18/6/09

Tι κάνει το Πολυτεχνείο το καλοκαίρι



Θα' θελε να πήγαινε κι αυτό διακοπές σε μέρη αμέριμνα
αλλά έχει χρέος να στέκει σαν Εύζωνας φυλώντας τις παλιές ιδέες.
Καμιά φορά όταν αδειάζει ο δρόμος μπροστά του
χασμουριέται κρυφά και ψαύει τις πληγές του.
Από μακριά φτάνουν και στις μετόπες χτυπούν
οι βολίδες των σειρήνων και ηλεκτρικοί οργασμοί συναυλιών,
αλλ' εκείνο συνηθισμένο πια σε τέτοια,
σκουπίζει λίγο την αυλή που είναι γιομάτη με φύλλα και σκισμένα χαρτιά
και χαϊδεύει τον Ανώνυμο Αγωνιστή, με την αιμάτινη λωρίδα στο κούτελο.
Βλέπει τα άδεια μπουκάλια μπίρας των αστέγων
και θυμάται φοβισμένα τους χειμώνες.
Απέναντι στο θέατρο παίζουν κωμωδία
μα εκείνο μένει στωικά βλοσυρό,
γιατί, βλέπεις, οι αποστάσεις πλέον μες στην Ιστορία είναι μικρές,
και, όσο και να μην το θέλεις, γίνεσαι σκεπτικός με τον Έλεγχο των (Τριών) Προστατίδων
και την κρίση της σταφίδας και του ελαιολάδου.
Περνά ένα τρόλεϊ νυσταγμένο με κοντομάνικο πουκάμισο
κι όπως γυρνά να το χαιρετήσει, του φεύγει ένας πόντος πλεχτός
κι ένας σπινθήρας ανάβει μες στη θερινή ραστώνη,
όπως ένα φεγγάρι βιαστικό θα έλουζε για λίγο καμιά Τιτανομαχία,
τα οικόσημα αρχαίας πολιτείας, και τη θεά Αθηνά,
που γυρνά μες στη νύχτα μεθυσμένη και σκορπά λόγια δίσημα.
Στην πλατεία γίνεται αντιρατσιστικό πάρτι και στην πόλη
φτάνουν μέτοικοι με νωθρά δικαιώματα.
Τελικά, αλλάζει στάση, ελέγχει τα πινέλα του, τους διαβήτες του
και τις υπολογιστικές του μνήμες
και θρώσκει άνω λοξα προς τον ιπτάμενο δίσκο, τον ασημένιο εν νυκτί και τον πυρφόρο,
που χωράει όλες τις πληροφορίες του σύμπαντος.
Μετά γέρνει και πλαγιάζει
κι ονειρεύεται το αθάνατο τανκ
αυτή τη φορά να σπάζει την θύρα
από μέσα προς τα έξω,
γιατί αυτό είναι που είν΄' αληθινά ελεύθερο
κι όλοι οι παραθεριστές έξω απ' τα σύνορά του δυστυχείς καταληψίες.

17/6/09

Θερινή αφύπνιση


(Εκ παραφοράς)
Αργά κι ηδονικά ξεβιδώνονται τα καπάκια των βλεφάρων, αποκολλώμενα από το βυθό νωπών και παλαιών εικόνων που μπερδεύονται σαν τα φύκια πάνω στο λευκό κινηματογραφικό πανί και περνούν σαν άδεια βαγόνια από μπροστά και ύστερα... χάνονται στο άπειρο.
Τα δυο μεγάλα κοχύλια των ματιών κρύβουν από κάτω δύο διαμαντένιες πέτρες που τις θάμπωσαν τα άπιαστα όνειρα... και τι θλίψη στ' αλήθεια να μην μπορούν να τα αιχμαλωτίσουν, και να τα ρίξουν στο δίχτυ, να τους δώσουν την ύλη εκείνη που θα ζωντανέψει το κοιμώμενο παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Γι' αυτό και η πρώτη πόζα στο αντίκρισμα της νέας μέρας, τόσο ζεστή κι αφράτη σαν το ψωμί, είναι αυτή η θλίψη της αποκόλλησης.
Σε περιμένουν οι καταρράκτες για να δροσίσουν το πνεύμα και να βυθίσουν μέσα στα λαγαρά νερά τις ονειρικές εικόνες. Κι αυτό το ανεμοδαρμένο σώμα που έχει βαφτιστεί σε χίλιες θάλασσες, με ένα μπρούντζινο στέρνο και τα σημάδια του που είναι οι φωνές της Φύσης, στέκεται μετέωρο μεταξύ ουρανού και γης, έτοιμο συστελλόμενο να επιστρέψει στον βραδινό εκείνο λαβύρινθο όπου συναντά ό,τι πιο απροσδόκητο, ή να σπάσει, αντίθετα, την κρούστα από τα μάγια αυτού του κόσμου και να πηδήξει μέσα στις θερινές φλόγες, να κάψει τις μνήμες του, να πυρωθεί μες στο φως και να μαζέψει τα καινούρια του βότσαλα.
Εκεί λοιπόν, στο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συλλαμβάνεται η πρώτη χαρά του καλοκαιριού και η πρώτη θλίψη της ηλιόλουστης ημέρας, ως προγεγενημένη και σίγουρη ήττα του υποσυνειδήτου σε΄μια εποχή όπου ζητούνται απτά τεκμήρια και αποδείξεις.
Αυτό είναι το βάρος που προδίδουν οι πρώτες αργές πρωινές κινήσεις, πριν από την επιστροφή στο ΄΄καλημέρα΄΄.

15/6/09

Για τον Μάνο...

(Από τον Χρ. Απ.)

Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης 15 Ιουνίου 1994. Ήταν μια μέρα λιόλαμπρη πανέμορφη στη Βενετία. Απογευματάκι πήραμε τους δρόμους με δυο φίλες της εποχής, χαμένες στο σύμπαν σήμερα, να βολτάρουμε προς το μοναδικό πάρκο της νησιωτικής πολιτείας. Χωρίς πολλή προσπάθεια πιάσαμε το τραγούδι. Παλιές αγαπημένες μελωδίες. Λαϊκές και έντεχνες. Και στο επίκεντρο όλων, Χατζιδάκις. Φεγγαράκια, μαντολίνα, οδοί ονείρων και μια πόλη μαγική. Και η φιλική διαφωνία με τη Ζέτα για το αν αυτή η «μαγική πόλη» είναι η πολύπλοκη, αντιφατική, συναρπαστική Αθήνα, όπως τη βίωσε ο Μάνος, ή η πανέμορφη παρηκμασμένη Βενετία, στις ρούγες της οποίας εκείνη τη στιγμή γυρνούσαμε.

Το νέο ήρθε λίγο μετά. Μέσα στο Ινστιτούτο. Το’πε, σχεδόν εν τη ρύμη του λόγου, σα να μίλαγε για κάτι τετριμμένο, κάποιος παρεπιδημών επισκέπτης του ιδρύματος. Στην αρχή ψιλοσάστισα. Και το μυαλό μου πήγε ενστικτωδώς σε έναν ομώνυμο του συνθέτη γηραιό βυζαντινολόγο. Με διευκρινιστικό ερώτημα συνειδητοποίησα την αλήθεια. Το φοβόμασταν. Ήταν 1,5 χρόνος που είχε καταπέσει. Και η εποχή εκείνη είχε ήδη αρχίσει να «παίρνει» έναν έναν τους ωραίους: Μελίνα, Γεννηματά… Σαν κεραυνοβολημένος έσπευσα να κλειστώ στο δωμάτιό μου. Τέτοιες ώρες η απόσταση από την πατρίδα γίνεται ανυπόφορη. Σε εποχές που δεν υπήρχε διαδίκτυο και δορυφορική κόλλησα το αυτί μου στη μοναδική μου «ζωντανή» διέξοδο προς την Ελλάδα: στο παλιό τρανζιστοράκι, στα μεσαία, που τα βράδια με κάποιες επιδέξιες κινήσεις της χειρός έπιανε ΕΡΑ. Κάποια τραγούδια, κάποιες δηλώσεις, κάποιες αναμνήσεις. Και μετά η ψυχολογία της στιγμής να αποτυπώνεται στο λευκό χαρτί, στο ημερολόγιο, σε γράμματα προς δε θυμάμαι ποιους παραλήπτες. «Δεν είναι θάνατος∙ είναι αποθέωση», θυμάμαι πως ήταν το μόττο όσων έγραψα.

Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια πέρασαν. Στην Αθήνα βρήκα φυλαγμένα τα γραφτά των εφημερίδων της εποχής – κι έμαθα και κάποια παρασκήνια για εκείνο το μοιραίο απόγευμα. Όταν τελείωσα κι από τα στρατά, κάθε 15η Ιουνίου ένα άτυπο ραντεβού με καλούσε κάθε χρόνο στο Μέγαρο Μουσικής – στην ετήσια συναυλία-αφιέρωμα της Ορχήστρας των Χρωμάτων, που ο ίδιος ο Μ.Χ. είχε δημιουργήσει. Τόσα χρόνια μετά, δεν ξέρω αλήθεια να πω σε τι περισσότερο από όλα μας λείπει. Ως έργο είναι πάντα παρών – και θα είναι. Και δεν αποκλείεται κάποτε «οι γενιές του μέλλοντος αιώνος» να του δώσουν αυτήν την παγκόσμια λάμψη, που ο ίδιος, καίτοι βρέθηκε στο δρόμο του, ποτέ δε θέλησε, από επιλογή, να τη διεκδικήσει. Λείπει σίγουρα, δραματικά, το ταλέντο του. Το ταλέντο, η έμπνευση που σφυρηλατήθηκε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, όταν ντροπαλά, καθώς μαρτυρεί ο Ελύτης, προσπαθούσε να προσεγγίσει τους κύκλους των λογοτεχνικών καφενείων της εποχής. Η έμπνευση που σημαδεύτηκε, καθώς μαρτυρεί ο ίδιος, από τους ήχους της «Λιλή Μαρλέν» που έφταναν μέσα από τα κατοχικά ραδιόφωνα. Της ομορφιάς της ζωής και του έρωτα, που στραφτάλιζε μέσα στο μαύρο σκοτάδι του πολέμου. Κι ήταν τόσο εκρηκτικό αυτό το ταλέντο, που μελωδίες που έγραφε για τα προς το ζην, τραγούδια που (λένε πως) έγραφε στο ταξί καθυστερημένος καθώς ήταν στα ραντεβού του με τον Φίνο, τα τραγουδάμε ακόμα, στις παρέες και στα μαγαζιά, 50 χρόνια μετά. Λείπουν, παραδέχονται όλοι, και οι παρεμβάσεις του. Το λένε ακόμη κι όσοι τον έβριζαν σκαιότατα όταν έλεγε πράγματα μη αρεστά, όταν κατέγγελνε το λαϊκισμό και τη χυδαιότητα – με υπερβολή ενίοτε, με παρρησία πάντοτε. Στη δική μου τη μνήμη θα μείνει χαραγμένος για πάντα ο τρόπος που τον «γνώρισα». Καύσωνας του 1987, τελευταίες μέρες φροντιστηρίου πριν τη Δέσμη, μάνα κι αδελφή ήδη φευγάτες στην Κερατέα, βόλτα για αναζήτηση λίγης δροσιάς στο παρκάκι του Βενιζέλου και στο γυρισμό πέρασμα από το γήπεδο της Λεωφόρου όπου ο Μάνος έδινε συναυλία για την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Είσοδος δωρεάν. «Είδα φως και μπήκα», στην κυριολεξία. Όταν έφυγα μετά από 1-1,5 ώρα όλα μέσα μου θα είχαν αλλάξει. Για πάντα. Άλλο λόγο δε λέω – ήδη έγραψα πολλά. Σαν αποχαιρετισμό (ξανα- ;) στέλνω το πιο ωραίο κείμενο που διάβασα μετά την «αποθέωση» του «Μεγάλου Ερωτικού», γραμμένο από τον γνωστό αθηνο-λάτρη και παλιό Αμπελοκηπιώτη, που για χρόνια κοσμούσε τη δεύτερη σελίδα της Ελευθεροτυπίας με μικρές πινελιές από τη μαγεία της καθημερινότητάς μας.


Πέτρος Μανταίος, «Σονάτα»

Δεθήκαμε με μουσική όπως τα μάγια. Ή καθώς σταυραδερφών το αίμα της νιότης μαχαίρι στις φλέβες. Κιθάρα και τραγούδι στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης όσο να ξημερώσει το φεγγάρι στ’ αδειανά μπουκάλια της μπύρας.

Θα’ φευγε την άλλη μέρα. Όμως απόψε η σιωπή ήταν αβάσταχτη. Του ερχόταν άβολα που δεν είχε ξεχυθεί όλος ο κόσμος στους δρόμους να τραγουδάει. Από την κιθάρα του τον χώριζαν κοντά τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα.

Φυλάω μια κιθάρα στο σπίτι για ώρες παράξενες που δεν τις περιμένεις. Σκάλισα, βρήκα και μια χορδή που της έλειπε. Ανηφορίσαμε σ’ ένα μπαλκόνι του Στρέφη είκοσι εφτά χρόνια φιλίας. Μέρες και νύχτες της χαράς και της λύπης ατελείωτες. Ανοίξαμε την πρώτη μπύρα. Είναι απίθανο πόσο πυκνή και γρήγορη γίνεται η μνήμη κάποιες στιγμές. Δεν την προφταίνεις.

Μακριά κατά το Αιγάλεω κίτρινα, κόκκινα, πράσινα, μπλε λαμπυρίζανε τα φώτα της Αθήνας. Η κιθάρα θυμόταν. Ένα κορίτσι κολυμπούσε γυμνό στο διάφανο Λιμανάκι. Τ’ άλλα ντρεπόντουσαν. Ένα κορίτσι. Φα λα ντο μι. Ένα πεφτάστρι. Ένα τρεχαντήρι. Κι άλλο πεφτάστρι. Απόψε δεν είναι για να κοιμάσαι. Ώσπου ξημέρωσε στ’ αδειανά μπουκάλια της μπύρας χάρτινο το φεγγαράκι...

Ο υπερρεαλισμός του σώματος

Ο σωματικός υπερρεαλισμός βασίζεται μεταξύ άλλων και στη μεταποίηση της βιολογικής ανάγκης σε "αυτόματη γραφή".
Έτσι, περπατώντας μιαν ηλιόλουστη ημέρα στην πλατεία Κλαυθμώνος με κατεύθυνση προς το γραφείο, είδα (για πρώτη φορά στη ζωή μου) την ακόλουθη σκηνή:
Μια κυρία καλοντυμένη, με αξιοπρεπές ταγιέρ και φούστα που έπεφτε πάνω της χαλαρή, μαλλιά πιασμένα κότσο, καλσόν σκούρο ερεθιστικό που ξεπερνούσε τα σύνορα των γονάτων, στεκόταν με τα πόδια ΄΄τσακισμένα΄΄ πίσω από έναν θάμνο αραιής κόμης και ΄΄άφηνε΄΄ τα ούρα της πάνω στο φαλακρό γκαζόν.
Για λίγα δευτερόλεπτα στάθηκα έκπληκτος και ενδίδοντας στον πειρασμό, επιχείρησα να ανακαλύψω την πηγή της ΄΄ροής΄΄, αυτό το αιωνίως χαίνον όρυγμα των μεγάλων πόθων.
Εις μάτην. Η χαλαρή φούστα σαν πέπλο ηθικής προστασίας, σαν βεντάλια με μυτερές δίπλες, μου έκρυβε την ατραπό της θέασης του απόκρυφου.
Πιθανόν, και ο ακούσιος παρατηρητής που θα αντίκριζε το αυτό θέαμα ''από πίσω΄΄, π.χ. από το πάρκινγκ που βρίσκεται δίπλα στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, θα εμποδιζόταν για τον ίδιον λόγο, καθώς η φούστα (σαν κότα που στέκεται πάνω από τα νεογνά της) στεφάνωνε και κάλυπτε προστατευτικά τη βρυσούλα.
Εκείνο όμως που μετέτρεπε τη σκηνή σε μιαν αποθέωση, ήταν ότι η εν λόγω κυρία τη στιγμή της ΄΄άφεσης΄΄ είχε τοποθετημένη πάνω στο ένα της μπούτι μια χλιδάτη επαγγελματική μαύρη τσάντα, που συνηθίζουν να κρατούν χρηματιστές ή τραπεζίτες. Τ
ο λευκοκίτρινο του ούρου όπως φωτιζόταν από τις ριπές του ηλίου έκανε αποθεωτικό το κοντράστ με την ολόμαυρη σοβαρότητα της τσάντας, σαν έναν διάλογο ροής και ακινησίας.
Έσυρα το βλέμμα μου ντροπιασμένος προς άλλη κατεύθυνση, παρ' όλο που η κυρία κοιτούσε κάτω, στο χώμα, και εκ του φυσικού της στάσεως και για να μην συναντήσει το βλέμμα της άλλο βλέμμα διερχόμενου φιλοπερίεργου ηδονοβλεψία, όπως ήμουν επί παραδείγματι εγώ.
Ύστερα από 1-2 ώρες, περνώντας από το σημείο της ΄΄κατάθεσης΄΄ βρήκα έναν ωραιότατο στίχο γραμμένο με την υγρασία της στιγμής:
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ.

12/6/09

Τσιγγάνικα βιολιά


Η ταυτόχρονη ισχύς και λειτουργία (εν τω αυτώ γηπέδω) ανόμοιων και αταίριαστων στο περιεχόμενο και στις διαιωνιζόμενες επιταγές τους πολιτισμικών κωδίκων θέτει ακουσίως - εκουσίως τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ποικίλων κοινωνικών ομάδων, που σμίγουν φαινομενικά μέσα στο ΄΄χαρμάνι΄΄ της αστικής ανθρωπομάζας.
Αποβιβαζόμενος εχθές από αστικό λεωφορείο στην πλησιέστερη στον ναό του Αγίου Ιωάννη της λεωφόρου Βουλιαγμένης στάση, αντίκρισα (και πάλι με περισσή έκπληξη) την ακόλουθη σκηνή:
Δύο τσιγγανοπούλες είχαν με τον τρόπο τους εκτοπίσει τους ολίγους αναμένοντες, καθώς η μία εξ αυτών αποκαθήλωνε τη λερή πάνα από τα οπίσθια και τη γεννητική περιοχή του ανέκφραστου τσιγγανόπαιδου.
Το τέκνον έκειτο όρθιο επί του μεταλλικού καθιστικού, που υπό άλλας συνθήκας θα υπεδέχετο (σε οριζόντια στάση) πάνω στην ψυχρή διάτρητη επιφάνειά του το γυμνό μέρος του σώματος του παιδίου.
Αντιθέτως, το παιδίον έστεκε όρθιο ωσάν ξεβρακωμένο άγαλμα, δεχόμενο τις περιποιήσεις της μητρός του, η οποία, προκειμένου να δημιουργήσει μια νοητή ασπίδα προστασίας της οιονεί ιδιωτικής ΄΄συναλλαγής΄΄, είχε στρέψει τα νώτα της στο φακό των αδιάφορων διερχόμενων οδηγών. Κι όταν λέμε τα νώτα της, εννοούμε μια πομπώδη και χτυπητή πρασινόασπρη φούστα, που με τις εναλλασσόμενες λευκές και πράσινες ρίγες της θύμιζε την επίσημη εμφάνιση παραδοσιακής σκωτσέζικης ποδοσφαιρικής ομάδος.
Το εντυπωσιακότερον όμως όλων ήταν η στάση του προϊόντος της ΄΄συναλλαγής΄΄, ήτοι της λερής πάνας που ισορροπούσε υποδειγματικά δίπλα στο ζεύγος, πάνω στο μεταλλικό στασίδι, σαν καπέλο-τασάκι, που δεν έκρυβε ωστόσο στον πυθμένα του τα ίχνη του αφοδεύματος, σαν σκουρόχρωμες αναδυόμενες πέτρες καλντεριμιού μέσα από το λευκό μανδύα χειμερινής χιόνος.
Η ετέρα τσιγγανοπούλα, σε ρόλο μάρτυρα-τσιλιαδόρου, κράδαινε ένα κινητό τηλέφωνο και εξέπεμπε στο ιδίωμά της ακατάληπτες φράσεις, των οποίων τα σκάγια χτυπούσαν στους κροτάφους των ολίγων αναμενόντων, επιτείνοντας την αποστροφή τους προς το όλο σύνθεμα της κατάστασης.
Επέστρεψα στο σπίτι περπατώντας. Σήκωσα το βλέμμα προς τον δυσεξερεύνητο ουρανό κι εκεί ψηλά επέμενα να βλέπω ένα μεγάλο σύννεφο-μανιτάρι, που ακινητούσε σαν τη λερή πάνα του τέκνου, έτοιμο να ανοίξει σιγά σιγά τα σκέλη του και να μου ρίξει επί της κεφαλής μου τα όποια αστρικά αφοδεύματα.
Η σκηνή καρφώθηκε μέσα μου με εμμονή. Στο τραπέζι το λευκό πιάτο ήταν και πάλι η πάνα του μωρού, ενώ κατά το βράδυ, μεταφέροντας τα σκουπίδια στον πλησιέστερο κάδο, έβλεπα μέσα στο συνονθύλευμα των απορριμμάτων, σε πολλές επαναλήψεις την ίδια σκηνή, με το ίδιο κάθε φορά αντίδωρό της.
Τουτέστιν, την ίδια λερή πάνα σε πολλά αντίγραφά της, αποσπάσματα εκατοντάδων όμοιων αποκαθηλώσεων.

11/6/09

Φανοί θυέλλης

Προ της 29.11.2008, ημερομηνία κατά την οποίαν έλαβε χώρα συνάντηση με τον Μένη Κουμανταρέα για το πρόσφατο βιβλίο του "To show είναι των Ελλήνων", επισκέφθηκα το Υπουργείον Εξωτερικών έχοντας την περιέργεια να ιδώ εκείνη την περίφημη αίθουσα όπου συνηντήθησαν, εν μέσω κρότων και αιμάτων, οι πολιτικοί αρχηγοί της εποχής εκείνης για να ρυθμίσουν τα της έκρυθμης εσωτερικής πολιτικής ζωής (26-27-12-1944).
Θεωρούσα αφελώς ότι η επίσκεψίς μου θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς, απλώς με την κατάβασίν μου στα υπόγεια διαμερίσματα του ιστορικού κτηρίου. Η όλη μάλιστα αφήγηση μου είχε εξάψει τη φαντασία και έβλεπα προ των οφθαλμών μου την μεγάλη οβάλ τράπεζα όπου ακούμβησαν τας χείρας τους ο Τσόρτσιλ, ο Δαμασκηνός και ο Σιάντος. Σχεδόν δηλαδή θα ερευνούσα και για τα αποτυπώματά τους.
Αντ' αυτού, πυλαίοι Κέρβεροι που με απλανές βλέμμα ίσταντο στον χώρο υποδοχής με εμπόδισαν να ερευνήσω τον χώρο. Ένας εξ αυτών, με μπόλικη διπλωματική ευγένεια ή εκ του πονηρού αυτοσυγκράτηση, μου συνέστησε να στείλω επιστολή στην Υπηρεσία και ότι θα μπορούσα να λάβω εμπεριστατωμένη την απάντηση.
Απομακρύνθηκα από το χώρο πλήρης απογοητεύσεως. Μια φωνή μέσα μου αναρωτιόταν: Μα είναι άραγε τόσο δύσκολο ένας φιλοπερίεργος πολίτης να κατέβει μίαν κλίμακα; Έτσι ένας πέπλος μυστηρίου ανέμισε μέσα μου: Τι άραγε κρυβόταν στα θεμέλια του κτηρίου; Μήπως τελικά η αλήθεια δεν είναι τόσο καθαρή;
Οι μήνες κύλησαν άκαπνοι. Η επιστολή εστάλη, αλλά άρχισα να πιστεύω ότι κανείς δεν θα λάβει υπόψιν του το αναιμικό ενδιαφέρον ενός φιλοπερίεργου πολίτη, ο οποίος μάλιστα έχει και την αξίωση να βυθιστεί στα χρόνια των... Δεκεμβριανών. Όσο δηλαδή θολή ήταν η ατμόσφαιρα της συναντήσεως με τους γέρικους φανούς θυέλλης να μισοφωτίζουν τα πρόσωπα, που έδειχναν στα ιστορικά λευκώματα παγωμένα και βλοσυρά.
Ώσπου, ως εκ θαύματος, ένα μικρό αγγελτήριο με προσκαλούσε στο Ταχυδρομείο της γειτονιάς. Υπέθεσα ότι κάποιος ξεχασμένος σύντροφος του παρελθόντος θα ανέσυρε από τα τεφτέρια του καμιά παλαιά γενναιοδωρία μου και αποφάσισε αναδρομικά να με ανταμείψει με καμιά τυποποιημένη πασχαλινή κάρτα, όπως εκείνη που φωτίζει πλαγιομετωπικά το άνω θρώσκον βλέμμα του πολύπαθου Ιησού, όχι βέβαια με φανούς θυέλλης, αλλά με ένα φως πνευματικόν και υπερκόσμιο.
Ήταν η απάντηση! Και ιδού τι περιείχε:
"Απαντώντας σε σχετικό έγγραφό σας που φέρει συνημμένη επιστολή του κ. Π..... Χ....., σχετικά με την υπόγεια αίθουσα του ΥΠΕΞ, στην οποία συνεδρίασε η ελληνική πολιτική ηγεσία με τον τότε Βρετανό Πρωθυπουργό Winston Churchill στις 26 και 27/12/1944, σας ενημερώνουμε ότι δεν εντοπίστηκε καμία πηγή στην οποία να αναφέρεται σε ποια αίθουσα του κεντρικού κτηρίου του Υπουργείου έλαβαν χώρα οι συγκεκριμένες συνεδριάσεις. Από τη διαμόρφωση βέβαια του κτηρίου, εκτιμάμε ότι είναι πολύ πιθανό οι συνεδριάσεις να έλαβαν χώρα στην αίθουσα που σήμερα φιλοξενεί το Κέντρο Επιχειρήσεων, χωρίς όμως αυτό να τεκμαίρεται από κάποια πηγή".
Υπογραφή: Φωτεινή Τομαή - Κωνσταντοπούλου, Εμπειρογνώμων Πρεσβευτής, Σύμβουλος Α΄
"Διάβολε!" είπα αυτοστιγμής. Εδώ έχουμε θέμα! Καθ' ότι δεν εντοπίζεται με ακρίβεια αλλά με πάσα πιθανότητα ο ιστορικός χώρος, και μάλιστα χωρίς την δέουσα ακρίβεια που αναλογεί στην εμβέλεια των ιστορικών στιγμών.
Γι' αυτό άραγε, αναρωτήθηκα, δεν με οδήγησαν άνευ ουδεμιάς καθυστερήσεως στον ιστορικό χώρο - επειδή δεν υπάρχει (υποθέτω) σχετική σήμανση; Κι αν είναι έτσι, για ποιον λόγο επί 60ετίαν και βάλε εκοιμάτο η ιστορική πληροφορία, του ακριβούς δηλαδή προσδιορισμού του γεγονότος;
(Διότι και ο αφελέστατος νους δεν θα είχε ουδεμίαν αμφιβολίαν ότι σε γεγονότα κρίσιμων ιστορικών καμπών το πρώτο που τονίζεται με μεγίστη ακρίβεια είναι ο ΧΩΡΟΣ, ως μία εκ των αριστοτελικών κατηγοριών - αλλιώς, η μάχη του Μαραθώνα θα αναπαριστανόταν κάπου δυτικότερα, νοτιότερα ή αλλού, ενώ το σεισμικό επίκεντρο της δονήσεως στην ιταλική πολίχνη Λ' Ακουίλα... σε τοποθεσίαν αβλαβήν και σώαν!)
Οπότε ο πέπλος του μυστηρίου ανεμίζει εντονότερα μέσα μου. Και πλέον διερχόμενος από το συγκεκριμένο σημείο, Βασιλίσσης Σοφίας 5, φαντασιώνομαι πως ωσάν αόρατος φασματικός μετροπόντικας θα σκάψω επιμελώς ώστε να βρεθώ στην αγκάλη... της αληθείας. Διά να συνευρεθώ μαζί της. Τότε να ιδήτε show ελληνικό!




Εργοτάξιο


Το χτίσμο μιας νέας οικοδομής... Σκονισμένα μαδέρια, λασπωμένες σκαλωσιές, στραβωμένα καρφιά. Οι εργάτες σαν τους ακροβάτες χορεύουν μεταξύ ουρανού και γης. Κι όλοι κοιτάζουν ψηλά. Να δουν το θαύμα της ανόρθωσης. Ως πού θέλει να φτάσει επιτέλους ένας άνθρωπος; Να αγγίξει τα χείλη της Σελήνης; Ανεβαίνει, ανεβαίνει και ποτέ δεν φτάνει. Στο τέλος με μιαν υπέροχη πτώση, αγκαλιάζει τη μάνα γη, σηκώνει το τεράστιο σεντόνι της και κουκουλώνεται από κάτω, λίγο να ησυχάσει. Και τον βαραίνει ένας ύπνος... Μέσα σε αυτό το σκληρό παραβάν, αρχίζει να βγάζει την πανοπλία του. Γδύνεται, γδύνεται και τελειωμό δεν έχει. Βυθισμένος μέσα στην άβυσσο του παρελθόντος, γίνεται ένα με τα θραύσματα των αγγείων και τις μεγάλες λαξευμένες πέτρες που ξυπνάει η αξίνα της αρχαιολόγου. Βουτιά ως την άκρη του μεγάλου σκάμματος, φιλάει τα πέδιλα. Την ψυχή του που έχει πια βγει από πίσω, κάποιοι έτσι λένε, δεν τη φοβίζει κανένας σεισμός.

Δημοσιολόγοι


9-6-2009
Πρέπει να έχουμε σπάσει κάθε ρεκόρ στο επίπεδο του δημοσίως ομιλούντος Λόγου. Ο Λόγος είναι η επένδυση κάθε γεγονότος, θλιβερού ή ευχάριστου. Προαγόμεθα; Το λέμε. Καταστρεφόμεθα; Το αναλύουμε. Αυτή η ατελείωτη σπατάλη Λόγου πρέπει να κλέβει χρόνο πολύν από την περισυλλογή, την αυτοκριτική, την ενδοσκόπηση, τον αθόρυβο σχεδιασμό. Την πράξη. Το τραυματικό στην εθνική μας περίπτωση είναι ότι ο Λόγος έχει μεταβληθεί σε αρένα και προκατασκευασμένη μονομαχία. Οπότε δεν σπαταλιέται απλώς Λόγος και Χρόνος, αλλά προκαλούνται και αμυχές, εκδορές, εκζέματα και τραύματα από τη σύγκρουση των επιμέρους στρατών-Λόγων, τα οποία (οι ζημίες δηλαδή) με τη σειρά τους γίνονται γεγονότα, οπότε δίνουν την αφορμή για έναν νέο κύκλο Λόγου κ.ο.κ. Ποιοι εκμεταλλεύονται αυτόν τον κύκλο Διαλεκτικής; Όσοι ηδονίζονται να βλέπουν τα λιοντάρια να μονομαχούν λεκτικά, να γδέρνονται, να τσαλακώνονται, να σέρνονται, να αιμορραγούν, να απαξιώνονται οπότε να επιδιώκουν να επανορθώσουν και να εξωραΐσουν το κοινωνικό τους προφίλ με νέα προβολή, αυτοπαρουσίαση, έπαινο, κ.λπ.
Τι γίνεται όμως όταν μια μεγάλη μάζα πολιτών δηλώνει την απέχθειά της για αυτό το σύστημα δημόσιας κατάληψης του ελεύθερου χώρου και χρόνου προκειμένου να κονταροχτυπιούνται οι μονομάχοι; Τι γίνεται όμως όταν μια μεγάλη μάζα πολιτών υποτιμά όλα αυτά τα δημόσια πρότυπα Λόγου μέσω της αποχής από έναν θεσμό;
Ελάχιστη τσίπα εάν είχε κανείς ή αξιοπρέπεια, θα έπρεπε να αποχωρήσει πάραυτα από αυτό το πεδίο των λεκτικών διαξιφισμών και της αέναης νοηματικής σύγχυσης, να γίνει ασκητής, με παξιμάδι και ελιά, και να επιθυμήσει να επιστρέψει μόνον όταν είχε κάτι άξιο να επιδείξει ύστερα από επίμονη ατομική προσπάθεια.
Και όμως: τους φτύνουν οι μισοί Έλληνες κι αντί να θελήσουν να κρυφτούν από ντροπή, αυτοί και πάλι εκεί, με τα καλοραμμένα κοστούμια τους και τις κορόνες μομφών και υπαινιγμών. Τέτοια αυτοσυνειδησία!
(Αντίθετα, στο Μεταξουργείο, οι παλιές πουτάνες, όταν είδαν ότι δεν έχουν απήχηση με τον ερχομό των Ουκρανών και των Ρωσίδων, αποχώρησαν ευσχήμως κάνοντας την αυτοκριτική τους μπρος στους μεγάλους καθρέφτες του φωτός. Αντίθετα, εκείνοι εκεί, συνεχίζουν καθώς τους φορτίζουν την μπαταρία όσοι τους χρειάζονται για εύκολα, ήτοι ευτελή, τηλεοπτικά θεάματα. Ξεπεσμός.
ΟΚ. Εάν ΄΄πέσουν΄΄ τα βυζιά της Καϊλή, μπορούν να κάνουν καμιά μεταγραφή από Ιταλία μεριά, από τα μοντέλα του Μπερλ που στο κάτω κάτω είναι καταλληλότερα για τη διαιώνιση της καθήλωσης τύπου φάτε μάτια ψάρια και μυαλό με άχυρο.)