Η ζωή στα παλαιοβιβλιοπωλεία δεν ερείδεται σε κανένα επίπεδο χρόνου - ο χρόνος, εάν το βλέμμα παγιδευτεί στα ποικίλα τεκμήρια εποχών, δεν υπάρχει, ανήκεις στο τώρα και στο χθες και στο παντού.
Παραισθητικά όλοι όσοι πλέον δεν ζουν, ανασταίνονται μέσα σου και διαμαρτύρεσαι όταν σου λένε ότι πέθαναν. Είσαι σίγουρος ότι ένα κακόγουστο αστείο είναι, τύπου Χωμενίδη. Βλέποντας και ξαναβλέποντας τις μορφές τους πάνω σε κιτρινισμένα έντυπα δεν μένει καμία απόσταση από το σήμερα ως το τότε. Οι μορφές είναι μια πλάκα που απλώνεται στη συνείδηση σαν τον δίσκο 78 στροφών πάνω στο γραμμόφωνο και δεν αφήνει υπαρξιακές αμφιβολίες. Κάπου ο Βέγγος χθες δήλωνε ότι θέλει να παίξει τον Καραγκιόζη, ο Καραμανλής γέμιζε με τα φρύδια του την πρόσοψη σε κάποια Επίκαιρα, ενώ περιοδικά όμοια δεκάδες του 1960 επανελάμβαναν τους συμμετέχοντες με τις συμβολές τους, βρε εδώ κι ο Τσάτσος. Για ορισμένους όλα αυτά δεν κάνουν αίσθηση, για άλλους γεννάται μια αρρωστημένη νοσταλγία - οι μουσικοί δίσκοι οι χρησιμοποιημένοι σε πείθουν ήδη από την εξωτερική τους θωριά για τη σβησμένη ομορφιά άλλων στιγμών και ξεχασμένων παραστάσεων. Κάπου βρίσκεις και κανένα καλοοργανωμένο τετράδιο μιας μαθητριούλας από διδασκαλία ξενόγλωσσου μαθήματος. Οι ρυτίδες φέρνουν σε αμηχανία την αφή και αγγίζοντας ένα βιβλίο σαν να το νεκροφιλάς στο κασελάκι του.
Ο βιβλιοπώλης ωστόσο άνοιξε το παλιό ράδιο και βγήκε η φωνή ενός ρεμπέτη που σκόρπαγε χασίσια με τη βραχνάδα της φωνής του.
Η έκπληξη της βραδιάς με περίμενε σε ένα βιβλίο πατικωμένο της Ζ. Σαρή: Πρέπει να το είχε δωρίσει σε κάποιον άγνωστο ή άγνωστη ο ποιητής... Οδυσσέας Ελύτης με δική του αφιέρωση, με μαύρο πενάκι. Πόσο κάνει, ρώτησα. 3 ευρώ, απάντησε. Εάν ήξερε για την αφιέρωση, θα έλεγε 13.
Πήρα τον θάνατο στα χέρια μου, και πάνω στο μέτωπό του βρήκα μια επιγραφή άλλου θανάτου. Συγκρίνοντας, ένιωσα κι εγώ να ακολουθώ αυτό το ρεύμα της φυγής. Βγαίνοντας στον κόσμο, δεν θυμόμουν πού θα πήγαινα, ποιος είναι ο σκοπός μου. Με είχε καθηλώσει η αφιέρωση, είχε ανοίξει κανάλι μαγνητισμού προς το μακρινό παρελθόν.
Φαίνεται, κοιτούσα τόσο έντονα το πηγάδι που με ξένισε το γρασίδι.
Στο περιοδικό του Γιώργου Ιωάννου ξετυλίγεται ένας κισσός, που κοστίζει σαν ξεπεσμένο αμάρτημα γραφής μόλις 1 ευρώ.
Ενώ το ξεκίνημα του καραγατσικού ΄΄10΄΄ σε τεύχος του ''Ηνιόχου'' τον Ιούνιο του 1960 ήταν σαν κομμένη λαλιά από το αδυσώπητο μαχαίρι της μοίρας.
Εντέλει, τα παλαιοβιβλιοπωλεία είναι σαν βιβλιοφιλικά χειρουργεία όπου χαίνουν πληγές και αμαρτίες αφημένες από τα χρόνια.
Π.Χ.
Παραισθητικά όλοι όσοι πλέον δεν ζουν, ανασταίνονται μέσα σου και διαμαρτύρεσαι όταν σου λένε ότι πέθαναν. Είσαι σίγουρος ότι ένα κακόγουστο αστείο είναι, τύπου Χωμενίδη. Βλέποντας και ξαναβλέποντας τις μορφές τους πάνω σε κιτρινισμένα έντυπα δεν μένει καμία απόσταση από το σήμερα ως το τότε. Οι μορφές είναι μια πλάκα που απλώνεται στη συνείδηση σαν τον δίσκο 78 στροφών πάνω στο γραμμόφωνο και δεν αφήνει υπαρξιακές αμφιβολίες. Κάπου ο Βέγγος χθες δήλωνε ότι θέλει να παίξει τον Καραγκιόζη, ο Καραμανλής γέμιζε με τα φρύδια του την πρόσοψη σε κάποια Επίκαιρα, ενώ περιοδικά όμοια δεκάδες του 1960 επανελάμβαναν τους συμμετέχοντες με τις συμβολές τους, βρε εδώ κι ο Τσάτσος. Για ορισμένους όλα αυτά δεν κάνουν αίσθηση, για άλλους γεννάται μια αρρωστημένη νοσταλγία - οι μουσικοί δίσκοι οι χρησιμοποιημένοι σε πείθουν ήδη από την εξωτερική τους θωριά για τη σβησμένη ομορφιά άλλων στιγμών και ξεχασμένων παραστάσεων. Κάπου βρίσκεις και κανένα καλοοργανωμένο τετράδιο μιας μαθητριούλας από διδασκαλία ξενόγλωσσου μαθήματος. Οι ρυτίδες φέρνουν σε αμηχανία την αφή και αγγίζοντας ένα βιβλίο σαν να το νεκροφιλάς στο κασελάκι του.
Ο βιβλιοπώλης ωστόσο άνοιξε το παλιό ράδιο και βγήκε η φωνή ενός ρεμπέτη που σκόρπαγε χασίσια με τη βραχνάδα της φωνής του.
Η έκπληξη της βραδιάς με περίμενε σε ένα βιβλίο πατικωμένο της Ζ. Σαρή: Πρέπει να το είχε δωρίσει σε κάποιον άγνωστο ή άγνωστη ο ποιητής... Οδυσσέας Ελύτης με δική του αφιέρωση, με μαύρο πενάκι. Πόσο κάνει, ρώτησα. 3 ευρώ, απάντησε. Εάν ήξερε για την αφιέρωση, θα έλεγε 13.
Πήρα τον θάνατο στα χέρια μου, και πάνω στο μέτωπό του βρήκα μια επιγραφή άλλου θανάτου. Συγκρίνοντας, ένιωσα κι εγώ να ακολουθώ αυτό το ρεύμα της φυγής. Βγαίνοντας στον κόσμο, δεν θυμόμουν πού θα πήγαινα, ποιος είναι ο σκοπός μου. Με είχε καθηλώσει η αφιέρωση, είχε ανοίξει κανάλι μαγνητισμού προς το μακρινό παρελθόν.
Φαίνεται, κοιτούσα τόσο έντονα το πηγάδι που με ξένισε το γρασίδι.
Στο περιοδικό του Γιώργου Ιωάννου ξετυλίγεται ένας κισσός, που κοστίζει σαν ξεπεσμένο αμάρτημα γραφής μόλις 1 ευρώ.
Ενώ το ξεκίνημα του καραγατσικού ΄΄10΄΄ σε τεύχος του ''Ηνιόχου'' τον Ιούνιο του 1960 ήταν σαν κομμένη λαλιά από το αδυσώπητο μαχαίρι της μοίρας.
Εντέλει, τα παλαιοβιβλιοπωλεία είναι σαν βιβλιοφιλικά χειρουργεία όπου χαίνουν πληγές και αμαρτίες αφημένες από τα χρόνια.
Π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου