά. Τα μαζικά μέσα δεν παρατηρούν γεγονότα, παρατηρούν παρατηρήσεις άλλων» (Το @λφαβητάρι των μέσων, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, Σμίλη, 2008). Τα μαζικά μέσα λειτουργού, κυρίως επειδή κανένας δεν έχει το χρόνο να επαληθεύσει τις ειδήσεις, αφού βρίσκονται σχεδόν όλοι στην κατάσταση του κυνηγού. Έτσι, τα μαζικά μέσα, αντί να μας παρουσιάζουν πληροφορίες για περαιτέρω επεξεργασία, μας παρέχουν έναν σκελετό πεποιθήσεων και επιθυμιών, λειτουργούν, λοιπόν, με το εύλογο και την απήχηση, αλλά και με στατιστικές και ποσοτικοποιήσεις, αφού αυτά τα στοιχεία δεν είναι ανάγκη να αιτιολογηθούν Τα μαζικά μέσα, η τηλεόραση πρωτίστως, προσανατολίζονται προς τις ποσότητες, από χρονικής απόψεως σε ό,τι είναι καινούργιο, καινοφανές και συναρπαστικό, από κοινωνικής απόψεως προς τις συγκρούσεις. Έτσι ο κόσμος γίνεται ένα πλαίσιο για τις ειδήσεις, όπως έχει επισημάνει ο Νηλ Πόστμαν στο κλασικό, πλέον, βιβλίο του Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος (μτφ. Φωτεινή Ραγκούνη –Αφροδίτη Τζαμουράνη, Δρομέας, 1998).
Ειδήσεις σε σύνοψη
Στον καταιγιστικό ρυθμό παρουσίασης των ειδήσεων η χρονική ακολουθία χάνεται. Τι συνέβη πριν, τι θα γίνει μετά, τι έγινε εκεί, τι συμβαίνει τώρα, πώς συνδυάζονται τα θέματα μεταξύ τους --δεν μιλώ για τους τίτλους, αλλά για τον πυρήνα--, αυτά δεν θα τα μάθουμε ποτέ παρακολουθώντας τα «πολυθεματικά» δελτία ειδήσεων, των οποίων εξάλλου η ύλη διαμορφώνεται όχι κυρίως αναλόγως της επικαιρότητας, αλλά με το μάτι στραμμένο στον ανταγωνισμό. Επιπλέον, κάθε είδηση φτάνει τόσο γρήγορα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο, αν θέλετε, κάθε στιγμή προκύπτει στη μικρή οθόνη με τέτοια ταχύτητα, ώστε ο τηλεθεατής δεν προλαβαίνει να συγκρατήσει τίποτε περισσότερο από ρετάλια της πραγματικότητας, έτσι όπως εξεικονίζεται στην τηλεόραση. Το μέλλον για τον θεατή των ειδήσεων συμπυκνώνεται στην επόμενη στιγμή, στο επόμενο λεπτό ενημέρωσης, αν υποθέσουμε ότι από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων μπορεί κάποιος πράγματι να ενημερωθεί. Στα δελτία ειδήσεων πάντοτε κάτι συμβαίνει, για αυτό , άλλωστε, οι τηλεαστέρες ομιλούν για θέματα «αποκλειστικά» και για «σασπένς» και για «θρίλερ». Και όταν πάντοτε συμβαίνει κάτι, τίποτε δεν συμβαίνει. Όλα εξελίσσονται ταχύτατα.
Γνωρίζουμε, βεβαίως, το ρητό που αποδίδεται στον Βενιαμίν Φρανκλίνο, «ο χρόνος είναι χρήμα», αλλά κι εκείνο στο οποίο δεν αναφερόμαστε συχνά, το «να είσαι τακτικός είναι αρετή» του Ολλανδού Ούγκο Γκρόπους (1583--1645). Οι ρήσεις αυτές συνιστούν και σήμερα βασικά οδόσημα με τα οποία πορευόμαστε.
Μία ώρα, μία ώρα και ένα τέταρτο διαρκούν τα δελτία ειδήσεων, ο χρόνος αυτοτεμαχίζεται περαιτέρω, το είδαμε κιόλας. Έτσι, τα δελτία ειδήσεων, με εργαλείο τους τον τεμαχισμένο χρόνο, βρίσκονται εκτός των γεγονότων, ακόμη και όταν επιμένουν στις «ζωντανές καλύψεις», τεκμήριο «αυθεντικὀτητας», υποτίθεται. Αλλά τα δελτία μεταδίδονται ώρα συγκεκριμένη. Όλοι ξέρουν πότε να πατήσουν το κουμπί. Μάλιστα, το κάνουν συγχρόνως και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Αλλά όλοι την ίδια στιγμή στις ειδήσεις του ίδιου καναλιού την ίδια χρονομέτρηση μιας κατ’ ανάγκην εικονικής πραγματικότητας παρακολουθούν. Βλέπουν αποσπάσματα που δίνουν τη θέση τους σε νέα αποκόμματα και αυτά σε άλλα, χωρίς σειρά συγκεκριμένη –τα διεθνή θέματα, λόγου χάριν, ή παρουσιάζονται στο τέλος του δελτίου, εκτός κι αν έχουμε καμιά μαζική σφαγή, κανένα ρεσάλτο σε πλοία που μεταφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια, λες και οι μη μαζικές σφαγές δεν είναι θέματα άξιας προσοχής και η ανθρωπιστική βοήθεια αυτή καθαυτήν δεν αξίζει την προσοχή μας. Ετσι η εικονική πραγματικότητα που βλέπουμε στις ειδήσεις, γενικότερα στην τηλεόραση, δεν έχει συνοχή, τα κομμάτια της δεν εντάσσονται σε μία συνολική αφήγηση.
Οι ειδήσεις δεν μας φέρνουν πιο κοντά, ούτε μας απομακρύνουν από την πραγματικότητα. Μας υπενθυμίζουν ότι ζούμε σε μια εποχή όπου δεν μας είναι επιτρεπτό να καθυστερούμε. Ζούμε σε διαρκή επιτάχυνση –μιλάμε για «σπιντάτα κείμενα», «σπιντάντους ανθρώπους», τους οποίους χαρακτηρίζουμε και ως «ζωντανούς».
Δεδομένου ότι οι καθυστερήσεις δεν συνάδουν με την πρόοδο (την προκοπή, έλεγε η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου…), ο χρόνος κυριαρχεί επί του χώρου, η μακρινή Λωρίδα της Γάζας γίνεται εξίσου κοντινή με τη λαϊκή αγορά της γειτονιάς μας, όλα στην οθόνη είναι τόσο κοντινά και για αυτό τόσο μακρινά. Για αυτό και κατακερματισμένα παρουσιάζονται.
Η τυραννία της στιγμής
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το σύμβολο της παγκόσμιας νεωτερικότητας, η Κόκα—Κόλα, το 1886, συνοδεύτηκε από διαφημίσεις που υπόσχονταν ότι καταπολεμούσε «τη βραδύτητα» της σκέψης. Από τότε, κατά την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, η ταχύτητα είναι ναρκωτικό εθιστικό. Οδήγησε σε όλο και περισσότερο συντονισμένες προσπάθειες «να μειωθεί ο χρόνος στο μηδέν», γέννησε τη μαζική παραγωγή –ο χρόνος δεν μας φτάνει, έτσι τα κανάλια μας παρέχουν τη δυνατότητα να έχουμε μία συνοπτική εικόνα του τι έχει συμβεί--, έγινε μήτρα της ανυπομονησίας --άραγε, σε στιγμές που ο χρόνος κυλάει αργά, που η βραδύτητα και όχι η ταχύτητα επικρατούν, κοιτάμε διαρκώς το ρολόι μας…--, οδήγησε η ταχύτητα σε διαζύγιο με την ακρίβεια, για αυτό και πολλοί από τους ρεπόρτερ της τηλεόρασης διαγκωνίζονται για την «αποκλειστικότητα» και όχι για την ψύχραιμη παράθεση των γεγονότων. Το θέμα εδράζεται σε ρεπορτάζ που να είναι «ενδιαφέρον» και όχι κατ΄ ανάγκην αξιόπιστο –και ο έντυπος Τύπος δεν είναι αθώος του εγκλήματος, τουναντίον. Και όσο πιο ενδιαφέροντα θέματα έχει ένα δελτίο, θέματα τα οποία το κοινό πείθεται ότι έχουν ενδιαφέρον, τόσο πιο αξιόπιστο είναι και τα νούμερα τηλεθέασης ανεβαίνουν.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Σούπερμαν (Κλαρκ Κεντ), ο Σπάιντερμαν (Πίτερ Πάρκερ), ο Τεν Τεν δήλωναν όλοι τους «δημοσιογράφοι», δεδομένο ότι η δημοσιογραφία παρέπεμπε στην ανιδιοτελή αναζήτηση και στο θάρρος, όπως παρατηρεί ο Ιγνάσιο Ραμονέ στο βιβλίο τουΗ τυραννία των ΜΜΕ (μτφ. Φωτεινή Μαρκούση, Πόλις, 1999). Κάποτε η δημοσιογραφία ήταν συστατικό στοιχείο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Τώρα κριτήριο είναι η άμεση πρόκληση συγκίνησης και η κατά το δυνατόν ταχύτερη πληροφόρηση –από την επανάσταση της ποπ-αρτ και εξής μπορούμε να ξέρουμε πως τα συναισθήματα φτάνουν στην αληθινή ένυασή τους όχι στη ζωή αλλά στα μέσα, όποιος θέλει να ζήσει κάτι δεν αναζητεί πλέον αυτό το βίωμα στην εμπειρική αλλά στην εικονική πραγματικότητα.
Ας προσέξουμε, επίσης, ότι η τηλεόραση αποφεύγει τον κενό χρόνο στα δελτία ειδήσεων –οι διαφημίσεις είναι ενταγμένες στη ροή του δελτίου. Αλλά αυτός ο κενός χρόνος, η βραδύτητα, αν προτιμάτε, είναι ο παραγωγικός χρόνος για τη σκέψη και τη φαντασία. Το «στιγμιαίο» δοξολογείται και το «σκανάρισμα» από γεγονός σε γεγονός στομώνει τις αισθήσεις και φυραίνει το μυαλό. Όλα παριστάνονται θεαματικώς καταιγιστικά, σαν πολυδιαφημισμένη ταινία δράσης. Λέμε, «οι εξελίξεις τρέχουν.
H τηλεόραση εκμηδενίζει τη φαντασία: ταυτίζει ό,τι είναι πραγματικό, γεγονός, με την εικόνα του, το καθιστά απατηλό. H διαδοχή εικόνων στο πλαίσιο της οποίας συμφύρονται ο βομβαρδισμός ενός χωριού στο Λίβανο, συνταγές μαγειρικής, συνταγές μόδας, κοσμικές και αστρολογικές πληροφορίες, πάθη και πόθοι νεαρών και κορασίδων, καταναλωτικές προτάσεις για τα πάντα, διαφημίσεις των πάντων, καθιστά την τηλεόραση το χώρο της νέας (σύγχρονης) ουτοπίας: με το «ζάπινγκ» μπορούμε όλα να τα γνωρίσουμε, για όλα να πάρουμε απαντήσεις, όλα να έρθουν τόσο κοντά μας χωρίς καμία προσπάθεια, εκτός από το πάτημα ενός κουμπιού. Το παρόν της οθόνης κυριαρχεί, ο «στιγμιαίος χρόνος».
O χώρος των γεγονότων, πόσο μάλλον της μακράς διάρκειας, χάνει το περίγραμμά του, μετατρέπεται σε «μπακ γκράουντ», απλό σκηνικό. Όλα βρίσκονται εδώ, άρα γιατί να κοιτάζουμε για να γνωρίσουμε τους τόπους, τα τοπία, τους χώρους. Σκανάρουμε, γιατί να διασχίσουμε; Γι’ αυτό λέμε: «μα, δεν άρχισε ακόμη;»: δεν ξέρουμε πια να περιμένουμε, θέλουμε πάση θυσία να αξιοποιούμε και το τελευταίο λεπτό: ούτε δευτερόλεπτο χαμένο.
Γι’ αυτό ο κόσμος στο τηλεοπτικό γυαλί παρουσιάζεται λειασμένος: έτσι, με τη μια σκηνή να διαδέχεται την άλλη, υπνώττουμε όλο και περισσότερο: η οθόνη ιδιοποιείται το βλέμμα και «όλα παίζουν» εξίσου. Δεν λέμε, εξάλλου, ότι «πρέπει να είμαστε για όλα πληροφορημένοι;» Eκχωρούμε, λοιπόν, στην τηλεόραση – και στο Διαδίκτυο – το δικαίωμα στη φαντασία και αυτό είναι μια μοναδική άσκηση.
H τηλεόραση φροντίζει για την «αξιόπιστη» πληροφόρησή μας, για τη διασκέδαση, την εν γένει ενημέρωσή μας, τις ανάγκες μας. «Tο είδα στην τηλεόραση», λέμε και επομένως γιατί χρειάζεται να νοιαστούμε για την περαιτέρω ενημέρωσή μας; Άλλοι φροντίζουν για μας και μας προτείνουν μια σύγχρονη γη της επαγγελίας, όπου υπάρχουν τα πάντα και διαρκώς.
Πόσα πράγματα «μαθαίνουμε» από τηλεοράσεως – και δεν αναφερόμαστε στους αναγκεμένους. Kαι η τηλεόραση ακριβώς σε αυτό στηρίζει την εξουσία της: ότι προβάλλεται ως ένα «όλον», όπως έκανε κάθε ουτοπία. Και σήμερα πριμοδοτεί και γεωργεί μια φυγή μακριά.
H διάθεση για ουτοπία κοιμάται. Kαι η τηλεόραση προβάλλει ως η σύγχρονη χώρα της ουτοπίας: όλα τελούνται τώρα μπροστά στα μάτια μας, επί της οθόνης.
Kάθε ουτοπία πρέπει να έχει αυτάρκεια, να είναι αυτόνομη και οι φορείς της να μπορούν να διαχειριστούν αυτή την αυτονομία. Ως γνωστόν, ο χρόνος είναι χρήμα. Iδιαιτέρως ο τηλεοπτικός.
Ταχύτητα, πάνω από όλα
Γρήγορες εναλλαγές, μέγιστη ευελιξία, ένταση, «δυνατές» εικόνες κάθε στιγμή. Ταχύτητα, πάνω από όλα. Έτσι δεν έχουμε πλέον το περιθώριο να ταιριάζουμε κομμάτια που επιτρέπουν μόνον έναν ή έστω λιγοστούς σχηματισμούς από άλλα κομμάτια. «Τα πάντα πρέπει να επιδέχονται την αντικατάστασή τους από το πάντα τώρα», σημειώνει ο Νορβηγός καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Τόμας Έρικσεν στο βιβλίο του Η τυραννία της στιγμής (μτφ. Αθηνά Σίμογλου, Σαββάλας, 2005). Και αφού ζούμε στο τώρα και ο χρόνος, τεμαχισμένος σε στιγμές;, παύει να υφίσταται σε διάρκεια, κάθε στιγμή είναι για εμάς διαφορετική και σε κάθε στιγμή πρέπει να πορευόμαστε αλλιώς, αφού είναι μοναδική. Έτσι τίποτα δεν είναι δεδομένο, πρέπει συνεχώς να ανακατασκευάζεται. Άρα, συνεχώς διαθέσιμοι πρέπει να είμαστε, προσαρμοστικοί. Η ανασφάλεια, ο φόβος, είναι αναπαυτικά εγκατεστημένα μέσα ένας και το μέλλον είναι μονίμως ανοιχτό και αβέβαιο, ενώ η ίδια η πραγματικότητα είναι πράγμα επικίνδυνο για να τη ζούμε. Για αυτό, τα δελτία ειδήσεων επιτομές ένας επιτάχυνσης ένας τυραννίας ένας στιγμής είναι και ένας είναι ο λόγος για τον οποίο παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στο πρόγραμμα των καναλιών –όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα, τόσο ισχυρότερη η έλλειψη μνήμης. Τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση είναι ένας τρόπος να λησμονούμε.
Από τα γεγονότα στα «ψευδογεγονότα»
«Οι ειδήσεις», σημειώνει ο Πιερ Μπουρντιέ, «έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργούν το πολιτικό κενό, να απολιτικοποιούν και να συρρικνώνουν το βίο του κόσμου στο ανέκδοτο και τη φημολογία, στρέφοντας και καθηλώνοντας την προσοχή σε γεγονότα χωρίς πολιτικές συνέπειες, τα οποία δραματοποιούνται για να εξαχθούν μαθήματα ή για να μετασχηματιστούν σε κοινωνικά προβλήματα» (Για την τηλεόραση, μτφ. Αλεξάνδρα Σωτηρίου—Καίτη Διαμαντάκου, Πατάκης, 1998). Από αυτή την άποψη, γίνεται κατανοητό ότι η αλήθεια ενός θέματος εξαρτάται από το πόσο αποδεκτός είναι ο εκφωνητής –η τηλεόραση προσφέρει έναν νέο ορισμό της αλήθειας, η αξιοπιστίας εκείνου που μιλάει είναι η ύψιστη απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης, Η «αξιοπιστία» δεν έχει να κάνει με το ιστορικό του εκφωνητή, με το βίο και τα έργα του ως μεταφορέα της είδησης. Αναφέρεται μόνον στην εντύπωση της ειλικρίνειας, της αυθεντικότητας ή της γοητείας που αποπνέει ο ίδιος ο ηθοποιός δημοσιογράφος, κατά την εποχή που τα Μέσα κάνουν την πολιτική επικοινωνία κεντρικό στοιχείο της πολιτικής, αλλάζουν το συσχετισμό ανάμεσα στα πολιτικά και στα μη πολιτικά γεγονότα τα οποία μεταδίδουν, όπως έχουν επισημάνει ο Τόμας Μέγιερ και ο Λιου Χίνσμαν στο βιβλίο τους Από τη δημοκρατία των κομμάτων στη δημοκρατία των ΜΜΕ (μτφ. Γεράσιμος Καρούλας, Πολύτροπον, 2008), αλλάζουν την ίδια τη φύση των πολιτικών γεγονότων, αλλά κυρίως αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδουν τις πληροφορίες για τα πολιτικά πράγματα –η πολιτική πληροφόρηση και η παρουσία των πολιτικών γίνεται στα μέσα επικοινωνίας με τους σκηνοθετικούς κανόνες των ψυχαγωγικών ειδών και ιδιαίτερα με τους σκηνοθετικούς κανόνες και τεχνικές του θεάτρου. Τούτη η νέα πολιτική επικοινωνία δημιουργεί μια νέα πολιτική πραγματικότητα, έχουμε περάσει από τη δημοκρατία των κομμάτων στη δημοκρατία των ΜΜΕ, «η πολιτική είναι σαν τη βιομηχανία του θεάματος», τόνιζε ο Ρόναλντ Ρίγκαν το 1966. Τα γεγονότα έχουν αντικατασταθεί από «ψευδογεγονότα», από αυτοεπαληθευόμενες προφητείες, ο λόγος των πολιτικών αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη εικόνα, με την έννοια ότι στην τηλεόραση ο πολιτικός δεν προσφέρει τόσο μια εικόνα του εαυτού του, αλλά τον εαυτό του ως εικόνα του ακροατηρίου, στην εποχή του θεάματος και της πολιτικής της εικόνας ο πολιτικός λόγος χάνει όχι μόνο το ιδεολογικό του περιεχόμενο αλλά και το ιστορικό του υπόβαθρο, οι πληροφορίες παρουσιάζονται στα δελτία ειδήσεων ως ανιστορικές και απογυμνωμένες από πλαίσιο αναφοράς, είναι, δηλαδή, πληροφορίες με ψυχολογικό περίβλημα.
«Η παρουσίαση είναι εκείνη που δίνει στο γεγονός τη δύναμή του στο μυαλό των πιθανών πελατών. Έτσι η δύναμη κατασκευής μεταδόσιμων γεγονότων είναι δύναμη κατασκευής εμπειριών», υπογραμμίζει ο Ντάνιελ Μπούρστιν στο κείμενό του «Από τη συλλογή ειδήσεων στην κατασκευή ειδήσεων –ένας κατακλυσμός ψευδογεγονότων» (Το μήνυμα του μέσου, Αλεξάνδρεια, 1989). Ένα ψευδογεγονός είναι αναληθές, απατηλό, τεχνητό, παράγει ψευδαισθήσεις, είναι κατασκευασμένο, σκηνοθετείται πρωταρχικά με στόχο να αναπαραχθεί ή να μεταδοθεί, πλασάρεται έτσι ώστε να εξάπτεται το συλλογικό φαντασιακό, η σχέση του με την πραγματικότητα είναι αμφισβητούμενη και σε τούτη τη συνθήκη στηρίζεται η δύναμή του, υπό αυτήν την έννοια ένα «ψευδογεγονός προορίζεται να αποτελέσει μια αυτοεπαληθευόμενη προφητεία.
Η κυριαρχία των «ψευδογεγονότων» καλλιεργεί τη σύγχυση μεταξύ αυθόρμητου και προσποιητού, μεταξύ εικονικής και καθαυτήν πραγματικότητας, μεταξύ «αντικειμένου» και «υποκειμένου». Τα «ψευδογεγονότα» τονίζουν ψευδοπροσόντα, η πραγματική ζωή έχει την τάση να διαμορφώνεται έτσι ώστε να ταιριάζει με το ψευδογεγονός. Επιπλέον, από τη στιγμή που οι σειρήνες των ψευδογεγονότων μας έχουν μαγέψει, ωθούμαστε να πιστέψουμε ότι αυτά είναι τα μόνα και πραγματικά γεγονότα. Ο μιθριδατισμός αυτός. Ο βαθμιαίος εθισμός του οργανισμού σε ολοένα ισχυρότερες δόσεις δηλητήριου «ψευδογεγονότων», στομώνει, νεκρώνει τη διάθεση μας να ζήσουμε τα πράγματι γεγονότα. «Όπως κάθε αναπαράσταση, και η τηλεοπτική είναι μερικευτική και επιλεκτική, δεν αρκείται όμως σε αυτό, αλλά παραχαράσσει, στρεβλώνει, λειτουργεί σαν κιβδηλοποιός και πολύ συχνά κατορθώνει να επιβάλλει σαν αυθεντική ζωή τις προσομοιώσεις που παράγει και διακινεί. …Συνηθίζουμε πια και εκτός γυαλιού να φερόμαστε έτσι ώστε να είμαστε συμβατοί με το τηλεοπτικό μοντέλο, με αυτό που περιμένει η τηλεόραση από εμάς. Για τούτο και μπροστά στην κάμερα η γλώσσα μας λύνεται εύκολα ακόμη κι αν είναι να ιστορήσει το έως μόλις χθες άφατο», επισήμαινε ο Παντελής Μπουκάλας στην ομιλία του με τίτλο «Άμεσος και έμμεσος πολιτισμός» στο πλαίσιο του συνεδρίου ΜΜΕ και πολιτισμός (Εντελέχεια, Εκπαιδευτήρια Γείτονα και Κωστέα—Γείτονα, 2004).
Τα ψευδογεγονότα, από τα οποία, εννοείται, βρίθουν τα δελτία ειδήσεων που στηρίζουν τη θεαματικότητα στην αθρόα παραγωγή και προβολή ψευδογεγονότων, δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή. Είναι, απλούστατα, τεχνητά. Για αυτό, άλλωστε, ο ίδιος μηχανισμός ο οποίος προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνισή τους, προσέδωσε στις εικόνες αξία πειθούς μεγαλύτερη από αυτήν που έχει η πραγματικότητα.
Παλαιότερα η τέχνη μιμείτο τη φύση, τώρα η κοινωνία διάγει βίον τηλεοπτικόν, μιμείται την τηλεόραση, Ο,τι βλέπουμε να συμβαίνει στην τηλεόραση, φαλκιδεύει ό,τι συμβαίνει στη ζωή. Μιλώ, βεβαίως για όσα αφορούν στο δημόσιο βίο. Μιλώ, όμως, και για τις ιδιωτικές στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες συχνά είναι τηλεοπτικές, με την έννοια ότι τείνουμε να διάγουμε βίο που έχει στο γυαλί εξεικονιστεί. Όσα καμώνονται οι «επώνυμοι» στο γυαλί αισθανόμαστε να μας αφορούν και να μας διεγείρουν, παραπέμπουν σε μια ζωή που έχουμε πειστεί ότι είναι πιο συναρπαστική από τη δική μας. Τα «ψευδογεγονότα» επιβάλλονται ως γεγονότα και βγάζουν από την κυκλοφορία τα συμβάντα, τα αυθόρμητα γεγονότα, τις φυγόκεντρες στάσεις, τις μη τηλεοπτικά ορθές, μη ενσωματώσιμες συμπεριφορές. Τα «ψευδογεγονότα» διαδίδονται πιο εύκολα από τα γεγονότα και τα συμβάντα. Μάλιστα, έχουν κατασκευαστεί ξια να κυκλοφορούν στην αγορά με ευκολία. Κάθε «ψευδογεγονός» δημιουργεί ένα άλλο στο διηνεκές, κάθε «ψευδογεγονός» παρουσιάζεται με τρόπο τελετουργικό ώστε ως αξιόπιστι να προβάλλεται και τηλεθεαματική προσδοκία να δημιουργεί. Τα «ψευδογεγονότα» είναι κατανοητά από όλους, μέσω αυτών ο τηλεθεατής αισθάνεται ότι μετέχει σε μία κοινότητα. Η γνώση των «ψευδογεγονότων» συνιστά λυδία λίθο της ενημέρωσης και της κοινωνικότητας συχνά. Μας πνίγει μια μετρήσιμη «ψευδογεγονολογία», ένας μετρήσιμος ψευδορεαλισμός που προβάλλεται μέσα από στερεότυπα «κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά», για να μιλήσουμε σχηματικά. «Όσο πιο αδιαφανής και περίπλοκη γίνεται η σύγχρονη ζωή, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι μπαίνουν στον πειρασμό να πιαστούν απελπισμένα από κλισέ που φαίνονται να επιφέρουν κάποια τάξη στο κατά τα άλλα ακατανόητο», παρατηρούσε ο Τέοντορ Αντόρνο, ήδη από το 1954. Η λέξη του Αντόρνο είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη, σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, την εποχή της μεταδημοκρατίας, οπότε η δημόσια ζωή έχει μετατραπεί σε ένα στενά ελεγχόμενο θέαμα και τα «ψευδογεγονότα», «οι ωραίες εικόνες, οι δημοφιλείς προσωπικότητες και οι διαφημιστικές εκστρατείες περνούν σε πρώτο πλάνο», όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής στο πλαίσιο της εισαγωγής του στο έργο πολεμικής του Κόλιν Κράους Μεταδημοκρατία (Εκκρεμές, 2006).
Καλωσήρθατε στον θαυμαστό κόσμο της μεταδημοκρατίας
Στις αρχές του 21ου αιώνα, η πολιτική έχει γίνει ξανά υπόθεση των ολίγων, υπό την έννοια ότι τα κοινωνικά πράγματα ελέγχονται από κατά βάση από μία οικονομική και πολιτική ολιγαρχία η οποία έχει αποκλείσει τα λαϊκά στρώματα από τη χάραξη και την άσκηση πολιτικής, ενώ συγχρόνως βάλλεται η ισοπολιτεία και η ισονομία, όπως και οι πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, μέσω της χειραγώγησης των πολιτών. Η μεγάλη πλειοψηφία έχει χάσει τον έλεγχο της εξουσίας. Η ηγεμόνευση της πολιτικής ζωής από μια ενιαία οικονομικοπολιτική ολιγαρχία αποτυπώνεται στην εδραίωση μιας γενικότερης συναίνεσης, μέσω της οποίας σταθεροποιείται ο νέος ηγεμονικός σχηματισμός, η κομματική αντιπαράθεση έχει μετατοπιστεί σε θέματα τεχνικής διαχείρισης και σε θέματα που άπτονται της προσωπικότητας των πολιτών.
Από την άλλη μεριά αναγνωρίζεται ένα αδρανοποημένο πλήθος, τα μέλη του οποίου έχουν συμβιβαστεί με την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής και των πολιτικών και απομακρύνονται από τα κόμματα και τις ιδεολογίες ως αναπαραστάσεις του κόσμου, τρόπων να δει κανείς τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του, διανοητικές σχέσεις, δηλαδή, με το πραγματικό, οι οποίες, εδραζόμενες επί του πραγματικού, το μετασχηματίζουν αξιολογικά και έτσι γίνεται προσλήψιμο με μια ορισμένη νοηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κόλιν Κράους τονίζει τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης και την ασαφή ταυτότητα των μεσαίων στρωμάτων, «η φιλόδοξη μεσαία τάξη βλέπει μπροστά της ένα Ελντοράντο και εγκαταλείπει στη μοίρα της την καταρρέουσα πλειονότητα, η ορμητική βελτίωση της δικής της θέσης συναρτάται ευθέως με τη χειροτέρευση των υπολοίπων», όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Κωστής Παπαδημητρίου στις 21 Οκτωβρίου 2007 στην Καθημερινή. Ένα μέρος, λοιπόν, αυτού του ετερόκλητου πλήθους στελέχωνε τον «νέο μεσαίο χώρο», έναν χώρο αδιάφορων πραγματιστών, στραμμένων περισσότερο σε ατομικές επιδιώξεις παρά σε συλλογικά οράματα, απογοητευμένοι και ατομιστές, έναν απέχοντα όχλο, τηλεθεατή τηλεδικείων, περιστασιακού και δύσπιστού ψηφοφόρου, αντικείμενο ερευνών κοινής γνώμης –για τον «νέο μεσαίο χώρο» παραπέμπω τον αναγνώστη στη σχετική ανάλυση του Νικόλα Σεβαστάκη (Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας, 2004 ).
Υποχωρούν, έτσι, οι αντιπαραθέσεις γύρω από προγραμματικές εναλλακτικές, φαλκιδεύεται η αντιπαράθεση, αναστέλλεται η σύγκρουση και τα κοινωνικά δικαιώματα διαρκώς συρρικνώνονται. Η απολιτικοποίηση πολλαπλών κοινωνικών δραστηριοτήτων οδηγεί στην ύφεση των κοινωνικών αγώνων, πράγμα που σε συνδυασμό με τη λειτουργία της πολιτικής πράξης ως διαχειριστικής πρακτικής, λειτουργεί στην κατεύθυνση της εδραίωση συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών ελίτ, οι οποίες προκρίνουν την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα και έτσι προκρίνουν την απεμπόληση ελέγχου των συλλογικών αποφάσεων, ενώ η ιδιωτικοποίηση συγκροτεί και υπόβαθρο για την παθολογία της διαπλοκής. Οι ελίτ αυτές ασκούν άμεσα κοινωνική εξουσία μέσω των κυβερνητικών μηχανισμών, αλλά και διαμέσου των ισχυρών ιδιωτικών ΜΜΕ και, όπως προαναφέρθηκε, μέσω της διείσδυσης του ιδιωτικού τομέα στον δημόσιο. «Οι αξίες και η ιδεολογία της ελίτ (ελεύθερη αγορά, κυρίαρχος ρόλος των ιδιωτικών επιχειρήσεων ως μονόδρομος στην οικονομία, ατομική επιδίωξη ατομικής και κοινωνικής ανόδου, προσωπικός πλουτισμός και κοινωνικός ηδονισμός) έχουν επιβληθεί στο φαντασιακό των περισσότερων κοινωνικών στρωμάτων. … Υπό το πρίσμα αυτό, είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο συναινετικός και τεχνοκρατικός λόγος της κεντροδεξιάς και της νέας κεντροαριστεράς –‘’πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές και τα δόγματα του παρελθόντος’’-συντείνει στη στεγανοποίηση των δομών της σημερινής ηγεμονίας», παρατηρεί ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής (ό.π. ). Τούτος ο συναινετικός τόνος «πέρα από διαχωριστικές γραμμές» παρεκτρέπει το στοιχείο της σύγκρουσης σε άλλες ατροπούς, γιατί αφήνει ανοιχτό το πεδίο ελεύθερο για την αξιοποίηση πολιτικά της λαικής δυσφορίας από ακροδεξιές δυνάμεις που διατυπώνουν λόγο συγκρουσιακό κατά του πολιτικού κατεστημένου εν συνόλω.
«Όταν η δημόσια σφαίρα τείνει να συρρικνωθεί στην αγορά, η κοινοτιστική αναζήτηση δεν επιδιώκει τόσο να ιδρύσει την κοινότητα των πολιτών όσο αφήνεται να παγιδευτεί από τους επαγγελματίες της βιντεο-πολιτικης», παρατηρεί ο Πιερ--Ᾱντρέ Ταγκυέφ (Νέα Εστία, τ. 1816, Νοέμβριος 2008, αφιέρωμα στον λαϊκισμό, όπου και συζήτηση για την έννοια λαός και τις διαφορετικούς ορισμούς του λαικισμού από την πολιτική επιστήμη), η αδιαφορία των πολιτών για το πολιτικό σύστημα εκδηλώνεται ταυτόχρονα με μια αυξημένη μνησικακία για τις ελίτ, τις οποίες οι πολίτες θεωρούν ανίσχυρες και διεφθαρμένες και, έτσι, τις απορρίπτουν ως απονομοποιημένες, ενώ το αντιπολιτικό φαντασιακό του λαικισμού είναι συνολικά επικεντρωμένο στην απόρριψη των μεσολαβήσεων, τις οποίες προϋποθέτει η πολιτική στις εγκαθιδρυμένες και συναινετικές δημοκρατίες, γιατί κρίνει τις μεσολαβήσεις άχρηστες, ανούσιες, οιονεί καταστροφικές, προκρίνοντας κυβερνήσεις «αρίστων», τεχνοκρατών, επιτυχημένων επιχειρηματιών, στα πρότυπα του Μπερλουσκόνι, ηγέτες που να απευθύνονται να τοποθετούνται δημοσίως υπέρ του λαού και να εναντιώνονται στις ελίτ. Αν ο λαός γίνεται αντικείμενο λατρείας, αυτό συμβαίνει γιατί ενσαρκώνει συγκεκριμένες αρετές, τις αρετές των «απλών ανθρώπων», την αυθεντικότητα, την εντιμότητα, τη νοικοκυροσύνη, ο λαός είναι «από κάτω», οι «απέναντι», σε ρήξη με τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την κομματοκρατία, και ούτω καθεξής. Ο λαϊκισμός, λοιπόν, αν μπορούμε συνοπτικά να τον περιγράψουμε συγκροτείται και εκδηλώνεται ως κλήση στο λαό και λατρεία του λαού και η κλήση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως λαϊκιστική, όταν παρακάμπτει τις μεσολαβήσεις, βραχυκυκλώνει το πολιτικό σύστημα και η προσωπικότητα του ηγέτη-δημαγωγού μετριέται με τη δημοτικότητα της τηλεοπτικής του εικόνας. Ο λαϊκισμός είναι γενικά σήμερα τηλελαϊκισμός. Στο πλαίσιο της μετοχοποίησης της δημοκρατίας (βλ. «Σενάρια ‘’εθνικής σωτηρίας’’», ο «ιός»της Κυριακής, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 9 Μαΐου 2009), μία κυβέρνηση «αρίστων» ή όποιων άλλων διαθέτουν κύρος αποκλειστικά από την οικονομική τους επιφάνεια ή την πνευματική τους υπεροχή, συνιστά σενάριο ποδηγέτησης της δημοκρατίας, σενάριο που προετοιμάζεται με τη διάχυση των ευθυνών σε όλους τους πολιτικούς συλλήβδην, «όλοι τα παίρνουν», κ.λπ.-- και την προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», των άλλων οι οποίο συνωμοτούν – ο λαός, φύσει αγαθός, απειλείται από σκοτεινές δυνάμεις που επιδιώκουν να κατακυριεύσουν ή και να διασαλεύσουν την καθεστηκυία τάξη. Εξάλλου, ο Άλλος, έχει παρατηρήσει η Σαντάλ Μουφ, αφού δεν συνιστά υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, εκλαμβάνεται ως η αιτία των κοινωνικών δυσαρμονιών και έτσι καθίσταται εχθρός και όχι υποκείμενο που διεκδικεί δικαιώματα, θυματοποιείται, όπως οι μετανάστες, οι αποδέκτες κρατικής βοήθειας, μεταξύ άλλων (Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, 2004).
Ο μπαρμπέρης από τον Πειραιά
Οι παθογένειες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας (ελλιπής εσωκομματική δημοκρατία, κομματισμός, πελατειακές σχέσεις, υπερσυγκέντρωση δύναμης στην κεντρική εκτελεστική εξουσία, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ισχνό κράτος πρόνοιας, κ.λπ. ) έχουν επισημανθεί προπολλού (βλ., λόγου χάριν, Σωτηρόπουλος-Νικολακόπουλος-Λυριντζής, Κοινωνία και πολιτική. Οψεις της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-1994, Θεμέλιο, 1996). Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και ιδίως στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, «κόμμα που διέθετε εξαρχής μια εκπληκτική ‘’πλαστικότητα’’ στη φυσιογνωμία και στην πολιτική του, ώστε είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα ένα κόμμα που να μετέβαλε τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα, χωρίς καθοριστικούς κραδασμούς, ιδεολογικούς προσανατολισμούς και στρατηγικές επιλογές », σύμφωνα με τον Χριστόφορο Βερναρδάκη, παρατηρήθηκε μια έξαρση της δημοκρατικής πολιτικής, μια έξαρση της κινητοποίησης μέσα από κόμματα και οργανώσεις, ο «λαός» συγκροτήθηκε ως υποκείμενο που διεκδικούσε την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία, τονώθηκε η κοινωνική κινητικότητα, αυξήθηκαν τα λαϊκά εισοδήματα, τέθηκαν οι βάσεις του κράτους πρόνοιας, μέχρι τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, οπότε παρατηρούνται τάσεις οι οποίες οδηγούν στην ανάδυση φαινομένων μεταδημοκρατίας (Για την ίδρυση, την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ από το «κόμμα μαζών» στο «κόμμα του κράτους», βλ. το ομότιτλο άρθρο του Χριστόφορου Βερναρδάκη, στο Βερναρδάκης—Γεωργαντάς—Γράβαρης—Κοτρογιάννος, Τριάντα χρόνια δημοκρατία. Το πολιτικό σύστημα της Γ’’ Ελληνικής Δημοκρατίας 1974—2004, Κριτική και Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2004). Κατά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, η ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία αποξενώνεται από την πολιτική και η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία επηρεάζει όλο και περισσότερο τις πολιτικές δυνάμεις και τους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Κατά την περίοδο αυτή αρχίζει η δομική αναδιοργάνωση της οικονομίας, προάγεται η φιλελευθεροποίηση των αγορών, το ιδιωτικό κεφάλαιο εισέρχεται σε όλο και περισσότερους νευραλγικούς τομείς, όπως στα ΜΜΕ, εξαπλώνεται η ανασφαλής εργασία και το ευέλικτο ωράριο, διευκολύνονται οι απολύσεις, υποβαθμίζονται τα μεσοαστικά και κατώτερα στρώματα, διαμορφώνεται σταδιακά ένα μετα-σοσιαλιστικό και πολυπολιτισμικό ΠΑΣΟΚ το οποίο ομνύει στη «συμμετοχική δημοκρατία» και εκπροσωπεί στρώματα χωρίς ισχυρή ταυτότητα και ισχυρές ιστορικέ και ταξικές διασυνδέσεις, ευέλικτα, φιλόδοξα, τα οποία αναζητούν νέες ευκαιρίες και είναι ικανά να διαμορφώνουν διαρκώς το βιογραφικό τους, στρώματα τα οποία αποσυνδέονται από την πολιτική, εξαιτίας και των ατελέσφορων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν, στρώματα που σταδιακά πείστηκαν, με την καθοριστική βοήθεια των ΜΜΕ, ιδιαίτερα της τηλεόρασης, ότι η προσωπική και κοινωνική τους κατάσταση δεν μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της πολιτικής δράσης, για αυτό και η αρνητική ψήφος κυριάρχησε μετά το 1985, ενώ ιδίως κατά την «εκσυγχρονιστική» περίοδο Σημίτη ο κεντροαριστερός πόλος της πολιτικής ζωής άρχισε να συμπλέει με την κεντροδεξιά συνιστώσα, οπότε το διακύβευμα της πολιτικής αντιπαράθεσης εξουθενώθηκε, μέσω και της διάδοσης και διασποράς των εκσυγχρονιστικών αφηγήσεων οι οποίες εξυμνούν τη σύγχρονη κοινωνική δυναμική, προβάλλουν την εξατομίκευση και τον εγωτισμό, ομνύουν στην υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, διαφημίζουν τον καταναλωτικό ηδονισμό ενός «νέου κέντρου», στον οποίο επί Καραμανλή απευθύνεται και η ΝΔ, το οποίο διατηρεί χαλαρές σχέσεις με τα κόμματα, είναι παθητικό για τα πολιτικά πράγματα, επιλέγει την αποϊδεολογικοποίηση και την ιδιώτευση, έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Η έννοια του πολίτη έχει αποσχιστεί από εκείνη του λαού, όπως πειστικά έχει δείξει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος στο ομότιτλο βιβλίο του (Εστία, 2006), έχει επικρατήσει μια συναινετική—διαχειριστική πολιτική και η πολιτική ολιγαρχία συνεργάζεται αγαστά με την πολιτική υπό αυτήν την έννοια, η διαπλοκή δεν αφορά βεβαίως σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά έχει να κάνει με πολυπλόκαμους μηχανισμούς που εμπλέκουν ανώτατα κλιμάκια του πολιτικού συστήματος και επιχειρηματίες, αφορά, δηλαδή, στον ηγεμονικό σχηματισμό.
Εχει επισημανθεί ότι η μεταπολιτική είναι συνώνυμη με την εικονική και την ηθικολογική πολιτική και ότι ακριβώς η ομοιομορφία των κομμάτων και η μέχρι εξαλείψεως υποχώρηση των πολιτικών αντιθέσεων καθιστούν καθοριστική τη λειτουργία των ελκυστικών εικόνων για την προσέλκυση των ψηφοφόρων, αφού η κομματική διαμάχη αφορά στην επιλογή προσώπων, δεδομένου ότι ο εκσυγχρονισμός προβάλλεται ως εθνικό και υπερταξικό πρόταγμα. Ετσι, οι πολιτικοί καλούνται να «διαχειριστούν» ένα κλίμα ευρύτερης πολιτικοοικονομικής συναίνεσης και για αυτό έχουν ανάγκη τη σκηνοθετική παρέμβαση της τηλεόρασης για να επικοινωνήσουν με το κοινό τους, το πολιτικό χάρισμα σηματοδοτεί και σημασιοδοτεί την αδήριτη ανάγκη προσωποποίησης και εκλαΐκευσης των όλο και περισσότερο ακατανόητων, τεχνικών ή τεχνοκρατικών όρων που αφορούν στη σύγχρονη διακυβέρνηση. Το δικαίωμα του αδικημένου, του μη προνομιούχου, να καταγγέλλει (1974-1990) εκβάλλει στην αυξανόμενη τηλεοπτικοποίηση της δημοσιότητας (1981—σήμερα) και υποστηρίζεται από την πολιτική υφολογία του λάιφ στάιλ, σύμφωνα με την περιοδολόγηση του Βασίλη Βαμβακά (Εκλογές και επικοινωνία στη Μεταπολίτευση. Πολιτικότητα και θέαμα, Σαββάλας, 2006)
Η κοινωνικότητα, ως κανόνας και πρακτικής, έχει δείξει ο Ρίτσαρντ Σένετ στην Τυραννία της οικειότητας, χάνει στη νεωτερική εποχή την αίγλη της και παραχωρεί τη θέση της σε μια δημόσια επικοινωνία που εδράζεται στην περιχαράκωση πίσω από ατομοκεντρικές συμπεριφορές και προσωπικότητες, κατά την εποχή της οικειότητας. Η υπαγωγή της πολιτικής αναμέτρησης, για να επανέλθουμε στην πολιτική, στους όρους της αγοράς συνιστά ένα έσχατο στάδιο μιας μακράς πορείας ιδιωτικοποίησης της δημόσιας σφάιρας και του παραγκωνισμού του δημόσιου ενδιαφέροντος. «Η συνεχής παλινδρόμηση της δημοσιότητας ανάμεσα σε ιδιωτικά χαρακτηριστικά και κρατικές στοχεύσεις φαίνεται να καταλήγει σε μια συνεχή αποθέωση της ιδιώτευσης ως αποκλειστικού συμφέροντος που έχει δημόσια αξία. Εξέλιξη που συνεπάγεται όχι μόνο την κατίσχυση των ατομικών συμφερόντων και αναγκών ως προνομιακών, αλλά και την ενίσχυση της γενικευμένης ενδοσκόπησης, της ιδιώτευσης, ως βασικού προσόντος για την κατακύρωση της αυθεντικότητας και την απόκτηση κοινωνικής και πολιτικής αίγλης», παρατηρεί ο Βαμβακάς. Η τηλεοπτική οθόνη έρχεται να καταργήσει την περιχαράκωση του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, οι πολιτικοί διαμεσολαβούνται κυρίως μέσω της εικόνας που έχουν διαμορφώσει στα ΜΜΕ και επιχειρούν διαρκών να την επιβεβαιώσουν, οι νέοι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης συγκροτούν και συστήνουν ένα παιχνίδι ιδανικών προσωπικοτήτων.
Ο μειωμένος έλεγχος των πολιτών στους πολιτικούς, η διαπλοκή, η διεύρυνση της οποίας ανάγει την προσωπική ακεραιότητα σε κυρίαρχο ζητούμενο, ενισχύει, χρωματίζει καθοριστικά τη φρασεολογία των ΜΜΕ με ηθικολογία –θυμίζω τα τηλεδικεία, και τα ουσιαστικά διαφθορά, εντιμότητα, κάθαρση, σεμνότητα, ταπεινότητα, και ούτω καθεξής -- ένα σαφές σύμπτωμα της ηθικοποίησης της πολιτικής, δεδομένου, μάλιστα, ότι , όπως έχει δείξει ο Γιάννης Βούλγαρης, ήδη από τη δεκαετία του 1980, η παράταξη έχει μετατραπεί σε εκλογικό σώμα, η ιδεολογία σε πολιτική επικοινωνία, το μαζικό κίνημα σε δίκτυο στελεχών και οι σκηνογραφικές επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ διαμορφώνουν μια νέα αντίληψη για τη εξουσία, τον πολιτικό λόγο και την αισθητική επένδυσή του και η επικοινωνιακή ευρηματικότητα των πολιτικών της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου –με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Α. Παπανδρέου— έγκειται κυρίως στην ικανότητά τους στη διαχείριση μιας ρευστότητας τόσο στην πολιτική πράξη όσο και στον πολιτικό λόγο (Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974—1990, Θεμέλιο, 2001). Δοθέντων αυτών, η τηλεόραση συνέβαλε αποφασιστικά στη στροφή της ελληνικής πολιτικής επικοινωνίας προς τις σύγχρονες μορφές εμπορευματοποίησής της. Ούτε είναι τυχαίο ότι τα πολιτικά προβλήματα –αλλά υπάρχει, άραγε, πρόβλημα που αφορά στη σφαίρα της δημόσιας ζωής και το οποίο δεν είναι πολιτικό εντέλει;-- έχουν αναχθεί, με τους τρόπους του λαϊκισμού σε πρώτη ύλη στη μικρή οθόνη («ο λαϊκισμός δεν είναι μονότροπος ούτε σχετίζεται αποκλειστικά με την πολιτική. Το θεμέλιο του είναι μια εντελώς στρεβλή ιδέα για το τι σημαίνει λαός. Για τον λαϊκιστή, ο λαός, τον οποίο κατά τα άλλα δοξάζει, δεν μπορεί παρά να είναι κουτοπόνηρος, μάγκας, βωμολόχος, μικρόνους, αφελώς αισθηματίας, επιπόλαιος, πρωτίστως δε ενδοτικός στη χειραγώγηση, ανίκανος να αντισταθεί πνευματικά και ψυχικά στις διαθέσεις του “βοσκού’’ του. Γιατί σε αυτό το πλαίσιο, ο λαός εννοείται σαν κοπάδι, η δε λαϊκότητα είναι ισοδύναμη με ό,τι ταπεινό, επιδερμικό και άσκεπτο», σχολίαζε ο Παντελής Μπουκάλας, εκατόν είκοσι χρόνια μετά τη γέννηση του λαϊκισμού, λέξη που πρωτοτυπώθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Απρίλιο του 1887 [Η Καθημερινή, 6 Ιουνίου 2007], με την προεκλογική περίοδο για τις εκλογές του 2007 σε πλήρη εξέλιξη, εκλογές οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από μαζική και διάχυτη κρίση εκπροσώπησης και με τα αποτελέσματα των οποίων ξεκίνησε ένας κύκλος αβεβαιότητας, όπως διαπίστωνε το πολιτικό βαρόμετρο της Public Issue τον Νοέμβριο του 2007 [«Δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά αντιδικομματισμού»] και οι Γιάννης Τσίπρας και Χριστόφορος Βερναρδάκης σε άρθρα τους, στο πλαίσιο του τόμου Κόμματα και πολιτική στην Ελλάδα. Οι σύγχρονες εξελίξεις, επιμ. Γ. Κωνσταντινίδης-Νίκος Μαραντζίδης—Τ. Παππάς, Κριτική, 2009.)
Στην πορεία προς την αποδυνάμωση του δικομματισμού και την εγκαθίδρυση της μεταδημοκρατίας, η δημόσια ζωή ως σφαίρα ανάδειξης πολιτικών προβλημάτων και προτάσεων έχει ήδη μετατεθεί στην τηλεοπτική οθόνη. «Η πολιτική πράξη», σημειώνει η Γαλλίδα πανεπιστημιακός Μιράμ Ρεβό ντ’ Αλόν στο βιβλίο της Πρέπει η πολιτική να γίνει ηθική; (μτφ. Ζαρταμόπουλος, Εστία, 2004), «ασκείται εντός ενός πεδίου το οποίο κυριαρχείται από την εξωτερική εμφάνιση. …Πρέπει να καταλάβουμε ότι διεξάγεται στο επίπεδο του ορατού, στο φαίνεσθαι, και ότι ο κατεξοχήν χώρος της είναι ένας δημόσιος χώρος εμφάνισης. Αν η εικόνα που έχουν και μεταδίδουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους είναι πρωταρχικής σημασίας, αυτό συμβαίνει επειδή δρουν ενώ παράλληλα οι άλλοι τους βλέπουν, τους ακούν και τους αναγνωρίζουν. Οι άνθρωποι μιλούν και δρουν εμφανιζόμενοι ο ένας στον άλλο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το φαίνεσθαι –αυτό που γίνεται ορατό και ακούγεται δημοσίως από τον άλλο και από εμάς τους ίδιους—συνιστά την πραγματικότητα της πολιτικής». Η άλωση του δημόσιου βίου από την τηλεόραση –κυρίως τα ιδιωτικά κανάλια-, η τηλεοπτικοποίηση της πολιτικής παράγει απαθείς πολίτες, καταναλωτές ειδήσεων—τηλεοπτικών προϊόντων, οι οποίο όλα τα βλέπουν στην τηλεόραση και, άρα, η ζωή μπορεί να περιμένει, όπως και η «ηθικοποίηση» της πολιτικής (βλ. Ηλίας Καφάογλου, «Παράγοντας απαθείς τηλεθεατές», Τύπος της Κυριακής, 2 Οκτωβρίου 2005). Αλλά η «ηθικοποίηση της πολιτικής δεν σημαίνει ότι πρέπει να την αρνηθούμε φαντασιώνοντας κάποια «ενάρετη» πολιτική. Η φράση που μόλις ειπώθηκε έχει νόημα μόνο αν εκπαιδεύουμε ακούραστα τους ανθρώπους στη δημοκρατία, έτσι ώστε να αποκτήσουν αίσθηση του συνανήκειν, ότι, δηλαδή, μετέχουν ενεργά σε ένα κόσμο κοινό για όλους ως πολίτες, δεν εμπιστεύονται, λοιπόν, πρώτα από όλα όσα τα δελτία ειδήσεων και τη χώρα της ουτοπίας, σωστότερα, δυστοπίας, την οποία οικοδομούν και γεωργούν, το δυστοπικό παρόν το οποίο ο λόγος τους αναγγέλλει και το δύστηνο μέλλον το οποίο ο λόγος τους προοιωνίζεται, μια αρνητική ουτοπία, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του Αμερικανού Χέιντεν Ουάιτ (περ. Ιστορείν, τ.7, Αύγουστος 2007, αφιερωμένο στη σχέση ουτοπίας και ιστορίας). Η ουτοπία γίνεται αρνητική αφού δεν μπορεί να επιστρέψει στην πρόταση μιαε φανταστικής λύσης σε αντιφάσεις που η συγκυρία εντός της οποίας ζούμε δεν επιτρέπουν να συντεθούν και έτσι να τις υπερβούμε.
Οι εκφωνητές στα δελτία ειδήσεων είναι άγγελοι κακών, όπως ο μπαρμπέρης από τον Πειραιά ο οποίος έσπευσε τρέχοντας στην Αθήνα να αναγγείλει στους Αθηναίους τα νέα από την καταστροφική εκστρατεία στη Σικελία το 413 π.Χ., τις κακές ειδήσεις που του είχε πει ένας πελάτης στο μαγαζί του, άρτι αποβιβασθείς στον Πειραιά –τα σχετικά περιγράφει ο Πλούταρχος σε δύο κείμενά του, το ένα επιστέφεται από τον χαρακτηριστικό, επί του προκειμένου, τίτλο Περί Αδολεσχίας. Οι Αθηναίοι δεν πίστεψαν τον κουρέα, τον κατηγόρησαν ότι διαδίδει ψευδείς ειδήσεις, μέχρι να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του κάποιος αγγελιαφόρος. Αυτό που πρωτίστων μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαχείριση των κακών ειδήσεων. «Η διαφορά δεν είναι τόσο η σύγχρονη μαζικότητα και η ακαριαία ταχύτητα της διασποράς των ειδήσεων ή το αναντίρρητο κύρος της συνοδευτικής εικόνας, όσο η διαμόρφωση μιας κινδυνολογικής κουλτούρας η οποία όχι μόνο επεξεργάζεται το πραγματικό και ήδη συντελεσμένο αλλά προεικάζει, άλλοτε με εμπράγματη άλλοτε με φαντασιωτική και πάντως με συστηματική “αδολεσχία’’ τα χειρότερα από τα πιθανά και τα ενδεχόμενα. … Τις κακές ειδήσεις τις εμπεδώσαμε, το χάλι μας … το νιώθουμε και θα το νιώσουμε, αλλά αυτό που δεν μας χρειάζεται είναι να ρίξουμε κι εμείς νερό στον φαύλο και αχόρταγο μύλο του “συναγερμισμού’’. Γιατί οι σύγχρονοι μπαρμπέρηδες πάσχουν τώρα από “αδολεσχίαν’’ υψηλής τεχνολογίας και μπορούν όχι μόνο να αναγγέλλουν την καταστροφή αλλά και να τη δημιουργούν», σχολιάζει ο Θ.Δ. Παπαγγελής (Το Βήμα, 16 Μαίου 2010). Ξέρουμε βέβαια ποια τύχη περίμενε κατά την Αρχαιότητα τους αγγέλους κακών ειδήσεων, τους αγγέλους κακών… .
Η ιδεοληψία του μοναδικού δρόμου
Η υποταγή στους όρους του ΔΝΤ και της ΕΕ παρουσιάστηκε και ως μονόδρομος, όπως, επίσης, και η κήρυξη της χώρας σε άτυπη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Καταλύθηκε έτσι κάθε έννοια ουσιαστικής λαϊκής κυριαρχίας, αφού η πολιτική εξουσία υπακούει απροκάλυπτα στις επιταγές των αγορών και όλων όσοι είναι διεθνείς θεματοφύλακές τους. Όταν ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός, ένας μονόδρομος μάλιστα, η λαϊκή ετυμηγορία περιττεύει, οι φωστήρες, οι ειδικοί διαχειριστές και λογιστές αποφασίζουν, αφού αυτοί γνωρίζουν, αυτοί και μόνον αυτοί, τι πρέπει να γίνει για τη σωτηρία. Αλλά λύσεις είχαν προταθεί. Λόγου χάριν, ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, μία ημέρα μετά την προσφυγή, τόνιζε στην Καθημερινή (24 Απριλίου ) πως «με φόντο την κλιμακούμενη τρομοκρατία των σπρεντς, η κυβέρνηση έθεσε το εκφοβιστικό δίλημμα είτε τυφλή αποδοχή των δρακόντειων φόρων Δ.Ν.Τ. και Ε.Ε. είτε επίσημη πτώχευση και εκποίηση εθνικού πλούτου έναντι πινακίου φακής. Τρίτος δρόμος, λένε, δεν έχει προταθεί, διότι απλούστατα δεν υπάρχει. Ουδέν αναληθέστερον». Και πρότεινε ο καλός δημοσιογράφος μια εναλλακτική αντιμετώπιση με τρεις θέσεις, την κάλυψη των επειγουσών δανειακών αναγκών είτε με διμερείς συμφωνίες είτε από τις αγορές, έστω και με οδυνηρό επιτόκιο, τη διεκδίκηση σε κοινό μέτωπο με άλλες χώρες ευρωπαϊκής λύσης στο ευρωπαϊκό πρόβλημα, την αναδιαπραγμάτευση του χρέους με την απειλή μονομερούς στάσης πληρωμών. Εκτός από τη διαγραφή εναλλακτικών λύσεων και την πρόκριση τεχνοκρατικών, «η προκλητική επιχείρηση αναστολής της πολιτικής σύγκρουσης, της δημοκρατικής αίρεσης και της συλλογικής πρωτοβουλίας επιστρατεύει οικείους μηχανισμούς και λόγους της μεταπολιτικής η οποία, ως γνωστόν, διατηρεί το προσωπείο της δημοκρατικής πολιτικής, ενώ την κενώνει από ουσιαστικά της περιεχόμενα. ….Η ηθικοποίηση … κινητοποιεί τώρα κατά κόρον το ιδεολόγημα της ενιαίας ευθύνης για την οικονομική κρίση», παρατηρούσε τις προάλλες στη Αυγή (30 Μαΐου 2010) ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής.
Αλλά ξέρουμε ότι τράπεζες και κυβερνήσεις στις πέντε πιο ευάλωτες οικονομίες της ευρωζώνης χρωστούν η μία στη άλλη δις ευρώ (η Ελλάδα, με συνολικό χρέος 295 δις το τρίτο τρίμηνο του 2009, χρωστά 75 δις στη Γαλλία, 45 δις στη Γερμανία, 15 δις στη Μ. Βρετανία, για να αναφερθούμε στους κυριότερους πιστωτές)· ήδη έχει επισημανθεί ότι η κρίση του χρέους είναι χαριστική βολή για το κράτος πρόνοιας (Robert J. Samuelson, Η Καθημερινή, 15 Μαΐου 2010), ότι επείγει να δρομολογηθεί η χρηματοοικονομική αποπαγκοσμιοποίηση -70% περίπου των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες της Γαλλίας και της Γερμανίας (Η Καθημερινή, 29 Απριλίου 2010 )--, αφού η πολιτική που ασκείται στη χώρα βρίσκεται υπό την κηδεμονία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (Frederic Loron, Le Monde Diplomatique/ Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16 Μαΐου 2010). Γνωρίζουμε, επίσης, ότι, από το 1848 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει έξι φορές, ότι το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., από 19,5% το 1974, έφτασε στο 98% το 1993 και στο 125,08% το 2010,και ότι η κυβέρνηση της ΝΔ (1990-1993) αύξησε το χρέος κατά 38,1 δις ευρώ σε τρέχουσες τιμές, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (1993-2004) κατά 114 δις και αυτή της ΝΔ κατά την περίοδο 2004-2009 κατά 113,5 δις (βλ. για τα στοιχεία, Λεωνίδας Στεργίου, «Ιστορίες χρεοκοπίας 70 χωρών σε 200 χρόνια», Η Καθημερινή, 16 Μαΐου 2010), ενώ, μετά την πτωτική τάση με τη βοήθεια των αποκρατικοποιήσεων που μείωσαν βραχυπρόθεσμα τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, από το 2008 και μέχρι το 2009, το χρέος έφτασε το 110% του ΑΕΠ, έχοντας ως αιτία τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση τού 2008-2009 που έπληξε την παγκόσμια οικονομία, αλλά και τις δυσλειτουργίες, τις δυστοκίες και τη διστακτικότητα με την οποία ασκήθηκε η δημοσιονομική πολιτική (Περικλής Γκόγκας, Η Καθημερινή, 19 Ιουνίου 2010). Ξέρουμε, επίσης, ότι σε προηγούμενη περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης, όπως λόγου χάριν αυτή του 1893, οπότε η σύναψη δανείου υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων έθεσε τη χώρα υπό μόνιμη οικονομική και πολιτική κηδεμονία, η χρεοκοπία ήταν το αποτέλεσμα του αντικειμενικού προβλήματος των περιορισμένων εθνικών πόρων· αυτό, σε συνδυασμό με τον υψηλό ρυθμό δανεισμού και την πλήρη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού επί του παραγωγικού κεφαλαίου, οδήγησε σε στάση πληρωμών –ο Εδουάρδος Λο, σε έκθεση που έστειλε τον Μάρτιο του 1893 στο Φόρεϊν Όφις, επισήμαινε: «Το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι αν η κρίση οφείλεται σε μόνιμες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες ή σε αποτυχημένη οικονομική διαχείριση» (βλ. Απόστολος Διαμαντής, «Από τη χρεοκοπία του 1893 στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2 Μαΐου 2010).
Επομένως, τα περί ενιαίας ευθύνης για την οικονομική κρίση και περί μονόδρομου τα οποία κατά κόρον προβάλλουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ πρωτίστως, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, είναι ιδεολόγημα. «Η κοινή, δήθεν, ευθύνη για την ασωτία του παρελθόντος εμφανίζεται να επιβάλλει ένα σαρωτικό αυτομαστίγωμα και εξουσιοδοτεί τη σαρωτική τιμωρία του αμαρτωλού πλήθους», σχολιάζει ο Κιουπκιολής, ενώ η εξατομικευμένη ποινικοποίηση των ευθυνών συγκαλύπτει τα μείζονα πολιτικά διακυβεύματα γύρω από βασικέ κοινωνικές ρυθμίσεις που συντηρούν και αναπαράγουν την ανισοκατανομή εισοδημάτων και βαρών και εκτρέφουν τη φαυλότητα, στο πλαίσιο ενός πλέγματος παρανομίας, ανομίας, διαφθοράς και ανασφάλειας, την οποία, εξάλλου, συντηρούν με κάθε ευκαιρία τα δελτία ειδήσεων, παρουσιάζοντας τις κυβερνητικές επιλογές ως αναγκαστικές, και συγχρόνως τα μέτρα ως αναγκαία ιδιαιτέρως επαχθή…, ώστε να μη χρεοκοπήσει η χώρα και τα επώδυνα μέτρα ως εκ των ων ουκ άνευ, ώστε να λάβουμε και επόμενο πακέτο βοήθειας και ούτω καθεξής. Οι μισθοσυντήρητοι πρέπει να υπομείνουν, ώστε να μην υπονομεύσουν το μέλλον του ευγενούς έθνους, η σωτηρία του οποίου εξαρτάται από την ήττα των πολιτικών του δικαιωμάτων. «Ο πολίτης υποδεικνύεται ως εχθρός του “εθνικού συμφέροντας’’», σημείωνε στην Αυγή η Σία Αναγνωστοπούλου («Η Δύση και η Ανατολή της Ελλάδας», 30 Μαΐου 2010 ), επισημαίνοντας στην ιστορική διάσταση που υπάρχει στη χώρα μας ανάμεσα στο δημόσιο και το εθνικό συμφέρον. Η αναβίωση εθνοπατριωτικών και κοινοτιστικών λόγων, η επίκληση ενός διάχυτου πατριωτισμού, σήμα και σημάδι μάλλον έντονης απογοήτευσης και απόγνωσης, ως συνεκτικού στοιχείου μιας κοινωνίας που έχει πειστεί να προεξοφλήσει την αποτυχία, συνιστά μια ιδεολογική κοινοτοπία, ώστε οι ταξικές διαιρέσεις να απαλυνθούν και οι πολιτικοί αγώνες να αποσοβηθούν, στο πλαίσιο μιας συναινετικής πολιτικής και συστράτευσης, παρά τον βαθύτατο κλονισμό του ηγεμονικού μπλοκ της πολιτικο-οικονομικής ολιγαρχίας, που οικοδομήθηκε κατά τη Μεταπολίτευση, και το οποίο έδρασε πολιτικά στον αστερισμό της μεταπολιτικής ανεξέλεγκτο από τα μαζικά υποκείμενα που εκφυλίστηκαν σε καταναλωτές, με την τηλεόραση και το λάιφ στάιλ να δίνουν τον τόνο στην συλλογική συνενοχή και στη διάχυσή της σε ατομική ενοχή.
Και είναι τούτα τα κεχηνότα πλήθη πρωταθλητές στη δυσπιστία, αρνούνται και απορρίπτουν την πολιτική, έχουν πολύ χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης στους θεσμούς, αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις,
διακρίνονται από έντονο ατομικισμό, και πιστεύουν ιδιαιτέρως στην ύπαρξη κοινωνικής αλληλεγγύη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας, στην οποία από πλευράς της Ελλάδας συμμετείχε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Η Καθημερινή, 16 Ιουνίου 2010). Σχολιάζει ο Παντελής Μπουκάλας στις 18 Ιουνίου: «Εξαπολύοντας μύδρους εναντίον δικαίων και αδίκων, αρνούμενοι να μπούμε στον κόπο της διαφοροποίησης και του προσεκτικού επιμερισμού των ευθυνών, παραδινόμαστε στην ηδονή του γκρεμίσματος, με την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε έξω από το κατεδαφιζόμενο οικοδόμημα, ασφαλισμένοι. Ο πιο αχαλίνωτος λαϊκισμός ασκείται από τον ίδιο τον λαό (όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε στη συγκεκριμένη έννοια), όταν φτάνει να πιστεύει ότι αυτός ουδεμία ευθύνη φέρει για οτιδήποτε και ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και απαράλλακτοι και όλοι ή διεφθαρμένοι ή ανίδεοι ή ακαμάτηδες. …Όπως κι αν αυτοπροσδιοριζόμαστε …, δεν επιτρέπουμε στην πίστη ή στις ιδέες μας να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά μας αλλά αφηνόμαστε στο ένστικτο, γιατί βλέπει παντού εχθρούς, ακόμα και ανάμεσα στους εκ πνεύματος συντρόφους και τους εξ αίματος συγγενείς».
Τα δελτία ειδήσεων μάς αρρωσταίνουν…
Πώς παρουσιάζεται η οικονομική κρίση στα ΜΜΕ; Μία έρευνα, που είναι ακόμη σε εξέλιξη, και η οποία διενεργείται από φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου, με δείγμα πολίτες 18-50 ετών, υπό την εποπτεία της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Κορωναίου (Ε, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, τ.996, 16 Μαΐου 2010, Η Αυγή, 25 Απριλίου 2010) οδηγεί σε αποκαλυπτικά συμπεράσματα. Άγχος, φόβος, απέχθεια, κατάθλιψη δημιουργεί στους θεατές των δελτίων ειδήσεων και στους αναγνώστες εφημερίδων ο τρόπος με τον οποίο καλύπτεται η κρίση. Συγχρόνως, όμως, δυσπιστία, αμφισβήτηση, την ανάγκη στροφής σε εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης. Σύμφωνα με την έρευνα, τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν την κρίση με πέντε διαφορετικούς τρόπους: τη δραματοποίηση, την ενοχοποίηση του κοινού, την έμφαση στις ατομικές περιπτώσεις, την υποβάθμιση των συλλογικών μορφών αγώνα, τον κοινωνικό αυτοματισμό, ώστε η μία κοινωνική ομάδα να στρέφεται εναντίον της άλλης και να φαίνεται ότι απειλεί την ευημερία της. Ο θεατής, βάσει της συγκεκριμένης έρευνας, εισπράττει τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από την –κλυδωνιζόμενη—κυβέρνηση και τα δελτία ειδήσεων ως συνθλιπτική απουσία ελέγχου στη ζωή του, στο παρόν και στο μέλλον του, ότι τα μέτρα είναι μονόδρομος και ότι δεν είναι εφικτή συλλογική διέξοδος, παρά μόνο η ατομική συμμόρφωση. Οι συλλογικές μορφές αγώνα θεωρούνται «άκαιρες», «υπερβολικές» ή και «καταστροφικές» για τη χώρα, η οπαία η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι ακολουθεί λάθος πορεία, βάσει των στοιχείων του πρόσφατου Βαρομέτρου της Public Issue για τον ΣΚΑΪ και την Καθημερινή ( δημ. 11 Ιουνίου 2010 ). «Περισσότεροι από επτά στους δέκα Έλληνες θεωρούν πλέον ότι η χώρα είναι σε λάθος κατεύθυνση. Στον αντίποδα, μόλις 18% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε σωστή τροχιά. Πλέον ανησυχητική, ωστόσο, είναι η ραγδαία επιδείνωση της “ψυχολογίας’’ της κοινής γνώμης σε διάστημα ολίγων μηνών, καθώς μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο μόνον η οριακή πλειοψηφία (52% ) έκρινε ότι η χώρα ακολουθεί λάθος πορεία. Σε τέσσερις μόλις μήνες το ποσοστό αυτό έχει διογκωθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες», σχολιάζει ο Γιάννης Μαυρής. (Συγχρόνως, το ήμισυ του κοινωνικού σώματος, το 52%, δεν εμπιστεύεται ποτέ, ή σχεδόν ποτέ τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα, ενώ οι 4 στους 10 τις εμπιστεύονται μόνο περιστασιακά, η πεποίθηση ότι οι κυβερνήσεις εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα είναι καθολική, 89%, ενώ ως προς την υφιστάμενη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, 8 στους 10 πολίτες, το 77%, θεωρούν ότι το δημόσιο χρήμα διασπαθίζεται, σύμφωνα με έρευνα της Public Issue, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, στις 13 Ιουνίου 2010.)
Στο πλαίσιο άλλης έρευνας για τα δελτία ειδήσεων, που πραγματοποίησε το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Ψυχολογικών Εφαρμογών και Επικοινωνιακού Σχεδιασμού, από την καθηγήτρια Μπετίνα Ντάβου, τον επίκουρο καθηγητή Στατιστικής Αντώνη Αρμενάκη και ομάδα ερευνητών (Η Αυγή, 6 Ιουνίου 2010), διαπιστώνεται ότι τα συναισθήματα του θυμού, της αηδίας, του φόβου, της λύπης είναι τα βασικά που προκαλούνται στους τηλεθεατές οι οποίοι παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων –η έρευνα αφορά σε 31 κεντρικά δελτία ειδήσεων της ΝΕΤ και του MEGA από 9 Νοεμβρίου έως 9 Δεκεμβρίου 2009, επομένως πριν από και την τύποις ομηρία της χώρας.
Αν δημοκρατία δεν είναι η επιβολή της πλειοψηφίας επί των ολίγων, πόσο μάλλον των ποικιλώνυμων διευθυντηρίων και των αγορών επί των κρατών, τότε επείγει να συζητήσουμε για τα ελλείμματα αντιπροσώπευσης και ισοπολιτείας, τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, τη δίκαιη παραγωγή και αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, όλα, δηλαδή, όλα όσα τα δελτία ειδήσεων, στον αστερισμό της μεταπολιτικής, προβάλλουν, όχι πλέον ως ουτοπία ή δυστοπία αλλά ως αρνητική ουτοπία, ως σύγχρονη κόλαση.
Αλλά για ουτοπίες και κόλαση θα συζητάμε τώρα;
Και όμως: «η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον», λέει ο Μάρκο Πόλο στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο (μτφ. Α. Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης, 2004). «Αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν, για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της, μέχρι να καταλήξουν να μη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε να μάθουμε και να αναγνωρίσουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο».
21 Ιουνίου 2010
Ηλίας Καφάογλου
22/6/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου