16.6.2010
Πώς κρίνουν αυτοί που εξουσιοδοτούνται να κρίνουν όσα τίθενται προς κρίσιν ενώπιον ειδικών και ανθρώπων;
Η ερώτηση αυτή απαντιέται με αναγωγή στις αισθητικές θεωρίες, στα θεωρητικά μοντέλα, στις σχολές σκέψης, στα ρεύματα και στις ιδεολογίες. Σίγουρα αυτός που κρίνει θα έχει και τα πιστεύω του και τα μ' αρέσει του. Υπό ιδανικές συνθήκες, πρέπει να τυφλώσουν τις εσωτερικές - πνευματικές ροπές τους και να γίνουν μηχανή εξαγωγής κρίσεων, απόλυτη, αμερόληπτη, απροκατάληπτη. Με τις κρίσεις των κρινόντων σώζονται καριέρες, γράφονται ιστορίες, βυθίζονται σχέδια. Έρχονται στην επιφάνεια τα καινούργια και πέφτουν στο σκοτάδι (ενδεχομένως) τα παλαιά και αναγνωρισμένα, εάν δεν επικρατούν με την προϋπηρεσία της δόξας τους.
Τα σκεπτόμουνα όλα αυτά γυρνώντας από μιαν εκδρομή κατά την οποία είχα την τύχη να ξεμοναχιάσω τη Λουκία Ρικάκη, η οποία διευθύνει έναν καλλιτεχνικό θεσμό στα Δωδεκάνησα (Κω και Ρόδο) που προβάλλει τον παγκόσμιο σύγχρονο κινηματογράφο. "Και πόσες ταινίες βλέπετε;" "Ου, καμιά επτακοσαριά", λέει η Ρικάκη, άλλες μεγάλης κι άλλες μικρής διάρκειας, όλες τις ώρες της ημέρας, ακόμα και στο μέσο της νύχτας. Κρατώντας σημειώσεις. Και έχοντας βέβαια στο πλευρό της ορισμένα λαγωνικά, που της φέρνουν το πράμα, από Δύση και Ανατολή.
Μάλιστα της ζήτησα να μου γράψει στο χαρτί ορισμένες ταινίες που είδε τελευταία και οι οποίες ''της έμειναν". Μου έγραψε δύο, εξηγώντας μου βέβαια ότι δεν πρόκειται για εμπορικό σινεμά. Η μία μεταφράζεται στα ελληνικά "Το σύστημα", και κατ' αυτήν η δράση μεταφέρεται σε φτωχογειτονιές της Νότιας Αμερικής (Περού μου είπε; Βολιβία; δεν το θυμάμαι), όπου ένας (;) μουσικός έχει την υπέροχη ιδέα να μαζέψει τα παιδιά των δρόμων και να τα σώσει από την πρέζα, πώς; Μαθαίνοντάς τους ένα εντόπιο παραδοσιακό όργανο (σαν να λέμε εμείς τη λύρα) και σχηματίζοντας μια τεράστια ορχήστρα από εκατοντάδες παιδιά-οργανοπαίχτες, που γίνονται μια φωνή, μια γροθιά και μια μελωδία εις τον κόσμον των παρανόμων και των διεφθαρμένων.
Αλλά και ο Γιώργος Λούκος που διευθύνει το Φεστιβάλ Αθηνών εξηγούσε στην Κατερίνα Ζαχαροπούλου τα της δουλειάς του: ''Δεχτήκαμε περίπου 700 προτάσεις, απ' αυτές γύρω στις 100 θα προκριθούν. Δεν σεβόμαστε τόσο τα γνωστά ονόματα. Μας εντυπωσιάζει η δίψα των νέων. Πολλούς από αυτούς τους επιλέγουμε όταν δούμε ότι έχουν να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο, σοβαρό, συγκροτημένο. Στην Πειραιώς 260 έρχονται νέοι που δεν γνώριζαν πού είναι η Επίδαυρος. Εγώ κάθε βδομάδα ταξιδεύω και βλέπω έργα και φαντάζομαι πώς θα ήταν η παρουσίασή τους ενώπιον του ελληνικού κοινού και αν ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα του χώρου" (περίπου αυτό ήταν το πνεύμα των λόγων του). Η κάμερα σκεπάζει τα λόγια του και δείχνει μια τεράστια εγκατάσταση από το Χώρο ΕΦ της Πειραιώς, με αποσυρμένους υπολογιστές, δωμάτια που θυμίζουν κάπως μπαρ ή τροχόσπιτα, ένα βιομηχανικο-τεχνολογικό τοπίο.
Η γενιά των 700 ευρώ σπέρνει τη σκέψη της και συλλέγονται εκατοντάδες ετερόκλητες προτάσεις. Μπορεί να σου κάτσει η μπίλια στο κόκκινο, μπορεί και όχι, που έλεγε σε ένα βιβλίο του ένας συνονόματός μου. Το θέμα βέβαια είναι πότε θα εμφανιστείς, ποιος θα σε προβάλει, πόσοι θα σε δουν, πόσοι θα σε ανακαλύψουν, αν θα μείνεις στη μνήμη, πώς θα βαδίσεις μετά. Δηλαδή η ας πούμε τύχη στην επιλογή δίνει τη σκυτάλη στη διαφήμιση, στην πρόσληψη, στα Μίντια, στην κριτική, στο πώς εν ολίγοις θα ''πουληθείς'' μετά εντός της αγοράς. Ο δρόμος του καλλιτέχνη είναι μοναχικός. Θέλει συγκέντρωση, μοναξιά αλλά και εξωστρέφεια, συνεργασίες. Το ότι οι καλλιτεχνικές δουλειές εγκλωβίζονται στον αγωγό των θεαμάτων κάπως τις εξάρει και κάπως τις γκριζάρει. Είναι και η ποσότητα της προσφοράς, βλέπετε.
Περνώντας από τουριστικά δρομάκια το καλοκαίρι βλέπεις διαφημιστικά δείγματα από greek salad, σκεπασμένες από σελοφάν. Άντε μετά να καταλάβεις ποια τομάτα ή ποια ελιά είναι η νοστιμότερη. Εσείς, εάν είχατε τη λίστα των 700, πόσο κουράγιο θα είχατε να τη... διασχίσετε;
Πέτρος Χριστοφιλίδης
16/6/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου