Δευτέρα 19 Μαρτίου, γύρω στις 8 το βράδυ, ανέβηκα μετά από πολύ καιρό στο café του Ιανού. Δεν μπορεί να βγει από το μυαλό μου ο χειμώνας του 2005-6 με τη δυναμική έφοδο του σαλονικιώτικου βιβλιοπωλείου στη ζωή της Αθήνας – η πόλη απέκτησε έναν νέο χώρο, που καθιερώθηκε σε χρόνο μηδέν ως σημείο αναφοράς στο κέντρο της, με εκδηλώσεις εξαιρετικής ποιότητας σε ένα φιλικό και όμορφο περιβάλλον. Κανείς από όσους ήταν παρόντες δεν μπορεί να ξεχάσει, μεταξύ άλλων, τη βραδιά του Θάνου Μικρούτσικου ή το νοσταλγικό πανηγύρι της Ντενεκεδούπολης εκείνο το χειμώνα. Όταν μετά από μερικούς μήνες σήμανε η ώρα για να φύγω από την Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, αφενός ήμουν βέβαιος ότι το νέο αυτό στέκι θα ήταν από τα πράγματα που πιο πολύ θα μου έλειπαν από την πόλη στον καιρό της απουσίας μου, αφετέρου είχα την αίσθηση ότι ο Ιανός υπήρχε στη ζωή της πρωτεύουσας για πολλά χρόνια κι όχι για μερικούς μόνο μήνες όπως ήταν η πραγματικότητα. Στα τέσσερα χρόνια της απουσίας μου άλλαξαν πολλά. Η πόλη μεταλλάχθηκε. Το κέντρο της δέχτηκε αλλεπάλληλα βαριά τραύματα, φανερά και αόρατα – και ο Ιανός δεν ήταν δυνατό να παραμείνει αλώβητος. Ο χώρος βέβαια συνέχιζε κανονικά τη λειτουργία του, με εκδηλώσεις που ζήλευα πολύ μαθαίνοντας γι’αυτές από τα ξένα – έχω μάλιστα την εντύπωση, ίσως και να σφάλλω, ότι η δυναμική λειτουργία του άνω χώρου ως εστίας συναντήσεων και εκδηλώσεων λειτούργησε ως μοχλός ώθησης και για το (καλά ενημερωμένο μεν, αλλά πιο εκτεθειμένο στον ανταγωνισμό) βιβλιοπωλείο. Με την επιστροφή μου στην Αθήνα το τοπίο που περιέβαλε τον Ιανό είχε αλλάξει τόσο (και, δυστυχώς, συνεχίζει να αλλάζει) ώστε η ύπαρξη του βιβλιοπωλείου να μοιάζει με ένα ανθρώπινο μέλος που συνεχίζει να λειτουργεί ακμαίο σε ένα σώμα όπου ο καρκίνος εξαπλώνεται ραγδαία. Τον περυσινό χειμώνα πήγα, αν θυμάμαι σωστά, τρεις ή τέσσερις φορές σε εκδηλώσεις. Είχα μεταξύ άλλων την πικρή τύχη να είμαι παρών σε μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του Μανώλη Ρασούλη (λίγες μέρες πριν από το θάνατό του) και στο αφιέρωμα που οργάνωσαν για αυτόν φίλοι και γνωστοί δυο μήνες αργότερα, σε μια ημερομηνία που ο ίδιος, ανυποψίαστος για το τέλος που ερχόταν, είχε κλείσει για να παρουσιάσει το έργο του. Όλες εκείνες τις βραδιές η μαγεία κι ο μύθος έδιναν κανονικά το παρόν στη γνωστή αίθουσα – αλλά η εικόνα της Σταδίου στην έξοδο έπειθε και τον πιο αφελή για το πόσο είχε αλλάξει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο φετινός χειμώνας έκανε το τοπίο ακόμα πιο ζοφερό, τον Ιανό ακόμα πιο μοναχικό στο πόστο που είχε πιάσει. Η “no man’s land” του αθηναϊκού κέντρου συνεχίζει να εξαπλώνεται και τείνει πια να περικυκλώσει και το βιβλιοπωλείο. Τρόμαξα όταν μια Παρασκευή βράδυ πήγα για να αγοράσω ένα βιβλίο και είδα το κατάστημα σχεδόν έρημο από κόσμο. Με πίκρα αναλογίστηκα το υπόγειο του Feltrinelli στην κεντρική στοά του Μιλάνου (ενός καταστήματος χωρίς τον κράχτη ενός τόσο ωραίου café, σε μια πόλη γοητευτική μεν με τον τρόπο της, αλλά που στο DNA της δεν έχει παρά ελάχιστη από την εξωστρέφεια της Αθήνας) και πώς σφύζει από κόσμο ακριβώς αυτές τις ώρες της Παρασκευής… Σχεδόν αυτόματα, νιώθοντας χρέος κι ενοχή μαζί, αποφάσισα να πάω σε μια από τις εκδηλώσεις – και η αφορμή ήρθε άμεση και ελκυστική. Εδώ και καιρό ο ρέκτης Πάνος Σαββόπουλος διοργανώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα θεματικές ρεμπέτικες βραδιές – το ήξερα, αλλά δεν είχα πάει ποτέ. Τώρα το αφιέρωμα ήταν «άχαστο»: Γιάννης Παπαϊωάννου, με τον Αγάθωνα και την παρέα του στο πάλκο. Και πράγματι, Δευτέρα βράδυ, το πατάρι ήταν γεμάτο. Στην εισαγωγή του ο υπεύθυνος του βιβλιοπωλείου άφηνε εμμέσως πλην σαφώς να εννοηθεί ότι τον τελευταίο καιρό αυτή η εικόνα αποτελεί μάλλον εξαίρεση παρά κανόνα για τις εκδηλώσεις του Ιανού. Μακάρι να κατάλαβα λάθος και να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η ίδια η βραδιά ήταν εξαιρετική – ένα ταξίδι δύο και πλέον ωρών στον κόσμο του μπαρμπα-Γιάννη με την τόσο χαρακτηριστική φιγούρα μυστακοφόρου ψηλέα και το πηγαίο δημιουργικό ταλέντο. Ήταν ένα καλό μάθημα για το πώς μπορεί να στηθεί μια κορυφαία εκδήλωση με απλά, αλλά πρώτης ποιότητας υλικά: ο δεινός γνώστης του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος στον κομβικό ρόλο του παρουσιαστή της βραδιάς, αβίαστη εναλλαγή του μεστού λόγου με τη μουσική, με παράλληλη ροή από φωτογραφίες εποχής, ο εξαιρετικός Αγάθωνας με το συγκρότημά του, φωνές και ήχος υψηλού επιπέδου, με πλήρη σεβασμό στο πνεύμα και στο ήθος των τραγουδιών. Έμοιαζαν όλα τόσο απλά, αλλά μαντεύω πόση προεργασία υπήρχε από πίσω. Ακούστηκαν τα πιο γνωστά κομμάτια, «Πριν το χάραμα», «Καπετάν Ανδρέας Ζέπος», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», αλλά και λιγότερο γνωστά διαμαντάκια (π.χ.: «Πέντε Έλληνες στον Άδη ανταμώσαν ένα βράδυ / Και το γλέντι αρχινάνε κι όλα γύρω τους τα σπάνε / Με μπουζούκια, μπαγλαμάδες τρέλαναν τους σατανάδες / Κι από κέφι ζαλισμένοι χόρευαν οι κολασμένοι») – ακούστηκε, επίσης, πλήθος πληροφοριών για το βίο του ρεμπέτη, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του σε τροχαίο, ενώ τονίστηκε, μεταξύ πολλών άλλων, η κατάταξη του Παπαϊωάννου μεταξύ των κορυφαίων εκφραστών του είδους της καντάδας στο ρεμπέτικο τραγούδι. Βγαίνοντας από το χώρο λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ για κάποιο λόγο ένιωθα να έχω στα αυτιά μου, σιγόντο στις νότες του Μπαρμπα-Γιάννη, μια φράση που είχα ακούσει κάποτε σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Ξυλούρη και που αναφερόταν σε τίτλο ξένης εφημερίδας (εν μέσω επταετίας) για το πρόγραμμά του σε μπουάτ της Πλάκας: «200 τετραγωνικά ελευθερίας στην Ελλάδα» - το οποίο στις μέρες μας, με την όποια δόση υπερβολής, θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως: «200 τετραγωνικά ζωής στην Αθήνα». Το επόμενο ραντεβού είναι στα τέλη Απρίλη με αφιέρωμα στον πατριάρχη του ελληνικού τραγουδιού Μάρκο Βαμβακάρη – από το φευγιό του (όπως κι απ’του μπαρμπα-Γιάννη) κλείνουν φέτος 40 χρόνια.
**********
Τετάρτη βράδυ η επιλογή ήταν μεταξύ του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου (πάλι στον Ιανό), μιας ενδιαφέρουσας ημερίδας για τα απομνημονεύματα πολιτικών ανδρών στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και της παρουσίασης ενός βιβλίου για της εκδόσεις της Εστίας. Προτίμησα την τρίτη επιλογή, ως εκείνη που αναμενόταν να έχει λιγότερη κοσμοσυρροή – αλλά και για να γνωρίσω έναν νέο χώρο στην πόλη. Το Σπίτι της Κύπρου μετακόμισε πριν από λίγο καιρό από το φιλόξενο κι αγαπησιάρικο (αλλά εμφανώς ακατάλληλο για εκδηλώσεις) οίκημα της οδού Ηρακλείτου σε νεότευκτο κτίριο στην Ξενοφώντος, πολύ κοντά στο Σύνταγμα. Εκεί διάλεξαν οι (σχετικά νέες, επίσης) Εκδόσεις των Συναδέλφων (μια πραγματικά ενδιαφέρουσα και ρηξικέλευθη εκδοτική πρωτοβουλία) να παρουσιάσουν το βιβλίο της Άννας Καρακατσούλη, με τίτλο «Στη χώρα των βιβλίων», για τον παλαιότερο εν ενεργεία εκδοτικό οίκο. Το ίδιο το βιβλίο και η κάπως «πικάντικη» εκδοτική του ιστορία έχουν σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τις μάλλον αδιάφορες εισηγήσεις των τριών ομιλητών της εκδήλωσης. Πρόκειται, επί της ουσίας, για ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια να καλυφθεί ένα μεγάλο κενό στη ιστορία του βιβλίου (και των γραμμάτων γενικά) στην Ελλάδα – αυτό της ιστορίας των εκδοτικών οίκων. Και τι πιο λογικό αυτή η προσπάθεια αυτή να αφορά τον εκδοτικό οίκο που για πολλά χρόνια εθεωρείτο ότι στέγαζε την αφρόκρεμα, τον «κανόνα» όπως είπε κάποιος ομιλητής, των ελλήνων πεζογράφων. Τα κεφάλαια του βιβλίου αντιστοιχούν στους επικεφαλής του οίκου κατά χρονολογική σειρά – μια τυχαία ματιά σε οποιαδήποτε σελίδα αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες τόσο για την εξέλιξη του εκδοτικού οίκου όσο και για γνωστά πρόσωπα και καταστάσεις της πνευματικής και ευρύτερης δημόσιας ζωής του τόπου. Μετά από σχετική ερώτηση από το κοινό η συγγραφέας αναφέρθηκε εν συντομία στο επίμαχο ζήτημα της μη έκδοσης του έργου από τον ίδιο τον εκδοτικό οίκο στον οποίο αναφέρεται – η συγγραφέας αναφέρθηκε στην απορριπτική επιστολή από την εκδότρια και στην τηλεγραφική της αναφορά περί διαφορετικής αντίληψης ως προς την ιστορία. Η απόρριψη αυτή πάντως δεν εμπόδισε ανθρώπους από την Εστία να είναι παρόντες στην εκδήλωση – ξεχώριζε βεβαίως η εμβληματική μορφή της κυρίας Μαρίας, που μετά από την αποχώρηση των παλαιών έχει γίνει πια το σύμβολο του βιβλιοπωλείου της οδού Σόλωνος – οι δύο παρεμβάσεις της στη συζήτηση ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές, η μία για την πληθωρική προσωπικότητα του Πέτρου Χάρη και η δεύτερη για το ότι ερχόμενη το 1992 στην Εστία βρήκε στα ράφια του βιβλιοπωλείου πολύ περισσότερα βιβλία για τον μαρξισμό σε σχέση με το προηγούμενο βιβλιοπωλείο όπου εργαζόταν και το οποίο εθεωρείτο ειδικό στον τομέα (Θεμέλιο). Γενικά η συζήτηση περιστράφηκε γύρω το βάσιμο ή μη του «συντηρητισμού» που έχει κατά καιρούς αποδοθεί στον εκδοτικό οίκο, θέμα άλλωστε στο οποίο κάνει μνεία και η συγγραφέας. Στην αίθουσα είδα επίσης τον Χάρη, άλλοτε διευθυντή του βιβλιοπωλείου της Σόλωνος και παλιό γνώριμο από το βιβλιοπωλείο στη Φιλοσοφική τη δεκαετία του ’90, ενώ στο πλήθος νομίζω πως διέκρινα, μεταξύ άλλων, τη συγγραφέα Αθηνά Κακούρη και τον δόκιμο ιστορικό του βιβλίου Κώστα Στάικο. Ακολούθησε ευπρόσδεκτη προσφορά οίνου με λίγα αλμυρά σνακ – οι εποχές των πλούσιων μπουφέδων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Έξω στην πόλη το δροσερό βράδυ έκανε την ατμόσφαιρα υπέροχη – η ζωή φαινόταν να κυλάει στους γνώριμους ρυθμούς της αθηναϊκής άνοιξης, οι σημαίες και η εξέδρα για τις εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου ήταν ήδη στη θέση τους – κι αν τυχόν κάποιος ξυπνούσε από μακρά νάρκωση ή είχε κρυφτεί σε μια χρονοκάψουλα και έβλεπε ξαφνικά αυτή την εικόνα, χωρίς ιδέα για το τι έχει συμβεί τα τρία τελευταία χρόνια, θα μπορούσε εύκολα να υποθέσει πως μάλλον τίποτα δεν έχει αλλάξει στην αγαπημένη του πόλη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου