31/1/12

Υμνητικό χορικό αφιερωμένο στον μεγάλο θεατράνθρωπο Σπύρο Ευαγγελάτο

31.1.2012

ΜΙΚΡΟ ΥΜΝΗΤΙΚΟ ΧΟΡΙΚΟ


Ω, συ βλαστέ του Αντίοχου

του Απόλλωνα θρεφτάρι

που επί καιρού αντίξοου

προβάλλεις με καμάρι

στην άδεια ορχήστρα ολόγυρα

πώς αντηχεί η πνοή σου

στο λίθο πάντα απόμερα

καθίζει η ψυχή σου

οι μύθοι σού’ναι συγγενείς

οικείς εντός κειμένων

σκάβεις όσο ποτέ κανείς

στ’ αγρούς των περασμένων•

της Βιέννης σε καλούνε τα βιολιά

της Επίδαυρου τ’ αγέρωχα πουλιά

με τ’ ηρώων τον πολύτιμο χιτώνα

πλούτον τόσο κουβαλάς μισόν αιώνα.

Είν’ ετούτος ο αιώνας σατανάς

είναι κάπως σαν μια διαβολογυναίκα

έμβλημά του βδελυρό ο Μαμωνάς

Λόρκα αράται, Σοφοκλή, Λόπε ντε Βέγκα.

Αλλά συ πάνω σε άρπα κυματίζεις

κι άπιαστ’ όνειρο στ’ αστέρια ξεχωρίζεις

με Τρυγαίου τα φτερά, μ’ ένα σκαθάρι

περδιαβαίνεις στα ψηλά γεμάτος χάρη.

Αμφιθέατρο είναι όλοι οι βωμοί

του θεάτρου οι ναοί οι χορταριασμένοι

κι αν η μοίρα τύπτει όλους μας ωμή

στο Εξόδιον θα βγούμε αγκαλιασμένοι.

Ενωμένοι όλοι αριστοφανικά

να βακχεύουμε ως τη ριπή του βέλους

με τραγούδια, ξόρκια, λόγια μαντικά

να βαδίζουμε ως τον κριτή του τέλους.

Μην πεις κανέναν ευτυχή

ως την υστάτη μέρα

μα ο καιρός γλυκά ηχεί

στης Λήδας τη φλογέρα.

Dum spiro spero

δύναμη είναι τα αθάνατα τα λόγια

κάθε ρόλος κι άλλο μέρο

για άτρωτα κορμιά και μπόγια.

Ω, συ βλαστάρι των Μουσών

με Ξένη Δάφνη πάντοτε στεφανωμένος

η Αγάπη διώχνει τα στίφη των Περσών

κι εσύ στο αιώνιο θρονί σου παθιασμένος.

                                                                              ΧΑΙΡΕ ΣΠΥΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟ

ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

29/1/12

Τρεις έξοδοι

Σάββατο 21-Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ξέρεις, λένε ότι ''γράφει'' η κοιλιά σου (Χάρις Αλεξίου προς Δήμητρα Γαλάνη).
Δεν ασχολούμαι. Εάν ασχολιόμουνα... θα'ταν αλλιώς (ΔΓ προς ΧΑ).
Η φωνή της πρώτης να νομίζει κανείς ότι αντέχει πιο πολύ στην ''ανηφόρα''.
Τραγούδια της μελαγχολίας, του ματαιωμένου έρωτα, από 2 περιφέρειες που σχηματίστηκαν και με τη ροή του χρόνου.
Στην α΄ σειρά ο Στεφανόπουλος. Σηκώθηκε να χαιρετήσει εγκωμιαστικά προς το τέλος την ΧΑ, σαν να κινούσες βράχο, σαν να συρόταν ένας αιώνας. Άτιμα γηρατειά.

Όπερα Φάουστ, άτιμα γηρατειά, βράδυ Τρίτης 24.1.2012, το μοιραίο βράδυ του Τεό. Πού να το'ξερε η Ελένη Καραϊνδρου όταν έβγαινε με τον Αντύπα από το ΜΜΑ γύρω στις 12 παρά... Δίπλα ο Χρήστος στον οποίον πιο πολύ άρεσε ο Βαλεντίνος.

Βραδιά ΣΕ, στο Επ' Αυλή, την Παρασκευή 27.1. Γιατί τόση θλίψη, τόση αμηχανία; Πώς να κάνεις παιχνίδι κουβέντας με τόσους επισκέπτες-τουρίστες; Και οι θάνατοι να μαγκώνουν τη γλώσσα. Τα άτιμα γηρατειά ωστόσο ακόμη δεν έχουν κλείσει όλους τους ορίζοντες των σχεδίων.
Φιλόλογοι: ευλογία και κατάρα μαζί της παρέας.

23/1/12

Άστεγοι

Το πρόβλημα τού πώς να ντύσουμε τους γυμνούς παίρνει τελικά μεγάλες διαστάσεις.
Να τους βάλουμε σε γυμναστήρια, φωνάζουν όμως οι αθλητές.
Να τους ανοίξουμε κατασκήνωση, θα το κάνουν γύφτικο χωριό λέει μια αντίξοη φωνή.
Το κράτος λέει να τους βάλει σε εγκαταλελειμμένα υπηρεσιακά κτήρια. Και πού θα αποπατούν ρωτάνε οι περίοικοι.
Στα μαγαζιά σας, λέει ένας αυθάδης του Κράτους. Αλλά είχε ανοιχτά τα δικά του μαγαζιά.
Τελικά, όλοι θα ήθελαν να τους εκτελέσουν εν ψυχρώ, να μην υπάρχουν.

Ένας παραγωγός λέει να τους πάρει κομπάρσους σε υπερπαραγωγή. Μπορούμε να τους αφήσουμε γυμνούς να παίξουν τους δούλους που χαμοζωούν.
Άι μωρή χαμούρα, λέει μέσα του το Κράτος. Πας να μου φας εισφορές...

Τελικά περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός και τους δίδει παιδικές κουβέρτες.
Παιδιά είναι, του Θεού, κάτω από ψόφιο ουρανό.

Παιδιά που τα κάνει η φτώχεια, άντρες αδίστακτους που τα κάνει η πείνα.

Τελικά η Ελλάς είναι ο τύπος του πιο φιλόξενου-μαλάκα. Θα έλεγε το Κόμμα της Ελλάδος.
Εντωμεταξύ τους βάζουν χημικές τουαλέτες.

Τα σκατά και ο έρωτας είναι θέμα χημείας.

17/1/12

Ο Νταλάρας

17.1.2012

Από το "Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα" στο "(Please) μη μας χέζεις ρε Νταλάρα".

P(ia)S(em)E

17.1.2012

Έχουμε προφανώς πρόβλημα προστάτη.
Γι' αυτό μας στέλνουν να κάνουμε επειγόντως PSA... PSI, πώς το λένε...

7/1/12

Άλλοι

Άλλοι γράφουνε κείμενα κι άλλοι ρουφούν ζωή.
Άλλοι με υποκατάστατα κι άλλοι... κορμιά ανάστατα.
Άλλοι σε ελικοδρόμια κι άλλοι στα πεζοδρόμια.
Άλλοι μετρούνε τα ψιλά κι άλλοι εκτοξεύονται ψηλά.
Άλλοι με ωραία άμφια κι άλλοι στα κενοτάφια.
Άλλοι κάνουνε τον κόπο κι άλλοι παίρνουνε τα μπράβο.
Άλλοι μένουνε ανάπηροι κι άλλοι ζουν αεί διάπυροι.
Άλλοι υπό προστασίαν κι άλλοι εις την υγρασίαν.
Άλλοι μια ζωή στ' ανάμενε κι άλλοι ένα λεπτό περίμενε.
Άλλοι με βουνό την τύχη κι άλλοι χάνουνε στο τρίχι.
Άλλοι με ιδεολογίες κι άλλοι με αερολογίες.
Άλλοι οι προξενητάδες κι άλλοι οι καλοφαγάδες.
Άλλοι τρύπια παντελόνια κι άλλοι σνομπ, εστέτ και ψώνια.

Κοινωνία μ' αντιθέσεις κι άμα φτιάξει... να με χ....ς.

5/1/12

''Βυρίνης", 3.1.2012


Κάτω απ' τα βαρέλια του κρασιού
πο'μειναν άδεια απ' το χρόνο
σαν σε ταβερνάκι ενός νησιού
που άδειασε γλυκά και μένει μόνο

τσούγκρισαν τις κούπες τους οι φίλοι
τρέχαν με ρυθμό ολωνών τα χείλη
τι να πούνε πρώτο, τι αξίζει
τι στη σκοτεινιά αυτή χρυσίζει

ήτανε ο Δούναβης στην Πέστη
ήτανε του Σέφιλντ τα παιδιά
ήταν μια ευχή, το ''Ελλάς ανέστη''
που άρρητο κρυβόταν στη θωριά

ήταν μια ανάγκη τιμωρίας
που'ταν απαλή στην καλοσύνη
ήταν μια επίγνωση μωρίας
μες στου χρόνου την απεραντοσύνη

κι έπειτα μαζί έξι συνάμα
χώρεσαν σε αμάξι ροδωπό
σαν κάποια τρελή ωραία φάρσα
που άναψε χωρίς κάποιον σκοπό

Τώρα ο ταβερνιάρης περιμένει
πάλι οι έξι φίλοι να φανούν
να γεμίσουν το κενό του χώρου
μια και τα βαρέλια αδυνατούν.

Π.Χ.

3/1/12

Οι παλιοί

Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα και τηλεοράσεις ή ραδιόφωνα. Τα παιδιά ζήτημα είναι αν είχαν παπούτσια. Τα στρώματα στα κρεβάτια τα γέμιζαν με μαλλί προβάτου ή φύλλα από φυτά. Για να πάρει ένας υπάλληλος κοστούμι, χρωστούσε έναν χρόνο. Σε ένα σπιτάκι έμεναν δέκα. Θερμαίνονταν από την αντανάκλαση θερμότητας της πυροστιάς. Οι έφηβοι δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ, για ελάχιστα χρήματα. Κοιμόντουσαν σε καναπέδες-κρεβάτια. Το ταχυδρομείο έφερνε το γράμμα από μακριά. Από το κοινοτικό κατάστημα ακουγόταν μια φωνή: Έχεις τηλέφωνοοο... Το βλέμμα σκυμμένο μπρος στον ιερέα και στον δάσκαλο. Τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες με μια μπάλα-τόπι από άχυρο ή άλλα άχρηστα υλικά. Οι μητέρες ήξεραν τον τρόπο να κάνουν το φαγί να αβγαταίνει ώστε να πάει σε όλους. Φτώχεια στην μεταπολεμική Ελλάδα. Μαζεύονταν στα σπίτια και έπιναν κρασιά, όλοι μαζί στους καημούς και στα γλέντια. Οι φωτογραφίες είναι ξεθωριασμένες, γκριζωπές. Αλλά πόση δύναμη έπαιρναν από την ένωσή τους, πόση χαρά από τη δύναμή τους, πόση γλύκα από τη χαρά τους. Με το λίγο περνούσε η μέρα και ούτε ιδέα για κάτι εύκολο, ευκολότερο, το κομφόρ. Στην ντουλάπα το καλό πουκάμισο φοριόταν από τον αδελφό για την καλή περίσταση, και άλλοτε από άλλον. Τα παιχνίδια αυτοσχέδια και πάνω στο χώμα. Οι γυναίκες δούλευαν, δεν κορόιδευαν όπως σήμερα, τα κορίτσια δεν ήταν μαμόθρεφτα και οι άντρες τιμούσαν τον λόγο και τα παντελόνια τους. Άμα έλεγες κάτι το πίστευες. Όποιος αμάρταινε την πλήρωνε. Είχε κάποια σημασία και η σημαία και ο στρατός και η εκκλησία και οι παλιοί ποιητές και τα εμβατήρια και οι νεκροί πολέμου και οι φίλοι. Το ''όλοι μαζί'' που τώρα ψευτοδιαφημίζεται τότε ήταν συλλογική αρχή και καθημερινή συνθήκη. Ο λαός ψήθηκε κάτω από τον ήλιο και έγινε πέτρα και νότισε η πέτσα του από το κρύο και την υγρασία. Δουλεύαν όλοι για κάτι καλύτερο, για μιαν άλλη Ελλάδα, δεν κορόιδευαν με ψεύτικα οράματα. Αν και τότε οι ξένοι αφέντες σού έπαιρναν, Ελλάδα, τον πλούτο σου, τα κορμιά σου και τα μυαλά σου.

Τότε με το τίποτε γινόταν κέφι. Τώρα με το καθετί δεν γελάει κανείς. Οι παλιοί είναι να μας πάρουν όλους εμάς τους βουτυρένιους και να μας λιώσουν στο καμίνι.
Σήκωσαν την Ελλάδα στα δύσκολα. Κι ήρθαμε εμείς τα βουτυρόπαιδα να χαλάσουμε το εθνικό βιος.

Εντέλει, το παλιό το πράγμα είναι άλλο πράγμα, δηλαδή διαφωνώ με το τραγούδι που'λεγε η Βίκυ Μοσχολιού.
Δεν είναι βούτυρο.

1/1/12

Οι εύκολες ευχές

"Χρόνια πολλά. Καλή χρονιά. Εύχομαι σε όλους τα καλύτερα. Με υγεία πάνω από όλα. Αγάπη και ειρήνη στον κόσμο. Εύχομαι οι Έλληνες να ξυπνήσουν. Οικογενειακή γαλήνη και ευτυχία. κ.λπ.".

Πόσα χρόνια άραγε ακούμε τις ίδιες και τις ίδιες ευχές, τις εύκολες, ανέξοδες αυτές ευχές; Τις τόσο χιλιοειπωμένες ώστε να καταντούν χωρίς βαθύ νόημα και σημασία; Τα φραστικά κερασάκια σε έναν λόγο κατά τα άλλα ''πεθαμένο''; Τις ψεύτικες γέφυρες μετάβασης στον Άλλον, που τον έχουμε στην άκρη για όλες τις υπόλοιπες μέρες του έτους; Τις γλωσσικές γιρλάντες και τα διακοσμητικά του τίποτα; Σε τηλεόραση, ραδιόφωνο, δημόσιο λόγο, στους δρόμους και στις πλατείες, όλοι ανταλλάσσουν το τίποτα με τίποτα. Διότι γνωρίζουν ότι δεν αντηχεί ο λόγος τους στην ψυχή του Άλλου. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια ειδική σχέση με τον Άλλον, κάποια εμπειρία ή ανάμνηση, κάποιο κοινό βίωμα, κάποια συνεργασία στον πλου της ζωής, ο λόγος παγιδεύεται στα στερεότυπα ευχολόγια. Λίγοι μπορούν να γνωρίζουν τις πραγματικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Αυτοί οι λίγοι όμως αντί του να εύχονται, βοηθούν έμπρακτα.
Όμως, στην εποχή μας, παρά τη διαφήμιση περί συμπόνιας και αλληλεγγύης, το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά: μόνοι μας είμαστε και μόνοι μας θα τα βγάλουμε πέρα. Σπανιότητα έγινε η έμπρακτη ανακούφιση του Άλλου. Γιατί από λόγια... να φαν κι οι τοίχοι, που δεν έχουν βέβαια μόνο αυτιά για να φρίττουν με όσα δυσανάλογα ακούν αυτές τις μέρες.

Λυπάμαι, αλλά εγώ δεν θα πάρω. Θα προτιμήσω τον δρόμο της έμπρακτης προσφοράς κι όχι το παζάρι των εύκολων ευχών. Ή θα μετρήσω μόνο εκείνα τα λόγια που έχουν αντίκρισμα ειπωμένα από ανθρώπους με ψυχικό ανάστημα. (Αλλά πόσοι είναι άραγε αυτοί;)

Το να σε θυμούνται μία μέρα του χρόνου και να σε αγνοούν όλες τις υπόλοιπες δεν θυμίζει κάπως περιοδείες πολιτικών; Μήπως κλέβουμε κι εμείς κάτι από αυτούς που πλέον αποδοκιμάζουμε;
Αλλά, βέβαια, οι Μεσόγειοι είναι γενικώς ''λογάδες''. Θέλουν να τα πουν, να τα βγάλουν από μέσα τους, να παρλάρουν ανεξαρτήτως εποχής. 500 εφημερίδες και περιοδικά. Αλλά και τόσα μπλογκς όπως και το παρόν αυτό αποδεικνύουν: ο Μεσόγειος θέλει μικρόφωνο να ηγεμονεύσει τους άλλους με τον ξεπλυμένο λόγο του.

Μου φαίνεται ότι κι εγώ πιάστηκα πλέον σε αυτό το δίχτυ. Τρέχω λοιπόν για δουλειά, για πράξη. Και τα στόματα ερμητικά κλειστά.