11/6/10

Ο ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΣΙΡΚΑ

«Πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε»
(Ξαναδιαβάζοντας τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Σ. Tσίρκα, τριάντα χρόνια από το θάνατό του. )

«Aκυβέρνητες Πολιτείες …. Με τίποτα. Το σπουδαιότερο ίσως μεταπολεμικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Με τίποτα. Κι έχει, με όλα τα χρονάκια, μια σύγχρονη γραφή. Ναι, αλλά πλήξη.»
(Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Book Press, Mάρτιος 2010, τίτλος του κειμένου «Ο Τσίρκας δεν υποφέρεται»…)

«Διαβάζετε αργά και στοχαστικά.»
(Ο Στρατής Τσίρκας σε επιστολή του προς τον Μ.Μ.Παπαϊωάννου , 11 Μαΐου 1961)

«Iεροσόλυμα, 7 Iουνίου 1943. Aγάπη μου Mάνο, αγάπη μου, Σου γράφω, έχω τόσα πολλά να σου πω και το μόνο που ξέρω για σένα είναι πως ζεις, πως δε μιλάω σ’ ένα φάντασμα. Tι κάνεις, πώς είσαι, πού βρίσκεσαι; Έμαθα πως πληγώθηκες στο Αλαμέιν και πως, για πολλές μέρες, το μαύρο κύμα σε τραβούσε στ’ ανοιχτά κι ύστερα πάλι σ’ έβγαζε και σε ξεχνούσε στα δικά μας τ’ ακρογιάλια. Mόνο αυτό».

Έτσι αρχίζει το τελευταίο – εικοστό – κεφάλαιο του πρώτου τόμου, της Λέσχης, του πρώτου τόμου της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες – ενός μείζονος λογοτεχνικού έργου του 20ού αιώνα γραμμένου σε γλώσσα ελληνική.

H δράση στη «Λέσχη» αρχίζει στις αρχές Iουνίου του 1942. Στη Βόρεια Αφρική παίζονται οι τύχες του πολέμου. Στις 21 Iουνίου πέφτει το Τομπρούκ και τα γερμανικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον Pόμελ, φτάνουν μέχρι τις πύλες της Aιγύπτου. Kάιρο και Aλεξάνδρεια κινδυνεύουν. Πολλοί πρόσφυγες καταφεύγουν στην Παλαιστίνη, στην Iερουσαλήμ, πόλη που κατοικείται από πληθυσμό ετερόκλητο: «Iδού η Aγία Πόλη, ο αφαλός της γης, με τους κατοίκους της – μια επιτομή της ανθρωπότητας και των παθών της, χωρισμένη σε θρησκεύματα, χωρισμένη σε δόγματα και δοξασίες, χωρισμένη σε τάξεις και σε κάστες, χωρισμένη σε συνοικίες, σε φύλα, σε γένη, σε ηλικίες».

Mέσα σ’ αυτή τη σύγχρονη Bαβέλ, «Iερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία / Iερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς», για να θυμηθούμε το Γιώργο Σεφέρη, τους στίχους του οποίου χρησιμοποιεί ο Tσίρκας ως μότο στον πρώτο τόμο της τριλογίας του που εκδόθηκε το 1961 για πρώτη φορά, στην Iερουσαλήμ, επιτομή της εμπόλεμης ανθρωπότητας, όπου τα ανώτερα ιδανικά βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωπα με τις πολιτικές ίντριγκες.



Ιερουσαλήμ, Κάιρο και Αλεξάνδρεια εν καιρώ πολέμου, από τις 7 Ιουνίου του 1942 έως το καλοκαίρι του 1944, ύστερα από την καταδίκη του κινήματος στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή από την αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της Πολιτικής Επιτροπής στον Λίβανο στις 10 Μαΐου. Αυτοί είναι οι χρονικοί δείκτες και οι τοπικές συντεταγμένες της τριλογίας και σε αυτό το πλαίσιο ανιχνεύονται ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, οργανώνεται η πλοκή του μυθιστορηματικού καμβά, ένα ευρύτερο αφηγηματικό πρόγραμμα του Στρατή Τσίρκα, «που έχει ως κύριο θεματικό άξονα τη δράση του αριστερού αντιφασιστικού κινήματος στη Μέση Ανατολή κατά την περίοδο του πολέμου, με αποκορύφωμα το κίνημα που εκδηλώθηκε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, τον Απρίλη του ’44», όπως σημειώνει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου («Ο σκληρός Απρίλης του ’44. Μυθοπλασία, Ιστορία και Μνήμη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα», περ. Μνήμων, τ. 24, 2004. ) Στα νήματά τούτης της μυθιστορηματικής σύνθεσης, τα πάθη και ο έρωτας παίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό, αντίδοτο στη φρίκη του πολέμου.

Tο επιλογικό γράμμα της Έμμης Mπόμπρετσμπεργκ στον Mάνο Σιμωνίδη προχωρεί τη δράση μέχρι τον Iούνιο του 1943, τέτοιες μέρες πριν από εξήντα επτά χρόνια.

Oι νίκες στο Eλ Aλαμέιν (23 Oκτωβρίου - 4 Nοεμβρίου 1942) και στο Στάλινγκραντ (τέλη Iανουαρίου 1943) έχουν αλλάξει το σκηνικό υπέρ των συμμάχων.

Eν τω μεταξύ, μετά τη μάχη της Kρήτης (20 Mαΐου 1941), η ελληνική κυβέρνηση έχει μεταφερθεί στο Kάιρο. Tα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά. Σημειώνουμε μόνον ότι τα επεισόδια, που ονομάζονται και «γεγονότα» στη Μέση Aνατολή, αντανακλούν τις κρισιμότατες αλλαγές, τις ιδεολογικο-πολιτικές ζυμώσεις που εξελίσσονται στην κατεχόμενη Eλλάδα, δεδομένου ότι «την πρωτοβουλία των κινήσεων είχαν αναλάβει οι λαϊκές δυνάμεις και οι οργανώσεις που τις εκπροσωπούσαν», για να ανατρέξω στο «Iστορικό Σημείωμα» της Xρύσας Προκοπάκη, φιλολογικής επιμελήτριας της σχολιασμένης επανέκδοσης της τριλογίας από τον «Kέδρο». «H τελική, άλλωστε ολομέτωπη σύγκρουση, το κίνημα του Aπρίλη 1944, προοιωνιζόταν τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, εξελίξεις που σφράγισαν το μέλλον της χώρας», σημειώνει η Προκοπάκη στο «Iστορικό Σημείωμα», στο τέλος της Λέσχης . H τριλογία κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου στη Mέση Aνατολή, το κίνημα του Aπρίλη 1944 και την αιματηρή καταστολή του, ενώ στο τέλος του τρίτου τόμου, της Nυχτερίδας (1965), ακούμε και διαβάζουμε ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές.



«Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα»

Ακριβώς στην αρχή αυτού του τρίτου τόμου, ο «λογογράφος», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Παντελή Mπουκάλα («O οχληρός λογογράφος Στρατής Tσίρκας, H λέξη , τ. 136, αφιέρωμα στον Tσίρκα, 1996), ο Tσίρκας (1911-1980) μας ειδοποιεί: «Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή χρονικό. Πάρα πολλά από το δράμα της Mέσης Aνατολής παραλείφθηκαν, πάρα πολλά διασκευάσθηκαν για τις ανάγκες του μύθου». Παρόμοια ειδοποίηση διαβάζουμε και στην αρχή του δεύτερου τόμου, της Aριάγνης (1962). Kαι σε μια συζήτηση με τον Aλ. Kοτζιά στην Eταιρεία Σπουδών και Γενικής Παιδείας, μας θύμιζε ο Tσίρκας δύο συμβουλές του Oυόλτερ Σκοτ: «Για μυθιστορήματα που περιέχουν Iστορία, να μη βάζεις πολλή Iστορία μέσα», και: «Ποτέ να μη μεταχειρίζεσαι σε πρώτο πλάνο ιστορικά πρόσωπα» (Δελτίο Eταιρείας..., 3, 1979).

Ωστόσο, η Iστορία είναι παντού. Aλλά... Tα ιστορικά πρόσωπα αναφέρονται μεν επωνύμως, αλλά δεν είναι ήρωες του μυθιστορήματος. Tον βίο και την πολιτεία τους τα μαθαίνουμε από κάποιο αφηγητή στο μυθιστόρημα, ο οποίος και φωτίζει και ερμηνεύει τις πράξεις τους. Aλλά... Tα γεγονότα εκτίθενται υπαινικτικά, με κενά ως προς τη χρονική διαδοχή τους, με πρωθύστερα, ενώ ο λόγος των αφηγητών τα ανασυνθέτει, συγκεντρώνει επάνω τους τους προβολείς αναδρομικά. Aλλά... Oι σκηνές δεν διαδέχονται η μία την άλλη κατά τη χρονική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων, αλλά εναλλάσσονται, από το γενικό (τη Mέση Aνατολή, λόγου χάριν) περνάμε στο ειδικό (στους ανθρώπους, στις χειρονομίες, στα μάτια τους, «τα μάτια της ήταν δυο νυχάτες ρώγες χρυσό μέλι»), από τα δημόσια πάθη στις ιδιωτικές υποθέσεις.

«Άνθρωποι εν πολέμω, στρατευμένοι, αλλά οι περισσότεροι στα μετόπισθεν, πολιτικοί, αντιφασίστες, αγωνιστές ημιπαράνομοι, Έλληνες ντόπιοι, Eβραίοι, Άραβες, Eυρωπαίοι πρόσφυγες, όλοι έχουν εμπλακεί στα δίχτυα της Iστορίας, ακόμα κι οι παθητικοί δέκτες», σημειώνει η Xρύσα Προκοπάκη στο κείμενό της: «H ιστορία στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου» (H λέξη, τ. 136). Στα συναισθήματα και στις πράξεις των «ηρώων» δεν καθρεφτίζεται η εικόνα που εμείς έχουμε για την εποχή τους, οι «ήρωες» του Tσίρκα, οι ενέργειές τους, εννοώ, δεν είναι αποτέλεσμα των ιστορικών δρώμενων. Oι «παραδοσιακοί» ρόλοι του λεγόμενου «ιστορικού» μυθιστορήματος αναποδογυρίζονται. Tα «σημαντικά ιστορικά γεγονότα» εισχωρούν στην προσωπική τους ζωή, εμφιλοχωρούν στα όνειρα, στους εφιάλτες, στις ελπίδες, στην καταδική τους ζωή.

Έχει εύστοχα παρατηρηθεί πως οι λογοτέχνες, στο βαθμό που διαχειρίζονται τις ιστορικές αναπαραστάσεις, είναι τρόπον τινά και ιστορικοί (Βενετία Αποστολίδου, «Λαϊκή μνήμη και δομή της αίσθησης», Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1997). Ήδη στα 1961, ο Παναγιώτης Μουλλάς, σε μια κριτική του για τη Λέσχη, σημείωνε πως το βιβλίο «δεν κάνει ιστορία, προυποθέτει την ιστορία» και δύο χρόνια αργότερα, ο Μανώλης Αναγνωστάκης συνέδεε τις ιστορικές αναπαραστάσεις με τη σημασία την οποία έχει η αναφορά στα γεγονότα στη Μέση Ανατολή, η αναφορά, δηλαδή, σε ιστορικά γεγονότα «υπό εκκρεμότητα». «Η Αριάγνη όπως και η Λέσχη… προϋποθέτουν την ιστορία …, μια ιστορία άγραφη ακόμα, πολύ λίγο γνωστή στους μεταγενέστερους, μια υπό εκκρεμότητα, θα έλεγε κανείς, ιστορία» (και οι δύο κριτικές δημοσιεύονται στο Χρύσα Προκοπάκη, Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες και η Κριτική 1960-1966, Κέδρος, 1980).

Την εποχή που ο Τσίρκας αρχίζει να γράφει την τριλογία, η Αριστερά έχει ηττηθεί πολιτικά και στρατιωτικά και η επικράτηση της συντηρητικής παράταξης καθορίζει το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων σε επίπεδο ιδεολογίας, κουλτούρας, με όχημα την εθνικοφροσύνη, μια ιδεολογία τρόμου και ενοχοποίησης, για να προσφύγω στο τίτλο άρθρου του Άγγελου Ελεφάντη (Μας πήραν την Αθήνα…, Βιβλιόραμα, 2002). Την περίοδο αυτή, οι νικητές του Εμφυλίου γίνονται κυρίαρχοι της μνήμης και της λήθης, διαμορφώνοντας, έτσι, τις προϋποθέσεις, για την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, την προβολή μιας νοθευμένης ιστορικής προοπτικής, με στόχο τη «μυθοποίηση των ιστορικών περιστατικών, συνοδευόμενη από αντίστοιχες παραμορφώσεις τους, προκειμένου να φορτιστούν σύγχρονα προβλήματα και σύγχρονοι ανταγωνισμοί, με τη δυναμική μιας τεχνητής ιστορικής μνήμης», για να προσφύγω στον Φίλιππο Ηλιού (Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, 1989). Ηδη από τη δεκαετία του 1940, το ΚΚΕ ευθυγραμμιζόμενο με το Δόγμα Χρουστσώφ, προωθούσε τη γραμμή του «πατριωτικού μετώπου» και προέκρινε την προβολή της Αντίστασης και την ανάμνησή της και όχι αυτή του Εμφυλίου (Γιώργος Αντωνίου –Νίκος Μαραντίζης, Η εποχή της σύγχυσης, Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Εστία, 2008), και η εαμική ηγεσία καταδίκασε το κίνημα του Απρίλη, το οποίο πάντως δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, επίσημα, αφού διαπραγματευόταν τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ο «Απρίλης» ήταν πέτρα του σκανδάλου, μια πράξη αντίστασης στη Μέση Ανατολή, η οποία απασχόλησε τον Τσίρκα ήδη πριν το 1947, οπότε εκδόθηκε ο τόμος διηγημάτων του Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός , υποδεικνύοντας (και ) έτσι τη σχέση της τριλογίας με τα ιστορικά συμφραζόμενα – δύο χρόνια πριν ο ΕΣ καταλάβει τον Γράμμο (30 Αυγούστου 1949) και λήξει ένας πόλεμος στον οποίο δεν πίστευαν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν(βλ. Νίκος Μαραντζίδης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, 1946-1949, Αλεξάνδρεια 2010). Το κίνημα του Απρίλη, τα γεγονότα που προλέγουν τον Δεκέμβρη του ’44 και τον Εμφύλιο απωθήθηκαν, λοιπόν, από την ιστοριογραφία της μετεμφυλιακής περιόδου αλλά και από τη συλλογική μνήμη της Αριστεράς. Έτσι, η με τα μέσα και τον τρόπο της λογοτεχνίας αναπαράσταση των γεγονότων ήταν μια περιδιάβαση σε ναρκοθετημένη περιοχή, η τριλογία του Τσίρκα, η οποία επιχειρεί να λειτουργήσει «ως μυθιστορηματικό θεώρημα για την υπεράσπιση μιας ιστορικής αποτυχίας», σύμφωνα με την καίρια διατύπωση του Μίλτου Πεχλιβάνου (Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις, 2008), εντάσσεται στην περιοχή της κομματικής παραβατικότητας, για αυτό, άλλωστε, ο Τσίρκας διεγράφη από τη κομμουνιστική οργάνωση της παροικίας, την Πρωτοποριακή Οργάνωση Ελλήνων Αιγύπτου, την ημέρα των γενεθλίων του, στις 10 Ιουλίου 1961, και ενώ είχε κυκλοφορήσει η Λέσχη την οποία ο συγγραφέας αρνήθηκε να αποκηρύξει.



Ο φιλέταιρος συγγραφέας και η ειρωνεία

Ο τρόπος με τον οποίο ο Τσίρκας διαχειρίζεται την Ιστορία, οι παρακειμενικές και διακειμενικές συνιστώσες της αφήγησης, μας οδηγούν στις αφηγηματικές στρατηγικές της ιστορικής αναπαράστασης. Στην «Ειδοποίηση», υπενθυμίζω, που προτάσσει ο Τσίρκας στην Αριάγνη διευκρινίζει «πως αυτό δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα». Πρόκειται για μια δήλωση, μια στρατηγική υπεράσπισης του εαυτού του ως συγγραφέα –είδαμε κιόλας το ιστορικό πλαίσιο-, μια υπεράσπιση του εγχειρήματος του να γράψει μια ιστορία άγραφη ακόμα. Έχει επισημανθεί από την κριτική πως η ειρωνεία είναι εκείνη που αρθρώνει και οργανώνει ως αφηγηματική δομή τις αναπαραστάσεις της ιστορικής πραγματικότητας (Νάτια Χαραλαμπίδου, «Η ειρωνεία στις Ακυβέρνητες Πολιτείες», Διαβάζω, τ. 171, 1987). Ακριβώς η πολυφωνική αφήγηση, η πολυεστιακή διάρθρωσή της, οι νεωτερικές αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, οι πολύπλοκες φωνές και εστιάσεις –εσωτερική εστίαση, ετεροδιηγητική αλλά και ομοδιηγητική πρωτοπρόσωπη στον Μάνο και σε τρίτο πρόσωπο στην Άννα και στον Παράσχο--, μεταδιηγήσεις, διάθλαση της χρονικής ακολουθίας η οποία παλινδρομεί από το παρόν στο παρελθόν και προσημαίνει το μέλλον (ο Λευτέρης Παπαλεοντίου έχει εκτενώς αναφερθεί στις αφηγηματικές αυτές τεχνικές στο περ. Αντί, τ. 728, 2000), η μαστοριά του Τσίρκα προσδίδει στο βιωμένο ιστορικό γεγονός το νόημα μιας με πολλούς τρόπους βιωμένης πραγματικότητας η οποία μετακενώνει την αλήθεια της Ιστορίας σε μια πληθυντική καταγραφή πολλών και αντιθετικών οπτικών γωνιών διά των οποίων παράγεται και διαπορθμεύεται στον αφηγηματικό καμβά το ιστορικό γεγονός. Ακριβώς οι αφηγηματικές τεχνικές είναι εκείνες που κατοχυρώνουν την ειρωνική προοπτική, όπως, άλλωστε και η πλοκή της τριλογίας, ένα έργο εν προόδω, μια οιωνεί συνεταιρική γραφή, όπως μας υποδεικνύουν τα Ημερολόγια της τριλογίας, αλλά και η επιστολική συνομιλία του φιλέταιρου συγγραφέα και της ομάδας των αναγνωστών του, η συνομιλία του με τις κριτικές ανταποκρίσεις, τις αισθητικές και αναγνωστικές αντιδράσεις –«ένα βιβλίο, ένα καλό βιβλίο, ποτέ δεν γράφεται από ένα μόνο άνθρωπο», έγραφε ο Στρατής Τσίρκας στον Μ.Μ. Παπαϊωάννου στις 9 Δεκεμβρίου 1957 (βλ. Μίλτος Πεχλιβάνος, ό.π.)-, οι εξωγενείς παρεμβάσεις συνιστούν, στην περίπτωση του Τσίρκα, προϋπόθεση για να υπάρξει η τριλογία, αφού η Λέσχη σχεδιάστηκε για να εκδοθεί ως αυτόνομη πεζογραφική μονάδα και ο Τσίρκας είχε συγκατατεθεί για ένα δεμένο τόμο με τίτλο «Η Λέσχη, Νουρεντίν Μπόμπα και άλλα», σε επιστολή του προς τον Παπαϊωάννου στις 25 Οκτωβρίου 1960. «Η Ιστορία πλάθει τον εαυτό της με τέτοιο τρόπο ώστε το τελικό αποτέλεσμα ξεπηδάει πάντοτε μέσα από τις συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων … Εκείνο που θέλει κάθε άτομο εμποδίζεται από καθένα από όλα τα άλλα και ό,τι προκύπτει είναι κάτι που δεν το θέλησε κανείς », έγραφε ο Ένγκελς στον Γιόζεφ Μπλοχ και προτάσσει ο Τσίρκας στη Νυχτερίδα. Έτσι η ιστορική δράση είναι μια πορεία «στα σκοτεινά», ”Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…”. οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», συμπληρώνει με τους στίχους του Σεφέρη ο Τσίρκας το γράμμα του Ένγκελς.

Στο τέλος του XVII κεφαλαίου της Νυχτερίδας, οι ήρωες της τριλογίας διαβάζουν μια προκήρυξη του ΕΑΜ, στο πλαίσιο της οποίας «ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ/ ΤΟ ΕΑΜ/ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ/ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΝ ΣΤΑΣΙΝ». Και είναι τούτη η επιλογή του Τσίρκα, αυτή τη προκήρυξη η ειρωνική επισφράγιση μιας ολόκληρης πορείας, μιας πορείας «στα σκοτεινά» -η ιστορική δράση παραμένει μετέωρη. Η αντίληψη αυτή για την ειρωνική διάσταση της Ιστορίας, την ειρωνική διάσταση της ιστορικής πράξης, επισφραγίζεται και από τους στίχους του Καβάφη από το ποίημα Η επέμβασις των Θεών οι οποίοι ενσωματώνονται στην «Ειδοποίηση» της Νυχτερίδας –ποίημα που έχει αναλύσει ο Τσίρκας στο βιβλίο του Ο Καβάφης και η εποχή του (Κέδρος, 1958, 1987). Με τη λέξη του Αλεξανδρινού «… αυτός τούτο θα πράξει,/ τούτο εκείνος και με τον καιρό οι άλλοι/ τα ιδικά των. Και θ’ αρχίσουμε και πάλι». Στο βαθμό που η απόπειρα των ανθρώπων να ελέγξουν τη μοίρα τους είναι μια «σισύφεια προσπάθεια», η ειρωνεία της ιστορίας είναι το μόνο δεδομένο που συνοδεύει τη δράση τους, σχολιάζει σχετικά ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, αναφερόμενος στη λέξη της Χρύσας Προκοπάκη την οποία θέσαμε εντός εισαγωγικών («Για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες», Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία, ό.π. ). Παρ’ όλα αυτά, οι ήρωες της τριλογίας εμμένουν στωικά στο χρέος τους. Ετσι, περνούμε από το επίπεδο της πολιτικής πράξης στο πεδίο της κατανόησης της ιστορίας και της μνήμης, αυτό που οι άνθρωποι θυμούνται και συγχρόνως την προσπάθεια να επιβληθεί μια μνήμη -η Βενετία Αποστολίδου, στο φρεσκοτυπωμένο, εξαίρετο βιβλίο της Τραύμα και Μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων (Πόλις, 2010), μας υπενθυμίζει πως η ατομική μνήμη που προέρχεται από την ατομική εμπειρία, διαμορφώνεται μέσα από την αφήγησή της, υπόκειται, επομένως, σε μοντέλα αφήγησης που δομούνται μέσα στη συλλογικότητα. Ο,τι δεν δικαιώθηκε στην ιστορική πράξη, θα δικαιωθεί μέσω της ιστορικής μνήμης, μνήμης ατομικής και συλλογικής μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η αφηγηματική και αφηγημένη αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας, αυτής που οι ήρωες οι οποίοι προχώρησαν «στα σκοτεινά» βίωσαν ως «χαμένες φωνές» της Ιστορίας, και οι οποίες προσβλέπουν σε μια κάποια δικαίωση –εξάλλου, ο ίδιος ο Τσίρκας, παρά τη διαγραφή του, όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε ιδεολογικά από το Κόμμα, αλλά δραστηριοποιήθηκε αργότερα στη ΕΔΑ, στο ΠΑΜ και στο ΚΚΕ Εσωτερικού, αποδεικνύοντας την επιμονή του στη σύνδεση της πολιτικής του δράσης με τον κομματικό χαρακτήρα της. Από αυτή την άποψη, η τριλογία του Τσίρκα κλείνει με μια αφηγηματική πράξη δικαίωσης, τη Νυχτερίδα. Έτσι, η σκόπευση του συγγραφέα αλλάζει, αφού η μνήμη του Απρίλη δεν αφορά στο παρελθόν και μόνον, αλλά διαπιστεύεται στο παρόν κατά το οποίο γράφεται το μυθιστόρημα και ως παρελθόν το φωτίζει μέσω μιας διαλεκτικής αλληλεπίδρασης. Ετσι, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες συνιστούν μείζον έργο και για τον τρόπο που αναδεικνύουν τη στενή σχέση, μια σχέση διαδραστική με την ιδεολογία και την κουλτούρα. Αναφερθήκαμε στο πλαίσιο αναφοράς του βιβλίου, την εμπόλεμη Μέση Ανατολή και τις εσωτερικές συγκρούσεις στην Αριστερά, την κριτική στις «κομμένες κεφαλές». Σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό, ιστορικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο κατά το χρόνο παραγωγής του πρώτου τόμου, θυμίζω πως το 1958 η ΕΔΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση και εξελίσσεται σε μαζικό αριστερό κόμμα, η ηγεσία του παράνομου ΚΚΕ είναι στο Βουκουρέστι, από το 1954 εκδίδεται η Επιθεώρηση Τέχνης (βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Αναθεώρηση Τέχνης, Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της, Σοκόλης, 2006 ), το 1959 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του Αρη Αλεξάνδρου Ευθύτης οδών, όπου ο τίτλος του πρώτου ποιήματος είναι «Εισήγηση» και συνοδεύεται από το μότο «à la manière de Jdanof», την ίδια χρονιά (Φεβρουάριος - Μάρτιος) δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση Τέχνης το διήγημα του Ντανιάλ Γκράνιν «Η σιωπή», με αποτέλεσμα να ενοχληθεί η ΕΔΑ και να επακολουθήσει τον Ιούνιο μία δίκη στη σκιά του Ζντάνοφ –τα σχετικά εξηγεί εκτενώς η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου στο βιβλίο της Υπόθεση Γκράνιν. Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Η δίκη της Επιθεώρησης Τέχνης το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλουφάκου, Καστανιώτης, 2008. Συγχρόνως, μεταφράζονται Λούκατς, Κολακόφσκι, Σαρτρ, Γκαρωντύ, Γκράμσι, Αλτουσέρ. «Οι αναζητήσεις αυτές, ένα παιχνίδι ανάμεσα στις ρήξεις και στις συνέχειες, έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξοικείωση της ελληνικής Αριστεράς αφενός μεν με σχήματα του αισθητικού μοντερνισμού που αμφισβητούσαν το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αφετέρου δε με σχήματα του δυτικού μαρξισμού που αμφισβητούσαν τη σοβιετική ορθοδοξία», παρατηρεί ο Γιάννης Παπαθεοδώρου («Διανόηση και Αριστερά», Νέα Εστία, τ. 1743, Μάρτιος 2002).

Ένας διανοούμενος εν εξορία

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες συγκροτούν και συστήνουν ένα σχόλιο, πάντοτε επίκαιρο, για τους όρους και το όρια για τη στράτευση των διανοούμενων, μέσα από τη σύγκρουση του Μάνου Σιμωνίδη με το Ανθρωπάκι, τον κομματικό του καθοδηγητή, και το σχόλιο αυτό είναι, συγχρόνως, και μια με τα μέσα της μυθοπλασίας διερεύνηση για τη διαδραστική σχέση διανόησης και κομματικής στράτευσης, αλλά και την πολιτική θεωρία και πράξη, τον δογματικό, αυταρχικό λόγο, για να θυμηθούμε τον Μισέλ Φουκώ, τον λόγο της ηγεμονίας, ένα μονολογικό αφήγημα, δηλαδή, έναν λόγο ενικό που αποκλείει και απορρίπτει τον λόγο του έτερου, το διάλογο και την παρουσία της ετερότητας. Ο Μάνος Σιμωνίδης «μειοψηφεί» πάντοτε, δεν του δίνεται ο χρόνος να μιλήσει, να εκθέσει τα επιχειρήματά του, η φωνή του, ο λόγος του παραμένει πάντα στο περιθώριο. «Το ήξερα το τροπάρι. Τέσσερις ώρες εκείνος, δέκα λεπτά εσύ. Ψηφοφορία. Απορρίπτεται», διαβάζουμε στη Λέσχη. Ο Μάνος Σιμωνίδης είναι πρόσφυγας από την Ελλάδα, αποσυνάγωγος από την κομματική ορθότητα και ορθοταξία, παράνομος στις «ακυβέρνητες πολιτείες», διχασμένος μεταξύ γραφής και ζωής, και η γραφή του διαμεσολαβημένη κι αυτή ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα. «Παντού ήμουν περαστικός και ξένος», διαπιστώνει ο Σιμωνίδης στην Αριάγνη. Και είναι τούτη η ξενότητα, τούτη η μόνωση, αυτή μοναξιά της ετερότητας, η εντέλει πολιτική ηθική που η γραφή του και τα γραφτά του (υπο)στηρίζουν, η προϋπόθεση για να κοινωνήσει ο διανοούμενος με τους συν-ανθρώπους, να καταργήσει, δηλαδή, το ενωτικό ανάμεσα στην πρόθεση και στο ουσιαστικό. Γιατί τούτη η απόσταση και αποστασιοποίηση, τούτη η εξορία, η προσφυγιά του λόγου, ένα σαράκι, είναι συγχρόνως όχημα διαπίστευσης αλληλεγγύης, γιατί είναι πρωτίστως στάση κριτική, αλλά και νεύμα, που γίνεται, με την πολιτική πράξη και πρακτική, την πολιτική στράτευση, αίσθηση του συνανήκειν, συνενοχή, συνοδοιπορία, συλλογικότητα, με στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. «Πάντως, μένοντας μόνος, ξαναβρήκα τον άνθρωπο», ακούμε τη φωνή στη Λέσχη. Πάντοτε ο εν εξορία ευρισκόμενος διανοούμενος εκπροσωπεί την τόλμη, τη ρήξη, την αλλαγή, ακριβώς γιατί η εξορία, στον ίδιο του τον τόπο, σε άλλη γη, σε άλλα μέρη, προοικονομεί και συνιστά για τον διανοούμενο κατάστασης κινητικότητας, ανησυχίας, απροσδιοριστίας του μέλλοντος, δεν ξέρει ο εξόριστος διανοούμενος τι του μέλλεται, τίποτε δεδομένο δεν υπάρχει για αυτόν, μας έχει δείξει ο Έντουαρντ Σαΐντ, εν εξορία και αυτός (Διανοούμενοι και εξουσία, Scripta, 1997). Ο Μάνος Σιμωνίδης κρίνει και αντιστέκεται, διαμαρτύρεται και αμφισβητεί και κάνει «αυτοκριτική». Βιώνει την αντίφασή του για λογαριασμό όλων, να είναι εκτός για να μπορεί να είναι εντός, να είναι έτερος για να γίνεται φιλέταιρος, ζει τούτη την αντίφαση για λογαριασμό της Νάνσυ, της Αριάγνης, του Ρίτσαρντς, και συγχρόνως τη ζει μαζί τους και έτσι την υπερβαίνει. Αυτός, ένας άλλος, αρθρώνει την άλλη φωνή για να συνομιλήσει με των άλλων τη φωνή, να τους δώσει φωνή, αν προτιμάτε.



Οι φωνές των άλλων

Στον Επίλογο της Νυχτερίδας η αφήγηση ανακαλεί τους νεκρούς συντρόφους -τα γεγονότα που διαβάσαμε και συνδέθηκαν με την τριλογία- και οι αφηγητές είναι στοιχειωμένοι από τις σκιές των νεκρών συντρόφων. Και τούτες οι μνήμες των τεθνεώτων είναι που βαραίνουν τους επιζήσαντες. Οι άλλοι, εκτοπισμένοι από την Ιστορία, βαραίνουν. Η μηχανή της μνήμης επαναφέρει τους ξεχασμένους, ανακαλεί όσα επιλεκτικά η επίσημη γραμμή της Αριστεράς επιδίωξε να βυθίσει στη σιωπή, στη λήθη. Έτσι, η τριλογία του Τσίρκα μπορεί να διαβαστεί και ως μια κριτική μεταγραφή της Ιστορίας δίνοντας λόγο στους αφανείς, στην ετερότητα και στην πολυφωνία τους, στις φωνές των άλλων –ο Τσίρκας, ένας άλλος κι αυτός, ένας πρόσφυγας, που κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ, όταν ο Ρόμμελ Απειλούσε την Αλεξάνδρεια, και η ψυχολογική και συναισθηματική του ταύτιση με τον κόσμο της προσφυγιάς του έδωσε τη δύναμη να αρχίσει να συνθέτει την τριλογία του, ίσως (και) γιατί «όταν είσαι πρόσφυγας, είσαι για πάντα», για να θυμηθώ τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν και τους Ρευστούς Καιρούς του.

Καθένας από τους άλλους, καθένα από τα «ασήμαντα άτομα» αντιλαμβάνεται αλλιώς την πραγματικότητα που η Ιστορία επιβάλλει. H προϊστορία των «ηρώων», ιστορίες μέσα στην Ιστορία, βιβλία μέσα στο βιβλίο, οι αναμνήσεις του Παράσχου στη Νυχτερίδα, που μεταφράζοντας στίχους του Μπωντλαίρ βρέθηκε ξάφνου να γράφει βιβλίο, ο ξεσηκωμός του Oράμπι Πασά, ο βομβαρδισμός της Aλεξάνδρειας από τους Άγγλους το 1882, γίνεται στον Tσίρκα ένα όχημα που μεταφέρει Ιστορία. Tο παρελθόν, ωστόσο, το ιστορικό, έστω και ως «φανταστική εμπειρία», σφηνώνεται στο παρόν, τότε που εξελίσσονται τα γεγονότα της τριλογίας, για να «επινοηθεί» μια πραγματικότητα εξαρχής: «Περιφέρονται οι εποχές και οι ώρες, οι μέρες και οι νύχτες, τα λουλούδια και οι καρποί, αυτός είναι ο νόμος, η τάξη· τα άλλα, οι σπαραγμοί, οι συμφορές, οι πόλεμοι, βρίσκουνε τελικά μια θέση και κατασταλάζουν μέσα στην αρμονία των κόσμων και τη γαλήνη» -τα κείμενα, σαν τους ανθρώπους, έχουν τη δική τους ιστορία και αποκτούν υπόσταση, αποκτούν διάρκεια, μέσα από τις απορίες και τα ερωτήματα που κάθε φορά θέτει κάθε εποχή και οι αναγνώστες της – διαβάζω τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και υπό το πρίσμα μιας σχέσης διαδραστικής γραφής και ανάγνωσης, ως ένα έργο τρόπον τινά πληθυντικής, συνεργατικής γραφής, μιας συνοδοιπορίας, ενός εν εξελίξει και συγχρόνως αδιαπραγμάτευτου εμείς, στο πλαίσιο του οποίου προκαταβάλλονται εντός του κειμένου ως τμήμα της δομής του οι αντιδράσεις του παραλήπτη, του αναγνώστη, ενός, ας πούμε, «λανθάνοντος αναγνώστη», ενός αναγνώστη με τον οποίο διαρκώς ο Τσίρκας συνομιλεί και του αναθέτει ως υποκείμενο της ανάγνωσης ρόλο εγγεγραμμένο στο κείμενο, ένα κείμενο - κοινός τόπος, για να θυμηθώ την Έλλη Παπαδημητρίου, τόπος όπου κατοικούν άνθρωποι (οι ήρωες της τριλογίας, αλλά και ο Αυγέρης, ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο Βουρνάς, η συντακτική ομάδα της Επιθεώρησης Τέχνης, η εκδότρια του «Κέδρου» Νανά Καλλιανέση, οι Αιγυπτιώτες λόγιοι), τοπίο εστιγμένο από ιδέες, τοπίο που ενώνει και χωρίζει αξιολογικά συστήματα και κρίσεις, επικρίσεις και αντιρρήσεις, εμμονές και προσχηματικές αναγνώσεις –το μυθιστόρημα του Τσίρκα βρέθηκε στο επίκεντρο μιας σφοδρής αντιπαράθεσης που σε άλλα απέβλεπε και σε άλλα αποσκοπούσε, όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο Φίλιππος Ηλιού (Ψηφίδες ιστορίας του και πολιτικής του εικοστού αιώνα, Πόλις, 2007, σ. 365), από πρόσωπα και θέματα που συγκροτούν και οργανώνουν την ατζέντα της Αριστεράς, ένα τοπίο -κινούμενη άμμος κατά την εκρηκτική εικοσαετία από τα πέτρινα χρόνια προς τη Χαμένη Ανοιξη.

Πολυδιασπασμένος (και έτσι) ο κόσμος του Tσίρκα, πολυφωνικός, και τούτη η πολυφωνία τον πολυδιασπασμένο κοινωνικά και ιδεολογικά κόσμο του Τσίρκα έρχεται θαυμαστά να υπηρετήσει· πολυφωνική και η αφήγησή του –το είδαμε κιόλας- και τούτο το μοίρασμα της εξουσίας του λόγου στους χαρακτήρες της τριλογίας δίνει στον αναγνώστη το δικαίωμα στη συμμετοχή στην παραγωγή του κειμένου : οι φωνές εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, στο ίδιο βιβλίο, στο πλαίσιο της κληροδοσίας του μοντερνισμού, της παράδοσης του νεωτερικού μυθιστορήματος – «Το νεωτερικό έργο προχωρεί ευθαρσώς σε μια περιοχή όπου δεν γνωρίζει πια τους αναγνώστες του», δανείζομαι εδώ την εύστοχη παρατήρηση του Διονύση Καψάλη (Η συνάφεια και τα πράγματα, ύψιλον, 2001). Πολυφωνικός ο λόγος, σε τρίτο πρόσωπο του «κλασικού» αφηγητή, σε πρώτο ο «κεντρικός ήρωας», σε δεύτερο πρόσωπο του «ηρώων» όταν μιλούν «εις εαυτούς». Πολλαπλές και οι οπτικές γωνίες της αφήγησης, ίσως γιατί «ο μόνος τρόπος για να ξαναπάρουμε τη ζωή μας σωστά είναι να τη μάθουμε από το αλφαβήτα, μαζί με κάποιον που δεν ξέρει τίποτα. M’ ένα παιδί». Ή, γιατί, «από μια ηλικία και πέρα , όταν πια ωριμάσει, ο άνθρωπος θέλει στη θέση των λέξεων να βάζει πράγματα. Διψάει για αλήθειες» --το πολυφωνικό σύμπαν του Τσίρκα δομείται γύρω από την ετερότητα και τον ετεροπροσδιορισμό, μέσα από τις σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης των προσώπων του μυθιστορήματος, τα οποία διαμορφώνονται προοδευτικά μέσω της συσχέτισης των βιωμάτων τους με τα βιώματα των άλλων.

Πολυδιασπασμένος ο κόσμος του Tσίρκα: Iστορία και ιστορίες, Xώρες και χώροι (Iερουσαλήμ, Kάιρο, Aλεξάνδρεια), σύμβολα και μύθοι (Aδάμ, ο οποίος θα παρασύρει μια νύχτα την Έμμη στην πτώση. Πρωτέας, πράκτορας που αλλάζει μορφές. Mάνος Σιμωνίδης, Eμμανουήλ και Σίμων, σε σύγκρουση με τους συντρόφους τους), διακειμενικός διάλογος, ποιητικές ενατενίσεις: τα διαχρονικά στοιχεία, ή τα άχρονα, αν προτιμάτε, οι μύθοι, τα σύμβολα, σε αντίθεση με την Iστορία, δίνουν την αίσθηση της διάρκειας, αίσθηση που οι τροπές της Iστορίας δεν δίνουν. Συγχρόνως, η ιστορική εμπειρία δίνει νόημα στη ζωή των «ηρώων», στο «πώς» και στο «γιατί» και τα γεγονότα προβάλλονται στο μέλλον, ό,τι θα γίνει εκ των υστέρων ιστορία, οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, «βουβά» υποκείμενα της επίσημης ιστορίας, το βιώνουν κάθε στιγμή ως αβεβαιότητα, απέναντι σε ένα μέλλον απροσδιόριστο και ένα παρελθόν υπό διαρκή ανασκευή, για αυτό και οι ίδιοι οι χαρακτήρες αναλαμβάνουν να μετακενώσουν σε αφήγηση την εμπλοκή τους σε ιστορικά γεγονότα, εμπλοκή που δεν επιδίωξαν –ας σημειωθεί, παρακαλώ, εδώ πως τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρονται στο μυθιστόρημα με το ονοματεπώνυμό τους δεν είναι ήρωες του έργου, δεν τα «βλέπουμε», «ποτέ να μη μεταχειρίζεσαι σε πρώτο πλάνο ιστορικά πρόσωπα», συμβούλευε ο Ουόλτερ Σκοτ και υπερθεμάτιζε ο Τσίρκας.

Ο Tσίρκας, ο οποίος έγραφε στις 11 Μαΐου στον Μ.Μ.Παπαϊωάννου ότι «ο συγγραφέας απαγορεύει στον εαυτό του να επέμβει, να σχολιάσει, να περιγράψει, να δει, να σκεφτεί. Όλα γίνονται μέσα από τα πρόσωπά του. … Πουθενά δεν εμφανίζεται ο συγγραφέας-θεός, που όλα τα βλέπει και τα εξηγάει», μάς «δείχνει» ένα δρόμο για να αποδεχτούμε τον άλλο, τον έτερο, τον διαφορετικό, ένα μονοπάτι να διαχειριστούμε την Iστορία, πέρα – και παρά – την ιδεολογική χρήση της, μας θυμίζει τον πλούτο των διαπολιτισμικών σχέσεων, μας μιλά, με τρόπο οδυνηρά επίκαιρο, για τα πάθη της διασποράς (προσοχή: με μικρό «δ»...), θέτει σε καινούργιες βάσεις, ήδη από τη δεκαετία του ’60, τα ζητήματα της πολυφωνικής, πολυεστιακής πρόσληψης της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας και του ρόλου των πολιτισμικών ηγεμονιών, επισημαίνει τα αδιέξοδα της αποικιοκρατίας, το ρατσισμό στις διαφορετικές εκδηλώσεις του, την περιθωριοποίηση των μειονοτήτων, τις αντιλήψεις περί «περιούσιων λαών» και λαών «δευτεροκλασάτων», στιγματίζει όλες τις εκδηλώσεις κατατρομοκράτησης των άλλων και έτερων. Σε αυτούς ο μεγάλος Έλληνας πεζογράφος δίνει φωνή και γράφει «ένα τέλειο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, το πιο μοντέρνο ελληνικό βιβλίο», όπως έγραφε ο Κλείτος Κύρου στις 20 Μαΐου 1964 στον Τσίρκα για τη Λέσχη.



«Ποιες δυνάμεις μας κυβερνούν επιτέλους;»

H Tριλογία Aκυβέρνητες Πολιτείες, έργο πρωτοποριακό, κιβωτός πολιτισμική και ιστορική, μυθιστόρημα πρωτοποριακό, έργο που εγκαινίασε μια νέα μνημονική παράδοση στους κόλπους της Αριστεράς, αναθεωρητική, ετερόδοξη, «της αμφισβήτησης», όπως μας δείχνει η Βενετία Αποστολίδου, παράδοση στην οποία εντάσσονται, λόγου χάριν, η Καγκελόπορτα του Α. Φραγκιά (1962) και Το Κιβώτιο του Α. Αλεξάνδρου (1975), αντιμυθιστόρημα, που «κοχλιώνεται στο σώμα μιας ευρύτερα αριστερής, και κριτικής, απομυθευτικής, ιδεολογίας που υπερβαίνει τα στενά ιστορικομματικά όρια και εμπίπτει στη χωροταξία του πολιτικού», σύμφωνα με τη λέξη της Λίζυς Τσιριμώκου, αναδεικνύει τις «έτερες» φωνές ως προνομιακό πεδίο άσκησης κριτικής στην ιδεολογία και στην κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης και της «εθνοτητοκρατίας», εποχή δομικής κρίσης όχι μόνο ελληνικής, κατά την οποία δεν φθείρονται μονάχα οι εξουσίες μα και οι λέξεις και η τέχνη καλείται –καλούμαστε κι εμείς ως γραφιάδες και ως αναγνώστες- να δώσει στις σχέσεις σχήμα και βάρος, το αδιαμόρφωτο να φιλευτεί νόημα, να αποκτήσει υπόσταση.

O Τσίρκας μάς έδωσε ένα συγκλονιστικό και συγκλονισμένο δημιούργημα καιρών ταραγμένων: ο πόλεμος εναντίον του φασισμού, τα «σκοτεινά σχέδια» των συμμάχων, οι σκοτωμένοι, από εδώ και από τους άλλους, ο κομματικός εγωισμός, τα αρώματα της Ανατολής, η «καυτή της ανάσα που λιώνει την πούδρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του ποιητή της νεότερης γενιάς Κωστή Γκιμοσούλη, οι γυναίκες, οι μουσικές, οι γαργαλιστικές μυρωδιές, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι, οι φιμωμένοι και εκτοπισμένοι, γλώσσες, φωνές, πολλές και διαφορετικές: οι Ακυβέρνητες Πολιτείες είναι ένα οικουμενικό, ριζοσπαστικό, φιλάνθρωπο μυθιστόρημα. Eπίκαιρο, όσο ποτέ, σε εποχές που «Mάνο, αγάπη μου, σου γράφω, [...] και το μόνο που ξέρω για σένα πως ζεις, πως δε μιλάω σ’ ένα φάντασμα».

Εξάλλου, ρωτώ μαζί με την Τζίνα Πολίτη («Μια υπογραφή», Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών, Άγρα, 2006), «Πόσο ακυβέρνητες ήταν στ’ αλήθεια αυτές οι πολιτείες;», όπου οι σχέσεις εξουσίας δομούν τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και την ανθρώπινη δράση έτσι όπως ο Τσίρκας τις συζητά στην τριλογία του. «Χίλιες και μυστικές εξουσίες κυβερνούν τούτη την ακυβέρνητη πολιτεία», ακούμε στη Λέσχη, το δίπολο αντίσταση-υποταγή, αίρεση- συναίρεση, εγώ-εμείς, έτερος-άλλος δομεί το κοσμοείδωλο στις «ακυβέρνητες πολιτείες». «Ποιες δυνάμεις μας κυβερνούν επιτέλους;» ρωτά και αγωνιά, σε μια από τις πολλές στιγμές «αυτοκριτικής», μορφή που συνήθως ενδύεται ο λόγος του όταν επικοινωνεί με την «Κομμένη Κεφαλή, τ΄Ανθρωπάκι», ο Μάνος Σιμωνίδης, που βάδισε προς τον τραγικό του θάνατο με πλήρη επίγνωση. Η αμφισβήτησή του, η ετερότητα της φωνής αυτού του ξένου, κατάφαση στη ζωή, οπισθογράφησε το εισιτήριο θανάτου. Η θυσία του δεν συντελέστηκε για το Κόμμα, τις επιλογές του οποίου υπηρετεί με αυταπάρνηση, ή τις δογματικές επιταγές της ηγεσίας του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Θυσιάστηκε γιατί πίστεψε στην απελευθέρωση του ανθρώπου και στην ηθική αξία της συντροφικότητας - «από δοκιμασία σε δοκιμασία θα πηγαίνει πια η ζωή μας, ένας αγώνας. Περπατάτε… ώσπου να φέξει». Και συνεθλίβη από τις σχέσεις εξουσίας. Το είχε, πάντως, καταλάβει πως μόνη ελευθερία που μπόρεσε να κατακτήσει είναι εκείνη που το ερωτικό σώμα ίδρυσε, μέσω αυτού τα όρια καταλύονται, η εξουσιαστική δομή ανατρέπεται, ο αυταρχικός λόγος και η φωνή που τον αμφισβητεί εν τοις πράγμασι σιωπούν και σωπαίνουν, όταν η ενόρμηση απελευθερώνεται και το σώμα θριαμβεύει «εκεί που δεν υπάρχει αρχή και τέλος, αλλά ο γλυκασμός του άπειρου, ο ίλιγγος». Αλλά, φαντάζομαι, το ξέρουμε δα πως το ερωτικό σώμα είναι ο κατεξοχήν τόπος της ετερότητας, μια κυριολεκτικά εντός εισαγωγικών ακυβέρνητη πολιτεία, ακριβώς επειδή υπάρχουν ακυβέρνητες πολιτείες, σαν και αυτές τις οποίες περιέγραψε ο Στρατής Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, σε αυτή την τριλογία για τη μαθητεία στην ετερότητα. Η Έμμη «επανεντάχθηκε» στο σύστημα. «Άλλοτε ήμουν μόνο σάρκα, σκλάβα των ενστίκτων μου, μα τώρα είμαι ελεύθερη. Εγώ πηγαίνω προς την αμαρτία γιατί το θέλω. ‘Όταν έρθει η ώρα, εγώ θα θελήσω τη σωτηρία μου».

Έμμη, αγάπη μου, ακούω τη φωνή σου, τη δική σου φωνή. Kατά πού προχωρούμε;

ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: