17/2/13

Η αναδόμηση του κράτους


(σκίτσο παρμένο από το Διαδίκτυο)


Μετά τον νέο οργανισμό μας (όπου στοιβαζόμαστε όλοι σε λιγότερες μονάδες)... πωπω, φανερώς κοντοχοντρύναμε!  

13/2/13

Παζάρι Βιβλίου, 10.2.2013

Κυριακή πρωί, με ήλιο λαμπρά ξεσηκωτικό, με καταγάλανο τον ουρανό του Φλεβάρη πάνω από το ταλαίπωρο αττικό τοπίο, πήρα το μετρό και κατέβηκα Ομόνοια με κατεύθυνση το Παζάρι του Βιβλίου στην πλατεία Κοτζιά. Δεν είχα ακούσει και πολλά φέτος για το Παζάρι, ούτε από διαφημίσεις ούτε από φίλους, ώσπου ήρθε προ ημερών στην επικαιρότητα λόγω των διαμαρτυριών των εκδοτών για τη χωροταξική μετατόπιση του γεγονότος από τη συνήθη πλατεία Κλαυθμώνος στην πιο off-Broadway γειτονιά του αθηναϊκού Δημαρχείου. Λίγο από περιέργεια για το νέο χώρο, λίγο από παράδοση, καθώς η σχετική βόλτα έχει γίνει πια θεσμός, αποφάσισα να το επισκεφτώ, εν γνώσει μου ότι λόγω ημέρας (και καιρικών συνθηκών) ήταν πολύ πιθανό να συναντήσω πολυκοσμία.
Είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένας παράξενος θεσμός το Παζάρι του Βιβλίου, είναι ένα από τα αμέτρητα πεδία εφαρμογής του νεοελληνικού παραδόξου που τόσο τρελαίνει τους ξένους, αν και όταν το παίρνουν χαμπάρι. Εξηγούμαι: ενώ η γνώριμη κατηγορία που βρίσκεται στα στόματα δικαίων και αδίκων σχετικά με το βιβλίο συνίσταται στο ότι «είναι ακριβό» (και αυτό πιπιλίζουν και ως σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο για την πτώση των πωλήσεων και την ευρύτερη κρίση στον εκδοτικό χώρο), στο Παζάρι συναντά κανείς ξαφνικά ανθρώπους που παρασυρμένοι (προφανώς) από τις χαμηλές τιμές ξοδεύουν χαλαρά το ποσό που θα έδιναν στα κλασικά βιβλιοπωλεία για 2-3 βιβλία πρόσφατης παραγωγής, ενδεχομένως σημαντικότερα και χρησιμότερα για τους ίδιους από αυτά που διάλεξαν τελικά από τους πάγκους. Το βιβλίο, με άλλα λόγια, δεν ξεφεύγει από τον κανόνα που επικρατεί σε όλες τις κάθε λογής υπεραγορές, όπου οι (προβαλλόμενες) φθηνές τιμές λειτουργούν ως κράχτης για να μπει κανείς στο κατάστημα (ή στην υπαίθρια αγορά) και να ξοδέψει τελικά πολύ περισσότερα από όσα θα έβγαζε από την τσέπη του αν πορευόταν συντηρητικά και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Το έχουμε ζήσει σχεδόν όλοι στα σούπερ μάρκετ, το έχουν ζήσει όσοι είναι γονείς στις παιχνιδοαγορές κι όσοι έχουν στήσει σπίτι στα γνωστά ξενικά πολυκαταστήματα που έχουν κυριαρχήσει στην αγορά τα τελευταία χρόνια. Το μεγάλο (ίσως: το μοναδικό) πλεονέκτημα του παζαριού είναι ότι δύναται κανείς να βρει στους πάγκους του ορισμένα αξιόλογα παλιά (ή σχετικά παλιά) βιβλία σε αρκετά έως πολύ οικονομικές τιμές – κάποια από αυτά τα βιβλία είναι δυνατό να βρεθούν σε παρόμοια τιμή και στα ειδικά τμήματα προσφορών ορισμένων μεγάλων βιβλιοπωλείων, κάποια άλλα είναι πραγματικά δυσεύρετα μέσω της κανονικής οδού διακίνησης του βιβλίου. Η ιδέα δεν είναι κακή – είναι μια ευκαιρία να βρουν έστω και όψιμα αγοραστικό κοινό βιβλία που είτε δεν ευτύχησαν στην πρώτη τους έξοδο στην αγορά, είτε πέφτουν θύματα της ανάγκης των εκδοτών να ελαφρύνουν τις αποθήκες τους από το αδιάθετο στοκ παλαιότερων εκδόσεων – αναμφίβολα, ανάμεσα στα βιβλία αυτά περιλαμβάνεται και πολλή σαβούρα. Υπάρχουν όμως και αρκετά διαμαντάκια, τα οποία είτε λόγω εξειδικευμένου θέματος, είτε επειδή απλά χάθηκαν μέσα στην πληθωριστική εκδοτική παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών, οδηγήθηκαν στην εκποίηση. Επίσης, κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν βιβλιόφιλο, στους πάγκους του Παζαριού μπορεί να ανακαλύψει κανείς δυσεύρετα βιβλία, τεκμήρια άλλων εποχών και προτεραιοτήτων, που συνήθως αποτελούν μέρος της εμπορικής δραστηριότητας των παλαιοβιβλιοπωλείων. Από την άλλη, τα προβλήματα, όπως συνήθως συμβαίνει σε ό,τι σχετίζεται με αυτόν τον κλάδο, δεν είναι και λίγα: Η γκρίνια για τη φετινή χωροθέτηση της έκθεσης θα μπορούσε να είναι μικρότερη αν οι εκδότες είχαν σκεφτεί είτε κάποιες λύσεις έξυπνης διαφήμισης του γεγονότος είτε την πλαισίωσή του με ορισμένες πιασάρικες εκδηλώσεις (η πρόσφατη εμπειρία της κοσμοπλημμύρας στη βραδιά λυρικού τραγουδιού στην Κεντρική Αγορά αποδεικνύει περίτρανα ότι καμιά περιοχή δεν είναι από μόνη της απωθητική όταν υπάρχουν μεράκι και σωστές ιδέες). Επίσης, εκτιμώ ότι η μεγαλύτερη έλλειψη της έκθεσης είναι η απουσία ενός ενιαίου, ηλεκτρονικού (προφανώς…) καταλόγου, στον οποίο κάθε βιβλιόφιλος θα μπορούσε να κάνει προκαταρκτικά την έρευνά του και να εντοπίσει βιβλία που τον ενδιαφέρουν άμεσα και θα ήθελε να ξεφυλλίσει και, τελικά, να αγοράσει στην έκθεση. Η έλλειψη ενός τέτοιου καταλόγου μαζί με την ημιάτακτη τοποθέτηση των βιβλίων (θεωρητικά είναι ταξινομημένα κατά εκδότη, χωρίς όμως την παραμικρή ταμπέλα ή άλλη ένδειξη για το κοινό και χωρίς κανέναν ομαδοποιητικό άξονα) οδηγεί αναγκαστικά σε συνθήκες χαοτικής αναζήτησης μέσα στο χώρο και στους πάγκους, η οποία γίνεται ακόμα πιο άγρια όταν υπάρχει και η συνήθης για το Παζάρι πολυκοσμία του Σαββατοκύριακου, με διαρκή σπρωξίματα μεταξύ αυτών που κοντοστέκονται να ξεφυλλίσουν βιβλία και εκείνων που θέλουν να προχωρήσουν, με τις «καλαθιές» στα πόδια (τα μικρά, τύπου σούπερ μάρκετ καλαθάκια είναι το σήμα κατατεθέν της εκδήλωσης) να είναι στην ημερήσια διάταξη. Θα μπορούσε χωρίς πολύ κόπο η διάταξη των διαδρόμων να είναι πολύ πιο εργονομική, αλλά μάλλον ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. Στην τελική το αποτέλεσμα είναι ότι ο μεν ψαγμένος βιβλιόφιλος δεν έχει κάποιο μπούσουλα για να ανακαλύψει τις ευκαιρίες που πάντα κρύβει μια τέτοια εκδήλωση, ο δε απλός καταναλωτής πιθανότατα θα παρασυρθεί από τα 4 ή 5 ευρώ που είναι η μέση τιμή αγοράς των τίτλων στο Παζάρι και θα κάνει αγορές που δε χρειάζεται ή που, σίγουρα, θα μπορούσαν να γίνουν με καλύτερο κριτήριο. Η εισπρακτική λογική über alles, ως συνήθως.


Παρά τη γκρίνια, ωστόσο, η επίσκεψη σε ένα τέτοιο γεγονός έχει πάντα το ενδιαφέρον της. Πιθανότατα εξαιτίας της νέας έδρας της έκθεσης, ίσως και ασχέτως αυτής, για πρώτη φορά είδα σε ανάλογη μαζική εκδήλωση για το βιβλίο τόσους πολλούς μετανάστες – το θέαμα ήταν συγκινητικό: άνθρωποι που μεταξύ τους μίλαγαν άλλες γλώσσες, άνθρωποι που είχαν μάθει τα ελληνικά της ανάγκης, στην οικοδομή, στη λάντζα, στις πίσω πόρτες των διαμερισμάτων, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, ξεφύλλιζαν και αγόραζαν βιβλία στη γλώσσα της νέας πατρίδας τους κινούμενοι στο χώρο με την άνεση του πεπειραμένου «παζαροφάγου». Κατά τα λοιπά, οι γνώριμες φάτσες αυτών των εκδηλώσεων: ζευγαράκια, φοιτητικά κοριτσοδίδυμα, γονείς με τα αλαλάζοντα τέκνα τους, μεσήλικες που πήγαν απλά για χάζι και βόλτα. Τα βιβλία, ο γνωστός πολυσυλλεκτικός αχταρμάς: σημαντικά επιστημονικά εγχειρίδια που εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένο κοινό˙ εκδόσεις λογοτεχνίας γνωστών και αγνώστων, με την παλιά λευκή σειρά του Ζαχαρόπουλου να ξεχωρίζει στο μάτι˙ πολλοί τόμοι της γνωστής «Καθημερινής Ζωής» του Παπαδήμα˙ ταξιδιωτικοί οδηγοί που έχουν καταστεί παρωχημένοι˙ ένας οδηγός κυβερνητικών και δημόσιων υπηρεσιών εποχής Καραμανλή του νεοτέρου – αυτός κι αν έχει καταστεί ανεπίκαιρος, κι ας μην έχουν περάσει παρά 4 ή 5 χρόνια από την έκδοσή του˙ παιδικά βιβλία, σοβαρά και μη˙ οι οδηγοί παιδικών κατασκευών του εκδοτικού οίκου όπου κάποτε δούλευα˙ τομίδια ταλαιπωρημένα από την υγρασία, που ίσως έσερνε πίσω της κάποια πλημμύρα σε αποθήκη˙ ατέλειωτα βιβλία κλίματος μεταπολίτευσης. Σταματάω σε ένα από αυτά – το είχα ξαναδεί σε παλαιότερη έκθεση: ένα βιβλίο για τον (ή μήπως γραμμένο από τον;) ούγγρο κομμουνιστή ηγέτη Γιάνος Καντάρ, έκδοσης 1988, με πρόλογο νυν μείζονος πολιτειακού παράγοντα – και δίπλα το αδελφάκι του για τον Έριχ Χόνεκερ, με πρόλογο του τότε Π/Θ. Χωρίς σχόλια. Ξεκάρφωτο σε έναν πάγκο βρίσκω, ξεφυλλίζω, αλλά δεν αγοράζω ένα πολυσέλιδο μανιφέστο του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας, έκδοσης 1974 ή 1975 – πιο πολύ από το περιεχόμενο με εντυπωσιάζουν τα στιβαρά ελληνικά της μετάφρασης. Σε μια απόμερη γωνιά, ένα μικρό βιβλιαράκι τραβάει την προσοχή μου: εντελώς άγνωστος ο συγγραφέας, που ταυτίζεται και με τον εκδότη. Το βιβλιαράκι είναι αφιερωμένο στον μισοξεχασμένο μάγο της μπάλας Γκαρίντσα, τον πλέον βιρτουόζο από την πρώτη γενιά συμπαικτών του Πελέ στην Εθνική Βραζιλίας – μόλις προ ολίγων ημερών έκλεισαν 30 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του. Αμφιβάλλω αν και οι πλέον ειδήμονες περί την πενιχρή ελληνική ποδοσφαιρική βιβλιογραφία γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού του τομιδίου. Η έκδοση είναι φτωχική, η παλαιϊκή στοιχειοθεσία μαρτυρά τις ρυτίδες του έργου, ωστόσο ένα ξεφύλλισμα φέρνει στο φως μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ο συγγραφέας και εκδότης είχε έτοιμο το βιβλίο όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Γκαρίντσα – μόλις που πρόλαβε, στις τελευταίες σελίδες, να προσθέσει ένα μικρό κεφάλαιο για το γεγονός. Πλησιάζω στο ταμείο. Έχω κι εγώ στο καλάθι μου μπόλικα βιβλιαράκια – όχι αυτά που μόλις ανέφερα, ούτε, βεβαίως, αυτά που θεωρητικά θα έψαχνα σε έναν τέτοιο χώρο (και να υπήρχαν, πώς να τα εντοπίσω;). Σαν και τον υπόλοιπο κόσμο παρασύρθηκα κι εγώ σε απρογραμμάτιστες αγορές, έχοντας τουλάχιστον την παρηγοριά (ή την ψευδαίσθηση;) ότι εντόπισα εκδόσεις που αγνοούσα και τις απέκτησα σε προσιτή τιμή. Η ουρά είναι μεγάλη, αλλά ευτυχώς τσουλάει γρήγορα. Έξω ο ήλιος εξακολουθεί να λάμπει. Για αρκετή ώρα συμπορεύομαι με αρκετούς οδοιπόρους που κρατούν σακούλες από την ίδια εκδήλωση. Σιγά-σιγά το πλήθος σκορπίζει. Άλλος πάει για μετρό, άλλος για καφέ, άλλος για μεσημεριανό. Η αθηναϊκή Κυριακή μπορεί να συνεχίσει το ρυθμό της.

X.A.

9/2/13

Νεοχαζοί

Ζήτω η ελληνική κοινοβουλευτική φάρσα, αυτό το αμίμητο σόου των υπανάπτυκτων νοητικά Νεοελλήνων. Στο στιγμιότυπο (πηγή: www.tovima.gr ) οι τρεις τραβαπέος απαθανατίζονται ενώπιον του φωτογράφου της Βουλής που περιφέρεται από διάδρομο σε διάδρομο και τραβάει σόουμεν, κονφερανσιέ της χούντας, λουναπαρκαδόρους, ξεφτιλισμένα ανδράκια, πουλοφωνιστές φληναφημάτων, κουτσαβάκια της ελληνικής νεομαγκιάς του τύπου ΄΄τσαμπουκάς στο χωριό και κότα στις Βρυξέλλες΄΄, θηριοδαμαστές, νοσταλγούς της αθάνατης ελληνικής χειρομαλακίας, ιστορικούς της παρλαπίπας, καραγκιόζηδες περιωπής, ξυλοπόδαρους, ρήτορες της πατάτας, ισορροπιστές πάνω από τη λεκάνη του λουτροκαμπινέ, ομιλητές αυτιστικούς, δυσλεκτικούς, αναγνώστες ξένων κώλων, νεοχαζούς, γερμανόσκυλους, τέως συνδικαληστές, κρυφαναρχικούς, αριστερούς παλιμπαιδιστές, κομμουνιστόφλωρους, δεξιά μαμόθρεφτα των Παρισίων και της Γενεύης, βουλευτίνες νεομπεμπέκες, εκπροσώπους της ελληνικής καθικοπροσωπείας με αναπηρικό καροτσάκι, κομμένους πόδας, τυφλούς, στραβούς κι ανάποδους, όλους για τον Άγιο Παντελεήμονα προορισμένους, δημοσιοκάφρους των αλανιών και των καναλιών, λεσβίες ιστορικούς με αντεθνική δράση, κομμένους και καμένους και ξεκομμένους και ξεθυμασμένους, εκδότες της χαβούζας, βλαχοδικηγοράκους κάτω από το Αυλάκι, πασοκόμορφους ραγιάδες, νεοδημοκρατικά πτύελα, άρες μάρες αριστερές παπάρες, κεντρώους χωρίς (στ)ήθος, τσογλάνια της αρπαχτής, κωλόγερους των βελούδινων καθισμάτων, σοφιστές του καναπέ, λιοντάρια του Κολοσσαίου του Μέγκα, άλφα ποιότητας τρωκτικά, κοντοπιθαρούληδες, σχιζοειδείς προσωπικότητες, ψυχοπαθονομοσχεδιακούς, πάρτους Λίζα και κάντους κορνίζα, πράσινους και κόκκινους και γαλάζιους κόκκους, χρυσοσκονιστές μποντιμπιλντεράδες που κάνουν τη Βουλή Athens Gym, ακροατές με γαμημένα τύμπανα, ορκοδότες προδότες μειοδότες καπότες με ξεκούμπωτες κιλότες, κοντούς και ψηλούς με κραβάτες και βάτες, διαρροϊκούς και λογοδιαρροϊκούς, σαπιοκοιλαράδες, σκουληκότυπους, τσίπρες τσίρλες και τσιρλίντερ και μεγάλες άδειες τρύπες, χίτες ψεύτες και αλήτες, πρώην ταγματασφαλίτες, τέως πέος τραβαπέος (βλ. τη φωτό πάνω), βουλεμένους όλο μένος, κοστουμάτους με τα ΜΑΤ τους, τσόκαρα Κολωνακίου, κυρίες με ταγεράκια και βαμμένα τα χεράκια, φακελωμένους, στιγματισμένους, κριματισμένους, ζεματισμένους, ματιασμένους, μπινελικοφαγωμένους, επιβάτες των Μερτσέντες κι άντε να μας κλάσεις μέντες, επιβάτες αναβάτες της μασέλας της κασέλας όλο τρέλα και κορδέλα, ευθυνοφοβικά γουρούνια, ψιλικατζήδες, λοκατζήδες, παπατζήδες, σαμαροατζαμήδες, Μίδες, αρχίδες, ορχιδέες με ιδέες, ντιβανοψυχοψαγμένους, ποινικούς και λουφαδόρους, παραβατικά λαμόγια, στελέχη εταιρειών και μασκοφόρους, κουκουλοφόρους, άθεους και τιποτένιους, ουτιδανούς κρυφοδανούς λεπρούς βασιλοχουντικούς, ανδρεουλάκους μες στους λάκους, στερεομαλακισμένους, του βοριά κωλοπετσωμένους του νοτιά καβγοκαβλωμένους, φιλέριδες ασταθείς κυκλοθυμικούς εραστές της χωματερής, κυρίους του Τίποτα, αβραμόπουλους και ξεκωλόπουλους, μέσα στα σχήματα τα προσχήματα τα ψέματα τα βαμμένα αίματα, τις υποκρισίες τους αντιρρησίες τους διγλωσσίες, τους ψευδομάρτυρες, τα φασιστόμουτρα, τις σκατοσακούλες, τις κουραδομηχανές, τα μειράκια σούζα μπροστά στον εκλεγμένο και χεσμένο αρχηγό, τους Ταρζάν των συλλογισμών, τους σχοινοβάτες, τους ακροβάτες, τους Alegria της Τρούμπας, τους ταϊστές των περιστεριών, τα βλέμματα της αγελάδας, τους ακίνητους τσολιάδες των ανακτόρων, τα αμερικανάκια και τους δυτικόφιλους λακέδες, τους τραβεστί αγωνιστές, τους υπνοβάτες της πρωινής ζώνης, τους πολεμιστές του μικρόφωνου, τους ντε φάκτο Ανθέλληνες, τους αντίχριστους, τους γαμώ την κωλόφατσά τους, τους πισωγλέντηδες, τους καληνύχτηδες...

Ο καραγκιοζάκος στο μέσο, κάποιος Λιάκος που χρωστάει της Μιχαλούς και τον βαφτίσανε Μιχαλοβλάκα, υποδέχεται ένα αξύριστο νεοναζιστικό έκτρωμα και μια ξυρισμένη μαυροντυμένη μοιρολογίστρα. Κι ο παμπόνηρος ο φωτογράφος με τον τρίποδα, ο επαίτης των πολιτικών, στάθηκε και τους τράβηξε να τους καμαρώσει όλος ο λαός να πει ''ωρέ τι παιδιά έβγαλε ο κόλπος της μάνας μας''. Νεοναζί με νάζι, κάνουν χάζι στο χαλάζι, πάρτε μας μια πόζα κι ελάτε κούτσα κούτσα ίσαμε τη Λούτσα...

ΝΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΝΤΡΟΠΗ με τέτοια κτήνη.