23.12.2010
(Ας πω, την δωδεκάτην..., και δυο λόγια για πέντε κορίτσια του κελιού 201.)
Στο κελί 201
Στο "κελί" διακόσια ένα
μπήκε ως πνεύμα ένας μάγος
που τα δώρα του ένα ένα
σέρνει έρποντας ο σπάγγος.
Στα άδεια έδρανα αντικρίζει
γυναικείας κόμης ίνες
μια Θεοτόκο να δακρύζει
δυο σωσίβια-ασπιρίνες.
Τα χαρτιά απλωμένα γύρω
εχθρικά παραμονεύουν
ποτισμένα με ίδρο-μύρο
χλιαρά αργοσαλεύουν
καθώς μπαίνει το αγέρι
και τα σπρώχνει ένα χέρι
κάτω απ' του παιδιού το κάδρο
μπρος στων μολυβιών το βάζο.
Παραθύρι ανοιχτό
τα κορίτσια διαφεύγουν
με χαμόγελο σμιχτό
στας οδούς των ταξιδεύουν
πίσω σα σκιά έχει μείνει
μια οπτασία σα χαμίνι
κόκκοι σκόνης αιωρούνται
κιονόκρονα δονούνται
τροχοφόρα που καλπάζουν
οι σειρήνες να ουρλιάζουν
στο γραφείο σιγή· πενθεί
με φορτία επαχθή
έξω βάρβαρη εποχή
μέσα κάποια ανακωχή
ήρωες τραυματισμένοι
στας οικίας των σπρωγμένοι
να "δεθούν" στο φορτιστή τους
να ''λυθούν'' στο φροντιστή τους.
Τότε ο μάγος ζωηρώς
- μην τον δουν οι καθαρίστριες
τον αδράξουν παγερώς
και τον ρίξουν... στις ερπύστριες -
κάθε δώρο επιθέτει
στο άρμα κάθε αμαζόνας
"και ζωή πολλά εις έτη"
συλλαβίζει κατά μόνας.
Στο κορίτσι απ' τα Μελίσσια
"νά' χει ηδύτατον τον βίον"
και σ' εκείνο απ' τα Βριλήσσια
"να εκβάλλει όλο το "πύον"
βρύση οι καλές εμπνεύσεις
η ταχύτης επί πλήκτρων
αύρα οι επιδαψιλεύσεις
η σπιρτάδα εκ των... σπίρτων".
Στο κορίτσι της Τραπέζης
"συ στα δάχτυλα να παίζεις
άπασας νομολογίας
με την χάριν της Αγίας".
Στην τεχνίτρα των σελίδων
ροδομάγουλη Σαπφώ
"με πνοήν ρόδων σκελίδων
ν' αποκρίνεσαι σαφώς".
Και σ' εκείνη που προϊσταται
"πάντα νοερώς ν' αφίσταται
σε γαλήνιες πολιτείες
για ηδονές και αλητείες
μακριά απ' τα θηρία
τα μαντρόσκυλα τα κρύα
την εκ φύσεως μοχθηρία
με μια λέξη: Ελευθερία!".
Στο κελί διακόσια ένα
κάποιος πρόσθεσε και σένα
κι έτσι κάπως μαγικά
σχηματίστηκε εμπρός
μυστικά, μελωδικά
ο καινούριος αριθμός.
Δυο χιλιάδες έντεκα
να'ν' μικρό το παίδεμα
κι ως την επόμενη... αυγή
τα πνεύματά μας διαυγή
σώα στα καβούκια τους
αβλαβή στα λούκια τους
να σκορπούν στα βάθη, πέρα
άνθη· να ποθούν "μια νέα μέρα"·
δίπλα αν είναι η πρεσβεία
μη φοβού... πρεσβυωπία
τα ονείρατα της νιότης
δεν τα "δένει" η... αρχαιότης
ίπτανται στα βάθη, πέρα
με λαμπρότατον αστέρα.
Καλή χρονιά!
(Π.Χ.)
23/12/10
16/12/10
Η χειμερινή σύναξη των κουλτουριαραίων
Το περιμέναμε καιρό, είναι η αλήθεια. Ακούγαμε και διαβάζαμε γι’αυτό... για το υπό δημιουργία πολιτιστικό κέντρο του Ιδρύματος Ωνάση. Κάτι οι υποτροφίες, κάτι, παλαιότερα, τα βραβεία, κάτι το γνωστό καρδιοχειρουργικό κέντρο, πολλοί λόγοι ωθούσαν να περιμένουμε κάτι λίαν ενδιαφέρον. Και η ώρα ήλθε. Και πότε ήλθε… Σε μια συγκυρία απόλυτης απαισιοδοξίας, με μαύρα σύννεφα να πλανώνται πάνω από τη δημόσια σφαίρα της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά και στα κατ’ιδίαν πολλών από εμάς, η είδηση για την έναρξη λειτουργίας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ακούστηκε σαν ψέμα, σαν ένα ευχάριστο σάστισμα – ή, μάλλον, σαν ένας καθυστερημένος απόηχος που ερχόταν κατευθείαν από τους καιρούς των παχιών αγελάδων, της χρηματιστηριακής φενάκης, της ολυμπιακής αισιοδοξίας, της «ισχυρής Ελλάδας» των πολλών λαμπερών εγκαινίων. Όσο κι αν το πολιτιστικό φαινόμενο, με τον τρόπο του, δείχνει μάλλον να επιβιώνει, έστω και οριακά, στον καιρό της κρίσης (ίσως και ως αυθόρμητη αντίδραση σε αυτήν), το στοίχημα από το νέο άνοιγμα είναι ωραίο και μεγάλο: αντέχει η Αθήνα της αποσύνθεσης έναν νέο πολυχώρο πολιτισμού στα σπλάχνα της; Αρχικά "περιδιάβασα" το πρόγραμμα, στη σύντομη και στην εκτενή εκδοχή του – έχει έναν αέρα φρεσκάδας, μπόλικες δόσεις αγνώστου και συνάμα συναρπαστικού για τον μη ειδήμονα: θα’λεγα ότι θυμίζει πολύ το κατά Λούκον Ελληνικό Φεστιβάλ των τελευταίων ετών. Η οδός Πειραιώς σα να βρήκε χειμερινό στέκι στη λεωφόρο Συγγρού. Ξένοι θίασοι, νεανικά ελληνικά σχήματα, πολύς χορός, απρόβλεπτες μουσικές επιλογές. Και ένας ολόκληρος κύκλος αφιερωμένος στον λόγο. Οι συγκρίσεις με το Μέγαρο Μουσικής, αναπόφευκτες, ξεκαθαρίζουν το τοπίο: οι σπουδαίες ορχήστρες και οι όπερες, τα λαμπερά ονόματα, οι φανταχτερές εκδηλώσεις που γεννούν ουρές στα ταμεία παραμένουν, για την ώρα τουλάχιστον, στο κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας – το πρόγραμμα εδώ είναι πιο εναλλακτικό, ανοιχτό και σε είδη που εκ των πραγμάτων στο ναό της κλασικής μουσικής είναι περιθωριοποιημένα.
Το κτίριο το έβλεπα από καιρό λόγω και επαγγελματικής γειτνίασης: τελειωμένο πια, είναι μάλλον αδιάφορο την ημέρα, αλλά πραγματικά μαγικό με νυχτερινό φωτισμό – μοιάζει σαν ένα κέλυφος να επικρέμαται στο κενό πάνω από τον σκελετό. Κυριακή αργά το απόγευμα με την πολυπόθητη πρόσκληση ανά χείρας και με κρύο τσουχτερό στο δρόμο ήρθε και η ώρα της πρώτης επίσκεψης – ήταν ωραία η ιδέα της «υποδοχής» του κοινού με μικρά αντιπροσωπευτικά δείγματα από το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει. Πρώτες εντυπώσεις: ο χώρος θέλει ακόμα δουλειά για να είναι πλήρως έτοιμος – στην πρώτη τουλάχιστον εικόνα φάνηκε ότι αξιοποιεί περισσότερο το ύψος παρά το πλάτος (πέντε όροφοι και ένα υπόγειο επίπεδο για τις εκδηλώσεις, φουαγιέ σχετικά μικρά). Οι χώροι γενικά όμορφοι, με μοντέρνο σχεδιασμό και αισθητική. Και η Μικρή Σκηνή στην οποία πήγα ευπρόσωπη και λειτουργική. Το απόσπασμα από την (υπό προετοιμασία) παράσταση «Πόλη-κράτος» της άγνωστής μου ως τώρα θεατρικής ομάδας Κανιγκούντα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη – κάτι σα δραματοποιημένη απεικόνιση της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας μου φάνηκε, μέσα από λόγια και στιγμές προσώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν – κορυφαία στιγμή η μίμηση του διδύμου Μαρινέλα-Χατζής που έκανε θραύση τη δεκαετία του 1970. Στο υπόγειο μια φωτογραφική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα τραχιά και ως επί το πλείστον ανέκφραστα στην πολυγλωσσία τους πρόσωπα των αφανών εργατών-δημιουργών του κτιρίου – σπουδαία ιδέα, σε ανοιχτό (και ομολογημένο) διάλογο με τον Μπρεχτ και τις «Απορίες ενός εργάτη που διαβάζει» – και στο τέλος της βραδιάς, στο υπόγειο πάντα, οι Eva & the Apples σε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι ανά τον κόσμο με γνωστές και αγαπημένες μελωδίες. Το κοινό της βραδιάς περιλάμβανε λίγο από όλες τις ηλικίες – με τον τόνο ωστόσο να τον δίνει ο νεαρόκοσμος γύρω στα 22-30, του είδους που περιμένεις να δεις να γεμίζει τις Νύχτες Πρεμιέρας κάθε Σεπτέμβρη ή να στηρίζει τις μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές. Ορισμένοι γνωρίζονταν μεταξύ τους ή και με τους καλλιτέχνες της βραδιάς – στο μικρό μπαράκι του ισογείου η ατμόσφαιρα κατά τις 20.30 έμοιαζε περισσότερο με ένα άτυπο παρτάκι μεταξύ φίλων παρά με μια συνάθροιση αγνώστων από όλη την Αθήνα. Γενικά, ένας αέρας φρεσκάδας και ποιότητας συνάμα, που δικαίωνε την αίσθηση που αποκόμιζε κανείς ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα. Το μεγάλο στοίχημα, βέβαια, μόλις τώρα αρχίζει… θα αντέξει η Στέγη στη σχέση της με το κοινό; Η γεωγραφική θέση της στην Αθήνα είναι μέρος ουσιαστικό του στοιχήματος – θα γίνει η no man’s land της Συγγρού (καταμεσίς του μοναδικού αθηναϊκού highway και κοντά σε εμβληματικά κτίσματα εντελώς διαφορετικών χρήσεων) στέκι όπως έγινε η αντίστοιχη της προκεχωρημένης οδού Πειραιώς στην καλοκαιρινή Αθήνα; Οι προσεχείς μήνες θα δείξουν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι σε μια τόσο ζοφερή συγκυρία ένας ιδιωτικός φορέας προχωρά σε μια δυναμική κίνηση στον ταλαίπωρο χώρο του πολιτισμού αποτελεί μια ακτίνα ελπίδας, μια πολύτιμη ένεση ηθικού για όλους μας – είτε κινούμαστε σε αυτόν το χώρο, είτε όχι.
Χ.Α.
Το κτίριο το έβλεπα από καιρό λόγω και επαγγελματικής γειτνίασης: τελειωμένο πια, είναι μάλλον αδιάφορο την ημέρα, αλλά πραγματικά μαγικό με νυχτερινό φωτισμό – μοιάζει σαν ένα κέλυφος να επικρέμαται στο κενό πάνω από τον σκελετό. Κυριακή αργά το απόγευμα με την πολυπόθητη πρόσκληση ανά χείρας και με κρύο τσουχτερό στο δρόμο ήρθε και η ώρα της πρώτης επίσκεψης – ήταν ωραία η ιδέα της «υποδοχής» του κοινού με μικρά αντιπροσωπευτικά δείγματα από το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει. Πρώτες εντυπώσεις: ο χώρος θέλει ακόμα δουλειά για να είναι πλήρως έτοιμος – στην πρώτη τουλάχιστον εικόνα φάνηκε ότι αξιοποιεί περισσότερο το ύψος παρά το πλάτος (πέντε όροφοι και ένα υπόγειο επίπεδο για τις εκδηλώσεις, φουαγιέ σχετικά μικρά). Οι χώροι γενικά όμορφοι, με μοντέρνο σχεδιασμό και αισθητική. Και η Μικρή Σκηνή στην οποία πήγα ευπρόσωπη και λειτουργική. Το απόσπασμα από την (υπό προετοιμασία) παράσταση «Πόλη-κράτος» της άγνωστής μου ως τώρα θεατρικής ομάδας Κανιγκούντα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη – κάτι σα δραματοποιημένη απεικόνιση της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας μου φάνηκε, μέσα από λόγια και στιγμές προσώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν – κορυφαία στιγμή η μίμηση του διδύμου Μαρινέλα-Χατζής που έκανε θραύση τη δεκαετία του 1970. Στο υπόγειο μια φωτογραφική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα τραχιά και ως επί το πλείστον ανέκφραστα στην πολυγλωσσία τους πρόσωπα των αφανών εργατών-δημιουργών του κτιρίου – σπουδαία ιδέα, σε ανοιχτό (και ομολογημένο) διάλογο με τον Μπρεχτ και τις «Απορίες ενός εργάτη που διαβάζει» – και στο τέλος της βραδιάς, στο υπόγειο πάντα, οι Eva & the Apples σε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι ανά τον κόσμο με γνωστές και αγαπημένες μελωδίες. Το κοινό της βραδιάς περιλάμβανε λίγο από όλες τις ηλικίες – με τον τόνο ωστόσο να τον δίνει ο νεαρόκοσμος γύρω στα 22-30, του είδους που περιμένεις να δεις να γεμίζει τις Νύχτες Πρεμιέρας κάθε Σεπτέμβρη ή να στηρίζει τις μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές. Ορισμένοι γνωρίζονταν μεταξύ τους ή και με τους καλλιτέχνες της βραδιάς – στο μικρό μπαράκι του ισογείου η ατμόσφαιρα κατά τις 20.30 έμοιαζε περισσότερο με ένα άτυπο παρτάκι μεταξύ φίλων παρά με μια συνάθροιση αγνώστων από όλη την Αθήνα. Γενικά, ένας αέρας φρεσκάδας και ποιότητας συνάμα, που δικαίωνε την αίσθηση που αποκόμιζε κανείς ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα. Το μεγάλο στοίχημα, βέβαια, μόλις τώρα αρχίζει… θα αντέξει η Στέγη στη σχέση της με το κοινό; Η γεωγραφική θέση της στην Αθήνα είναι μέρος ουσιαστικό του στοιχήματος – θα γίνει η no man’s land της Συγγρού (καταμεσίς του μοναδικού αθηναϊκού highway και κοντά σε εμβληματικά κτίσματα εντελώς διαφορετικών χρήσεων) στέκι όπως έγινε η αντίστοιχη της προκεχωρημένης οδού Πειραιώς στην καλοκαιρινή Αθήνα; Οι προσεχείς μήνες θα δείξουν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι σε μια τόσο ζοφερή συγκυρία ένας ιδιωτικός φορέας προχωρά σε μια δυναμική κίνηση στον ταλαίπωρο χώρο του πολιτισμού αποτελεί μια ακτίνα ελπίδας, μια πολύτιμη ένεση ηθικού για όλους μας – είτε κινούμαστε σε αυτόν το χώρο, είτε όχι.
Χ.Α.
8/12/10
Επιστρέφοντας
8.12.2010
Με τα χρόνια μαζεύτηκαν μέσα μας πολλά, αναμνήσεις και θολές φωτογραφίες. Είπες να κινήσεις γι' αλλού, να ταξιδέψεις σε άλλα πελάγη, αλλά αυτές όλες οι δυνάμεις έχουν στεριώσει μέσα σου. Βράχος ολόκληρος. Πώς να τον ξεριζώσεις; Κι έτσι όλοι κάπως επιστρέφουμε στα παλιά γνώριμα μονοπάτια, αυτά που ποτίστηκαν με την αλμύρα των γιαλών και το δάκρυ και τον ίδρο.
Επιστρέφουμε σαν απολωλότα πρόβατα. Στο πατρικό σπίτι. Στα όνειρά μας με τους απολεσθέντες γονείς, αδελφούς και φίλους. Στα στενοσόκακα της εφηβείας μας. Στα παλιά τετράδια με τα γράμματα και τους αριθμούς καρφιτσωμένους ως παλαιά ήθη. Στις ωραίες μας συνήθειες. Στη μουσική που ακούγαμε μεγαλώνοντας.
Οι δεσμοί με το παρελθόν και τους συντρόφους μας είναι ακατάλυτοι. Μια συγκίνηση, μια περιέργεια, ένα καταπιεσμένο πάντοτε ενδιαφέρον σε τρώγει, τι γίνονται οι άλλοι σε αυτόν τον ζωικό λαβύρινθο, πώς πορεύονται, πώς δέχονται τα μηνύματα των καιρών; Η συνοδοιπορία μας ήταν ανέκαθεν το κρυφό μας όπλο, η μυστική μας δύναμη. Οι ξένες αγκαλιές είναι τόσο κρύες, οι υποψήφιοι έρωτες, οι αδοκίμαστες φιλίες. Σφάζοντας μέσα μας την καθαρότητα του βλέμματος, επιχειρώντας να στρεβλώσουμε ό,τι εκ φύσεως γεννήθηκε με την προοπτική του μέλλοντος και της συνέχειας, διαπράττουμε ένα έγκλημα εις βάρος της ψυχής μας. Σαν να προδίδουμε το κύριο μέρος των αξιών μας. Θα μπορούσε κανείς εύκολα και τεχνητά, με σοφιστείες και τεχνάσματα, να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο και να ακυρώσει τα παραδεδεγμένα εν μιά νυκτί. Αλλά την ίδια στιγμή βλέπει να εναντιώνεται σε αυτή την προπαγάνδα το έτερο ήμισυ του Εγώ του. Λουλούδι που ανθίζει και σου δίνει έστω και μια ψεύτικη χαρά πώς μπορείς να το κλαδέψεις ως άοσμο; Αυτή η προδοσία φαίνεται στα μάτια, εκεί που η συνείδηση βάζει τη σφραγίδα της αλήθειας.
Επιστρέφοντας λοιπόν. Μισός αθώος και μισός ένοχος. Παίζοντας μόνος στη ρουλέτα των ακριβών συναισθημάτων. Σε ένα παιχνίδι εσωτερικό και αθόρυβο, που δεν λέγεται τίποτε από τους κανόνες και την έκβασή του, από τις διακυμάνσεις και τις μυστικές αποχρώσεις, σε όλα αυτά που ζωγραφίζονται μέσα σου όταν οι άλλοι είναι παρόντες και όταν οι άλλοι είναι απόντες.
Δεν μπορώ να σε ξεπεράσω, εσέ, παλαιέ κόσμε.
Δεν έχω βρει πηγή χαράς, μόνο θλίψης στη νέα τάξη πραγμάτων.
Οι εικόνες του χθες είναι κατακτήσεις, όπως είπαμε με ιδρώτα και πόνο.
Πώς να υπερβείς τα επιτεύγματα τόσων χρόνων;
Ξαναπαίζεται μέσα μας, πάλι και πάλι, το φιλμάκι ενός κραταιού παρελθόντος. Επανέρχονται τα λόγια, οι πόζες, τα φιλιά, οι καταθέσεις μυστικών στιγμών, οι αδεξιότητες, τα λάθη, οι παλιές αγάπες.
Εκεί που πας να σβήσεις μονοκοντυλιά ό,τι θεωρείς ξεθυμασμένο, εκεί το αναζητείς σαν τρελός, ένας έρωτας με πάθος, μια αρρώστια του νου, μια διαστροφή της μνήμης.
Τα νέα μας θέλουν να βρουν θέση μέσα μας, να μπουν στις ράγ(ι)ες τους. Η υποδομή έχει φτιαχτεί από το παρελθόν, κι γι' αυτό φορέας υποδοχής τους είναι αυτός ο παλαιός κόσμος, που τον συνθέτουν πρόσωπα, πράγματα, εικόνες.
Ξαναγυρνούμε στο σπίτι μας. Επιστρέφουμε στην παλαιά συνταγή. Στα σταθερά έστω και στα στάσιμα, στα προβλέψιμα έστω και στα ανιαρά, στα δοκιμασμένα.
Ξεκινούμε από την αρχή. Β΄ ημίχρονο μιας τυφλής ζωής. Προχωρούμε. Κι όπου μας βγάλει.
Όταν τραγουδάμε η συγκίνηση μάς λούζει, ριγούμε. Όταν χορεύουμε η χαρά μας σκούζει, πονούμε.
Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε ο ένας τον άλλον. Τελικά νίκησε για άλλη μία φορά ο νόστος.
Με τα χρόνια μαζεύτηκαν μέσα μας πολλά, αναμνήσεις και θολές φωτογραφίες. Είπες να κινήσεις γι' αλλού, να ταξιδέψεις σε άλλα πελάγη, αλλά αυτές όλες οι δυνάμεις έχουν στεριώσει μέσα σου. Βράχος ολόκληρος. Πώς να τον ξεριζώσεις; Κι έτσι όλοι κάπως επιστρέφουμε στα παλιά γνώριμα μονοπάτια, αυτά που ποτίστηκαν με την αλμύρα των γιαλών και το δάκρυ και τον ίδρο.
Επιστρέφουμε σαν απολωλότα πρόβατα. Στο πατρικό σπίτι. Στα όνειρά μας με τους απολεσθέντες γονείς, αδελφούς και φίλους. Στα στενοσόκακα της εφηβείας μας. Στα παλιά τετράδια με τα γράμματα και τους αριθμούς καρφιτσωμένους ως παλαιά ήθη. Στις ωραίες μας συνήθειες. Στη μουσική που ακούγαμε μεγαλώνοντας.
Οι δεσμοί με το παρελθόν και τους συντρόφους μας είναι ακατάλυτοι. Μια συγκίνηση, μια περιέργεια, ένα καταπιεσμένο πάντοτε ενδιαφέρον σε τρώγει, τι γίνονται οι άλλοι σε αυτόν τον ζωικό λαβύρινθο, πώς πορεύονται, πώς δέχονται τα μηνύματα των καιρών; Η συνοδοιπορία μας ήταν ανέκαθεν το κρυφό μας όπλο, η μυστική μας δύναμη. Οι ξένες αγκαλιές είναι τόσο κρύες, οι υποψήφιοι έρωτες, οι αδοκίμαστες φιλίες. Σφάζοντας μέσα μας την καθαρότητα του βλέμματος, επιχειρώντας να στρεβλώσουμε ό,τι εκ φύσεως γεννήθηκε με την προοπτική του μέλλοντος και της συνέχειας, διαπράττουμε ένα έγκλημα εις βάρος της ψυχής μας. Σαν να προδίδουμε το κύριο μέρος των αξιών μας. Θα μπορούσε κανείς εύκολα και τεχνητά, με σοφιστείες και τεχνάσματα, να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο και να ακυρώσει τα παραδεδεγμένα εν μιά νυκτί. Αλλά την ίδια στιγμή βλέπει να εναντιώνεται σε αυτή την προπαγάνδα το έτερο ήμισυ του Εγώ του. Λουλούδι που ανθίζει και σου δίνει έστω και μια ψεύτικη χαρά πώς μπορείς να το κλαδέψεις ως άοσμο; Αυτή η προδοσία φαίνεται στα μάτια, εκεί που η συνείδηση βάζει τη σφραγίδα της αλήθειας.
Επιστρέφοντας λοιπόν. Μισός αθώος και μισός ένοχος. Παίζοντας μόνος στη ρουλέτα των ακριβών συναισθημάτων. Σε ένα παιχνίδι εσωτερικό και αθόρυβο, που δεν λέγεται τίποτε από τους κανόνες και την έκβασή του, από τις διακυμάνσεις και τις μυστικές αποχρώσεις, σε όλα αυτά που ζωγραφίζονται μέσα σου όταν οι άλλοι είναι παρόντες και όταν οι άλλοι είναι απόντες.
Δεν μπορώ να σε ξεπεράσω, εσέ, παλαιέ κόσμε.
Δεν έχω βρει πηγή χαράς, μόνο θλίψης στη νέα τάξη πραγμάτων.
Οι εικόνες του χθες είναι κατακτήσεις, όπως είπαμε με ιδρώτα και πόνο.
Πώς να υπερβείς τα επιτεύγματα τόσων χρόνων;
Ξαναπαίζεται μέσα μας, πάλι και πάλι, το φιλμάκι ενός κραταιού παρελθόντος. Επανέρχονται τα λόγια, οι πόζες, τα φιλιά, οι καταθέσεις μυστικών στιγμών, οι αδεξιότητες, τα λάθη, οι παλιές αγάπες.
Εκεί που πας να σβήσεις μονοκοντυλιά ό,τι θεωρείς ξεθυμασμένο, εκεί το αναζητείς σαν τρελός, ένας έρωτας με πάθος, μια αρρώστια του νου, μια διαστροφή της μνήμης.
Τα νέα μας θέλουν να βρουν θέση μέσα μας, να μπουν στις ράγ(ι)ες τους. Η υποδομή έχει φτιαχτεί από το παρελθόν, κι γι' αυτό φορέας υποδοχής τους είναι αυτός ο παλαιός κόσμος, που τον συνθέτουν πρόσωπα, πράγματα, εικόνες.
Ξαναγυρνούμε στο σπίτι μας. Επιστρέφουμε στην παλαιά συνταγή. Στα σταθερά έστω και στα στάσιμα, στα προβλέψιμα έστω και στα ανιαρά, στα δοκιμασμένα.
Ξεκινούμε από την αρχή. Β΄ ημίχρονο μιας τυφλής ζωής. Προχωρούμε. Κι όπου μας βγάλει.
Όταν τραγουδάμε η συγκίνηση μάς λούζει, ριγούμε. Όταν χορεύουμε η χαρά μας σκούζει, πονούμε.
Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε ο ένας τον άλλον. Τελικά νίκησε για άλλη μία φορά ο νόστος.
2/12/10
Μπροστά στους πίνακες ασυγκίνητος
2.12.2010
Το "Παρασκήνιο" της 1ης Δεκεμβρίου έστησε την κάμερά του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ένας νέος θεσμός ανέτειλε με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του συλλέκτη-δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου: το κοινό σε στάση ορθή στέκεται απέναντι στα ζωγραφικά έργα, μπροστά από τα οποία, ομιλών προστάτης τους, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αναγκαστικά ομιλεί για την κρυφή του δραστηριότητα. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ο τηλεθεατής είναι η αμηχανία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Οι τρεις πρώτοι ζωγράφοι που στάθηκαν με φόντο τα έργα τους ήταν οι Μποκόρος, Σακαγιάν και Μαντζαβίνος. Καθένας από τους οποίους κι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τουλάχιστον με βάση τα όσα ολίγα εξέφεραν στο χρόνο της εκπομπής. Ο Μποκόρος με θεωρητική κατάρτιση σε βαθμό που αδυνατούσε κανείς να πιάσει ένα φωτεινό κατανοητό σημείο των λεγομένων του - ο Σακαγιάν μού θύμισε νεολαίους με ελαφρώς επηρμένο εξυπνακίστικο ύφος - ενώ ο Μαντζαβίνος κρυφοαλαζών, ειδικά με εκείνο το "Ο τενεκές θα παραμένει τενεκές". Δεν μπορώ να μιλήσω ως τεχνοκριτικός για τη μοντέρνα νεοελληνική τέχνη, το σίγουρο είναι ότι ελάχιστα με άγγιξαν τα έργα των τριών παραπάνω ζωγράφων, παρά τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς θα μπορούσε να προβάλει ένας ειδήμων, ισχυρισμούς για τη σύνθεση, τα χρώματα, το μήνυμα, τις μορφές κ.λπ. Είναι φανερό ότι η σύγχρονη τέχνη με ξεπερνά, πηγαίνω σίγουρα με τα παλιά, τα κλασικά, κι ενώ περίπου μπορώ να καταλάβω τι θα ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, ουδεμία συγκίνηση σχηματίζεται μέσα μου. Τα έργα μού φαίνονται άγουστα, δίχως κάλλος αισθητικό, με μια γραφή ναι μεν συνεπή στο ξόμπλι της, και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στην α-σχήμια της πόλης και του σύγχρονου κόσμου. Δεν θα αγόραζα κανένα από τα έργα που έδειξε η κάμερα ώστε να βαυκαλίζομαι ότι θα μου χαρίσει την αιώνια λαχτάρα και συγκίνηση. Αναμείξεις ετερόκλιτων στοιχείων, μοντέρνα επίδειξη πρωτοτυπίας, προσωποκεντρικές συνθέσεις που θυμίζουν το βρώμικο πλήθος των αθηναϊκών δρόμων ή το κοινό ενός τηλεπαιχνιδιού, και από όλα αυτά μόνο ένας εγκεφαλικός ερεθισμός, ένα αίνιγμα ταυτότητας και ιδέας, αλλά ως εκεί: το κάλλος απέξω. Πιστεύω ότι και το κοινό με την ίδια αμηχανία βλέπει τα πράγματα. Η σιωπή του είναι ακριβώς ότι ελάχιστα τον μαγνητίζει το έργο ώστε να ξεχειλίζει η λεκτική του επιδοκιμασία. Και βέβαια τα προσχήματα δεν σου επιτρέπουν και μάλιστα παρουσία κάμερας να πεις "δεν με συγκινούν τα έργα σου, κύριε καλλιτέχνα". Αλλά κι ο καλλιτέχνης τι να πει, όταν όλο αυτό είναι στημένο; Σάμπως συναντά τόσους πολλούς φιλότεχνους στον δρόμο που του ζητούν αυτόγραφο και υπόσχεση συνομιλίας για το έργο του; Στην Ελλάδα δεν διδάσκεται η καλλιτεχνική έκφραση και κατά βάση όλοι είμαστε ζωγραφικά αναλφάβητοι. Πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή, με το ζόρι προσπαθείς να δικαιολογήσεις την αξία του έργου, τεντώνεσαι μέσα σου για να βρεις κάτι άξιο λόγου, ναι, το ομολογώ, δεν αντέχω τους καλλιτεχνικούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς τού σήμερα. Το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε έναν αναγεννησιακό ζωγράφο ή σε έναν Έλληνα ζωγράφο της Σχολής του Μονάχου δεν συγκρίνεται με αυτό το συναισθηματικό κράμα απώθησης, ελαφράς ανοχής ή και βωβής "δοκιμασίας" που γεννάται σε τέτοιες περιπτώσεις. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα.
Τεχνικώς βέβαια η εκπομπή ήταν άψογη.
Π.Χ.
Το "Παρασκήνιο" της 1ης Δεκεμβρίου έστησε την κάμερά του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ένας νέος θεσμός ανέτειλε με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του συλλέκτη-δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου: το κοινό σε στάση ορθή στέκεται απέναντι στα ζωγραφικά έργα, μπροστά από τα οποία, ομιλών προστάτης τους, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αναγκαστικά ομιλεί για την κρυφή του δραστηριότητα. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ο τηλεθεατής είναι η αμηχανία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Οι τρεις πρώτοι ζωγράφοι που στάθηκαν με φόντο τα έργα τους ήταν οι Μποκόρος, Σακαγιάν και Μαντζαβίνος. Καθένας από τους οποίους κι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τουλάχιστον με βάση τα όσα ολίγα εξέφεραν στο χρόνο της εκπομπής. Ο Μποκόρος με θεωρητική κατάρτιση σε βαθμό που αδυνατούσε κανείς να πιάσει ένα φωτεινό κατανοητό σημείο των λεγομένων του - ο Σακαγιάν μού θύμισε νεολαίους με ελαφρώς επηρμένο εξυπνακίστικο ύφος - ενώ ο Μαντζαβίνος κρυφοαλαζών, ειδικά με εκείνο το "Ο τενεκές θα παραμένει τενεκές". Δεν μπορώ να μιλήσω ως τεχνοκριτικός για τη μοντέρνα νεοελληνική τέχνη, το σίγουρο είναι ότι ελάχιστα με άγγιξαν τα έργα των τριών παραπάνω ζωγράφων, παρά τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς θα μπορούσε να προβάλει ένας ειδήμων, ισχυρισμούς για τη σύνθεση, τα χρώματα, το μήνυμα, τις μορφές κ.λπ. Είναι φανερό ότι η σύγχρονη τέχνη με ξεπερνά, πηγαίνω σίγουρα με τα παλιά, τα κλασικά, κι ενώ περίπου μπορώ να καταλάβω τι θα ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, ουδεμία συγκίνηση σχηματίζεται μέσα μου. Τα έργα μού φαίνονται άγουστα, δίχως κάλλος αισθητικό, με μια γραφή ναι μεν συνεπή στο ξόμπλι της, και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στην α-σχήμια της πόλης και του σύγχρονου κόσμου. Δεν θα αγόραζα κανένα από τα έργα που έδειξε η κάμερα ώστε να βαυκαλίζομαι ότι θα μου χαρίσει την αιώνια λαχτάρα και συγκίνηση. Αναμείξεις ετερόκλιτων στοιχείων, μοντέρνα επίδειξη πρωτοτυπίας, προσωποκεντρικές συνθέσεις που θυμίζουν το βρώμικο πλήθος των αθηναϊκών δρόμων ή το κοινό ενός τηλεπαιχνιδιού, και από όλα αυτά μόνο ένας εγκεφαλικός ερεθισμός, ένα αίνιγμα ταυτότητας και ιδέας, αλλά ως εκεί: το κάλλος απέξω. Πιστεύω ότι και το κοινό με την ίδια αμηχανία βλέπει τα πράγματα. Η σιωπή του είναι ακριβώς ότι ελάχιστα τον μαγνητίζει το έργο ώστε να ξεχειλίζει η λεκτική του επιδοκιμασία. Και βέβαια τα προσχήματα δεν σου επιτρέπουν και μάλιστα παρουσία κάμερας να πεις "δεν με συγκινούν τα έργα σου, κύριε καλλιτέχνα". Αλλά κι ο καλλιτέχνης τι να πει, όταν όλο αυτό είναι στημένο; Σάμπως συναντά τόσους πολλούς φιλότεχνους στον δρόμο που του ζητούν αυτόγραφο και υπόσχεση συνομιλίας για το έργο του; Στην Ελλάδα δεν διδάσκεται η καλλιτεχνική έκφραση και κατά βάση όλοι είμαστε ζωγραφικά αναλφάβητοι. Πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή, με το ζόρι προσπαθείς να δικαιολογήσεις την αξία του έργου, τεντώνεσαι μέσα σου για να βρεις κάτι άξιο λόγου, ναι, το ομολογώ, δεν αντέχω τους καλλιτεχνικούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς τού σήμερα. Το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε έναν αναγεννησιακό ζωγράφο ή σε έναν Έλληνα ζωγράφο της Σχολής του Μονάχου δεν συγκρίνεται με αυτό το συναισθηματικό κράμα απώθησης, ελαφράς ανοχής ή και βωβής "δοκιμασίας" που γεννάται σε τέτοιες περιπτώσεις. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα.
Τεχνικώς βέβαια η εκπομπή ήταν άψογη.
Π.Χ.
24/11/10
Ρωσική γέφυρα
24.11.2010
(Βιβλίο: Μαρία Μπέικου - Χορός: Κρατικά Μπαλέτα Μόσχας, 23.11.2010.)
Ο πόλεμος και ο χορός θέλουν χέρια και πόδια. Χέρια και πόδια του πολέμου και της ειρήνης, στιβαρά, αποφασιστικά, ακαταπόνητα, ντελικάτα, λεπτεπίλεπτα, μεθυστικά.
Αυτά σκεπτόμουν χθες, σε μια βραδιά σαν ρωσική γέφυρα. Να βλέπεις από τη μια την παλιά αγωνίστρια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ να ανεβαίνει με τα 85 της χρόνια τα ξύλινα σκαλιά του "104" και λαχανιασμένη να παίρνει θέση στην πρώτη γραμμή για να ακούσει τα του βίου της εγκωμιαστικά υπ' άλλων. Και να βλέπεις από την άλλη τους λευκοντυμένους "κύκνους" να στροβιλίζονται υποδειγματικά και άμεμπτα, με τη σβελτάδα και την ικμάδα της χαριτωμένης, σαν αειπάρθενης νιότης.
Η Μπέικου βλέποντας τους στοιβαγμένους στα κάρα νεκρούς της πόλης παίρνει τα βουνά πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της, τον οποίον δεν ξαναβλέπει ποτέ πια. Εισχωρεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ, πολεμά παρά τις συχνές κρίσεις ασθενείας της στην περήφανη Ρούμελη, και με την παράδοξη και εφιαλτική μεταστροφή του Δεκέμβρη, παραδίδει μεν τα όπλα, αλλά μεταγράφεται στον ΔΣΕ, όπου μένει μέχρι και το τέλος. Η Ελλάδα αναγκαστικά τής δείχνει την έξοδο: με καράβι μεταβαίνει στη Ρωσία. Τασκένδη και μετά Μόσχα. Από εργοστάσιο καλωδίων στο Σταθμό της Μόσχας. Επιστρέφει στην Ελλάδα με τη μεταπολίτευση, το 1976. Συγκινητική κορύφωση της ζωής της η συνάντησή της με τον άντρα της Γεωργούλα Μπέικο ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, καθώς εκείνος, μην αποφεύγοντας τη σύλληψη, έζησε τα χρόνια της φυλακής. Βάναυση μαχαιριά της ζωής της η απώλειά του, τον Σεπτέμβριο του 1975, λίγο προτού καταφέρουν και οι δυο να γυρίσουν στην "άξενη" πατρίδα. Κυνηγημένοι άραγε γιατί; επειδή εγγράφηκαν κι αυτοί στις τάξεις των μαχητών της Λευτεριάς, αλλά ύστερα, για να σώσουν την ίδια την ελευθερία τους, βρήκαν καταφύγιο στους αντάρτες των βουνών και συν τω χρόνω, με την αθώα και αφελή πίστη στις κομματικές εντολές, έγιναν ένα με την "αντεθνική" ιδεολογία; "Ο ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, ο ΔΣΕ ήταν άμυνα", λέει χαρακτηριστικά η ίδια.
Η Ρωσία την έσωσε επαγγελματικά. Μεσάζων σε μετακλήσεις καλλιτεχνών από τη μαμά Ρωσία, συνεργάζεται με τον Θ. Κρίτα. Όλοι οι μεγάλοι Ρώσοι χορευτές, καλλιτέχνες, θεατράνθρωποι, όταν ξεθυμαίνει κάπως μετά το 1980 το εμφυλιακό πάθος, επισκέπτονται την Ελλάδα και μια γέφυρα η δική της γλώσσα, το δικό της παρελθόν, ηρωικό και άδοξο. Εξ ου και οι Ρωσίδες φίλες που με τα στραβά ελληνικά τους που χωνεύονται μέσα από τον φάρυγγα του ρώσικου επιτονισμού, εντοπίζονται εύκολα μέσα στην μικρή αίθουσα, ξανθό μαλλί, γαλανό μάτι, δουλεμένο χέρι, έξυπνο μυαλό. Σχεδόν πίστεψα ότι και για τα μπαλέτα της χθεσινής βραδιάς κάπως πρέπει η ίδια να έβαλε το χεράκι της.
Μια Δανδουλάκη αενάως λυγερόκορμη, βεργολυγερή που λέμε, φίλη με την Μαρούσα ένεκα... Λιουμπίμωφ, μια Τασούλα Βερβενιώτη ζεστή και αισθαντική "δασκάλισσα", να την ξαναβλέπω ύστερα από τόσους μήνες απουσίας στην Ελβετία, μια Άλκη Ζέη σοφή και σιωπηλή, αγέραστη, να ακούει τους λόγους δίχως να χάνει πόντους και παρατηρώντας με αφοπλιστικά οξυδερκές βλέμμα το κοινό. Γκίκα, Ζαχαρίας, Τερζόπουλος, να συμπληρώνουν την εκλεκτή ομήγυρη των ομιλητών.
Καθώς περνά η αφήγηση του βιβλίου από μέσα μας, είναι πλέον ευκολότερο να μεταχθούμε στο ρωσικό μύθο-παραμύθι, με τον λευκό και τον μαύρο κύκνο, τα μάγια, τη μεταμόρφωση και την αποθέωση του Έρωτα. Επίδειξη σωματικής δεξιοτεχνίας, με τα χέρια πολυέλικτους κλώνους, τα πόδια διαβήτες, τις λεκάνες να σπάνε υπακούοντας στη χορογραφία. Δίπλα μας ένα ζεύγος Ρωσίδων, σαν να είχαν μεταφερθεί αυτούσιες από την οδό Θεμιστοκλέους. Τα μάτια της μιας σαν μισόκλειστα, τα χέρια αντρικά, η άλλη πιο αδύνατη, "δεν βρήκα εισιτήριο στη Ρωσία, και βλέπω τα μπαλέτα εδώ", λέει κι εγώ τις φαντάζομαι με γούνινα καπέλα, να πίνουν τσάι και να χορεύουν "Καλίνκα", στην οικία κατάκοιτων γεροδυστυχισμένων, γηροκόμοι και κορίτσια για όλες τις δουλειές, και με μάτια που κάπως γελάνε μέσα από τη σιβηρική παγωμάρα των κοινωνικών μας ανταλλαγών.
Όπως δηλαδή περίπου γελάνε και οι κύκνοι με την αυτοπεποίθηση της χορευτικής μαεστρίας.
Μπορεί ο κομμουνισμός τού σήμερα να μας πηγαίνει ολοταχώς μόνο σε αναμνήσεις με μια γλώσσα όχι του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά της πίστης και συνέπειας του θανάτου, ωστόσο τα τέκνα του, 20 περίπου χρόνια μετά την έκρηξη του 1989 διαφημίζουν μιαν παράδοση, που υπερβαίνει και τους πολέμους και τις επάρατες ιδεολογίες.
Εμείς άραγε σε ποιαν παράδοση είμαστε ταγμένοι;;;
(Βιβλίο: Μαρία Μπέικου - Χορός: Κρατικά Μπαλέτα Μόσχας, 23.11.2010.)
Ο πόλεμος και ο χορός θέλουν χέρια και πόδια. Χέρια και πόδια του πολέμου και της ειρήνης, στιβαρά, αποφασιστικά, ακαταπόνητα, ντελικάτα, λεπτεπίλεπτα, μεθυστικά.
Αυτά σκεπτόμουν χθες, σε μια βραδιά σαν ρωσική γέφυρα. Να βλέπεις από τη μια την παλιά αγωνίστρια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ να ανεβαίνει με τα 85 της χρόνια τα ξύλινα σκαλιά του "104" και λαχανιασμένη να παίρνει θέση στην πρώτη γραμμή για να ακούσει τα του βίου της εγκωμιαστικά υπ' άλλων. Και να βλέπεις από την άλλη τους λευκοντυμένους "κύκνους" να στροβιλίζονται υποδειγματικά και άμεμπτα, με τη σβελτάδα και την ικμάδα της χαριτωμένης, σαν αειπάρθενης νιότης.
Η Μπέικου βλέποντας τους στοιβαγμένους στα κάρα νεκρούς της πόλης παίρνει τα βουνά πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της, τον οποίον δεν ξαναβλέπει ποτέ πια. Εισχωρεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ, πολεμά παρά τις συχνές κρίσεις ασθενείας της στην περήφανη Ρούμελη, και με την παράδοξη και εφιαλτική μεταστροφή του Δεκέμβρη, παραδίδει μεν τα όπλα, αλλά μεταγράφεται στον ΔΣΕ, όπου μένει μέχρι και το τέλος. Η Ελλάδα αναγκαστικά τής δείχνει την έξοδο: με καράβι μεταβαίνει στη Ρωσία. Τασκένδη και μετά Μόσχα. Από εργοστάσιο καλωδίων στο Σταθμό της Μόσχας. Επιστρέφει στην Ελλάδα με τη μεταπολίτευση, το 1976. Συγκινητική κορύφωση της ζωής της η συνάντησή της με τον άντρα της Γεωργούλα Μπέικο ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, καθώς εκείνος, μην αποφεύγοντας τη σύλληψη, έζησε τα χρόνια της φυλακής. Βάναυση μαχαιριά της ζωής της η απώλειά του, τον Σεπτέμβριο του 1975, λίγο προτού καταφέρουν και οι δυο να γυρίσουν στην "άξενη" πατρίδα. Κυνηγημένοι άραγε γιατί; επειδή εγγράφηκαν κι αυτοί στις τάξεις των μαχητών της Λευτεριάς, αλλά ύστερα, για να σώσουν την ίδια την ελευθερία τους, βρήκαν καταφύγιο στους αντάρτες των βουνών και συν τω χρόνω, με την αθώα και αφελή πίστη στις κομματικές εντολές, έγιναν ένα με την "αντεθνική" ιδεολογία; "Ο ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, ο ΔΣΕ ήταν άμυνα", λέει χαρακτηριστικά η ίδια.
Η Ρωσία την έσωσε επαγγελματικά. Μεσάζων σε μετακλήσεις καλλιτεχνών από τη μαμά Ρωσία, συνεργάζεται με τον Θ. Κρίτα. Όλοι οι μεγάλοι Ρώσοι χορευτές, καλλιτέχνες, θεατράνθρωποι, όταν ξεθυμαίνει κάπως μετά το 1980 το εμφυλιακό πάθος, επισκέπτονται την Ελλάδα και μια γέφυρα η δική της γλώσσα, το δικό της παρελθόν, ηρωικό και άδοξο. Εξ ου και οι Ρωσίδες φίλες που με τα στραβά ελληνικά τους που χωνεύονται μέσα από τον φάρυγγα του ρώσικου επιτονισμού, εντοπίζονται εύκολα μέσα στην μικρή αίθουσα, ξανθό μαλλί, γαλανό μάτι, δουλεμένο χέρι, έξυπνο μυαλό. Σχεδόν πίστεψα ότι και για τα μπαλέτα της χθεσινής βραδιάς κάπως πρέπει η ίδια να έβαλε το χεράκι της.
Μια Δανδουλάκη αενάως λυγερόκορμη, βεργολυγερή που λέμε, φίλη με την Μαρούσα ένεκα... Λιουμπίμωφ, μια Τασούλα Βερβενιώτη ζεστή και αισθαντική "δασκάλισσα", να την ξαναβλέπω ύστερα από τόσους μήνες απουσίας στην Ελβετία, μια Άλκη Ζέη σοφή και σιωπηλή, αγέραστη, να ακούει τους λόγους δίχως να χάνει πόντους και παρατηρώντας με αφοπλιστικά οξυδερκές βλέμμα το κοινό. Γκίκα, Ζαχαρίας, Τερζόπουλος, να συμπληρώνουν την εκλεκτή ομήγυρη των ομιλητών.
Καθώς περνά η αφήγηση του βιβλίου από μέσα μας, είναι πλέον ευκολότερο να μεταχθούμε στο ρωσικό μύθο-παραμύθι, με τον λευκό και τον μαύρο κύκνο, τα μάγια, τη μεταμόρφωση και την αποθέωση του Έρωτα. Επίδειξη σωματικής δεξιοτεχνίας, με τα χέρια πολυέλικτους κλώνους, τα πόδια διαβήτες, τις λεκάνες να σπάνε υπακούοντας στη χορογραφία. Δίπλα μας ένα ζεύγος Ρωσίδων, σαν να είχαν μεταφερθεί αυτούσιες από την οδό Θεμιστοκλέους. Τα μάτια της μιας σαν μισόκλειστα, τα χέρια αντρικά, η άλλη πιο αδύνατη, "δεν βρήκα εισιτήριο στη Ρωσία, και βλέπω τα μπαλέτα εδώ", λέει κι εγώ τις φαντάζομαι με γούνινα καπέλα, να πίνουν τσάι και να χορεύουν "Καλίνκα", στην οικία κατάκοιτων γεροδυστυχισμένων, γηροκόμοι και κορίτσια για όλες τις δουλειές, και με μάτια που κάπως γελάνε μέσα από τη σιβηρική παγωμάρα των κοινωνικών μας ανταλλαγών.
Όπως δηλαδή περίπου γελάνε και οι κύκνοι με την αυτοπεποίθηση της χορευτικής μαεστρίας.
Μπορεί ο κομμουνισμός τού σήμερα να μας πηγαίνει ολοταχώς μόνο σε αναμνήσεις με μια γλώσσα όχι του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά της πίστης και συνέπειας του θανάτου, ωστόσο τα τέκνα του, 20 περίπου χρόνια μετά την έκρηξη του 1989 διαφημίζουν μιαν παράδοση, που υπερβαίνει και τους πολέμους και τις επάρατες ιδεολογίες.
Εμείς άραγε σε ποιαν παράδοση είμαστε ταγμένοι;;;
19/11/10
Νιάρχος φρέσκος απ' τα ΝΕΑ
19.11.2010
(Πιστός στη νέα συνήθεια του σχολιασμού μιας νιαρχικής επιφυλλίδος, μία την εβδομάδα, παίρνω φάρμακο ισχυρό για τα πνευματικά αντισώματα, τουτέστιν τάση ΕΚ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, σας παραθέτω το σημερινόν προϊόν.)
ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 19.11.2010
Σε εποχές µεγάλης πολιτικής και οικονοµικής κρίσης, κάποιες λέξεις κυριαρχούν στο λεξιλόγιο και στην επικοινωνία ανάµεσα στους ανθρώπους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες στοιχειωδώς ήπιες εποχές. Είναι συνήθως λέξεις µε περιεχόµενο που θολώνει εύκολα, που ο καθένας µπορεί να τους δώσει όποιο νόηµα θέλει και, επιπλέον, όσο κι αν αδυνατείς να τις εξηγήσεις, να µην µπορεί να σε κατηγορήσουν για αγράµµατο ή απληροφόρητο. Οδηγοί ταξί, συνεπιβάτες στο µετρό, καφενόβιοι δικηγόροι, αραχτοί δηµόσιοι υπάλληλοι, δηµοσιογράφοι χωρίς έντυπα, νοικοκυρές που η µόνη τους επαφή µε τον κόσµο είναι η τηλεόραση αναφέρονται, ως µοναδικό υπεύθυνο για όλα τα δεινά, στη λέξη «σύστηµα».
Τώρα πώς συµβαίνει τόσοι πολλοί να το αποστρέφονται και το «σύστηµα» να ζει και να βασιλεύει, αυτό θα ήταν ένα µυστήριο, αν πάλι δεν είχε ο καθένας εύκολη την ερµηνεία του. Γεγονός βέβαια που κάνει το µυστήριο ακόµη πιο βαθύ. Τόσο περισσότερο που όλοι σχεδόν θα µπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σύστηµα» µε τις λέξεις «κυβέρνηση», «κράτος», «εξουσία», «πλουτοκρατία», χωρίς να νιώσουν την επικοινωνία τους να θίγεται στο παραµικρό. Αν αυτό δεν είναι σύγχυση που να ναρκοθετεί και να καταργεί κάθε είδους συνείδηση, τότε τους όρους που χρησιµοποιούµε για τον Αγιο Αυγουστίνο µπορούµε να τους µετέλθουµε για τον Μπαράκ Οµπάµα.
Βέβαια θα συνιστούσε πολυτέλεια ή γρίφο το να πεις στον άνθρωπο που θεωρεί την κατάργηση του συστήµατος ως πανάκεια για να εξαλειφθούν τα όποια δεινά, ότι σύστηµα µπορεί να αποτελεί ο καθένας µόνος του και ότι συνήθως οι ισχυρότεροι θιασώτες του εκφράζονται ως φανατικοί πολέµιοί του. ∆εν χρειάζεται να είµαι ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή πολιτικός µε κρίσιµο, για τη θέση µιας χώρας, λόγο, ώστε να αποτελώ µέρος του συστήµατος. Λειτουργώ ως αξεχώριστο και συστατικό του κοµµάτι, φτάνει να αναπαράγω στην καθηµερινή, αµελητέα φαινοµενικά, συµπεριφορά µου τον τρόπο που σκέφτεται ο ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή ο πολιτικός µε τον κρίσιµο λόγο. Οι δυο αυτοί µετέρχονται το σύστηµα ως συγκεκριµένη δοµή σε σχέση µε σύνολα ανθρώπων, ενώ εγώ το µετέρχοµαι σε σχέση µε τον γείτονά µου ή τον συνάδελφό µου.
Επειδή δεν νοείται σώµα µόνο µε κεφάλι, αυτό σηµαίνει πως χρειάζεται ακόµα και το νύχι (που είναι ο καθένας µας), ώστε το κεφάλι να λειτουργεί µε τον τρόπο που θεωρητικά τον καταγγέλλουµε ως µισητό. Από την πλευρά αυτή βλέπουµε να εφάπτονται µ’ έναν ανατριχιαστικό σχεδόν τρόπο η βαναυσότης του συνοικιακού αστυνοµικού σε σχέση µε τον «ανώνυµο» αλλοδαπό, µε τη στρατοκρατική ιταµότητα της κυρίας Μέρκελ σε σχέση µε ολόκληρους πληθυσµούς. Αν κάτι «νοµιµοποιεί» και τους δυο, είναι το επιχείρηµα ενός συστήµατος που µπορεί να αυθαιρετεί µε το πρόσχηµα ότι έχει επινοηθεί για να προστατεύει. Οσο στον τόπο µας θα λογαριάζουµε ως πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, κρίσιµης µάλιστα σηµασίας, το αν εγκρίνουµε ή δεν εγκρίνουµε τα ανατριχιαστικά κυριολεκτικά «πόθεν έσχες» ορισµένων πολιτικών, το σύστηµα θα λειτουργεί µε τρόπο ώστε τα «πόθεν έσχες» να γίνονται ακόµα ανατριχιαστικότερα και να µην αλλάζει τίποτα.
Το χειρότερο όµως που συµβαίνει δεν έχει ακόµα γραφεί: Τα αισθήµατα της οργής και του µίσους µιας ανενεργής πολιτικά και κουτσοµπολίστικης, κατά βάθος, κοινωνίας πολιτών απέναντι σε µια ενεργή πολιτική κάστα, που συνιστά κατά τους πολίτες το µοναδικό σύστηµα, εκτονώνονται πρόχειρα µε την ξενοφοβία και τον ρατσισµό. ∆εν µπορώ να τα βάλω µε τον δυνατό ως περιφρουρηµένο σύστηµα που αποτελεί και «εφευρίσκω» τον αδύνατο ως εύκολα προσβάσιµο στοιχείο προκειµένου να ξεσπάσω.
Αν ο καθένας ενεργούσε όπως ο επίσκοπος Μυριήλ στους «Αθλίους» του Ουγκώ που, αντί να καταγγείλει τον κλέφτη, του χάρισε και τα υπόλοιπα ασηµικά του σπιτιού του, θα ήταν δυνατόν να µιλάµε για κρίση, χρεoκοπία και ∆ΝΤ;
Αν ο καθένας αντί να κατηγορεί το «σύστηµα» αναγνώριζε το «σύστηµα» στον εαυτό του, κρίση δεν θα υπήρχε.
(Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", 19.11.2010.)
...........................................................
Και το "εκ συστήματος" σχόλιο:
O όρος (σύστημα) μάς πηγαίνει κατευθείαν στις βιομηχανικές συνθήκες και διαδικασίες παραγωγής, που κι αν μεταβάλλονται, αυτό συμβαίνει μόνο σε ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές και παραμέτρους τους.
Γίνεται δηλαδή, επί παραδείγματι, να τυπώσεις ένα βιβλίο χωρίς αυτό να περάσει από τη γερμανική μηχανή; Μπορεί πλέον τώρα το μοντάζ να γίνεται ηλεκτρονικά, αλλά χωρίς τη λαδωμένη μηχανή, μια παλαιική Heidelberg, ουδέν προϊόν παράγεται.
Λοιπόν, κάτι το ανάλογο συμβαίνει και με τα συστήματα διακυβέρνησης: η παραγωγή ενός νόμου είναι σύστημα, το Σύνταγμα είναι σύστημα, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις είναι σύστημα, το κομματιλίκι και βουλευτιλίκι και η επικοινωνία των πολιτικών γραφείων με τα κοινοβουλευτικά έδρανα είναι σύστημα, η σύνδεση αστυνομικής και δικαστικής εξουσίας είναι σύστημα, η πολιτική των σούπερ μάρκετ είναι σύστημα, ό,τι θεσμοποιείται, αναγνωρίζεται, επαναλαμβάνεται, εδραιώνεται, ενισχύεται, τρέφει και τρέφεται, μαζεύει πελάτες και γεννά προσδοκίες, δένει με σχέσεις, αναπαράγεται και κονιορτοποιεί ό,τι το απειλεί κ.λπ. είναι σύστημα που ζει και βασιλεύει.
Στο βωμό του βιοπορισμού όλοι μας μπαίνουμε σε κάποια ζώνη του συστήματος, κάπου πάμε να πατήσουμε, κάποιον πάμε να πατήσουμε, θέλουμε να μένουν ακέραιες οι σταθερές μας που είναι σταθερές του συστήματος.
Όταν χαρτζηλικώνω τον μεγαλογιατρό για να με βάλει εν ώρα εφημερίας σε καλό κρεβάτι, θάλπω το σύστημα - όπως και όταν επιλέγω τον Χ υποψήφιο με μια θολή ορμή μικροσυμφέροντος στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Ο ταξιτζής που ψαρεύει πελάτες σε ζώνες αστικές που (εκ συμπτώσεως;) δεν εξυπηρετούν (ή κακώς εξυπηρετούν) τα μέσα μεταφοράς έχει βρει μιαν ωραιότατη οπή στο σύστημα και γλείφει το μέλι, με τον ίδιο τρόπο που ο μπαμπάς συνοδεύει τον πιτσιρικά στο φροντιστήριο καθώς μόνο μέσω αυτού (; - λέμε τώρα) γίνεται να πληρώσεις και να προετοιμαστείς και να λάβεις τον πρώτο σου τίτλο στα γερμανικά.
Ο κος Νιάρχος θα μπορούσε να προσθέσει και την περίφημη φράση "έχω άκρες", που σημαίνει ''έχω πιαστεί από ένα ξέφτι του συστήματος'' και μαδάω όσο μπορώ το πλεκτό ύφασμα προς όφελός μου.
Σύστημα είναι όμως, κι εδώ μπαίνουμε στα χωράφια της διανόησης, και οι λογοτέχνες που έχουν βρει το εκδοτικό τους λιμάνι, τα βιβλιοπωλεία, η σύνδεση των Μίντια με τις εταιρείες παραγωγής, οι διαφημίσεις, οι καλλιτεχνικοί χώροι. Όπου δηλαδή με την υπογραφή ενός συμβολαίου μένουν και οι δύο πλευρές ικανοποιημένες και "δουλεύει" το πράμα και κανείς από τους απέξω δεν καταλαβαίνει πώς δουλεύει.
Διαβάζοντας σήμερα αυτή την αξιόλογη επιφυλλίδα του κου Νιάρχου, δεν γίνεται να μην θυμηθώ το "Διπλό Βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή. Εκεί ο βιομηχανικός εργάτης-ήρωας περιπλανώμενος στις μεγάλες λεωφόρους και στα φώτα της Στουτγκάρδης (; - ή Φρανκφούρτης), λέει, αν θυμάμαι καλά, με κάποιαν αφορμή:
"Το σύστημά 'μαι γω κι εσύ, κι όλοι χωρούμε μέσα" (περίπου κάπως έτσι το λέει).
Ακόμη και αυτή η επιφυλλίδα και το επ' αυτής σχόλιο, το επαναλαμβάνουμε χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες, είναι μέρη ενός μοναχικού συστήματος.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
(Πιστός στη νέα συνήθεια του σχολιασμού μιας νιαρχικής επιφυλλίδος, μία την εβδομάδα, παίρνω φάρμακο ισχυρό για τα πνευματικά αντισώματα, τουτέστιν τάση ΕΚ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, σας παραθέτω το σημερινόν προϊόν.)
ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 19.11.2010
Σε εποχές µεγάλης πολιτικής και οικονοµικής κρίσης, κάποιες λέξεις κυριαρχούν στο λεξιλόγιο και στην επικοινωνία ανάµεσα στους ανθρώπους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες στοιχειωδώς ήπιες εποχές. Είναι συνήθως λέξεις µε περιεχόµενο που θολώνει εύκολα, που ο καθένας µπορεί να τους δώσει όποιο νόηµα θέλει και, επιπλέον, όσο κι αν αδυνατείς να τις εξηγήσεις, να µην µπορεί να σε κατηγορήσουν για αγράµµατο ή απληροφόρητο. Οδηγοί ταξί, συνεπιβάτες στο µετρό, καφενόβιοι δικηγόροι, αραχτοί δηµόσιοι υπάλληλοι, δηµοσιογράφοι χωρίς έντυπα, νοικοκυρές που η µόνη τους επαφή µε τον κόσµο είναι η τηλεόραση αναφέρονται, ως µοναδικό υπεύθυνο για όλα τα δεινά, στη λέξη «σύστηµα».
Τώρα πώς συµβαίνει τόσοι πολλοί να το αποστρέφονται και το «σύστηµα» να ζει και να βασιλεύει, αυτό θα ήταν ένα µυστήριο, αν πάλι δεν είχε ο καθένας εύκολη την ερµηνεία του. Γεγονός βέβαια που κάνει το µυστήριο ακόµη πιο βαθύ. Τόσο περισσότερο που όλοι σχεδόν θα µπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σύστηµα» µε τις λέξεις «κυβέρνηση», «κράτος», «εξουσία», «πλουτοκρατία», χωρίς να νιώσουν την επικοινωνία τους να θίγεται στο παραµικρό. Αν αυτό δεν είναι σύγχυση που να ναρκοθετεί και να καταργεί κάθε είδους συνείδηση, τότε τους όρους που χρησιµοποιούµε για τον Αγιο Αυγουστίνο µπορούµε να τους µετέλθουµε για τον Μπαράκ Οµπάµα.
Βέβαια θα συνιστούσε πολυτέλεια ή γρίφο το να πεις στον άνθρωπο που θεωρεί την κατάργηση του συστήµατος ως πανάκεια για να εξαλειφθούν τα όποια δεινά, ότι σύστηµα µπορεί να αποτελεί ο καθένας µόνος του και ότι συνήθως οι ισχυρότεροι θιασώτες του εκφράζονται ως φανατικοί πολέµιοί του. ∆εν χρειάζεται να είµαι ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή πολιτικός µε κρίσιµο, για τη θέση µιας χώρας, λόγο, ώστε να αποτελώ µέρος του συστήµατος. Λειτουργώ ως αξεχώριστο και συστατικό του κοµµάτι, φτάνει να αναπαράγω στην καθηµερινή, αµελητέα φαινοµενικά, συµπεριφορά µου τον τρόπο που σκέφτεται ο ισχυρός οικονοµικός παράγοντας ή ο πολιτικός µε τον κρίσιµο λόγο. Οι δυο αυτοί µετέρχονται το σύστηµα ως συγκεκριµένη δοµή σε σχέση µε σύνολα ανθρώπων, ενώ εγώ το µετέρχοµαι σε σχέση µε τον γείτονά µου ή τον συνάδελφό µου.
Επειδή δεν νοείται σώµα µόνο µε κεφάλι, αυτό σηµαίνει πως χρειάζεται ακόµα και το νύχι (που είναι ο καθένας µας), ώστε το κεφάλι να λειτουργεί µε τον τρόπο που θεωρητικά τον καταγγέλλουµε ως µισητό. Από την πλευρά αυτή βλέπουµε να εφάπτονται µ’ έναν ανατριχιαστικό σχεδόν τρόπο η βαναυσότης του συνοικιακού αστυνοµικού σε σχέση µε τον «ανώνυµο» αλλοδαπό, µε τη στρατοκρατική ιταµότητα της κυρίας Μέρκελ σε σχέση µε ολόκληρους πληθυσµούς. Αν κάτι «νοµιµοποιεί» και τους δυο, είναι το επιχείρηµα ενός συστήµατος που µπορεί να αυθαιρετεί µε το πρόσχηµα ότι έχει επινοηθεί για να προστατεύει. Οσο στον τόπο µας θα λογαριάζουµε ως πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, κρίσιµης µάλιστα σηµασίας, το αν εγκρίνουµε ή δεν εγκρίνουµε τα ανατριχιαστικά κυριολεκτικά «πόθεν έσχες» ορισµένων πολιτικών, το σύστηµα θα λειτουργεί µε τρόπο ώστε τα «πόθεν έσχες» να γίνονται ακόµα ανατριχιαστικότερα και να µην αλλάζει τίποτα.
Το χειρότερο όµως που συµβαίνει δεν έχει ακόµα γραφεί: Τα αισθήµατα της οργής και του µίσους µιας ανενεργής πολιτικά και κουτσοµπολίστικης, κατά βάθος, κοινωνίας πολιτών απέναντι σε µια ενεργή πολιτική κάστα, που συνιστά κατά τους πολίτες το µοναδικό σύστηµα, εκτονώνονται πρόχειρα µε την ξενοφοβία και τον ρατσισµό. ∆εν µπορώ να τα βάλω µε τον δυνατό ως περιφρουρηµένο σύστηµα που αποτελεί και «εφευρίσκω» τον αδύνατο ως εύκολα προσβάσιµο στοιχείο προκειµένου να ξεσπάσω.
Αν ο καθένας ενεργούσε όπως ο επίσκοπος Μυριήλ στους «Αθλίους» του Ουγκώ που, αντί να καταγγείλει τον κλέφτη, του χάρισε και τα υπόλοιπα ασηµικά του σπιτιού του, θα ήταν δυνατόν να µιλάµε για κρίση, χρεoκοπία και ∆ΝΤ;
Αν ο καθένας αντί να κατηγορεί το «σύστηµα» αναγνώριζε το «σύστηµα» στον εαυτό του, κρίση δεν θα υπήρχε.
(Θανάσης Νιάρχος, αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", 19.11.2010.)
...........................................................
Και το "εκ συστήματος" σχόλιο:
O όρος (σύστημα) μάς πηγαίνει κατευθείαν στις βιομηχανικές συνθήκες και διαδικασίες παραγωγής, που κι αν μεταβάλλονται, αυτό συμβαίνει μόνο σε ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές και παραμέτρους τους.
Γίνεται δηλαδή, επί παραδείγματι, να τυπώσεις ένα βιβλίο χωρίς αυτό να περάσει από τη γερμανική μηχανή; Μπορεί πλέον τώρα το μοντάζ να γίνεται ηλεκτρονικά, αλλά χωρίς τη λαδωμένη μηχανή, μια παλαιική Heidelberg, ουδέν προϊόν παράγεται.
Λοιπόν, κάτι το ανάλογο συμβαίνει και με τα συστήματα διακυβέρνησης: η παραγωγή ενός νόμου είναι σύστημα, το Σύνταγμα είναι σύστημα, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις είναι σύστημα, το κομματιλίκι και βουλευτιλίκι και η επικοινωνία των πολιτικών γραφείων με τα κοινοβουλευτικά έδρανα είναι σύστημα, η σύνδεση αστυνομικής και δικαστικής εξουσίας είναι σύστημα, η πολιτική των σούπερ μάρκετ είναι σύστημα, ό,τι θεσμοποιείται, αναγνωρίζεται, επαναλαμβάνεται, εδραιώνεται, ενισχύεται, τρέφει και τρέφεται, μαζεύει πελάτες και γεννά προσδοκίες, δένει με σχέσεις, αναπαράγεται και κονιορτοποιεί ό,τι το απειλεί κ.λπ. είναι σύστημα που ζει και βασιλεύει.
Στο βωμό του βιοπορισμού όλοι μας μπαίνουμε σε κάποια ζώνη του συστήματος, κάπου πάμε να πατήσουμε, κάποιον πάμε να πατήσουμε, θέλουμε να μένουν ακέραιες οι σταθερές μας που είναι σταθερές του συστήματος.
Όταν χαρτζηλικώνω τον μεγαλογιατρό για να με βάλει εν ώρα εφημερίας σε καλό κρεβάτι, θάλπω το σύστημα - όπως και όταν επιλέγω τον Χ υποψήφιο με μια θολή ορμή μικροσυμφέροντος στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Ο ταξιτζής που ψαρεύει πελάτες σε ζώνες αστικές που (εκ συμπτώσεως;) δεν εξυπηρετούν (ή κακώς εξυπηρετούν) τα μέσα μεταφοράς έχει βρει μιαν ωραιότατη οπή στο σύστημα και γλείφει το μέλι, με τον ίδιο τρόπο που ο μπαμπάς συνοδεύει τον πιτσιρικά στο φροντιστήριο καθώς μόνο μέσω αυτού (; - λέμε τώρα) γίνεται να πληρώσεις και να προετοιμαστείς και να λάβεις τον πρώτο σου τίτλο στα γερμανικά.
Ο κος Νιάρχος θα μπορούσε να προσθέσει και την περίφημη φράση "έχω άκρες", που σημαίνει ''έχω πιαστεί από ένα ξέφτι του συστήματος'' και μαδάω όσο μπορώ το πλεκτό ύφασμα προς όφελός μου.
Σύστημα είναι όμως, κι εδώ μπαίνουμε στα χωράφια της διανόησης, και οι λογοτέχνες που έχουν βρει το εκδοτικό τους λιμάνι, τα βιβλιοπωλεία, η σύνδεση των Μίντια με τις εταιρείες παραγωγής, οι διαφημίσεις, οι καλλιτεχνικοί χώροι. Όπου δηλαδή με την υπογραφή ενός συμβολαίου μένουν και οι δύο πλευρές ικανοποιημένες και "δουλεύει" το πράμα και κανείς από τους απέξω δεν καταλαβαίνει πώς δουλεύει.
Διαβάζοντας σήμερα αυτή την αξιόλογη επιφυλλίδα του κου Νιάρχου, δεν γίνεται να μην θυμηθώ το "Διπλό Βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή. Εκεί ο βιομηχανικός εργάτης-ήρωας περιπλανώμενος στις μεγάλες λεωφόρους και στα φώτα της Στουτγκάρδης (; - ή Φρανκφούρτης), λέει, αν θυμάμαι καλά, με κάποιαν αφορμή:
"Το σύστημά 'μαι γω κι εσύ, κι όλοι χωρούμε μέσα" (περίπου κάπως έτσι το λέει).
Ακόμη και αυτή η επιφυλλίδα και το επ' αυτής σχόλιο, το επαναλαμβάνουμε χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες, είναι μέρη ενός μοναχικού συστήματος.
Πέτρος Χριστοφιλίδης
18/11/10
Τα σακιά (Ιωάννα Καρυστιάνη)
18.11.2010
Ο λαός λέει ότι ο καθείς κουβαλάει τον σταυρό του, ή το σακί του, για να ευθυγραμμιστούμε με τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος της Ι. Καρυστιάνη, μιας κατά την άποψή μας αριστουργηματικής μυθοπλαστικής σύνθεσης, τόσο σε επίπεδο γλωσσικών επιλογών όσο και σε επίπεδο σκιαγράφησης των μετεχόντων χαρακτήρων. Μιας σύνθεσης που ερείδεται θεματικά πάνω στον βασικό εξελικτικό άξονα της ανθρώπινης ζωής (επίδραση βιωμάτων παιδικών χρόνων, περιβαλλοντικές συνθήκες και αξιακό σύστημα, σχολική εκπαίδευση, προσωπικές-επαγγελματικές φιλοδοξίες, όψεις και τροχιές της φοιτητικής ζωής, σχεσιακό σύστημα με ταξική ταυτότητα, σύναψη γάμου, βιοπορισμός, τεκνοποιία, φθορά των σχέσεων, ανατροφή του απογόνου, εξέλιξη της δικής του ζωής και ανάπτυξη της δικής του προσωπικότητας, αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, θάνατος του γονέα, ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις της απώλειας του γονέα, έλλειμμα αγάπης εντός του οίκου, καθυστερημένη και ανορθόδοξη ανάπτυξη του Εγώ, προβολή των αντιφάσεων του κόσμου στην ψυχική περιοχή του νέου ατόμου, στρεβλές συμπεριφορές και εξωτερικές εκδηλώσεις του "προβληματικού" υποκειμένου-τέκνου με ποινικές συνέπειες [πράξεις κολάσιμες], κοινωνικός στιγματισμός φυσικού και ηθικού αυτουργού, διά βίου ενοχοποίηση των φορέων της αγωγής και ειδικώς της οικογένειας, κι όλα αυτά ένα επαχθές σακί που πρέπει κανείς να το κουβαλά ως τον δικό του βιολογικό θάνατο ή τον θάνατο του τέκνου του).
Πίσω από όλα τα ανωτέρω, κρύβεται η πλοκή μιας σπαραξικάρδιας ιστορίας, όπου η τάλαινα μάνα με το διαρκές ενοχικό σύνδρομο, μετά τον θάνατο του ανδρός της αποφασίζει να καταδώσει στις Αρχές τον μοναδικό της (προβληματικό) υιό όταν πλέον πείθεται ότι αυτός έχει διαπράξει τρεις πράξεις βιασμού, εκ των οποίων μία έχει οδηγήσει στον στραγγαλισμό ενός αθώου κοριτσιού. Το μυθιστόρημα ξεκινά λίγες μέρες πριν από την έναρξη της χορηγούμενης (πρώτης) 5θήμερης άδειας στον ισοβίτη πλέον γιο, και η μάνα οργανώνει σχέδιο ψυχικής αναπτέρωσης του καταβεβλημένου υιού, ειδικά μέσω της κατεύθυνσής του προς ένα "σωτήριο ενδιαφέρον", προκειμένου αυτός να στρέψει έν τινι βαθμώ τη σκέψη του και την ψυχή του μακριά από τη ζοφερή επίγνωση των υπ' αυτού πεπραγμένων. Η μάνα (Βιβή) οργανώνει εκδρομή στη φύση και στις αρχαιότητες (Φωκίδα - Δελφοί) ώστε να ξυπνήσει στο γιο-ανθρώπινο ράκος (Λίνο) το ενδιαφέρον για τις εκεί αρχαιότητες, παίζοντας μάλιστα και τον ρόλο του σοφού ξεναγού.
Παρά το φρούδον και μάταιον του εγχειρήματος, οι δυο πρωταγωνιστές του έργου (μάνα - γιος) βρίσκουν την ευκαιρία να συνυπάρξουν, να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον, να αποκαλύψουν μυστικά (ειδικώς η μητέρα εκείνο το κορυφαίο της ''προδοσίας''/σύλληψης του υιού, η οποία έγινε με συνεννόηση της μητρός με τις αστυνομικές αρχές), να (ξανα)καταπιούν δηλητηριώδεις νύξεις και θύμησες για το παρελθόν, και παρά την επίμονη θανατερή σιωπή που τους κυκλώνει και στην οποία συμβάλλει κατά πλειοψηφία ο γιος (σημ.: σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το περνούν μέσα σε μια άρρωστη αλύτρωτη σιωπή και σε μια στέρεη εν τω βάθει μοναξιά) γεύονται, σαν εν εξαιρέσει, και μία φωτεινή στιγμή που τους τυφλώνει ψυχικά σαν φευγαλέο θαύμα: κάνουν από κοινού ένα μπάνιο στη θάλασσα, μετά 10 χρόνια αποχωρισμού λόγω της φυλάκισης, ξεχνώντας για λίγο τους σισσύφειους ογκόλιθους της "αμαρτίας" τους, της συνευθύνης τους, της ενοχής τους.
Το "ποίος πταίει;" είναι το κυρίαρχο ερώτημα που μαστιγώνει τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, το "ποίος πταίει για την παραβατική συμπεριφορά ενός 20χρονου βιαστή", που διά της πράξης του φυλακίζει την μόνη συνοδό του, την τραγική μητέρα του, στην κολασμένη ειρκτή των τύψεων, για πράξεις και παραλείψεις της, που ανάγονται βέβαια, εάν μελετήσει κανείς το υπόστρωμα της υπόθεσης, στο απώτατο παρελθόν ενοχοποιώντας ουσιαστικά τους "ανιόντες" της και γενικώς τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής τους, τα ''κοινά νομίσματα'' με τα οποία μάθανε να ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα.
Εάν, με άλλα λόγια, έχεις μεγαλώσει δίχως την χρειαζούμενη αγάπη, σχεδόν ως παραγκωνισμένο παιδί, στο περιθώριο της δράσης "των μεγάλων", νοσηρώς "ήσυχα", πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφέρεις, ασυνείδητα, το ίδιο πλαίσιο αγωγής και στους δικούς σου απογόνους; Εάν ο βιασμός είναι η βόμβα που εκρήγνυται, τα συνθετικά "υλικά" της ξεπερνούν τον δράστη και αρχινούν να υπάρχουν από το βαθύ παρελθόν. Ο νόμος της σιωπής συνορεύει με την παραίσθηση, την τρέλα, την ψυχική ανωμαλία, την αδυναμία έκφρασης των θετικών φυσικών προδιαθέσεων. Ο Λίνος μεγάλωσε με μιαν εντολή πάνω από τ' αυτιά του: "κάνε ησυχία". Κατέληξε δραπέτης του οίκου, που για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ορμές, ενδόμυχα και για να ''τιμωρήσει" τους γονείς του, οδηγήθηκε στον βιασμό και δι' αυτού στην αυτοκαταστροφή και ετεροκαταστροφή.
Η Καρυστιάνη συνθέτει αριστουργηματικά παράγραφο προς παράγραφο όλη την ιστορία, ξεκινώντας από το παρόν και διαμέσου μιας μεγάλης ''αναδρομής'', σε αυτό επιστρέφοντας. Χρησιμοποιώντας εκπληκτικά την αφηγηματική τεχνική του ζωντανού πλάγιου λόγου, μέσα σε ένα τρεχούμενο κάθε φορά ασύνδετο, φτιάχνει μια γλώσσα-τραγουδιστή οιμωγή, κυκλώνει το θέμα ψυχογραφικά από όλες τις πλευρές, ζωντανεύει τους χαρακτήρες, σαν να πρόκειται για πρόσωπα που η ίδια πραγματικώς γνώρισε, τόσο ζωντανά σαν να πρόκειται για ευθεία μεταφορά σκηνών και προσώπων του δικού της περιβάλλοντος. Φώτης ο αριστερός θανών πατήρ, Βιβή η τάλαινα μάνα και Λίνος ο αυτιστικών ξεσπασμάτων υιός είναι η τριάδα των τραγικών πρωταγωνιστών.
Ένα βιβλίο για όλους τους γονείς που δεν έχουν ακόμη δει την ''κατάληξη'' των τέκνων τους, για όλους τους γονείς που τους έλαχε μια κακή μοίρα και μια οδυνηρή ''κατάληξη", για το αξεπέραστο πρόβλημα της ενοχής που μαστιγώνει κάθε γονέα που επιβλέπει και καθοδηγεί τα τέκνα του και δεν παραλείπει να ελέγχει τη συνείδησή του και να αυτοκρίνεται, και καθ' οδόν και εκ των υστέρων.
Εύγε!
Π.Χ.
Ο λαός λέει ότι ο καθείς κουβαλάει τον σταυρό του, ή το σακί του, για να ευθυγραμμιστούμε με τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος της Ι. Καρυστιάνη, μιας κατά την άποψή μας αριστουργηματικής μυθοπλαστικής σύνθεσης, τόσο σε επίπεδο γλωσσικών επιλογών όσο και σε επίπεδο σκιαγράφησης των μετεχόντων χαρακτήρων. Μιας σύνθεσης που ερείδεται θεματικά πάνω στον βασικό εξελικτικό άξονα της ανθρώπινης ζωής (επίδραση βιωμάτων παιδικών χρόνων, περιβαλλοντικές συνθήκες και αξιακό σύστημα, σχολική εκπαίδευση, προσωπικές-επαγγελματικές φιλοδοξίες, όψεις και τροχιές της φοιτητικής ζωής, σχεσιακό σύστημα με ταξική ταυτότητα, σύναψη γάμου, βιοπορισμός, τεκνοποιία, φθορά των σχέσεων, ανατροφή του απογόνου, εξέλιξη της δικής του ζωής και ανάπτυξη της δικής του προσωπικότητας, αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, θάνατος του γονέα, ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις της απώλειας του γονέα, έλλειμμα αγάπης εντός του οίκου, καθυστερημένη και ανορθόδοξη ανάπτυξη του Εγώ, προβολή των αντιφάσεων του κόσμου στην ψυχική περιοχή του νέου ατόμου, στρεβλές συμπεριφορές και εξωτερικές εκδηλώσεις του "προβληματικού" υποκειμένου-τέκνου με ποινικές συνέπειες [πράξεις κολάσιμες], κοινωνικός στιγματισμός φυσικού και ηθικού αυτουργού, διά βίου ενοχοποίηση των φορέων της αγωγής και ειδικώς της οικογένειας, κι όλα αυτά ένα επαχθές σακί που πρέπει κανείς να το κουβαλά ως τον δικό του βιολογικό θάνατο ή τον θάνατο του τέκνου του).
Πίσω από όλα τα ανωτέρω, κρύβεται η πλοκή μιας σπαραξικάρδιας ιστορίας, όπου η τάλαινα μάνα με το διαρκές ενοχικό σύνδρομο, μετά τον θάνατο του ανδρός της αποφασίζει να καταδώσει στις Αρχές τον μοναδικό της (προβληματικό) υιό όταν πλέον πείθεται ότι αυτός έχει διαπράξει τρεις πράξεις βιασμού, εκ των οποίων μία έχει οδηγήσει στον στραγγαλισμό ενός αθώου κοριτσιού. Το μυθιστόρημα ξεκινά λίγες μέρες πριν από την έναρξη της χορηγούμενης (πρώτης) 5θήμερης άδειας στον ισοβίτη πλέον γιο, και η μάνα οργανώνει σχέδιο ψυχικής αναπτέρωσης του καταβεβλημένου υιού, ειδικά μέσω της κατεύθυνσής του προς ένα "σωτήριο ενδιαφέρον", προκειμένου αυτός να στρέψει έν τινι βαθμώ τη σκέψη του και την ψυχή του μακριά από τη ζοφερή επίγνωση των υπ' αυτού πεπραγμένων. Η μάνα (Βιβή) οργανώνει εκδρομή στη φύση και στις αρχαιότητες (Φωκίδα - Δελφοί) ώστε να ξυπνήσει στο γιο-ανθρώπινο ράκος (Λίνο) το ενδιαφέρον για τις εκεί αρχαιότητες, παίζοντας μάλιστα και τον ρόλο του σοφού ξεναγού.
Παρά το φρούδον και μάταιον του εγχειρήματος, οι δυο πρωταγωνιστές του έργου (μάνα - γιος) βρίσκουν την ευκαιρία να συνυπάρξουν, να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον, να αποκαλύψουν μυστικά (ειδικώς η μητέρα εκείνο το κορυφαίο της ''προδοσίας''/σύλληψης του υιού, η οποία έγινε με συνεννόηση της μητρός με τις αστυνομικές αρχές), να (ξανα)καταπιούν δηλητηριώδεις νύξεις και θύμησες για το παρελθόν, και παρά την επίμονη θανατερή σιωπή που τους κυκλώνει και στην οποία συμβάλλει κατά πλειοψηφία ο γιος (σημ.: σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το περνούν μέσα σε μια άρρωστη αλύτρωτη σιωπή και σε μια στέρεη εν τω βάθει μοναξιά) γεύονται, σαν εν εξαιρέσει, και μία φωτεινή στιγμή που τους τυφλώνει ψυχικά σαν φευγαλέο θαύμα: κάνουν από κοινού ένα μπάνιο στη θάλασσα, μετά 10 χρόνια αποχωρισμού λόγω της φυλάκισης, ξεχνώντας για λίγο τους σισσύφειους ογκόλιθους της "αμαρτίας" τους, της συνευθύνης τους, της ενοχής τους.
Το "ποίος πταίει;" είναι το κυρίαρχο ερώτημα που μαστιγώνει τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, το "ποίος πταίει για την παραβατική συμπεριφορά ενός 20χρονου βιαστή", που διά της πράξης του φυλακίζει την μόνη συνοδό του, την τραγική μητέρα του, στην κολασμένη ειρκτή των τύψεων, για πράξεις και παραλείψεις της, που ανάγονται βέβαια, εάν μελετήσει κανείς το υπόστρωμα της υπόθεσης, στο απώτατο παρελθόν ενοχοποιώντας ουσιαστικά τους "ανιόντες" της και γενικώς τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής τους, τα ''κοινά νομίσματα'' με τα οποία μάθανε να ανταλλάσσουν σκέψεις και συναισθήματα.
Εάν, με άλλα λόγια, έχεις μεγαλώσει δίχως την χρειαζούμενη αγάπη, σχεδόν ως παραγκωνισμένο παιδί, στο περιθώριο της δράσης "των μεγάλων", νοσηρώς "ήσυχα", πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφέρεις, ασυνείδητα, το ίδιο πλαίσιο αγωγής και στους δικούς σου απογόνους; Εάν ο βιασμός είναι η βόμβα που εκρήγνυται, τα συνθετικά "υλικά" της ξεπερνούν τον δράστη και αρχινούν να υπάρχουν από το βαθύ παρελθόν. Ο νόμος της σιωπής συνορεύει με την παραίσθηση, την τρέλα, την ψυχική ανωμαλία, την αδυναμία έκφρασης των θετικών φυσικών προδιαθέσεων. Ο Λίνος μεγάλωσε με μιαν εντολή πάνω από τ' αυτιά του: "κάνε ησυχία". Κατέληξε δραπέτης του οίκου, που για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ορμές, ενδόμυχα και για να ''τιμωρήσει" τους γονείς του, οδηγήθηκε στον βιασμό και δι' αυτού στην αυτοκαταστροφή και ετεροκαταστροφή.
Η Καρυστιάνη συνθέτει αριστουργηματικά παράγραφο προς παράγραφο όλη την ιστορία, ξεκινώντας από το παρόν και διαμέσου μιας μεγάλης ''αναδρομής'', σε αυτό επιστρέφοντας. Χρησιμοποιώντας εκπληκτικά την αφηγηματική τεχνική του ζωντανού πλάγιου λόγου, μέσα σε ένα τρεχούμενο κάθε φορά ασύνδετο, φτιάχνει μια γλώσσα-τραγουδιστή οιμωγή, κυκλώνει το θέμα ψυχογραφικά από όλες τις πλευρές, ζωντανεύει τους χαρακτήρες, σαν να πρόκειται για πρόσωπα που η ίδια πραγματικώς γνώρισε, τόσο ζωντανά σαν να πρόκειται για ευθεία μεταφορά σκηνών και προσώπων του δικού της περιβάλλοντος. Φώτης ο αριστερός θανών πατήρ, Βιβή η τάλαινα μάνα και Λίνος ο αυτιστικών ξεσπασμάτων υιός είναι η τριάδα των τραγικών πρωταγωνιστών.
Ένα βιβλίο για όλους τους γονείς που δεν έχουν ακόμη δει την ''κατάληξη'' των τέκνων τους, για όλους τους γονείς που τους έλαχε μια κακή μοίρα και μια οδυνηρή ''κατάληξη", για το αξεπέραστο πρόβλημα της ενοχής που μαστιγώνει κάθε γονέα που επιβλέπει και καθοδηγεί τα τέκνα του και δεν παραλείπει να ελέγχει τη συνείδησή του και να αυτοκρίνεται, και καθ' οδόν και εκ των υστέρων.
Εύγε!
Π.Χ.
17/11/10
Μια μετεκλογική επιφυλλίδα του Σταμάτη Φασουλή, στην καρδιά (της πόλης) μας
Μια βόλτα στην πόλη, κατόπιν εορτής, Σταμάτης Φασουλής,
αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", ημέρα Πολυτεχνείου, 17.11.2010
Φεύγουν µε ταχρόνια οι ρυτίδες; Ετσι όπως το κάτσιασε το πρόσωπο της πόλης η 24χρονη κυριαρχία στον Δήµο, άντε τώρα να το ξανανιώσεις. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του συµπαθέστατου νέου δηµάρχου. Ούτε αυτός δεν ξέρει σε τι καµίνι έπεσε. Κατέβαινα Δευτέρα βράδυ, όχι την Αχαρνών, όχι τη Λιοσίων, ούτε καν την Αγίου Κωνσταντίνου. Κατέβαινα τη Σταδίου κι όσο πλησίαζα Οµόνοια άνοιγε η πύλη της κολάσεως να µε καταπιεί. Κι όµως κάποτε, βγαίνοντας από τον Ηλεκτρικό (πριν γίνει κι αυτός Υπόγειος και µετά Μετρό) µικρό παιδί, όπως ανέβαινα τις σκάλες, ένα άρωµα λουλουδιών σ’ έκανε λίγο ασταθή σαν ερωτοµεθυσµένο. Η πλατεία ένα τεράστιο υπαίθριο ανθοπωλείο.
Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα «µαµά», αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµεστο σπίτι, τις έβαζεσ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε έναπαλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ τοκαλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό. Τώρα κάτι σαν,ούτε πλατεία ούτε και δρόµο µπορείς να το πεις, κάτι σαν στόµα βυθισµένου κήτους ορθάνοιχτοµε χαλασµένα δόντια που ξερνάει ανθρώπινα ράκη.
Από την Πανεπιστηµίουερχότανε ο αντίλαλος ενός συλλαλητηρίου. Σαν ηχώάλλων ηµερών.
Για να γλιτώσω τη δύσπνοια τηςκεντρικής πλατείας και τους επαναστάτες που κατέβαιναν απ’ το Ρεξ, έστριψα την Πατησίων γρήγορα να περάσω τα πρώτα βήµατα, να φτάσω Πολυτεχνείο κι ύστερα στο Μουσείο.
Εν τω µεταξύ και δίπλα µου ακριβώς περπατούσε, κάνοντας τον τυχαίο, και οπαλιός µου εαυτός, στον κόσµο του. Σαν ναµην είµαστε µαζί τόσα χρόνια, µην πω τον αριθµό και τροµάξει το λεκανοπέδιο, σαν να µην υπάρχω, σιγοµουρµουρίζει τραγούδια, φτιάχνει στιχάκια παιγνιώδη, ασυναρτησίες δηλαδή. Στο Πολυτεχνείο ετοιµάζουνε την γιορτή. Στην Τοσίτσα ένα σαν πρώην άνθρωπος, µόνο µε ρούχα και µαλλιά, χωρίς σώµα, πάει να µου ζητήσει κάτι και µετά σωριάζεται χωρίς θόρυβο κανένα. Φτάνω στο Μουσείο.Το γρασίδι λείπει ταξίδι. Στο φαλακρόπαρτέρι σύριγγες κι άδεια κουτάκια αναψυκτικών. Παλιά ήταν αναψυκτήριο εδώ. «Ο Κήπος του Μουσείου».
Οταν πέθανε ο παππούς, βάλαµε τηγιαγιά να κοιµηθεί κι ήρθαµε να δροσιστούµε. Είχε και πρόγραµµα µε τον «Αριστοκράτη του Μπουζουκιού», Μανώλη Χιώτη. Ρούφαγα τη γρανίτα ηχηρά κι έβλεπα µια τον Απόλλωνα στη σκεπή, µια τη Μαίρη Λίντα στο πάλκο. Απέναντι το «Αθήναιον» µου ‘κλεινε το µάτι. Μου ‘δινε ραντεβού σε τριάντα χρόνια. Οντως έπαιξα κάποτε εκεί.
–Τι µουρµουρίζεις συνέχεια, λέω στον άλλο µου δίπλα.
-Τίποτα, παιδί µου, τραγουδάω την όµορφη πόλη. –Της Αθήνας;
–Οχι, του Θεοδωράκη.
Κάνω να πάω στο Πεδίον του Αρεως να πάρω µια ανάσα. Θεόκλειστο. Ερηµα και ρηµαγµένα τα καλοκαιρινά της Αλεξάνδρας. Κάποτε απ’ τον Ιούνιο ανάβανε οι φωτεινές γιρλάντες, οι µαρκίζες µε τους τίτλους και τα µυθικά ονόµατα σηµαιούλες πολύχρωµες να φουρφουρίζουν στ’ αεράκι. Τα καλοκαίρια όλα τα θέατρα στολισµένα, πάµφωτα υπερποταµόπλοια, ανέβαιναν το ποτάµι της Αλεξάνδρας κόντρα στο ρεύµα της µιζέριας. Ερχόµουν έφηβος εδώ και ξεγέλαγα την πείνα µου µε τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες.
Τώρα µόνο του ένα ταξί ανεβαίνει αργάνα ψαρέψει κάνα πελάτη. Σηκώνω το χέρι, σταµατάει.
-Α, γεια σας. Τι κάνετε; Ο κύριος Φασουλής δεν είστε;
-Μάλιστα αυτός ήµουν.
....................................................................................................
Ύστερα από ένα τέτοιο κείμενο, τι μπορείς να σχολιάσεις;
Υπέροχη η διάσταση των δύο κόσμων, των δύο Εγώ, του τότε και του τώρα.
Κι αν οι εικόνες του σήμερα προκαλούν μόνον αποστροφή, ευτυχώς υπάρχουν ορισμένοι Φασουλήδες που αντισταθμίζουν την ασχήμια με την τέχνη τους.
Μη... σταματ-άς!
Η (φασ)ουλή της πόλης θα μένει για πολλά χρόνια ακόμη αγιάτρευτη.
αναδημοσίευση από "ΤΑ ΝΕΑ", ημέρα Πολυτεχνείου, 17.11.2010
Φεύγουν µε ταχρόνια οι ρυτίδες; Ετσι όπως το κάτσιασε το πρόσωπο της πόλης η 24χρονη κυριαρχία στον Δήµο, άντε τώρα να το ξανανιώσεις. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του συµπαθέστατου νέου δηµάρχου. Ούτε αυτός δεν ξέρει σε τι καµίνι έπεσε. Κατέβαινα Δευτέρα βράδυ, όχι την Αχαρνών, όχι τη Λιοσίων, ούτε καν την Αγίου Κωνσταντίνου. Κατέβαινα τη Σταδίου κι όσο πλησίαζα Οµόνοια άνοιγε η πύλη της κολάσεως να µε καταπιεί. Κι όµως κάποτε, βγαίνοντας από τον Ηλεκτρικό (πριν γίνει κι αυτός Υπόγειος και µετά Μετρό) µικρό παιδί, όπως ανέβαινα τις σκάλες, ένα άρωµα λουλουδιών σ’ έκανε λίγο ασταθή σαν ερωτοµεθυσµένο. Η πλατεία ένα τεράστιο υπαίθριο ανθοπωλείο.
Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα «µαµά», αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµεστο σπίτι, τις έβαζεσ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε έναπαλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ τοκαλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό. Τώρα κάτι σαν,ούτε πλατεία ούτε και δρόµο µπορείς να το πεις, κάτι σαν στόµα βυθισµένου κήτους ορθάνοιχτοµε χαλασµένα δόντια που ξερνάει ανθρώπινα ράκη.
Από την Πανεπιστηµίουερχότανε ο αντίλαλος ενός συλλαλητηρίου. Σαν ηχώάλλων ηµερών.
Για να γλιτώσω τη δύσπνοια τηςκεντρικής πλατείας και τους επαναστάτες που κατέβαιναν απ’ το Ρεξ, έστριψα την Πατησίων γρήγορα να περάσω τα πρώτα βήµατα, να φτάσω Πολυτεχνείο κι ύστερα στο Μουσείο.
Εν τω µεταξύ και δίπλα µου ακριβώς περπατούσε, κάνοντας τον τυχαίο, και οπαλιός µου εαυτός, στον κόσµο του. Σαν ναµην είµαστε µαζί τόσα χρόνια, µην πω τον αριθµό και τροµάξει το λεκανοπέδιο, σαν να µην υπάρχω, σιγοµουρµουρίζει τραγούδια, φτιάχνει στιχάκια παιγνιώδη, ασυναρτησίες δηλαδή. Στο Πολυτεχνείο ετοιµάζουνε την γιορτή. Στην Τοσίτσα ένα σαν πρώην άνθρωπος, µόνο µε ρούχα και µαλλιά, χωρίς σώµα, πάει να µου ζητήσει κάτι και µετά σωριάζεται χωρίς θόρυβο κανένα. Φτάνω στο Μουσείο.Το γρασίδι λείπει ταξίδι. Στο φαλακρόπαρτέρι σύριγγες κι άδεια κουτάκια αναψυκτικών. Παλιά ήταν αναψυκτήριο εδώ. «Ο Κήπος του Μουσείου».
Οταν πέθανε ο παππούς, βάλαµε τηγιαγιά να κοιµηθεί κι ήρθαµε να δροσιστούµε. Είχε και πρόγραµµα µε τον «Αριστοκράτη του Μπουζουκιού», Μανώλη Χιώτη. Ρούφαγα τη γρανίτα ηχηρά κι έβλεπα µια τον Απόλλωνα στη σκεπή, µια τη Μαίρη Λίντα στο πάλκο. Απέναντι το «Αθήναιον» µου ‘κλεινε το µάτι. Μου ‘δινε ραντεβού σε τριάντα χρόνια. Οντως έπαιξα κάποτε εκεί.
–Τι µουρµουρίζεις συνέχεια, λέω στον άλλο µου δίπλα.
-Τίποτα, παιδί µου, τραγουδάω την όµορφη πόλη. –Της Αθήνας;
–Οχι, του Θεοδωράκη.
Κάνω να πάω στο Πεδίον του Αρεως να πάρω µια ανάσα. Θεόκλειστο. Ερηµα και ρηµαγµένα τα καλοκαιρινά της Αλεξάνδρας. Κάποτε απ’ τον Ιούνιο ανάβανε οι φωτεινές γιρλάντες, οι µαρκίζες µε τους τίτλους και τα µυθικά ονόµατα σηµαιούλες πολύχρωµες να φουρφουρίζουν στ’ αεράκι. Τα καλοκαίρια όλα τα θέατρα στολισµένα, πάµφωτα υπερποταµόπλοια, ανέβαιναν το ποτάµι της Αλεξάνδρας κόντρα στο ρεύµα της µιζέριας. Ερχόµουν έφηβος εδώ και ξεγέλαγα την πείνα µου µε τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες.
Τώρα µόνο του ένα ταξί ανεβαίνει αργάνα ψαρέψει κάνα πελάτη. Σηκώνω το χέρι, σταµατάει.
-Α, γεια σας. Τι κάνετε; Ο κύριος Φασουλής δεν είστε;
-Μάλιστα αυτός ήµουν.
....................................................................................................
Ύστερα από ένα τέτοιο κείμενο, τι μπορείς να σχολιάσεις;
Υπέροχη η διάσταση των δύο κόσμων, των δύο Εγώ, του τότε και του τώρα.
Κι αν οι εικόνες του σήμερα προκαλούν μόνον αποστροφή, ευτυχώς υπάρχουν ορισμένοι Φασουλήδες που αντισταθμίζουν την ασχήμια με την τέχνη τους.
Μη... σταματ-άς!
Η (φασ)ουλή της πόλης θα μένει για πολλά χρόνια ακόμη αγιάτρευτη.
12/11/10
Σχολιάζοντας μιαν ακόμη νιαρχική επιφυλλίδα (ΤΑ ΝΕΑ, 12.11.2010)
"Εθελοντής στα σίδερα" (ΤΑ ΝΕΑ, αναδημοσίευση, 12.11.2010)
Επειδή εύκολα µπορεί να κατηγορηθεί κανείς για µποϊκοτάρισµα, ακόµη κι αν έχει την αγνότερη πρόθεση, αφήσαµε να περάσει η αποφασιστική για το εκλογικό αποτέλεσµα προηγούµενη Κυριακή ώστε να σχολιάσουµε την προεκλογική αφίσατου κυρίου Αλέξανδρου Αλαβάνου. Το κάνουµε µε βαριά καρδιά, γιατί δεν µας περισσέψανε στον τόπο αυτόν οι ευφυείς και µορφωµένοι άνθρωποι ώστε µε την πρώτη ή µε την πολλαπλή, έστω,ευκαιρία να φροντίζουµε πώς να τους κουτσουρέψουµε. Με συνέπειαη κοινή συνείδηση να γίνεται όλο και πιο καχύποπτη για πρόσωπα που ο λόγος τους θα µπορούσε να διατηρεί κάποια σηµασία σε αυτούς τους δύσκολους, πονηρούς, θεσµοποιηµένα πια, άλλοτε δικαιολογηµένα, άλλοτε εντελώςαδικαιολόγητα, ασεβείς καιρούς.
Επειδή όµως θα ξαναϋπάρξουν εκλογές, δεν είναι δυνατόν να παρα-θεωρούνται συµπτώµατα που, στην επανάληψή τους, καθιστούν τελείως ανυπόληπτο τον λόγο ως µέσον για την έκφραση ακόµα και µιας συζητήσιµης αλήθειας. Συµπτώµατα δηλαδή που υποχρεώνουν τον λόγο να χαράσσει ως επαναστατική προοπτική ένα λεξιλαγνικό εφεύρηµα που δεν έχει καµιά πιθανότητα να δοκιµαστεί στο πεδίο µιας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά να σταδιοδροµήσει µόνον ως σαλονίστικο ανέκδοτο.
Γράφει λοιπόν η αφίσα που δέσποσε κατά κύριο λόγο στο κορεσµένο για να συγκινηθείς µε οτιδήποτε κέντρο της Αθήνας: «Για να βρούνε οι νέοι δουλειά, είµαστε έτοιµοι να πάµε και φυλακή». Πρώτα απ’ όλα οι εµπνευστές των εκλογικών αφισών, οποιουδήποτε κόµµατος ή παράταξης, που θα κυριαρχήσουν στις οδούς Πανεπιστηµίου, Σταδίου και Ακαδηµίας, καθώς επίσης στο Σύνταγµα και στην Οµόνοια, θα έπρεπε να έχουν υπόψη τους µία καιµοναδική σκέψη: δρόµοι και περιοχές που χρησιµοποιούνται για να εκτονώνεται η αγανάκτησητων πολιτών µε τις διαδηλώσεις και συνδυάζονται µε µια βασανιστική έως αφόρητη καθηµερινότητα για τους περαστικούς είναι εντελώς ακατάλληλοι, για να µην πούµε ότι το ξερνάνε κιόλας, για οτιδήποτε µεγαλεπήβολο και ηρωικό.
Οταν βλέπει κανείς µια σχετική αφίσα και ταυτόχρονα τη γύρω του πραγµατικότητα, δεν του δηµιουργείται η ανάγκη κάτι να αλλάξει αλλά αισθάνεται ότι κάποιος τον κοροϊδεύει. Την ίδια αυτή αφίσα του κυρίου Αλαβάνου, αν τη διάβαζε κανείς στην πλατεία ενός χωριού ή σ’ έναν στύλο της ∆ΕΗ σε µια εξοχική τοποθεσία, το πολύ πολύ να χαµογελούσε, αλλά δεν θα αγανακτούσε. Σε δρόµους και σε περιοχές που έχουν συνδυαστεί στη συνείδησή σου µε την αγωνία να βρεις ταξί για να φτάσεις στο Γενικό Κρατικό ή στο Λαϊκό, καθώς σε ειδοποιήσανε ότι κάποιος συγγενής σου µεταφέρθηκε σοβαρά άρρωστος (ή οτιδήποτε σχετικό), το να διαβάζεις ότι κάποιος είναι πρόθυµος να πάει στη φυλακή (πράγµα που δεν πρόκειται να συµβεί) για να βρούνε οι νέοι δουλειά (πράγµα ακόµα πιο απίθανο να συµβεί) δεν φαίνεται αδιάφορο ή γελοίο, το νιώθεις προσβλητικό. Ενώ επιδιώκει να λειτουργήσει αφυπνιστικά, εξοργίζει.
Αναρωτιέται επίσης οποιοσδήποτε: γιατί θα έπρεπε να περιµένουµε τις δηµοτικές εκλογές για να γίνει αισθητή µια ανάγκη, όπως αυτή των νέων για δουλειά, που δεν προκύπτει ανά τετραετία, αλλά είναι βασανιστική, καθηµερινήκαι επείγουσα.
Είναι κάποια πράγµατα που επεµβαίνεις σ’ αυτά πολύ πριν έρθει για σένα η κρίσιµη στιγµή, ώστε οτιδήποτε ξεστοµίσεις τη στιγµή αυτή να ακούγεται, αν και ανεδαφικό, πιστευτό ωστόσο σε σχέση µε µια αλήθεια που φέρεις.
Κι ένα τελευταίο χωρίςνα κρύβουµε τα λόγια µας: στη φυλακή δεν πηγαίνεις γιατί τοαποφάσισες, προκειµένου να υπάρξει ένα αποτέλεσµα που δεν συνδυάζεται µε την απόφασή σου αυτή µε µια πιθανότητα ούτε ένα στο δισεκατοµµύριο. Στη φυλακή σε πηγαίνουν χωρίς να το έχεις θελήσει, όταν κάτι σε ενοχλούσε τόσο πολύ, όπως το να µην έχουν οι νέοι δουλειά, ώστε οι ανορθόδοξοι τρόποι που επέλεξες για να το θεραπεύσεις κάνουν την ηρωική οµολογία για την προσφορά σου να µην µπορεί ούτε καν να ακουστεί.
Και ένα σχόλιο περί τούτου:
Πρόκειται σίγουρα για ένα ''ποιητικό'', δυσερμήνευτο φαινομενικά τέχνασμα της πολιτικής διαφήμισης και επικοινωνίας. Προκειμένου η αφίσα να τραβήξει τα βλέμματα των περαστικών, χρησιμοποιεί δύο κλείδες, που για να συνδυαστούν ερμηνευτικά και να εξαχθεί αποδεκτό της κοινής λογικής νόημα, χρειάζεται κανείς ή να αναζητήσει το προεκλογικό πρόγραμμα της παράταξης ή να ανεύρει την πρόθεση που κρύβεται πίσω από τις λέξεις.
Η α΄ κλείδα είναι σαφής, αναφέρεται στο πρόβλημα της ανεργίας.
Όσο για τη β΄ κλείδα, το νόημα είναι ότι "θα χρησιμοποιήσουμε όλους τους τρόπους, ακόμη και αυτούς που στοιχειοθετούν ρίσκο, στα σύνορα δηλαδή ακόμη και μιας αδικηματικής συμπεριφοράς, όπως φέρ' ειπείν θα ήταν η πέραν των ορίων κοινωνική πάλη και διεκδίκηση". Με άλλα λόγια, "θα το παλέψουμε τόσο δυναμικά ώστε να είναι δυνατόν ακόμη και να μας συλλάβουν προκειμένου να...". Τέτοιο πάθος για εργασία.
Αλλά βέβαια εις την περίπτωσιν αυτή, γεννάται ένα νέο, κομβικό, ερώτημα: πώς θα γεννηθούν αυτές οι επιθυμητές θέσεις εργασίας;
Το Δημόσιο ως γνωστόν αποφάσισε αναστολή προσλήψεων, ενώ ο ιδιωτικός τομέας σκουπίζει τους περιττούς προειδοποιώντας τους απομένοντες. Εκτός κι αν, και εδώ νομίζω ότι βρίσκεται η ρηξικέλευθη λύση του προβλήματος, Δημόσιο και ιδιώτες συνεργαστούν ιδανικά και κατά μιαν αντίληψη κομμουνιστικής Κίνας ή Ρωσίας αρχίζουν να χτίζουν φάμπρικες εκεί όπου κλείνουν οι μικρομεσαίοι, τονίζοντας ότι "εμείς απλώς προσφέρουμε εργασία, όχι καλοαμειβόμενη, πάντως εργασία, δηλαδή κάτι ψυχοθεραπευτικό στην τρέχουσα εποχή".
Το ότι η αφίσα όμως μιλάει για τους νέους, είναι διάκριση. Στις μέρες μας ακόμη και ο υπέργηρος κάτι πρέπει να κάνει για να μην αδρανεί χέρι, πόδι, μυαλό, για να μην ριχθεί στα μπάζα των αλτσχαϊμερικών, αλλά στον νοητικά και χειρωνακτικά ενεργό πληθυσμό.
Με λίγο βέβαια χιούμορ, θα έλεγε κανείς και το παράδοξο: μήπως το ενδεχόμενο μιας φυλάκισης σε σώζει από το δράμα της ελευθερίας; Κι αν οι αλαβανικοί παίζουν την ελευθερία τους κορώνα γράμματα ώστε να κινδυνεύουν ακόμη και με φυλάκιση στο όνομα μιας κοινωνικής ρεφόρμας σωτηρίας, αυτό μήπως σημαίνει μιαν τάση αναχώρησης από τα φωτισμένα σοκάκια της κοινωνικής ανωμαλίας και προορισμού στην πιθανή νιρβάνα του αυτοέγκλειστου και ύστερα φυλακισμένου; Αλλά και η εργασία άραγε δεν μοιάζει ώρες ώρες με φυλακή; Μήπως και ο κόσμος επίσης, με τι νομίζετε ότι μοιάζει;
Με άλλα λόγια, ο νιαρχικός αλαβανικός ηρωισμός θα μπορούσε να είναι και μια σουρεαλιστική διακήρυξη ματαιότητας, καθώς η ελευθερία δεν βιώνεται ούτε μέσα στα κελιά της φυλακής ούτε μέσα στα κλουβιά της εργασίας. Όσο για τον βιοπορισμό εκ της εργασίας, κι αυτός κατά κάποιον τρόπο μοιάζει με τις χειροπέδες του χρήματος: με την πρώτη είσπραξη το ζεστό χρήμα αλλάζει αμέσως χέρια, απάγεται σε ξένες τσέπες, και μένει κανείς για μέρες άδειος, με τις ιδέες του να τον κοροϊδεύουν.
Εγώ θα έλεγα ότι πιο αποτελεσματική θα ήταν η ίδια αφίσα κάπως τροποποιημένη (δείτε εναλλακτικές νοηματικές ακροβασίες):
Καλύτερα οι νέοι να βρούνε δουλειά παρά να πάμε εμείς φυλακή.
Αν οι νέοι δεν βρίσκουν δουλειά υπάρχει κι η λύση της φυλακής.
Και οι νέοι στη δουλειά και οι κλέφτες φυλακή.
Καλύτερα μιας ώρας απλήρωτη δουλειά παρά σαράντα χρόνια σκλαβιάς και φυλακής.
Καλή η δουλειά αλλά θέλει και την προσοχή της για να μην βρεθείς στην φυλακή.
Άλλα-βάνει ο νους σας την ώρα της δουλειάς.
Ανεργία: το επάγγελμα του μέλλοντος.
Για να βρούνε οι νέοι δουλειά πρέπει να έχουν υπακοή φυλακής.
Τις πιο ωραίες δουλειές τις σκαρφίζεσαι μέσα από τα κάγκελα.
Όταν η εργασία είναι σκλαβιά καλύτερη η βολή και η τεμπελιά της φυλακής.
Δώστε δουλειά στους φυλακισμένους.
Οι άνεργοι να δουλέψουν στις αφύλαχτες φυλακές
Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στους λόγους, λίγη φυλακή δεν βλάπτει.
Μη φυλακίζεις την ψήφο σου, δούλεψε το μυαλό σου, ψήφισε...
Εργάζομαι και δεν έχω χρόνο, δεν εργάζομαι και δεν έχω χρήμα, μες απ' τα κάγκελα υπάρχει άπλετος χρόνος και βγαίνει και... καλό χρήμα.
Όπου ανοίγει μια φυλακή βρίσκει στέγη το δίκαιο.
Λαός φυλακισμένος, για πάντα δουλεμένος κ.ο.κ.
Τελικά, για τον συνδυασμό ανεργίας, εργασίας και φυλακής, το καλύτερο καθεστώς είναι να πουλάς εποχιακώς σουβλάκια στο προαύλιό της. Κάνεις το όποιο επισκεπτήριο λαδωμένο και ''βρώμικο''.
Επειδή εύκολα µπορεί να κατηγορηθεί κανείς για µποϊκοτάρισµα, ακόµη κι αν έχει την αγνότερη πρόθεση, αφήσαµε να περάσει η αποφασιστική για το εκλογικό αποτέλεσµα προηγούµενη Κυριακή ώστε να σχολιάσουµε την προεκλογική αφίσατου κυρίου Αλέξανδρου Αλαβάνου. Το κάνουµε µε βαριά καρδιά, γιατί δεν µας περισσέψανε στον τόπο αυτόν οι ευφυείς και µορφωµένοι άνθρωποι ώστε µε την πρώτη ή µε την πολλαπλή, έστω,ευκαιρία να φροντίζουµε πώς να τους κουτσουρέψουµε. Με συνέπειαη κοινή συνείδηση να γίνεται όλο και πιο καχύποπτη για πρόσωπα που ο λόγος τους θα µπορούσε να διατηρεί κάποια σηµασία σε αυτούς τους δύσκολους, πονηρούς, θεσµοποιηµένα πια, άλλοτε δικαιολογηµένα, άλλοτε εντελώςαδικαιολόγητα, ασεβείς καιρούς.
Επειδή όµως θα ξαναϋπάρξουν εκλογές, δεν είναι δυνατόν να παρα-θεωρούνται συµπτώµατα που, στην επανάληψή τους, καθιστούν τελείως ανυπόληπτο τον λόγο ως µέσον για την έκφραση ακόµα και µιας συζητήσιµης αλήθειας. Συµπτώµατα δηλαδή που υποχρεώνουν τον λόγο να χαράσσει ως επαναστατική προοπτική ένα λεξιλαγνικό εφεύρηµα που δεν έχει καµιά πιθανότητα να δοκιµαστεί στο πεδίο µιας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά να σταδιοδροµήσει µόνον ως σαλονίστικο ανέκδοτο.
Γράφει λοιπόν η αφίσα που δέσποσε κατά κύριο λόγο στο κορεσµένο για να συγκινηθείς µε οτιδήποτε κέντρο της Αθήνας: «Για να βρούνε οι νέοι δουλειά, είµαστε έτοιµοι να πάµε και φυλακή». Πρώτα απ’ όλα οι εµπνευστές των εκλογικών αφισών, οποιουδήποτε κόµµατος ή παράταξης, που θα κυριαρχήσουν στις οδούς Πανεπιστηµίου, Σταδίου και Ακαδηµίας, καθώς επίσης στο Σύνταγµα και στην Οµόνοια, θα έπρεπε να έχουν υπόψη τους µία καιµοναδική σκέψη: δρόµοι και περιοχές που χρησιµοποιούνται για να εκτονώνεται η αγανάκτησητων πολιτών µε τις διαδηλώσεις και συνδυάζονται µε µια βασανιστική έως αφόρητη καθηµερινότητα για τους περαστικούς είναι εντελώς ακατάλληλοι, για να µην πούµε ότι το ξερνάνε κιόλας, για οτιδήποτε µεγαλεπήβολο και ηρωικό.
Οταν βλέπει κανείς µια σχετική αφίσα και ταυτόχρονα τη γύρω του πραγµατικότητα, δεν του δηµιουργείται η ανάγκη κάτι να αλλάξει αλλά αισθάνεται ότι κάποιος τον κοροϊδεύει. Την ίδια αυτή αφίσα του κυρίου Αλαβάνου, αν τη διάβαζε κανείς στην πλατεία ενός χωριού ή σ’ έναν στύλο της ∆ΕΗ σε µια εξοχική τοποθεσία, το πολύ πολύ να χαµογελούσε, αλλά δεν θα αγανακτούσε. Σε δρόµους και σε περιοχές που έχουν συνδυαστεί στη συνείδησή σου µε την αγωνία να βρεις ταξί για να φτάσεις στο Γενικό Κρατικό ή στο Λαϊκό, καθώς σε ειδοποιήσανε ότι κάποιος συγγενής σου µεταφέρθηκε σοβαρά άρρωστος (ή οτιδήποτε σχετικό), το να διαβάζεις ότι κάποιος είναι πρόθυµος να πάει στη φυλακή (πράγµα που δεν πρόκειται να συµβεί) για να βρούνε οι νέοι δουλειά (πράγµα ακόµα πιο απίθανο να συµβεί) δεν φαίνεται αδιάφορο ή γελοίο, το νιώθεις προσβλητικό. Ενώ επιδιώκει να λειτουργήσει αφυπνιστικά, εξοργίζει.
Αναρωτιέται επίσης οποιοσδήποτε: γιατί θα έπρεπε να περιµένουµε τις δηµοτικές εκλογές για να γίνει αισθητή µια ανάγκη, όπως αυτή των νέων για δουλειά, που δεν προκύπτει ανά τετραετία, αλλά είναι βασανιστική, καθηµερινήκαι επείγουσα.
Είναι κάποια πράγµατα που επεµβαίνεις σ’ αυτά πολύ πριν έρθει για σένα η κρίσιµη στιγµή, ώστε οτιδήποτε ξεστοµίσεις τη στιγµή αυτή να ακούγεται, αν και ανεδαφικό, πιστευτό ωστόσο σε σχέση µε µια αλήθεια που φέρεις.
Κι ένα τελευταίο χωρίςνα κρύβουµε τα λόγια µας: στη φυλακή δεν πηγαίνεις γιατί τοαποφάσισες, προκειµένου να υπάρξει ένα αποτέλεσµα που δεν συνδυάζεται µε την απόφασή σου αυτή µε µια πιθανότητα ούτε ένα στο δισεκατοµµύριο. Στη φυλακή σε πηγαίνουν χωρίς να το έχεις θελήσει, όταν κάτι σε ενοχλούσε τόσο πολύ, όπως το να µην έχουν οι νέοι δουλειά, ώστε οι ανορθόδοξοι τρόποι που επέλεξες για να το θεραπεύσεις κάνουν την ηρωική οµολογία για την προσφορά σου να µην µπορεί ούτε καν να ακουστεί.
Και ένα σχόλιο περί τούτου:
Πρόκειται σίγουρα για ένα ''ποιητικό'', δυσερμήνευτο φαινομενικά τέχνασμα της πολιτικής διαφήμισης και επικοινωνίας. Προκειμένου η αφίσα να τραβήξει τα βλέμματα των περαστικών, χρησιμοποιεί δύο κλείδες, που για να συνδυαστούν ερμηνευτικά και να εξαχθεί αποδεκτό της κοινής λογικής νόημα, χρειάζεται κανείς ή να αναζητήσει το προεκλογικό πρόγραμμα της παράταξης ή να ανεύρει την πρόθεση που κρύβεται πίσω από τις λέξεις.
Η α΄ κλείδα είναι σαφής, αναφέρεται στο πρόβλημα της ανεργίας.
Όσο για τη β΄ κλείδα, το νόημα είναι ότι "θα χρησιμοποιήσουμε όλους τους τρόπους, ακόμη και αυτούς που στοιχειοθετούν ρίσκο, στα σύνορα δηλαδή ακόμη και μιας αδικηματικής συμπεριφοράς, όπως φέρ' ειπείν θα ήταν η πέραν των ορίων κοινωνική πάλη και διεκδίκηση". Με άλλα λόγια, "θα το παλέψουμε τόσο δυναμικά ώστε να είναι δυνατόν ακόμη και να μας συλλάβουν προκειμένου να...". Τέτοιο πάθος για εργασία.
Αλλά βέβαια εις την περίπτωσιν αυτή, γεννάται ένα νέο, κομβικό, ερώτημα: πώς θα γεννηθούν αυτές οι επιθυμητές θέσεις εργασίας;
Το Δημόσιο ως γνωστόν αποφάσισε αναστολή προσλήψεων, ενώ ο ιδιωτικός τομέας σκουπίζει τους περιττούς προειδοποιώντας τους απομένοντες. Εκτός κι αν, και εδώ νομίζω ότι βρίσκεται η ρηξικέλευθη λύση του προβλήματος, Δημόσιο και ιδιώτες συνεργαστούν ιδανικά και κατά μιαν αντίληψη κομμουνιστικής Κίνας ή Ρωσίας αρχίζουν να χτίζουν φάμπρικες εκεί όπου κλείνουν οι μικρομεσαίοι, τονίζοντας ότι "εμείς απλώς προσφέρουμε εργασία, όχι καλοαμειβόμενη, πάντως εργασία, δηλαδή κάτι ψυχοθεραπευτικό στην τρέχουσα εποχή".
Το ότι η αφίσα όμως μιλάει για τους νέους, είναι διάκριση. Στις μέρες μας ακόμη και ο υπέργηρος κάτι πρέπει να κάνει για να μην αδρανεί χέρι, πόδι, μυαλό, για να μην ριχθεί στα μπάζα των αλτσχαϊμερικών, αλλά στον νοητικά και χειρωνακτικά ενεργό πληθυσμό.
Με λίγο βέβαια χιούμορ, θα έλεγε κανείς και το παράδοξο: μήπως το ενδεχόμενο μιας φυλάκισης σε σώζει από το δράμα της ελευθερίας; Κι αν οι αλαβανικοί παίζουν την ελευθερία τους κορώνα γράμματα ώστε να κινδυνεύουν ακόμη και με φυλάκιση στο όνομα μιας κοινωνικής ρεφόρμας σωτηρίας, αυτό μήπως σημαίνει μιαν τάση αναχώρησης από τα φωτισμένα σοκάκια της κοινωνικής ανωμαλίας και προορισμού στην πιθανή νιρβάνα του αυτοέγκλειστου και ύστερα φυλακισμένου; Αλλά και η εργασία άραγε δεν μοιάζει ώρες ώρες με φυλακή; Μήπως και ο κόσμος επίσης, με τι νομίζετε ότι μοιάζει;
Με άλλα λόγια, ο νιαρχικός αλαβανικός ηρωισμός θα μπορούσε να είναι και μια σουρεαλιστική διακήρυξη ματαιότητας, καθώς η ελευθερία δεν βιώνεται ούτε μέσα στα κελιά της φυλακής ούτε μέσα στα κλουβιά της εργασίας. Όσο για τον βιοπορισμό εκ της εργασίας, κι αυτός κατά κάποιον τρόπο μοιάζει με τις χειροπέδες του χρήματος: με την πρώτη είσπραξη το ζεστό χρήμα αλλάζει αμέσως χέρια, απάγεται σε ξένες τσέπες, και μένει κανείς για μέρες άδειος, με τις ιδέες του να τον κοροϊδεύουν.
Εγώ θα έλεγα ότι πιο αποτελεσματική θα ήταν η ίδια αφίσα κάπως τροποποιημένη (δείτε εναλλακτικές νοηματικές ακροβασίες):
Καλύτερα οι νέοι να βρούνε δουλειά παρά να πάμε εμείς φυλακή.
Αν οι νέοι δεν βρίσκουν δουλειά υπάρχει κι η λύση της φυλακής.
Και οι νέοι στη δουλειά και οι κλέφτες φυλακή.
Καλύτερα μιας ώρας απλήρωτη δουλειά παρά σαράντα χρόνια σκλαβιάς και φυλακής.
Καλή η δουλειά αλλά θέλει και την προσοχή της για να μην βρεθείς στην φυλακή.
Άλλα-βάνει ο νους σας την ώρα της δουλειάς.
Ανεργία: το επάγγελμα του μέλλοντος.
Για να βρούνε οι νέοι δουλειά πρέπει να έχουν υπακοή φυλακής.
Τις πιο ωραίες δουλειές τις σκαρφίζεσαι μέσα από τα κάγκελα.
Όταν η εργασία είναι σκλαβιά καλύτερη η βολή και η τεμπελιά της φυλακής.
Δώστε δουλειά στους φυλακισμένους.
Οι άνεργοι να δουλέψουν στις αφύλαχτες φυλακές
Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στους λόγους, λίγη φυλακή δεν βλάπτει.
Μη φυλακίζεις την ψήφο σου, δούλεψε το μυαλό σου, ψήφισε...
Εργάζομαι και δεν έχω χρόνο, δεν εργάζομαι και δεν έχω χρήμα, μες απ' τα κάγκελα υπάρχει άπλετος χρόνος και βγαίνει και... καλό χρήμα.
Όπου ανοίγει μια φυλακή βρίσκει στέγη το δίκαιο.
Λαός φυλακισμένος, για πάντα δουλεμένος κ.ο.κ.
Τελικά, για τον συνδυασμό ανεργίας, εργασίας και φυλακής, το καλύτερο καθεστώς είναι να πουλάς εποχιακώς σουβλάκια στο προαύλιό της. Κάνεις το όποιο επισκεπτήριο λαδωμένο και ''βρώμικο''.
11/11/10
Παρομοίωση
Μοιάζουμε με υπερπλήρεις υδραυλικούς σωλήνες, που ένας διακόπτης μονάχα ανακόπτει το ξέσπασμα του υγρού, την ξαφνική του έκρηξη-βολίδα που θα το εκτινάξει πάνω στα σπαρτά και στα σώματα.
Έχουμε γεμίσει τις υδρίες μας με σκέψεις, με αναμνήσεις, με ενοχές, με επιχειρήματα, με συνθήματα, με σύμβολα, με πεθαμένες εικόνες, με αμίλητες ελπίδες, με βάσανα από τους κόπους της σκέψης, της ψυχής, της σιωπής.
Μας έχουν προετοιμάσει για την επόμενη μέρα, για την τρομερή έκρηξη, και ήδη ταξιδεύουμε νοερά σε οδύνες του απώτερου μέλλοντος.
Εάν ζούσαμε στο παραμύθι, ένας μοχθηρός βασιλιάς θα μας οδηγούσε στην αποθήκη και θα μας ζητούσε να μετατρέψουμε εν μιά νυκτί όλα τα άχυρα σε χρυσά φορέματα και κοσμήματα.
Από το ''τίποτε δεν είναι ανέφικτο'' περάσαμε στο ''είναι ολοφάνερα δύσκολο".
Το αίμα μουρμουράει βρισιές μέσα στα αυλάκια του και η ευχή πολλών θα είναι να τους σηκώσει ένας στρόβιλος και να τους ρίξει σε κενό μνήμης.
Απλώνουμε τα χέρια, τεντώνουμε το σώμα και δεν φτάνουμε.
Περιμένουμε τον δήμιο να μας πάρει.
Στα δέκα βήματα, τα τυφέκια ακίνητα, πυρ και τέλος.
Σχεδόν θα παρακαλούμε να'λθει γρηγορότερα ο θάνατος γιατί εν ζωή λύσεις δεν αναπνέουν.
Πρέπει να είναι η σκηνή όπου το καράβι πλησιάζει στον βράχο και η απόσταση, παρά το μη συμβεβηκός, δεν αφήνει περιθώριο σωτηρίας.
Σαν τους κλέφτες, που κουρασμένοι πια δεν μπορούν να σκαρφιστούν κανένα άλλο κόλπο και κλείνοντας τα χέρια είναι έτοιμοι να παραδοθούν.
Ο χρόνος στέκει σαν σκιά γίγαντας.
Ας γράψει ο καθένας μια διαθήκη, ένα υστερόγραφο, ας προλάβει να αφήσει ένα SOS, έτσι για την ιστορία του πράγματος. Να το βρουν οι επόμενοι και να κάνουν τις αναλύσεις τους.
Φουσκώνουν τα σύννεφα, οι κοιλίες ανυποψίαστων εγκύων, ασκείται κάποια πίεσις μέρα με τη μέρα, και ζουζουνίζουν όλο και περισσότερο οι σφήκες του κινδύνου.
Μετά την έκρηξη θα περάσουμε αλλού. Μα θα χαθούν πολλοί σύντροφοι.
Είναι ώρα να πάρουμε τα φιλιά τους για πολλήν ώρα, να μας σφραγίσει η βούλα του αποχαιρετισμού.
Good bye, my friends.
Θα πέσω πρώτος μες στη φωτιά και στον πόνο. Καίγομαι να τον δοκιμάσω, να προσαρμοστώ νωρίτερα από άλλους στο νέο καθεστώς.
Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Ανοίξτε τον διακόπτη να φύγουμε στο διάστημα, στην άλλη ζωή.
Να μουλιάσουμε μέσα στο νερό της καταστροφής, το ξεθυμασμένο. Να πάψει το μυστήριο του ''μετά''.
Ας πει κάποιος τη λύση του αινίγματος να λυτρωθούμε. Γιατί τα παιδιά ολοένα και ρωτούν: "πού πάμε;".
Έχουμε γεμίσει τις υδρίες μας με σκέψεις, με αναμνήσεις, με ενοχές, με επιχειρήματα, με συνθήματα, με σύμβολα, με πεθαμένες εικόνες, με αμίλητες ελπίδες, με βάσανα από τους κόπους της σκέψης, της ψυχής, της σιωπής.
Μας έχουν προετοιμάσει για την επόμενη μέρα, για την τρομερή έκρηξη, και ήδη ταξιδεύουμε νοερά σε οδύνες του απώτερου μέλλοντος.
Εάν ζούσαμε στο παραμύθι, ένας μοχθηρός βασιλιάς θα μας οδηγούσε στην αποθήκη και θα μας ζητούσε να μετατρέψουμε εν μιά νυκτί όλα τα άχυρα σε χρυσά φορέματα και κοσμήματα.
Από το ''τίποτε δεν είναι ανέφικτο'' περάσαμε στο ''είναι ολοφάνερα δύσκολο".
Το αίμα μουρμουράει βρισιές μέσα στα αυλάκια του και η ευχή πολλών θα είναι να τους σηκώσει ένας στρόβιλος και να τους ρίξει σε κενό μνήμης.
Απλώνουμε τα χέρια, τεντώνουμε το σώμα και δεν φτάνουμε.
Περιμένουμε τον δήμιο να μας πάρει.
Στα δέκα βήματα, τα τυφέκια ακίνητα, πυρ και τέλος.
Σχεδόν θα παρακαλούμε να'λθει γρηγορότερα ο θάνατος γιατί εν ζωή λύσεις δεν αναπνέουν.
Πρέπει να είναι η σκηνή όπου το καράβι πλησιάζει στον βράχο και η απόσταση, παρά το μη συμβεβηκός, δεν αφήνει περιθώριο σωτηρίας.
Σαν τους κλέφτες, που κουρασμένοι πια δεν μπορούν να σκαρφιστούν κανένα άλλο κόλπο και κλείνοντας τα χέρια είναι έτοιμοι να παραδοθούν.
Ο χρόνος στέκει σαν σκιά γίγαντας.
Ας γράψει ο καθένας μια διαθήκη, ένα υστερόγραφο, ας προλάβει να αφήσει ένα SOS, έτσι για την ιστορία του πράγματος. Να το βρουν οι επόμενοι και να κάνουν τις αναλύσεις τους.
Φουσκώνουν τα σύννεφα, οι κοιλίες ανυποψίαστων εγκύων, ασκείται κάποια πίεσις μέρα με τη μέρα, και ζουζουνίζουν όλο και περισσότερο οι σφήκες του κινδύνου.
Μετά την έκρηξη θα περάσουμε αλλού. Μα θα χαθούν πολλοί σύντροφοι.
Είναι ώρα να πάρουμε τα φιλιά τους για πολλήν ώρα, να μας σφραγίσει η βούλα του αποχαιρετισμού.
Good bye, my friends.
Θα πέσω πρώτος μες στη φωτιά και στον πόνο. Καίγομαι να τον δοκιμάσω, να προσαρμοστώ νωρίτερα από άλλους στο νέο καθεστώς.
Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Ανοίξτε τον διακόπτη να φύγουμε στο διάστημα, στην άλλη ζωή.
Να μουλιάσουμε μέσα στο νερό της καταστροφής, το ξεθυμασμένο. Να πάψει το μυστήριο του ''μετά''.
Ας πει κάποιος τη λύση του αινίγματος να λυτρωθούμε. Γιατί τα παιδιά ολοένα και ρωτούν: "πού πάμε;".
9/11/10
Τη βραδιά των εκλογών
9.11.2010
Αυτές οι εκλογές ήταν όντως διαφορετικές από πολλές προηγούμενες.
Κατ' αρχάς, κανένας λύκος δεν ακουγόταν στην καρδιά της νύχτας. Κανένας πρόωρος πανηγυρισμός, κανένα παρατεταμένο κλάξον. Συνετέλεσε βέβαια σε αυτό και το μη οριστικόν του αποτελέσματος. Τα εκατομμύρια των χειρών που στοχεύουν σωστά και ρίπτουν τον φάκελο στην κάλπη μάλλον δεν έχουν στον νου τους την ώρα αυτή την κατάσταση της πόλεως (δενδροστοιχίες, κεραίες τηλεφωνίας, συντελεστές δόμησης, ουρές παρακοιμώμενων αυτοκινήτων, οικόπεδα με θέα κ.λπ.) παρά το ανάστημα και το παρουσιαστικό του ανδρός.
Αυτός ο Νικήτας για παράδειγμα με ή χωρίς γυαλιά κάτι το νυσταγμένο, συναχωμένο και ποντικίσιο διαθέτει, ο, δε, Καμίνης, εντάξει έχει μια φάτσα περισσότερο αξιοπρεπή και λιγότερο αξιοκατάκριτη, από την άλλη το να εκμεταλλεύεσαι την προηγούμενη επαγγελματική σου ιδιότητα (ο κύριος Συνήγορος!) για να καρπωθείς την εμπιστοσύνη των πολιτών, δεν είναι και η καλύτερη εκλογική πρακτική. Και στην τελική, ποιος γνωρίζει καλύτερα αυτή τη ρημάδα την πόλη; Εγώ λέω, κι ας μην λιθοβοληθώ, οι... ταχυδρόμοι!
Τέλος πάντων, το ενδιαφέρον της βραδιάς ήταν το προσφερόμενο έδεσμα ως αποζημίωση για το νυχτέρι. Για πρώτο, σάντουιτς από βιομηχανική αρτοποιία, το ψωμί στο χαρτί, και αυτό μέσα σε περιβάλλον χαρτί. Για δεύτερο, κι εδώ οι ποδοσφαιρόφιλοι ας σαλιώσουν τα χείλη τους, Πίτσα Ρόμα, ναι, ένα κουτί πίτσας κατ' άτομο, συνοδευμένη από πλαστικό μπουκαλάκι Coca Cola. Πάει με όλα, με δήμο, περιφέρεια, ανωφέρεια, κατωφέρεια, πεδινό, ημιορεινό, ορεινό, Άνω Ραχούλα, Κάτω Βρυσούλα, άνω κάτω και πλαγίως.
Όσο για μένα, έλυσα με έμπνευση της στιγμής το κορυφαίο εκλογικό δίλημμα: τον Χ ή τον Ψ; Ξεφυλλίζοντας τα σεντόνια των ψηφοδελτίων, μου 'ρθε η ωραία ομοιοκαταληξία: Αμυράς - Δημαράς. Αυτό είναι. Η ποίηση προηγείται της πολιτικής. Και ευαγγέλια της χαράς.
Οι δημοσιογράφοι θα ήθελαν πολύ οι εκλογές να γεννήσουν εκλογές, αλλά έχει κι η αναπαραγωγή τους κανόνες της.
Όσον αφορά τα αποτελεσματόχαρτα, η πρακτική που εφευρέθηκε για τη μεγάλη νύχτα ήταν η ακόλουθη: βήμα 1ο: μαζεύεις πέντε αποτελεσματόχαρτα από έναν ή περισσότερους τηλεφωνητές ή τηλεφωνήτριες, βήμα 2ο: τα πηγαίνεις στην επόπτρια ή στον επόπτη, βήμα 3ο: περιμένεις να τα ελέγξει, βήμα 4ο: τα παίρνεις σε κυλινδρική μορφή, κρατημένα με λαστιχάκι σούπερ μάρκετ, βήμα 5ο και σημαντικότερο: όπως με τις σαϊτες, παλαιότερα, τα εκοτοξεύεις με ορμή μέσα από έναν υδραυλικό σωλήνα, ο οποίος γεφύρωνε καμαράκι δίπλα σε μικρό WC με αίθουσα του όμορου κτηρίου. Αυτή είναι η ωραία φάση: καθώς σκύβεις και βάζεις το μάτι στην τρύπα του σωλήνα, πώς ''πιάνεις'' το μάτι, το μάγουλο, το σώμα του απέναντι, ο οποίος είναι αποδέκτης της εκλογικής σαϊτας. Τι τα κάνει μετά τα χαρτιά, άγνωστον.
Εκλογές από εκλογές όχι, κύλινδρος μέσα σε κύλινδρο ναι.
Το μ...ί δεν 'ναι πουλί να το βάλεις στο κλουβί, το μ...ί θέλει φιλάκια, κάλπες κι όλο ψηφουλάκια.
Αυτές οι εκλογές ήταν όντως διαφορετικές από πολλές προηγούμενες.
Κατ' αρχάς, κανένας λύκος δεν ακουγόταν στην καρδιά της νύχτας. Κανένας πρόωρος πανηγυρισμός, κανένα παρατεταμένο κλάξον. Συνετέλεσε βέβαια σε αυτό και το μη οριστικόν του αποτελέσματος. Τα εκατομμύρια των χειρών που στοχεύουν σωστά και ρίπτουν τον φάκελο στην κάλπη μάλλον δεν έχουν στον νου τους την ώρα αυτή την κατάσταση της πόλεως (δενδροστοιχίες, κεραίες τηλεφωνίας, συντελεστές δόμησης, ουρές παρακοιμώμενων αυτοκινήτων, οικόπεδα με θέα κ.λπ.) παρά το ανάστημα και το παρουσιαστικό του ανδρός.
Αυτός ο Νικήτας για παράδειγμα με ή χωρίς γυαλιά κάτι το νυσταγμένο, συναχωμένο και ποντικίσιο διαθέτει, ο, δε, Καμίνης, εντάξει έχει μια φάτσα περισσότερο αξιοπρεπή και λιγότερο αξιοκατάκριτη, από την άλλη το να εκμεταλλεύεσαι την προηγούμενη επαγγελματική σου ιδιότητα (ο κύριος Συνήγορος!) για να καρπωθείς την εμπιστοσύνη των πολιτών, δεν είναι και η καλύτερη εκλογική πρακτική. Και στην τελική, ποιος γνωρίζει καλύτερα αυτή τη ρημάδα την πόλη; Εγώ λέω, κι ας μην λιθοβοληθώ, οι... ταχυδρόμοι!
Τέλος πάντων, το ενδιαφέρον της βραδιάς ήταν το προσφερόμενο έδεσμα ως αποζημίωση για το νυχτέρι. Για πρώτο, σάντουιτς από βιομηχανική αρτοποιία, το ψωμί στο χαρτί, και αυτό μέσα σε περιβάλλον χαρτί. Για δεύτερο, κι εδώ οι ποδοσφαιρόφιλοι ας σαλιώσουν τα χείλη τους, Πίτσα Ρόμα, ναι, ένα κουτί πίτσας κατ' άτομο, συνοδευμένη από πλαστικό μπουκαλάκι Coca Cola. Πάει με όλα, με δήμο, περιφέρεια, ανωφέρεια, κατωφέρεια, πεδινό, ημιορεινό, ορεινό, Άνω Ραχούλα, Κάτω Βρυσούλα, άνω κάτω και πλαγίως.
Όσο για μένα, έλυσα με έμπνευση της στιγμής το κορυφαίο εκλογικό δίλημμα: τον Χ ή τον Ψ; Ξεφυλλίζοντας τα σεντόνια των ψηφοδελτίων, μου 'ρθε η ωραία ομοιοκαταληξία: Αμυράς - Δημαράς. Αυτό είναι. Η ποίηση προηγείται της πολιτικής. Και ευαγγέλια της χαράς.
Οι δημοσιογράφοι θα ήθελαν πολύ οι εκλογές να γεννήσουν εκλογές, αλλά έχει κι η αναπαραγωγή τους κανόνες της.
Όσον αφορά τα αποτελεσματόχαρτα, η πρακτική που εφευρέθηκε για τη μεγάλη νύχτα ήταν η ακόλουθη: βήμα 1ο: μαζεύεις πέντε αποτελεσματόχαρτα από έναν ή περισσότερους τηλεφωνητές ή τηλεφωνήτριες, βήμα 2ο: τα πηγαίνεις στην επόπτρια ή στον επόπτη, βήμα 3ο: περιμένεις να τα ελέγξει, βήμα 4ο: τα παίρνεις σε κυλινδρική μορφή, κρατημένα με λαστιχάκι σούπερ μάρκετ, βήμα 5ο και σημαντικότερο: όπως με τις σαϊτες, παλαιότερα, τα εκοτοξεύεις με ορμή μέσα από έναν υδραυλικό σωλήνα, ο οποίος γεφύρωνε καμαράκι δίπλα σε μικρό WC με αίθουσα του όμορου κτηρίου. Αυτή είναι η ωραία φάση: καθώς σκύβεις και βάζεις το μάτι στην τρύπα του σωλήνα, πώς ''πιάνεις'' το μάτι, το μάγουλο, το σώμα του απέναντι, ο οποίος είναι αποδέκτης της εκλογικής σαϊτας. Τι τα κάνει μετά τα χαρτιά, άγνωστον.
Εκλογές από εκλογές όχι, κύλινδρος μέσα σε κύλινδρο ναι.
Το μ...ί δεν 'ναι πουλί να το βάλεις στο κλουβί, το μ...ί θέλει φιλάκια, κάλπες κι όλο ψηφουλάκια.
4/11/10
Σαν παλιό σινεμά
Τον Τάσο Ψαθά τον θυμόμουν από τα πολύ παλιά... τέλη δεκαετίας 1970, αρχές εκείνης του 1980, τα πρώτα χρόνια που παρακολουθούσα αθλητικά, η τελευταία εποχή που η Ελλάδα είχε σπουδαίους δρομείς μεγάλων αποστάσεων: Παπαχρήστος, Τσιμίνος, Κούρτης, οι Κασιανίδης και Φιλίππου από την Κύπρο - μα πάνω από όλα ο Μιχάλης Κούσης και ο Τάσος Ψαθάς στο Μαραθώνιο, νικητές Βαλκανικών και Μεσογειακών Αγώνων σε καιρούς που οι διοργανώσεις αυτές είχαν αίγλη και προβολή. Θυμάμαι τον μουσάτο Κούση να μπαίνει στο Παναθηναϊκό Στάδιο νικητής στους Βαλκανικούς του 1979 και λίγες μέρες μετά να θριαμβεύει στους Μεσογειακούς του Σπλιτ με ένα χρόνο που προς στιγμήν θεωρήθηκε παγκόσμιο ρεκόρ και στην πορεία ακυρώθηκε λόγω μη σωστής μέτρησης της διαδρομής. Θυμάμαι τον Ψαθά με τη χαρακτηριστική του φυσιογνωμία να θριαμβεύει Δεκαπενταύγουστο στους Βαλκανικούς του 1982 στο Βουκουρέστι κι εμένα να τον καμαρώνω από κάποιο οίκημα διακοπών στα Νέα Στύρα της Εύβοιας. Πέρασαν χρόνια πολλά... οι ευρωπαίοι δρομείς αντοχής "εξαφανίστηκαν" μπροστά στην αφρικανική επέλαση - κι ανάμεσά τους οι Έλληνες, μετά τον "τελευταίο των Μοϊκανών" Σπύρο Ανδριόπουλο, βρέθηκαν στον πάτο του βαρελιού. Η αντοχή δε γνώρισε ποτέ την λεγόμενη "άνοιξη του ελληνικού στίβου" με τα μετάλλια σε Παγκόσμιους κι Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον Μιχάλη Κούση τον χάσαμε πρόωρα πριν από μερικά χρόνια. Έτρεχε για το κέφι του μέχρι τέλους, είπαν. Κι αυτόν και τον Ψαθά τους σκεφτόμουνα την Κυριακή στο μεγάλο γιορτάσι του Κλασικού Μαραθωνίου, με την Αθήνα να ξαναζεί για λίγες ώρες σκηνικό Ολυμπιάδας. Αναρωτήθηκα πού να βρίσκεται ο Ψαθάς, μήπως έτρεχε κιόλας ως βετεράνος στον αγώνα. Σήμερα το πρωί, περιπλανώμενος σε διαδικτυακές ειδήσεις, βρήκα την απάντηση. Μια απάντηση που δεν μπορούσα να φανταστώ... Μια ιστορία από αυτές που δείχνουν ότι όσο και να προσπαθήσουν οι μυθιστοριογράφοι και οι σεναριογράφοι, ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν όσα σκαρώνει η ίδια η ζωή - και που, κάποτε, έχουν υπέροχο τέλος...
Για την ιστορία: http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=12141
Χ.Α.
Για την ιστορία: http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=12141
Χ.Α.
1/11/10
30 χρόνια Τζιμάκος
1.11.2010
Τριάντα χρόνια στη σκηνή, σίγουρα δεν είναι λίγα. Και ειδικώς όταν ως καλλιτέχνης δοκιμάζεσαι σε έναν εναλλακτικό στίβο, όπου πρέπει να επιμεληθείς τα πάντα και αυτά ως αποτέλεσμα να μην ομοιάζουν με κανένα άλλο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Πιστεύω ότι ο Τζιμάκος κρατάει ακόμη τα σκήπτρα ενός μοναδικού βασιλείου, που με βασικό μέσο τον ευφάνταστο στίχο, που είναι την ίδια στιγμή σουρεαλιστικός και κυνικά ρεαλιστικός, προκαλεί αυθόρμητο το γέλιο του δέκτη. Ορισμένα από τα τραγούδια του Τζιμάκου είναι πλέον "κλασικά" και οι στίχοι έχουν στοιχειώσει, έχουν γίνει μότο σε πολλές ανθρώπινες και ελληνικές δη καταστάσεις (...όλη η Ελλάδα προσκυνά σώβρακα και φανέλες... μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά στου κόλπου σου τη ζέστη χωμένος βαθιά... Αχ, Ευρώπη, αχ, Ευρώπη, εσύ μας μάρανες... κ.λπ.). Το Σάββατο ο εναλλακτικός καλλιτέχνης υποδεχόταν το κοινό του στο "Γυάλινο Μουσικό Θέατρο" της Συγγρού βαλμένος μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, όπου απέξω γραφόταν σαν σε άρωμα: Δείγμα δωρεάν. Και πράγματι, τραγουδούσε μέρη τραγουδιών και έκανε αυτοσχέδιες πλάκες πειράζοντας τον κόσμο δωρεάν, ζεσταίνοντας το νεανικό κοινό άμα τη αφίξει του. Μου θύμισε, κατ' αντίθεση, αυτό που έκανε παλαιότερα στο "Μετρό" του Γκύζη: μετά την παράσταση καθόταν στον διάδρομο και χαιρετούσε έναν έναν τους καλεσμένους με προσωπική χειραψία. Το πρόγραμμα ήταν συντεθειμένο με αρκετές επαναλήψεις (επετειακό) αλλά και με κείμενα λόγου καινούρια, επίκαιρα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ως κείμενο η ιστορία της Ολυμπιάδας της Μακεδονίας ως νυμφιδίου, που ακούστηκε προς το τέλος. Η κορυφαία βέβαια στιγμή του προγράμματος ήταν η είσοδος στη σκηνή μιας πανέμορφης ολόγυμνης κοπέλας (Σβετλάνα), της οποίας το πρόσωπο ήταν καλυμμένο με μιαν οθόνη Η/Υ, όπου εμφανιζόταν ο ''άλλος Τζιμάκος'', με τον οποίον συνομιλούσε ο πραγματικός. Δεν ήξερες αν έπρεπε να κοιτάς τα γυμνά σημεία του σώματος για να βεβαιωθείς ότι ήταν όντως ακάλυπτα ή να παρακολουθείς τον διάλογο του καλλιτέχνη με το alter ego του. Οι μουσικοί ήταν άψογοι και ο ηλεκτρικός ήχος σε ζωντάνευε ευχάριστα. Δυστυχώς, οι διασκορπισμένοι καπνιστές εντός του μαγαζιού χαλούσαν την ατμόσφαιρα και την υγεία των υπολοίπων, κάτι που αισθανόσουνα άμα τη εξόδω. Ο εφευρετικός τίτλος "Μνημόνιουμ 30 χρόνια νύχτα" συνέδεε την προσωπική καριέρα με την τρέχουσα πραγματικότητα. Στο διαφημιστικό φυλλάδιο παρουσιάζονταν και όλα τα βιβλία του Τζιμάκου (από τις εκδόσεις Opera). Κόστος κατ' άτομο 40 ευρώ με ένα ποτό. Στην υγειά σου, Τζιμάκο αειθαλή! Να μας ζήσεις και να μας χαρίζεις τέτοιες στιγμές ευφορίας!
Τριάντα χρόνια στη σκηνή, σίγουρα δεν είναι λίγα. Και ειδικώς όταν ως καλλιτέχνης δοκιμάζεσαι σε έναν εναλλακτικό στίβο, όπου πρέπει να επιμεληθείς τα πάντα και αυτά ως αποτέλεσμα να μην ομοιάζουν με κανένα άλλο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Πιστεύω ότι ο Τζιμάκος κρατάει ακόμη τα σκήπτρα ενός μοναδικού βασιλείου, που με βασικό μέσο τον ευφάνταστο στίχο, που είναι την ίδια στιγμή σουρεαλιστικός και κυνικά ρεαλιστικός, προκαλεί αυθόρμητο το γέλιο του δέκτη. Ορισμένα από τα τραγούδια του Τζιμάκου είναι πλέον "κλασικά" και οι στίχοι έχουν στοιχειώσει, έχουν γίνει μότο σε πολλές ανθρώπινες και ελληνικές δη καταστάσεις (...όλη η Ελλάδα προσκυνά σώβρακα και φανέλες... μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά στου κόλπου σου τη ζέστη χωμένος βαθιά... Αχ, Ευρώπη, αχ, Ευρώπη, εσύ μας μάρανες... κ.λπ.). Το Σάββατο ο εναλλακτικός καλλιτέχνης υποδεχόταν το κοινό του στο "Γυάλινο Μουσικό Θέατρο" της Συγγρού βαλμένος μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, όπου απέξω γραφόταν σαν σε άρωμα: Δείγμα δωρεάν. Και πράγματι, τραγουδούσε μέρη τραγουδιών και έκανε αυτοσχέδιες πλάκες πειράζοντας τον κόσμο δωρεάν, ζεσταίνοντας το νεανικό κοινό άμα τη αφίξει του. Μου θύμισε, κατ' αντίθεση, αυτό που έκανε παλαιότερα στο "Μετρό" του Γκύζη: μετά την παράσταση καθόταν στον διάδρομο και χαιρετούσε έναν έναν τους καλεσμένους με προσωπική χειραψία. Το πρόγραμμα ήταν συντεθειμένο με αρκετές επαναλήψεις (επετειακό) αλλά και με κείμενα λόγου καινούρια, επίκαιρα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ως κείμενο η ιστορία της Ολυμπιάδας της Μακεδονίας ως νυμφιδίου, που ακούστηκε προς το τέλος. Η κορυφαία βέβαια στιγμή του προγράμματος ήταν η είσοδος στη σκηνή μιας πανέμορφης ολόγυμνης κοπέλας (Σβετλάνα), της οποίας το πρόσωπο ήταν καλυμμένο με μιαν οθόνη Η/Υ, όπου εμφανιζόταν ο ''άλλος Τζιμάκος'', με τον οποίον συνομιλούσε ο πραγματικός. Δεν ήξερες αν έπρεπε να κοιτάς τα γυμνά σημεία του σώματος για να βεβαιωθείς ότι ήταν όντως ακάλυπτα ή να παρακολουθείς τον διάλογο του καλλιτέχνη με το alter ego του. Οι μουσικοί ήταν άψογοι και ο ηλεκτρικός ήχος σε ζωντάνευε ευχάριστα. Δυστυχώς, οι διασκορπισμένοι καπνιστές εντός του μαγαζιού χαλούσαν την ατμόσφαιρα και την υγεία των υπολοίπων, κάτι που αισθανόσουνα άμα τη εξόδω. Ο εφευρετικός τίτλος "Μνημόνιουμ 30 χρόνια νύχτα" συνέδεε την προσωπική καριέρα με την τρέχουσα πραγματικότητα. Στο διαφημιστικό φυλλάδιο παρουσιάζονταν και όλα τα βιβλία του Τζιμάκου (από τις εκδόσεις Opera). Κόστος κατ' άτομο 40 ευρώ με ένα ποτό. Στην υγειά σου, Τζιμάκο αειθαλή! Να μας ζήσεις και να μας χαρίζεις τέτοιες στιγμές ευφορίας!
25/10/10
Το κλάδεμα
Μεγάλωσε πολύ αυτή η πορτοκαλιά μας στην αυλή και θέριεψε. Χαιρετά πλέον το μπαλκόνι του α΄ ορόφου. Να δεις πως σε λίγο θα του αφήνει και κανέναν καρπό. Θα πηγαίνουν τα σκονισμένα πουλιά και θα ρουφάνε τον χυμό. Θα φτερουγίζουνε έτσι με περισσότερη αλκή και βιασύνη.
Λέμε να την κλαδέψουμε, αλλά σκέπτομαι πως πολλά είναι τα ''κλαδέματα'' στον καιρό μας και η γύμνια φέρνει μια κάποια μελαγχολία. Κουρεμένα τα δέντρα πια, σαν στρατιωτάκια, δεν έχουν της σκιάς τους εκτόπισμα. Εντωμεταξύ, στα νώτα της γειτονικής πολυκατοικίας όλο και κάποιο αστικό δράμα κάθε πρωί ή βράδυ εκτυλίσσεται. Κάποιο μωρό κλαίει από το πουθενά. Σε μια περίπτωση, άνδρας και γυναίκα, μήνες άνεργοι, διαρκώς λογομαχούν και το παιδί, που θέλει να δει τον κόσμο έξω από το κλουβί του, κάνει να βγει στο μπαλκόνι που είναι γεμάτο σαν αποθήκη, αλλά εκείνη το σέρνει μέσα με τη βία, και καθώς κλείνει την μπαλκονόπορτα με βία, το κλάμα του παιδιού χάνεται πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Γκρίνια, ένδεια αλλά μαζί και εγωισμός. Εάν το παιδί κοιτούσε τους γύρω του ελεύθερο, θα ελευθέρωνε την γνωστή πια εσωτερική αλήθεια, το "μυστικό" που τόσο εύκολα ξεπηδά στη συνείδησή μας με το πρώτο "ρε" και την αλλαγή του τόνου στη φωνή.
Κάποτε όμως ο άνθρωπος αρχίζει να αγριεύει και να κλαδεύει. Κόβει φύλλα και κλαδιά, κόβει τις καλημέρες, κόβει τις σχέσεις που τον τρέφανε, κόβει ακόμη και επιθυμητές συνήθειες και μοιάζει να αυτοφυλακίζεται έτοιμος να εκραγεί. Του κόβουν, λέει, και τα λεφτά που περίμενε και χάνει τη βολή του. Κάποιοι δίπλα του είναι απολυμένοι. Δαπάνησαν μισή ζωή, αλλά τώρα είναι δαπάνη οι ίδιοι. Ο άνθρωπος είναι βάρος, και στη ζωή και σιμά στο θάνατο. Εντωμεταξύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα όλο και κάποιος πεθαίνει στο ''χωριό'' μας, όπου είμαστε πλέον όλοι γνωστοί (στα νιάτα μας ακούγαμε σε μπουάτ την Χωματά, αλλά και ο Γιάννης ο σκηνοθέτης κάθε Σαββατόβραδο ''κοιμόταν'' ξέμπαρκος στο σαλόνι μας). Πόσες αναγγελίες θανάτων μπορεί να αντέξει η κοινή ψυχή; Το πένθος του ενήλικος μεταβιβάζει τη δωρεά στο χαμόγελο του παιδιού.
Κάπως έτσι όλοι μοιάζουμε κουρεμένοι και ολίγον "μαντρωμένοι". Ήταν μεγάλη έκπληξη χθες μετά τα μεσάνυχτα όταν από την ίδια παραπάνω πολυκατοικία άρχισαν, ξαφνικά και πάλι, να πέφτουνε νότες και στίχοι, λαϊκά αθάνατα και ζεϊμπέκικα. Μπα, έχουμε και πάρτι εδώ; μα ποιος γιορτάζει τέτοιες μέρες; Μου είχε λείψει πολύ αυτή η αντήχηση στο κενό του χώρου και δη του ακάλυπτου. Μάθαμε ρε αδελφέ στην πικρή σοβαροφάνεια ή στη σοβαρή πίκρα. Πάλι καλά δηλαδή που έρχεται και η εθνική εορτή και θα ξαναθυμηθούμε τον Τραϊφόρο και τη Βέμπο. Αλλά δεν είναι σίγουρο μέσο χαράς πάντοτε η αναδρομή, το να βουτάς τουτέστιν πάλι και πάλι στο θαμπό παρελθόν.
Το πιο ωραίο κοντράστ πάντως ψυχοχρωμάτων το ένιωσα το Σάββατο έξω από ένα νοσοκομείο που πολεμά τη νόσο. Νοσοκομείο βουβό η α΄ εικόνα, εκκλησία ζωηρή η β΄, και ένας ψιλικατζής σαν πολεμικός ανταποκριτής να μου διηγείται μεταξύ παραγγελίας και μετρητών τις πολλές μικροϊστορίες που κλείνουν τα σπίτια και σφραγίζουν τις καρδιές. Για μια μαθήτρια που την επισκέφθηκε πούλμαν σχολικό, για έναν Συριανό καθολικό που για 15 μήνες ξενυχτούσε πάνω στην ίδια πλαστική καρέκλα, για έναν τραγουδιστή που έμεινε μισός. Αλλά η αποθέωση ήταν τα ροζ μπαλόνια. Στην εκκλησία γινόταν κάποια βάφτιση και σχεδόν ένα τσαμπί μπαλονιών ήταν έτοιμο να δραπετεύσει προς τον ουρανό, αν δεν τρύπωνε στα ανήλιαγα υπόγεια, ισόγεια και βάλε του νοσοκομείου για να διακωμωδήσει κάπως τη διαδικασία και την ατμόσφαιρα των ακτίνων, των βελόνων, των ιατρικών αγώνων. Δίπλα δίπλα η ζωή και ο θάνατος, αδελφάκια γίνανε που δεν μιλιούνται κι όλο συνεννοούνται, κάποτε άλλοτε τους χώριζε χάσμα βαθύ και απλησίαστο. Και πόσο φανερά μιλάει η υγεία πάνω στο σώμα, με το συνεχές χαμόγελο, την όρεξη, τα πρωινά όνειρα. Ενώ ''οι άλλοι'' στην απομόνωση, δεν μιλούν, τους κουρεύουν διαρκώς και όλο και μπαίνουν στο πλύσιμο, τους πέφτουνε τα παντελόνια, κρέμονται από ένα ζωνάρι και από κάτω ένα κενό, μιλούν συνθηματικά και είναι σίγουροι μόνο για το μέλλον τους.
Είναι εκείνες οι κούκλες του θεάτρου που τις παίζεις με τα χέρια, κι εκείνες μόνο με το σώμα μιλούν, ικετεύουν, πονούν, λυγίζουν, γονατίζουν, γογγύζουν, πετούν από χαρά. Το κουκλοθέατρο είναι θέαμα άκρως συμβολικόν με σοφές στα ανθρώπινα προεκτάσεις. Φτάνει ο άνθρωπος και γίνεται μια βαλσαμωμένη κούκλα, η ίδια αυτή που κάνει τα πιτσιρίκια να γελάνε με τα καμώματά της και τις όλο λαλιά πόζες και παύσεις της. Και με την ευκαιρία, ανακάλυψα (κι επισκέφθηκα) ένα θέατρο στον Νέο Κόσμο, το ΠΚ, έτσι λέγεται από τα αρχικά του ιδρυτή του, που όταν πας να ψωνίσεις το Σάββατο από την εκεί λαϊκή, είναι σαν καμουφλαρισμένο πίσω από τεντόπανα και κουρελούδες. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει εκεί η τέχνη, πάνω από τα πλαστικά, τα χαρτόνια, τις πεταμένες πορτοκαλόφλουδες και όλη την μυρωδάτη σαπίλα των εμπόρων και των παραγωγών που μένει πάνω στη γη και στα λακκάκια των γραμμών του τραμ.
Και τα κομμωτήρια γεμάτα, όλοι και όλες κουρεύονται. Παντελόνια σωλήνες, πατικωμένα τα χάρτινα μαζί με αποδείξεις φρέσκες κυλινδρικές, για ό,τι κάνεις και λες παίρνε και μιαν απόδειξη για να τεκμηριώνεται το συμβάν. Αλλιώς δεν πείθεις. Θέλει χαρτί η πειθώ και το ψηστήρι.
Θα ζήσουμε λένε κι άλλες πολλές μέρες λιτότητας. Θα αδυνατίσουμε συναισθηματικά καθώς θα μας ραντίζουνε βροχές και θα προσπαθούμε να κρυφτούμε κάτω από τα ισχνής σκιάς δεντρύλλια. Εάν ήμουν δήμαρχος, θα κόλλαγα τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κάτω από την αττική συννεφιά κι άσε μετά τη βροχή να... κουρεύεται. Μας έχει πλήξει η λέπρα των ανήσυχων μεσοαστών και μιλάμε και κουνιόμαστε σαν άρρωστοι. Ε, στο τέλος, λέγε φέρσου θα το πιστέψουμε κιόλας ότι πληγήκαμε και θα ζητούμε ταχείαν ανάρρωση. Στον καιρό της ταχύτατης επικοινωνίας η μοναξιά της τεχνολογίας λένε ότι μας έχει κάνει σαν μαύρα αυτοκίνητα, με κλειστά ερμητικά τα φιμέ τζάμια.
Πάντως οι γιατροί λένε να τρώμε πορτοκάλια γιατί πρέπει να ενισχύουμε την άμυνα του οργανισμού μας. Πόλεμος (με αδέσποτες) στον ανοιχτό χώρο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τι, ακόμη δεν σε λήστεψαν; Ε, δεν είσαι "ιν" ρε παιδί μου, χωρίς διάρρηξη, χρέη, λαχάνιασμα, τον πυρετό της αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι πολύ ευαίσθητοι αρρωσταίνουν συχνότερα και οι πολύ κυνικοί βαδίζουν σαν τανκ.
Τελικά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να κλαδευτεί αυτή η πορτοκαλιά, να μείνει και κανένας χίπης ρε παιδί μου, περισσεύουνε οι γιάπηδες.
Όταν είμαστε μικροί μάς πήγαινε ο πατέρας μας στη Λεωφόρο, και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στη Β. Σοφίας ή στην Κηφισίας έπαιρνε το βλέμμα μας και μια πολυκατοικία όλο πράσινα μαλλιά, γύρω από κάθε κούφωμα, τα σχέδια της Μπιρμπίλη σαν να λέμε, αλλά στο όρθιο και στο πιο φουντωτό. Να ανοίγεις το παράθυρο και να σε χαϊδεύει το φυλλαράκι.
Τώρα ίσως υπάρχει ακόμη. Στο παραμύθι η μαγική φασολιά σε πήγαινε στον ουρανό μέσα σε μια νύχτα. Μιας και κλαδεύτηκε, συγγνώμη κατεδαφίστηκε χθες ένα κτήριο στην Ομόνοια, είναι ευκαιρία του Σκάι να φυτέψει μαγικές φασολιές και πορτοκαλιές - κι από κάτω να γίνεται διακίνηση φρούτων.
Άσ' το να φουντώσει και λίγο... Δεν κάνει δαπάνη τέτοιο περίσσευμα.
Λέμε να την κλαδέψουμε, αλλά σκέπτομαι πως πολλά είναι τα ''κλαδέματα'' στον καιρό μας και η γύμνια φέρνει μια κάποια μελαγχολία. Κουρεμένα τα δέντρα πια, σαν στρατιωτάκια, δεν έχουν της σκιάς τους εκτόπισμα. Εντωμεταξύ, στα νώτα της γειτονικής πολυκατοικίας όλο και κάποιο αστικό δράμα κάθε πρωί ή βράδυ εκτυλίσσεται. Κάποιο μωρό κλαίει από το πουθενά. Σε μια περίπτωση, άνδρας και γυναίκα, μήνες άνεργοι, διαρκώς λογομαχούν και το παιδί, που θέλει να δει τον κόσμο έξω από το κλουβί του, κάνει να βγει στο μπαλκόνι που είναι γεμάτο σαν αποθήκη, αλλά εκείνη το σέρνει μέσα με τη βία, και καθώς κλείνει την μπαλκονόπορτα με βία, το κλάμα του παιδιού χάνεται πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Γκρίνια, ένδεια αλλά μαζί και εγωισμός. Εάν το παιδί κοιτούσε τους γύρω του ελεύθερο, θα ελευθέρωνε την γνωστή πια εσωτερική αλήθεια, το "μυστικό" που τόσο εύκολα ξεπηδά στη συνείδησή μας με το πρώτο "ρε" και την αλλαγή του τόνου στη φωνή.
Κάποτε όμως ο άνθρωπος αρχίζει να αγριεύει και να κλαδεύει. Κόβει φύλλα και κλαδιά, κόβει τις καλημέρες, κόβει τις σχέσεις που τον τρέφανε, κόβει ακόμη και επιθυμητές συνήθειες και μοιάζει να αυτοφυλακίζεται έτοιμος να εκραγεί. Του κόβουν, λέει, και τα λεφτά που περίμενε και χάνει τη βολή του. Κάποιοι δίπλα του είναι απολυμένοι. Δαπάνησαν μισή ζωή, αλλά τώρα είναι δαπάνη οι ίδιοι. Ο άνθρωπος είναι βάρος, και στη ζωή και σιμά στο θάνατο. Εντωμεταξύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα όλο και κάποιος πεθαίνει στο ''χωριό'' μας, όπου είμαστε πλέον όλοι γνωστοί (στα νιάτα μας ακούγαμε σε μπουάτ την Χωματά, αλλά και ο Γιάννης ο σκηνοθέτης κάθε Σαββατόβραδο ''κοιμόταν'' ξέμπαρκος στο σαλόνι μας). Πόσες αναγγελίες θανάτων μπορεί να αντέξει η κοινή ψυχή; Το πένθος του ενήλικος μεταβιβάζει τη δωρεά στο χαμόγελο του παιδιού.
Κάπως έτσι όλοι μοιάζουμε κουρεμένοι και ολίγον "μαντρωμένοι". Ήταν μεγάλη έκπληξη χθες μετά τα μεσάνυχτα όταν από την ίδια παραπάνω πολυκατοικία άρχισαν, ξαφνικά και πάλι, να πέφτουνε νότες και στίχοι, λαϊκά αθάνατα και ζεϊμπέκικα. Μπα, έχουμε και πάρτι εδώ; μα ποιος γιορτάζει τέτοιες μέρες; Μου είχε λείψει πολύ αυτή η αντήχηση στο κενό του χώρου και δη του ακάλυπτου. Μάθαμε ρε αδελφέ στην πικρή σοβαροφάνεια ή στη σοβαρή πίκρα. Πάλι καλά δηλαδή που έρχεται και η εθνική εορτή και θα ξαναθυμηθούμε τον Τραϊφόρο και τη Βέμπο. Αλλά δεν είναι σίγουρο μέσο χαράς πάντοτε η αναδρομή, το να βουτάς τουτέστιν πάλι και πάλι στο θαμπό παρελθόν.
Το πιο ωραίο κοντράστ πάντως ψυχοχρωμάτων το ένιωσα το Σάββατο έξω από ένα νοσοκομείο που πολεμά τη νόσο. Νοσοκομείο βουβό η α΄ εικόνα, εκκλησία ζωηρή η β΄, και ένας ψιλικατζής σαν πολεμικός ανταποκριτής να μου διηγείται μεταξύ παραγγελίας και μετρητών τις πολλές μικροϊστορίες που κλείνουν τα σπίτια και σφραγίζουν τις καρδιές. Για μια μαθήτρια που την επισκέφθηκε πούλμαν σχολικό, για έναν Συριανό καθολικό που για 15 μήνες ξενυχτούσε πάνω στην ίδια πλαστική καρέκλα, για έναν τραγουδιστή που έμεινε μισός. Αλλά η αποθέωση ήταν τα ροζ μπαλόνια. Στην εκκλησία γινόταν κάποια βάφτιση και σχεδόν ένα τσαμπί μπαλονιών ήταν έτοιμο να δραπετεύσει προς τον ουρανό, αν δεν τρύπωνε στα ανήλιαγα υπόγεια, ισόγεια και βάλε του νοσοκομείου για να διακωμωδήσει κάπως τη διαδικασία και την ατμόσφαιρα των ακτίνων, των βελόνων, των ιατρικών αγώνων. Δίπλα δίπλα η ζωή και ο θάνατος, αδελφάκια γίνανε που δεν μιλιούνται κι όλο συνεννοούνται, κάποτε άλλοτε τους χώριζε χάσμα βαθύ και απλησίαστο. Και πόσο φανερά μιλάει η υγεία πάνω στο σώμα, με το συνεχές χαμόγελο, την όρεξη, τα πρωινά όνειρα. Ενώ ''οι άλλοι'' στην απομόνωση, δεν μιλούν, τους κουρεύουν διαρκώς και όλο και μπαίνουν στο πλύσιμο, τους πέφτουνε τα παντελόνια, κρέμονται από ένα ζωνάρι και από κάτω ένα κενό, μιλούν συνθηματικά και είναι σίγουροι μόνο για το μέλλον τους.
Είναι εκείνες οι κούκλες του θεάτρου που τις παίζεις με τα χέρια, κι εκείνες μόνο με το σώμα μιλούν, ικετεύουν, πονούν, λυγίζουν, γονατίζουν, γογγύζουν, πετούν από χαρά. Το κουκλοθέατρο είναι θέαμα άκρως συμβολικόν με σοφές στα ανθρώπινα προεκτάσεις. Φτάνει ο άνθρωπος και γίνεται μια βαλσαμωμένη κούκλα, η ίδια αυτή που κάνει τα πιτσιρίκια να γελάνε με τα καμώματά της και τις όλο λαλιά πόζες και παύσεις της. Και με την ευκαιρία, ανακάλυψα (κι επισκέφθηκα) ένα θέατρο στον Νέο Κόσμο, το ΠΚ, έτσι λέγεται από τα αρχικά του ιδρυτή του, που όταν πας να ψωνίσεις το Σάββατο από την εκεί λαϊκή, είναι σαν καμουφλαρισμένο πίσω από τεντόπανα και κουρελούδες. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει εκεί η τέχνη, πάνω από τα πλαστικά, τα χαρτόνια, τις πεταμένες πορτοκαλόφλουδες και όλη την μυρωδάτη σαπίλα των εμπόρων και των παραγωγών που μένει πάνω στη γη και στα λακκάκια των γραμμών του τραμ.
Και τα κομμωτήρια γεμάτα, όλοι και όλες κουρεύονται. Παντελόνια σωλήνες, πατικωμένα τα χάρτινα μαζί με αποδείξεις φρέσκες κυλινδρικές, για ό,τι κάνεις και λες παίρνε και μιαν απόδειξη για να τεκμηριώνεται το συμβάν. Αλλιώς δεν πείθεις. Θέλει χαρτί η πειθώ και το ψηστήρι.
Θα ζήσουμε λένε κι άλλες πολλές μέρες λιτότητας. Θα αδυνατίσουμε συναισθηματικά καθώς θα μας ραντίζουνε βροχές και θα προσπαθούμε να κρυφτούμε κάτω από τα ισχνής σκιάς δεντρύλλια. Εάν ήμουν δήμαρχος, θα κόλλαγα τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου κάτω από την αττική συννεφιά κι άσε μετά τη βροχή να... κουρεύεται. Μας έχει πλήξει η λέπρα των ανήσυχων μεσοαστών και μιλάμε και κουνιόμαστε σαν άρρωστοι. Ε, στο τέλος, λέγε φέρσου θα το πιστέψουμε κιόλας ότι πληγήκαμε και θα ζητούμε ταχείαν ανάρρωση. Στον καιρό της ταχύτατης επικοινωνίας η μοναξιά της τεχνολογίας λένε ότι μας έχει κάνει σαν μαύρα αυτοκίνητα, με κλειστά ερμητικά τα φιμέ τζάμια.
Πάντως οι γιατροί λένε να τρώμε πορτοκάλια γιατί πρέπει να ενισχύουμε την άμυνα του οργανισμού μας. Πόλεμος (με αδέσποτες) στον ανοιχτό χώρο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Τι, ακόμη δεν σε λήστεψαν; Ε, δεν είσαι "ιν" ρε παιδί μου, χωρίς διάρρηξη, χρέη, λαχάνιασμα, τον πυρετό της αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι πολύ ευαίσθητοι αρρωσταίνουν συχνότερα και οι πολύ κυνικοί βαδίζουν σαν τανκ.
Τελικά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να κλαδευτεί αυτή η πορτοκαλιά, να μείνει και κανένας χίπης ρε παιδί μου, περισσεύουνε οι γιάπηδες.
Όταν είμαστε μικροί μάς πήγαινε ο πατέρας μας στη Λεωφόρο, και αν δεν κάνω λάθος, κάπου στη Β. Σοφίας ή στην Κηφισίας έπαιρνε το βλέμμα μας και μια πολυκατοικία όλο πράσινα μαλλιά, γύρω από κάθε κούφωμα, τα σχέδια της Μπιρμπίλη σαν να λέμε, αλλά στο όρθιο και στο πιο φουντωτό. Να ανοίγεις το παράθυρο και να σε χαϊδεύει το φυλλαράκι.
Τώρα ίσως υπάρχει ακόμη. Στο παραμύθι η μαγική φασολιά σε πήγαινε στον ουρανό μέσα σε μια νύχτα. Μιας και κλαδεύτηκε, συγγνώμη κατεδαφίστηκε χθες ένα κτήριο στην Ομόνοια, είναι ευκαιρία του Σκάι να φυτέψει μαγικές φασολιές και πορτοκαλιές - κι από κάτω να γίνεται διακίνηση φρούτων.
Άσ' το να φουντώσει και λίγο... Δεν κάνει δαπάνη τέτοιο περίσσευμα.
19/10/10
Στον μαέστρο του λούνα παρκ
Το όνομά του, πλάι σε εκείνα του Φίνου και του κυρ-Αλέκου, ταυτίστηκε σχεδόν με τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο μιας άλλης εποχής. Οι κουλτουριαραίοι τον ελοιδωρούσαν και τον ελοιδώρησαν, ακόμα και μετά θάνατον, ως "πατριάρχη του κιτς και της σάχλας", ως "σκηνοθέτη της ευκολίας" - και άλλα σχετικά. Πολλά μεγάλα ονόματα του οφείλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την "επωνυμία" τους. Τα αδηφάγα, συνήθως, μέσα του φέρθηκαν, παραδόξως, με ήπιο τρόπο μετά το χαμό του: ούτε αδιαφορία και μονόστηλα, ούτε υστερικές κραυγές. Το βέβαιο είναι ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε λατρέψαμε τις κωμωδίες, τα δράματα και τα μιούζικαλ του '60, είτε κάναμε ουρές για να δούμε τα "Τσακάλια" και τη "Στροφή" τη δεκαετία του '80, είτε μεγαλώσαμε με το "Λούνα Παρκ" και τα "Λιονταράκια του Κυρ-Ηλία" στην τηλεόραση, υπάρχει σε όλους μας πολύς Γιάννης Δαλιανίδης εγγεγραμμένος στην ψυχή και την καρδιά... καλό ταξίδι, μαέστρο.
http://www.youtube.com/watch?v=7sJWXxNVSQA&feature=player_embedded
http://www.youtube.com/watch?v=7sJWXxNVSQA&feature=player_embedded
18/10/10
To πλέγμα των σχέσεων
Το πόσο ευμετάβλητες, κάλπικες, φρούδες, χαλαρές είναι οι σχέσεις μας κάτω από την σκέπη του σύγχρονου κόσμου εσείς μάλλον το έχετε αντιληφθεί καλύτερα από μένα. Αυτό το διαπιστώνετε καλύτερα όταν συμμετέχετε σε μια γιορτή ή σε μιαν ιδιωτική συγκέντρωση, όπου (φευ) ξαναβλέπετε ξεχασμένους και ξεχασμένες μορφές (το πώς ξεχάστηκαν είναι βέβαια αυτό το θέμα που ''καίει'', αυτό που μαγκώνει τα χείλη και κάνει μια φάτσα σοβαρή, αμήχανη, συνοφρυωμένη - ''ξεχνιόμαστε'' συνήθως από αδυναμία χρόνου, φτηνές συναισθηματικές επιλογές, καταφορά της μοίρας και ανυπέρβλητο εγωισμό [και άλλες χίλιες αιτίες που συνδέονται με το ανθρώπινο ζωώδες] και επιστρέφουμε, όταν επιστρέφουμε, σαν βρεγμένες γάτες για να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, εάν δεν πέσουμε σε ύφος περίσκεπτης σιωπής, που τα λέει όλα).
Εκεί λοιπόν, σε αυτές τις γιορτές, είναι που σαν ξένοι πια μοιάζουν εκείνοι με τους οποίους άλλοτε είχαν θερμανθεί ορισμένες στιγμές βίου - πρόσωπα ξεφτισμένα, άτονα, αδιάφορα, προβλέψιμα, σαν να μην έχουν τίποτε αλλάξει στο είναι τους, σαν να έχουν μείνει χρόνια πίσω ίδια και απαράλλακτα - κι ας έχουν μπει αργά ή γρήγορα στο παραδοσιακό αυλάκι, στη ρουτίνα της οικογενειακής συμβίωσης, ή ζουν με το άγχος της ασυντρόφευτης ανεξαρτησίας.
Βιαστικό σκίτσο 1 λεπτού - και μετά το τίποτα: δουλεύω σε..., είμαι με..., μένω όπου... Πρόσωπα-βιαστικά δελτία ειδήσεων. Τίποτα δεν είστε για τους άλλους, λένε οι πίνακες στους τοίχους, αν δεν υφίσταται ένα ας πούμε κοινό, καθοδηγητικό "συμφέρον", καμιά συνουσία ή καμιά εξυπηρέτηση.
Και μετά τι άλλο να πεις με όλους αυτούς τους λιμοκοντόρους; Όταν τόσο αμφισβητείται η συνέχεια και το κυριότερο, η πίστη στον άλλον. Βέβαια γνωρίζω και ορισμένα κορτσούδια που πάνε κατευθείαν στο ψητό. Εάν εμφανιστεί ο άγνωστος Χ, ''αέρα'' να τον τυλίξουμε με το σάλι της τεχνητής γοητείας μας: ψεύτικες βλεφαρίδες, ξανθά μαλλιά και κολλητό τζιν ή φούστα πάνω από το γόνατο (οι υπόλοιπες και υπόλοιποι είναι γνωστοί, δεδομένοι και επομένως μπαγιάτικοι). Το πιο κωμικό είναι πάντως αυτές οι λεγόμενες σχέσεις-ποδήλατο, όπου όπως ακριβώς συμβαίνει με τις ρόδες, καθένας από όσους συμμετέχουν ναι μεν δίνει λόγο απευθείας στον οικοδεσπότη, με τον οποίον κάτι τον συνδέει στο παρόν και στο παρελθόν, δηλαδή στον πυρήνα, στο κέντρο, αλλά λίγα πλέον του λένε οι άλλοι, διπλανοί και αντικριστοί άξονες. Αλλά υπάρχουν και οι ευτυχέστερες περιπτώσεις: όπου κάπως, κάπου και κάποτε ανταμώνουν και ορισμένοι από τους παράλληλους άξονες της ρόδας, κι έτσι το πλέγμα είναι πιο ισχυρό. Διότι όχι μόνο μεταξύ τους τα κλαδιά, αλλά και το καθένα προς τον κορμό.
Φθινοπωρινός υετός. Οι σταγόνες πέφτουν παραλλήλως στο κέντρο της ρόδας. Ορισμένες προλαβαίνουν και κάπως χαζοχαμογελούν μεταξύ τους πριν από την πτώση.
Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ενστάσεις για όλα τα παραπάνω και κανείς μην το παίζει "άριστος" ως ειδικός επί των διαφυλικών σχέσεων ή ηθικολόγος ολκής. Αλλά ας μην το ξεκινήσουμε το θέμα αυτό πάλι. Το έχουμε εξαντλήσει σε εκατοντάδες προηγούμενες ανιαρές γιορτές. Βαριόμαστε ανυπόφορα.
Ονειρεύομαι μια γιορτή όπου όλοι να είναι σεληνιασμένοι, διονυσιακοί, σε έκσταση, έξω από την πλήξη της εικόνας τους. Να είναι βόμβα η γιορτή, έκρηξη, σειρήνα, καταιγίδα, κι όχι πένθιμη σύναξη και συγκέντρωση νεκροκεφαλών.
Δυστυχώς, σπάνια τα βρίσκεις πλέον αυτά. Κι όμως αυτά έπρεπε να είναι τα συστατικά στοιχεία της γιορτής. Να σκάνε οι σαμπάνιες σε όλα τα πρόσωπα, κι όχι μόνο σε ένα μπουκάλι.
Βέβαια, από το τίποτα καλή και η τυρόπιτα.
Εκεί λοιπόν, σε αυτές τις γιορτές, είναι που σαν ξένοι πια μοιάζουν εκείνοι με τους οποίους άλλοτε είχαν θερμανθεί ορισμένες στιγμές βίου - πρόσωπα ξεφτισμένα, άτονα, αδιάφορα, προβλέψιμα, σαν να μην έχουν τίποτε αλλάξει στο είναι τους, σαν να έχουν μείνει χρόνια πίσω ίδια και απαράλλακτα - κι ας έχουν μπει αργά ή γρήγορα στο παραδοσιακό αυλάκι, στη ρουτίνα της οικογενειακής συμβίωσης, ή ζουν με το άγχος της ασυντρόφευτης ανεξαρτησίας.
Βιαστικό σκίτσο 1 λεπτού - και μετά το τίποτα: δουλεύω σε..., είμαι με..., μένω όπου... Πρόσωπα-βιαστικά δελτία ειδήσεων. Τίποτα δεν είστε για τους άλλους, λένε οι πίνακες στους τοίχους, αν δεν υφίσταται ένα ας πούμε κοινό, καθοδηγητικό "συμφέρον", καμιά συνουσία ή καμιά εξυπηρέτηση.
Και μετά τι άλλο να πεις με όλους αυτούς τους λιμοκοντόρους; Όταν τόσο αμφισβητείται η συνέχεια και το κυριότερο, η πίστη στον άλλον. Βέβαια γνωρίζω και ορισμένα κορτσούδια που πάνε κατευθείαν στο ψητό. Εάν εμφανιστεί ο άγνωστος Χ, ''αέρα'' να τον τυλίξουμε με το σάλι της τεχνητής γοητείας μας: ψεύτικες βλεφαρίδες, ξανθά μαλλιά και κολλητό τζιν ή φούστα πάνω από το γόνατο (οι υπόλοιπες και υπόλοιποι είναι γνωστοί, δεδομένοι και επομένως μπαγιάτικοι). Το πιο κωμικό είναι πάντως αυτές οι λεγόμενες σχέσεις-ποδήλατο, όπου όπως ακριβώς συμβαίνει με τις ρόδες, καθένας από όσους συμμετέχουν ναι μεν δίνει λόγο απευθείας στον οικοδεσπότη, με τον οποίον κάτι τον συνδέει στο παρόν και στο παρελθόν, δηλαδή στον πυρήνα, στο κέντρο, αλλά λίγα πλέον του λένε οι άλλοι, διπλανοί και αντικριστοί άξονες. Αλλά υπάρχουν και οι ευτυχέστερες περιπτώσεις: όπου κάπως, κάπου και κάποτε ανταμώνουν και ορισμένοι από τους παράλληλους άξονες της ρόδας, κι έτσι το πλέγμα είναι πιο ισχυρό. Διότι όχι μόνο μεταξύ τους τα κλαδιά, αλλά και το καθένα προς τον κορμό.
Φθινοπωρινός υετός. Οι σταγόνες πέφτουν παραλλήλως στο κέντρο της ρόδας. Ορισμένες προλαβαίνουν και κάπως χαζοχαμογελούν μεταξύ τους πριν από την πτώση.
Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ενστάσεις για όλα τα παραπάνω και κανείς μην το παίζει "άριστος" ως ειδικός επί των διαφυλικών σχέσεων ή ηθικολόγος ολκής. Αλλά ας μην το ξεκινήσουμε το θέμα αυτό πάλι. Το έχουμε εξαντλήσει σε εκατοντάδες προηγούμενες ανιαρές γιορτές. Βαριόμαστε ανυπόφορα.
Ονειρεύομαι μια γιορτή όπου όλοι να είναι σεληνιασμένοι, διονυσιακοί, σε έκσταση, έξω από την πλήξη της εικόνας τους. Να είναι βόμβα η γιορτή, έκρηξη, σειρήνα, καταιγίδα, κι όχι πένθιμη σύναξη και συγκέντρωση νεκροκεφαλών.
Δυστυχώς, σπάνια τα βρίσκεις πλέον αυτά. Κι όμως αυτά έπρεπε να είναι τα συστατικά στοιχεία της γιορτής. Να σκάνε οι σαμπάνιες σε όλα τα πρόσωπα, κι όχι μόνο σε ένα μπουκάλι.
Βέβαια, από το τίποτα καλή και η τυρόπιτα.
15/10/10
Σχέση μητρική
Καθώς βλέπω να φεύγουν άπρακτοι από τα μαρμαρένια αλώνια μας οι κάθε λογής διεκδικητές κάποιας θέσης εξασφάλισης στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, και μάλιστα με το παράπονο τού "πώς οι άλλοι και όχι εμείς;", σκέπτομαι τις γαλακτοφόρες τροφούς, τις μητρικές σχέσεις. Αφήνει ποτέ μια μάνα ένα εκ των τέκνων της ατάιστο; Κάνει το παν τι δυνατόν φυσικά για να θρέψει όλα τα παιδιά της. Ε, λοιπόν αυτό για το κράτος-μητέρα δεν ισχύει. Το κράτος-μαμά έχει χωρίσει τα παιδιά της, στα προκομμένα, στα ηλικιακώς ανώτερα, στα ευνοούμενα - δίπλα σε αυτά και τα υιοθετημένα, τα αποπαίδια, τα ορφανά. Ο άντρας έρχεται στο σπίτι και αφήνει το φαγί στο τραπέζι. Πάλι οι μερίδες είναι λιγότερες των προσώπων. Ε, τότε η μάνα, που πρέπει να "κόψει" από την μερίδα των τυχερών για να πολλαπλασιάσει τα ψάρια, κάνει το εξής πολύ σκληρό: προσκαλεί στο τραπέζι μόνο τα παιδιά των πρώτων κατηγοριών. Και τα άλλα μένουν νηστικά να βλέπουν και να σαλιώνουν τα χείλη. Γιατί ρε μάνα, θα της φώναζε κανένα από αυτά. Η ζωή δεν είναι για όλους, θα απαντούσε εκείνη και θα τα νέκρωνε. Υπογράφοντας μια σύμβαση, υπογράφεις ουσιαστικά και την αναμέτρησή σου με τον νόμο της κοινωνικής διαίρεσης. Αλλά, λένε, και ευτυχώς, πως έχει ο καιρός γυρίσματα. Κι έτσι αν όλοι πέσουμε στη φτώχεια, δεν θα είναι η καλύτερη απάντηση της κοινωνικής δικαιοσύνης; Στην ουρά όλοι για συσσίτιο. Πιο νόστιμο είναι αυτό. Εκτός κι αν και τα συσσίτια δεν φτάνουν για όλους.
8/10/10
Ένα ακόμη φευγιό
Έχει πάρει κατά καιρούς το αφτί μου πικρόχολα σχόλια για τον Ηλία Μαμαλάκη. Σχόλια που, σχεδόν στο σύνολό τους, εστιάζονται στην πολυπραγμοσύνη του, σε αυτό που ο λαός λέει «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις» (ραδιόφωνο, τηλεόραση, περιοδικό, διαφήμιση) «θα τον βρεις». Τα αντιπαρέρχομαι. Ίσως επειδή στην περίπτωσή του πιστεύω ακράδαντα ότι η ποιότητα υπερισχύει της ποσότητας. Τον πρωτο-«συνάντησα» πριν από 10-12 χρόνια, συγγραφέα καλαίσθητων και μερακλίδικων βιβλίων για θέματα ελληνικής κουζίνας. Στη συνέχεια τον «βρήκα» στις ραδιοφωνικές συχνότητες, να στάζει μέλι για τα εδέσματα που περιέγραφε. Ύστερα, «εισέβαλε» ειρηνικά και στο δικό μου σπίτι, όπως και σε αυτά εκατομμυρίων άλλων ελλήνων, μέσα από το τηλεοπτικό «Μπουκιά και συχώριο» - σε ένα τηλε-τοπίο απεριόριστης βλακείας και ελαφρότητας, είναι να απορεί κανείς πώς βρήκε σπόρο και χώμα να ανθίσει ένα τέτοιο λέλουδο. Με το χαρακτηριστικό του κοντόχοντρο σουλούπι, με το μπαστουνάκι του συχνά ανά χείρας, ο Ηλίας μας ταξίδεψε στα τρίσβαθα της πατρίδας και της οικουμένης, συνδυάζοντας με αμίμητο τρόπο την ανακάλυψη των τόπων, των τοπίων και των πολιτισμών με εκείνην των γεύσεων. Ακόμα θυμάμαι με ποιο «μαγικό τρόπο» κάθε κάστρο στο οποίο ανέβαινε, κάθε εκθαμβωτική θέα, κάθε μνημείο που περιεργαζόταν (και που στο μεταξύ είχε συνεπάρει και εμάς τους παθητικούς θεατές) του άνοιγε την όρεξη για μαγείρεμα – στις γαλλικές εξοχές, στα κελάρια της Κεντρικής Ευρώπης, σε τροπικά τοπία της Ταϋλάνδης, στα απαράμιλλα ακρογιάλια του Αιγαίου. Κάθε επεισόδιο κι ένα παραμύθι, σαν αυτά που διηγούνται οι πολυταξιδεμένοι παππούδες στα εκστασιασμένα εγγόνια. Ακόμα κι αν δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το τεχνικό σκέλος των τηλεοπτικών παραγωγών, υποπτεύομαι πόσες ατέλειωτες εργατοώρες έκρυβε κάθε φορά αυτό το σχεδόν τέλειο τηλεοπτικό αποτέλεσμα. Η αγάπη του κοινού (που πάντα αποτυπωνόταν και στις μετρήσεις) και τα πολλά βραβεία νομίζω ότι για τον ίδιο ήταν ικανοποίηση μεγαλύτερη και από την όποια συμφωνημένη αμοιβή για αυτά που προετοίμαζε.
Ο Ηλίας Μαμαλάκης, η ψυχή όλων των προηγουμένων, έχασε κι αυτός πριν από λίγο καιρό, όπως κι ο αγαπημένος μας Μένης, τη σύντροφο της ζωής του. Μόνο αυτός θα μπορούσε να την αποχαιρετήσει δημόσια με λίγα, αλλά τόσο σοφά λόγια, που δημοσίευσε λίγο μετά το φευγιό της στο διαδίκτυο (http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=3711&t=%CE%97-%CE%98%CF%81%CE%AD%CF%88%CE%B7), με τον τίτλο «Η θρέψη». Στον αγαπημένο ταξιδευτή και παραμυθά, τον μάστορα των γεύσεων και των αισθήσεων, η ταπεινότητά μου, αλλά κι όσοι άλλοι έχουν μάθει ή γνωρίζουν τώρα το μαντάτο, δεν έχουν παρά να ευχηθούν δύναμη και κουράγιο στη ρούγα αυτήν την πλέον κακοτράχαλη του ωραίου ταξιδιού του στον κόσμο.
Ο Ηλίας Μαμαλάκης, η ψυχή όλων των προηγουμένων, έχασε κι αυτός πριν από λίγο καιρό, όπως κι ο αγαπημένος μας Μένης, τη σύντροφο της ζωής του. Μόνο αυτός θα μπορούσε να την αποχαιρετήσει δημόσια με λίγα, αλλά τόσο σοφά λόγια, που δημοσίευσε λίγο μετά το φευγιό της στο διαδίκτυο (http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=3711&t=%CE%97-%CE%98%CF%81%CE%AD%CF%88%CE%B7), με τον τίτλο «Η θρέψη». Στον αγαπημένο ταξιδευτή και παραμυθά, τον μάστορα των γεύσεων και των αισθήσεων, η ταπεινότητά μου, αλλά κι όσοι άλλοι έχουν μάθει ή γνωρίζουν τώρα το μαντάτο, δεν έχουν παρά να ευχηθούν δύναμη και κουράγιο στη ρούγα αυτήν την πλέον κακοτράχαλη του ωραίου ταξιδιού του στον κόσμο.
''Τα οπωροφόρα'' ως ταινία
8.10.2010
"Τα οπωροφόρα" ως ταινία για όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο βέβαια είναι εκπληκτικό, είναι προβληματική και δυσανάγνωστη.
Εκείνο που ο κινηματογράφος διαθέτει και μπορεί δι' αυτού να προσελκύσει τον θεατή είναι η δομή των σχέσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καμία σχέση της οποίας η ροή και η εξέλιξη να κρατούν προσηλωμένο τον θεατή, εξαιρουμένης εκείνης της πολύ σύντομης του ήρωα-βαδιζομανή με την καλλίπυγη νεαρά, την οποία γνωρίζει τρώγοντας σύκα και η οποία κάνει πίσω στις ερωτικές βουλήσεις του όταν εκείνος αυθαιρέτως και αιφνιδιαστικώς τής πιάνει το βυζί μέσα στο ίδιο της το σπίτι στο οποίο τον προσκαλεί για να της πιάσει σύκα από τον κήπο κάτω από την βεράντα της.
Όλες οι άλλες σκηνές μέσα στην πόλη είναι ασύνδετες μεταξύ τους. Προφανώς, κάπως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συνδέονται, με την έννοια ότι πρωταγωνιστεί ο βασικός ήρωας, ή συνδέονται αν θεωρήσουμε ότι η σχέση συνδέει τον ήρωα με την πόλη γενικώς και τους συμπολίτες του, αλλά μεταξύ των προσώπων που αυτός συναντά ουδεμία σχέση δεν εκφράζεται ούτε εφευρέθηκε, ώστε να κυλάει η ταινία πιο ομαλά, χωρίς χάσματα.
Όταν στο πλάνο εμφανίζεται ο όμιλος του Ζαππείου, με κεντρικό πρόσωπο τον βλάχο-συντονιστή, κανένας θεατής, αν προηγουμένως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τους σταθερούς θαμώνες του Ζαππείου και μάλιστα, κατά το βιβλίο, πλησίον του ηλιακού ρολογιού. Οι σκηνές του ήρωα, κατά την άποψή μου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μιαν ενότητα αρραγή, που θα κάλυπτε όλη την ταινία, από την αρχή ως το τέλος, και να ακούγεται ως εισαγωγή τους η φωνή ενός αθέατου αφηγητή, που δεν θα ήταν βέβαια ο συγγραφέας-Λευτέρης Βογιατζής. Δηλαδή, εγώ αν την σκηνοθετούσα θα πέταγα εκτός ταινίας όλες τις δοκιμιακές κρίσεις του Δημητρίου περί διηγήματος και διηγηματικού πυρήνα και λογοτεχνίας και όλα τα λοιπά (οι οποίες αν θυμάστε αποτελούν ποσοστό 85% του βιβλίου), τα οποία κατ' επιλογήν ακούγονται καθ'όσον τα λέει επιδεικτικά και συμπερασματικά, σαν εξ αποκαλύψεως λάμψεις, ο συγγραφέας (Βογιατζής) στην οικιακή βοηθό του, αλλοδαπή και ως εκ τούτου αδύναμη να τα καταλάβει και να αρθρώσει αντίρρηση. Η απόφαση του σκηνοθέτη να στήσει τον Βογιατζή σχεδόν καθ' όλη την ταινία πίσω από ένα γραφείο, με θέα μια κεκλιμένη τσιμεντένια ράμπα (σαν κι εκείνες των υπόγειων γκαράζ) που κατρακυλούσε ως έξω από το τζάμι του, και να τον βάζει διαρκώς να σκέφτεται και να προβληματίζεται γύρω από την τέχνη και την καθ' εξέλιξη ιστορία του, ήταν άστοχη και προκαλούσε στον θεατή ανία και αδιαφορία.
Συμπερασματικά, κατά την άποψή μου, η ταινία έπρεπε να ράψει και μόνο τις ασύνδετες "περιπέτειες" του ήρωα μέσα στην πόλη και να εξοβελίσει όλες τις αναγωγές του Δημητρίου από τη λογοτεχνία στη ζωή και τανάπαλιν, τις οποίες, σε κάποιον βαθμό, αναμάσησε με ένα βλέμμα σαν χαζής γίδας και με στόμα χάσκον ο Λευτέρης Βογιατζής. Το πόσο αδιάφορα είδε το χθεσινό (7.10.2010) κοινό την ταινία (στο ''Άστυ" και ώρες 8.30-10.15) το τεκμηριώνουν τα ακόλουθα: α) σπάνια γέλαγε με τις ατάκες, β) στο διάλειμμα είδαμε μια κυρία στην 2η γραμμή να κοιμάται!. Στο τέλος, δε, της ταινίας, το κοινό ήταν παγωμένο, και ούτε που σηκωνόταν από την θέση του στο αντίκρισμα των τίτλων και των γραμμάτων, σαν να έλεγε ο καθένας μέσα του: "Συγγνώμη, αυτό ήταν;".
Και ούτε ένα οπωροφόρο βρε παιδί μου κατά την έξοδο, κανένα περδικούλι, έτσι για να γλυκάνει τον πόνο του θεατή.
Εξερχόμενοι πρώτοι από την αίθουσα, με αυτό που λέμε "η φούρια της απαξίωσης", συναντήσαμε τον Λάκη Παπαστάθη. Μας είπε ότι το "Ταξίδι" του θα ξεκινήσει να προβάλλεται μόνο στον "Απόλλωνα" την 11.11.2010. Για άλλη μία φορά ενίσχυσα μέσα μου την άποψη ότι βιβλίο σε ταινία είναι συνήθως δέντρο άνευ οπώρας.
Διαβάστε το βιβλίο. Στο αρχείο μου συνήντησα την ημερομηνία 28.1.2006 (τότε είχε παρουσιαστεί στον "Ιανό" προεξαρχούσης της συμπαθούς Μαρίας Χούκλη). Άλλα έτη, άλλα φρούτα, άλλοι καρποί.
Π.Χ.
"Τα οπωροφόρα" ως ταινία για όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο βέβαια είναι εκπληκτικό, είναι προβληματική και δυσανάγνωστη.
Εκείνο που ο κινηματογράφος διαθέτει και μπορεί δι' αυτού να προσελκύσει τον θεατή είναι η δομή των σχέσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καμία σχέση της οποίας η ροή και η εξέλιξη να κρατούν προσηλωμένο τον θεατή, εξαιρουμένης εκείνης της πολύ σύντομης του ήρωα-βαδιζομανή με την καλλίπυγη νεαρά, την οποία γνωρίζει τρώγοντας σύκα και η οποία κάνει πίσω στις ερωτικές βουλήσεις του όταν εκείνος αυθαιρέτως και αιφνιδιαστικώς τής πιάνει το βυζί μέσα στο ίδιο της το σπίτι στο οποίο τον προσκαλεί για να της πιάσει σύκα από τον κήπο κάτω από την βεράντα της.
Όλες οι άλλες σκηνές μέσα στην πόλη είναι ασύνδετες μεταξύ τους. Προφανώς, κάπως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συνδέονται, με την έννοια ότι πρωταγωνιστεί ο βασικός ήρωας, ή συνδέονται αν θεωρήσουμε ότι η σχέση συνδέει τον ήρωα με την πόλη γενικώς και τους συμπολίτες του, αλλά μεταξύ των προσώπων που αυτός συναντά ουδεμία σχέση δεν εκφράζεται ούτε εφευρέθηκε, ώστε να κυλάει η ταινία πιο ομαλά, χωρίς χάσματα.
Όταν στο πλάνο εμφανίζεται ο όμιλος του Ζαππείου, με κεντρικό πρόσωπο τον βλάχο-συντονιστή, κανένας θεατής, αν προηγουμένως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για τους σταθερούς θαμώνες του Ζαππείου και μάλιστα, κατά το βιβλίο, πλησίον του ηλιακού ρολογιού. Οι σκηνές του ήρωα, κατά την άποψή μου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μιαν ενότητα αρραγή, που θα κάλυπτε όλη την ταινία, από την αρχή ως το τέλος, και να ακούγεται ως εισαγωγή τους η φωνή ενός αθέατου αφηγητή, που δεν θα ήταν βέβαια ο συγγραφέας-Λευτέρης Βογιατζής. Δηλαδή, εγώ αν την σκηνοθετούσα θα πέταγα εκτός ταινίας όλες τις δοκιμιακές κρίσεις του Δημητρίου περί διηγήματος και διηγηματικού πυρήνα και λογοτεχνίας και όλα τα λοιπά (οι οποίες αν θυμάστε αποτελούν ποσοστό 85% του βιβλίου), τα οποία κατ' επιλογήν ακούγονται καθ'όσον τα λέει επιδεικτικά και συμπερασματικά, σαν εξ αποκαλύψεως λάμψεις, ο συγγραφέας (Βογιατζής) στην οικιακή βοηθό του, αλλοδαπή και ως εκ τούτου αδύναμη να τα καταλάβει και να αρθρώσει αντίρρηση. Η απόφαση του σκηνοθέτη να στήσει τον Βογιατζή σχεδόν καθ' όλη την ταινία πίσω από ένα γραφείο, με θέα μια κεκλιμένη τσιμεντένια ράμπα (σαν κι εκείνες των υπόγειων γκαράζ) που κατρακυλούσε ως έξω από το τζάμι του, και να τον βάζει διαρκώς να σκέφτεται και να προβληματίζεται γύρω από την τέχνη και την καθ' εξέλιξη ιστορία του, ήταν άστοχη και προκαλούσε στον θεατή ανία και αδιαφορία.
Συμπερασματικά, κατά την άποψή μου, η ταινία έπρεπε να ράψει και μόνο τις ασύνδετες "περιπέτειες" του ήρωα μέσα στην πόλη και να εξοβελίσει όλες τις αναγωγές του Δημητρίου από τη λογοτεχνία στη ζωή και τανάπαλιν, τις οποίες, σε κάποιον βαθμό, αναμάσησε με ένα βλέμμα σαν χαζής γίδας και με στόμα χάσκον ο Λευτέρης Βογιατζής. Το πόσο αδιάφορα είδε το χθεσινό (7.10.2010) κοινό την ταινία (στο ''Άστυ" και ώρες 8.30-10.15) το τεκμηριώνουν τα ακόλουθα: α) σπάνια γέλαγε με τις ατάκες, β) στο διάλειμμα είδαμε μια κυρία στην 2η γραμμή να κοιμάται!. Στο τέλος, δε, της ταινίας, το κοινό ήταν παγωμένο, και ούτε που σηκωνόταν από την θέση του στο αντίκρισμα των τίτλων και των γραμμάτων, σαν να έλεγε ο καθένας μέσα του: "Συγγνώμη, αυτό ήταν;".
Και ούτε ένα οπωροφόρο βρε παιδί μου κατά την έξοδο, κανένα περδικούλι, έτσι για να γλυκάνει τον πόνο του θεατή.
Εξερχόμενοι πρώτοι από την αίθουσα, με αυτό που λέμε "η φούρια της απαξίωσης", συναντήσαμε τον Λάκη Παπαστάθη. Μας είπε ότι το "Ταξίδι" του θα ξεκινήσει να προβάλλεται μόνο στον "Απόλλωνα" την 11.11.2010. Για άλλη μία φορά ενίσχυσα μέσα μου την άποψη ότι βιβλίο σε ταινία είναι συνήθως δέντρο άνευ οπώρας.
Διαβάστε το βιβλίο. Στο αρχείο μου συνήντησα την ημερομηνία 28.1.2006 (τότε είχε παρουσιαστεί στον "Ιανό" προεξαρχούσης της συμπαθούς Μαρίας Χούκλη). Άλλα έτη, άλλα φρούτα, άλλοι καρποί.
Π.Χ.
5/10/10
Τα εγκαίνια, ο ζωγράφος κι ο αποσυρμένος πολιτικός
5.10.2010
Ο Μπουζιάνης επιστρέφει σπίτι του, κραύγαζε ο τίτλος. Το σπίτι φωταγωγημένο, με τους πίνακες της παραμόρφωσης ριγμένους στους τοίχους. Οι επισκέπτες μια αγέλη, ένα σκυλολόι, μέσα και έξω από το σπίτι. Μια-δυο ροτόντες πάνω στο στενοσόκακο, με κανένα μισοδαγκωμένο τυροπιτάκι. Δίπλα το νέο κτήριο, το πολιτιστικό. Οι κοπέλες με τα βιολιά και την ομοιόμορφη μαύρη περιβολή έπαιζαν το Yesterday, στην αυλή πίσω από το σπίτι του ζωγράφου. Θα'χε γούστο έλεγε η φαντασία μου να εμφανιζόταν από το υπερπέραν ο μυστακοφόρος ζωγράφος και με κανένα υπερφυσικό πινέλο σαν σκουπόξυλο να τους έπαιρνε όλους αυτούς τους θιασώτες της υψηλής τέχνης στο κατόπι. Αλλά η έκπληξη της βραδιάς ήταν ο αποσυρμένος πλέον πολιτικός, που στεκόταν διακριτικά, σε απόσταση από την οικία, κοστουμαρισμένος και σαν σε θέση άμυνας. Γιατί άραγε δεν ορμούσε κι αυτός μέσα στο κέντρο της φωτοχυσίας, να αρπάξει κανένα χειροφίλημα ή κανέναν ψευδοέπαινο; Τι να φοβόταν άραγε; Την οργή των φιλότεχνων; Λες να τον... παραμόρφωναν και αυτόν, να του κάνανε τα προγούλια του σαν χυμένο κιμά; αυτή την απωθητική κροκοδειλίσια φάτσα να την χτυπούσαν κάτω σαν το χταπόδι; Μπα, δεν νομίζω ότι τα κάνουν αυτά οι Νεοέλληνες. Σέβονται την παλαιά ιδιότητα, ό,τι κι αν κρύβεται από πίσω της: εξουσιαστική παραφροσύνη, φασιστικοί αλαλαγμοί, χιτλερικοί απόηχοι. Εξάλλου, από την κοιλία τους βρήκε αυτό το εξάμβλωμα, που στην αρχή τούς κάθισε κάπως στον λαιμό και μετά το πήρε και το σήκωσε ο αέρας της αλλαγής. Πάντως, κι εγώ με άκρα υποκρισία τον πλησίασα, έτσι για να μαζέψω ρήσεις και κρίσεις. Με αυτή την δουλοπρέπεια που ταιριάζει στο πλησίασμα του ξεπερασμένου δασκάλου, του ντοπαρισμένου ολυμπιονίκη, του πολιτικού-καταστροφέα των λαϊκών ελπίδων. Στο πλησίασμα του φίλου και της φίλης, για τους οποίους πάγος μέσα μας λιώνει αντί για κάρβουνο ατμόπλοιου. Με ολίγα ψιμύθια πώς γίνονται όλα τόσο... παραμυθένια! Αλλά και η ζωγραφική τι κάνει κατ' ουσίαν; Ό,τι θέλει βλέπει από τον κόσμο, όπως θέλει το αποδίδει. Γούστο της καπέλο της. Σου φτιάχνει την πόζα και το πορτρέτο και άντε μετά εσύ να βγάλεις την ερμηνεία από τις γραμμές και τις μείξεις των χρωμάτων. Α, δεν σας είπα το πιο κωμικό όλων: Από την αυλή του σπιτιού ξεκινούσε μια κλίμακα σαν βαθύ πηγάδι. Έβλεπες τους άλλους να κατεβαίνουν τη στενή σκάλα, ε, έλεγες, κάπου πάνε αυτοί, ίσως σε κάτι καλό. Κάποιες κιτρινισμένες ταμπέλες έλεγαν "Προς αμφιθέατρο κ.λπ.". Κι αρχίζει η κατεβασιά, μία στροφή, δεύτερη στροφή, τρίτη στροφή και πάει λέγοντας. Αλλά οι ενδιάμεσες κλειστές θύρες παρέτειναν τη λαχτάρα και την αγωνία. Η οποία πού νομίζετε ότι κατέληγε ύστερα από καμιά 70αριά σκαλιά; Στο υπόγειο πάρκινγκ (!), άδειο, ολόαδειο, και με ένα φωτάκι να κυκλοφέρεται σαν τον φάρο των περιπολικών. Ωραία φάρσα. Ο πίνακας ήτανε άδειος ώστε η μουτσούνα του καθενός να αφήνει μια σκιά. Καημένε Μπουζιάνη. Ήρθαμε σπίτι σου και δεν προλάβαμε ούτε ένα κουλουράκι να μας σερβίρεις. Και οι γυναίκες στα κάδρα σαν χυμένες άτσαλα μπογιές με χοντροπίνελο. Αγαπούσες τις άσχημες, το ξέρω. Το ελάττωμα δίνει τη χάρη, που λέμε.
Ο Μπουζιάνης επιστρέφει σπίτι του, κραύγαζε ο τίτλος. Το σπίτι φωταγωγημένο, με τους πίνακες της παραμόρφωσης ριγμένους στους τοίχους. Οι επισκέπτες μια αγέλη, ένα σκυλολόι, μέσα και έξω από το σπίτι. Μια-δυο ροτόντες πάνω στο στενοσόκακο, με κανένα μισοδαγκωμένο τυροπιτάκι. Δίπλα το νέο κτήριο, το πολιτιστικό. Οι κοπέλες με τα βιολιά και την ομοιόμορφη μαύρη περιβολή έπαιζαν το Yesterday, στην αυλή πίσω από το σπίτι του ζωγράφου. Θα'χε γούστο έλεγε η φαντασία μου να εμφανιζόταν από το υπερπέραν ο μυστακοφόρος ζωγράφος και με κανένα υπερφυσικό πινέλο σαν σκουπόξυλο να τους έπαιρνε όλους αυτούς τους θιασώτες της υψηλής τέχνης στο κατόπι. Αλλά η έκπληξη της βραδιάς ήταν ο αποσυρμένος πλέον πολιτικός, που στεκόταν διακριτικά, σε απόσταση από την οικία, κοστουμαρισμένος και σαν σε θέση άμυνας. Γιατί άραγε δεν ορμούσε κι αυτός μέσα στο κέντρο της φωτοχυσίας, να αρπάξει κανένα χειροφίλημα ή κανέναν ψευδοέπαινο; Τι να φοβόταν άραγε; Την οργή των φιλότεχνων; Λες να τον... παραμόρφωναν και αυτόν, να του κάνανε τα προγούλια του σαν χυμένο κιμά; αυτή την απωθητική κροκοδειλίσια φάτσα να την χτυπούσαν κάτω σαν το χταπόδι; Μπα, δεν νομίζω ότι τα κάνουν αυτά οι Νεοέλληνες. Σέβονται την παλαιά ιδιότητα, ό,τι κι αν κρύβεται από πίσω της: εξουσιαστική παραφροσύνη, φασιστικοί αλαλαγμοί, χιτλερικοί απόηχοι. Εξάλλου, από την κοιλία τους βρήκε αυτό το εξάμβλωμα, που στην αρχή τούς κάθισε κάπως στον λαιμό και μετά το πήρε και το σήκωσε ο αέρας της αλλαγής. Πάντως, κι εγώ με άκρα υποκρισία τον πλησίασα, έτσι για να μαζέψω ρήσεις και κρίσεις. Με αυτή την δουλοπρέπεια που ταιριάζει στο πλησίασμα του ξεπερασμένου δασκάλου, του ντοπαρισμένου ολυμπιονίκη, του πολιτικού-καταστροφέα των λαϊκών ελπίδων. Στο πλησίασμα του φίλου και της φίλης, για τους οποίους πάγος μέσα μας λιώνει αντί για κάρβουνο ατμόπλοιου. Με ολίγα ψιμύθια πώς γίνονται όλα τόσο... παραμυθένια! Αλλά και η ζωγραφική τι κάνει κατ' ουσίαν; Ό,τι θέλει βλέπει από τον κόσμο, όπως θέλει το αποδίδει. Γούστο της καπέλο της. Σου φτιάχνει την πόζα και το πορτρέτο και άντε μετά εσύ να βγάλεις την ερμηνεία από τις γραμμές και τις μείξεις των χρωμάτων. Α, δεν σας είπα το πιο κωμικό όλων: Από την αυλή του σπιτιού ξεκινούσε μια κλίμακα σαν βαθύ πηγάδι. Έβλεπες τους άλλους να κατεβαίνουν τη στενή σκάλα, ε, έλεγες, κάπου πάνε αυτοί, ίσως σε κάτι καλό. Κάποιες κιτρινισμένες ταμπέλες έλεγαν "Προς αμφιθέατρο κ.λπ.". Κι αρχίζει η κατεβασιά, μία στροφή, δεύτερη στροφή, τρίτη στροφή και πάει λέγοντας. Αλλά οι ενδιάμεσες κλειστές θύρες παρέτειναν τη λαχτάρα και την αγωνία. Η οποία πού νομίζετε ότι κατέληγε ύστερα από καμιά 70αριά σκαλιά; Στο υπόγειο πάρκινγκ (!), άδειο, ολόαδειο, και με ένα φωτάκι να κυκλοφέρεται σαν τον φάρο των περιπολικών. Ωραία φάρσα. Ο πίνακας ήτανε άδειος ώστε η μουτσούνα του καθενός να αφήνει μια σκιά. Καημένε Μπουζιάνη. Ήρθαμε σπίτι σου και δεν προλάβαμε ούτε ένα κουλουράκι να μας σερβίρεις. Και οι γυναίκες στα κάδρα σαν χυμένες άτσαλα μπογιές με χοντροπίνελο. Αγαπούσες τις άσχημες, το ξέρω. Το ελάττωμα δίνει τη χάρη, που λέμε.
24/9/10
Σκύθος στο "Χρώμα"
24.9.2010
Ο Γιώργος Σκύθος συνεχίζει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα με την νέα έκθεσή του στην γκαλερί "Χρώμα" (Κ. Σερβίας και Λέκκα), με γενικό τίτλο "Οδηγίες για δρόμους". Η εν λόγω έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τον Ιανουάριο του νέου έτους.
Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη καλλιτεχνική προσπάθεια, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και περιεχομένου. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί πρωτότυπες χρωματικές μείξεις τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια των συνθέσεων, ταυτόχρονα με την ανάμειξη ποικίλων επιμέρους θεματικών στοιχείων. Ο τίτλος των έργων, όπως προείπαμε, είναι "Οδηγίες για δρόμους": πράγματι, όλα τα θέματα των έργων συγκλίνουν στο σύγχρονο αστικό βιομηχανικό τεχνοκρατούμενο τοπίο, και ειδικώς στη μοναχική πορεία και σύγκρουση του ανθρώπινου υποκειμένου με τους απειλητικούς εξωτερικούς παράγοντες. Απρόσωπα κτήρια, πελώριοι οικοδομικοί όγκοι, δημόσια έργα εν εξελίξει, ταχείες διελεύσεις μοντέρνων μέσων μεταφοράς κ.λπ. βομβίζουν πάνω από το ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο καδράρει με το βλέμμα του κάθε στιγμή και ταυτοχρόνως τον πανζουρλισμό των ετερόκλητων ήχων και θορύβων, την ποικιλία των στάσεων, δραστηριοτήτων και απαντήσεων του ανθρώπου στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, τις συμπλοκές σάρκας και ύλης, τις διάχυτες εικόνες της ανθρωπομάζας κ.λπ. Ο Χρόνος, και ειδικότερα κάθε χρονική στιγμή μοιάζει να κερματίζει όλα τα επιμέρους εν δημοσίω χώρω σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Η τεθλασμένη του τραμ περνάει ξυστά από δίπλα μας, την ίδια ώρα που ένα ιπτάμενο πατίνι είναι έτοιμο να σκάσει μπροστά μας, ένα τρόλεϊ να μας βελονίσει με τις κεραίες του, ένα αυτοκίνητο να κορνάρει πάνω από το τύμπανό μας κ.λπ.
Τα έργα θεωρώ ότι είναι κατάλληλα και για καλλιτεχνική επένδυση ιδιωτικών χώρων και για περιοδικές εκδόσεις (βλ. εξώφυλλα Άθενς Βόις). Ο Γιώργος Σκύθος κατά δήλωσή του ακολουθεί τις αρχές μιας δικής του γλώσσας, εξπρεσιονιστικού αφαιρετισμού, με τη χρήση ωστόσο γεωμετρικών στοιχείων που φανερά εξεικονίζουν τις εν στάσει και κινούμενες οντότητες της πολύβουης και νευρασθενικής πόλης.
Κατά την άποψή μας, η ενότητα των έργων, που μιλούν την ίδια πρωτότυπη γλώσσα και αποτελούν "μια άηχη πόλη μέσα στην πόλη", προκαλεί τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον των φιλοτέχνων και αξίζει αναντίρρητα την προσοχή μας.
Τα συγχαρητήριά μας στον καλλιτέχνη.
Π.Χ.
Ο Γιώργος Σκύθος συνεχίζει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα με την νέα έκθεσή του στην γκαλερί "Χρώμα" (Κ. Σερβίας και Λέκκα), με γενικό τίτλο "Οδηγίες για δρόμους". Η εν λόγω έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τον Ιανουάριο του νέου έτους.
Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη καλλιτεχνική προσπάθεια, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και περιεχομένου. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί πρωτότυπες χρωματικές μείξεις τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια των συνθέσεων, ταυτόχρονα με την ανάμειξη ποικίλων επιμέρους θεματικών στοιχείων. Ο τίτλος των έργων, όπως προείπαμε, είναι "Οδηγίες για δρόμους": πράγματι, όλα τα θέματα των έργων συγκλίνουν στο σύγχρονο αστικό βιομηχανικό τεχνοκρατούμενο τοπίο, και ειδικώς στη μοναχική πορεία και σύγκρουση του ανθρώπινου υποκειμένου με τους απειλητικούς εξωτερικούς παράγοντες. Απρόσωπα κτήρια, πελώριοι οικοδομικοί όγκοι, δημόσια έργα εν εξελίξει, ταχείες διελεύσεις μοντέρνων μέσων μεταφοράς κ.λπ. βομβίζουν πάνω από το ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο καδράρει με το βλέμμα του κάθε στιγμή και ταυτοχρόνως τον πανζουρλισμό των ετερόκλητων ήχων και θορύβων, την ποικιλία των στάσεων, δραστηριοτήτων και απαντήσεων του ανθρώπου στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, τις συμπλοκές σάρκας και ύλης, τις διάχυτες εικόνες της ανθρωπομάζας κ.λπ. Ο Χρόνος, και ειδικότερα κάθε χρονική στιγμή μοιάζει να κερματίζει όλα τα επιμέρους εν δημοσίω χώρω σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Η τεθλασμένη του τραμ περνάει ξυστά από δίπλα μας, την ίδια ώρα που ένα ιπτάμενο πατίνι είναι έτοιμο να σκάσει μπροστά μας, ένα τρόλεϊ να μας βελονίσει με τις κεραίες του, ένα αυτοκίνητο να κορνάρει πάνω από το τύμπανό μας κ.λπ.
Τα έργα θεωρώ ότι είναι κατάλληλα και για καλλιτεχνική επένδυση ιδιωτικών χώρων και για περιοδικές εκδόσεις (βλ. εξώφυλλα Άθενς Βόις). Ο Γιώργος Σκύθος κατά δήλωσή του ακολουθεί τις αρχές μιας δικής του γλώσσας, εξπρεσιονιστικού αφαιρετισμού, με τη χρήση ωστόσο γεωμετρικών στοιχείων που φανερά εξεικονίζουν τις εν στάσει και κινούμενες οντότητες της πολύβουης και νευρασθενικής πόλης.
Κατά την άποψή μας, η ενότητα των έργων, που μιλούν την ίδια πρωτότυπη γλώσσα και αποτελούν "μια άηχη πόλη μέσα στην πόλη", προκαλεί τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον των φιλοτέχνων και αξίζει αναντίρρητα την προσοχή μας.
Τα συγχαρητήριά μας στον καλλιτέχνη.
Π.Χ.
22/9/10
Ο θάνατος της εβδομάδος
22.9.2010
Η Βασιλική, ή κατά την λογοτεχνική αφιέρωση Λιλή, η τόσο αξιοπρεπής, διακριτική και σεμνή σύντροφος του αγαπητού συγγραφέα μας Μένη Κουμανταρέα, ΄΄εκοιμήθη΄΄. Χθες αποχαιρετίστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο, παρουσία οικογενειακών μελών (μεταξύ αυτών, οι 2 αδελφές της), συγγενών και φίλων-ομοτέχνων μεταξύ αυτών.
Έχουμε την τύχη να τη θυμόμαστε από μία και μόνο βραδιά που οργανώθηκε προς τιμήν του ζεύγους προ ολίγων ετών, στο Μετς ("Παλιά Ταβέρνα").
Τελευταία φορά που την είδαμε ήταν σε μιαν εκδήλωση-παρουσίαση (του τελευταίου βιβλίου του ΜΚ: ''σε ένα στρατόπεδο...'') στο βιβλιοπωλείο FNAC στο Μοναστηράκι, πέρυσι (2009) τον Οκτώβριο. Λίγους μήνες μετά, άρχισε τη δράση της η νόσος των κυττάρων.
Στη Λιλή.
Πόσα στ' αλήθεια άπειρα και άφατα κρύβουν αυτές οι 2 αφιερωματικές λέξεις, που συναντώνται στην 3η σελίδα κάθε βιβλίου! Πόσα αστέρια μιας σχέσης αγάπης δεν υπομιμνήσκουν καρφωμένα πάνω σε έναν σταχτογάλανο ουρανό!
Και η σελίδα υψώθηκε ως λευκή σινδών και την σκέπασε ιεροπρεπώς.
Η Βασιλική, ή κατά την λογοτεχνική αφιέρωση Λιλή, η τόσο αξιοπρεπής, διακριτική και σεμνή σύντροφος του αγαπητού συγγραφέα μας Μένη Κουμανταρέα, ΄΄εκοιμήθη΄΄. Χθες αποχαιρετίστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο, παρουσία οικογενειακών μελών (μεταξύ αυτών, οι 2 αδελφές της), συγγενών και φίλων-ομοτέχνων μεταξύ αυτών.
Έχουμε την τύχη να τη θυμόμαστε από μία και μόνο βραδιά που οργανώθηκε προς τιμήν του ζεύγους προ ολίγων ετών, στο Μετς ("Παλιά Ταβέρνα").
Τελευταία φορά που την είδαμε ήταν σε μιαν εκδήλωση-παρουσίαση (του τελευταίου βιβλίου του ΜΚ: ''σε ένα στρατόπεδο...'') στο βιβλιοπωλείο FNAC στο Μοναστηράκι, πέρυσι (2009) τον Οκτώβριο. Λίγους μήνες μετά, άρχισε τη δράση της η νόσος των κυττάρων.
Στη Λιλή.
Πόσα στ' αλήθεια άπειρα και άφατα κρύβουν αυτές οι 2 αφιερωματικές λέξεις, που συναντώνται στην 3η σελίδα κάθε βιβλίου! Πόσα αστέρια μιας σχέσης αγάπης δεν υπομιμνήσκουν καρφωμένα πάνω σε έναν σταχτογάλανο ουρανό!
Και η σελίδα υψώθηκε ως λευκή σινδών και την σκέπασε ιεροπρεπώς.
Πόθεν Λαμπέτη;
22.9.2010
Βρέθηκα τη Δευτέρα 20.9.2010 στο Ηρώδειο, στη Βραδιά του Ηθοποιού, η οποία ήταν αφιερωμένη σε Κατράκη, Λαμπέτη, Μερκούρη, Χορν.
Μπορούσες να ακούσεις πολλά για τον βίο και το έργο των 4 αυτών αλησμόνητων ηθοποιών και να δεις σε βίντεο ορισμένα αποσπάσματα από ταινίες ή συνεντεύξεις τους.
Πρόλαβα τα τρία από τα τέσσερα μέρη.
Ανάμεσα στα όσα άκουσα, συγκράτησα και κάτι για να σας το μεταφέρω (δεν πρέπει να το γνώριζα, γι' αυτό μου έμεινε):
Αν σας ρωτήσουν στον δρόμο ρεπόρτερ "γνωρίζετε το πραγματικό όνομα της Έλλης Λαμπέτη;", φυσικά θα απαντήσετε "Λούκου".
"Και το Λαμπέτη από πού βγαίνει;" θα (ξανα)ρωτήσουν εκείνοι.
"Από τον ΄΄Αστραπόγιαννο΄΄ του Βαλαωρίτη", θα τους πείτε και θα κερδίσετε τον θαυμασμό τους.
Βρέθηκα τη Δευτέρα 20.9.2010 στο Ηρώδειο, στη Βραδιά του Ηθοποιού, η οποία ήταν αφιερωμένη σε Κατράκη, Λαμπέτη, Μερκούρη, Χορν.
Μπορούσες να ακούσεις πολλά για τον βίο και το έργο των 4 αυτών αλησμόνητων ηθοποιών και να δεις σε βίντεο ορισμένα αποσπάσματα από ταινίες ή συνεντεύξεις τους.
Πρόλαβα τα τρία από τα τέσσερα μέρη.
Ανάμεσα στα όσα άκουσα, συγκράτησα και κάτι για να σας το μεταφέρω (δεν πρέπει να το γνώριζα, γι' αυτό μου έμεινε):
Αν σας ρωτήσουν στον δρόμο ρεπόρτερ "γνωρίζετε το πραγματικό όνομα της Έλλης Λαμπέτη;", φυσικά θα απαντήσετε "Λούκου".
"Και το Λαμπέτη από πού βγαίνει;" θα (ξανα)ρωτήσουν εκείνοι.
"Από τον ΄΄Αστραπόγιαννο΄΄ του Βαλαωρίτη", θα τους πείτε και θα κερδίσετε τον θαυμασμό τους.
20/9/10
Πέτρες, πέτρες, πέτρες
20.9.2010
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε εκδώσει τη συλλογή ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ, όπου ανάμεσα στα άλλα και οι αναφορές στο πέτρινο τοπίο (π.χ.):
Ο βράχος. Τίποτ' άλλο. -
...ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. -
Βράχος στο βράχο. -
Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; -
Τους βρήκαμε ξανά κάτω απ' το βράχο, μέσα στο βράχο. Η σιωπή τους όχι θυμός που τους ξεχάσαμε· όχι διόλου μα διόλου θυμός που μας έχουν ξεχάσει κι εκείνοι. Η σιωπή τους τώρα είναι η φωνή τους· κ.λπ.
Συναιρώντας τις εντυπώσεις του πέτρινου τοπίου και τις αναμνήσεις από τη συνάντηση αυτή, χτίστηκαν οι παρακάτω στίχοι:
Η πέτρα στερεώνει κάστρα
η πέτρα σκαρφαλώνει στ' άστρα
η πέτρα λάμπει στο γιαλό
η πέτρα ξέει το πέταλο
η πέτρα κοιμάται στο βουνό
η πέτρα ασπρίζει στον κρουνό
την πέτρα πελεκάνε οι χτίστες
την πέτρα σείουν οι μασίστες
η πέτρα ζώνει τον κορμό
η πέτρα πέφτει στον γκρεμό
πέτρες ράβουνε τους φράχτες
πέτρα η φωνή στους κράχτες
η πέτρα τρυπάει το γυαλί
η πέτρα κρατάει το σκαλί
η πέτρα ορίζει το πεζούλι
η πέτρα ισιώνει το ζουμπούλι
η πέτρα στο παλιό το σπίτι
η πέτρα μες στην άδεια σκήτη
η πέτρα σύνορο στο κτήμα
η πέτρα μέτωπο και ντύμα
οι πέτρες οι τραχείς οι σκάμνοι
η πέτρα που πηδάει και λάμνει
πάνω στης θάλασσας την κρούστα
πάνω απ' των όρεων τη φούστα
η πέτρα αιώνιο σημάδι
η πέτρα που μας πάει στον Άδη
η πέτρα ακλόνητη ριζώνει
η πέτρα ακίνητη πεισμώνει
η πέτρα βάλλει τα αθώα
πέτρα τα χώματα πατρώα
οι πέτρες συνάζονται σωρός
πέτρες κι αντρίκειος χορός
πέτρα ο πόνος στην καρδιά
πέτρα του έρωτα η κοψιά
η πέτρα σκεπάζει τη φωλιά
πέτρες κυνόδοντες, σκυλιά
πέτρες οι ακοίμητοι φύλακες
πέτρα ματώνει τερματοφύλακες
πέτρα σηκώνει ο εξόριστος
πέτρα καημός πρωτοδιόριστος
πέτρα γλιστρά στα καλντερίμια
πέτρες και νύχτες σαν αγρίμια
πέτρες και κάμα του ηλίου
πέτρες και λάμα του Ιουλίου
πέτρες και γέρικα πατήματα
πέτρες λευκοντυμένα μνήματα
πέτρα και ασήμι φεγγαριού
πέτρα και αγκάλη ζευγαριού
πέτρα και φυσικό εμπόδιο
πέτρα και αύρας υποπόδιο
πέτρα και ξεραμένα χείλη
πέτρα κι αφάγωτο σταφύλι
πέτρα κι αθάνατη ελιά
πέτρα και χρώματα μελιά
πέτρα και άγουρη συκιά
πέτρα αχνιστή κι ονειροσκιά
πέτρα η ασπίδα της πατρίδας
πέτρα γροθιά της καταιγίδας
πέτρα κι απάτητες κορφές
πέτρα και θεϊκές μορφές
πέτρα κι απόμερος ναϊσκος
πέτρα σταχτιά, χλωρός ο μίσχος
πέτρα το δάκρυ που επάγωσε
πέτρα η νιότη που μαράζωσε
πέτρα η ηχώ χίλιων αιώνων
πέτρα και στάχτη των δαιμόνων
πέτρα, σιωπή και υποζύγιο
πέτρα και βάσανο επίγειο
η πέτρα τρίβεται στο χώμα
πέτρα και σφραγισμένο στόμα
πέτρα κι εγκάρσια ρυτίδα
κόκκινη πέτρα και πυξίδα
πέτρα τον λόφο ξεδοντιάζει
πέτρα και αίσθημα κομπιάζει
πέτρα, άρβυλα και πορεία
πέτρα και άγρια θηρία
πέτρα να σέρνονται οι σαύρες
πέτρες και σκέψεις, ώρες μαύρες
πέτρες κι η πάλη των σωμάτων
πέτρες και σκάμμα των τραυμάτων
πέτρες και φλέβες μες στα δάση
πέτρες και σκιάχτρα στο λιοστάσι
πέτρες και ίλιγγος και βίγλες
πέτρες κι απώλειες και νίλες
πέτρες κι υφάλμυρα νομίσματα
πέτρες κι ανηλεή τσακίσματα
πέτρες σχήματα λατόμοι
πέτρες και κυρτωμένοι ώμοι
πέτρες ζωές κύκλοι ψυχές
πέτρες χαλάσματα εποχές
πέτρες και συμπαγές βασίλειο
πέτρες κι αντίκρισμα ευήλιο
πέτρες και μέτωπο γραμμένο
πέτρες και χέρι σκαλισμένο
πέτρες κύματα μες στα σπλάχνα
πέτρες κι ακρογιάλια λάγνα
πέτρα κι ανθισμένη πλάση
πέτρα κι άνοιξη γιορτάσι
πέτρα κι ένα ποίημα χαραγμένο
πέτρα κι ένα γράμμα κρατημένο. -
Πέτρος Χ.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε εκδώσει τη συλλογή ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ, όπου ανάμεσα στα άλλα και οι αναφορές στο πέτρινο τοπίο (π.χ.):
Ο βράχος. Τίποτ' άλλο. -
...ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. -
Βράχος στο βράχο. -
Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; -
Τους βρήκαμε ξανά κάτω απ' το βράχο, μέσα στο βράχο. Η σιωπή τους όχι θυμός που τους ξεχάσαμε· όχι διόλου μα διόλου θυμός που μας έχουν ξεχάσει κι εκείνοι. Η σιωπή τους τώρα είναι η φωνή τους· κ.λπ.
Συναιρώντας τις εντυπώσεις του πέτρινου τοπίου και τις αναμνήσεις από τη συνάντηση αυτή, χτίστηκαν οι παρακάτω στίχοι:
Η πέτρα στερεώνει κάστρα
η πέτρα σκαρφαλώνει στ' άστρα
η πέτρα λάμπει στο γιαλό
η πέτρα ξέει το πέταλο
η πέτρα κοιμάται στο βουνό
η πέτρα ασπρίζει στον κρουνό
την πέτρα πελεκάνε οι χτίστες
την πέτρα σείουν οι μασίστες
η πέτρα ζώνει τον κορμό
η πέτρα πέφτει στον γκρεμό
πέτρες ράβουνε τους φράχτες
πέτρα η φωνή στους κράχτες
η πέτρα τρυπάει το γυαλί
η πέτρα κρατάει το σκαλί
η πέτρα ορίζει το πεζούλι
η πέτρα ισιώνει το ζουμπούλι
η πέτρα στο παλιό το σπίτι
η πέτρα μες στην άδεια σκήτη
η πέτρα σύνορο στο κτήμα
η πέτρα μέτωπο και ντύμα
οι πέτρες οι τραχείς οι σκάμνοι
η πέτρα που πηδάει και λάμνει
πάνω στης θάλασσας την κρούστα
πάνω απ' των όρεων τη φούστα
η πέτρα αιώνιο σημάδι
η πέτρα που μας πάει στον Άδη
η πέτρα ακλόνητη ριζώνει
η πέτρα ακίνητη πεισμώνει
η πέτρα βάλλει τα αθώα
πέτρα τα χώματα πατρώα
οι πέτρες συνάζονται σωρός
πέτρες κι αντρίκειος χορός
πέτρα ο πόνος στην καρδιά
πέτρα του έρωτα η κοψιά
η πέτρα σκεπάζει τη φωλιά
πέτρες κυνόδοντες, σκυλιά
πέτρες οι ακοίμητοι φύλακες
πέτρα ματώνει τερματοφύλακες
πέτρα σηκώνει ο εξόριστος
πέτρα καημός πρωτοδιόριστος
πέτρα γλιστρά στα καλντερίμια
πέτρες και νύχτες σαν αγρίμια
πέτρες και κάμα του ηλίου
πέτρες και λάμα του Ιουλίου
πέτρες και γέρικα πατήματα
πέτρες λευκοντυμένα μνήματα
πέτρα και ασήμι φεγγαριού
πέτρα και αγκάλη ζευγαριού
πέτρα και φυσικό εμπόδιο
πέτρα και αύρας υποπόδιο
πέτρα και ξεραμένα χείλη
πέτρα κι αφάγωτο σταφύλι
πέτρα κι αθάνατη ελιά
πέτρα και χρώματα μελιά
πέτρα και άγουρη συκιά
πέτρα αχνιστή κι ονειροσκιά
πέτρα η ασπίδα της πατρίδας
πέτρα γροθιά της καταιγίδας
πέτρα κι απάτητες κορφές
πέτρα και θεϊκές μορφές
πέτρα κι απόμερος ναϊσκος
πέτρα σταχτιά, χλωρός ο μίσχος
πέτρα το δάκρυ που επάγωσε
πέτρα η νιότη που μαράζωσε
πέτρα η ηχώ χίλιων αιώνων
πέτρα και στάχτη των δαιμόνων
πέτρα, σιωπή και υποζύγιο
πέτρα και βάσανο επίγειο
η πέτρα τρίβεται στο χώμα
πέτρα και σφραγισμένο στόμα
πέτρα κι εγκάρσια ρυτίδα
κόκκινη πέτρα και πυξίδα
πέτρα τον λόφο ξεδοντιάζει
πέτρα και αίσθημα κομπιάζει
πέτρα, άρβυλα και πορεία
πέτρα και άγρια θηρία
πέτρα να σέρνονται οι σαύρες
πέτρες και σκέψεις, ώρες μαύρες
πέτρες κι η πάλη των σωμάτων
πέτρες και σκάμμα των τραυμάτων
πέτρες και φλέβες μες στα δάση
πέτρες και σκιάχτρα στο λιοστάσι
πέτρες και ίλιγγος και βίγλες
πέτρες κι απώλειες και νίλες
πέτρες κι υφάλμυρα νομίσματα
πέτρες κι ανηλεή τσακίσματα
πέτρες σχήματα λατόμοι
πέτρες και κυρτωμένοι ώμοι
πέτρες ζωές κύκλοι ψυχές
πέτρες χαλάσματα εποχές
πέτρες και συμπαγές βασίλειο
πέτρες κι αντίκρισμα ευήλιο
πέτρες και μέτωπο γραμμένο
πέτρες και χέρι σκαλισμένο
πέτρες κύματα μες στα σπλάχνα
πέτρες κι ακρογιάλια λάγνα
πέτρα κι ανθισμένη πλάση
πέτρα κι άνοιξη γιορτάσι
πέτρα κι ένα ποίημα χαραγμένο
πέτρα κι ένα γράμμα κρατημένο. -
Πέτρος Χ.
Μια περικοπή
20.9.2010
Κύριε Διευθυντά (που δεν υπάρχεις αλλά από κάπου αόρατος μάς παρατηρείς),
Η Έλλη Παππά ήλθε στην α΄ γραμμή της επικαιρότητος με την (μεταθανάτια) έκδοση της πολιτικής διαθήκης της, λίγο διάστημα πριν από το κλείσιμο ενός χρόνου από τον θάνατό της (27.10.2009). Σε ένα παλαιότερο βιβλίο της, όπου σπουδάζει την έννοια της ελευθερίας, και σπουδάζοντάς την υπενθυμίζει τις θεωρίες του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα κ.ά., με κέντρισε, πάνω από όλα ως πολίτη, η ιδέα του σοφιστή Αντιφώντα, που αναφέρεται στην ακόλουθη παράγραφο και την οποία βρίσκω εξόχως επίκαιρη:
"...όσα είναι από τη φύση είναι τα ΄΄αληθή΄΄, όσα είναι από τους νόμους τα χαρακτηρίζει δοξασίες, ΄΄δόξαν΄΄. Απόδειξη πως, όποιος παραβεί το νόμο χωρίς να τον δει κανείς, μένει ατιμώρητος. Αντίθετα, αν παραβεί κανείς τη φύση, το κακό που θα πάθει είναι το ίδιο είτε τον αντιληφθούνε οι άλλοι είτε όχι. Γιατί, όταν παραβεί κανείς τη φύση, παθαίνει κακό όχι επειδή έτσι το νομίζουν οι άνθρωποι, όχι επειδή παρέβη τους ανθρώπινους νόμους, αλλά επειδή παρέβη την αλήθεια...". (Έλλη Παππά, Σπουδή στο θέμα της ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985, σελ. 43.)
Η Φύση λοιπόν δεν έχει οφθαλμούς για να αντικρίζει τις ανομίες μας. Όταν όμως είναι αναπτυγμένο το αίσθημα της πολιτικοκοινωνικής μας συνείδησης, τότε το ''εσωτερικό φρένο της'' μάς αποτρέπει από το κακό των πολλών, που συνεπάγεται η ιδιοτελής πράξη του ενός. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να "δούμε" τις όποιες νομοθετικές παραβάσεις και αυθαιρεσίες της εποχής μας.
Μετά τιμής
Π.Χριστοφιλίδης
Κύριε Διευθυντά (που δεν υπάρχεις αλλά από κάπου αόρατος μάς παρατηρείς),
Η Έλλη Παππά ήλθε στην α΄ γραμμή της επικαιρότητος με την (μεταθανάτια) έκδοση της πολιτικής διαθήκης της, λίγο διάστημα πριν από το κλείσιμο ενός χρόνου από τον θάνατό της (27.10.2009). Σε ένα παλαιότερο βιβλίο της, όπου σπουδάζει την έννοια της ελευθερίας, και σπουδάζοντάς την υπενθυμίζει τις θεωρίες του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα κ.ά., με κέντρισε, πάνω από όλα ως πολίτη, η ιδέα του σοφιστή Αντιφώντα, που αναφέρεται στην ακόλουθη παράγραφο και την οποία βρίσκω εξόχως επίκαιρη:
"...όσα είναι από τη φύση είναι τα ΄΄αληθή΄΄, όσα είναι από τους νόμους τα χαρακτηρίζει δοξασίες, ΄΄δόξαν΄΄. Απόδειξη πως, όποιος παραβεί το νόμο χωρίς να τον δει κανείς, μένει ατιμώρητος. Αντίθετα, αν παραβεί κανείς τη φύση, το κακό που θα πάθει είναι το ίδιο είτε τον αντιληφθούνε οι άλλοι είτε όχι. Γιατί, όταν παραβεί κανείς τη φύση, παθαίνει κακό όχι επειδή έτσι το νομίζουν οι άνθρωποι, όχι επειδή παρέβη τους ανθρώπινους νόμους, αλλά επειδή παρέβη την αλήθεια...". (Έλλη Παππά, Σπουδή στο θέμα της ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985, σελ. 43.)
Η Φύση λοιπόν δεν έχει οφθαλμούς για να αντικρίζει τις ανομίες μας. Όταν όμως είναι αναπτυγμένο το αίσθημα της πολιτικοκοινωνικής μας συνείδησης, τότε το ''εσωτερικό φρένο της'' μάς αποτρέπει από το κακό των πολλών, που συνεπάγεται η ιδιοτελής πράξη του ενός. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να "δούμε" τις όποιες νομοθετικές παραβάσεις και αυθαιρεσίες της εποχής μας.
Μετά τιμής
Π.Χριστοφιλίδης
17/9/10
Ένα σχόλιο σε μια νεότερη επιφυλλίδα του Θ. Νιάρχου
Ο εκλεκτός Θ. Νιάρχος έγραψε σήμερα (17-9-2010) στα ΝΕΑ την εξής επιφυλλίδα:
Τίτλος: Πάλι και πάντα ο Τσαρούχης
Πρόκειται για δυο αποφάνσεις του Γιάννη Τσαρούχη σε σχέση µε το τσιγάρο, που ακριβώς επειδή δεν έχουν καταγραφεί και είναι ελάχιστα γνωστές, θα ήταν δυνατόν να σταθούν αιτία για την αναθεώρηση της σχέσης τόσο µε το ίδιο το τσιγάρο όσο και µε την απαγόρευση του καπνίσµατος. Οταν είχε ρωτήσει ο αλησµόνητος ζωγράφος έναν φίλο του γιατί καπνίζει και του είχε απαντήσει ο φίλος αυτός: «Μα, Γιάννη, το τσιγάρο είναι πάθος», ο Τσαρούχης ανταπάντησε αµέσως: «Μα τι πάθος είναι αυτό που το αγοράζει κανείς στο περίπτερο;». Ενώ στον σπουδαίο ζωγράφο Νίκο Στεφάνου που, τότε τουλάχιστον, κάπνιζε αρειµανίως του είπε µε τον γνωστό ευθύβολο αλλά και ταυτόχρονα απλό του τρόπο: «Νίκο πρόσεξε, γιατί µε το τσιγάρο αναβάλλεις».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει σε σχέση µε την πρώτη απόφανση δύο τουλάχιστον πράγµατα (η δεύτερη αναλύεται αυτόµατα σχεδόν από µόνη της µέσα στον καθένα όσο επιπόλαιος και αν είναι): ότι κάτι που µπορεί να λέγεται, να επαναλαµβάνεται και να θεωρείται ακαταµάχητο, σε µιαν αµερόληπτη θεώρησή του µπορεί να αποδειχθεί ένα καλά οργανωµένο και εγκατεστηµένο ψέµα. Και ότι για να ανατρέψεις οτιδήποτε, ακόµη κι ένα πολιτικό καθεστώς, χρειάζεται να ξεπεζέψεις από τον καθιερωµένο συρµό που θέλει την αµφισβήτηση, την ανατροπή και την επανάσταση, να µπορούν να υπάρξουν µέσα από κοινόχρηστα κλισέ, που κυκλοφορούν ως σωτήριες. Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι ο φίλος που του χαρακτήρισε το τσιγάρο ως πάθος, µε την ίδια ευκολία θα µπορούσε να προµηθευτεί ιδέες και αισθήµατα ετοιµοπαράδοτα χάρις σε οποιοδήποτε µαγαζί ή κόµµα θα πουλούσε τη σχετική πραµάτεια.
Γινόταν βέβαια ακόµη πιο αποτελεσµατική η κουβέντα αυτή του Γιάννη Τσαρούχη, γιατί ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης µε µεγάλα πάθη ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να ναρκοθετήσει ή και να γελοιοποιήσει κάτι που εντελώς ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζεται ως πάθος. Η έµµεση µοµφή που περιείχε η απάντηση του φίλου του ότι το τσιγάρο είναι πάθος και, εποµένως, ο Τσαρούχης δεν θα µπορούσε να το καταλάβει, µεταβαλλόταν αυτόµατα στην αποτελεσµατικότερη καταδίκη του τσιγάρου καθώς ο Τσαρούχης δοξολόγησε τα πάθη ως σύµφυτη µε το ανθρώπινο σώµα υπόθεση, κάτι δηλαδή που δεν αγοράζεται.
Τα σκεπτόµουν όλα αυτά διαβάζοντας σε µπαρ των Εξαρχείων µια αφισούλα που γράφει, εννοώντας σαφέστατα ως τροµακτική απειλή για το µέλλον την απαγόρευση του καπνίσµατος: «Σήµερα οι καπνιστές, αύριο οι παχύσαρκοι, ποιος έχει σειρά µεθαύριο;». Κατ αρχάς είναι εξοντωτικά άδικο να εξισώνεται η απαγόρευση του καπνίσµατος µε το κυνηγητό των εβραίων και τον οµοφυλόφιλων καθώς σε οξείες πολιτικά εποχές, αν δεν κάνω λάθος, χρησιµοποιούνταν µια αντίστοιχη φρασεολογία. Επειτα η προσθήκη της λέξης «παχύσαρκοι» µε την έννοια θα απαγορευθεί κάποια στιγµή η παραµονή σε µπαρ υπέρβαρων ανθρώπων, δείχνει ακριβώς πώς η µερική απαγόρευση µιας απόλαυσης που τη διαφεντεύουµε ως προσβολή κατακτηµένου δηµοκρατικού δικαιώµατος, µπορεί να µας κάνει να παραλογιζόµαστε.
Τι κέρδος αλήθεια αν όλοι αυτοί που κραυγάζουν, συναρτηµένα ή ασυνάρτητα, κατά του καπνίσµατος, παγκοσµίως, ξεσηκώνονταν ώστε να γίνει ανθρωπινότερη η µεταχείριση των αλλοδαπών καθώς εκεί κι αν δεν προσβάλλονται τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Αλλά όσο θεωρούµε επικίνδυνη και φασιστική την απαγόρευση γιατί θίγει την προσωπική µας απόλαυση, τόσο οι απαγορεύσεις θα γίνονται όλο και περισσότερο οδυνηρές σε χώρους που έχουν πια να κάνουν µε την ίδια τη ζωή ανθρώπων ανίσχυρων και καταδιωκόµενων. Πώς να γίνει κανείς πιστευτός ότι η έννοια της απαγόρευσης τον προσβάλλει όταν αφορά την προσωπική του απόλαυση, ενώ τον αφήνει αδιάφορο όταν έχει σχέση µε τη ζωή των άλλων;
Επ' αυτής ένα σύντομο σχόλιο:
Κατά Τσαρούχη λοιπόν και αρθρογράφο τα πραγματικά πάθη δεν αγοράζονται, αλλά προφανώς κατακτώνται. Μόνο που ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, που κατακτά δωρεάν τα αληθινά πάθη, δυστυχώς δεν διαθέτει κατά μήκος όλης της ζωής του τόση αμείωτη αλκή ώστε αυτά να του ''παραδίδονται'' εις το διηνεκές, χωρίς να γίνονται αντικείμενο κάποιας μορφής "αγοραπωλησίας". Και βέβαια το ρήμα "αγοράζω" λαμβάνει εδώ και μεταφορική σημασία. Και επειδή η λέξη "Πάθος" μάς μεταφέρει αυτομάτως στο ερωτικό πεδίο, ας σκεφτεί ο καθένας μας "πόσα κατά καιρούς έχει πωλήσει ή πόσα δυστυχώς πρόκειται να πωλήσει στο μέλλον για να απολαύσει τη χαρά της ερωτικής μέθεξης". Ένα, δε, πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Δεβετζόγλου στα "ΝΕΑ" δείχνει πόσο μεγάλη, πραγματική ερωτική, είναι η εξάρτηση του καπνιστή από το "αγοραστό αυτό πάθος" του.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα: είναι προφανές ότι η απόλαυση του ενός δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των άλλων, που σημαίνει ότι η χρήση του εν λόγω δικαιώματος γίνεται με παραβίαση της ελευθερίας των υπολοίπων - και προφανώς καλόν να σκεπτόμαστε, εκτός από την δική μας απόλαυση, και τη στέρηση της απόλαυσης των άλλων (κοινωνικών ομάδων που έχουν περιθωριοποιηθεί).
Οπότε ούτε το τσιγάρο είναι πραγματικό πάθος, κατά το κείμενο, αλλά και ούτε θα έπρεπε να βαφτίζεται "πάθος", καθώς γίνεται εμπορικό αντικείμενο. Αλλά μισό λεπτό: όποιος αγοράζει τσιγάρα από το περίπτερο είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι θα αγοράζει και από κάπου αλλού, από ένα άλλο μαγαζί, ιδέες και αισθήματα; Και μισό λεπτό επίσης: όταν απολαμβάνω το τσιγαράκι μου, υποχρεούμαι βρε παιδί μου σώνει και καλά να σκέπτομαι με αίσθημα αλληλεγγύης, τη στιγμή ακριβώς αυτής της "ακριβής απόλαυσης", όλους τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου; Ρομά, Εβραίους κ.λπ.; Που σημαίνει ότι μπορεί να συνυπάρχει σε ένα πρόσωπο ο αλτρουϊσμός και η κοινωνική αλληλεγγύη και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων με την ανάγκη απόλαυσης ενός πληρωμένου τσιγάρου. Το ένα δεν αναιρεί προφανώς το άλλο. Και βέβαια δεν πρέπει να υποτιμούμε όλους εκείνους που αναγκάζονται να πληρώσουν για να αγοράσουν την απόλαυσή τους, ή το πάθος τους, γιατί οι εξαρτήσεις στη ζωή είναι ποικίλες και σχεδόν οι περισσότεροι εξ ημών βρισκόμαστε στην ανάγκη ή θα βρεθούμε στην ανάγκη να τις καλοπληρώσουμε. Κι αν το κάνουμε βέβαια, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για την ιδεολογική μας συνέπεια (δεν είναι δηλαδή πράξη ''έκπτωσης'').
Ωραίο ηθικό μάθημα (από τον εκλεκτό Θανάση Νιάρχο) και πάλι και πάντα.
Π.Χ.
Τίτλος: Πάλι και πάντα ο Τσαρούχης
Πρόκειται για δυο αποφάνσεις του Γιάννη Τσαρούχη σε σχέση µε το τσιγάρο, που ακριβώς επειδή δεν έχουν καταγραφεί και είναι ελάχιστα γνωστές, θα ήταν δυνατόν να σταθούν αιτία για την αναθεώρηση της σχέσης τόσο µε το ίδιο το τσιγάρο όσο και µε την απαγόρευση του καπνίσµατος. Οταν είχε ρωτήσει ο αλησµόνητος ζωγράφος έναν φίλο του γιατί καπνίζει και του είχε απαντήσει ο φίλος αυτός: «Μα, Γιάννη, το τσιγάρο είναι πάθος», ο Τσαρούχης ανταπάντησε αµέσως: «Μα τι πάθος είναι αυτό που το αγοράζει κανείς στο περίπτερο;». Ενώ στον σπουδαίο ζωγράφο Νίκο Στεφάνου που, τότε τουλάχιστον, κάπνιζε αρειµανίως του είπε µε τον γνωστό ευθύβολο αλλά και ταυτόχρονα απλό του τρόπο: «Νίκο πρόσεξε, γιατί µε το τσιγάρο αναβάλλεις».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει σε σχέση µε την πρώτη απόφανση δύο τουλάχιστον πράγµατα (η δεύτερη αναλύεται αυτόµατα σχεδόν από µόνη της µέσα στον καθένα όσο επιπόλαιος και αν είναι): ότι κάτι που µπορεί να λέγεται, να επαναλαµβάνεται και να θεωρείται ακαταµάχητο, σε µιαν αµερόληπτη θεώρησή του µπορεί να αποδειχθεί ένα καλά οργανωµένο και εγκατεστηµένο ψέµα. Και ότι για να ανατρέψεις οτιδήποτε, ακόµη κι ένα πολιτικό καθεστώς, χρειάζεται να ξεπεζέψεις από τον καθιερωµένο συρµό που θέλει την αµφισβήτηση, την ανατροπή και την επανάσταση, να µπορούν να υπάρξουν µέσα από κοινόχρηστα κλισέ, που κυκλοφορούν ως σωτήριες. Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι ο φίλος που του χαρακτήρισε το τσιγάρο ως πάθος, µε την ίδια ευκολία θα µπορούσε να προµηθευτεί ιδέες και αισθήµατα ετοιµοπαράδοτα χάρις σε οποιοδήποτε µαγαζί ή κόµµα θα πουλούσε τη σχετική πραµάτεια.
Γινόταν βέβαια ακόµη πιο αποτελεσµατική η κουβέντα αυτή του Γιάννη Τσαρούχη, γιατί ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης µε µεγάλα πάθη ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να ναρκοθετήσει ή και να γελοιοποιήσει κάτι που εντελώς ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζεται ως πάθος. Η έµµεση µοµφή που περιείχε η απάντηση του φίλου του ότι το τσιγάρο είναι πάθος και, εποµένως, ο Τσαρούχης δεν θα µπορούσε να το καταλάβει, µεταβαλλόταν αυτόµατα στην αποτελεσµατικότερη καταδίκη του τσιγάρου καθώς ο Τσαρούχης δοξολόγησε τα πάθη ως σύµφυτη µε το ανθρώπινο σώµα υπόθεση, κάτι δηλαδή που δεν αγοράζεται.
Τα σκεπτόµουν όλα αυτά διαβάζοντας σε µπαρ των Εξαρχείων µια αφισούλα που γράφει, εννοώντας σαφέστατα ως τροµακτική απειλή για το µέλλον την απαγόρευση του καπνίσµατος: «Σήµερα οι καπνιστές, αύριο οι παχύσαρκοι, ποιος έχει σειρά µεθαύριο;». Κατ αρχάς είναι εξοντωτικά άδικο να εξισώνεται η απαγόρευση του καπνίσµατος µε το κυνηγητό των εβραίων και τον οµοφυλόφιλων καθώς σε οξείες πολιτικά εποχές, αν δεν κάνω λάθος, χρησιµοποιούνταν µια αντίστοιχη φρασεολογία. Επειτα η προσθήκη της λέξης «παχύσαρκοι» µε την έννοια θα απαγορευθεί κάποια στιγµή η παραµονή σε µπαρ υπέρβαρων ανθρώπων, δείχνει ακριβώς πώς η µερική απαγόρευση µιας απόλαυσης που τη διαφεντεύουµε ως προσβολή κατακτηµένου δηµοκρατικού δικαιώµατος, µπορεί να µας κάνει να παραλογιζόµαστε.
Τι κέρδος αλήθεια αν όλοι αυτοί που κραυγάζουν, συναρτηµένα ή ασυνάρτητα, κατά του καπνίσµατος, παγκοσµίως, ξεσηκώνονταν ώστε να γίνει ανθρωπινότερη η µεταχείριση των αλλοδαπών καθώς εκεί κι αν δεν προσβάλλονται τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Αλλά όσο θεωρούµε επικίνδυνη και φασιστική την απαγόρευση γιατί θίγει την προσωπική µας απόλαυση, τόσο οι απαγορεύσεις θα γίνονται όλο και περισσότερο οδυνηρές σε χώρους που έχουν πια να κάνουν µε την ίδια τη ζωή ανθρώπων ανίσχυρων και καταδιωκόµενων. Πώς να γίνει κανείς πιστευτός ότι η έννοια της απαγόρευσης τον προσβάλλει όταν αφορά την προσωπική του απόλαυση, ενώ τον αφήνει αδιάφορο όταν έχει σχέση µε τη ζωή των άλλων;
Επ' αυτής ένα σύντομο σχόλιο:
Κατά Τσαρούχη λοιπόν και αρθρογράφο τα πραγματικά πάθη δεν αγοράζονται, αλλά προφανώς κατακτώνται. Μόνο που ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, που κατακτά δωρεάν τα αληθινά πάθη, δυστυχώς δεν διαθέτει κατά μήκος όλης της ζωής του τόση αμείωτη αλκή ώστε αυτά να του ''παραδίδονται'' εις το διηνεκές, χωρίς να γίνονται αντικείμενο κάποιας μορφής "αγοραπωλησίας". Και βέβαια το ρήμα "αγοράζω" λαμβάνει εδώ και μεταφορική σημασία. Και επειδή η λέξη "Πάθος" μάς μεταφέρει αυτομάτως στο ερωτικό πεδίο, ας σκεφτεί ο καθένας μας "πόσα κατά καιρούς έχει πωλήσει ή πόσα δυστυχώς πρόκειται να πωλήσει στο μέλλον για να απολαύσει τη χαρά της ερωτικής μέθεξης". Ένα, δε, πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Δεβετζόγλου στα "ΝΕΑ" δείχνει πόσο μεγάλη, πραγματική ερωτική, είναι η εξάρτηση του καπνιστή από το "αγοραστό αυτό πάθος" του.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα: είναι προφανές ότι η απόλαυση του ενός δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των άλλων, που σημαίνει ότι η χρήση του εν λόγω δικαιώματος γίνεται με παραβίαση της ελευθερίας των υπολοίπων - και προφανώς καλόν να σκεπτόμαστε, εκτός από την δική μας απόλαυση, και τη στέρηση της απόλαυσης των άλλων (κοινωνικών ομάδων που έχουν περιθωριοποιηθεί).
Οπότε ούτε το τσιγάρο είναι πραγματικό πάθος, κατά το κείμενο, αλλά και ούτε θα έπρεπε να βαφτίζεται "πάθος", καθώς γίνεται εμπορικό αντικείμενο. Αλλά μισό λεπτό: όποιος αγοράζει τσιγάρα από το περίπτερο είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι θα αγοράζει και από κάπου αλλού, από ένα άλλο μαγαζί, ιδέες και αισθήματα; Και μισό λεπτό επίσης: όταν απολαμβάνω το τσιγαράκι μου, υποχρεούμαι βρε παιδί μου σώνει και καλά να σκέπτομαι με αίσθημα αλληλεγγύης, τη στιγμή ακριβώς αυτής της "ακριβής απόλαυσης", όλους τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου; Ρομά, Εβραίους κ.λπ.; Που σημαίνει ότι μπορεί να συνυπάρχει σε ένα πρόσωπο ο αλτρουϊσμός και η κοινωνική αλληλεγγύη και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων με την ανάγκη απόλαυσης ενός πληρωμένου τσιγάρου. Το ένα δεν αναιρεί προφανώς το άλλο. Και βέβαια δεν πρέπει να υποτιμούμε όλους εκείνους που αναγκάζονται να πληρώσουν για να αγοράσουν την απόλαυσή τους, ή το πάθος τους, γιατί οι εξαρτήσεις στη ζωή είναι ποικίλες και σχεδόν οι περισσότεροι εξ ημών βρισκόμαστε στην ανάγκη ή θα βρεθούμε στην ανάγκη να τις καλοπληρώσουμε. Κι αν το κάνουμε βέβαια, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για την ιδεολογική μας συνέπεια (δεν είναι δηλαδή πράξη ''έκπτωσης'').
Ωραίο ηθικό μάθημα (από τον εκλεκτό Θανάση Νιάρχο) και πάλι και πάντα.
Π.Χ.
8/9/10
Τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά
8.9.2010
Ο Γιάννης Κατσούρης (+ 2010) συνέγραψε ένα ευθυμογραφικού πνεύματος μεγάλο διήγημα (δεν θα το χαρακτήριζα μυθιστόρημα) όπου ο "κερατάς" Ευαγόρας αντισταθμίζει την "προσωπική ήττα" του με ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, και μάλιστα έχοντας στο πλευρό του την "'άπιστη" Ευγενία. Κορύφωσή τους το "Μέλαθρον Ευγηρίας", που τους καθιστά μεγάλους ευεργέτες της πόλης / τοπικής κοινωνίας. Ο αναγνώστης χαμογελά όταν συναντά εκφράσεις της σεξουαλικής γλώσσας ή της γλώσσας των διαφυλικών σχέσεων, π.χ.:
"σου ρίχνω έναν κρύο" (για τη συνουσία)
"σφυριχτρούλα" (για το μικρό πέος)
"σεισοπυγίδα" (για γυναίκα που κουνά προκλητικά τον πισινό της)
"μινιφορούσα" (για γυναίκα που φορά προκαλώντας φόρεμα τύπου ''μίνι'')
"μυροβλύτης" (το πρόσωπο που αρωματίζεται έντονα και προκαλεί δι' αυτού κυκλοφορώντας στον δημόσιο χώρο) κ.λπ.
Και με ποιον παρακαλώ τον κερατώνει η Ευγενία; Με τον μητροπολίτη Ιάκωβο, που όταν γερνά ξεχνά το σεξ και το ρίχνει στην... πτηνολογία! Αλλά κι ο Ευαγόρας βρίσκει μιαν μικρή όαση ηδονής στην ερωμένη του Αρετούλα, την οποία όμως "χρησιμοποιεί" και ο στενός συνεργάτης του Θεόφιλος.
Έχει πλάκα να μιλάς για την ατελείωτη αλυσίδα των σχέσεων, νόμιμων και υπόγειων.
Π.Χ.
Ο Γιάννης Κατσούρης (+ 2010) συνέγραψε ένα ευθυμογραφικού πνεύματος μεγάλο διήγημα (δεν θα το χαρακτήριζα μυθιστόρημα) όπου ο "κερατάς" Ευαγόρας αντισταθμίζει την "προσωπική ήττα" του με ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, και μάλιστα έχοντας στο πλευρό του την "'άπιστη" Ευγενία. Κορύφωσή τους το "Μέλαθρον Ευγηρίας", που τους καθιστά μεγάλους ευεργέτες της πόλης / τοπικής κοινωνίας. Ο αναγνώστης χαμογελά όταν συναντά εκφράσεις της σεξουαλικής γλώσσας ή της γλώσσας των διαφυλικών σχέσεων, π.χ.:
"σου ρίχνω έναν κρύο" (για τη συνουσία)
"σφυριχτρούλα" (για το μικρό πέος)
"σεισοπυγίδα" (για γυναίκα που κουνά προκλητικά τον πισινό της)
"μινιφορούσα" (για γυναίκα που φορά προκαλώντας φόρεμα τύπου ''μίνι'')
"μυροβλύτης" (το πρόσωπο που αρωματίζεται έντονα και προκαλεί δι' αυτού κυκλοφορώντας στον δημόσιο χώρο) κ.λπ.
Και με ποιον παρακαλώ τον κερατώνει η Ευγενία; Με τον μητροπολίτη Ιάκωβο, που όταν γερνά ξεχνά το σεξ και το ρίχνει στην... πτηνολογία! Αλλά κι ο Ευαγόρας βρίσκει μιαν μικρή όαση ηδονής στην ερωμένη του Αρετούλα, την οποία όμως "χρησιμοποιεί" και ο στενός συνεργάτης του Θεόφιλος.
Έχει πλάκα να μιλάς για την ατελείωτη αλυσίδα των σχέσεων, νόμιμων και υπόγειων.
Π.Χ.
3/9/10
Από μια επιφυλλίδα στα "ΝΕΑ" της 3.9.2010
Ο εκλεκτός Θανάσης Νιάρχος έγραψε σήμερα στα "ΝΕΑ" την επιφυλλίδα "Η κοινωνικοποίηση της δημιουργίας":
Το ύφος τού σχετικά νεαρού δικηγόρου µιας µεγάλης εταιρείας είχε αναµφισβήτητα µεγάλη αλαζονεία, όταν έλεγε στους συναδέλφους του πως ο ίδιος έπρεπε να φύγει για το σπίτι του πολύ νωρίτερα «αφού χρειάζεται να κάνω µπέιµπι σίτινγκ, γιατί η γυναίκα µου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του πρόσφατου τοκετού κάνει για µία ώρα την ηµέρα σιάτσου». Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι τόσο ο νεαρός δικηγόρος όσο και η γυναίκα του (δικηγόρος επίσης) θα αισθάνονται διπλά καταξιωµένοι κοινωνικά, αφού δεν είναι µόνο επιστήµονες αλλά διατηρούν την ευχέρεια να έχουν τόσο υψηλού και παράξενου τύπου επιλογές, όπως το σιάτσου, που δεν προσφέρεται δα και στον καθένα. Και δεν συλλογίζονται οι δύσµοιροι ότι όπως ακριβώς έγιναν δικηγόροι χωρίς κανένας να τους χρειάζεται (µια χαρά θα έκανε το κοινωνικό σώµα τη δουλειά του µε τους υπόλοιπους δικηγόρους), έτσι ακριβώς κάνουν πράγµατα για τον εαυτό τους που επίσης δεν τα χρειάζονται.
Αν τα χρειάζονται δηλαδή είναι για να µπορούν να λένε πως τα χρησιµοποιούν και πρωτίστως γιατί φαντάζονται πως µε τον τρόπο αυτό περνάνε στην τάξη των µεγάλων σταρ ή των διεθνώς αναγνωρισµένων επιχειρηµατιών έστω κι αν είναι κάτι που γίνεται σχετικά φθηνά. Δεν είναι λίγο να λογαριάζεσαι στον κύκλο σου κάτι σαν τη Μέριλ Στριπ ή την Αντζελίνα Ζολί, χωρίς να χρειάζονται σκάφη, βίλες, πύργοι και σεκιούριτι. Οµως για να έχει συνειδητοποιήσει κάποιος τη γελοιότητα που τη φαντάζεται να µεταβάλλεται σε σπουδαιότητα, θα έπρεπε να έχει αναρωτηθεί πως, αν συµβαίνει να γνωρίζει ακόµα και τη λέξη «σιάτσου», είναι γιατί απλά συνιστά µια ανέξοδη καθηµερινότητα η επικοινωνία µε τις ανατολικές χώρες. Σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή ήταν ανύπαρκτη, δεν θα χρειαζόταν µια γυναίκα το σιάτσου και θα έβρισκε έναν άλλον τρόπο «να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» ίσως να µη χρειαζόταν ούτε καν ο τρόπος αυτός.
Δεν είναι αµαρτία, αντίθετα θα µπορούσε να είναι συµπαθέστατο, οποιαδήποτε γυναίκα έχει φέρει στον κόσµο ένα παιδί να αισθάνεται µια τέτοια αναστάτωση ώστε να χρειάζεται µια συναισθηµατικής τάξεως βοήθεια. Οµως η διατύπωση «για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» δείχνει ότι ο τοκετός δεν έχει τον αποκαλυπτικά ξεθεµελιωτικό χαρακτήρα της δηµιουργίας, αλλά αντιµετωπίζεται όπως η απόκτηση µιας µεγάλης διάκρισης ή ένας βασανιστικά αποτυχηµένος έρωτας που επόµενο είναι να προκαλούν µια ταραχή ή και αναστάτωση ακόµα.
Χωρίς να λογαριάζεται πως ένα παιδί που µεγαλώνει µε µια µάνα που χρειάστηκε να κάνει σιάτσου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες της γέννησής του και έναν, επιπλέον, πατέρα που περήφανα το ανακοινώνει, δεν είναι δυνατόν να είναι ένα παιδί ισορροπηµένο. Για τον απλούστατο λόγο πως όταν χρειάζεται να ξεπεράσει κανείς τη δίοδο που χάρη σ αυτήν αποκτήθηκε ένας άνθρωπος, επόµενο είναι ο άνθρωπος αυτός να αισθανθεί στο µέλλον ως κάτι που δεν αναµενόταν και µάλιστα µε χαρά. Οταν δεν νιώθουµε ευγνώµονες προς τη δίοδο που επέτρεψε στο δηµιούργηµα να έρθει στο φως και µας χρειάζεται σιάτσου για να ξεπεράσουµε το ψυχολογικό στρες, το δηµιούργηµα έχει εσωτερικά στραπατσαριστεί όσα κι αν του επιδαψιλεύσουµε στο µάκρος της ζωής του.
Φαίνεται, και δεν αποκλείεται να είναι οπισθοδροµικό, να αναπολεί κανείς τις εποχές που οι γυναίκες γεννούσαν µόνες τους στα χωράφια, κάτω από ένα δέντρο. Οµως υπάρχουν γεγονότα, όπως αναµφισβήτητα ο τοκετός, που έχουν µια τόσο ενιαία ισχυρή επίδραση ώστε η απόσταση ανάµεσα στη λεπτεπίλεπτη και στη βλάχα να είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού όσο υποφέρει η µια υποφέρει και η άλλη και όσο χαίρεται η µια χαίρεται και η άλλη. Απλούστατα όσο πρωτογενέστερη λογαριάζεται η έννοια της δηµιουργίας (αφορά και στους ανθρώπους) τόσο το δηµιούργηµα απορρέει φυσιολογικά, όσο η έννοια της δηµιουργίας κοινωνικοποιείται τόσο µεγαλύτερη αναστάτωση προκαλεί στους γεννήτορες ακόµη κι αν πρόκειται για ένα παιδί.
(Αντιγραφή από την ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας.)
Κάτι φαίνεται με ερέθισε και έγραψα έναν αντίλογο:
Έχω την άποψη πως όλα όσα εκθέτει ο αρθρογράφος θα μπορούσαν να ισχύουν κατά την ψυχολογική ερμηνεία που εκείνος δίδει. Θα ήταν δυνατόν όμως να μην ισχύει και τίποτε από όσα λέγει. Νομίζω ότι τον αρθρογράφο τον ερέθισε (αποτελώντας την αφορμή για το κείμενό του) το είδος της δραστηριότητας διά της οποίας η νέα μητέρα θεωρεί ότι θα λυτρωθεί από το άγχος της. Δηλαδή όταν λες "κάνω σιάτσου" αυτομάτως κάπως κοινωνικά και οικονομικά, και βεβαίως ιδεολογικά, κατηγοριοποιείσαι (ένας συνειρμός γεννάται περί των ενασχολήσεων των σύγχρονων νεόπλουτων σε ένα πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας αστικής ζωής, όπου ισχύει βέβαια ο συγκρητισμός των τάσεων: γιόγκα, σιάτσου, διαλογισμός, πολυεθνικά εστιατόρια κ.ε.). Είναι προφανές ότι άλλη εντύπωση θα προκαλούσε στον αρθρογράφο ο λόγος του νεαρού δικηγόρου εάν έλεγε πως η γυναίκα του κάνει περιπάτους εις τας εξοχάς ή αναγιγνώσκει ρομαντικά μυθιστορήματα.
Γιατί λοιπόν ''ενοχοποιούμε'' τους άλλους για τις δραστηριότητες ή τις επιλογές τους ή γιατί τους ενοχοποιούμε για τον τρόπο διά του οποίου αναφέρονται σε αυτές; Είναι σίγουρο ότι αυτές ανήκουν σε έναν άλλον, ξένο κώδικα, εκτός του δικού μας. Οπότε στο άκουσμά τους ειρωνεία, καγχασμός, απαρέσκεια, απαξίωση, υποτίμηση και άλλα σχετικά θέτουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ημών και των άλλων. Αυτά έχει η σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία, όπου ο καθείς έχει το δικαίωμά του και ασκώντας το νιώθει πως ανήκει αναμφιβόλως στην κοινωνική του κάστα.
Τελικώς οι ενστάσεις επί του θέματος είναι οι ακόλουθες:
1. Ως ποιο βαθμό σεβόμαστε τις επιλογές των άλλων χωρίς να τις αξιολογούμε (αρνητικά) ως άλλης ποιότητας;
2. Κι αν το κίνητρο (ίσως σε άλλη περίπτωση εκτός της εδώ) δεν είναι η αλαζονική προβολή και η κοινωνική καταξίωση, αλλά απλώς η περιέργεια για το καινούριο και το διαφορετικό;
3. Πώς μπορεί κανείς να γνωρίζει αν του χρειάζεται κάτι προτού το δοκιμάσει έστω και μία φορά;
4. Εάν το να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί θεωρείται από πολλούς ως κορυφαία εμπειρία ή εμπειρία ζωής ή έστω και ως υπέρτατη δημιουργία, είναι λογικό να παράγει άγχος: το άγχος της επιτυχούς έκβασης (ειδικά όταν το ηλικιακό μέτρο πιέζει) αλλά και το άγχος της αυτοεπιβεβαίωσης, καθώς η Δημιουργός νιώθει υπεύθυνη και για τον εαυτό της αλλά και για το οικογενειακό σχήμα, το οποίο η ίδια μέσω της δημιουργίας της μεταβάλλει, καθώς και το άγχος της ανταπόκρισης στον παραδοσιακό της ρόλο. Προφανώς, ο τοκετός δεν είναι "γελοιότητα", αλλά, όπως ορθά λέγει ο αρθρογράφος, το πώς στέκεσαι απέναντι στον τοκετό ή με ποιους τρόπους τον ξεπερνάς, εάν υποθέσουμε ότι αποτελεί πρόβλημα και όχι μια δημιουργία υπέρβασης και ψυχολογικής ανάτασης, ή βεβαίως γελοιότητα είναι το να αναμένεις κοινωνικά μετάλλια εξ αυτού του γεγονότος. Νομίζω όμως ότι με τον τρόπο αυτόν μετατοπιζόμεθα από το πυρηνικό γεγονός (τοκετός) στις προεκτάσεις και επιπτώσεις του (βλ. τα παραπάνω) και η όποια γελοιότητα φαίνεται πως εξ αντανακλάσεως αγγίζει και το πρώτο.
5. Ελέγχεται επίσης όλη η προτελευταία παράγραφος που θέτει το ζήτημα της σχέσης του μέσου/τρόπου/διαδικασίας της δημιουργίας και του γεννώμενου δημιουργήματος. Ο τοκετός είναι ένα μικρό ταξίδι και πολλές φορές μια περιπέτεια, στην οποία διόλου απίθανο και Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες να βρεθούν ενώπιόν μας. Η νέα μητέρα της ιστορίας μας ίσως θέλει να ξεπεράσει τις απειλές και τα εμπόδια, πτυχές δηλαδή αυτού του ταξιδιού, και όχι όλο το ταξίδι ως μοναδικό γεγονός. Αλλά ακόμη κι αν ένας 9μηνος τοκετός καθ' όλη τη διάρκειά του γίνει σκέτη κόλαση για μια νέα μητέρα (μέσω συνεχών ιατρικών εξετάσεων, ελέγχων κ.λπ. όπου οι δείκτες κρίνουν αλήθειες και δεδομένα), ποιο ανθρώπινο ον δεν θα είχε την ανάγκη να απωθήσει τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της πορείας του και να κρατήσει ως δώρο της Μητέρας Φύσης το Φως κατά την Ώρα της Δημιουργίας; Και βέβαια μετά μια κύηση τέτοιας ταλαιπωρίας και έναν τόσο αγχώδη τοκετό, η μητρική αγκάλη ανοίγει διάπλατα ώστε το δημιούργημα κάθε άλλο παρά να στραπατσάρεται αλλά να του δίδεται το Μέγιστον της Χαράς και της Αγάπης.
Συμπερασματικά, το "σιάτσου" πείραξε τον αρθρογράφο, ο οποίος βέβαια δεν είναι μητέρα ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις "λόξες" των εγκύων.
Αλλά κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί και για τον συγγραφικό τοκετό; Ύψιστη χαρά να φτάνεις στο τέλος μιας σύνθεσης, αλλά μόνο εσύ γνωρίζεις διά ποίων αντίξοων μέσων φτάνεις στην κάθαρση.
(Ευχαριστίες προς τον αρθρογράφο, που εγείρει το πνεύμα μας από την αδράνεια.)
Π.Χ.
Το ύφος τού σχετικά νεαρού δικηγόρου µιας µεγάλης εταιρείας είχε αναµφισβήτητα µεγάλη αλαζονεία, όταν έλεγε στους συναδέλφους του πως ο ίδιος έπρεπε να φύγει για το σπίτι του πολύ νωρίτερα «αφού χρειάζεται να κάνω µπέιµπι σίτινγκ, γιατί η γυναίκα µου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του πρόσφατου τοκετού κάνει για µία ώρα την ηµέρα σιάτσου». Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία ότι τόσο ο νεαρός δικηγόρος όσο και η γυναίκα του (δικηγόρος επίσης) θα αισθάνονται διπλά καταξιωµένοι κοινωνικά, αφού δεν είναι µόνο επιστήµονες αλλά διατηρούν την ευχέρεια να έχουν τόσο υψηλού και παράξενου τύπου επιλογές, όπως το σιάτσου, που δεν προσφέρεται δα και στον καθένα. Και δεν συλλογίζονται οι δύσµοιροι ότι όπως ακριβώς έγιναν δικηγόροι χωρίς κανένας να τους χρειάζεται (µια χαρά θα έκανε το κοινωνικό σώµα τη δουλειά του µε τους υπόλοιπους δικηγόρους), έτσι ακριβώς κάνουν πράγµατα για τον εαυτό τους που επίσης δεν τα χρειάζονται.
Αν τα χρειάζονται δηλαδή είναι για να µπορούν να λένε πως τα χρησιµοποιούν και πρωτίστως γιατί φαντάζονται πως µε τον τρόπο αυτό περνάνε στην τάξη των µεγάλων σταρ ή των διεθνώς αναγνωρισµένων επιχειρηµατιών έστω κι αν είναι κάτι που γίνεται σχετικά φθηνά. Δεν είναι λίγο να λογαριάζεσαι στον κύκλο σου κάτι σαν τη Μέριλ Στριπ ή την Αντζελίνα Ζολί, χωρίς να χρειάζονται σκάφη, βίλες, πύργοι και σεκιούριτι. Οµως για να έχει συνειδητοποιήσει κάποιος τη γελοιότητα που τη φαντάζεται να µεταβάλλεται σε σπουδαιότητα, θα έπρεπε να έχει αναρωτηθεί πως, αν συµβαίνει να γνωρίζει ακόµα και τη λέξη «σιάτσου», είναι γιατί απλά συνιστά µια ανέξοδη καθηµερινότητα η επικοινωνία µε τις ανατολικές χώρες. Σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή ήταν ανύπαρκτη, δεν θα χρειαζόταν µια γυναίκα το σιάτσου και θα έβρισκε έναν άλλον τρόπο «να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» ίσως να µη χρειαζόταν ούτε καν ο τρόπος αυτός.
Δεν είναι αµαρτία, αντίθετα θα µπορούσε να είναι συµπαθέστατο, οποιαδήποτε γυναίκα έχει φέρει στον κόσµο ένα παιδί να αισθάνεται µια τέτοια αναστάτωση ώστε να χρειάζεται µια συναισθηµατικής τάξεως βοήθεια. Οµως η διατύπωση «για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες του τοκετού» δείχνει ότι ο τοκετός δεν έχει τον αποκαλυπτικά ξεθεµελιωτικό χαρακτήρα της δηµιουργίας, αλλά αντιµετωπίζεται όπως η απόκτηση µιας µεγάλης διάκρισης ή ένας βασανιστικά αποτυχηµένος έρωτας που επόµενο είναι να προκαλούν µια ταραχή ή και αναστάτωση ακόµα.
Χωρίς να λογαριάζεται πως ένα παιδί που µεγαλώνει µε µια µάνα που χρειάστηκε να κάνει σιάτσου για να ξεπεράσει το ψυχολογικό στρες της γέννησής του και έναν, επιπλέον, πατέρα που περήφανα το ανακοινώνει, δεν είναι δυνατόν να είναι ένα παιδί ισορροπηµένο. Για τον απλούστατο λόγο πως όταν χρειάζεται να ξεπεράσει κανείς τη δίοδο που χάρη σ αυτήν αποκτήθηκε ένας άνθρωπος, επόµενο είναι ο άνθρωπος αυτός να αισθανθεί στο µέλλον ως κάτι που δεν αναµενόταν και µάλιστα µε χαρά. Οταν δεν νιώθουµε ευγνώµονες προς τη δίοδο που επέτρεψε στο δηµιούργηµα να έρθει στο φως και µας χρειάζεται σιάτσου για να ξεπεράσουµε το ψυχολογικό στρες, το δηµιούργηµα έχει εσωτερικά στραπατσαριστεί όσα κι αν του επιδαψιλεύσουµε στο µάκρος της ζωής του.
Φαίνεται, και δεν αποκλείεται να είναι οπισθοδροµικό, να αναπολεί κανείς τις εποχές που οι γυναίκες γεννούσαν µόνες τους στα χωράφια, κάτω από ένα δέντρο. Οµως υπάρχουν γεγονότα, όπως αναµφισβήτητα ο τοκετός, που έχουν µια τόσο ενιαία ισχυρή επίδραση ώστε η απόσταση ανάµεσα στη λεπτεπίλεπτη και στη βλάχα να είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού όσο υποφέρει η µια υποφέρει και η άλλη και όσο χαίρεται η µια χαίρεται και η άλλη. Απλούστατα όσο πρωτογενέστερη λογαριάζεται η έννοια της δηµιουργίας (αφορά και στους ανθρώπους) τόσο το δηµιούργηµα απορρέει φυσιολογικά, όσο η έννοια της δηµιουργίας κοινωνικοποιείται τόσο µεγαλύτερη αναστάτωση προκαλεί στους γεννήτορες ακόµη κι αν πρόκειται για ένα παιδί.
(Αντιγραφή από την ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας.)
Κάτι φαίνεται με ερέθισε και έγραψα έναν αντίλογο:
Έχω την άποψη πως όλα όσα εκθέτει ο αρθρογράφος θα μπορούσαν να ισχύουν κατά την ψυχολογική ερμηνεία που εκείνος δίδει. Θα ήταν δυνατόν όμως να μην ισχύει και τίποτε από όσα λέγει. Νομίζω ότι τον αρθρογράφο τον ερέθισε (αποτελώντας την αφορμή για το κείμενό του) το είδος της δραστηριότητας διά της οποίας η νέα μητέρα θεωρεί ότι θα λυτρωθεί από το άγχος της. Δηλαδή όταν λες "κάνω σιάτσου" αυτομάτως κάπως κοινωνικά και οικονομικά, και βεβαίως ιδεολογικά, κατηγοριοποιείσαι (ένας συνειρμός γεννάται περί των ενασχολήσεων των σύγχρονων νεόπλουτων σε ένα πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας αστικής ζωής, όπου ισχύει βέβαια ο συγκρητισμός των τάσεων: γιόγκα, σιάτσου, διαλογισμός, πολυεθνικά εστιατόρια κ.ε.). Είναι προφανές ότι άλλη εντύπωση θα προκαλούσε στον αρθρογράφο ο λόγος του νεαρού δικηγόρου εάν έλεγε πως η γυναίκα του κάνει περιπάτους εις τας εξοχάς ή αναγιγνώσκει ρομαντικά μυθιστορήματα.
Γιατί λοιπόν ''ενοχοποιούμε'' τους άλλους για τις δραστηριότητες ή τις επιλογές τους ή γιατί τους ενοχοποιούμε για τον τρόπο διά του οποίου αναφέρονται σε αυτές; Είναι σίγουρο ότι αυτές ανήκουν σε έναν άλλον, ξένο κώδικα, εκτός του δικού μας. Οπότε στο άκουσμά τους ειρωνεία, καγχασμός, απαρέσκεια, απαξίωση, υποτίμηση και άλλα σχετικά θέτουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ημών και των άλλων. Αυτά έχει η σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία, όπου ο καθείς έχει το δικαίωμά του και ασκώντας το νιώθει πως ανήκει αναμφιβόλως στην κοινωνική του κάστα.
Τελικώς οι ενστάσεις επί του θέματος είναι οι ακόλουθες:
1. Ως ποιο βαθμό σεβόμαστε τις επιλογές των άλλων χωρίς να τις αξιολογούμε (αρνητικά) ως άλλης ποιότητας;
2. Κι αν το κίνητρο (ίσως σε άλλη περίπτωση εκτός της εδώ) δεν είναι η αλαζονική προβολή και η κοινωνική καταξίωση, αλλά απλώς η περιέργεια για το καινούριο και το διαφορετικό;
3. Πώς μπορεί κανείς να γνωρίζει αν του χρειάζεται κάτι προτού το δοκιμάσει έστω και μία φορά;
4. Εάν το να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί θεωρείται από πολλούς ως κορυφαία εμπειρία ή εμπειρία ζωής ή έστω και ως υπέρτατη δημιουργία, είναι λογικό να παράγει άγχος: το άγχος της επιτυχούς έκβασης (ειδικά όταν το ηλικιακό μέτρο πιέζει) αλλά και το άγχος της αυτοεπιβεβαίωσης, καθώς η Δημιουργός νιώθει υπεύθυνη και για τον εαυτό της αλλά και για το οικογενειακό σχήμα, το οποίο η ίδια μέσω της δημιουργίας της μεταβάλλει, καθώς και το άγχος της ανταπόκρισης στον παραδοσιακό της ρόλο. Προφανώς, ο τοκετός δεν είναι "γελοιότητα", αλλά, όπως ορθά λέγει ο αρθρογράφος, το πώς στέκεσαι απέναντι στον τοκετό ή με ποιους τρόπους τον ξεπερνάς, εάν υποθέσουμε ότι αποτελεί πρόβλημα και όχι μια δημιουργία υπέρβασης και ψυχολογικής ανάτασης, ή βεβαίως γελοιότητα είναι το να αναμένεις κοινωνικά μετάλλια εξ αυτού του γεγονότος. Νομίζω όμως ότι με τον τρόπο αυτόν μετατοπιζόμεθα από το πυρηνικό γεγονός (τοκετός) στις προεκτάσεις και επιπτώσεις του (βλ. τα παραπάνω) και η όποια γελοιότητα φαίνεται πως εξ αντανακλάσεως αγγίζει και το πρώτο.
5. Ελέγχεται επίσης όλη η προτελευταία παράγραφος που θέτει το ζήτημα της σχέσης του μέσου/τρόπου/διαδικασίας της δημιουργίας και του γεννώμενου δημιουργήματος. Ο τοκετός είναι ένα μικρό ταξίδι και πολλές φορές μια περιπέτεια, στην οποία διόλου απίθανο και Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες να βρεθούν ενώπιόν μας. Η νέα μητέρα της ιστορίας μας ίσως θέλει να ξεπεράσει τις απειλές και τα εμπόδια, πτυχές δηλαδή αυτού του ταξιδιού, και όχι όλο το ταξίδι ως μοναδικό γεγονός. Αλλά ακόμη κι αν ένας 9μηνος τοκετός καθ' όλη τη διάρκειά του γίνει σκέτη κόλαση για μια νέα μητέρα (μέσω συνεχών ιατρικών εξετάσεων, ελέγχων κ.λπ. όπου οι δείκτες κρίνουν αλήθειες και δεδομένα), ποιο ανθρώπινο ον δεν θα είχε την ανάγκη να απωθήσει τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της πορείας του και να κρατήσει ως δώρο της Μητέρας Φύσης το Φως κατά την Ώρα της Δημιουργίας; Και βέβαια μετά μια κύηση τέτοιας ταλαιπωρίας και έναν τόσο αγχώδη τοκετό, η μητρική αγκάλη ανοίγει διάπλατα ώστε το δημιούργημα κάθε άλλο παρά να στραπατσάρεται αλλά να του δίδεται το Μέγιστον της Χαράς και της Αγάπης.
Συμπερασματικά, το "σιάτσου" πείραξε τον αρθρογράφο, ο οποίος βέβαια δεν είναι μητέρα ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις "λόξες" των εγκύων.
Αλλά κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί και για τον συγγραφικό τοκετό; Ύψιστη χαρά να φτάνεις στο τέλος μιας σύνθεσης, αλλά μόνο εσύ γνωρίζεις διά ποίων αντίξοων μέσων φτάνεις στην κάθαρση.
(Ευχαριστίες προς τον αρθρογράφο, που εγείρει το πνεύμα μας από την αδράνεια.)
Π.Χ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)