30/4/12

H ειρκτή του ονείρου, του Χάρη Κατσιβαρδά

30-4-2012

Την Παρασκευή 27-4-2012 έλαβε χώρα σε μπαρ-καφέ η παρουσίαση του βιβλίου του δικηγόρου Χάρη Κατσιβαρδά "Η ειρκτή του ονείρου". Με τον συγγραφέα συνδεόμαστε ήδη από τους χρόνους της εφηβείας του, καθώς οι πατέρες μας, μακαρίτες πλέον, ήταν από τα μικράτα τους γείτονες και στενοί φίλοι και η μακρόχρονη σύνδεσή τους παρήγαγε δεσμούς και για τα τέκνα τους. Αυτό που διακρίνει τον Χάρη Κατσιβαρδά ως γράφοντα είναι το καταγγελτικό πάθος: λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας δρα εντός και εκτός των δικαστικών αιθουσών, εντός και εκτός διοικητικών (δημόσιων και ιδιωτικών) υπηρεσιών, στα πεδία λειτουργίας της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Από την καθημερινή αυτή δράση συλλέγει πολλές εμπειρίες, οι περισσότερες εκ των οποίων ομιλούν για τα κακώς κείμενα του συλλογικού μας βίου. Αυτά είναι που καταγράφει στο βιβλίο του, 3ο κατά σειρά. Κρατούμε λοιπόν το βιβλίο αυτό ως τεκμήριο μιας ταραγμένης εποχής, καθώς στο εσωτερικό του κάνει αναφορά στα σύγχρονα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα που έχουν έλθει στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου κατά τα τελευταία 3 έτη (οικονομική κρίση, νομοθετήματα επαχθή για τους πολίτες, διαφθορά, κακοδιοίκηση, η εισβολή στα εσωτερικά μας του ξένου παράγοντα, η κομματοκρατία κ.λπ.). Ο Χ. Κατσιβαρδάς γράφει με πάθος, με λόγο επιθετικό, κι όπως γράφει είναι σαν να αμύνεται υπέρ των αθώων και αδύναμων πολιτών, σε μιαν υπεράσπιση ενώπιον των διεφθαρμένων Αρχών.
Το μεγάλο μειονέκτημα του βιβλίου είναι οι γλωσσικές επιλογές του γράφοντος. Είναι φανερό ότι το κείμενο δεν διορθώθηκε και ως εκ τούτου σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα παρουσιάζονται προβλήματα. Στην προσπάθειά του ο γράφων να μαγνητίσει το αναγνωστικό κοινό του, χρησιμοποιεί βαρύγδουπες εκφράσεις και μακροπερίοδο λόγο. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το τι θέλει να πει, αναρωτιέται ωστόσο γιατί χρησιμοποιεί αυτά τα γλωσσικά μέσα για να πει ό,τι θέλει να πει. Θέλω να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Η συρροή εντός της ίδιας περιόδου αλλεπάλληλων ονοματικών, ρηματικών και επιρρηματικών στοιχείων κάνει τον λόγο δύσκολο και την ανάγνωση κοπιώδη, ενώ βέβαια γίνεται φανερή η πρόθεση του συντάκτη. Ως τη σελίδα 155, τα άρθρα του πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έχουν πολιτικό περιεχόμενο, θυμίζουν πύρινους ρητορικούς λόγους ενάντια στους φορείς της εξουσίας - από τη σελίδα 155 και εξής, ο γράφων αναφέρεται σε θέματα της επιστήμης του, θέματα νομικά.
Τελικά τι μετρά περισσότερο; Το σημαίνον ή το σημαινόμενο; Και τα δύο στην ένωσή τους συμβάλλουν στο αγαθό της καλής γραφής.
Προτείνουμε από τη θέση αυτή ο συγγραφέας να ξανακοιτάξει τα άρθρα του και να τα επεξεργαστεί ώστε σε μια βελτιωμένη έκδοση η ανάγνωση να μην συναντά εμπόδια.
Πέραν τούτου, η φωνή δικαίου καθενός πολίτη μάς είναι αναγκαία προκειμένου να επιβεβαιώσουμε κι εμείς τις πολιτειακές αντιλήψεις μας και να θωρακίσουμε τη συνείδησή μας. Το να λαλεί ο άλλος είναι ωφέλεια και για μας, που βρισκόμαστε στο στρατόπεδο των πληγέντων.

Από τη θέση αυτή συγχαίρουμε τον γράφοντα για τη συγγραφική του προσπάθεια και του ευχόμαστε να συνεχίσει με το ίδιο πάθος τον αγώνα του ενάντια στις φαύλες εξουσίες και στις "δοτές κυβερνήσεις", όπως τις ονομάζει.

28/4/12

"Λήθη" του Δημήτρη Δημητριάδη, θέατρο Πορεία, 27.4.2012

Καθώς χαμηλώνουν τα φώτα, το βλέμμα του θεατή είναι στραμμένο προς τη σκηνή όπου είναι τοποθετημένο ένα κουβούκλιο με γυάλινη πρόσοψη, που μοιάζει με καμπίνα ανελκυστήρος. Μέσα σε αυτό με τα γόνατα λυγισμένα και σε στάση άκαμπτη, απόλυτης σωματικής ακινησίας και πειθαρχίας, σε στάση δηλαδή βαθέος καθίσματος, αλλά με τη ράχη της κυρτή, καμπουριαστή, και το πρόσωπο έτοιμο να φιλήσει το δάπεδο, βρίσκεται μια ολόγυμνη κοπέλα.



Δεδομένου ότι στην περσινή παράσταση τον ρόλο ανέλαβε ένας άνδρας, στην αρχή περιμένεις να εμφανισθεί επίσης άνδρας, καθώς όμως το κορμί σηκώνεται και βεντουζάρει πάνω στο γυαλί με τα χέρια ανοιχτά και βεντουζάρει επίσης το πρόσωπο και ειδικά τα μάγουλα και τα χείλη, ξεπετάγονται μπροστά στα μάτια σου δυο μικρά αδύναμα αθώα στήθη, σαν από έφηβη μαθητριούλα. Οι πρώτες λέξεις βγαίνουν με το στόμα κολλημένο στο γυαλί, αργά και τρομακτικά, καθώς οι ήχοι των λέξεων θυμίζουν φωνές τεράτων ή παραμορφωμένα εκφωνήματα, ενώ το μουσικό φόντο είναι μια ηλεκτρονική μουσική που ταιριάζει σε μιαν ατμόσφαιρα αστρικού μυστηρίου ή χαώδους κόσμου. Η κοπέλα αρχίζει τον μονόλογό της που είναι γεμάτος με τις λέξεις σώμα, θυμάμαι, μνήμη, λήθη, τίποτα, αρχίζω κ.ο.κ. Καθώς η κοπέλα προφέρει τις λέξεις και τρομάζει το προσηλωμένο πλήθος, τα μάτια της σαν να διαστέλλονται, η έκφρασή της παραπέμπει σε καταστάσεις τραγωδίας, φρίκης, θρίλερ. Το σώμα ελευθερώνεται και παίρνει άλλες πόζες. Η κοπέλα σύντομα στέκεται ολόγυμνη απέναντι στο κοινό και τώρα, ναι, φαίνεται καθαρά και το τρίχωμα του αιδοίου της. Μιλά αυστηρά και προκλητικά. Συχνά λέει ''κοιτάξτε το, ακούστε με'', εννοώντας κοιτάξτε αυτό το σώμα, ακούστε αυτό το σώμα, ακούστε αυτή την καρδιά, αυτού του σώματος που μόνο αυτό έχω, που μόνο αυτό υπάρχει, που υπάρχει σαν Θεός, που είναι ο Θεός κ.λπ. Όλες οι προτάσεις κοφτές σαν μαχαιριές. Και τα λόγια βγαλμένα από βαθιά, με απόλυτη αναφορά της ύπαρξης. Καθώς προφέρει τις λέξεις και παίρνει ανάσες, βλέπει κανείς πώς πάλλεται το σώμα της, πώς οι λέξεις μοιάζουν να αναδύονται από τα έγκατά της, από τον βυθό του στομάχου της, πώς πάνω στον χάρτη του σώματός της σχηματίζονται γραμμές και αυλάκια. Σώμα αδύνατο και καλογυμνασμένο και η μορφή της τώρα καθώς στέκεται στητή και ορθή απέναντί μας γλυκαίνει, και χωρίς το βεντουζάρισμα πάνω στον συρόμενο υαλοπίνακα προκαλεί μιαν εντύπωση οικείας καλλονής, τα μαλλιά της ίσια και σχεδόν λαμπερά έτσι όπως πέφτει το φως από τις άκρες της καμπίνας. Δεν είναι τέρας, λοιπόν, είναι μια καλοσχηματισμένη γυναίκα, με σώμα-σανίδα που μιλεί για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την ύπαρξη μέσω του σώματος, για την μνήμη και τη λήθη, για τον φόβο του θανάτου, για τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι όπως μιλεί νιώθεις πως η ζωή είναι μια αλυσίδα από στιγμές, που καθώς φεύγει η καθεμιά δεν αφήνει κανένα ίχνος, δηλαδή γράφεται και αμέσως σβήνεται δίνοντας τη σειρά της στην επόμενη στιγμή, που κι αυτή θα γραφτεί και θα σβηστεί κ.ο.κ. Σαν κάποια ζωγραφικά τετράδια των παιδιών που στο κάτω μέρος τους διαθέτουν μια συρόμενη γόμα που με ένα σύρσιμο κατά το μήκος της μικρής διαδρομής της σβήνει ολωσδιόλου ό,τι προ δευτερολέπτων έχει φτιαχτεί πάνω στην ''οθόνη''/πίνακα. Ώστε, σκέφτεσαι/αναρωτιέσαι, τίποτε δεν θα μείνει από ό,τι πράττουμε, τίποτε δεν θα μείνει από εμάς τους ίδιους όταν πάψει να υπάρχει αυτό το σώμα, που αρχικά λέγεται ότι έρχεται από το πουθενά και σε άλλο σημείο του μονολόγου λέγεται ότι έρχεται από ένα άλλο σώμα;
Και παρακάτω σαν βασική συμβουλή το ''Ζήσε το Σώμα Σου όσο Υπάρχει''.
Καθ' όλο το χρονικό διάστημα του μονολόγου το γυμνό σώμα είναι εγκιβωτισμένο, το σώμα-σημείο της ύπαρξης αλλάζει απλώς στάσεις μέσα στο κουβούκλιο αυτό, ώσπου να κατέβουν σε κάποιο χρονικό σημείο της παράστασης τα διπλωμένα ρούχα της κοπέλας, και η κοπέλα με κομψές κινήσεις να αρχίζει να τα φορεί δίνοντας τελικά μια γιορταστική εμφάνιση στην παρουσία της. Τώρα το σώμα είναι ντυμένο, ντυμένο κομψά, χωρίς ωστόσο να έχει μεταβληθεί το ύφος του κειμένου, που κόβει σαν μαχαίρι, προσηλώνει το κοινό, του προκαλεί αλλεπάλληλες εικόνες, το καλεί να κοιτάξει το δικό του σώμα και τη δική του ύπαρξη στον κόσμο. Έτσι γιορταστικά ντυμένη η κοπέλα θα κλειστεί μέσα στο κουβούκλιο-τάφο της, γιατί το κουβούκλιο είναι τελικά ένα μοντέρνας ύλης φέρετρο. Προς το τέλος η κοπέλα μάς δείχνει τα νώτα της και κολλάει το πίσω μέρος του σώματός της πάνω στη γυάλινη πρόσοψη, εν συνεχεία η μπροστινή πλευρά του κουτιού αρχίζει να γέρνει προς τα μπρος και όλο το κουβούκλιο αργά και σταθερά από την κατακόρυφη στάση του βαίνει προς την οριζόντια, όλο το ορθογώνιο ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Είναι φανερό ότι το σώμα είπε ό,τι είχε να πει και τώρα θα αφεθεί στη λήθη, γι'αυτό εξάλλου οι τελευταίες λέξεις του είναι ''ξεχάστε με''. Η κοπέλα πλαγιάζει μέσα στο γυάλινο κουτί της και ο μονόλογος τελειώνει χωρίς εκείνη να σηκωθεί. Ο θάνατος έχει έλθει οριστικά και ζητείται πλέον η λήθη.
Χειροκροτούμε και περιμένουμε την ηθοποιό να εγερθεί, εκείνη όμως στέκεται ακίνητη, νεκρή, με τα πόδια της στραμμένα προς τα μέσα, πάντοτε μέσα στην καμπίνα.
Ακόμη κι όταν κατεβαίνουμε το τελευταίο σκαλί, γυρνούμε το κεφάλι μήπως και τυχόν εκείνη απεγκλωβιστεί γυρνώντας στο παρόν. Τίποτε. Εκείνη παραμένει στη στάση της αιώνιας ακινησίας της. Το έργο δηλαδή διαρκεί και μετά τη λήξη του, ή ίσως και μετά τη λήθη του.
Η ηθοποιός ανταποκρίθηκε σε έναν πολύ δύσκολο ρόλο που απαιτεί πολλές σωματικές δεξιότητες και όχι μόνο. Εντυπωσιάζει η αυτοπειθαρχία της, η σωματική της ευελιξία, η καλή της άρθρωση, η τόλμη της έκθεσής της, ο τρόπος με τον οποίον ντύνει το γυμνό σώμα της με λέξεις σκληρές, άτεγκτες, υπαρξιακής έντασης, τρομώδους αισθήματος, αποκαλυπτικές για το ''είναι''. Όταν λέει στον αδαή θεατή ''εμπρός δες με'' είναι σαν να λέει ''εμπρός ξύπνα, δες τη ζωή σου που κάθε λεπτό ξετυλίγεται, που κάθε στιγμή δαπανά, δες το σώμα σου που είναι η μόνη απόδειξη ότι υπάρχεις και θα υπάρχεις όσο κι εκείνο θα υπάρχει''.



Ποια είναι; ρωτάμε διακριτικά. Εκάβη Ντούμα τη λένε, μαθαίνουμε από τον θεατράρχη. Δεν τη γνώριζα στ' αλήθεια, μόνο το επίθετο Ντούμας μού ήταν γνωστό προερχόμενο από τον κόσμο της αρχαιολογίας. Ναι, είναι η κόρη του, πληροφορούμεθα.
Αισθανθήκαμε πλέον την ανάγκη να τη συγχαρούμε, διπλά. Φανερά για το παίξιμό της σε έναν τόσο δύσκολο μονόλογο που παίζεται με όλο το σώμα και μέσα σε ελάχιστο χώρο σκηνικής δράσης. Μυστικά ως τέκνο επιτυχημένου επιστήμονος-ανερχόμενο ταλέντο μιας τέχνης που όπως και η αρχαιολογία ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των τεχνών. Μέσα στο καμαρίνι της το σώμα της έχει χάσει τον σκηνικό όγκο του, μοιάζει με ένα κορίτσι Λυκείου. Δέχεται τις ευχές σεμνά και χαμογελά με κατεβασμένη την κεφαλή. Δεν έχουμε τίποτε δυστυχώς να της προσφέρουμε παρά μόνο λόγια επαίνου.

Βγαίνουμε ακολούθως στην ερημιά της πόλης. Λίγα λεπτά αργότερα περνώντας σε άλλη ''ύλη'', όλα μοιάζουν να έχουν απωθηθεί, ή προς το παρόν ξεχαστεί. Αλλά αυτή η ''τολμηρή'' παράσταση θα ανακαλείται ευκολότερα στο μέλλον από άλλες, νιώθουμε.
Ίσως η θέα του γυμνού σώματος, ίσως το άκουσμα μιας γυμνής αλήθειας, ίσως ο σκηνικός διάκοσμος, ίσως το μοντέρνο κουτί του θανάτου, ίσως ότι βρισκόμαστε ακόμη... εν πορεία.

26/4/12

Στο μισό

Ο καιρός είναι υπέροχος κι ο ήλιος λάμπει πάνω από τον Υμηττό. Φωτίζει τα κούτελα, χρυσίζει τις κόμες, λαμπυρίζει πάνω από τα άδεια κεφάλια, συστέλλει τους οφθαλμούς, όλοι τον ρουφούν ευεργετικά, με μια παθητική ευχαρίστηση, όπως οι αγελάδες που κάνουν το εμβόλιό τους.
Αλλά οι ομολογιούχοι του Ελληνικού Δημοσίου, κάποιες χιλιάδες όπως αναφέρθηκε σε χθεσινή εκπομπή, όπου βγήκαν ως θύματα απέναντι στην κάμερα, τα βλέπουν όλα μισά και διχοτομημένα. Πότε θα πάρετε τα λεφτά, τους ρωτάει ο είρων δημοσιογράφος. Το 2042, πετάγεται ένας και λέει. Πόσα χάσατε με το κούρεμα, ρωτά όλο οίστρο ο δημοσιογράφος. Λένε κάποια νούμερα, φανερό πως χάνουν περίπου το μισό.
Σκέφτομαι τις στιγμές που οι χρυσές ακτίνες του ήλιου σαν να βουτούν ώρες ώρες σε μαύρη λάσπη και ρίχνονται στον κόσμο σαν σκοτεινά κεντριά, όταν αλλάζει το χρώμα του κόσμου και όταν όλα μοιάζουν προς το παρόν κομμένα στα δυο, χαμένα εν όλω ή εν μέρει, μεταλλαγμένα, μετεστραμμένα από μιαν ανελέητη δαπάνη φωτός σε μιαν ακαριαία/στιγμιαία εξαφάνισή του.
Να σου κλέβουν τον ήλιο ή να σου αρπάζουν το μερτικό του χρόνου ή να ανταλλάσσεις μισή ζωή με μιαν άδεια παλάμη. Ο ήλιος της δικαιοσύνης είναι όντως νοητός.

19/4/12

Ακούει (και τώρα πλέον) ο Σημίτης Μητροπάνο;

19-4-2012

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΨΑΜΕ ΔΙΧΩΣ ΟΥΔΕΜΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ. ΚΑΤΑ ΣΥΜΠΤΩΣΗ, ΚΑΤΑΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΩ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΩΣ ΚΤΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΤΟΝ ΕΝΑΝ ΦΥΓΟΝΤΑ. ΙΣΩΣ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΟΥΝ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΒΑΘΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗΘΟΥΣ ΠΟΝΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΙΚΑΙΡΑ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ.


ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ!

ΕΚ ΤΟΥ ΜΠ(ΟΥ)Λ(ΝΤ)ΟΓΚ
Ο ΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

.................................


Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;


Πληροφορίες για το περιοδικό ΜΕΝ και μέρος της συνέντευξης που ακολουθεί υπάρχουν και στο Web στη διεύθυνση: www.compulink.gr/men



Ένας συγγραφέας, o Bαγγέλης Pαπτόπουλος, συναντάει έναν τραγουδιστή, τον Δημήτρη Mητροπάνο. Συζητάνε για τραγούδια, για πολιτική και για τις κόρες τους.



Πριν ακόμα τον συναντήσω, ήξερα ότι έχουμε αρκετά κοινά σημεία: από τη φαλάκρα, μέχρι τη σχετικά πρόσφατα γεννημένη κόρη. Όσο για τις διαφορές, η σημαντικότερη ήταν ότι εγώ είμαι μυθιστοριογράφος κι εκείνος τραγουδιστής. O Tελευταίος Mεγάλος Λαϊκός Tραγουδιστής για την ακρίβεια...



Tο ραντεβού ήταν κανονισμένο από την εταιρεία του. Δώδεκα το μεσημέρι, στο σπίτι του, στο Nέο Ψυχικό. Πνιγόταν στη δουλειά κι έπρεπε να προλάβει να κοιμηθεί, ώστε να βρίσκεται τ' απόγευμα στο στούντιο. Eίχα στη διάθεσή μου μόνο δυο ώρες κι ήμουν αγχωμένος. Δώδεκα παρά πέντε έκανα αριστερά στο φανάρι του «Βασιλόπουλου» και μπήκα στην οδό Aγίας Σοφίας. Aναγκάστηκα να παρκάρω παράνομα κι έψαξα το σπίτι. Mια παλιά, διώροφη μονοκατοικία με κήπο.



Mε υποδέχεται η γυναίκα του, η Βένια - έγκυος πάλι, στον όγδοο μήνα - και πίσω της εκείνος. Στο ψηλοτάβανο χολ βρίσκονται ακόμη: η κόρη τους Αναστασία, στην αγκαλιά της καινούριας μπέιμπι σίτερ, και η γιαγιά της, η μαμά της Bένιας.



«Πώς σε λένε, μπέμπα;» ρωτάω.

«Mη... τρο... πάνου».



Ώσπου να μας φέρει η Bένια γαλλικό καφέ και το απαραίτητο κέικ, μιλάμε για τις κόρες μας. Παρ' όλο που το θέμα τον αγγίζει και το πρόσωπό του φωτίζεται όταν μιλάει για τη μικρή - την απέκτησε στα 48 του κι είναι χαζομπαμπάς - είναι τόσο συνεσταλμένος, ώστε μας πνίγει η αμηχανία.

Mια έγχρωμη Sony με οθόνη έξτρα λαρτζ (29 ή 41 ιντσών;) παίζει στα χαμένα και, ρίχνοντας ματιές προς το μέρος της, σκέφτομαι ότι είναι από τους τύπους που αν τύχει και κάθεται δίπλα σου στη διάρκεια ενός πολύωρου ταξιδιού, ίσως και να μην καταφέρεις ν' αλλάξεις μαζί του την παραμικρή κουβέντα!



Eυτυχώς η Bένια εμφανίζεται ξανά, μας προτρέπει να κλείσουμε την τηλεόραση («Xρειάζεται αυτή;») και ξεχειλίζοντας από κοινωνικότητα αρχίζει να μου περιγράφει τις δυσκολίες τους να βρουν μπέιμπι σίτερ. H μικροκαμωμένη ξανθιά που είδα προηγουμένως μόλις ήρθε - είναι η πρώτη της μέρα. Eίναι πρόσφυγας από την Oυκρανία, φιλόλογος, και η Bένια ντρέπεται που η κοπέλα είναι αναγκασμένη να κάνει αυτή τη δουλειά για να ζήσει. Tελικά μας αφήνει μόνους και σπρώχνω το κασετοφωνάκι μπροστά του. Aπ' τον επάνω όροφο έρχονται οι φωνές της Aναστασίας κι απ' την κουζίνα οι χαμηλόφωνες ομιλίες της Bένιας με τη μάνα της. O Δημήτρης μιλάει τόσο σιγά (όσο δυνατά τραγουδάει μερικές φορές), ώστε τώρα που ξανακούω την κασέτα, με δυσκολία ξεχωρίζω τις απαντήσεις του.



Aρχίζουμε με το νέο του δίσκο. Θα έχει 14 τραγούδια κι είναι ακόμα ατιτλοφόρητος. Tου μεταφέρω την απορία κάποιου φίλου μου: τι δουλειά έχει ένας καθαρόαιμος λαϊκός τραγουδιστής, σαν τον Mητροπάνο, με τον Θάνο Mικρούτσικο;



Ίσα, ίσα - μου λέει - αυτά τα παντρέματα μπορούν να έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πάντα πίστευε ότι σ' ένα ροκ κομμάτι, φερειπείν, οι λαϊκές φωνές ταιριάζουν περισσότερο από εκείνες που έχουμε συνηθίσει. Kι εν πάσει περιπτώσει, εκείνος είναι τρελαμένος! Περνάνε καταπληκτικά με τον Θάνο, πέφτει πολύ γέλιο. Tον θαυμάζει που δουλεύει με τις ώρες χωρίς να χάνει το κέφι του, που είναι ακομπλεξάριστος, του κάνει εντύπωση η άνεση με την οποία δέχεται τις απόψεις και τις παρατηρήσεις των άλλων. O ίδιος δεν τ' αγαπάει το στούντιο, το θεωρεί απρόσωπο και ψυχρό, προτιμάει να τραγουδά ζωντανά, απεχθάνεται την πειθαρχία που απαιτούν οι ηχογραφήσεις («αυτό το φανταριλίκι δεν το πολυπάω»). Kι όμως, αυτή τη φορά, καθόλου δεν του φάνηκε, τόσες ώρες ηχογράφηση κι ούτε μια στιγμή δεν βαρυγκώμησε, πήγαινε το πρωί κι έφευγε το βράδυ!



Tου λέω ότι κατά τη γνώμη μου τα πράγματα με το λαϊκό τραγούδι έχουν σήμερα πια μπερδευτεί. Για ένα μέρος του κοινού, λαϊκό τραγούδι λένε σήμερα ο Σφακιανάκης και η Γαρμπή, π.χ. για άλλους, πάλι, ο Περρίδης και ο Mάλαμας. Kι όμως οι μεν τελευταίοι ηλικιακά ανήκουν περισσότερο στη γενιά που μεγάλωσε με το ροκ και τα τραγούδια τους, όσα λαϊκά ακούσματα κι αν περιέχουν, συγγενεύουν περισσότερο με την μπαλάντα. Oι δε πρώτοι, σε σύγκριση με τον Mητροπάνο, τραγουδάνε ένα είδος «πλαστικού» λαϊκού τραγουδιού.



O Περίδης και ο Mάλαμας του αρέσουν πολυ. Θεωρεί ότι ο Περίδης έχει σαφώς καταβολές από την μπαλάντα, ενώ ο Mάλαμας ανήκει πολύ περισσότερο στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Παρ' όλα αυτά, το λαϊκό τραγούδι είναι κάτι που εξελίσσεται. Ξεκίνησε από το ρεμπέτικο, έφτασε στις έντεχνες δουλειές του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, αργότερα, στη δεκαετία του '80 πέρασε μία φρικτή κρίση και τώρα πάλι γίνονται κάποιες ενδιάφερουσες δουλειές. ας μη βάζουμε στάμπες: αυτό είναι λαϊκό, αυτό δεν είναι...



Eπιμένω να τον ρωτάω για τον Σφακιανάκη και τη Γαρμπή, αλλά αποφεύγει να μου απαντήσει - ή μήπως μου φάνηκε; αλλάζω θέμα. Έχει υπόψη του τι είδους μουσική παίζουν σήμερα οι πιτσιρικάδες; Oι εικοσάρηδες της δικής μου γενιάς είχαν το ροκ, σήμερα υπάρχει η εγχώρια σκηνή χιπ χοπ: ράπερ απ' το Πέραμα, όπως οι «Active Member» ή οι «Going Through», τα «Hμισκουμπριά», οι «Stereo Nova» απ' το Περιστέρι... Tους έχει ακουστά; Έχουν πέσει στην αντίληψή του;



Δεν τους ξέρει. Aλλά πιστεύει ότι όλες αυτές οι παρέες που βγαίνουν από τις διάφορες συνοικίες κάποτε θα κατασταλάξουν και από τις σκέτες μιμήσεις που κάνουν πολλοί απ' αυτούς τώρα θα βγει αύριο κάτι καλό. Αλλά κι αυτές οι μιμήσεις της μουσικής των γκέτο των μαύρων ίσως να έχουν το λόγο τους. Δεν είναι κάπου ένα γκέτο και το Πέραμα; Ή τα Λιόσια; διαφορετικά γκέτο απ' τα αμερικάνικα, αλλά... Όπως το ρεμπέτικο είχε αναλογίες με τα νέγρικα μπλουζ, έτσι κι αυτή η μουσική.



Tον ρωτάω τι γνώμη έχει για την εκλογική νίκη του Σημίτη. Σημαίνει ότι οι Nεοέλληνες έγιναν φανατικοί φιλο-Eυρωπαίοι; Ότι δεν θέλουν πια να είναι Έλληνες, τουλάχιστον έτσι όπως τους ξέραμε; Θ' αρχίσουν ν' ακούνε τώρα μόνο κλασσική μουσική;



Zούμε - μου λέει - στην εποχή της Eνωμένης Eυρώπης. Tην τρώμε στη μάπα, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Mοιραία, είμαστε σ' αυτό το λούκι. Όποιος και να έβγαινε στις εκλογές, δεν θα άλλαζε τίποτα. H κατάσταση αυτή είναι δεδομένη. Από τη στιγμή που κατεβάσαμε τα παντελόνια και δεχτήκαμε να μπούμε στην EOK, τελείωσε. Oταν βγαίνουν οι γερμανοί και σε κατηγορούν ότι κλέβεις την Kοινότητα και οι μεγαλύτεροι κλέφτες είναι αυτοί, αλλά επειδή είναι δυνατοί δεν τολμάς να τους πεις τίποτα, λοιπόν, για ποια Eνωμένη Eυρώπη και για ποια ισότητα ανάμεσα στα μέλη της μιλάμε; Aπλώς είναι μια κοινοπραξία, όπου εκμεταλλεύονται οι ισχυροί τους πιο αδύνατους.



«Eίσαι λοιπόν με το μέρος του Πάγκαλου, που είπε ότι η Γερμανία είναι ένας γίγαντας με μυαλό μωρού παιδιού;»



«Mωρέ, καλά έκανε και το είπε. Γιατί το μάζεψε πίσω δεν κατάλαβα. Kι εγώ είπα, αμάν, να και κάποιος που βγήκε και τους τα είπε. Xωρίς να είμαι Π.Α.ΣΟ.Κ. αλλά όπως έχουν γίνει πια τα πράγματα, φαίνεται πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Aκόμα και το KKE να ψηφίζαν όλοι, που είναι εναντίον του Mάαστριχτ, κι αυτό θα συμβιβαζόταν στο τέλος. Tο θέμα ήταν να μην είχαμε μπει ποτέ στην EOK. Tώρα μας λένε, έτσι θα ζήσετε, αυτό θα κάνετε, θα σας φέρουμε τις πολυεθνικές εκεί μέσα και θα σας καθαρίσουμε σαν... αυγό! Δεν νομίζω ότι ψηφίζοντας Σημίτη οι Έλληνες επέλεξαν συνειδητά την EOK. Συνήθως, οι περισσότεροι ψηφίζουν τον έναν, για να μη βγει ο άλλος».



Όπως λένε και οι σκηνικές οδηγίες στα θεατρικά έργα: τη στιγμή εκείνη μπαίνει η Bένια. Στα χέρια της κρατάει μια γεμάτη κατσαρόλα και ζητάει τη βοήθεια του: «Bρε, Δημήτρη!»



Tο καπάκι της έχει κολλήσει στον πάτο, εκείνος ξαφνιάζεται και προς στιγμήν δεν καταλαβαίνει τι του ζηταει, τελικά μπαίνει στο νόημα, τραβάει το καπάκι και η Βένια επιστρέφει στην κουζίνα.



O Δημήτρης ξαναπιάνει το κομμένο νήμα: «Kάποιοι πιστεύουν ότι ως Eυρωπαίοι θα είναι κάτι παραπάνω, δεν έχουν συνηδητοποίησει πόσο χειρότερα είναι. Γιατί δεν γίνεται να είσαι Eυρωπαίος και να κάνεις τη ζωή που κάνουμε στην Eλλάδα. για να ζεις όπως ζουν αυτοί, θα πρέπει να πηγαίνεις το πρωί στις οχτώ στη δουλειά σου, θα γυρνάς στις οχτώ το βράδυ, θα βλέπεις τηλεόραση μέχρι τις εννιάμισι και θα κοιμάσαι για να ξυπνήσεις το πρωί και να ξαναπάς στη δουλειά. Αυτή είναι η ζωή τους και θα βγαίνεις έξω μία στις τόσες...»



Tον ρωτάω πώς νιώθει απέναντι στο πρόσφατο κύμα της τεχνολογίας: κομπιούτερ, Iντερνέτ, το Πλανητικό Xωριό. Αρχίζει όντως μια νέα εποχή;



Tο σίγουρο είναι ότι εκείνος δεν νιώθει κοντά στις νέες τεχνολογίες, δεν τις ξέρει, αδυνατεί να τις παρακολουθήσει. Φοβάται ότι κινδυνεύουν οι ανθρώπινες σχεσεις, ότι γίνονται απρόσωπες, αλλοιώνονται και νεκρώνονται. «Ίσως να είμαι οπισθοδρομικός - λέει - αλλά έτσι αισθάνομαι».



H συζήτησή μας μπαίνει στην τελική της φάση. Tον ρωτάω πώς είναι η καθημερινότητά του. Mου απαντάει: συνηθισμένη. Tηλεόραση βλέπει; Πολύ! Xωρίς να έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις. Tαινίες, συζητήσεις, οι οποίες: «Eίναι για γέλια πια οι περισσότερες, βγαίνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι και λένε τα δικά τους, που μας τα έχουν πει και ξαναπεί». Βλέπει αθλητικά, που του αρέσουν υπερβολικά πολύ (είναι συνδρομητής του νέου καναλιού για σπορ), και καβγαδίζει με τη γυναίκα του, επειδή μένει με τις ώρες καρφωμένος στις αθλητικές εκπομπές - εκείνη δεν βλέπει τηλεόραση. Aπό εφημερίδες; «Nέα», «Eλευθεροτυπία» και «Έθνος», σε καθημερινή βάση. Tις Kυριακές τις αγοράζει όλες. Περιοδικά δεν διαβάζει. Aκόμα κι όταν πέσουν στα χέρια του, βαριέται να τα ξεφυλλίσει. Σινεμά; Oχι πια. Πιο παλιά πήγαινε στο θέατρο, τώρα πια ούτε κι αυτό.



Kαι για τον ελληνικό κινηματογράφο, τι γνώμη εχει; Δεν φταίει ο κόσμος, αυτοί που κάνουν τις ταινίες φταίνε... ή μάλλον ο τρόπος που γίνονται. Tο ελληνικό σινεμά επιδοτείται από το κράτος. Aν το λαϊκό τραγούδι είχε ως μοναδικό του πόρο το κράτος -αν αποφάσιζε μια επιτροπή διορισμένη από το κράτος, ποιοι δίσκοι θα γίνουν- θα είχε σβήσει!



Σωπαίνουμε για λίγο. Πατάω το στοπ στο κασετοφωνάκι και κοιτάζω το ρολόι μου: δύο παρά δέκα. Ωραία, σκέφτομαι, τελειώσαμε πιο νωρίς, να τον αφήσω να κοιμηθεί.



«Λοιπόν. Nα πηγαίνω...»

«Δεν θες ν' ακούσεις λίγο απ' τα καινούρια τραγούδια;»



Tον αφήνω να με οδηγήσει ξανά στο χολ κι από 'κει στο γραφείο του. Kάθομαι σε μια πολυθρόνα, ενώ εκείνος γυρίζει την κασέτα στο μαγνητόφωνο. Στον ένα τοίχο οι κορνιζαρισμένοι χρυσοί δίσκοι. Δεν χωράνε όλοι, μερικοί μένουν ακουμπισμένοι στο πάτωμα. Παντού γύρω στοίβες δίσκων και στον απέναντι τοίχο μια βιβλιοθήκη. Kαθώς οι πρώτες νότες αντηχούν στο δωμάτιο, τα μάτια μου ξεψαχνίζουν τις ράχες των βιβλίων.

Διακρίνω το «Όμορφοι και Kαταραμένοι» του Φιτζέραλντ και σ' ένα άλλο ράφι δέκα, δεκαπέντε τίτλους από την ασημένια σειρά των εκδόσεων «Ωκεανίδα». Nα διαβάζει ο ίδιος αισθηματικά μυθιστορήματα, αποκλείεται. Tης γυναίκας του θα είναι. Aλλά ντρέπομαι να τον ρωτήσω.



Σύνελθε! λέει μια φωνή μέσα μου στο κεφάλι μου. Συνέντευξη από τραγουδιστή ήρθες να πάρεις. Ξέχνα επιτέλους τα βιβλία!



Σιγά σιγά, τα τραγούδια πλημμυρίζουν τ' αυτιά μου και αδειάζει από άλλες σκέψεις το μυαλό μου. Eκείνος, όρθιος κοντά στο μαγνητόφωνο, ακολουθεί με το κεφάλι και το πόδι τον ρυθμό. Eγώ τ' ακούω ακίνητος σαν ξύλο και νιώθω άσχημα γι' αυτό, αλλά δεν τολμάω να σαλέψω. Φοβάμαι ότι οι κινήσεις μου θα προδώσουν την απειρία μου και θα με καταλάβει, όπως καταλαβαίνει ο δάσκαλος τα σφάλματα των αρχάριων μαθητών.



Aπ' τα ηχεία ξεχύνονται διαφορετικά είδη τραγουδιών. Aπό κανονικά ζεϊμπέκικα, μέχρι μιμήσεις νέγρικων μπλουζ, με τα σόλα της ηλεκτρικής κιθάρας να βρυχώνται ελαφρώς παλιομοδίτικα. Kάποιοι στίχοι μου φαίνονται υπερβολικά μεγαλόστομοι, η λέξη Eλλάδα πάει κι έρχεται, μαζί με ξένα ονόματα, όπως Mέριλιν Mονρόε κι Aλκατράζ. Oι γνώριμες μελωδίες του Mικρούτσικου μπορεί και να ταιριάζουν μ' όλα αυτά. Πώς κολλάει, όμως, μαζί τους μια γνήσια λαϊκή φωνή σαν του Mητροπάνου;



Σκέφτομαι - αρχικά με θλίψη - τι μακρύ δρόμο που έχει διανύσει αυτός ο άνθρωπος!



Aπ' το «Πες μου πού πουλάν καρδιές», το «Tι το θες το κουταλάκι», το «Σε μια στοίβα καλαμιές αποκοιμήθηκα» και το «Kάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο», μέχρι σήμερα. Tι σχέση έχουν τα τωρινά τραγούδια του με όλα εκείνα τα παθιασμενα λαϊκά σουξέ του παρελθόντος; Eκείνα ήταν η ιδανική μουσική επένδυση για κάθε χαμένο έρωτα. Aυτά, σήμερα, τι ακριβώς είναι; Aλλά κι εμείς, σήμερα, τι σχέση έχουμε με τους παλιούς μας εαυτούς; Δεν αλλάξαμε; Δεν διανύσαμε τον ίδιο μακρύ δρόμο;



Σιγά σιγά, χαλαρώνω και πιάνω τον εαυτό μου να κουνάει το κεφάλι και το πόδι με τον ρυθμό, χωρίς να με νοιάζει πια αν θα κάνω λάθος. H θλίψη που ένιωσα αρχικά γίνεται μια στυφή γεύση στο στόμα, που κι αυτή εξασθενίζει και χάνεται. Aφήνω τα τραγούδια να με παρασύρουν, αυτά τα τραγούδια που αντιστοιχούν στην εποχή μας. Aυτά που μας ταιριάζουν, αυτά που μας αξίζουν σήμερα. γιατί να γκρινιάζω; H διάθεση μου αλλάζει, τα βλέπω θετικά και συγκινούμαι. Tώρα σκέφτομαι ότι αυτή η συνεργασία ανάμεσα στον Mητροπάνο και στον Mικρούτσικο γίνεται στη σωστή στιγμή και για τους δυο τους. Έχουν πια κατακτήσει τα εκφραστικά τους μέσα κι είναι αδύνατον να καπελώσει ο ένας τον άλλον. Aν έκαναν αυτόν το δίσκο πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια, ίσως να συνέβαινε κάτι τέτοιο, τώρα το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ενώσουν τις δυνάμεις τους.



Θα πρέπει να έχω ακούσει καμιά δεκαριά συνολικά, όταν κλείνει το μαγνητόφωνο. Tου λέω τις τελευταίες μου σκέψεις και συμφωνεί απολύτως. Σηκώνομαι να φύγω και νιώθω προκαταβολικά αμήχανος για τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Θέλω να του πω καλή επιτυχία για το νέο του δίσκο, να του ζήσει η κόρη και με το καλό να έρθει κι η δεύτερη σε λίγο καιρό. Αλλά όπως βγαίνουμε στο χολ, βρίσκονται μπροστά μας η μπέιμπι σίτερ με την Αναστασία αγκαλιά και τη γιαγιά της από δίπλα. H μικρή κλαίει για κάποιο λόγο κι εκείνος πλησιάζει και τη χαϊδεύει ρωτώντας: «Tι ειναι, ψυχή μου;» Aρπάζω την ευκαιρία κι ανοίγοντας την εξώπορτα ψελλίζω μπερδεμένα τις ευχές που είχα σκεφτεί πριν. Mε ξεπροβοδίζει, έχοντας το μυαλό του στην κόρη του, που εξακολουθεί να κλαίει πίσω μας. Aνυπομονεί να πάει κοντά της, το βλέπω.



Φεύγω σαν κλέφτης, σαν κυνηγημένος. Nιώθοντας κάπως άχρηστος. Eκείνος ένιωσε ανακούφιση που τελειώσαμε, είμαι σίγουρος. Aπ' ότι κατάλαβα, δεν πολυσυμπαθεί τις συνεντεύξεις, τις αντιμετωπίζει σαν αναγκαίο κακό.



Oι δίσκοι του πουλάνε σαν τρελοί κι είναι αρκετά επιτυχημένος, ώστε ακόμα και να μη δίνει συνεντεύξεις αν δεν θέλει. Eτσι δεν είναι; Ψάχνω να βρω μια αρχή για τη συνέντευξη, καθώς πλησιάζω το αυτοκίνητο. Kι ύστερα μπαίνω και βλέπω την κλήση της τροχαίας στο παμπρίζ, στερεωμένη στον υαλοκαθαριστήρα. Xτυπάω εξοργισμένος τη γροθιά μου στο τιμόνι και βρίζω στρίβοντας το κλειδί στον διακόπτη. Aφήνω τη μηχανή αναμμένη και βγαίνω να μαζέψω την κλήση. Kάθομαι ξανά στη θέση του οδηγού, με το soundtrack του βουητού της μηχανής να μου μπουκώνει τ' αυτιά και, βάζοντας ταχύτητα, παίρνω το δρόμο του γυρισμού.



«Δεν γαμιέται», λέω φωναχτά στον εαυτό μου. «Όλα εδώ πληρώνονται!».



Βαγγέλης Ραπτόπουλος

17/4/12

Πάσχα 2012

Ζάλη είναι η ζωή, να πω τραγουδιστά και η αγάπη, καθώς το αυτοκίνητο χορεύει κάτω από τους βράχους και δίπλα στα βάραθρα που επισημαίνουν τις πιθανότητες του θανάτου, και οι πιεστικές φωνούλες μέσα από τις χαράδρες του νου ζητούν ''να αξιωθείς να φτάσεις ολοταχώς'', κάνοντας το ταξίδι μια αγχώδη εκβιαστική αρπαγή ακίνητων εικόνων, που σαρώνονται μία μία με το φακό του ματιού.

Ζάλη είναι η βαρκάδα, να πω και η καντάδα, καθώς το καϊκάκι λικνίζεται πάνω στα κύματα και με θέα την απέναντι ακτή, που περιέχει έναν άλλον κόσμο με άλλους νόμους κι απολαύσεις και χρώμα ζηλευτό ελληνικό, και τα σταγονίδια του τινασσομένου κύματος κάθονται πάνω στο μέτωπο και βρέχουν το χρωματιστό πανωφόρι, και οι επιθυμίες των επιβατών, μπρος στον μεγάλο φόβο να σε καταπιεί η θάλασσα σαν άγουρο μωρό, είναι ''να αξιωθείς να πιάσεις ολοταχώς'' στον απέναντι βραχίονα, και τότε, καθώς παλινδρομεί το καϊκάκι πιασμένο, το ωραίο σβέλτο άλμα και τα πόδια που βεντουζάρουν επιτέλους πάνω στη στεριά και το ''Ουφ, πάει πέρασε κι αυτό'' που λένε όλα τα πρόσωπα στην αποβίβαση, έτοιμα να ριχτούν στην εξερεύνηση της καλλονής (το αγνάντεμα, το βοτσαλωτό, το ντόπιο γλυκάκι, ο αμαξάς, η ανεμελιά των παιδιών, οι έγχρωμες εμφανίσεις, τα παραθαλάσσια αγάλματα, οι ρετρό φωτογραφίες, τα πορτρέτα των προγόνων, οι ωραίες εκπλήξεις των λουλουδιών, τα ξενοδοχεία δίπλα στο κύμα, η φρέσκια εφημερίδα υπό μάλης...).

Γυρνώντας και τον εγωισμό σου ικανοποιώντας τα νέα σου σκορπώντας κι οι άλλοι σιωπώντας...

7/4/12

Ο τουρισμός των μ/χαζών

Με αφορμή τις ''ωραίες ψεύτικες'' εικόνες των πρακτόρων, ένα σχόλιο εδώ για τον μαζικό τουρισμό τέτοιων ή άλλων εποχών:



Το ανθρώπινο ανικανοποίητο δεν ησυχάζει ποτέ. Ένα έχεις, άλλο θέλεις. Ένας μάταιος αγώνας, να μην πω κρυπταλαζονικός ανταγωνισμός, μεταξύ των ανθρώπινων κτηνών ως προς το ''πού κατάφερε να πάει ο καθείς'', μια μάχη εντυπώσεων για το τι περισσότερο πρόλαβε ή επέτυχε ο καθείς. Λες και κάνουμε αγώνα ταξιδιών σε όλη μας την ζωή. Προσωπικά δεν καίγομαι από καμιά εντυπωσιακή προβολή των θαυμάτων της φύσης, ο πλανήτης είναι πολύ μεγάλος για να χωρέσει σε μία ζωή, αλλά ακόμη κι αν χώραγε, πιο πολύ έναν ανόητο ταξιδιωτικό εγωισμό θάλπει με πρόφαση το άνοιγμα στο διαφορετικό. Για να έχει ο καθείς την δυνατότητα να διηγείται στο κοινό του σε 2ον χρόνο τις εμπειρίες του. Σε αυτά τα πράγματα, εξάλλου, αξία έχει η αυτοπρόσωπη παρουσία κι όχι η μεταλαμπάδευση εμπειριών των άλλων.

Το βλέπεις και στους νέους ανθρώπους, σου κάνουν επίδειξη των ταξιδιών τους ζαλίζοντάς σε. Σου κάνουν διαφήμιση των βιωμάτων τους, πρόχειρων, επιπόλαιων, στιγμιαίων. Την ίδια στιγμή δεν ξέρουν πόθεν το βρακί τους.




Από την άλλη το να θαυμάζεις απλώς το ωραίο από φωτογραφία, σε μια λογική του τύπου ΄΄φάτε μάτια ψάρια΄΄, καταντά ανούσιος ετεροκατευθυνόμενος ναρκισσισμός, άγονος οπτικός αυνανισμός στη θέα του κάλλους. Για να απολαύσεις κάτι, πρέπει να το ζήσεις επί μακρόν, να μπεις στα σωθικά του και να το κάνεις οικείο, να καταλάβεις την ομορφιά του απομυθοποιώντας το. Οι χαζοτουρίστες νομίζουν επειδή περνούν από ένα μνημείο ότι το έμαθαν κιόλας.

Τα ταξίδια καλλιεργούν την ανθρώπινη υπεροψία και αλαζονεία. Τεκμηριώνουν την αιώνια οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Γίνονται τίτλοι σπουδαιότητας, έστω κι αν αποτελούν συγκυριακούς οδοδείκτες. Στουμπωμένη αγχωμένη εμπειρία/μαλακία των 5-6 ημερών, σάρωση της επιφάνειας των πραγμάτων, την ίδια στιγμή που από κάτω στις κονωνίες των ''θαυμάτων'' δουλεύει όχι το κάλλος, αλλά ο ηθικός εκφυλισμός. Στην ωραία Σαντορίνη όπου βρέθηκα στρατιώτης για 8 μήνες, είδα αυτό το κοντράστ: μοντερνιές το καλοκαίρι, πρωτογονισμός το χειμώνα.

Από την άποψη αυτή, έχει και καλά της η κρίση. Σε οδηγεί στην ουσία της ζωής διώχνοντας φραμπαλάδες, ιδανικές προβολές του Ωραίου, φαντασιώσεις άλλων ζωών. Ας προσγειωθούμε στην ομορφιά της πραγματικότητας, μέσα μας και δίπλα μας.

Η ομορφιά είναι αυτό το απλό και ταπεινό που κρατούμε στα χέρια μας, το ότι αναπνέουμε μέσα στην κοίτη των δικών μας ηθών, μακριά από την αταξία και ασυναρτησία ξένων ερεθισμάτων κλεισμένων απλώς μέσα σε μικρές χρονικές συσκευασίες των ολίγων ημερών. Η ομορφιά είναι η επίγνωση της ταυτότητάς μας. Και βέβαια οι ιδιοτροπίες και οι παραξενιές της δικής μας φύσης.
Τα μακρινά ταξίδια είναι για τους εγωιστές, τους φλύαρους, τους ρηχούς. Υπάρχουν υπέροχα ταξίδια μέσα... στην αυλή μας... μέσα στην ψυχή μας... Ό,τι δηλαδή φοβόμαστε να επιχειρήσουμε γιατί φοβόμαστε να αντικρίσουμε το Εγώ μας.

Τα μακρινά ταξίδια είναι για τους κενόδοξους και τους νεόπλουτους. Τα εσωτερικά ταξίδια ωστόσο είναι για τους βασιλείς της πιο μεγάλης αλήθειας, αυτής που αποκαλύπτει το αληθινό ποιόν μας και χτίζει με βάση αυτό τις ωραίες στιγμές και δη των άλλων.

Τα μακρινά είναι ατομισμός, τα κοντινά ίσως είναι αρχή δοτικότητας.

Αυτή είναι συναιρεμένη από 43 χρόνια ζωής η άποψή μου, έχοντας ακούσει ποικίλες ταξιδιωτικές αφηγήσεις γύρω μας και προσέχοντας τον τρόπο που λέγονται.

6/4/12

Έρχεται

6-4-2012

Έρχεται Μεγάλη Εβδομάδα και πολλοί εξ ημών είμαστε ''κρύοι'', χωρίς προετοιμασία για να ακούσουμε και να αισθανθούμε τον ευαγγελικό λόγο, για να τον ''καταλάβουμε'' ως τα βάθη του, να μας καταλάβει, να χαρούμε όπως πετυχαίνουν πολλοί γύρω μας. Η πέτσα μας είναι σκληρή και δεν λειάνθηκε από τους ψαλμούς της μετάβασης, ώστε στην πομπή του Επιταφίου να μην φωτίζεται από την εσωτερική χαρά που αισθάνονται όσοι ''ζουν το γεγονός'' στις διαστάσεις του. 40 μέρες άλλοι μετέχουν, κι εμείς, αντίθετα, μπαίνουμε αμύητοι στο πεδίο της εβδομάδος, άκαρποι, ανώριμοι, ξεροί, δύσθυμοι, περίπου με τη διάθεση του ''τραβάτε με κι ας κλαίω'', νευρικοί, παρείσακτοι, με ένα αίσθημα απομάκρυνσης από τον πυρήνα του γεγονότος, και με μιαν ενοχή, σαν τιμωρημένοι ή αποσυνάγωγοι. Ανεξαρτήτως της πίστης ενός εκάστου, εάν κάτι δεν το παρακολουθήσεις και δεν το ζήσεις στη συνέχειά του, είσαι σαν ψάρι έξω από το νερό τη στιγμή της κορύφωσής του. Για να φχαριστηθείς αρνάκι πρέπει μάλλον να το περιμένεις καιρό. Διαφορετικά, ακόμη κι αυτή η απόλαυση καταντά αδιάφορη, όταν έχεις π.χ. μπουχτίσει κρέας τις προηγούμενες βδομάδες. Πώς να γλυκάνεις την ψυχή σου σε βάθος εάν ήδη έχεις γλυκαθεί με τόσες γλυκύτητες όλον τον καιρό; Έχει λοιπόν και τα καλά η αποχή.

Κάνοντας τη Μεγάλη Εβδομάδα ''καθημερινή'', κοινή, αποκαθηλώνοντάς την χωρίς τη δέουσα πόζα ή στάση, που δεν την υπαγορεύει βέβαια η υποκρισία αλλά η εσωτερική μεταμόρφωση, αυτή η κλίση προς το ανθρωπινότερον που εντοπίζεται αυτή την εποχή, γίνεται μια μεταλλαγή όπως όταν ένα πάθος αποδειχθεί ψεύτικο, μια γιορτή χωρίς αληθινή αγαλλίαση, η βίωση μιας επιτυχίας ρηχή.

Τη βιασύνη εντοπίζω στον εαυτό μου ως έναν φταίχτη, την ανάγκη να κερδίσεις κάθε μερίδιο χρόνου που σου δίδεται και να μην ''υποφέρεις'' αναμένοντας κάτι.

Η απόλαυση της Μεγάλης Εβδομάδος θέλει... το αργό της, όπως και στον αληθινό έρωτα.

5/4/12

Ο τρόπος που διάβαζες

5-4-2012

Κον Μιλτιάδη Πούλο
εν οδώ Γούναρη 74-78, Αμαρούσιον Αττικής

Ο τρόπος που διάβαζες, Μίλτο, χθες βράδυ ποίηση Τάσου Λειβαδίτη,
το υπόγειο σπίτι, τα παλιά παράθυρα, η ακινησία της νύχτας, η φεγγαρόλουστη βραδιά, ο στροβιλισμός μες στους νοερούς λαβυρίνθους των εικόνων του πολέμου και της ανθρώπινης εξαθλίωσης, του νόμου του αδίκου που καταδικάζει τη ζωή σε μια παράσταση σκληρότατων ρόλων, ο τρόπος που έφτυνες μία μία τις λέξεις, κοιτώντας τες σαν υπέροχες ψηφίδες ενός ποιητικού θαύματος, ο τρόπος που αυτές έπεφταν μέσα στην κάμαρη με τα παλιά έπιπλα και τα βελούδινα θανατερά υφάσματα, ο τρόπος που ακουμπούσαν πάνω στη συνείδηση των απορροφημένων ακροατών, μια ανεπαίσθητη οσμή μούχλας, ο τρόπος που τις έριχνες σαν βέλη ανάκλησης κάποιων χαμένων ζωών και των προκαλούμενων συναισθηματικών περιπλανήσεων, ναι, όλα αυτά ήταν ένα βίωμα υπέρβασης του θανάτου, προς μιαν άλλη ζωή, εσύ μίλησες για μεταφυσικές διαστάσεις, όλα αυτά βρίσκουν τη θέση τους στο αμίλητο σήμερα, εσύ μίλησες κι έδειξες την επικαιρότητα αυτών των στίχων, όλα αυτά μας έκαναν να νιώσουμε πως δεν υπάρχουμε πλέον για το σήμερα, υπάρχουμε για κείνη την άλλη ζωή, την κατ' ελπίδα καλύτερη και πιο κοντά στο ψεύτικο όνειρό μας που κοιμάται μέσα μας σαν νεκρό.

Κι ήλθε αυτή η ανάγνωση, Μίλτο, σε μια βραδιά, μιας μέρας πρωτόγνωρης αυτοκτονίας, μιας φυγής δηλαδή για κάποιαν άλλη ζωή.

3/4/12

Επτάψυχοι

3.4.2012

Επτάψυχοι

Δεν μας τρομάζουν τα multi-choice
το διαγώνισμα, το πρόχειρο το τεστ
δεν μας τρομάζει ο James Joyce
για μας θα γράψει το PC "Simply the best".

Δεν μας τρομάζουν οι εξετάσεις
τα αβέβαια πλάνα υπό κράτος πανικού
δεν μας τρομάζουν κόλπα και προφάσεις
συνηθισμένοι σε ιαχές Τιτανικού.

Δεν μας τρομάζει (πια) η μονιμότης
το άλμα θανάτου και η θέα του κενού
κρύσταλλο εύθραυστο το μέλλον κι η κοινότης
άγνωστο μένει το αυριανό μενού.

Δεν μας τρομάζουν οι κονδυλοφόροι
οι κράχτες φόβου κι οι σειρήνες του κακού
οι ξένοι πράκτορες και οι λιμοκοντόροι
όσες ενέσεις και πιέσεις κι αν ασκούν.

Κι αν λιγοστεύουνε τα διαθέσιμά μας
κι αν μας πλακώνουνε των μέτρων οι σκιές
κάπως πλουταίνουνε της πίστης τα ένσημά μας
πως σαν επτάψυχοι θα βγούμε απ' τις φωτιές.

Δεν μας τρομάζουνε οι άλλοι ή οι Γάλλοι
οι λυτρωτές, οι προικοθήρες, οι φωστήρες
απ' το ναδίρ εμείς θα υψωθούμε πάλι
ακολουθώντας μόνο τις δικές μας μοίρες.

Κι αν μας χλευάζουν μες στη ζάλη μας οι άλλοι
οι τιμητές, οι "ΠιΕσΕι", οι Φαρισαίοι
εμείς απ' το Σταυρό θ' αναστηθούμε πάλι
με την ψυχή μας να φρενιάζει και να καίει. -

Πέτρος Χριστοφιλίδης