29/12/09
Τρώγοντας γλυκά
Έχουν και τα κοινωνικά τα νόστιμά τους. Ειδικά όταν σου φέρνουν στο σπίτι γλυκά, που θες (κάπως γλυκά) να τα ξεφορτωθείς. Τότε θυμάσαι πως ζει ακόμη μια θεία μακρινή στο Κουκάκι, και με το κουτί παραμάσχαλα χτυπάς το κουδούνι ύστερα από χρόνια πολλά, για τα ΄΄χρόνια πολλά΄΄. ΄΄Να ζήσεις θεία, μια χαρά σε βλέπω, είσαι συ βράχος ατρόμητος΄΄ κ.τ.τ. ΄΄Ευχαριστώ, παιδί μου, βρε συ γιατί ξοδεύτηκες; Αχ και δεν τρώω γλυκά, γιατί είναι κι ο διαβήτης στη μέση. Τέσπα (: τέλος πάντων), σε ευχαριστώ, πέρασε και κάθισε΄΄ κ.λπ. Παίρνει το κουτί και το βάζει στο ψυγείο. Η ώρα περνάει, και κάπου ανάμεσα αναμνήσεων και διαπιστώσεων έρχεται το γλυκό, ένα άλλο γλυκό. Γλυκό κουταλιού, σταφύλι, ή περγαμό(ν)το ή κερασάκι. ΄΄Μόνη μου το έφτιαξα, με τα χεράκια μου΄΄. ΄΄Μπράβο ρε θεία, καλά το λέω εγώ πως η θεία μου είναι άσος στη μαγειρική. Μμμ... υπέροχο΄΄ κ.λπ.
Η επίσκεψη τελεύει και ο νέος γυρνά στο σπίτι χαρούμενος που ξεφορτώθηκε το βάρος του ψυγείου αλλά και γιατί κράτησε άθικτο το βάρος της τσέπης του. ΄΄Χαχα, [σκέφτεται], πού να το κατάλαβε η γιαγιάκα πως αυτά ήταν από προχθές, του Μπάμπη το κουτί΄΄. Αλλά η γιαγιάκα δεν τα θέλει καθόλου τα γλυκά. Και την άλλη μέρα πάει στη διαχειρίστρια ΄΄φορτωμένη΄΄. ΄΄Λοιπόν, τι θα κάνουμε με το πετρέλαιο; Εμείς πάνω κρυώνουμε το απόγευμα΄΄. ΄΄Μην ανησυχείτε κυρία Ευφροσύνη μου, θα κάνουμε σύσκεψη αύριο το απόγευμα΄΄. ΄΄Πολύ καλά, δεν ανησυχώ. Και μιας και θα είμαστε όλοι παρόντες, δεν τρώμε για το καλό κι ένα γλυκάκι;΄΄. Και της εγχειρίζει το κουτί. ΄΄Μα τι κάνατε; Είναι τώρα εποχή για έξοδα; Αφήστε, θα τα πάρω και θα τα αφήσω στο ψυγείο του θυρωρείου, κι αύριο τα παίρνουμε πάνω για να γλυκαθούμε λιγάκι, γιατί, ξέρετε, σύσκεψη είναι, κόντρες συμβαίνουνε΄΄.
25/12/09
Φλοκαφρέ
Είναι καλό να μην γκρινιάζει κανείς χριστουγεννιάτικα. Αλλά και να θες ν' αγιάσεις, δε σ' αφήνει ο διάολος που λέει και ο λαός μας.
Λες, λοιπόν, να πας οικογενειακώς μια βόλτα και κάθεσαι σε ένα Φλοκαφέ. Φλοκαφέ είναι, ποικίλες νοστιμιές έχει, θα χαρούν και τα πιτσιρίκια. Πλην όμως!
Στον τεράστιο χώρο, μέσα-έξω, καπνίζουν παντού. Τέλος πάντων, αφού ήρθαμε, σκέφτομαι, ας καθίσουμε κάπου. Ο χώρος μπροστά από την μπάρα είναι σχετικά άδειος και καπνίζει μόνον ένας.
Καθόμαστε σε άνετες πολυθρόνες και παραγγέλνουμε σε μία από τις κοπέλες που σερβίρουν.
Και τότε, αρχίζει το σόου.
Πίσω από την μπάρα, τρεις νεαροί ετοιμάζουν τις παραγγελίες. Υπάλληλοι του καταστήματος, ηλικίες γύρω στα είκοσι.
Ε, λοιπόν, παρόλο που βλέπουν πελάτες μπροστά τους, δύο μικρά παιδιά επίσης, μιλούν μεταξύ τους και κυρίως προς τις σερβιτόρες, σαν να είναι με την παρέα τους σε παγκάκι στην πλατεία ή για να δουν dvd στο σαλόνι τους.
"Της πουτάνας το κάγκελο", "Έλα, ρε μαλάκα", "Είσαι μαλάκας", "Όλο μαλακίες κάνει" και άλλα. Πάντα φωναχτά, χαλαρά, λες και δεν είναι κανείς άλλος παρών.
Λες, λοιπόν, να πας οικογενειακώς μια βόλτα και κάθεσαι σε ένα Φλοκαφέ. Φλοκαφέ είναι, ποικίλες νοστιμιές έχει, θα χαρούν και τα πιτσιρίκια. Πλην όμως!
Στον τεράστιο χώρο, μέσα-έξω, καπνίζουν παντού. Τέλος πάντων, αφού ήρθαμε, σκέφτομαι, ας καθίσουμε κάπου. Ο χώρος μπροστά από την μπάρα είναι σχετικά άδειος και καπνίζει μόνον ένας.
Καθόμαστε σε άνετες πολυθρόνες και παραγγέλνουμε σε μία από τις κοπέλες που σερβίρουν.
Και τότε, αρχίζει το σόου.
Πίσω από την μπάρα, τρεις νεαροί ετοιμάζουν τις παραγγελίες. Υπάλληλοι του καταστήματος, ηλικίες γύρω στα είκοσι.
Ε, λοιπόν, παρόλο που βλέπουν πελάτες μπροστά τους, δύο μικρά παιδιά επίσης, μιλούν μεταξύ τους και κυρίως προς τις σερβιτόρες, σαν να είναι με την παρέα τους σε παγκάκι στην πλατεία ή για να δουν dvd στο σαλόνι τους.
"Της πουτάνας το κάγκελο", "Έλα, ρε μαλάκα", "Είσαι μαλάκας", "Όλο μαλακίες κάνει" και άλλα. Πάντα φωναχτά, χαλαρά, λες και δεν είναι κανείς άλλος παρών.
Ετικέτες
αγένεια,
εξυπηρέτηση πελατών,
ιδιωτικοί υπάλληλοι,
νέα γενιά,
Flocafe
Έτος νοσοκομειακόν
Προσωπικό:
Ήταν σε μεγάλο βαθμό, δι' ημάς, έτος νοσοκομειακόν. Σε 4 σημεία της πόλεως μένουν φλογερές ως επί καύσωνος οι αναμνήσεις ταραγμένων ημερών.
Το Αιγινήτειον Νοσοκομείον είναι σαν ένα σκηνογραφικό επίτευγμα του Γιάννη Τσαρούχη για μια σύγχρονη τραγωδία νοός και ψυχών. Ένεκα της γειτνίασής του με το Μέγαρο Μουσικής και το Πάρκο Ελευθερίας, η ανθρώπινη ψυχή μοιάζει να αναγεννάται στη δροσερή χλωροφύλλη και να απογειώνεται με μια θρησκευτική άρια των ημερών.
Ο Ερυθρός Σταυρός είναι σαν ένα αναπλασμένο στρατιωτικό νοσοκομείο του Πολέμου. Μοιάζουν να διχοτομούν το πάρκο εμπρός του τα φαντάσματα άλλων εποχών, κι αμίλητα τα αγάλματα να συναινούν στο μαρτύριο της ανθρώπινης μοίρας. Σε μια εκκλησούλα μέσα στον αύλιο χώρο ζει ακόμη μια εικόνα του Φώτη Κόντογλου, να τη φιλήσουν οι απελπισμένοι κι οι μελλοθάνατοι.
Το Νοσοκομείο Σωτηρία μοιάζει με αλσύλλιο διά φιλοσοφικούς περιπάτους, με κυνηγητικόν περίπτερον. Τα πήγματα διά τους φυματικούς χαίνουν και μέσα από τις οπές του Χρόνου αναδύονται οι παλιοί Ποιητές, με ύφος στοχαστικό και κόμη περιποιημένη. Ιδανικός τόπος για ριτσική ποίηση, για ρομαντικές συναντήσεις του δειλινού και για μυστικά φιλιά. Ανασαίνει εντός του βαριά το κυνηγημένο όραμα της παλιάς Αριστεράς. Και μένει στη σκέψη ένα κρίμα.
Ετικέτες
Αιγινήτειο,
Ερυθρός Σταυρός,
Ευαγγελισμός,
νοσοκομεία,
Σωτηρία
23/12/09
Τα πέτρινα χρόνια
Νοέμβρης του 1985. Τυπικό δευτεριάτικο απόγευμα. Κινηματογράφος ΝΙΡΒΑΝΑ, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Υπάρχει ακόμα – κι είναι είδηση αυτό. Από τις οκτώ αίθουσες που είχαμε στους Αμπελοκήπους απόμειναν τέσσερις – και ποιος ξέρει πόσες θα είναι στη θέση τους μετά από πέντε και δέκα χρόνια. 1985, είπαμε. Ο μήνας του Καλτεζά. Κόλαση το κέντρο της Αθήνας. Και τότε. Πρωθυπουργός, κάποιος Παπανδρέου. Και τότε. 15χρονος μαθητής της Α΄Λυκείου κι εγώ, μπαίνω στον κινηματογράφο με τον πατέρα μου. Κόσμος αρκετούτσικος για τη μέρα και την ώρα. Η μέχρι τότε επικοινωνία μου με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο είναι μηδενική, ωστόσο η ταινία αυτή – λίγο τα σχόλια των δημοσιογράφων, περισσότερο το υπέροχο μουσικό θέμα που παίζεται από τα ραδιόφωνα – έχει εξάψει την περιέργειά μου. Ο τίτλος της: Πέτρινα χρόνια.
Ετικέτες
1985,
κινηματογράφος,
Παντελής Βούλγαρης,
σινέ Νιρβάνα,
Τα πέτρινα χρόνια
3/12/09
Ντέρμπι
Στον φίλο μου Χριστόφορο Πέτρου
Τα ντέρμπι περνούν σαν μετεωρίτες από τα εδάφη μας δύο φορές το χρόνο.
Είναι σαν τις διακοπές του καλοκαιριού: τις περιμένεις μήνες ολόκληρους και από την έκβασή τους κρίνονται πολλά. Το βαρόμετρο της προσωπικής ζωής.
Με τα ντέρμπι φτιάχνεται πρώτα η σκηνογραφία. Ο αέρας μυρίζει ένταση, και στον ουρανό γράφονται πάθη και πόζες από παλαιότερες Τιτανομαχίες και ένδοξους θριάμβους.
Είναι ένα τετ α τετ από το οποίο ζητείται και λαμβάνεται στο τέλος η απόδειξη δυνάμεως. Όταν νικά το σώμα, πέφτουν κεραυνοί από παντού, κι ο χαμένος σέρνεται σαν τον Έκτορα στα χώματα. Εδώ δεν χωρούν δικαιολογίες και η σιωπή του χαμένου κρύβει το βουβό πένθος, που δεν ξεπλένεται με τίποτε. Τα ντέρμπι περιέχουν την τραγωδία της Τροίας και ένα τέχνασμα σαν τον Δούρειο Ίππο.
Είναι γεγονότα επικά, είναι κυκλώνες, είναι μαζικές καταστροφές. Με το βεληνεκές τους ο κάμπος των ψυχών βάφεται στο αίμα.
Μια φωτογραφία και μια τρικυμία
Τα παραμύθια ξεκινάνε από μια φορά κι έναν καιρό. Και περιέχουν πάντοτε έναν έρωτα μαγικό, που στο τέλος γίνεται γεγονός αφού λυθούν τα μάγια, σκορπίσουν οι δυνάμεις του Κακού, κοιμηθεί ο τρομερός την όψιν δράκος.
Έτσι και οι αφηγήσεις τού σήμερα μπορούν να ξεκινούν από μιαν εικόνα του χθες και να σκαρφαλώνουν πάνω στους ποικίλους κλάδους των μικρών προσωπικών ιστοριών. Το χθες φέρνει στην επιφάνεια την εκπάγλου καλλονής θέα της νιότης, των προσώπων και της ελληνικής υπαίθρου, του μικροκλίματος των νησιών και του Αιγαίου. Πώς αλλάζει ο άνθρωπος στη διαδρομή των χρόνων! Πώς πέφτουν οι σουβάδες από τους τοίχους, πώς χύνονται οι ξερολιθιές! Ένα μυστήριο και η φθορά μέσα στους ορμητικούς ανέμους της ζωής.
Αλλά και πόσο ραγίζει η καρδιά με τα ανθισμένα χαμόγελα και κλωνιά, με την αναπόληση των χαμένων.
Μετεωριζόμενοι όλοι μας μεταξύ ζωής και θανάτου, σε ένα διαρκές αλισβερίσι φόβων και αναμνήσεων.
Οι επιζώντες μάρτυρες τού χθες πλουταίνουν τις μελωδικές φωνές τους με την προσθήκη χορδών από τα μουσικά όργανα των νυν χαμένων.
Αυτών που πνίγηκαν στη μεγάλη πλατιά θάλασσα αλλά πρόλαβαν να αφήσουν λόγια όλο αρμύρα.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Τότε. Ιούλιος 1955.
Σήμερα. Πόση συγκίνηση η παλιά φωτογραφία.
24/11/09
Παρουσίασις βιβλίου
(Με αρκετή δόση χιούμορ και με αφορμή την επίσκεψή μας στο κατάστημα FNAC την Παρασκευή 20.11 σε παρουσίαση βιβλίου.)
Στις λαμπερές βιβλιοπόλεις, στ' άστρα του Χολ ή ίσως του Μολ,
ένας γραφεύς έφτασε μόλις, που' χει σημάδι ένα κασκόλ.
Η δόξα κάθε εστεμμένου με κλίμακες αναρριχάται
στον όροφο τον τελευταίο το Φως σαν Λέοντας βρυχάται.
Πλήθος πολύχρωμα βιβλία, των ιδεών οι κατοικίες,
ποζάρουν σαν μοντέρνες ντίβες χτίζοντας όρη κι αποικίες.
Πύρινες γλώσσες τυπωμένες πίσω από έξοχα εξώφυλλα
πόλεις χαρτιού πλημμυρισμένες, πού του Καβάφη τα μονόφυλλα.
Πίσω από σύγχρονο τραπέζι οι ομιλητές θα συζητήσουν,
καθείς τον ρόλο του θα παίζει για να μονοιάσουν και να χωρίσουν.
Κάθε βιβλίο είναι κόπος, πάλη κρυφή σαν τοκετό,
με πόση βιάση κι όπως όπως, κάνουν οι κρίσεις εμετό.
Με σέβας το κοινό κοιτάζει τους ελιγμούς πάνω στο πάνελ,
κάποιος κρυφά αναστενάζει σαν να 'ναι οθόνη από τσάνελ.
Η γλώσσα πάντα δεκτική σε χίλιες μία ερμηνείες,
κατάληξη πάντα ειρηνική σα σβήσουν οι διαφωνίες.
Φτάνει η στιγμή του μικροφώνου, θέλει ο καθείς κάτι να πει,
''ποίον το αίτιον του φόνου'' κάθε φωνή και μια ριπή.
πιάνει τα σκάγια στον αέρα
κι ο κριτικός κάπως δειλός
πάει τη σιωπή του παραπέρα.
Πρέπει να είσαι ετοιμόλογος
να παραπέμπεις σε αυθεντία
να 'ναι ένα σόου ο μονόλογος
μια καλοσύνη το αντίο.
Στο πλήθος μέσα ο κριτικός
ο θαυμαστής κι ο αμφισβητίας
ο σύντροφος, ο μπιστικός
κι ένας αυθάδης νεανίας.
Στο πλήθος μέσα ο ΠιΑρ (PR), οι κλασικές φιλολογίνες,
με μία κάμερα ο Γκοντάρ, τυχαία κάποιες Αραπίνες.
Στο πλήθος μέσα ο εκδότης κι ένας ομότεχνος σεμνός,
ο μαϊντανός κι ο μειοδότης κι ένας που κλαίει αφανώς.
Όλα είναι έτσι και αλλιώς, σ' όλα χωρούν πολλές ενστάσεις,
πάντα ο επόμενος νικάει με νύξεις ή ρητές προτάσεις.
Μα όλα αυτά μας ξεμακραίνουν απ' της βραδιάς τον κύριο στόχο,
όπως τα έσοδα μικραίνουν κι όπως ζαλίζουνε το λόχο.
Γι' αυτό ο εκδότης βλοσυρός κοιτάζει ο Λόγος πού το πάει,
γιατί σιμώνει ο καιρός που θα αρχίσει να πουλάει.
Μ' ένα καρότσι σούπερ-μάρκετ βάζει τ' αντίτυπα σε στήλη,
στα τέλη της βραδιάς το τάργκετ να δει ποιο μήνυμα θα στείλει.
Η σάλα αμέσως αραιώνει και το κοινό κάνει ουρά,
μια χειραψία αναπτερώνει και όλοι παίρνουνε σειρά.
Ο συγγραφεύς μετωπικά βάζει ευχές και υπογράφει,
με γράμματα μυωπικά μένει μια ανάμνηση στο ράφι.
σιγά σιγά κοπιάζουν όλοι μ' ένα βιβλίο αντί για σνακ.
Ο όροφος ο τελευταίος στης Μητροπόλεως ογδόντα
βλέπει Ακρόπολη με δέος και με τα φώτα της παρόντα.
Η διάσταση των εποχών στοίχημα της αθανασίας,
ήρωες χάρτινων τειχών εμπορικής θερμοκρασίας.
Ο συγγραφεύς απολογείται με χέρια άκρως ασκημένα,
κάπως αυτοβιογραφείται σ' άσπρο χαρτί μ' αθώα πένα.
Η τέχνη εγκιβωτισμένη στην αγορά και στο εμπόριο
κι η κριτική σαν ξαναμμένη και με ένα χιούμορ υποδόριο.
Σε είδα χθες να ξεφυλλίζεις ιστό ασυνάρτητης πλοκής,
με σκέψεις να στριφογυρίζεις στα αινίγματα μικράς ζωής.
Η παρουσίασις βιβλίου βραχύς σταθμός μεγάλη ρότα
ανατολή ενός ηλίου μέσα στης νύχτας τ' αβρά φώτα.-
Π.Χ.
19/11/09
΄΄Η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ΄
17/11/09
Ναός της Θέμιδος
Στην αυλή των Δικαστηρίων ένας τρόμος σε καταλαμβάνει. Ομάδες ομάδες ο κόσμος, με σκούρες περιβολές, μαύρα κοράκια. Οι δικηγόροι κοστουμαρισμένοι με δερμάτινες τσάντες και έναν αέρα επιβολής. Από τη στιγμή που η υπόθεση φτάνει εδώ, σκέφτεσαι, η Αλήθεια χάθηκε. Ο καθένας θα τη σκεπάσει με το δικό του κάλυμμα. Οι συγγενείς σε κύκλια σύσκεψη, οι Αθίγγανοι, οι μπάτσοι με τις χειροπέδες σαν ουρά στα νώτα και τα περίστροφα στα πλευρά. Ο αέρας σε χτυπάει στα μούτρα και σου φέρνει ταυτόχρονες συνεννοήσεις, υποδείξεις, απειλές, σκηνοθετημένες οδηγίες, απ' άκρου εις άκρον. Μεθοδεύσεις στα κρυφά και στα φανερά, δασκαλέματα, κάποιοι πρέπει να μάθουν το ποίημά τους και να το πουν σωστά μπροστά στη δασκάλα. Χωρίς να εμβαθύνεις σε τίποτε, το νιώθεις τόσο έντονα αυτό το ανήθικο παιχνίδι: ποιος θα φάει ποιον, με πλάτες, με μάρτυρες, με όλα τα μέσα, να γλιτώσεις κάποια χρονάκια. Αλλά οι φάτσες προδίδουν την ενοχή καμιά φορά προτού ανοίξουν τα χείλη.
Στην έδρα κάθονται οι γυναίκες. Η Εισαγγελέας είναι σαν χοντρουλή αρκούδα, με αφέλειες που της κρύβουν το μέτωπο και την ασχημίζουν. Εκατέρωθεν της Προέδρου, που μοιάζει με παιδούλα που γέρασε πρόωρα, δύο αμίλητες γυναίκες-κουκουβάγιες. Σηκώνουν καμιά φορά τους φακέλους και κάτι λένε ψιθυριστά στην Πρόεδρο. Πίσω και πάνω της ένας Χριστός βλοσυρός. (Άραγε θα τον βγάλουν κι αυτόν από τη θέση του στο όνομα της θρησκευτικής ελευθερίας και συνείδησης; Αυτόν που αν μιλούσε θα τους έβαζε όλους στη θέση τους.) Οι δικηγόροι μού θυμίζουν αυτό που λένε πολλές γυναίκες στις παρέες τους : ΄΄μακριά από γιατρούς και δικηγόρους΄΄. Ένας ψηλός μουστακαλής σαν ρεμπέτης, έχει έναν τσαμπουκά, μιλά στην Πρόεδρο και απλώνει τα χέρια για να γίνει πιστευτός, σαν να θέλει να την πνίξει την παιδούλα.
Τρεις υποθέσεις στο πινάκιον. Αλλά τελικά δεν ξεκίνησε καμιά! Το σύστημα δουλεύει για να βασανίζει τα νεύρα μας: διακοπές για σύσκεψη του Δικαστηρίου, για να ληφθούν οι φοβερές αποφάσεις για... αναβολή. Στη μία περίπτωση, επειδή το Γραφείον Κούγια δεν μπορούσε να παραστεί λόγω ανειλημμένων άλλων υποχρεώσεων, στη δεύτερη διότι δεν ήταν παρόντες 2 βασικοί μάρτυρες (η μία γραία 85 ετών, αλλά παρούσα την ώρα της ανθρωποκτονίας), στην τρίτη επειδή ο κατηγορούμενος νοσηλεύεται στο Θριάσιον λόγω ψυχολογικών προβλημάτων και δεν είναι καθόλου καλά (ο συνήγορος είπε ότι έχει ένα ιδιότυπο άγχος). Στην τελευταία περίπτωση, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναβληθεί η εκδίκαση και να ξεκινήσει τον... Οκτώβριο του 2010!!!
Το Δικαστήριο μια γεμίζει μια αδειάζει. Ο μόνος που τα βλέπει όλα είναι αυτός ο καδραρισμένος Χριστός. Ένας μπάτσος διηγείται χωρίς διακοπή τις εμπειρίες του από δίκες σε 4 υπαλλήλους της Άλφα Μπανκ που κάθονται δίπλα. Σε μια περίπτωση μάλιστα, λέει, είχε έλθει εδώ ένας μαλλιάς που είχε να πλυθεί από τον καιρό του Τρικούπη και της τότε χρεοκοπίας μας. ΄΄Πήρα ένα Τρίλετ και όπως ήταν, με τα ρούχα, του το άδειασα πάνω του και πήρα ένα λάστιχο και άρχισα να τον βρέχω. Ρούχα βρέθηκαν μετά. Τον έκανα τζιτζί΄΄ λέει και γελάει με την σούπερ εμπειρία του.
Η ώρα έχει πάει μία το μεσημέρι και φεύγουν όλοι άπρακτοι. Τα έξοδα παράστασης; αναρωτιέμαι. Ο χαμένος χρόνος; Το φτιαγμένο τσουλούφι της αρκούδας; Το κοστουμάκι του δικηγόρου με την τσάκιση; Οι φακίδες της Προέδρου; Έτσι μπορεί να σωθεί η χώρα; Θυμήθηκα το σωρό υποθέσεων σε εκκρεμότητα, 100.000 περίπου, το 1910 και τον αγώνα του Δημητρακόπουλου.
Έξω η αυλή μοιάζει άδεια. Τα κοράκια με τα μαύρα θα γεμίσουν τα Τογιότα και τα τρόλεϊ. Στο μποτιλιάρισμα πάνω θα κοιτάζονται γνωστοί αλλά καχύποπτα, με τους φακέλους και τις τσάντες σαν βεντάλιες.
Μέσα στο τρόλεϊ ένας δημοσιογράφος που τον είχανε πιάσει στο Φλοράλ μαζί με τον Παπαχρήστο. Όταν φτάνουμε στο ύψος του Πολυτεχνείου, βγάζει μια κάμερα και φωτογραφίζει την εικόνα, τα κόκκινα πανό και τις αφίσες.
Μια άλλη εξουσία κι αυτά, φαινομενικά πιο άδολη από την άλλη της κρατικής και δικαστικής.
Ο Χριστός είναι άφωνος στην αίθουσα. Αλλά ο Χρόνος θα τους δικάσει όλους με τον τρόπο του. Αφού σπάσει τα νεύρα αυτών που περιμένουν δικαίωση.
Και περιμένουν, περιμένουν, στη διακοπή, στο διαμελισμό των πραγμάτων από τη ροή του χρόνου.
Στη "Σιστίνα των Βαλκανίων"
Μοσχόπολη. Ή και Βοσκόπολη, σύμφωνα με κάποιες γραφές. Νυν αλβανιστί Voskopoja. Ξεχασμένη από ανθρώπους και ιστορία ίσως μόνο στα διαβάσματά τους οι ειδικοί, οι ρέκτες και οι ιστοριοδίφες την έχουν συναντήσει. Ψιλοάγνωστη ακόμα και στον μέσο μορφωμένο Έλληνα. Θες ώρες και ώρες για να την βρεις από τα Τίρανα. Είναι πολύ πιο κοντά από Φλώρινα ή Καστοριά, μέσω Κορυτσάς. Κάποιος οδηγός έλεγε γιαυτήν: «η πόλη που έγινε χωριό». Σωστό. Αλλά και περιοριστικό. Μέγα εμπορικό κέντρο άλλοτε, «η Αθήνα της Τουρκοκρατίας» κατά μία μελέτη, «πρωτεύουσα» των Βλάχων, γνώρισε έπειτα την παρακμή και υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές, από τον Αλή Πασά έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Όταν ολοκληρώσεις το δύσβατο ανηφορικό δρόμο που σε οδηγεί εκεί, στέκεσαι στο κέντρο του χωριού και αιωρείσαι, ανάμεσα στο βάρος της ιστορίας, το φαινομενικά αδιάφορο παρόν της παρακμής και τη δυναμική που νιώθεις να πνέει στον αέρα. Επίσκεψη στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου: αρχίζεις και καταλαβαίνεις. Ακόμα και οι εξωτερικές τοιχογραφίες διατηρούνται σε σχετικώς εξαιρετική κατάσταση το ξηρό κλίμα τις διατήρησε σχεδόν άθικτες και μόνο κάποιοι νεοβάνδαλοι τις έχουν χαράξει. Το εσωτερικό ακόμα πιο εντυπωσιακό. Σκέφτεσαι πόσο αυτό το μνημείο θα είχε αξιοποιηθεί σε άλλο τόπο. Ο παπάς συνεννοείται εις την βλαχικήν με ταξιδιώτρια από Ελλάδα. Μαθαίνεις, κι ας μην προλαβαίνεις να τον δεις, και για τον Άγιο Αθανάσιο. «Η Σιστίνα των Βαλκανίων», λέει ο συμπαθής δήμαρχος και προσφέρει ευγενικά ειδικό τομίδιο με αυτόν τον τίτλο. Ξαναβγαίνεις στον καθαρό βουνίσιο αέρα. Το νιώθεις, ότι μέσα στο σκηνικό της παρακμής και της εγκατάλειψης κάτι έχει αρχίσει να κινείται. Έστω σε αργούς, βαλκανικούς ρυθμούς. Κάποια όμορφα σπίτια, ο κατσικόδρομος που στρώνεται, λίγες πρώτες υποδομές, ένα κονδύλι που βρέθηκε για να ξαναφτιαχτεί ένα καλντερίμι. Το αισθάνεσαι, ότι ίσως κάποτε, για άλλους λόγους, η πόλη ξανάρθει στα χείλη ολονών. Ξαναπαίρνεις βαθιά ορεινή ανάσα και επιστρέφεις. Και σε κάθε στροφή και γωνιά, το τραχύ αλβανικό τοπίο, φυσικό κι ανθρώπινο, να θυμίζει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και πιο πειστικά και ταιριαστά, τους στίχους από το Ταξίδι του Πορτοκάλογλου…
Ατέλειωτος ο δρόμος
ατέλειωτες στροφές
Σκόνη, μια χώρα μες στη σκόνη
μα πάντα με πληγώνει
κι αρχίζω ανασκαφές
Είδα την άγνωστη πατρίδα
χαμένη Ατλαντίδα
στις χωματερές
Τώρα, περιμένει τώρα
με τα κρυφά της δώρα
τους εθελοντές
Χ.Αποστ.
Όταν ολοκληρώσεις το δύσβατο ανηφορικό δρόμο που σε οδηγεί εκεί, στέκεσαι στο κέντρο του χωριού και αιωρείσαι, ανάμεσα στο βάρος της ιστορίας, το φαινομενικά αδιάφορο παρόν της παρακμής και τη δυναμική που νιώθεις να πνέει στον αέρα. Επίσκεψη στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου: αρχίζεις και καταλαβαίνεις. Ακόμα και οι εξωτερικές τοιχογραφίες διατηρούνται σε σχετικώς εξαιρετική κατάσταση το ξηρό κλίμα τις διατήρησε σχεδόν άθικτες και μόνο κάποιοι νεοβάνδαλοι τις έχουν χαράξει. Το εσωτερικό ακόμα πιο εντυπωσιακό. Σκέφτεσαι πόσο αυτό το μνημείο θα είχε αξιοποιηθεί σε άλλο τόπο. Ο παπάς συνεννοείται εις την βλαχικήν με ταξιδιώτρια από Ελλάδα. Μαθαίνεις, κι ας μην προλαβαίνεις να τον δεις, και για τον Άγιο Αθανάσιο. «Η Σιστίνα των Βαλκανίων», λέει ο συμπαθής δήμαρχος και προσφέρει ευγενικά ειδικό τομίδιο με αυτόν τον τίτλο. Ξαναβγαίνεις στον καθαρό βουνίσιο αέρα. Το νιώθεις, ότι μέσα στο σκηνικό της παρακμής και της εγκατάλειψης κάτι έχει αρχίσει να κινείται. Έστω σε αργούς, βαλκανικούς ρυθμούς. Κάποια όμορφα σπίτια, ο κατσικόδρομος που στρώνεται, λίγες πρώτες υποδομές, ένα κονδύλι που βρέθηκε για να ξαναφτιαχτεί ένα καλντερίμι. Το αισθάνεσαι, ότι ίσως κάποτε, για άλλους λόγους, η πόλη ξανάρθει στα χείλη ολονών. Ξαναπαίρνεις βαθιά ορεινή ανάσα και επιστρέφεις. Και σε κάθε στροφή και γωνιά, το τραχύ αλβανικό τοπίο, φυσικό κι ανθρώπινο, να θυμίζει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και πιο πειστικά και ταιριαστά, τους στίχους από το Ταξίδι του Πορτοκάλογλου…
Ατέλειωτος ο δρόμος
ατέλειωτες στροφές
Σκόνη, μια χώρα μες στη σκόνη
μα πάντα με πληγώνει
κι αρχίζω ανασκαφές
Είδα την άγνωστη πατρίδα
χαμένη Ατλαντίδα
στις χωματερές
Τώρα, περιμένει τώρα
με τα κρυφά της δώρα
τους εθελοντές
Χ.Αποστ.
12/11/09
Επαγγέλματα που χάθηκαν
Δεν ξέρω ποιος είναι ο ψυχολογικός ειρμός, αλλά διαβάζοντας την τόσο λεπτομερή περιγραφή του Π.Χ. για την Εβραία νύφη, το μυαλό μου πήγε στα επαγγέλματα που «κλείνουν» ή χάθηκαν.
Τελευταία γίνεται τόση φασαρία για τα επαγγέλματα που «ανοίγουν», όποτε αποφάσισα να σας περιγράψω μερικά από τα πρώτα.
1. Αυτό που είναι το πλέον εξευτελιστικό είναι του φουκαριάρη που δεν εύρισκε άλλο τρόπο να τα οικονομήσει για να φάει κάτι και αναγκαζόταν να πιάσει ΒΔΕΛΛΕΣ για ιατρικούς σκοπούς, τις οποίες τις πουλούσε στους μπαρμπέρηδες αλλά και στους γιατρούς που μας περιγράφει ο Μολιέρος. Έβγαζε τα παντελόνια του και με το σώβρακο ή καμιά φορά και χωρίς αυτό χρησιμοποιούσε τα πολύ ισχνά ποδιά του για δόλωμα στις βδέλλες, που κολλούσαν πάνω του. Μετά τις πουλούσε σε τιμές ανάλογα με το χρηματιστήριο. Ένα επάγγελμα που χάθηκε λόγω ιατρικοφαρμακευτικής προόδου.
2. Το δεύτερο πιο εξευτελιστικό επάγγελμα θεωρείτο αυτουνού που άλλαζε την σειρά στους ΤΥΡΟΥΛΕΣ. Στο σωρό των «καρβελιών» του τυριού, έβαζε το πιο πάνω στο σωρό κάτω, και αυτό που ήταν στον πάτο, το ανέβαζε στην κορυφή, ώστε να μη υπάρχει μόνιμη αλλοίωση στην υγρασία και πίεση. Η αμοιβή αυτουνού του φουκαριάρη ήταν μερικά κομματάκια τυριού.
3. Ένα άλλο επάγγελμα που αφανίστηκε ήταν αυτουνού του «βοσκού» που πουλούσε γαλοπούλες από ένα ελεύθερο κοπάδι που περνούσε από ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ μερικούς μήνες πριν από τα Χριστούγεννα. Αν παρ’ ελπίδα περνούσε κανένα κάρο ή αυτά που λέγονταν αυτοκίνητα, τότε παραμέριζε προσωρινά τις γαλοπούλες με ένα μακρύ καλάμι και μιμούμενος το κακάρισμά τους. Γλου-Γλου-Γλου.
4. Το επόμενο επάγγελμα που αφανίστηκε, διότι εξαρτιόταν από το προηγούμενο, ήταν της παιδούλας που αναλάμβανε να παχύνει τη γαλοπούλα μέχρι τα Χριστούγεννα, αναγκάζοντάς την να καταπίνει ψίχα από καρύδια μεσάζοντας προωθητικά το λαιμό του άμοιρου πουλιού, έστω και αν δεν του άρεσαν τα καρύδια. Το ρόλο της παιδούλας στο αρχοντικό μας τον έπαιζα εγώ που καταβρόχθιζα τα περισσότερα καρύδια.
5. Ένα άλλο επάγγελμα που αφανίστηκε ήταν του πλανόδιου ψαροπωλητή με το πλατύ ψάθινο καλάθι που κρατούσε πάνω στο κεφάλι του. Και η εξαφάνιση αυτού του επαγγέλματος είχε σοβαρές επιπλοκές στις …γάτες που τον συνόδευαν ως προπομποί αλλά κυρίως ως μεταπομποί, με τα παρακλητικά νιαουρίσματα. Όταν γινόταν καμιά πώληση, έπεφτε και καμιά σαρδέλα στο πεζοδρόμιο, και όποια πρόφτασε.
6. Ένα άλλο επάγγελμα, το οποίο με υπερηφάνεια υπηρέτησα για δυο δωρεάν… μεροκάματα, ήταν του «παιδιού» που πήγαινε μπροστά από τους κυνηγούς πετώντας πέτρες στους θάμνους για να ξεπεταχτούν οι πέρδικες.
7. Το επάγγελμα που αφανίστηκε σχετικά τελευταίο ήταν αυτό του …πλανόδιου πωλητή ΦΡΕΣΚΟΥ γάλακτος. (Πιο φρέσκο δεν γίνεται). Εδώ γινόταν η πιο συχνή εξαπάτηση του πελάτη, που ήταν συχνά η νοικοκυρά με τη ρόμπα της νύχτας και το κύπελλο ανά χείρας. Η νοικοκυρά φρόντιζε να κοιτά γύρω της καχύποπτα για να μην τη δουν οι γειτόνισσες ή κανένας μπανιστιρτζής, ενώ ο βοσκός εκσφενδόνιζε με πίεση το γάλα από το βυζί της κατσίκας στο κύπελλο. Έτσι το μισό γάλα ήταν…αφρός.
Υπάρχουν και άλλα επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν, όπως οι εικόνες της παλιάς Αθήνας. Δεν θα σας κουράσω όμως περισσότερο. Εκείνο που νοστάλγησα περισσότερο ήταν το «καλημέρα» που έλεγες σε όποιον συναντούσες. Τώρα συναντάς την κατηφή μουτσούνα του συνάνθρωπου σου που διερωτάται:
Ποιος είναι αυτός; Η απάντηση είναι: Είναι ένας συνάνθρωπός σου, άμοιρε πολίτη του 21ου αιώνα!
Ποιος είναι αυτός; Η απάντηση είναι: Είναι ένας συνάνθρωπός σου, άμοιρε πολίτη του 21ου αιώνα!
Χάρης Αρσένης
Η ΄΄Εβραία νύφη΄΄
Η Εβραία Νύφη (ελαιογραφία, 121.5 × 166.5 cm), είναι ένας πίνακας του
Rembrandt van Rijn, που ολοκληρώθηκε το 1667. Ο εν λόγω πίνακας είναι ένα μόνιμο έκθεμα στο Rijksmuseum του Amsterdam. Το έργο αναπτύσσεται μέσα σε έναν σκοτεινό χώρο, στον οποίον βρίσκονται ένας κομψά ντυμένος κύριος και μια κυρία. Ο κύριος με το ένα χέρι αγκαλιάζει την κυρία ενώ το άλλο το βάζει γύρω από το στήθος της. Εκείνη ακουμπά το χέρι του με τις άκρες των δακτύλων της. Και οι δύο κοιτάζουν μπροστά στο Κενό, δείχνοντας να έχουν βυθιστεί σε βαθείς συλλογισμούς. Στο φόντο δίπλα στην κυρία μπορεί κανείς να διακρίνει μια γλάστρα με ένα φυτό. Πίσω της βρίσκεται μέρος μιας αρχιτεκτονικής κατασκευής. Τα δύο πρόσωπα έχουν ζωγραφιστεί με ιδιαίτερη φωτεινότητα, η ενδυμασία τους και τα σώματά τους έχουν παρασταθεί με έμφαση στη λεπτομέρεια. Το βλέμμα τους από το μέσο του πίνακα κατευθύνεται προς τα έξω, κι όσο συμβαίνει αυτό, τόσο πιο μαλακή, ασαφής και φευγαλέα γίνεται η φορά του πινέλου. Οι χρωματικές επιλογές βασίζονται κυρίως σε αποχρώσεις/τόνους από καφέ και χρυσαφί, με τρόπο τέτοιον ώστε να τονίζεται το έντονο κόκκινο στο φόρεμα της κυρίας, η θέρμη και η οικειότητα. Ο πίνακας έλαβε την ονομασία του στον πρώιμο 19ο αιώνα, όταν ένας συλλέκτης τέχνης του Άμστερνταμ είδε στην εν λόγω παράσταση τη σκηνή όπου ένας Εβραίος πατέρας δωρίζει στην κόρη του την ημέρα του γάμου της ένα κολιέ στολίζοντας το λαιμό της. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία δεν συμφωνεί με την ακαδημαϊκή άποψη κατά την οποία η ταυτότητα του ζευγαριού είναι άγνωστη. Αυτή η αβεβαιότητα ενισχύεται από την απουσία της προφορικής παράδοσης, ώστε να παραμένει μόνο το διαχρονικό θέμα ενός αγαπημένου ζευγαριού. Οι υποθέσεις αναφορικά με την ταυτότητα των ιστορημένων προσώπων εκτείνονται από τον γιο του Ρέμπραντ Τίτους και τη σύζυγό του, από τον ποιητή του Άμστερνταμ Miguel de Barrios και τη σύζυγό του μέχρι και τα ποικίλα ζεύγη της Παλαιάς Διαθήκης όπως εκείνα των Abraham και Sara, Boas und Rut. Ωστόσο, η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι πρόκειται για παράσταση των Ισαάκ και Ρεβέκκας, όπως αυτοί περιγράφονται στη Γένεση, 26,8. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από ένα σχέδιο του Ρέμπραντ με το ίδιο θέμα.
(Μετάφραση από τα γερμανικά - πηγή: http://de.wikipedia.org/wiki/ Die_Judenbraut.)
Ύστερα από αυτή την καλλιτεχνική απόδραση, ας επιστρέψουμε στην τρέχουσα πραγματικότητα, επισημαίνοντας ότι το καλύτερο βραβείο για έναν αναγνώστη είναι οι δρόμοι που του ανοίγει ένα βιβλίο, δρόμοι στο παρόν αλλά και στο παρελθόν.
Από την άποψη αυτή, η ΄΄Εβραία νύφη΄΄ του Ν. Δαββέτα θα κατακτήσει, φρονώ, σύντομα την αυτάρκεια και αυτοτέλεια της καλοσυντεθειμένης καλλιτεχνικής σύνθεσης διά της οποίας θα στέκεται το Νοέμβριο 2010 ωσάν κλασικός πίνακας στην Πινακοθήκη της σύγχρονης ελληνικής μυθιστοριογραφίας, χωρίς να περιφρονεί κατά τη σύγκριση, αλλά ανακλώντας την ποιότητά του αφ' εαυτού, σαν ένα εσωτερικό φως, που έρχεται από το βάθος, δηλαδή το παρελθόν.
9/11/09
Διαίρεσις
Η πολυπόθητη κοινωνική συνοχή δείχνει άθλος που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πραγματωθεί στις μέρες μας.
Σε μια πολυσυλλεκτική κοινωνία όπως η σημερινή, αυτά που μας χωρίζουν εμποδίζουν τις γέφυρες επικοινωνίας.
Ειδικά, στο πεδίο της κουλτούρας, η διαίρεση έχει πλέον συντελεστεί με τη δημιουργία πολλών ομάδων ενδιαφέροντος, πολλών κοινών.
Βέβαια, σύμφωνα με τις αρχές του πλουραλισμού, ο καθένας επιλέγει το προϊόν του, και λογικά αυτό το κάνει με επίγνωση της επιλογής του. Άρα, συνειδητά ας πούμε προστίθεται στο κοινό που τον ενδιαφέρει, υιοθετώντας τον κώδικα επικοινωνίας που αποδέχεται.
Αν λάβουμε υπόψη μας αυτά που λέγει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας και ο ομότεχνός του Ευριπίδης Γαραντούδης στο αφιέρωμα της΄΄Λέξης΄΄ για την ελληνική λογοτεχνία, στο χώρο φέρ' ειπείν του βιβλίου, υπάρχουν 2 τουλάχιστον μεγάλα στρατόπεδα: το ένα είναι αυτό που ονομάζει ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ενώ το άλλο Ο λεγόμενος ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ. Ο κριτικός λέγει ότι τα ευπώλητα των βιβλιοπωλείων, τα μπεστ σέλερ κ.ο.κ., δηλαδή συνήθως ό,τι κατατείνει στην ευκολία, της γραφής, της σύνθεσης, της γλώσσας κ.λπ., ανήκουν στο α΄ στρατόπεδο. Στους αντίποδες αυτού, οι ποιητές που επιζητούν ένα μικρό - ειδικό κοινό, περιφρονώντας τις στατιστικές του εμπορίου και τα εντυπωσιακά μεγέθη των πωλήσεων, ανήκουν στο β΄. Η σχηματοποιημένη αυτή διαίρεση θυμίζει μιαν αντίθεση μεταξύ πλήθους και Επιτροπής Σοφών, μάζας και Γερουσίας των Ολίγων. Το ζητούμενο της ποιότητας χάνεται μέσα στην καταναλωτική αγορά, στη διαφήμιση, στη σύγκρουση των συμφερόντων και των ομάδων ενδιαφέροντος, των κοινών, όπως τα ονομάσαμε παραπάνω.
Το λαϊκό πεζό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι σκουπίδι. Αλλά και το αντίστροφο: η λεγόμενη υψηλή ποίηση δεν σημαίνει ότι αγγίζει πάντοτε τις εσώτερες χορδές του λαού, που εδώ ονοματίζεται ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος. Από την άλλη μεριά, το σαφές και ευκολοκατανόητο δεν σημαίνει ότι είναι πρόχειρο ή απορριπτέο (σημ.: ο Μιχάλης Μερακλής στο ίδιο αφιέρωμα τολμά να ζητήσει μια ποίηση που θα προσεγγίζεται πιο εύκολα από τον αναγνώστη, που συνήθως δεν μπορεί να σπάσει τα νεφελώματά της), ενώ το υψηλό πνευματικά, που δύσκολα αποκρυπτογραφείται, μπορεί να κουράζει πιο εύκολα, να μην συγκινεί καθόλου, να είναι παγερό και αδιάφορο.
Άρα, όλα είναι θέμα ματιάς - πρόσληψης, και η κοινοτοπία αυτή μας διαιρεί ακόμη περισσότερο. Ο αναγνώστης ανάλογα με την προσωπικότητά του μπορεί να επιλέγει αυτό που του πάει περισσότερο και από το οποίο να αντλεί τη δύναμη των πνευματικών ναμάτων και να πλάθει τη βιοθεωρία του.
Είμαστε βέβαια και λαός της διαίρεσης, της απαξίωσης και υποτίμησης των άξιων, της ανάδειξης και προβιβασμού των αμφίβολης αξίας. Σας προσκομίζω ορισμένα τεκμήρια και κρίσεις για να προκαλέσω φυσικά τη διαίρεσή σας βάσει αυτών:
1. Σε επιφυλλίδα του στα ΝΕΑ ο Θ. Νιάρχος επαινεί το ήθος του Ταχτσή (όρθια συνείδηση) και στον επίλογο κακίζει χωρίς να ονοματίζει ορισμένους από την Ομάδα των 18 Κειμένων που τον παραμέρισαν.
2. Σύμφωνα με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, 94 θεατρικές παραστάσεις της περιόδου 1974-2009 είχαν ΄΄κάποιο ποιοτικό γνώρισμα΄΄. Στην πρώτη θέση ο Σ. Ευαγγελάτος με 17/94 και 2ος ο Κάρολος Κουν με 11/94 (πρέπει να τα αρίθμησα σωστά).
3. Ο Κυνόδοντας ήταν αίσχος για τη φίλη Ευτυχία Γεωργούλια, αν και οι εφημερίδες τόνιζαν ότι ήταν πρωτοποριακή.
4. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάποτε γέννησε το Αντιφεστιβάλ.
5. Κάποιοι σκηνοθέτες έβαλλαν εναντίον του ΕΚΚΕ. Δει δη χρημάτων, άνδρες Αθηναίοι.
6. Στην Τριανταφύλλου ρίξανε αυγά στο Φλοράλ γιατί έχει μιλήσει και για την αριστερή τρομοκρατία και το αισχρό άβατο των Εξαρχείων.
7. Οι δίκες καλά κρατούν στην Ελλάδα, με διάφορες αφορμές: θυμηθείτε το ΄΄Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές΄΄, την κόντρα Μπουκάλα - Ασωνίτη, τον Μήτσο Κασόλα και την Άγρα κ.ο.κ.
8. Ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης είναι τα α΄ ονόματα διεθνώς που εκπροσωπούν την Ελλάδα.
9. Την υψηλή ποίηση συναντούμε στους καραγωγείς της πλατείας Αβησσυνίας και στα σκονισμένα ράφια των πεζοδρομίων. Θυμήθηκα τον Ίψεν, του οποίου το α΄ έργο του, ο Κατιλίνας, επώλησε 40 αντίτυπα. Αλλά μπορούν οι τιμές να εξευτελίζουν τα ονόματα;
10. Ο Θανάσης Βαλτινός έγινε Ακαδημαϊκός. Η δυσάρεστη εξουσία τού να δίνεις ή να μη δίνεις βραβεία, που λέει και η Κ. Δημουλά.
Θα μπορούσα να σας ερεθίσω με πολλά άλλα γεγονότα και σχόλια. Αλλά προτιμώ να στρίψω στην πολυειπωμένη έννοια-πρόσκληση ΄΄ενότητα΄΄, που αν επιτυγχανόταν, θα βοηθούσε τη συλλογική πρόοδο. Η ενότητα λοιπόν που είναι άπιαστη έννοια, είναι μάλλον ένα τρικ, ένα κολπάκι διαφημιστικό. Μπροστά φιλιά και αγκαλιές, πίσω ύβρεις και κατάρες: το λέει τόσο ωραία ο Μένης Κουμανταρέαςστις αναμνήσεις του από παλαιότερες θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα, στο αφιέρωμα της ΄΄Λέξης΄΄ στο οποίο σας παρέπεμψα και άλλοτε πρόσφατα: ΄΄ίσως, σκέφτηκα, παίζουν έναν ακόμη ρόλο, αυτή τη φορά στην πραγματική ζωή΄΄.
Έναν ακόμη ρόλο, που αν ωστόσο δεν τον έχεις μάθει καλά, τόσο εύκολα αποκαλύπτεις τις διαθέσεις σου.
Σαν να βλέπεις το τρίο Μπακογιάννη - Ψωμιάδης - Σαμαράς σε συνεδριακό εναγκαλισμό με το ζόρι και σε νωθρά χαμόγελα στο όνομα της ενότητας. Η μόνη ενότητα εν προκειμένω είναι η παραδοσιακή διαδικασία που χιουμοριστικά ανατέλλει μέσα από τις λέξεις:
το αλεύρι, το ψωμί
το'βαλαν σε ένα σαμάρι
να το καταπιεί η μπάκα
6/11/09
Αξιοπρέπεια...
5/11/09
οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν
οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φύλλα τὰ μέν τ΄ ἄνεμος χαμάδις χέει͵ ἄλλα δέ θ΄ ὕλη
τηλεθόωσα φύει͵ ἔαρος δ΄ ἐπιγίγνεται ὥρη·
ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ΄ ἀπολήγει.
Ἰλιάδα Ζ.144-149
Ανατέμνοντας την ψυχή πολλών ανθρώπων που συχνάζουν μέσα στις διοικητικές υπηρεσίες (βλ. ΓΓΔΔΗΔ), συνάγω ότι ένα μείγμα διαφόρων δυνάμεων υφαίνουν τον ιστό της. Το πολυαπαντώμενο μήνυμα είναι η αβεβαιότητα και η ασυνέχεια, το ΄΄είμαι δω΄΄ αλλά ΄΄κλείνω και το μάτι γι' αλλού΄΄. Ανάλογα με το καθεστώς εργασίας, την ηλικία, τις σχέσεις και τα πρόσωπα, τη γεωγραφική θέση και τις αποστάσεις, τον καθρέφτη των ατομικών φιλοδοξιών, τινές αράζουν στο πάνω κατάστρωμα έχοντας βρει την καλύτερη θέση θέασης της καθημερινής ευτυχίας, την ίδια ώρα που άλλοι υπηρετούν υπομένοντας και ονειρευόμενοι μυστικά. Αλλά το θέμα βέβαια είναι το να μην παγώσουν οι ιδέες, να μη σκοτωθούν μέσα σου. Θα παραδεχτείτε πάντως ότι η συνήθης νοοτροπία που εκφέρουμε του τύπου ΄΄είναι καλά εκεί (από υλικής απόψεως);΄΄ δεν μας τιμά πέρα για πέρα, μια και υποστασιωνόμενη η φιγούρα του υπάλλήλου μάλλον θυμίζει μισθοφόρο, που για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω μπορεί να στρατευθεί για το Ρίμινι ή για την Κορέα. Πικρές αλήθειες, αλλά ας τις λέμε κάποτε, μην εξαιρώντας ποτέ το Εγώ μας από την αγορά τέτοιων σκέψεων και συναισθημάτων. Η ζωή βέβαια είναι ύλη, θα μου πείτε, οπότε προς τι αυτός ο ρομαντικός αναστοχασμός ή τα ξεπερασμένα ηθικολογικά μηνύματα;
Ἰλιάδα Ζ.144-149
Ανατέμνοντας την ψυχή πολλών ανθρώπων που συχνάζουν μέσα στις διοικητικές υπηρεσίες (βλ. ΓΓΔΔΗΔ), συνάγω ότι ένα μείγμα διαφόρων δυνάμεων υφαίνουν τον ιστό της. Το πολυαπαντώμενο μήνυμα είναι η αβεβαιότητα και η ασυνέχεια, το ΄΄είμαι δω΄΄ αλλά ΄΄κλείνω και το μάτι γι' αλλού΄΄. Ανάλογα με το καθεστώς εργασίας, την ηλικία, τις σχέσεις και τα πρόσωπα, τη γεωγραφική θέση και τις αποστάσεις, τον καθρέφτη των ατομικών φιλοδοξιών, τινές αράζουν στο πάνω κατάστρωμα έχοντας βρει την καλύτερη θέση θέασης της καθημερινής ευτυχίας, την ίδια ώρα που άλλοι υπηρετούν υπομένοντας και ονειρευόμενοι μυστικά. Αλλά το θέμα βέβαια είναι το να μην παγώσουν οι ιδέες, να μη σκοτωθούν μέσα σου. Θα παραδεχτείτε πάντως ότι η συνήθης νοοτροπία που εκφέρουμε του τύπου ΄΄είναι καλά εκεί (από υλικής απόψεως);΄΄ δεν μας τιμά πέρα για πέρα, μια και υποστασιωνόμενη η φιγούρα του υπάλλήλου μάλλον θυμίζει μισθοφόρο, που για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω μπορεί να στρατευθεί για το Ρίμινι ή για την Κορέα. Πικρές αλήθειες, αλλά ας τις λέμε κάποτε, μην εξαιρώντας ποτέ το Εγώ μας από την αγορά τέτοιων σκέψεων και συναισθημάτων. Η ζωή βέβαια είναι ύλη, θα μου πείτε, οπότε προς τι αυτός ο ρομαντικός αναστοχασμός ή τα ξεπερασμένα ηθικολογικά μηνύματα;
Το ζήτημα, φίλοι μου, ωστόσο, έχει και πρακτικές διαστάσεις πέραν των ιδεολογικών ή κατηχητικών προθέσεων. Και ερωτώ: Πώς θα τσουλούσε η μέρα σας αν χάνατε τις σταθερές σας; Αν χάνατε με τη συνδρομή της Τύχης ή της Βούλησης τον συνεργάτη σας, τον αντικαταστάτη σας, αυτόν που σας καλύπτει όταν λείπετε, αδιάφορο πώς, αυτόν με τον οποίον κάνετε αντιπαραβολή στα στοιχεία-μυρμήγκια φέρ' ειπείν μιας κατάστασης ή αναφοράς; Η αυτοδέσμευση δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Εάν η ατομική ευκαιρία ανάψει, ή βρεθεί το φωτεινό μονοπάτι, σε έχω χαιρετήσει προ πολλού, μικρέ πικρέ μου Αράπη, ταξιδεύοντας γι' αλλού. Και κάτσε εσύ να φυλάς Θερμοπύλας, με το χιτώνα σου σκονισμένο ή μελανιασμένο. Μια συνάδελφος βέβαια το είπε ξεκάθαρα προχθές (και αρκούντως κυνικά): Μη φοβάσαι, φίλε, όλο και κάποιος άλλος θα βρεθεί. Ουδείς αναντικατάστατος. Σωστά, συν τω χρόνω αυτό το κενό κάπως θα καλυφθεί, και ο αδέξιος και αρχάριος μια χαρά θα μάθει το ρολάκι του και θα κρύβει τα σαρδάμ του. Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί της αυτής ποιότητας, των αυτών χαρισμάτων, της ίδιας ακτινοβολίας. Γιατί αν το δεχτούμε αυτό, δύο προκύπτουν: ότι ΄΄κουτσοί στραβοί όλοι στον Άγιο Παντελεήμονα΄΄ και ότι ΄΄κουτσοί στραβοί όλοι εν τινι μέτρω μοιάζουν αναλώσιμοι΄΄, την ώρα που ο τροχός της τύχης και η ασημένια μπίλια όλο και ένα νέο φυντανάκι θα φέρουν στην πόρτα μας. Εάν το τραβήξουμε λοιπόν, διαιωνίζεται κι εδώ η αντίληψη ότι ΄΄ως γέρικο άλογο, βλέπω κι εγώ τον κύκλο μου να κλείνει΄΄, ότι ΄΄όλοι στο ίδιο τσουβάλι είμαστε χωμένοι΄΄, τουτέστιν μια στάση ζωής (γενικευμένη στην κοινωνία μας) που εξισώνει τις μονάδες στο όνομα μιας ομοίως αμειβόμενης δημοκρατίας και προσφοράς, που δεν αναδεικνύει από το πλήθος καθιστώντας ορισμένες μονάδες πρότυπα, που δεν τιμά τους εκλεκτούς, ή, αλλιώς, υποβαθμίζει το μέγεθος της παρουσίας τους όταν δέχεται κανείς ελαφρά τη καρδία την όποια φυγή ή κένωση του πόστου τους. Η ισοτιμία δεν σημαίνει βέβαια και ίση αξία, οπότε το νευραλγικό ερώτημα που τίθεται είναι: θέλουμε απλώς να υπάρχει κάποιος ή να δρα ένας πραγματικά άξιος;
Ακόμη ίσως δεν έχετε καταλάβει γιατί τα λέω αυτά. Μεταξύ των άλλων: χθες επέστρεψε στην Υπηρεσία της Βασιλίσσης Σοφίας ένας εκλεκτός συνάδελφος που για 3 περίπου χρόνια βασανίστηκε υπό το ζυγό άτιμης νόσου. Στεκόμουν σε απόσταση για να δω αντιδράσεις. Σαν χαμένος κυκλοφορούσε στους ανήλιαγους διαδρόμους του ισογείου, σαν άνθρωπος χωρίς παρελθόν, χωρίς ταυτότητα. Μια σιωπή βασανιστική και αιμοβόρα σαν πέπλο τον τύλιγε, όπως ένας άσωτος που γύρισε σπίτι από μια εξορία πόνου και αίματος, κι οι δικοί του τον είχαν για πεθαμένο. Μια αμηχανία νεκρική, μια ανυπόφορη ανωνυμία. Αυτός ο άνθρωπος όμως ήταν ένα Φως προτού φύγει, ζωγράφιζε με τον τρόπο του τις μαυρόασπρες ώρες πολλών.
Αλλά ο Χρόνος παίρνει την εκδίκησή του, χαλαρώνοντας τους δεσμούς και μετατρέποντας τον Άνθρωπο σε φύλλο φθινοπώρου, που μπορεί να το κλοτσήσει ο άνεμος.
Ας σκεφτούμε λίγο αυτή την περίπτωση. Το μικρό βάρος που αποκτούν στο Χρόνο οι ανθρώπινες μορφές. Το μικρό βάρος που εμείς τους δίνουμε όταν δεν τους στέφουμε με την δέουσα τιμή μας, όταν δεν αναγνωρίζουμε την πραγματική αξία τους, όταν αδιαφορούμε για τη φυγή τους, υποδεχόμενοι ένα φρέσκο ΄΄αναλώσιμο΄, ένα νέο κομμάτι κρέατος στη θέση ενός παλιού που νέκρωσε και το πολιορκούν οι μύγες.
2/11/09
Τα δύο πρόσωπα της Μέριλιν
Μέσα στο μεγάλο ψηφιδωτό των έντυπων προσφορών, αυτή τη στιγμή και οι βιογραφίες από την εφημερίδα ΄΄ΤΟ ΒΗΜΑ΄΄. Πρόκειται για πολύ αξιόλογες εκδόσεις (εκδόσεις Κασταλία) τόσο λόγω των (αθάνατων) προσώπων που παρουσιάζονται όσο και λόγω των κειμένων, των εξαιρετικών μεταφράσεων αλλά και πάνω από όλα του λογοτεχνικού είδους που εκπροσωπεί η σειρά.
Αν η μυθοπλασία σε βοηθά να μαντεύεις κάτω από τον μανδύα της την πραγματικότητα, η βιογραφία είναι η πραγματική αποκάλυψη της πραγματικότητας, η ανάγνωση μιας ζωής και μέσω αυτής μιας ολόκληρης εποχής, η άνοδος, η ύφεση και η πτώση ως αναπόφευκτα ορόσημα στο διάβα του βίου. Στο στόχαστρο του αναγνώστη η προσωπικότητα, το περιβάλλον υπό το οποίο έζησε και μεγάλωσε, τα ερεθίσματα που έλαβε, οι συγκυριακές συναντήσεις και οι τυχαίες περιπέτειες, η στάση απέναντι στο κοινό, στο πλήθος, η κριτική θεώρηση των συμβάντων της ζωής, οι ταλαντεύσεις, το κάλεσμα του θανάτου.
Διαβάζοντας το υπέροχο κείμενο της Anne Plantagenet για τη Μέριλιν Μονρόε (δηλαδή την υπέροχη μετάφραση της Πόπης Ζαχαριάδου), αισθάνθηκα ότι έζησα μια σύγχρονη τραγωδία, με όλα αυτά που ο Αριστοτέλης ονοματίζει στην Ποιητική του. Τα τραγικά πρόσωπα γδέρνουν την ψυχή μας με τους ιλίγγους τους, τα μεγάλα τους χάσματα, τις δύο όψεις του είναι τους. Με τη Μέριλιν σαν να αρρώστησα, εμβαθύνοντας στον ψυχισμό της Γυναίκας, στο λαβύρινθο του εσωτερικού της κόσμου, στις αντιφάσεις της. Αυτό που την απογείωνε κάνοντάς την σημαντική την ίδια στιγμή την έθετε σε βασανιστικές εσωτερικές και υπαρξιακές δοκιμασίες. Ταυτίστηκα με τις διαρκείς φυγές της, την αδυναμία της να ταυτιστεί και να στεγάσει το σώμα και την ψυχή της. Αρρώστησα καθώς την έβλεπα να πέφτει θύμα της αέναης προσπάθειας που κατέβαλε να συντηρήσει την εικόνα της, να μην ρίξει τον πήχυ του τεχνητού κάλλους και της ακτινοβολίας που εξέπεμπε. Μέσα από τη Μέριλιν ένιωσα τις δοκιμασίες όλων των σύγχρονων κοριτσιών, στην προσπάθειά τους να αρέσουν με κάθε τεχνητό και ψεύτικο μέσο, να κρύψουν την ασχήμια τους και την έλλειψή τους κάτω από μάσκες, τεχνάσματα, πολύωρες παλινδρομήσεις ενώπιον μεθόδων κατασκευής μιας δημόσιας εικόνας. Πάνω από όλα την πτώση τους όταν σβήνουν τα φώτα, την αποκαθήλωση του μακιγιάζ, τον εγκλεισμό τους όταν ΄΄η εικόνα τους δεν είναι αυτό που μπορούν, το πρότυπό τους΄΄.
Η Μέριλιν μού θύμισε την μεγάλη απάτη όλων των γυναικών, το ψέμα της παρουσίας τους, την κεκαλυμμένη ασχήμια τους, την πραγματική αδυναμία τους πίσω από το αγέρωχο βλέμμα και τις τραβηγμένες βλεφαρίδες. Με άγγιξε πολύ αυτή η διπροσωπία, η μάχη του φαίνεσθαι και του είναι, η λάμψη του ενώπιον και η κόλαση του ΄΄πίσω από΄΄, οι παλινωδίες των παρασκηνίων. Κατάλαβα ότι τελικά αυτό ακριβώς είναι η ζωή: 2 πρόσωπα, το φτιαχτό που αποφεύγει τα σχόλια και δεν δίδει λαβές, το πραγματικό που σπρώχνει στην ενδοσκόπηση, στην εξομολόγηση, στο κλάμα.
Η Μέριλιν μού θύμισε την μεγάλη απάτη όλων των γυναικών, το ψέμα της παρουσίας τους, την κεκαλυμμένη ασχήμια τους, την πραγματική αδυναμία τους πίσω από το αγέρωχο βλέμμα και τις τραβηγμένες βλεφαρίδες. Με άγγιξε πολύ αυτή η διπροσωπία, η μάχη του φαίνεσθαι και του είναι, η λάμψη του ενώπιον και η κόλαση του ΄΄πίσω από΄΄, οι παλινωδίες των παρασκηνίων. Κατάλαβα ότι τελικά αυτό ακριβώς είναι η ζωή: 2 πρόσωπα, το φτιαχτό που αποφεύγει τα σχόλια και δεν δίδει λαβές, το πραγματικό που σπρώχνει στην ενδοσκόπηση, στην εξομολόγηση, στο κλάμα.
Υπέροχο κείμενο - υπέροχη μετάφραση, με ελάχιστα τυπογραφικά ψεγάδια.
30/10/09
Στριφογυρίζοντας μια σημαία μες στο κρύο
Η φωτογραφία, απάντηση σε ένα ποιηματάκι για του Σαράντα τα παιδιά, έχει το συμβολισμό της: ελήφθη χθες (28/10/2009) κατά τον εορτασμό για την εθνική επέτειο, στο νεκροταφείο πεσόντων στο χωριό Βουλιαράτι Αργυροκάστρου, πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ουσιαστικά, δηλαδή, στο ίδιο το πεδίο όπου γράφτηκε τότε η ιστορία.
Τη συνοδεύει ο στίχος του Σαββόπουλου, συγκλονιστικός στην αυθεντική εκφορά του (τραγούδι: "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη", έκδοση στα τέλη της δεκαετίας του ΄70) - ο Σαββόπουλος ο ίδιος τέκνο του Δεκέμβρη του ΄44, στη συμπρωτεούουσα.
Χρόνια μας πολλά.
Χ.
Υ.Γ.: Αν βρω αυτόν το ρημαδιασμένο συνδυασμό έμπνευσης και χρονικής ηρεμίας, θα γράψω περισσότερα για την εμπειρία.
Τη συνοδεύει ο στίχος του Σαββόπουλου, συγκλονιστικός στην αυθεντική εκφορά του (τραγούδι: "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη", έκδοση στα τέλη της δεκαετίας του ΄70) - ο Σαββόπουλος ο ίδιος τέκνο του Δεκέμβρη του ΄44, στη συμπρωτεούουσα.
Χρόνια μας πολλά.
Χ.
Υ.Γ.: Αν βρω αυτόν το ρημαδιασμένο συνδυασμό έμπνευσης και χρονικής ηρεμίας, θα γράψω περισσότερα για την εμπειρία.
27/10/09
Κατά(θ)ληψη
Η κατάληψη είναι παιδιάστικο τέχνασμα.
Όταν το παιδί δεν ικανοποιείται, κλείνει την πόρτα του δωματίου του, ή την κλειδώνει, και μένει μέσα ταμπουρωμένο, στο τέλος όμως η εσωτερική κρίση τού φέρνει κλάματα. Όταν παραδίδεται στα χέρια των κηδεμόνων του, το κλάμα είναι το παράπονο, ή ένα σινιάλο ότι κάτι άλλο ζητεί στον κόσμο και δεν του δίδεται, ότι κάπου ανακόπτεται η ελευθερία του. Το όραμά του βρήκε τείχη και όρια ακλόνητα. Το πιάνει μια κατάθλιψη όταν μένει μόνο και σκέφτεται το όλο στόρυ.
Στην Ελλάδα κάνουμε καταλήψεις σε σχολεία. Παιδιά τις κάνουν. Αντί να πάνε να σκοτώσουν το θεριό, κατασκηνώνουν πολύ μακριά από τη σπηλιά του και διαμαρτύρονται ότι υπάρχει και ότι είναι ανεπιθύμητο. Αλλά στη σπηλιά του δεν πλησιάζουν. Γιατί άραγε; Μήπως δεν έχουν τα όπλα να το νικήσουν; Ή την πειθώ; Ή μήπως όλα είναι μια αφορμή και ένα πρόσχημα; Εάν το θεριό είναι η Άννα Διαμαντοπούλου, παίρνεις το μετρό και κατεβαίνεις στο σταθμό Νεραντζιώτισσας. Φοράς τα καλά σου, βάζεις και κανένα γυαλί που θυμίζει Γέιλ ή Χάρβαρντ, και πας να της τα πεις. Επειδή όμως θα σε ανακόψουν οι αποσπασμένοι του ΥΠΕΠΘ που κανονικά θα έπρεπε να βλέπουν το λιμάνι της Νισύρου, παίρνεις και ορισμένους μαζί σου, έναν φάκελο με το ζήτημα και τις προτάσεις και επισκέπτεσαι τα γραφεία του θεριού. Με ολίγη προσποιητή ευγένεια δεν θα σε διώξουν. Θα σε δεχτεί η Αννούλα και θα σε κεράσει και μπισκότο, θα σου δώσει μια υπόσχεση και ένα φιλί και θα σου πει ΄΄λοιπόν, άντε σύρε με το καλό στο σχολείο σου΄΄. Η ουσία είναι ότι θα το δεις το θεριό, θα κοιταχτείτε, ίσως λιγάκι το συγκινήσεις όπως στην Πεντάμορφη και το Τέρας. Ενώ αν καθόσουν στο σχολείο, τίποτε δεν θα κέρδιζες. Μόνο θα σε κορόιδευαν οι Αλβανοί εργάτες που το πρωί θα σε βλέπανε ξενύχτη (ας πούμε) να γυρνάς στο σπίτι κι εκείνοι με τον καφέ στο χέρι και την ιδρωμένη μασχάλη.
Οι μετανάστες μας υποφέρουν. Τους δέρνουν στα ΑΤ χωρίς αιτία. Δεν έχουνε χαρτιά και το κυριότερο, δεν γνωρίζουν οι κακόμοιροι τη γλώσσα μας για να συνεννοηθούμε. Μα καλά δεν γνωρίζουν το Λεξικό Μπαμπινιώτη; Είμαι σίγουρος ότι αν πάνε στην Αννούλα και τη συγκινήσουν, θα τους το χαρίσει. Πού πας ρε μετανάστη ξυπόλυτος στο Ελλάντα; Πού πας χωρίς γλώσσα βρε κακόμοιρε; Άντε τώρα σύρε να βρεις έναν διερμηνέα από αυτούς που θα σου βρει το κράτος. Πιάστον από το πέτο και πες του ΄΄μάθε μου ελληνικά΄΄ γιατί αν με σκοτώνουν στο ΑΤ πώς θα φωνάξω βοήθεια για να με ακούσουν;
Οι αντιεξουσιαστές είναι κατά βάθος μικρά παιδιά. Γιατί όλο κλείνονται στο δωμάτιό τους και βάζουνε ροκ μουσική για να δείξουνε μεγάλοι. Κι όλο στα Προπύλαια πάνε. Εκεί έχουνε έτοιμο το σύστημα, τη μικροφωνική. Και το πρωί με τη μαρμελάδα και τη χαύνωση περπατάς στην Πανεπιστημίου και ακούς Ψυχεδέλεια. Ωραίο ε; Αλλά βλέπουνε κι αυτοί ότι δεν τους βγαίνει. Ο κόσμος δεν χορεύει με τέτοια τραγούδια. Είναι και τα χρώματα των πανό λίγο της άγριας ζωγραφικής και ο κόσμος δεν τα χαζεύει. Τους πιάνει μια κατάθλιψη, πάνε μεθούν, τους πιάνει μια κατάθλιψη και τα σπάνε. Μετά τους πιάνουνε και οι φίλοι τους πάνε φιρί φιρί κι αυτοί για σύλληψη, με νέες πορείες και ο κύκλος τους στενεύει και δεν κλείνει ποτέ. Αν το έχετε παρατηρήσει, με το νέο κλίμα οι αντι- πολλαπλασιάζονται ταχύτατα. Γιατί πάνε στα σχολεία και κάνουν καθοδήγηση στα παιδιά - και δεν πάνε ούτε αυτοί στο θεριό να το κοιτάξουν καταπρόσωπο. Εξάλλου είναι και ο ντρες κόουντ : δεν φοράνε άλλα ρούχα παρά μόνο μαύρα, πολύ πένθος για αυτόν τον μετανάστη που τον σκότωσαν στη Νίκαια και δεν ήξερε και ελληνικά από πάνω για να τους φωνάξει ΄΄όπα ρε αδέλφια, κι εγώ της Ελληνικής Παιδείας μετέσχον΄΄ (γιατί αν μπορούσε να το πει αυτό ο μετανάστης, έστω σαν ποίημα ή φάρμακο, θα έβλεπες τον μπάτσο να σταματά έκπληκτος να δέρνει). Άρα, φίλοι μου, η κατάληψη, όλοι θα το δεχτούμε από τα παραπάνω, αλλά και η κατάθλιψη έχει άρρηκτη σχέση με τη γλώσσα. Τελεία και παύλα.
Αλλά η κατάληψη είναι εκτός από παιδιάστικο και ιδεολογικό σύνθημα, και εμπορικό τέχνασμα. Στα Προπύλαια κατασκηνώνουν μετανάστες με τη βούλα και πουλάνε τσάντες. Και πενθούν κι αυτοί για το φίλο που πέθανε στη Νίκαια. Αυτός στη φωτογραφία όλο κλαίει. Κατάθλιψη κι εδώ. Δεν αγοράζει ο κόσμος γιατί οι τσάντες χαλάνε γρήγορα και δεν τις παίρνουν. Κι αυτοί τις κουβαλάνε στους ώμους για να σώσουν το φτωχό κοσμάκη. Οι αντι- αγαπάνε αυτούς τους πεζοδρομιακούς εμπόρους γιατί θέλουν να σώσουν τον φτωχόκοσμο. Κι έτσι κι εκείνοι μπαίνουν στα μάρκετ και κλέβουνε πάνες και τις δίνουνε στις Αφρικανές άνεργες μητέρες που κάθονται στο σπίτι και βαράνε τα τύμπανα για να νανουρίσουνε τα μαυράκια. Και τις πιάνει μια κατάθλιψη γιατί στο Άφρικα δεν φοράνε τα μωρά πάνες και χέζουνε πάνω στα ίχνη της γαζέλας.
Έτσι σήμερα στα Προπύλαια είχε σχηματιστεί ένα διπλό τείχος καταληψιών. Οι μαύροι πουλάνε τσάντες, οι αντι- πουλάνε τσαμπουκά και ροκιλίκι, οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη, οι διαβάτες πουλάνε την απάθειά τους. Κι είναι όλα αρμονικά μοιρασμένα.
Κι έτσι κι Εσύ είσαι τόσο χάλια, σε μια μόνιμη κατάθλιψη, γιατί δεν είσαι ούτε Αφρικανός μετανάστης, ούτε αντι- αλλά και το κυριότερο έπαψες να είσαι παιδί. Μεγάλωσες πια και αυτά δεν είναι σοβαρά για τους ενηλίκους πράγματα.
Οπότε το δισάκι σου στον ώμο και βουρ για γραφείο και σπίτι και μπαρ και ταβέρνα και μουσείο και για καφέ στο Θησείο, να βλέπεις τα χαμένα μεγαλεία και να θυμάσαι την κλέφτρα κίσσα-την Αγγλία.
Κατάληψη διαρκείας μέσα σε 4 τοίχους, σε 4 τροχούς και σε 4 εποχές.
Ένας κύκλος που όλο στενεύει και ποτέ δεν κλείνει. Μια πληγή που νικάει όλα τα σώματα και τα αντι-σώματα, τους αντι-εξουσιαστές και τους αστει(ο)νομο-βασανιστές.
Ετικέτες
αντιεξουσιαστές,
ελληνικά,
κατάθλιψη,
κατάληψη,
μετανάστες
26/10/09
Ελληνικό Δημόσιο
Μην τρομάζετε με τα λόγια, Μεγάλη Πουτάνα το Δημόσιο: Ανοίγει τα σκέλη και όλους τους χωράει.
Όταν έχει τα κέφια της, βγαίνει στους δρόμους και φωνάζει με νάζι. Κι όποιος τύχει και περνάει, μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα.
Αυτή η περίφημη ΄΄πρώτη εργασιακή εμπειρία΄΄ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ερωτική μύηση του πρωτάρη. Ο πρωτάρης (ή αλλιώς Stagίτης) έχει μεθύσει 18 και 38 μήνες με την πουτάνα, του έχει κάνει όλα τα κόλπα, κι αυτός βέβαια έχει δουλέψει σκληρά, τα έχει δώσει όλα. Οπότε είναι πολύ δύσκολο να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Τη στιγμή μάλιστα που έξω περιμένουν τόσοι πολλοί.
Όσο περνούν τα χρόνια, η πουτάνα αποκτάει φήμη. Αυτοί που κάποτε μοιραία βγαίνουν έξω από τα μπούτια της, με το μέλι στα χείλη, έχουν να διαδώσουν πολλά. Πόσο παραδείσιες ήταν οι στιγμές τους εκεί μέσα, στο δασάκι! Οπότε το ακούν κι οι άλλοι, και πιάνουν θέση - και περιμένουν να ανοίξει η πόρτα κάποτε και για αυτούς.
Όχι δηλαδή πέστε μου, είναι παράλογο αυτό που θέλει ο πρωτάρης; Είναι εύκολο μες στη γλύκα να αφήσει τον Παράδεισο;
Και το πελατολόγιο μακρύ. Άλλοι μπήκαν από σπόντα, άλλοι από τσόντα, άλλοι φίλοι του νταβά. Σε άλλους μέτρησε σώμα και πέος, σε άλλους απλώς το ΄΄μέσο΄΄ του σώματος.
Τους βλέπουν όλους αυτούς οι απέξω και γελούν. Γιατί, κακά τα ψέματα, τα πιο επιδέξια παλικάρια είναι στην απέξω. Οι μέσα δεν φτουράνε. Κι όσο είναι μέσα και χαύνοι, τίποτε δεν κάνουν. Δεν τους σηκώνονται οι ιδέες, που λένε.
Κι έτσι κι η πουτάνα αρχίζει να δυσφορεί. Βλέπει και τους άλλους έξω να περιμένουν - αλλά ο οίκος είναι στενός. Δεν βγαίνει για όλους, ας το καταλάβουν. Το μπουρδέλο έχει έξοδα, κι ας είν' και νύχτα. Καθαριότης, αρωματισμός, φουστάνια και κατωσέντονα, φώτα, νερά, τηλέφωνα, διαφήμιση.
Δεν βγαίνουν όλα αυτά από ένα κορμί και 400 χαμένα. Μία δουλεύει, κι οι άλλοι τα ξύνουνε. Όχι, έτσι δεν γίνεται νοικοκυριό. Οπότε κι η πουτάνα σκέφτεται, σκέφτεται, και διορίζει αφέντη. Να φέρει την τάξη γιατί εδώ παρέγινε το κακό. Να πάρει το μαστίγιο και να απολύσει όλους αυτούς τους ευνούχους της βασιλίσσης.
Κι έτσι μας προκύπτουν οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί. ΄΄Χάνουμε τη δουλειά μας΄΄, κλαίνε οι πρωτάρηδες. ΄΄Είμαστε μανάδες, μπαμπάδες΄΄, οδύρονται. ΄΄Εμείς δεν φταίμε σε κάτι, μας έμπασαν γλυκά΄΄, λένε και ξαναλένε.
Αλλά η πουτάνα γέρασε πλέον. Και έχει γίνει λίγο κακότροπη και ιδιότροπη. Καμιά φορά θα αρπάξει το βούρδουλα και θα τους πετάξει έξω όλους, αυτούς τους βολεμένους εραστές. Ο έρωτας εξάλλου σε θέλει σε εγρήγορση, δεν κλείνει συμβάσεις 5ετίας. Να πάρουν τα σώβρακά τους και να φύγουν, οι άχρηστοι.
Απέξω είναι πάντα οι καλύτεροι. (Μέχρι να γίνουν κι αυτοί κουραμπιέδες, που μου θύμισε ο κουμπάρος ότι έλεγε ο Πάγκαλος.)
20/10/09
τηλεσυμπτώσεις
20-10-2009 Με το άνοιγμα της οθόνης σήμερα στις 7.30 π.μ. ΄΄πέφτω΄΄ πάνω σε ένα από τα γνωστά ντοκιμαντέρ της ΕΤ1: παλαιά παραγωγή, με κάποιο βαθμό θολούρας τα τηλεοπτικά χρώματα, αμέσως πείθεσαι ότι γυρνάς πίσω μέσα από τη διόπτρα της κάμερας. Η φωνή του αφηγητή σε μεταφέρει σε παλαιόν ειδύλλιο της ελληνικής ενδοχώρας. Η κάμερα γυρίζει αργά και εισχωρεί σε γκρεμούς και πλαγιές, αθάνατα δέντρα και χαράδρες. Είναι η γη που στέφει τον ποταμό Νέστο, μαθαίνουμε, όπου κατά τον αφηγητή βρίσκουν καταφύγιο ζώα και πουλιά από τα πιο πολύτιμα και δυσεύρετα της ελληνικής επικράτειας. Ο αργός τρόπος και η πίεση του χρόνου σε στρέφουν αλλού. Προσπερνώντας 1-2 σταθμούς, συμβαίνει η σύμπτωση: ΄΄πέφτεις΄΄ πάνω σε βαρυσήμαντο τίτλο μοντέρνου καναλιού, με τη γνωστή διαύγεια της τηλεοπτικής κάμερας, με τα χρώματα απότομα και άκρως ρεαλιστικά. Η φωνή του ανταποκριτή πέφτει σαν ριπή ανακριτή ή δικαστή, με εξαχθέντα τα συμπεράσματα της αληθείας και τα πραγματικά περιστατικά. Ο χώρος είναι ο οικείος και ο σημερινός, που καμία τάση νοσταλγίας δεν ξυπνά. Ο τίτλος λοιπόν ήταν: ΕΠΙΚΗΡΥΞΑΝ ΛΑΘΡΟΚΥΝΗΓΟ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΠΑΝΙΟ ΨΑΡΑΕΤΟ και από κάτω ο γεωγραφικός προσδιορισμός: Δέλτα Έβρου - απευθείας. Το γεγονός ότι το πέρασμα από τη μία πραγματικότητα στην άλλη συνέβη μέσα σε διάρκεια 1-2΄ γιγαντώνει το αίσθημα της εκπλήξεως και της συμπτώσεως. Οι 2 πραγματικότητες γίνονται σαν βρεγμένη κόλλα εφημερίδας όπου τα μπροστινά παντρεύονται με τα οπίσθια τυπογραφικά στοιχεία. Ξαφνικά νιώθεις πως σβήνει η μηχανή του Νου και βρίσκεσαι στο Άχρονο, ούτε στο τώρα ούτε στο χθες - μάλλον σε μια ονειρική περιοχή του εσωτερικού χρόνου όπου το χθες φέρεται ιδανικά στο παρόν, σβήνοντας στιγμιαία την πίκρα της αλλαγής και βάφοντας από πάνω την επιθυμία. (Ίσως το έχετε νιώσει και σεις.) |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)