9.6.2010
Πάνω στο παλιό μωσαϊκό της αυλής, κάτω από την ομπρέλα ενός άρρωστου δέντρου, ένα βήμα μόνο να απέχει από την κλειδωμένη και κατά σημεία σκουριασμένη βαριά σιδερένια εξώπορτα, το είδα να στέκεται παγερά σιωπηλό. Το σώμα του ήταν ένας λοφίσκος ντυμένος με έναν σκοτεινό γήινο χιτώνα. Στους πρόποδές του κινούνταν κυκλικά ξένοι επιδρομείς. Κυκλόφερναν το σώμα και αναζητούσαν ίσως έναν ανοιχτό πόρο για να μπουν μέσα του, να κλέψουν τους χυμούς του. Σαν να θέλανε όλη την ώρα να σκυλεύσουν αυτό το σώμα, και να μην μπορούσαν. Πλησίασα όλος τρόμο και έκπληξη. Όσο πήγαινα πιο κοντά στο σημείο, ο βαθμός της εσωτερικής εντάσεως αυξανόταν. Τίποτε δεν του ήμουν, κι αυτό τίποτε δεν μου ήταν. Υπήρχε ακαθόριστα κάπου στο χώρο και παίδευε τις αισθήσεις μου μέχρι να το εντοπίσω. Κρυβόταν και τραγουδούσε χωρίς να το βλέπω. Παίζαμε ένα παιχνίδι ασυνείδητο, δυο τυφλών υπάρξεων. Γλυκομίλητο, μια αφηρημένη νότα της άνοιξης. Η καρδιά χτύπησε δυνατά όταν έσκυψα πάνω από το μάτι. Να κρατήσω τη μνήμη της τελευταίας έκφρασής του. Μια χάντρα στεκόταν εκεί, σαν χαρούμενο μου φάνηκε. Από κάτω μια νεκρική πομπή μυρμηγκιών γυρνούσε ακατάπαυστα, σαν τους λεπτοδείκτες των ρολογιών. Έτσι όπως γυρνούσαν και δεν έβρισκαν μιαν οπή να εισχωρήσουν κάπου, θυμήθηκα φυλακισμένα έντομα σε φιάλες και γυάλινα μπουκάλια, όταν από το στόμιο κατεβαίνουν στον πυθμένα και τανάπαλιν γεμάτα από απόγνωση, ίσως νιώθοντας ότι δεν υπάρχει πουθενά κάποια έξοδος. Πουλάκι μου, θα έλεγε μια μάνα μέσα στα κλάματα ή στα αίματα. Ποιος σε χτύπησε, ποιος σε χάλασε; Εσύ, ουρανοσκόπε, που ανήκεις στα ψηλά δώματα του κόσμου, πώς καταδέχτηκες να έλθεις στα ίσια με το χώμα; Ποιο χέρι μπορεί και φτάνει τόσο ψηλά για να σε αγγίζει και να σε συλλαμβάνει; Εσύ, υπερήφανε μουσικέ του κόσμου, άκακε σαλπιγκτή της ελπίδας, ειρηνικέ και ακάματε ψιθυριστή, κουβαλητή της μελωδίας, εσύ θερμαστή των τυραννισμένων ψυχών, που παρηγορείς τα απλανή βλέμματα, που ομορφαίνεις τα δέντρα και τους κήπους, που ζωντανεύεις τις κατηφείς και καμπουριαστές ημέρες. Ποιο μυστικό πήρες μαζί σου. Τι ξέχασες να μου πεις, λέγει η μάνα, και το έχεις κρύψει κάτω από τις φτερούγες σου. Ποια ριπή, ποια βολή, ποιο κοφτερό δόντι, ποια μάχαιρα στυγνή, ποια καταιγίδα, ποιο ερπετό μιας μαύρης τύχης, ποια συμπαιγνία του κακού σε κατέβασε τόσο χαμηλά, σένα τον λυρικό ουρανοδρόμο, τον αιθεροβάμονα, τον εμπνευστή κάθε ποιήσεως; Ήλθε και στάθηκε στην αυλή. Λέγοντας "πάρε με", "εδώ ανήκω", "μην με ψάξεις στο πουθενά", "κλείσε με στην καρδιά σου". Πουλάκι μου, λέγει η μάνα άφωνη. Πώς σκοτείνιασε ο κήπος και χάθηκε το φως. Ποιο μήνυμα του κόσμου θέλησες να δώσεις; Εσύ, ταχυδρόμε πιστέ, ποιο γράμμα δεν πρόλαβες να δώσεις σε μια γέρικη ψυχή που σε περίμενε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μια γάτα πιο πέρα ξύνοντας με το φτυάρι του ποδιού της ασυναίσθητα άνοιγε ένα λακκάκι. Δεν κοιτούσε το πουλί, τη χαμογελαστή χάντρα του ματιού του, αυτό το θαυμάσιο πρίσμα μέσα από το οποίο βγαίνουν τα χρώματα του ουράνιου τόξου, και η γλύκα της εν τη φύσει ζωής. Η γάτα χάθηκε πηδώντας το γειτονικό φράχτη. Έκλαψε με τον τρόπο της, τη σιωπηλή φυγή της, σκαρφαλώνοντας στα εμπόδια. Ή μήπως κάτι γνώριζε κι αυτή; Ή μήπως από τον δικό της κόσμο ερχόταν η ενοχή και το χτύπημα της μοίρας; Τα ερωτήματα όλων των θανάτων χτίζουν μια προτομή πάνω από τις θυρίδες όλων των μυστηρίων. Κάποτε είχα ακούσει μιαν ιστορία για ένα πιστό σκυλί. Δηλητηριάστηκε μακριά από τη φωλιά του, μα με κόπο ψυχής μαραθωνοδρόμου άντεξε να φέρει το νεκρό κουφάρι του ως τη θύρα του σπιτιού. Πουλάκι μου, κι εσύ από μακριά, είπε η μάνα, θα ήλθες, και φτάνοντας έκοψες το νήμα της καρδιάς σου και έχυσες νότες πάνω στο υγρό μωσαϊκό. Κι όλος αυτός ο λόχος των εντόμων και των τεθλιμμένων συγγενών το κλειδί ψάχνουνε, το μουσικό σου κλειδί, να στρίψουν και να ξανακούσουν τη φωνή σου.
Π.Χ.
9/6/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου