31/3/10

"Αρνάκι στο φούρνο με πατάτες"

Αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: μια αναδρομή στον καμένο χρόνο




                                                                                                               Μνήμη Απόστολου Κούκου



Από τον ΗΛΙΑ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ



Όταν ετοιμάζεις φρεσκοσφαγμένο κατσικάκι ή αρνάκι ή και κοτόπουλο, βάλε φρέσκους πολτοποιημένους σπόρους σιταριού σε ένα βαθύ τηγάνι με αρωματικό λάδι. Όταν η εντράδα βράσει, ρίξε από πάνω το στάρι και σκέπασέ την με το καπάκι, γιατί έτσι το βαρύ φαγητό αυγαταίνει. Να τη σερβίρεις ζεστή με ψωμί.
Τη συνταγή μάς παραδίδει ο Νίκανδρος στα «Γεωργικά» του και καταγράφει ο Αθήναιος στο «Δειπνοσοφιστή» του (126, 6).
Κι ένα κεφάλι ολόκληρο παρέθεσαν ακόμη ψητό στα δύο, πολύ κλειστά, ήτανε εριφίου που θήλαζε ακόμη της μάνας του το γάλα […] κι ορεκτικό συμπλήρωμα της κεφαλής εφέρωνε γλυκύτατα αντεράκια αρνιών και εριφίων, που και οι θεοί θα τα ’τρωγαν αν τά’ χαν… το φαγητόν αυτό είθε κι εσύ να το ’τρωγες, αγαπητέ μου φίλε,
μας προσκαλεί ο Φιλόξενος στο γαστρονομικό του ποίημα που παραθέτει, επίσης, ο Αθήναιος (147).
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, τραγανιστό, λαχταριστό, πρόκληση στη γεύση και στην όσφρηση, ζουμερό, με μια δροσερή μαρουλοσαλάτα με άνηθο και φρέσκα κρεμμυδάκια, που «κόβει τα λίπη», βοηθάει στη χώνεψη, δροσίζει, ευφραίνει, δεν χρειάζεται να συστηθεί, δεν έχει την ανάγκη μας να το συστήσουμε. Το αρνάκι ήταν στην κλασική εποχή το είδος της λιχουδιάς που ταίριαζε σε ένα ακριβό γεύμα, στο πλαίσιο συμποσίου λόγου χάριν: η νοστιμιά του ήταν ακαταμάχητη. Όπως και σήμερα.

«Των Ελλήνων οι κοινότητες»
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, το λαχταριστό μπουτάκι, η καλοψημένη πετσούλα, είναι φαγητό που ενώνει "των Ελλήνων τις κοινότητες". Δεν τις ενώνει επειδή είναι η γεύση αντικειμενικά ηδονική, αλλά γιατί από την αρχαιότητα κιόλας η συλλογική νοοτροπία έχει καλλιεργήσει τη γνώμη πως το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες είναι λαχταριστό και νόστιμο. Γι' αυτό άλλωστε και η χρήση υποκοριστικών, γι' αυτό και οι "πολύτιμες γαστρονομικές αρχές της περιοδικότητας, της αναμονής και της παρατεταμένης επιθυμίας", για να θυμηθούμε το σύγχρονο δειπνοσοφιστή Χρίστο Ζουράρι, τηρούνται απαρεγκλίτως. Πώς και πώς περιμένουμε το ταψί να έρθει στο τραπέζι, στο κέντρο του βεβαίως. Πώς και πώς το περιμένουμε το αρνάκι.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, η γεύση του, είναι ένας από τους παράγοντες που συγκροτούν τη συλλογική ταυτότητα. Η ονομασία του ήδη κωδικοποιημένη από την εποχή του Αθήναιου (193-228 μ.Χ.) και των ποιητών που παραθέτει, οι μαγειρικοί, εθιμοτυπικοί, τελετουργικοί κανόνες που συνδέονται με την κατανάλωσή του ως τροφής από ομοτράπεζους, καθιστά το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες φαγητό με ιδιαίτερη, "εθνική" φυσιογνωμία.
Τρώγοντας, δηλαδή, τις πετσούλες και τις ροδοκοκκινισμένες πατατούλες δηλώνουμε ότι ανήκουμε σε μια κοινότητα, στην οικογένεια, στην πόλη, στον τόπο που λέγεται Ελλάδα, σε έναν κόσμο του οποίου τα όρια είναι τα όρια της γλώσσας του, για να παραφράσουμε τον Βίτγκενσταϊν.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες είναι το "δικό μας φαγητό". Εφαλτήριο υψηλής θερμοκρασίας συναισθημάτων· φαγητό - αναδρομή στην παιδική ηλικία ή φαγητό - αναδρομή σε ηλικίες παρωχημένες· κόσμος γεύσεων, συνεκτικός, σύμπαν οσμών που τις βιώνουμε αυτές καθαυτές και όχι τις μεν σε σχέση με τις δε, αλλιώς τις πατατούλες, αλλιώς το κρεατάκι: Παραπέμπουν σε τρυφερά στιγμιότυπα βίου, σε σπίτια που ξεχειλίζουν από τα καθημερινά διλήμματα των διασταυρώσεων, σε λύπες και μέρες που μας μικραίνουν, σε ανθήσεις λησμονημένες, σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ο πατέρας, η μητέρα, εμείς, σε πανωλεθρίες που διαρκούν ζώντας από τη ζωή μας, σε νίκες εφήμερες, σε ανθρώπους, αντικείμενα, στην πιατέλα της γιαγιάς, σε στάσεις, συμπεριφορές, πάντοτε σε ένα πριν και ένα μετά.
 Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: ένα όχημα για να λειτουργήσει η μνήμη, να πάρει μπρος και να τσουλήσει ο μηχανισμός της ανάκλησης. Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: ένας εξολκέας συμβόλων, μύθων, νοσταλγίας.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: ένα αλισβερίσι χρωμάτων, χωμάτων, αρωμάτων, γεύσεων, λέξεων, σιωπών, ήχων, η πετσούλα που κριτσινίζει, η φωνή της μητέρας να σερβίρει, του πατέρα να κόβει προσεκτικά, σχεδόν σαν να τελετουργεί, το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες συγκροτεί ένα εξέχον πρωτόκολλο συγκινήσεων της ζωής μας, όπως και όποιας μας έχει λάχει.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: ένα πριν και ένα μετά κόβει, κάθε Πάσχα, τον καιρό στα δύο. Στο μεσοδιάστημα νιώθουμε την ασφάλεια των αναγνωρίσιμων γεύσεων και τη θαλπωρή του οικείου. Επιβεβαιώνουμε ότι θα δικαιωθεί η προσδοκία μας για μια απόλαυση. Γευστική.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες δεν συγκαλύπτει γεύσεις, αρώματα, χρώματα, χειρονομίες, το χέρι που αγγίζουμε δίπλα μας, τυχαία δήθεν, κόβοντας με το μαχαίρι από το σερβίτσιο της μαμάς.
Αντιθέτως, αναδεικνύει αισθήσεις και αισθήματα όχι αυτάρεσκα και εγωτικά, αλλά φιλάνθρωπα και φιλεορτάζοντα.

Διατροφικός κανόνας
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες είναι φαγητό χώρου εσωτερικού, οι προδιαγραφές του είναι μουσικής δωματίου, όταν το τρώμε δεν μιλάμε, το γευόμαστε και με "γεμάτο στόμα" μετράμε το χρόνο. Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες ένας μετρονόμος είναι, το τρώμε στην κόψη του καιρού: υπάρχει εν τόπω και χρόνω, είναι φαγητό εθιμικό.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες τρώγεται συγκεκριμένη ημέρα, σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκεκριμένο τρόπο και τελετουργικό, συγκροτεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο συγκινήσεων και γεύσεων, στηρίζεται και επιβεβαιώνει σαφείς διατροφικούς κανόνες.
Τη μέρα της Λαμπρής, το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες συνιστά λοιπόν μια αφορμή για να συζητήσουμε για την κουζίνα, τη μαγειρική που επιτελείται σ' αυτή, το τραπέζι στο οποίο σερβίρεται το έργο της μαγειρικής τέχνης, ύστερα από την Ανάσταση.
Οι παραδόσεις της κουζίνας, η τήρηση γαστριμαργικών παραδόσεων μαγειρικής που χάνονται στο βάθος του χρόνου, το τραπέζι του φαγητού, ένα ορθογώνιο σχήμα που ενεργοποιεί συλλογικές αναπαραστάσεις, όλα αυτά θριαμβεύουν κάθε φορά που κριτσινίζουμε τις πετσούλες και "τσιμπάμε" τις πατατούλες.
Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: αισθανόμαστε πως ύστερα από κάθε γεύμα δεν θέλουμε να ξαναφάμε, πως όλη η εμπειρία της τροφής έχει εξαντληθεί. "Πώς με παρηγορεί αυτή η ηδονή της νέας πείνας! Είναι το μόνο πραγματικό στοιχείο ζωής ανάμεσα στις λοιπές ψευδαισθήσεις...", ακούμε τον Γιάννη Ευσταθιάδη να μας ψιθυρίζει από το "Με γεμάτο στόμα" του (εκδ. "Ύψιλον/Βιβλία", 2002). Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες... Αποσιωπητικά: πάντοτε με το στόμα γεμάτο, χορτάτοι, με γεύσεις καυτές φαγητών ζεστών και λαχταριστών, με το στόμα γεμάτο πληθυντικές σιωπές, κάνουμε αναδρομές στον καμένο χρόνο.

Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες: ένας φόρος τιμής είναι -κάθε φορά- του μέλλοντος στο παρελθόν. Το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες τριγυρίζει στο ρολόι της ζωής μας και ρυμουλκεί τους λεπτοδείκτες.

Σε πόση ώρα θα είναι έτοιμο το φαγητό; Πεινάσαμε...

ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ

Ο ζητιάνος μέσα μας

31.3.2010

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ


Ελεεινολογούμε συνήθως τους άλλους, ωστόσο όλοι έχουμε την ανάγκη κάποιου ή κάποιων για να διοχετεύσουμε τη σωματική ή άλλη ενέργειά μας.
Που σημαίνει ότι λίγο ή πολύ όλοι μας σαν ζητιάνοι φαινόμαστε λίγο ή πολύ στα μάτια ορισμένων. Και αν μη τι άλλο, όλοι ζητιανεύουμε την προσοχή των άλλων, για διαφόρους λόγους.

Ο Πρωθυπουργός ζητιανεύει στήριξη, ο αλήτης των δρόμων κανένα πενηνταράκι, ο οπιομανής των φαναριών κανένα σκουριασμένο κέρμα, αυτοί που θέλουν να μιλούν, να ρητορεύουν και να ακούγονται ζητιανεύουν το κοινό να τους ακούει, αυτοί που γράφουν το κοινό να τους διαβάζει, οι τράπεζες ευυπόληπτους πελάτες, οι ταξιτζήδες σκύβοντας κανέναν διερχόμενο πελάτη, τα πορνίδια του Μεταξουργείου ή της οδού Ευριπίδου κανέναν κακομοίρη, οι απεγνωσμένοι ερωτιάρηδες καμιάν αγκαλιά, κανένα φιλί ή στην καλύτερή τους να μπουν κι αυτοί σε ένα σώμα να ανθίσουν κάπως, όλοι οι στερημένοι αυτού του κόσμου ένα μάννα εξ ουρανού, ένα πιάτο φαγί, ο ασθενής να σταθεί λίγο από πάνω του ο δυνατός της γνώσης επιστήμων, οι άνεργοι την ευκαιρία, την πληροφορία, την πρόταση των άλλων, οι εταιρείες ζητιανεύουν μέσω των διαφημίσεών τους τη μεθυσμένη από εικόνες πελατεία τους, οι δάσκαλοι να αγκιστρωθεί ο λόγος τους και να φυτρώσει σε κάποια παιδική ψυχή. Ζητιανεύουμε την προσοχή των άλλων, για να μην νιώθουμε τιποτένιοι, αφανείς, ασήμαντοι. Ζητιανεύουμε την συμπάθεια ή την αγάπη των άλλων, για να μην νιώθουμε άδειοι, απωθητικοί, στη σκιά των πραγμάτων, στο ράφι της ιστορίας. Ο καθένας έχει τον τρόπο του να καμουφλάρει τη ζητιανιά του: άλλος με τον εγωκεντρισμό και τη φιλαυτία του, άλλος με επιδείξεις ύλης και ενδυμάτων, άλλος με τη φλυαρία των γνώσεών του, άλλος καταρώμενος το σύστημα ή την κακούργα κοινωνία, επιδιώκοντας να βρει έναν τρόπο να δικαιολογήσει το τίποτα της ζωής του. Ο καθείς ρίχνει μιαν άγκυρα στον άλλον, για να βρει κάτι και να λάβει κάτι, για να φανεί στα μάτια του, να ψαρέψει κανέναν έπαινο, καμιά κολακεία, κανένα δώρο. Όλοι λίγο ή πολύ έχουμε τις πουτανιές μας, ακόμη και οι άνθρωποι των γραμμάτων λίγο ή πολύ λίγη σημασία ζητούν και τι χαρά όταν τους τη δίνουν οι άλλοι, τους δίνουν μικρόφωνο, βήμα, θέση έκφρασης, λευκή σελίδα, ανοιχτό μαγνητόφωνο (πόσα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν). Χωρίς μιαν αναγνώριση από τον άλλον, αυτό που λέμε ηθικό έστω κίνητρο, όλα ξηραίνονται και βουβαίνονται μέσα μας, χάνουμε πάσαν όρεξη. Γιατί πράττουμε ό,τι πράττουμε; Για να τα δει επιτέλους κάποιος, να τα χαρεί, να τα δοκιμάσει, να τα επιδοκιμάσει, να τα αγαπήσει, να τα βραβεύσει, να τα δεχτεί, να τα κάνει δικά του. Πόση ανάγκη λοιπόν έχουμε αυτόν τον καταραμένο τον πλησίον μας, που λέει κι ο λόγος ο ευαγγελικός, αυτόν που θα θέλαμε να χειροκροτεί ως οπαδός ή θιασώτης τα πεπραγμένα μας!

Την ίδια ώρα όμως που αισθανόμαστε ότι η πλατεία θα είναι άδεια χωρίς αυτόν τον πλησίον, σαν άλλα αιλουροειδή ορμούμε να τον στομώσουμε, να τον κατατροπώσουμε, να επιβληθούμε επ' αυτού παντοίω τρόπω (πόσα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν). Την ίδια στιγμή που έχουμε την ανάγκη να έχουμε τον άλλον, την ίδια στιγμή θέλουμε και να είμαστε από πάνω του. Οι ανθρώπινες συγκρούσεις, τα ανθρώπινα διλήμματα, σύνδρομα, ελλείμματα.

Άρα, προς τι ο γέλως προς τον διπλανό μας, τον ζητιάνο του δρόμου, της διπλανής θύρας, του πεζοδρομίου; Αφού κι εμείς κάθε φορά κάτι ζητιανεύουμε από τους άλλους, απλώς εξωραΐζουμε τον τρόπο με τον οποίο το ζητούμε. Αν μου βρείτε άνθρωπο εις όλα αυτάρκη...

Ο αντίλογος είναι προβλέψιμος: δεν είναι ζητιανιά, είναι έκφραση, εξωτερίκευση των μυστικών τού είναι κ.λπ.

Καλώς. Έχουμε ξανακούσει αυτόν τον αντίλογο. Το θέμα είναι ότι σε όλες τις σύγχρονες ζητιανιές, τα χέρια και τα χείλια ανοίγουν: για κανένα πενηνταράκι, για καμιά εξυπηρέτηση, για καμιά φωτογραφία δημοσιότητας, για λίγη τιμή και δόξα, βρε αδελφέ, για να δειχθώ, να φανώ, να με πιστέψουν, να με ακολουθήσουν, να με επαινέσουν, για λίγη μόνο στοργή και αγάπη δούλος και ζητιάνος ενός άνδρα, μιας γυναίκας, ενός έρωτα. Για να πω κι εγώ ότι κάτι είμαι σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή, ότι κάτι στο διάολο έκανα κι εγώ, ότι κι εγώ ρε παιδί μου έχω τα δικά μου προνόμια, τις γνωριμίες μου, τους δικούς μου ανθρώπους (οι Λευτεριστές που λέει κι η Φλέσσα για το Κλαμπ Λ. Παπαδόπουλου).

Οπότε μόκο όλοι αυτές τις άγιες μέρες. Μόκο λόγω εξάρτησης, σκλαβιάς, κάθε είδους ζητιανιάς. Του άλλου, όποιος κι αν είναι αυτός. Του άλλου που μας σώζει υπάρχοντας για μας, έχοντας τα μάτια του σε μας.

Μόκο καλύτερα. Ιερή σιωπή. Ζύγισμα τού πόσο αδύναμοι και εύθραυστοι είμαστε χωρίς τους δικούς μας, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Μόκο γιατί εμείς δανειζόμαστε και οι άλλοι μας δίνουν, χωρίς να το ξέρουμε ή να το συνειδητοποιούμε. Μόκο.

Σας ομιλεί ο βασιλεύς των Ιουδαίων, ο αρχι-ζητιάνος όλων των ζητιάνων, ο ηγέτης του χωριού των λεπρών.

Τα σέβη μου αδελφοί μου. Χωρίς εσάς θα ήμουν το τίποτα. Είμαι μέσα από σας, είμαι επειδή είστε εσείς.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ 2010
 
Π.Χ.

26/3/10

To ιερό πανί

Το ιερό πανί



Έστεκε στο δόρυ το ιερό πανί

Έστεκε στο δόρυ

Έβλεπε το αγόρι το ιερό πανί

Έβλεπε το αγόρι

Κρέμασε τα χρώματα το ιερό πανί

Κρέμασε τα χρώματα

Δόξασε τα χώματα το ιερό πανί

Δόξασε τα χώματα


Ήταν σαν κραβάτα το ιερό πανί

Ήταν σαν κραβάτα

Ύμνος σε παράτα το ιερό πανί

Ύμνος σε παράτα


Ώσπου το αγόρι το ιερό πανί

τό 'βαλε κραβάτα

έπιασε το δόρυ και με μια φωνή

πήγε στην παράτα


Φούσκωνε στα στήθη το ιερό πανί

άσπρα και γαλάζια

φύσαγε στη λήθη πέρα σε αχανή

άθλους και ατλάζια


Δέθηκε για πάντα το ιερό πανί

στον ιστό στ' αγόρι

μέθυσε στην μπάντα το ιερό πανί

στέμμα σε παπόρι


Έπεσε στο κύμα το ιερό πανί

άσπρο και γαλάζο

έσμιξε στον πόντο το ιερό πανί

τον μεγα-βαστάζο


Βούτηξε τ' αγόρι στα βαθιά νερά

με σταυρό στα στήθη

σώζοντας τα όσια και τα ιερά

απ' τη μαύρη λήθη


Το παπόρι πέρασε πάνω απ' τα νερά

κι έσχισε το κύμα

η κραβάτα έστεκε λίγο αριστερά

ως του πόντου ντύμα


Έκανε κυματισμούς το ιερό πανί μας

έπλεε στις θάλασσες μέσα στην ψυχή μας

στους ιστούς στα σώματα γέρνει και λικνίζεται

στους βυθούς στα χώματα σαν γερνά βυθίζεται


Τό 'βλεπα να κρέμεται πάνω από εικόνισμα

να υψώνει το σταυρό να φιλεί τον Άγιο

τώρα λεν κατήντησε ξένο χαρτονόμισμα

σαν κουρελοκούφαρο πάνω από ναυάγιο. -



(25.3.2010)

Περί του ΄΄Μαραμπού΄΄ (χωρίς ταμπού) - 2 κείμενα

1. ΟΤΑΝ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ


ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΛΑΖΑΡΗ

Την περασμένη Τετάρτη κάναμε στο σχολείο μας ένα μικρό αφιέρωμα στον Μαραμπού.

Πιστεύω ότι άρεσε στα παιδιά και απ' ό,τι φαίνεται θα υπάρχει συνέχεια.
Το ταξίδι μας με τον Μαραμπού ξεκίνησε από την υπόγεια σκονισμένη "αίθουσα εκδηλώσεων" του Γενικού Λυκείου Πικερμίου για να φτάσει μέχρι τα πέρατα της γης. Σημαντικοί σταθμοί του ταξιδιού αποτέλεσαν το Χαρμπίν, η Κεφαλλονιά, ο Πειραιάς, η Μασσαλία, η Αλεξάνδρεια, το Melbourne, το Colombo, το s/s "CYRENIA", το m/v "Aquarious", το "Πούσι", η "Fata Morgana", η Θεανώ Σουνά.
Ο καλός φίλος από τη Σύρα Διονύσης Νοταράκης ανέβηκε, πρόσφατα, στη Θεσσαλονίκη.
Στην Οδό Αιγύπτου συνάντησε την παρακάτω καλαίσθητη ρεκλάμα όπως φαίνεται στη φωτογραφία που ακολουθεί:

boite M/V MARABU
Αιγύπτου 5



Συνειρμικά, η σκέψη του Διονύση γύρισε στον Μανώλη Αναγνωστάκη και στο ποίημά του "Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ."

Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε.
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται.
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε.
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες.
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες.
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους.
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-
τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής.
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές.


Η Ελλάς των Ελλήνων.

Νοερά, λοιπόν, ξαναγυρίζουμε στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 1946.

Μέσα από τη διήγηση του Κλείτου Κύρου "Το ταβερνάκι - σημείο αναφοράς στη φιλία μου με τον Νίκο Καββαδία" (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" [τεύχος: 1072]) θα βρεθούμε μια μαγική νύχτα στη Σαλονίκη.

"Ο Καββαδίας υπηρετούσε τότε ως ασυρματιστής στο ατμόπλοιο "Κορινθία" που έπιανε κάθε βδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Σε κάποιο από τα ταξίδια αυτά πραγματοποιήθηκε μια σύναξη σε μια μισοϋπόγεια ταβέρνα που λεγόταν "Τα Μεσόγεια" και βρισκόταν στην οδό Καρόλου Ντηλ. Ήταν εκεί μεταξύ άλλων ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Θανάσης Φωτιάδης, ο Αλέξης Φασιανός, ο Πάνος Θασίτης, ο Τάκης Χασήρ, ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, ο Γιώργος Κουμβακάλης, ο Κλείτος Κύρου και αρκετοί ακόμα. Φεύγοντας από την ταβέρνα, οι λίγοι που απομείναμε τραβήξαμε μαζί με τον Κόλια προς το Βαρδάρι όπου ήθελε να πάρει, όπως έλεγε, μια γεύση από την περίφημη Μπάρα, τη γνωστή ανά το πανελλήνιο -και ιδιαίτερα στους ναυτικούς- περιοχή του αγοραίου έρωτα, με τους οίκους ανοχής κολλητά σχεδόν ο ένας πλάι στον άλλον. Και δεν θα ξεχάσω, μέσα σ' εκείνον τον μπορντελομαχαλά, νύχτα μέσα στα κόκκινα λαμπιόνια, ένα μικρό σπιτάκι που βρισκόταν ανάμεσά τους με μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδό του να προειδοποιεί: ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΕΝΕΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ."

Επιβιβαζόμαστε, λοιπόν, στον m/v "MARABU".

Μας περιμένουν από ώρα ο Κόλιας Καββαδίας, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Χρήστος Αποστολόπουλος, ο Πέτρος Χριστοφιλίδης, ο Γιώργος Τράπαλης, η Ιωάννα Σπηλιοπούλου, ο Διονύσης Νοταράκης, ο Jolly Roger, ο Corto Maltese και άλλοι πολλοί.

Το σκίτσο που ακολουθεί είναι του Σταύρου Σολομή, μαθητή της Β' τάξης του ΓΕΛ Πικερμίου και η φωτογραφία του Διονύση Νοταράκη.



Καλό βράδυ
Καλό Πάσχα
Αντώνης Λαζαρής



2. Η ακύρωση της επιστροφής


ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΒΕΗ

«Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.»
Νίκος Καββαδίας, «Θεσσαλονίκη», Πούσι

Μετά από όλα αυτά τα ταξίδια, υπηρεσιακά και μη, που έκανα κυριολεκτικά και στις πέντε ηπείρους, για τριάντα και πλέον χρόνια, έρχονται κάποτε οι βαθιές στιγμές που με πείθουν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να ισχύει η αρχή εκείνη που ορίζει με υποδειγματική σαφήνεια ότι όντως «τα ταξίδια είναι βάρβαρα. Σε αναγκάζουν να εμπιστεύεσαι ξένους και να λησμονείς εκείνη τη γνώριμη άνεση της εστίας και των φίλων. Βρίσκεσαι συνεχώς έξω από τα νερά σου. Τίποτε δεν είναι δικό σου εκτός από τα ουσιώδη - τον αέρα, τον ύπνο, τα όνειρα, τη θάλασσα, τον ουρανό -, όλα τα πράγματα που τείνουν στο αιώνιο ή ό, τι φανταζόμαστε απ΄ αυτό».
Το αίσθημα αυτό, που με τόση ενάργεια αποτυπώνει στις παραπάνω αράδες ο Cesare Ρavese (ιδέτε την προμετωπίδα στο The Comfort of Strangers του Ίαν Μακ Γιούαν, που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ως Ξένοι στη Βενετία, σε μετάφραση του Νίκου Σακαλίδη, από τις εκδόσεις Σέλας, 1991), με συνέχει όταν, μεταξύ άλλων, ξαναδιαβάζω τώρα, στη «μέση ηλικία», τον Νίκο Καββαδία.
Σχεδόν σε όλα του τα ποιήματα μπορούμε, αν θελήσουμε, να ανιχνεύσουμε αυτή την άπωση, εκείνη την απροσδόκητη ταλάντωση του εκκρεμούς που λες και παύει ξαφνικά να αιωρείται, επειδή αποφασίζει πέραν πάσης προσδοκίας να μείνει και να αγκιστρωθεί τελεσίδικα σε ένα μόνον πόλο. Ας τον ονομάσουμε πρόχειρα: (συγκινησιακό)έξω ή (οραματικό)εκεί. Βέβαια, η εν λόγω «βαρβαρότητα» μπορεί σε ένα βαθμό να απαλειφθεί, ή για να το πω διαφορετικά, να εξανθρωπισθεί ελαφρώς μέσα από τη διαδικασία της δείνα ποιητικής ολοκλήρωσης. Η γνωστή από τους αρχαίους κιόλας χρόνους μοναχικότητα του κατ' ανάγκην περιηγητή, οι τρομερές δυσκολίες ταύτισης και συνταύτισης με την εκασταχού εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι πάγιες συνθήκες της οριακής απο-ξένωσης και η παραπληρωματική βάσανος της φασματικής επιστροφής θα έλεγα, συμπεραίνοντας, ότι προσδίδουν στις υπερπόντιες γραφές των ναυτικών το σχεδόν ανεκτό ή ακόμη και ζείδωρο άλγος, τη χαρμολύπη ενός εξευγενισμένου πανικού.



Η, δε, προαναφερόμενη «εστία» του Cesare Ρavese φαίνεται εν τέλει τόσο μακρινή, τόσο απρόσιτη. Σα να μην υπήρξε δηλαδή ποτέ. Η παλιννόστηση εκφυλίζεται σε παρωδία του εαυτού της. Είναι το μέγα Φάντασμα: το παρ' ολίγον ταξίδι, η επιχείρηση που συνεχώς αναβάλλεται - άχρι θανάτου. Από τους στίχους εκείνους που σημάδεψαν τις δικές μου περιηγήσεις απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τούς εξής:
«Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό / και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο, / πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ; /σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;» Ανήκουν στο έκτο ποίημα της συλλογής Τραβέρσο, με τίτλο «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη», που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας επί του s/s Apollonia, το 1957. Τους ακούω πάντα μαζί με εκείνους από τη «Θεσσαλονίκη», που καταχωρείται στο Πούσι:
«Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται / και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού. / Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται / σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.» Ίσως να μνημονεύουν εμμέσως, πέρα από τις στιχουργικές συγκυρίες, τον ενδόμυχο Τόπο, το απώτερο πολυπόθητο σύνορο, που ακουμπάει (και) το πουθενά. Οι κατά καιρούς μέτοικοι, οι εκ συστήματος πλάνητες, οι εκ γενετής νομάδες, αυτοί οι τοποτηρητές του πλανήτη, που με συγκινούσαν ανέκαθεν με την ανιδιοτελή-ιδιοτελή κινητικότητά τους, ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά φορείς ενός βασκάνου μη-νόστου. Γι’ αυτό και σκληραίνουν από συναισθηματική άποψη. Επαληθεύουν, μεταξύ άλλων, τους αφορισμούς ενός άλλου σημαίνοντος της διαρκέστατης διασποράς, του Ηλία Κανέττι: «Στα ταξίδια τα αποδέχεται κανείς όλα, η αγανάκτηση μένει στο σπίτι. Βλέπεις, ακούς και εκστασιάζεσαι με το πιο φοβερό, γιατί είναι καινούργιο. Οι καλοί ταξιδιώτες δεν έχουν καρδιά». (Ιδέτε Οι φωνές του Μαρρακές, εντυπώσεις ύστερα από ένα ταξίδι, μετάφραση: Νίκος Δήμου, εκδόσεις Libro, 2005.)



Αν η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το Μαραμπού, έργο του 1933, είναι ήδη η πρώτη ραψωδία του προγραμματικού τέλους των οριζόντων, τότε η δεύτερη συλλογή του, το Πούσι, έργο του 1947, είναι η νοσταλγική επωδός του μη-νόστου. Αυτή η αντίφαση είναι φαινομένη: ο ωκεανός είναι η κανονική, η ορθή Μήτρα μας. Κάθε άλλη συνωνυμία είναι προφανώς περιττή. Άλλωστε, αφήνοντας τους συνειρμούς να κάνουν τη δουλειά τους, φρονώ ότι στη Χαρούμενη Επιστήμη του, ο Νίτσε καταξιώνει, αν μη τι άλλο, αυτή την ακόρεστη τάση προς τα πέρατα, προς τα κέρατα του κόσμου-ύπαρξης.
Ας θυμίσω: «Σιγά σιγά βαριόμαστε το παλιό, αυτό που κατέχουμε σίγουρα, και απλώνουμε πάλι τα χέρια μας∙ ακόμη και το πιο όμορφο τοπίο δεν είναι πια σίγουρο για την αγάπη μας όταν ζήσουμε σ’ αυτό τρεις μήνες και μια πιο μακρινή ακρογιαλιά προσελκύει την πλεονεξία μας: η κατοχή μικραίνει τις περισσότερες φορές το κατεχόμενο αντικείμενο. Η ευχαρίστηση που νιώθουμε με τον εαυτό μας θέλει να διατηρηθεί τόσο έντονη που αλλάζει πάντα κάτι καινούργιο σε μας τους ίδιους – αυτό ακριβώς ονομάζεται κατοχή».
(Ιδέτε τη μετάφραση του Ζήση Σαρίκα, εκδόσεις Βάνιας, 2008.)
Κατά συνέπεια, η τρίτη συλλογή του, το προαναφερόμενο Τραβέρσο, που κυκλοφόρησε σχεδόν μισόν αιώνα μετά το Μαραμπού, συνιστά την απολυτοποίηση της εμμονής - παραμονής στην ουτοπία της επανόδου. Διακρίνω από το ποίημα «Marco Polo», γραμμένο στη Βενετία, στις 3 Απριλίου 1972, το επιλογικό τετράστιχο:
«…Κι έφυγε από τη μάνα του καθώς εφύγαν κι άλλοι. / Πήγε, μα δε γονάτισε μπρος στο μεγάλο Χάνο. / Φίλιππε, αποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι. /Αποκοιμήθηκα κι εγώ… και τ΄ άλλα, τα ξεχνάω.»
Ανήκω σ’ αυτούς που παίρνουν στα σοβαρά το παιχνίδι της καββαδικής ρίμας. Διαφορετικά θα πρέπει να δικαιώσω την τοπο-φοβική αποστροφή, όπως διατυπώθηκε τριάντα χρόνια προτού γεννηθεί ο Φερνάντο Πεσσόα: «Τι συμβολίζει η Αφρική – τι συμβολίζει η Άγρια Δύση; Μήπως δεν είναι τάχα και ο δικός μας εσωτερικός κόσμος λευκή, ανεξερεύνητη περιοχή του χάρτη, κι ας αποδειχθεί μαύρη σαν τις ακτές της Αφρικής όταν κάποτε ανακαλυφθεί; Τι ψάχνουμε να βρούμε, τις πηγές του Νείλου και του Μισισιπή ή το Βορειοδυτικό Πέρασμα; Αυτά είναι άραγε τα προβλήματα που απασχολούν όσο τίποτε άλλο την ανθρωπότητα;» (Ιδέτε Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, Walden, ή Η ζωή στο δάσος, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδόσεις Κέδρος, 2007.)



Αντιλαμβάνομαι ότι ο Νίκος Καββαδίας, ως αυθεντικός ποιητής, διαβάζεται πολλαχώς. Η δαψίλεια των παρατεταμένων ηδονών στο μεταίχμιο αρχιπελαγών και ηπείρων υπονομεύει την ιδέα του (μικρού) νόστου, ενώ αντιθέτως τον γαλουχεί μέσα στο όνειρο της επιστροφής στις αρχέγονες πτυχές του υδάτινου-θαλασσινού είναι.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

23/3/10

Τα ιερά κόκκαλα

23.3.2010

(Ένα γράμμα, βαθιά σαρκικό. Η γυναίκα το διαβάζει αποκαμωμένη σε ώρα σιωπηλή.)

Αγάπη μου.

Είσαι κουρασμένη. Σε κάθε σου βήμα γέρνεις σαν για να φιλήσεις το χώμα. Με γογγυσμό, σαν σε άχθος, θέτεις τάξη στα πράγματα γύρω σου. Αυτό το σώμα, το σώμα σου, το χτυπούν κάθε μέρα χίλια μαστίγια. Κι ωστόσο πρέπει να σταθεί ορθό, να αντέξει. Τα κόκκαλά σου, αυτά τα ιερά σου κόκκαλα, δεινοπαθούν με τόσα υποζύγια. Πλεγμένοι οι αρμοί τους, ακλόνητοι οι συνδετήρες τους, βγάζουν κρυφούς αναστεναγμούς στις παντοίες πιέσεις. Είσαι τόσο κουρασμένη. Δουλεύεις τόσα χρόνια χωρίς διακοπή. Ποτέ δεν σε άκουσα να αναπαύεσαι. Από το ένα θέμα πετάς στο άλλο, κάθε ώρα, κάθε μέρα, κάθε χρόνο. Το σώμα σου το έχει πάρει για τα καλά ο Χρόνος και με τη φόρα που έχει πάρει δεν το σταματά κανείς. Οι εποχές το πετούν σαν τόπι, η μία στην άλλη. Το σώμα σου είναι ένας κορμός δέντρου που πλέει διαρκώς μέσα στο ποτάμι του Χρόνου. Κανονικά, η μέρα είναι για τη δράση, η νύχτα για την ανάπαυση. Κι όμως, η μέρα σου επεκτάθηκε τόσο που μπήκε μέσα στα όρια της νύχτας. Το σώμα σου δεν λέει να σβήσει με τίποτα. Μηχανάκι έχει καταντήσει. Χιλιόμετρα διανύει κάθε μέρα. Αλλά και τις νύχτες δεν λέει να ησυχάσει. Όσο υπάρχει αυτή η ρευστή ζωή εκεί έξω, το σώμα σου δεν αιχμαλωτίζεται με τίποτα. Το βάζεις στο κρεβάτι και λες να το κρατήσεις εκεί, απαλλαγμένο από έννοιες, εικόνες, ιδέες, φαντάσματα. Αλλά είναι τόσο ισχυρή η επίδρασή τους, που ο Νους πρώτος υπνοβατεί, και τα μάτια σου ζουν άγρυπνα όπως τα μάτια των σκοπών, των ακριτών. Τα μάτια σου. Τα μάτια σου είναι κουρασμένα. Πέφτει το φως πάνω τους κι εκείνα δειλιάζουν, χαμηλώνουν. Θα ήθελαν να κρύβονταν για κάμποσο χρόνο από τα βάσανα της κίνησης, της ροής των πραγμάτων, της επεξεργασίας όλων των αισθητών. Να κρύβονταν μέσα σε ένα μεγάλο σκοτάδι, αδιαπέραστο από σκέψεις και φώτα. Τα μάτια σου κλείνουν. Όλη μέρα σέρνονται πάνω από ύλη, από χαρτιά, από βίαιους θορύβους, από ξαφνικούς σεισμούς και κραδασμούς, από μηχανικές εντάσεις. Το σώμα σου κρατιέται σαν λαμπάδα μέσα στη φωτιά. Τα ιερά σου κόκκαλα τσακίζονται κάθε μέρα μέσα στους αλαλαγμούς, τους κρωγμούς, τους σχιστόλιθους ενός απειλητικού περιβάλλοντος. Τυραννισμένα δέρνονται, χτυπιούνται δεξιά κι αριστερά, αποκρούουν βολές, ριπές, ρεύματα. Το κουρασμένο σώμα σου δεν έχει ούτε βάσιμο τόπο ούτε ορισμένο χρόνο. Σαν σε καραβάνι, βαδίζει στο κενό, και στο άτοπο, και στο άχρονο. Έρημος στα αλήθεια η ζωή, και οι βαδιστές όπως εσύ περπατούν ολοένα και πάνε στο άγνωστο. Στα κόκκαλα, σαν σε εσωτερικούς χάρτες, θα γράφονταν, λέμε, οι διαδρομές αυτές - όπως θα γράφονταν, επίσης, και στο δέρμα, και στο λευκό των ματιών, και στον πυρήνα της μνήμης. Είσαι τόσο κουρασμένη. Αν ήσουν μια σταγόνα, θα σε έριχνα σε μια πισίνα να κολυμπήσεις στα νερά μιας γαλαζωπής αμνησίας και ανεμελιάς. Θα ήθελα να ξεχάσεις, αν μπορούσες. Γιατί εσένα κάτι πάντοτε σου τριβελίζει το μυαλό. Το κουρασμένο σου σώμα είναι το ανήσυχο μυαλό σου. Κλείσε αν μπορείς τη στρόφιγγα και πες πως είσαι μια άλλη. Πέταξε τις δοσμένες σου ιδιότητες, όπως πετάς τα παλιά σου ρούχα. Μια κάθαρση σου χρειάζεται, να βουτηχτείς σε νερά καθαρά, να ξεκουραστούν οι ιστοί σου, να στοιχηθούν τα άτακτα κύτταρά σου, να μπεις σε νέες λεωφόρους. Delete στα βασανιστικά αρχεία της καθημερινότητας. Τα κόκκαλά σου υποφέρουν. Είσαι σαν μηχανοκίνητη. Των νεκρών τα κόκκαλα αποκαμωμένα κάθονται σε ασημένια κουτιά, των ζωντανών τα τρυπάει χρυσαφένιο το φως του ηλίου και τους κραυγάζει: ΄΄ζήσε, κίνει, άγε, φέρε΄΄. Τα κόκκαλά σου είναι φορέας μιας σκλαβιάς. Η γυμναστική των αρθρώσεών σου είναι από συνεχείς επιταγές τού τώρα. Το κουρασμένο σου σώμα πρέπει να απαντάει διαρκώς στα ερωτήματα των καιρών. Ο χειμώνας το γδέρνει και το πετάει κατηφές στην άνοιξη, που δεν το αφήνει σε ησυχία με τις οσμές και τα χρώματά της. Το καλοκαίρι, λέμε, ανασταίνεται, αλλά μόνο μέσα στο θαλασσί μπουκάλι των βυθών. Έξω από κει πάλι τα βάρη, οι ζυγοί, τα φορτία, οι έγνοιες. Το φθινόπωρο το σώμα είναι μαυρισμένο, όμορφο, έχει την όψη της γλυκιάς κούρασης. Και ιδού ο νέος ανήφορος, τα νέα σκαλιά. Το σώμα σου μια ζωή σκαλιά ανεβαίνει. Και λαχανιάζει, γιατί ποτέ δεν φτάνει στην κορύφωση όλων των προσπαθειών. Στο σημείο εκείνο όπου θα πει ΄΄έφτασα΄΄, ΄΄βρήκα το πέρας της ευτυχίας΄΄.  Το έχουν δασκαλέψει όλο να τρέχει και ποτέ να μην φτάνει. Όταν έλθει η ώρα του θανάτου, το κόβουνε σε φέτες και αποσυναρμολογούν τα ιερά της ασκητικής ζωής κόκκαλα. Τώρα επιτέλους σού σερβίρουν τη λήθη. Την ιερή και την αιώνια. Και την ελευθερία από όλους τους στίβους της καθημερινής ύπαρξης. Αναλώσιμα και τα κόκκαλα. Κάνεις δουλειά με αυτά. Πίνεις αίμα και σώμα. Άρα, όλα στη λειτουργία καταλήγουν. Στο ιερό μυστήριο της ύπαρξης. Στις λιτανείες και στις προσευχές.

Το σώμα του Ιησού είναι κουρασμένο, κρεμασμένο, προδομένο. Αλλά κι εσύ δεν πας πίσω. Είσαι σαν ΄΄σύγχρονος Ιησούς΄΄.

Χαίρε, αγάπη μου. Μην κουραστείς να μου απαντήσεις.

Π.Χ.

22/3/10

Ανοιξιάτικες εντυπώσεις

22.3.2010

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 14.3.2010

ΝΥΧΤΕΣ ΕΞΟΔΟΥ - ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ.

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ Α. Ένας αξιωματικός ανεβαίνει σε ένα βάθρο και απευθύνεται στους νεοσύλλεκτους δίδοντάς τους οδηγίες και κάνοντάς τους συστάσεις για τη συμπεριφορά τους. Ύστερα από 25 ημέρες εγκλεισμού και μετά τη βάφτισή τους την ημέρα της ορκωμοσίας τους, είναι έτοιμοι να ξεχυθούν στα σοκάκια της μικρής επαρχιακής παραθαλάσσιας κωμοπόλεως. Η νιότη ετοιμάζεται να ξεχυθεί και να γευτεί τους καρπούς της ζωής. Αυτό δίνει λαβή στον αξιωματικό να προβεί σε έναν φλύαρο απολογισμό και της δικής του ζωής. Η διαφορά ηλικίας και φάσης κάνει τη διαφορά θέασης της ίδιας της ζωής.

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ Β. Ένας άνδρας χήρος έχει καταλάβει το ήμισυ του συζυγικού κρεβατιού και περιγράφει τα νέα της ημέρας του στο φάντασμα της νεκρής γυναίκας του. Ζει τη νύχτα ζωντανός και όχι κοιμώμενος προκειμένου ίσως να μην παγιδευτεί στους εφιάλτες του σκοταδιού της. Ζώντας την έτσι, νιώθει πως ζει ενεργός, με τις συνθήκες τού άλλοτε, μη διαταραγμένες από την επέλευση του θανάτου, και να η απόδειξη, δίπλα του ακόμη στέκεται και τον ακούει υπομονετικά η τεθνηκυία σύζυγός του. Κάποια άγνωστη γυναίκα κάνοντας λάθος, τον χτυπάει τηλεφωνικά μέσα στα βάθη της νύχτας. Η ανθρώπινη επικοινωνία θέλει να υπερβεί το φόβο της μοναξιάς και για το λόγο αυτόν το λάθος ευπρόσδεκτον.

....................................

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Στη σάλα του παλαιού νεοκλασικού καθόμαστε ύστερα από την παράσταση. Ψηλοί οι τοίχοι, με ορισμένα εντυπωσιακά πορτρέτα. Ο Γιώργος Μανιώτης σέρνει μακρείς συλλογισμούς. Αστράφτουν τα δόντια της Αννίτας Δεκαβάλλα σε κάθε της χαμόγελο. Ο Τάκης Βουτέρης είναι αποκαμωμένος και το σώμα του έχει παραδοθεί στη νάρκωση του βάρους. Έπαιξε και τους 2 μονολόγους με γρηγοράδα εφήβου και ρυθμό καλπάζοντα. Κάπου κάπου κόβει και ράβει την σύντομη κουβέντα ο Δαβίδ Ναχμία. Τρώμε ένα κομμάτι γλυκό. Βγαίνουμε έξω και μας χτυπάει στο πρόσωπο το ελαφρύ αεράκι της νύχτας. Ο Δαβίδ Ναχμία ανάμεσα στα άλλα της μουσικής του καριέρας, επαινεί τον Μενέλαο Λουντέμη, που είχε γράψει, λέει, 48 βιβλία. Πόσους θησαυρούς κι εκπλήξεις κρύβει στ' αλήθεια το παρελθόν!

ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 18.3.2010

Ο Σταύρος Μπένος μάς κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Το ΄΄Διάζωμα΄΄ έχει θέση για όλους μας. Για όλους εκείνους που ονειρεύονται να δουν ένα εγκαταλελειμμένο θέατρο αναστυλωμένο/αναστηλωμένο. Περιμένουμε τους ΄΄κουμπαράδες΄΄ για να αφήσουμε τον οβολό μας.

Στο Μέγαρο Μελά σε εκδήλωση προς τιμήν της Λίνας Βλάχου - Κάσδαγλη. Έγραφε ως Ροζελάντια στη ΄΄Διάπλαση των παίδων΄΄. Ήταν μια πολύ αφοσιωμένη μητέρα, μια ΄΄μαμά μαμένια΄΄, όπως είπε χαρακτηριστικά η Τζένη Μαστοράκη. Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης πήρε πρώτος το λόγο και θυμήθηκε πώς έκαναν την πρώτη ΄΄γνωριμιά΄΄, καθώς η Λίνα Κ. πήγαινε σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ανάμεσα στις οποίες και στις εκθέσεις του ζωγράφου. Μίλησε και ο Τίτος Πατρίκιος, που εξήρε το καλλιτεχνικό σαλόνι των Κασδαγλαίων. Συγκίνησε σίγουρα το κοινό ο κος Αγαπητίδης, ειδικά όταν κατονόμασε εκείνα τα Διαπλασόπουλα που πιάσαν θέση πρόσφατα εκτός του κόσμου τούτου.

Στο Εθνικό Θέατρο, σε α΄ ανάγνωση ενός έργου του Δημήτρη Αλεξάκη, υιού του Βασίλη Αλεξάκη. Το έργο το ακούσαμε σε αποσπάσματα. Είναι ακόμη υπό διαμόρφωση, μου λέει ο γράφων Δ.Α. Θα εκδοθεί σύντομα από τον ΄΄Εξάντα΄΄. Το έργο ομιλεί για την μετα-τσερνομπιλική Ρωσία. ΄΄Διάβασα πάμπολλες μαρτυρίες μετά το Ολοκαύτωμα΄΄, μου λέει ο Δημήτρης Αλεξάκης. Κάθομαι δίπλα στον ηχολήπτη. Μπροστά μου η Σίσσυ Παπαθανασίου, με γκρίζα ζακέτα. Κοιτάζω τα χαρτιά πάνω στην κονσόλα του ηχολήπτη. Σε κάποιο σημείο λέγεται: ΄΄Ο κομμουνισμός πέθανε από καρκίνο στο στόμα΄΄ και αλλού: ΄΄Ο κομμουνισμός πέθανε από σιωπή΄΄. Ή κάπως έτσι. Το κοινό νεανικό, σπορτίφ, φοιτητικό, μετα-φοιτητικό. Σαν να έχουν συγκεντρωθεί οι τρόφιμοι Δραματικών Σχολών.

Γενικό συμπέρασμα: Η ζωή είναι ωραία, μα πάνω από όλα στους χρόνους της νιότης. Οι διαστάσεις ενός ανθρώπου: όταν παλεύει ως καλής φιλοδοξίας Αλεξάκης για άνοδο και αναγνώριση, όταν φημισμένος ων κρατάει ως σοφός Μπένος ένα μεγαλόπνοο όραμα, όταν αφήνει ως Λίνα Κάσδαγλη τη στάχτη της σοβαρής φλόγας και σεμνότητάς της. Το υπαρξιακό άγχος πλαταίνει στις τελευταίες στροφές της ζωής. Χθες, 21.3.2010, στην υμηττιώτικη ταβέρνα του Μπουρδάκη, σαν να καθόταν δίπλα μας ο ήρωας του 2ου μονολόγου και σιωπηλός άκουγε τις καντάδες. Η πρώτη του φράση ήταν ΄΄Έχασα πριν από 12 μήνες τη γυναίκα μου και...΄΄. Το ΄΄καταλαβαίνετε΄΄, το προσθέτουμε εμείς για να ολοκληρωθεί η συνεννόηση.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

19/3/10

Ψαράκι της Μονεμβασιάς

19.3.2010

ΨΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ

Εκεί που ο Ρίτσος έριχνε
τις σπίθες του ματιού του
εκεί ένας πρίγκιψ έστησε
θρόνο του παλατιού του.

Μέσα σε αμόλυντα νερά
ψάρια γελούν πλεούμενα
ήλιος δοξάζει τη χαρά
στης πλάσης τα πετούμενα.

Αλλά βαρκάρηδες λιγνοί
βυθών αγνώστων πράκτορες
ρίχνουνε δίχτυ και σχοινί
θηράματος εισπράκτορες.

Κόβουν της θάλασσας τ' ανθούς
νομίσματα ασημένια
ρίχνουνε βόμβες στους βυθούς
ξυρίζουνε τα γένεια.

Αιχμάλωτοι οι θησαυροί
μπαίνουνε στα φορεία
ποια μοίρα θά 'ρθει να τους βρει
ποια μάχαιρα-ιστορία.

Εις την οδό της Αθηνάς
μες σε ναό της Αγοράς
πλέον πλειστηριάζονται
μες σε βωμό της συμφοράς.

Η τελευταία ανάσα τους
κοκκάλωσε στο βλέμμα
σε παγωμένο μάρμαρο
μωρά τα κοιτά παρθένα.

Ψαράκι της Μονεμβασιάς
με μαυρισμένο μάτι
στη δίνη κοσμοχαλασιάς
αίμα θα πιεις κι αλάτι.

Με μια τραχιά βαθιά τομή
μοιραία ξεκοιλιάζονται
κι όλες οι ίνες των βυθών
στον πάγκο ευθύς ξεβράζονται.

Ψαράκι της Μονεμβασιάς
μέσα στο σκλαβοπάζαρο
χέρι σκληρό της σιχασιάς
σε βρέχει -Χάρου- άχαρο.

Πέρασες κάμπους και βουνά
ξεριζωμένο κι άνευρο
τώρα πάνω απ' τα κάρβουνα
πέφτει φωτιά και άλευρο.

Οι σάρκες σου λευκά πουλιά
πέφτουν αργά μες στα στομάχια
τα κόκκαλα ράγιες γυμνές
θρέφουν τις γάτες στα χωράφια.

Εκεί που η μέρα έριχνε
τα δίχτυα του ματιού της
μια μικρομάνα έδειχνε
την κλίνη του παιδιού της.

Θά 'ρθει καιρός που ο πρίγκιπας
μόνος σαν τροχονόμος
στων θαλασσών τα ρεύματα
άδειος θα είναι ο δρόμος. -

Πέτρος Χριστοφιλίδης

16/3/10

''Πρέβεζα" του Κώστα Καρυωτάκη

16.3.2010

Είδα χθες τον Κώστα Καρυωτάκη με τη συνδικαλιστική του κάρτα. Ετοιμαζόταν για το συλλαλητήριο της ΑΔΕΔΥ στα Προπύλαια. Μου είπε ότι ξανάγραψε την ΄΄Επαρχία΄΄ ή την ΄΄Πρέβεζα΄΄ φέρνοντάς την στα σύγχρονα μέτρα. Μου έδωσε ένα αντίγραφο. Στη θέση της οπής του κρανίου υπήρχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Ποτέ δεν πέθανα, μου είπε. Απλώς, συναντώ τον Λιαντίνη στην εξορία του.

Θάνατος είναι οι σάρκες που κρεμιούνται
στης Αγοράς τα βρόμικα τσιγκέλια
θάνατος είναι οι φίλες που φιλιούνται
σαν προφυλάσσοντας τα χείλια και τα σκέλια.

Θάνατος είναι τα λερά, κομμένα αγάλματα
με περιττώματα πουλιών στα μέτωπά τους
θάνατος είναι τα άνοστα πειράγματα
των μαθητών μουσείων μες στο πέρασμά τους.

Θάνατος είν' ο τροχονόμος που σημειώνει
τους αριθμούς στο πορνικό ροζέ δελτίο
θάνατος είν' ο ταραξίας που σιμώνει,
με φουσκωτούς αλά μπρατσέτα, στο Εφετείο.

Θάνατος είναι τ' απλωμένα κιλοτάκια
στην πρόσοψη της πολυκατοικίας
καπότες, σύριγγες, τσιγάρα στα παγκάκια
χυμένο σπέρμα δημοσίας μαλακίας.

Θάνατος είναι οι ουρές μες στα γραφεία
οι αποδείξεις της σειράς προτεραιότητας
των τραπεζών η πούρα μηχανορραφία
γυμνών κτημάτων γνήσιοι τίτλοι κυριότητας.

Θάνατος είναι οι γιορτές κι οι παρελάσεις
οι επικήδειοι κι οι δύτες των Σταυρών
καιρών δελτία για τα κύματα θαλάσσης
και οι καμπούρες των γραφιάδων των σκεβρών.

Θάνατος είναι οι μετανάστες εξωγήινοι
όταν προσεύχονται φιλώντας τη μοκέτα
λόγοι γραβάτας, καναπέ, εδράνων, ''δρύινοι''
και Μπελογιάννηδων γαρύφαλλα στα πέτα.

Βουλή, Φρουρά, χαρτοπαιξία μες στις κλούβες
την Πέμπτη αυτή θα κατεβούμε στην πορεία
τα λαστιχένια όνειρά μας στις λακκούβες
σκόνταψαν και κοιτούνε ένα γύρω μ' απορία.

Σφιχτά κρατώντας το Μομπίλ μέσα στ' αυτί μου
΄΄είναι αγάπη αυτή΄΄, ρωτάς, ΄΄ή ένα φάντασμα΄΄
χθες εγκρεμίστη το στερνό παλιό τσαρδί μου
και η Μαρία πεταμένη μες στο χάλασμα.

Θάνατος είν' των ΄΄κοπαδιών΄΄ το μποτιλιάρισμα
οι απαράλλακτες στα ράδια ειδήσεις
θάνατος είναι του αλήτη το μαρσάρισμα
καπνοί, αιθάλη, πειραγμένες εξατμίσεις.

Θάνατος είναι τα κωθώνια με τους κόθορνους
βαμμένες κόμες και χαλκάδες στα ρουθούνια
θάνατος είναι οι οθόνες με τους κόπανους
μεγάλοι έρωτες και πόθοι ως τα μπούνια.

Αν ένας μόνος μες στους φλώρους και στους μόδιστρους
ομολογούσε την ανομολόγητή του φύση
πομπή ανδρών μεγάλων θα' θελε στους ΄΄άπιστους΄΄
να τους χαρίσει αλησμόνητο γ..ίσι. -

Π.Χ.  

15/3/10

Δ(ο)ικονομία

15.3.2010

*Εντυπώσεις συνεχιζόμενης δίκης

Σ΄το πα και σ' το ξαναλέω
μη σκαλίζεις τα παλιά
σκάβεις σε κλεισμένο τάφο
και θα χάσεις τη μιλιά

Σ΄το πα και σ' το ξαναλέω
ό,τι λεν δικονομία
βλάπτει την οικονομία
τέλος δεν προβλέπω ωραίο

12/3/10

Το Μίξερ

(Με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Μανιώτη.)

Ο Γιώργος Μανιώτης έχει ανοίξει το καπάκι του μίξερ του και έχει κόψει σε μικρές ροδέλες πρόσωπα και πράγματα, ανθρώπινες ιστορίες. Κατακερματίζει τα ανθρώπινα ξεσχίζοντάς τα σε λωρίδες, κόβει το χρόνο, τεμαχίζει τα πρόσωπα, αφαιρεί τα κεφάλια, απομονώνει τις καρδιές, λιώνει τα πάθη. Σε αυτό το θεόρατο καζάνι της παργματικότητας ζούμε σαν κομμένοι και ελαφρώς συναρμολογημένοι. Το παρόν και το παρελθόν, τα δεδομένα και τα επιθυμητά, τα ομολογημένα και τα κρυφά, οι αλήθειες και τα ψέματα έχουν βαλθεί όλους να μας διαιρέσουν. Μπαίνουμε όλοι στο μίξερ και στο τέλος βγαίνουμε ένας πολτός ιδιόμορφος. Η πόλη είναι αυτό το δυσθεώρητο μηχανικό μίξερ που μας συντρίβει στις περιστροφικές της δίνες και μας κομματιάζει στα τοιχώματά της. Οι ανθρώπινες φιγούρες είναι αθροίσματα, που τόσο εύκολα μπορούν να διαμελιστούν. Είναι τραγικοί ήρωες, που παλεύουν με τα θεριά του μέσα τους και του έξω τους. Εξάλλου, τι άλλο παρά ένας λαβύρινθος είναι εκείνος που μας περιμένει εκεί έξω στην έξοδό μας από τους χρόνους της αθωότητας. Ο Μανιώτης δεν αφήνει κανέναν θεσμό και καμία σύμβαση χωρίς κριτική και αναίρεση. Ώρες ώρες διαβάζοντας τους χυμούς του Μίξερ, νιώθεις ότι όλοι μας κερδίζουμε μια θέση στη γελοιότητα και στο έλεος. Με ό,τι κι αν φέρουμε ως ιδιότητες, με όποιον κι αν πορευόμαστε. Μοιάζουμε ειλικρινά σαν τον σκύλο που τον κρατούν από το λουρί και όπου θέλουν τον πάνε και όσο θέλουν τον αφήνουν ελεύθερο. Προδομένοι από τις φιλίες και τους έρωτες, ή αυταπατώμενοι για τη βεβαιότητα των συναισθημάτων των άλλων, να βράζουμε μέσα στο ζουμί της εργασίας μας, να χαλάμε χρόνια νιότης, αλλά και ευτυχείς όντες να μην μπορούμε να αισθανθούμε την πλήρωση, να παλεύουμε για το ανικανοποίητό μας, γελαστοί και γελασμένοι καθώς αγνοούμε τους μηχανισμούς του παρασκηνίου, τις εμπορικές απάτες, τη σκηνοθεσία των Μέσων, την απιστία των προσφιλών μας προσώπων. Ερχόμαστε και φεύγουμε σαν να αναζητούμε πάντα φως μες στο σκοτάδι. Εγκαταλείπουμε την πόλη, παίρνουμε τα βουνά, χτίζουμε νέα σπίτια, προσεγγίζουμε τα χωριά, παλεύουμε με τη μοναξιά και την πλήξη, αποχαιρετούμε τα ξενιτεμένα τέκνα μας, μαχόμαστε για μιαν αξιοπρεπή διαβίωση διεκδικώντας την ευτέλεια του μεροκάματου και της σύνταξης, κάτι μας λείπει, κάτι ψάχνουμε, νιώθουμε ώρες ώρες αδειανοί, αδειάζουμε τις κακίες μας και τους φθόνους μας στα δοχεία των άλλων, μένουμε στη σιωπή, σκύβουμε μπρος στο θάνατο, κρατάμε δέσμιο το σκύλο, δεν αποκαλύπτουμε τα μυστικά μας, φρίττουμε στην αποκάλυψη της αληθείας καθώς καθηλωνόμαστε στα Μέσα που προβάλλουν τις αδιάσειστες αποδείξεις. Οι άνθρωποι έχουν κάνει μίξερ την ψυχή τους, που όλα τα αλέθει σαν καλός μύλος. Τις επιτυχίες με τις αποτυχίες, τις προόδους και τις ματαιώσεις, τις απορρίψεις και τα απωθημένα, τα απραγματοποίητα όνειρα και τις προσωπικές αδυναμίες, τις συνήθειες και τις θεμελιωμένες αξίες, τους επαίνους του Εγώ και τα τραύματα του Εσύ, τις κυκλοθυμίες των ανθρώπινων καταστάσεων, τις απρόβλεπτες εξελίξεις, τις υποψιασμένες συμπεριφορές. Το ανθρώπινο μίξερ δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Ο άνθρωπος ζει μια σκυλίσια ζωή. Κοιμάται και ονειρεύεται, ξυπνά και τρομάζει. Παντού αποτυπώματα και σκιές, υποθέσεις και εκδοχές, κύματα και στρώματα άλλων αισθήσεων, χαρακιές άλλων κόσμων, άλλων πλασμάτων, νεκροφάνειες φαντασμάτων. Ο άνθρωπος έχει το δικό του μίξερ που δουλεύει ακατάπαυστα. Έλα όμως που ως οντότητα ανήκει και στο μεγάλο μίξερ του σύμπαντος. Οπότε αλέθει και ταυτόχρονα αλέθεται, διαμορφώνει και συνάμα διαμορφώνεται, κερδίζει και την ίδια ώρα χάνει, προσφέρει και την ίδια ώρα συντρίβεται, αγαπά και την ίδια ώρα προδίδεται. Στο τέλος, το είπαμε, ο εσωτερικός του κόσμος μοιάζει με μια λιωμένη σούπα, με χαρές και με λύπες, με χαρμολύπες, με κίτρινες και κόκκινες τολύπες, με άνθη που μοσχοβολούν κι άλλα που νωθρά μαδαίνονται. Το φαγητό της ημέρας είναι συνήθως αυτός ο βασιλικός πολτός, με χίλιες μείξεις και προσμείξεις. Τα συστατικά του κόσμου είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Ζούμε με τη λογική και την τρέλα στο προσκεφάλι μας. Σαν ασανσέρ ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε, σηκώνοντας και σκύβοντας το κεφάλι. Μας έχουν βάλει στην πρίζα και αυτό το μίξερ δεν λέει να αναπαυτεί. Δουλεύει με κεκτημένη ταχύτητα, στριφογυρίζει και στον ύπνο μας.

---Καλέ γιατί στριφογυρίζεις; μου λέει ένα βράδυ η γυναίκα μου.
---Μου'χει μείνει απ' το μίξερ η έννοια. Γίνομαι γεωτρύπανο της νύχτας. Και σκάβω για να βρω νερό στα βάθη.
---Κάτσε να σε βγάλω από την πρίζα να ησυχάσεις.
---Αν με βγάλεις, δεν θα ησυχάσω, θα πεθάνω πάραυτα, της λέω.
---Τότε μείνε κει που είσαι, δερβίση μου.
---Αγάπη μου, γυρίζω γύρω γύρω, κι όλο σε σένα φτάνω, της λέω και την παίρνει κρυφά χαρούμενη ο ύπνος απ' την αυταρέσκεια.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

11/3/10

Μια βραδιά βραβείων

10.3.2010

Μια είδηση στα ψιλά σε κάποια εφημερίδα και η επιθυμία για κάτι απλό, ποιοτικό και χωρίς ιδιαίτερο κόστος την τελευταία μου βραδιά στην Αθήνα (ευτυχώς έχει ακόμα αρκετές τέτοιες ευκαιρίες η πόλη) με έφερε Δευτέρα βράδυ στο θέατρο ΄΄Δημήτρης Χορν΄΄ της οδού Αμερικής για την τελετή απονομής των ομώνυμων βραβείων, για την ακρίβεια, του βραβείου ΄΄Δημήτρης Χορν΄΄ και του βραβείου ΄΄Μελίνα Μερκούρη΄΄ για τον/την νέο/νέα ηθοποιό της χρονιάς, αντίστοιχα. Βραβεία με χρηματικό αντίκρισμα αλλά και συμβολικό χαρακτήρα, καθώς οι νικητές και νικήτριες παραλαμβάνουν και διατηρούν για έναν χρόνο ένα προσωπικό αντικείμενο των δύο ιερών τεράτων του θεάτρου μας. Ψυχή της εκδήλωσης και, νομίζω, γενικά των βραβείων ένας άλλος μείζων θεατρικός, ο Σταμάτης Φασουλής.
Έξω το σκηνικό μάλλον μίζερο: εκνευριστικό ψιλόβροχο, η Πανεπιστημίου προσωρινά κλειστή. Νεαροί καλλιτέχνες με το χαρακτηριστικό casual στυλάκι μπαινόβγαιναν στο θέατρο. Μπήκαμε κι εμείς κι ενώ η εκδήλωση βρισκόταν κοντά στη μέση. Η πρώτη εικόνα όμως ήταν καταλυτική για τη συγκίνηση της βραδιάς: ο Χορν μαγνητοσκοπημένος από τις πρόβες του ΄΄Τίμωνα του Αθηναίου΄΄ κάπου στο 1978, στην τέλεια ωριμότητα και ισορροπία μεταξύ της νεανικής λάμψης και του σφρίγους που όλοι γνωρίζουμε μέσα από τα κινηματογραφικά του τεκμήρια και του «γηράσματος στο σώμα και στη μορφή» που έχουμε υπόψη μας όσοι τον θυμόμαστε στις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του τη δεκαετία του 1990.
Αργότερα, ήταν η σειρά της Μελίνας. Επίκαιρη όσο ποτέ η μορφή της, δεκάξι χρόνια μετά την 6η Μαρτίου 1994 του φευγιού της, τέτοιες μέρες που περνάμε η απουσία της είναι ορφάνια πραγματική για την πατρίδα. Στην αρχή η Άλκη Ζέη να διηγείται προσωπικές στιγμές μαζί της έπειτα η προβολή μικρής ταινίας κατά την οποία η Μελίνα μιλά στην Μαργκαρέτ Ντυράς, στο Παρίσι του 1967.
Μετά από κάθε προβολή η ώρα των βραβεύσεων. Οι υποψήφιοι άγνωστοι σε μένα, το ίδιο, σε γενικές γραμμές, και οι παραστάσεις στις οποίες διακρίθηκαν - δεν είχα παρακολουθήσει ούτε μία. Στα λογύδρια μετά την απονομή η αμηχανία ήταν εμφανής: τι να πεις όταν μόλις έχουν εμφανιστεί στην οθόνη οι μέγιστοι;
Μέσα στην άγνοια προσώπων και πραγμάτων ένιωσα μια κρυφή χαρά για τις τελικές επιλογές: ο Οικονόμου προερχόταν από παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, επί μήνες παρεπιδημούντος στα Τίρανα προ διετίας για τις ΄΄Τρωάδες΄΄, η Ασλάνογλου από παράσταση του δασκάλου Σπύρου Ευαγγελάτου. Η αμηχανία ξεπεράστηκε όταν και οι δύο βραβευμένοι αναφέρθηκαν στους δύο μαέστρους.
Ο πρώτος ήταν εκεί και έλαμπε, δικαιολογημένα. Ο δεύτερος, απών, πιστεύω να πήρε μια διόλου ευκαταφρόνητη χαρά μέσα στο βαρύ του πένθος.
Στο τέλος της βραδιάς οι παρέες των νέων συσπειρώθηκαν στα πηγαδάκια τους. Οι φίλοι μοίραζαν συγχαρητήρια. Αγχωμένες δημοσιογραφίνες προσπαθούσαν να συμπληρώσουν το ρεπορτάζ.
Βγήκαμε. Η νύχτα της Πανεπιστημίου, στην έξοδο από το θέατρο, πιστή στις καλύτερες παραδόσεις αυτής της πόλης, επρόκειτο να είναι πιο γλυκιά. Σχεδόν μαγεμένη...


Χρ. Απ.

10/3/10

Βασιλίσσης Σοφίας 4

10.3.2010

Εξόχως αποκαλυπτικό θέαμα. Ανακουφιστικός διάδρομος και κανάλι του ματιού.

Βρισκόμουν δίπλα στη στάση λεωφορείων επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 4. Στιγμές στιγμές το μάτι σκαρφάλωνε στο υπέροχο κτήριο με τα νεοκλασικά μπαλκονάκια. Σκονισμένη αριστοκρατία, που λέμε. Ο νους μου πήγε αμέσως στη γλύπτρια Ναταλία Μελά. Θυμήθηκα μιαν εκπομπή όπου την έδειχνε σε ένα αργόρυθμο τροχοφόρο στις Σπέτσες, αλλά και σε κάποιο εργαστήριο γλυπτικής, να καθοδηγεί έναν στιβαρό τεχνίτη μέσα στις σπίθες της οξυγονοκόλλησης και τα σιδερένια υπόλοιπα. Σχεδόν τη φαντάστηκα να εμφανίζεται ξαφνικά, γηραιά και αυστηρή, με καφετιές λαδιές πάνω στο δοκιμασμένο από το χρόνο πρόσωπο. Αλλά η αόρατος χειρ με είχε προλάβει κάνοντας το μικρό θαύμα και την έκπληξή της, μέσα στο μουντό ασημένιο χείλος του καιρού. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή και ο αμέριμνος διαβάτης μπορούσε να διακρίνει ευχερώς τα σιδερένια γλυπτά που στέκονταν στην αυλή, δίπλα στο περίφημο εργαστήριο φιμωμένο με ένα τετράγωνο λουκέτο, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν αλυσοδεμένοι υπέροχοι δεσμώτες μιας άλλης εποχής, ή σαν τιμωρημένα παιδάρια με επίγνωση όμως της άφθαστης λάμψης τους.

Το Μαραμπού των Σπάτων

9.3.2010

Απόψε το βράδυ ήθελα πολύ να βρεθώ στην εκδήλωση για τον Τσίρκα, αλλά δεν τα κατάφερα.

Σκέφτηκα να σας πω δυο πράγματα για τον φίλο του Στρατή Τσίρκα, τον Κόλια Καββαδία, αν ενδιαφέρουν βέβαια κάποιον.
Την Παρασκευή που μας πέρασε επισκεφτήκαμε με τα παιδιά του Γενικού Λυκείου Πικερμίου το Αττικό Ζωολογικό Πάρκο.
Παρέα με πέντε-έξι μαθητές ψάξαμε να βρούμε το πουλί Μαραμπού.
Σταθήκαμε και το κοιτάζαμε χωρίς να μιλάμε.
Το πουλί στεκόταν για ώρα πολλή ακίνητο, έχοντας το ένα του πόδι λίγο σηκωμένο.
Ένα μελαγχολικό Μαραμπού, κλεισμένο σε κάποιο μικρό αφιλόξενο κλουβί.

9/3/10

Στίχοι και οικονομική πραγματικότητα

9.3.2010

(Ήθελα να το διαβάσω το Σάββατο 6.3.2010 στο μαγαζί όπου Κ. Μάντζιος και Κ. Ντίνου, αλλά δεν ταίριαζε με την ατμόσφαιρα.)

Ελλάς Ελλήνων Ελεεινών (αντί Ελλάς Ελλήνων Δανειστών)

Ο Έλλειμμας, ο Έλληνας, το έλλειμμα κι αν έλυνε
σε νέο έλος θα έλιωνε και ΄΄έλεος΄΄ θα έλεγε (σημ.: η λέξη που του ανήκει)

Αλί, αλί, στο έλλειμμα διάλειμμα, ρε διάβολε,
ελεύθερο δεν έλαχε, κι αν έλθουν νέες ζαβολιές,

ελπίδα δεν ελαύνεται κι ελευθεριά δεν έλκεται
σαν ένα ελατήριο το έλλειμμα επανέρχεται

Αλλά η ελίτ ελίσσεται, πάντα ΄΄ελλιμενίζεται΄΄
όσο κι αν κρίμα κι άδικο, (ελ)λείπει απ' το ελληνάδικο;

3/3/10

To EAΠ

3.3.2010

Υπάρχει ένα Πανεπιστήμιο που λέγεται Ελεύθερο Ανοικτό και ύστερα από την ολοκλήρωση 12 Θεματικών Ενοτήτων, στο προπτυχιακό επίπεδο, σού χαρίζει έναν τίτλο σπουδών. Τον τίτλο βέβαια μετά κάτι πρέπει να τον κάνεις. Δηλαδή δεν τρως 4 τουλάχιστον χρόνια έτσι, στο όνομα της γνώσης ή επειδή ήσουνα παρακατιανός μην έχοντας πανεπιστημιακό τίτλο, δηλαδή ένας απλώς απόφοιτος Λυκείου. Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι θέλουν μέσω του χαρτιού αυτού να μπουν στο Δημόσιο. Είτε με σειρά προτεραιότητας, προκήρυξη κ.λπ. είτε με γραπτό διαγωνισμό. Άλλος τρόπος δεν νομίζω ότι υπάρχει. Οπότε ακονίζουν τα όνειρά τους ο καθένας από μόνος του. Βέβαια τώρα με την κρίση ίσως αργήσει ο γραπτός διαγωνισμός και οι απόφοιτοι θα δουν για κάποιους μήνες τα όνειρά τους παγωμένα. Στην Ελλάδα πετύχαμε πλέον να μορφώνονται όλοι ή σχεδόν όλοι, γεγονός που έχει μεταβάλει τα δεδομένα της μορφωτικής κινητικότητας. Παλιά, ας πούμε τη δεκαετία του 1950, κυρίως τα παιδιά της ελίτ κατάφερναν να μπουν στο πανεπιστήμιο. Τώρα κι η κουτσή Μαρία δηλώνει νομικός. Αυτό βέβαια δεν είναι κακό. Ανεβάζει τη στάθμη του γενικού μορφωτικού επιπέδου. Από την άλλη όμως, ανεβάζει την ένταση του ανταγωνισμού και η θέση στο Δημόσιο είναι σαν το σφιχτό πράμα της Χάιδως. Μία σου και μία μου, που λένε. Ουδέν καλόν αμιγές κακού και αντίστροφα.

1/3/10

Στις εκδόσεις Ύψιλον - 27.2.2010

1.3.2010

Το Σάββατο 27.2.2010 φιλοξενηθήκαμε στις εκδόσεις Ύψιλον για να συζητήσουμε για το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου "Αυτοκίνητος κόσμος". Ο συγγραφέας ανέλυσε ορισμένες μόνο από τις πολλές πλευρές του θέματος της αυτοκίνησης. Δυστυχώς, λόγω της μικρής προσέλευσης η συζήτηση από την αρχή έδειχνε το μικρό μάκρος της. Μετείχαν οι Έφη Γαλάνη, Ευτυχία Γεωργούλια, Νίκος Δαββέτας, Βάσω Αβραμοπούλου, Σίσσυ Παπαθανασίου, ο ομιλών, ο συγγραφέας, καθώς και ο εκδότης Θανάσης Χαρμάνης. Το βιβλίο τελικά έλαβε έκταση 260 περίπου σελίδων, προερχόμενο από διατριβή 600 σελίδων. Δεν αποκλείεται ό,τι δεν χώρεσε σε αυτή την έκδοση να αποτελέσει μιαν άλλη έκδοση. Ο Ηλίας Καφάογλου ασχολείται με τις εκδόσεις από το 1980 περίπου. Υπέροχα κείμενά του για το ταξίδι και ειδικά για τη φιλοσοφία του ταξιδιού βρίσκονται στο έργο του ΄΄Πλάνης βίος΄΄, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Πλέθρον. Επίσης, στο αφιέρωμα της Λέξης του 2000 με τίτλο ''Αυτοκίνητο και λογοτεχνία". Ο Ηλίας Καφάογλου έχει εκδώσει επίσης ένα βιβλίο-ομιλία του για τον πεζογράφο Οδυσσέα Γιαννόπουλο-Όμηρο Πέλλα, καθώς και ένα βιβλίο για την ποιήτρια Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη, τη γνωστή με το ψευδώνυμο ΄΄Μελισσάνθη΄΄ (εκδόσεις Ηλέκτρα, 2005), η οποία πέθανε τον Νοέμβριο του 1990. Ο Ηλίας Καφάογλου συνεργάζεται και με τις εκδόσεις Κέδρος και, κατά τα λεγόμενά του, έχει επιμεληθεί περίπου 625 εκδόσεις (!) μέχρι τη στιγμή που μιλάμε. Σταθμός στην καριέρα του η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζηδάκι στο περιοδικό ΄΄Τέταρτον΄΄ (σημ.: μας είχε μιλήσει για αυτό άλλοτε και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος σε βραδιά που είχε οργανωθεί για το ΄΄Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα΄΄). Εκτός όλων των άλλων, το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου ΄΄Αυτοκίνητος κόσμος΄΄ με ερέθισε για το λόγο ότι κινώ έναν Σκαραβαίο του 1968, που είχε αγοράσει η μητέρα μου όταν διορίστηκε δασκάλα στην Καρδίτσα τα χρόνια εκείνα. Ύστερα από 42 χρόνια το ΄΄Σκαθάρι΄΄, σταθμευμένο πλαγίως στην οδό Τζαβέλλα, άκουγε τη συζήτηση από το ανοιχτό παράθυρο του ορόφου και ειδικά όσα λέχθηκαν για τον Πόρσε, τον Χίτλερ και το μακρινό 1938. Ο Ηλίας Καφάογλου βέβαια δεν είναι μόνο ένας θεωρητικός αναλυτής των σχετικών θεμάτων, αλλά διαθέτει και πρακτική γνώση και εμπειρία ως συνοδηγός (άλλοτε) σε αγώνες-Rally, που τον μύησαν σε ειδικές διαδρομές της ταχύτητος, του απέφεραν διακρίσεις αλλά και, το κυριότερο, του επέτρεψαν να δει αλλιώτικα τη ζωή αλλά και το θάνατο. Προστεθήκαμε ως συνοδοιπόροι (του) στο γοητευτικό ταξίδι τής εν άστει ζωής.

Πέτρος Χριστοφιλίδης