28/9/09

Καταδίωξη

Βγαίνουμε τρέχοντας από τη θύρα κινδύνου
Το φορείο τρεμοπαίζει απ' τ' αθέατα ανάγλυφα του αυλόγυρου
 
¨Νά το¨, του λέω. ¨Εμάς περιμένει¨
 
Ο οδηγός με γυρμένη την πλάτη καπνίζει ένα τσιγάρο, κι ο συνοδηγός έχει καρφώσει το βλέμμα στην τιβί του κυλικείου - έχει αγώνα, και το φάουλ έξω απ' την περιοχή δείχνει επικίνδυνο -
 
Βάζω το χέρι κάτω απ' το μπουφάν και το πιάνω - έχει παγώσει, αλλά εγώ το ζεσταίνω απ' την ορμή και την ανάσα μου
 
Ο άλλος πλησιάζει στον ΄΄κώλο΄΄ του οχήματος
 
Ανοίγει όλο βιάση τη συρόμενη θύρα (κινδύνου) την ώρα που εγώ το κολλάω του οδηγού στον κρόταφο τη στιγμή που γύρισε να δει ποιος άνοιξε τόσο βίαια τη θύρα
΄΄Βούλωσέ το΄΄ του λέω ψιθυριστά ΄΄κι έλα μαζί μου΄΄
 
Τον σπρώχνω προς το μέρος του άλλου και καρφώνοντάς του το στην κοιλιά βάζοντας το σώμα μου μπροστά στη σκηνή
 
Ο οδηγός έχει αλλάξει χίλια χρώματα. ΄΄Κάνε γρήγορα΄΄ του λέω - ανεβάζει το φορείο πάνω
 
Ο συνοδηγός καπνίζει μες στο κυλικείο κι ένα σύννεφο σηκώνεται πάνω απ' το ΄΄τρυπημένο΄΄ πρόσωπό του
 
΄΄Κάν' του νόημα να έλθει εδώ΄΄ λέω στον οδηγό και βυθίζω την κάννη μέσα στη σκληρή μεμβράνη του δέρματός του κάτω από τη λευκή φανέλα
 
Μια κοιτάζει εμένα, μια εκείνον
 
Εγώ γίνομαι σκιά πίσω απ' το μπουφάν του και ένα με τη νύχτα
 
Του φωνάζει μια - δυο φορές και δείχνει να μην ακούει
 
Στην τρίτη κοιτά για λίγο έξω απ' το θολό τζάμι με μιαν έκφραση του τύπου ΄΄μα τι ζητάει αυτός τώρα;΄΄
Βάζει τα τσιγάρα στο μπουφάν και κατεβαίνει βαριεστημένα από το σκαμπό
Έρχεται προς το μέρος μας με αργά βήματα, όλο άγνοια κι αθωότητα
 
Εμένα με κρύβει το όχημα κι ο σκοτεινός όγκος του οδηγού
΄΄Τι με φωνάζεις, ρε μαλ...΄΄ - και στο ΄΄μαλ...΄΄ πετάγομαι από πίσω και του το χώνω στο υπόστεγο του λαιμού του
 
΄΄Μπες μέσα γιατί σ' την άναψα΄΄. Σα σκυλί τον πάω ως την πόρτα του συνοδηγού και τον χώνω μέσα
Ο άλλος δείχνει να θέλει να σκαρφιστεί κάτι, αλλά δεν έχει το χρόνο και το θάρρος
Τον αρπάζω απ' το σγουρό μαλλί και του φωνάζω άγρια: ΄΄Μπες μέσα ρε πούστη και ξεκίνα αμέσως΄΄
 
Σκαρφαλώνω κι εγώ στο όχημα και ανοίγω το συρόμενο τζαμάκι πίσω από τους δυο τους: ΄΄Θα βγεις με χαμόγελο΄΄ του κάνω ΄΄αν θες να πας σπίτι σου απόψε΄΄
 
Δείχνει να συναινεί χωρίς να κουνάει την κεφαλή του
 
Οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν στο παρμπρίζ κι ο οδηγός πλησιάζει στην είσοδο
Κατεβάζει δειλά το τζάμι και λέει σ' έναν ασφαλίτη: ¨΄Εχω σήμα - θα βγω΄΄
Εκείνος σαν να κοντοστέκεται αλλά τελικά σηκώνει την μπάρα
 
Βγαίνουμε
 
΄΄Βάλε τη σειρήνα΄΄ του λέω αμείλικτα
 
Αρχίζει να βρέχει, το φορείο κλυδωνίζεται απ' τις λακκούβες κι η σειρήνα αρχίζει να ουρλιάζει
΄΄Κάτσε λίγο σκυφτά΄΄ του λέω του άλλου
 
Ο ασθενής κοιτάζει τα πιεσόμετρα και τις φιάλες οξυγόνου και μοιάζει να καταλαβαίνει ότι κάποια σκηνοθεσία γίνεται γύρω του
 
΄΄Μην κολλήσεις πουθενά΄΄ φωνάζω στον οδηγό και αφήνω το 45άρι σαν πουλί πάνω σε λευκό μαξιλάρι ν' αναπαυτεί
 
Η σειρήνα ουρλιάζει, όλοι κοιτούν μέσα στο φωτισμένο μας δωμάτιο, διακόπτουν τις φράσεις τους, σταυροκοπιούνται, καταριούνται την πόλη και την ασφυξία της συνύπαρξής μας, φαντάζονται το αίμα να τρέχει αφειδώς, να βάφει το μέταλλο, τον ασθενή να σπαράζει και να ταρακουνιέται σαν λεχώνα, οι αρτηρίες, σκέφτονται, πνίγεται το αίμα στις αρτηρίες;
 
Κυκλοφοριακή συμφόρηση, το τροχοφόρο σαν σαύρα χώνεται μέσα στις γραμμές των δρόμων για να βρει διέξοδο, το αίμα, φαντάζονται, πιέζει για να βρει το δρόμο του, η σειρήνα ουρλιάζει, το ψιλόβροχο δυναμώνει κι όπως έρχονται πλαγίως οι σταγόνες απ' το σκοτεινό ουρανό μοιάζουν να εκτοξεύονται από τη σπείρα του φωτός, στα αμάξια τους όλοι κοκκαλώνουν, με εξαίρεση ένα παιδάκι που παίζει στα δάκτυλά του ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι και του αρέσει ο ιλιγγιώδης ρυθμός
 
Ξαφνικά κοιτώντας πίσω στην ουρά της αλυσίδας, βλέπω ένα άλλο φωτάκι να χορεύει κυκλικά - η απόσταση δεν φέρνει ακόμη τον ήχο
΄΄Οι μπάτσοι ρε, ένα μπατσικό πίσω μας΄΄ λέω του άλλου
 
Εκείνος απλώνει το χέρι και πιάνει έναν ορό - τον κρεμάει απ' τον ουρανό του οχήματος για να γίνει πιστευτός ως συνοδός
 
Ο ασθενής δεν καταλαβαίνει το νόημα, αλλά τον καθησυχάζω χτυπώντας τον στον ώμο
 
Γυρνώ τα νώτα μου στους μπροστινούς μου και ανοίγω το πλευρικό τζαμάκι για να έχω θέα του έξω (΄΄αν μας πλευρίσει το μπατσικό΄΄, λέω μέσα μου, ΄΄θα τη φάνε στο κεφάλι΄΄)
Βγάζω λίγο το χέρι έξω και κρύβω το θηρίο πίσω από το μέταλλο σαν τοιχάκι
 
Ξαγνικά στον 2ο όροφο μιας πολυκατοικίας ένας πιτσιρικάς ντυμένος καουμπόης με βλέπει και με σημαδεύει με ένα πλαστικό περίστροφο
Πνίγω ένα γέλιο μέσα μου υπό την επήρεια της βροχής
 
Τώρα το μπατσικό έχει πλησιάσει και με ΄΄πιάνει΄΄ η δική του ασθενικότερη σειρήνα - το οπλίζω έτοιμος για όλα
Του ανοίγουν κι αυτού δρόμο και μας φτάνει, αλλά έρχεται από την άλλη πλευρά, και φτάνει στο ύψος μας
 
΄΄Σανίδωσέ το΄΄ του λέω του οδηγού ΄΄γιατί θα σε τελειώσω΄΄
Αυτός με έναν δεξί ελιγμό μπαίνει στη λεωφορειολωρίδα και χάνεται προς στιγμήν από το μπατσικό
΄΄Αν μας ακολουθήσουν΄΄ λέω στον άλλον ΄΄θα τους ρίξω από πίσω΄΄
 
Ο άλλος βλέπει το μπατσικό να γίνεται κι αυτό σαύρα και να μπαίνει στην ειδική λωρίδα
΄΄Μας καταδιώκουν΄΄ μου λέει
΄΄Θα γίνει μάχη΄΄ του λέω αποφασιστικά και βάζω λίγο πλάγια το φορείο σαν οδόστρωμα κι εγώ κρύβομαι πίσω απ' το σώμα του ασθενούς
 
Γυρνά και με κοιτάζει όλος απορία και μια φλέβα τεντώνεται - ΄΄κοιμήσου΄΄ του λέω ΄΄καλά πάμε΄΄
 
Το μπατσικό μάς πλησιάζει
Ξαφνικά ο συνοδηγός βροντάει μέσα απ' τη σιωπή του: ΄΄΄Ωχου, έγινε μεγάλη τράκα, ρε΄΄
 
Γυρνώ και βλέπω μια μηχανή πεσμένη μπροστά μας στη λωρίδα, ένα κουφάρι να βρέχεται δίπλα στα σίδερα και μια γυναίκα να τραβάει τα μαλλιά της βγαίνοντας από ένα ταξί
 
΄΄Μας καταδιώκουν΄΄ μου κάνει ο άλλος
 
 
Μας καταδιώκουν πολλά
Μας καταδιώκει ο Χρόνος
Το αίμα μάς καταδιώκει
Το αίμα που βάφει το μέταλλο
Το αίμα πάνω στο σίδερο,
που πνίγεται στις αρτηρίες,
που ξεπηδά ζεστό από τη βρύση του σώματος,
που λερώνει τα σεντόνια,
που σφυρίζει στο θάνατο,
που τ' αγκυλώνει η βελόνα,
που τεντώνεται στη φλέβα,
που ερυθραίνει το μέτωπο,
που τυλίγεται στους επιδέσμους,
που στάζει στα ρολόγια των χειρουργείων,
που κάνει κόκκινους σταυρούς,
που κυλάει σαν ποτάμι στα μάτια,
που φλογίζει τα χείλη,
που σκάει σαν μπαλόνι μέσα στον στόμαχο,
που με σίγουρες πινελιές κλέβει τη φωνή,
που λιμνάζει στο οδόστρωμα,
που μπολιάζεται με τη βροχή
 
 
΄΄Άσ' το, κατάλαβα΄΄ του λέω ΄΄Έρχονται για την τράκα΄΄
Ανοίγω το θυράκι και λέω σεμνά στον οδηγό: ΄΄Θα σταματήσετε μπροστά απ' τη μηχανή και θα βγείτε έξω να δείτε τι συμβαίνει΄΄
 
Σταματούν και βγαίνουν έξω, την ώρα που χώνοντας το μέταλλο στο μπουφάν χυμάω έξω και μπαίνω 'γω στη θέση του οδηγού
 
Κατεβάζω το διακόπτη και φιμώνω τη σειρήνα
 
Βάζω μπρος και με ελάχιστη ταχύτητα απομακρύνομαι στα κλεφτά - πίσω μας ένα ασυνάρτητο πλήθος οδηγών, διαβατών, γυναίκες που ουρλιάζουν, ένας τύπος έχει σκύψει πάνω στον μοτοσικλετιστή και τον ψαύει μηχανικά, πίσω μας ένα τείχος που σταματά αναγκαστικά το μπατσικό με τους πρωτάρηδες ευθυτενείς αστυνόμους, άρτι αποφοιτήσαντες
 
Χανόμαστε στη μεγάλη λεωφόρο που ανοίγεται μπροστά μας απέραντη και χωρίς εμπόδια λόγω του ΄΄τείχους΄΄
 
Ο ασθενής έχει ανασηκωθεί δοκιμάζοντας τον αυχένα του. ΄΄Πού πάμε;΄΄ ρωτά. ΄΄Τι συμβαίνει;΄΄
 
΄΄Είμασταν στην Κόλαση και πάμε στον Παράδεισο΄΄ του φωνάζω από μπροστά κι ανοίγω ασυναίσθητα το ράδιο.
 
Ακούγεται η Αφροδίτη Μάνου απ' τα παλιά: ΄΄...ακούω δυνατά τζαζ-ροκ    με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου    κι εσύ φρενάρεις, με κοιτάζεις και...΄΄.  
 
Ακολουθώ τους στίχους. Ανεβάζω το τζάμι. Κλείνω τους υαλοκαθαριστήρες.
 
Και αυτομάτως
και αυτομάτως με πιάνει ένα γέλιο βαθύ,
ένα γέλιο ασταμάτητο,
ένα γέλιο που πάει το αίμα στη θέση του.
 
΄΄Ο πιτσιρικάς΄΄ λέω, ΄΄ένας πιτσιρικάς με σημάδευε. Ένας πιτσιρικάς΄΄.
 
Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχα...
 
Και το γέλιο
και το γέλιο να πηδάει ασταμάτητο.

22/9/09

Ανοϊκόν

(Περπατάτε. Λύστε σταυρόλεξα. -Πότε έγινε η μάχη του Ελ Αλαμέιν; Ο εγκέφαλός μας είναι λαβύρινθος. Αριάδνη, πού είσαι, κόρη μου; Γιατί μου πήρες το μίτο μου και δεν βλέπω μες στο σκοτάδι;)  

...Πού να σ' τα λέω, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Εκεί που έβλεπα τηλεόραση μπαίνουν ξαφνικά στη σάλα οι δυο νοσοκόμες που είχαμε στο  νοσοκομείο και με πλησιάζουν χαμογελώντας απειλητικά.
Τι θέλετε, τους λέω. Θα σε πάρουμε, μου κάνουν. Για πού; Θα πρέπει να σε κάνουμε μπάνιο. Έχεις να κάνεις μια βδομάδα. Δεν πάω πουθενά, τους λέω. Εγώ βλέπω τον Μικρούτσικο. Οι παλιοσκρόφες ούτε που με άκουσαν. Έρχονται και με πιάνουν από τις μασχάλες και με τη βία με σέρνουν προς τα έξω. Φώναζα, ούρλιαζα, δεν αντέδρασε κανείς. Ούτε η κυρα-Μοσχούλα, που σίγουρα με άκουσε, γιατί τηγάνιζε πατάτες και μου' ρχόταν στα ρουθούνια η τηγανίλα. Με πήραν που λες οι παλιοσκρόφες και με πήγαν στην ταράτσα. Και χωρίς να το πολυσκεφτούν, άρχισαν να με γδύνουν. Ούρλιαζα, φώναζα, χαμπάρι δεν έπαιρνε κανείς. Αφού με έγδυσαν με βάλαν κάτω από την ντουζιέρα. Και να τρέχει ένα νερό κρύο πάνω μου, τουρτούρισα. Άρχισα να τις βρίζω αλλά εκείνες τον σκοπό τους. Η μία με πασάλειβε με πράσινο σαπούνι, πρέπει να το βρήκε στην αποθήκη μας, αλλά πώς άνοιξε αφού δεν είχε κλειδί; Μυστήριον, Κύριέ μου. Η άλλη, δε, άπλωνε ένα ροζ υγρό πάνω στα αχαμνά μου.. Τι κάνεις μωρή της λέω. Θα με κάνεις ρεζίλι σ' όλη τη γειτονιά. Θα φωνάξω την αστυνομία να σε πάρει μέσα. Παλιοπουτάνα, της φώναζα. Ακούς τι έκανε; Έχυνε ένα ροζ υγρό πάνω στ' αχαμνά μου. Τι κάνεις μωρή της λέω. Θα με κάνεις ρεζίλι σ' όλη τη γειτονιά. Ήταν εκείνη η ξανθομάλλα η ξεπλυμένη που ήταν στο νοσοκομείο. Εκείνη που μου έβαζε και έβγαζε τους ορούς κάθε τρεις ώρες. Ευτυχώς από τις πολλές φωνές, άκουσε ο πάππος σου ο Ανέστης. Να' σαι καλά ρε Ανέστη, με γλίτωσες από αυτές τις σκρόφες. Ανοίγει την πόρτα του πλυσταριού και βλέπει να με πασπατεύουν. Αφήστε την κάτω, φωνάζει. Που χορτάρι να πιάνει και χρυσάφι να γίνεται. Τις πλησιάζει αποφασιστικά και ρίχνει στη μία μια κλοτσιά στον κώλο που ούτε ξανατόλμησε να με ξαναπειράξει. Η άλλη όμως πήγε να του βγάλει γλώσσα. Αρπάζει κι αυτή ένα μπερντάχι και έφυγε σαν το διάολο. Με βλέπει ο Ανέστης γυμνή, ντύσου μου λέει, σε βλέπουν τσίτσιδη οι απέναντι. Άλλες λέρες κι αυτοί. Ξέρεις τι κάνουν οι απέναντι; Έχουν στήσει ένα τηλεσκόπιο κι όταν πάω να πλυθώ στο μπάνιο, με κοιτάζουν με τα κυάλια για να απολαύσουν το μεγάλο θέαμα. Ακούς τι κάνουν; Έχουν στήσει ένα τηλεσκόπιο κι όταν πάω να πλυθώ στο μπάνιο, με κοιτάζουν με τα κυάλια για να απολαύσουν το μεγάλο θέαμα.



Ντύσου μου λέει. Σε κατασκοπεύουν οι απέναντι. Πού να ντυθώ; Δεν είχα τίποτα να βάλω. Ευτυχώς είχα απλώσει κάτι σεντόνια να στεγνώσουν, μου τα κατούρησε η κόρη σου, γιατί έχουν ανοίξει φαίνεται τα νεφρά της κι όλο κατουράει το βράδυ στο κρεβάτι. Αλλά φταις κι εσύ γιατί κάθε βράδυ της δίνεις κόκα-κόλα. Κι εγώ σ' το έλεγα, βλάπτει η κόκα-κόλα. Σαν ξυράφι κόβει το στομάχι. Αλλά εσύ πού ν' ακούσεις. Κάνεις τα δικά σου. Δεν θυμάσαι ότι ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας; Ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας. Ακούς εκεί οι παλιοσκρόφες. Θέλαν να με ποτίσουν κόκα-κόλα. Η μία μάλιστα ξέρεις τι έκανε; Μου έριχνε κόκα-κόλα πάνω στ' αχαμνά μου. Τι κάνεις εκεί μωρή, της λέω. Θες να με λερώσεις; Κι είμαι κι ολοκάθαρη. Ήθελε να με λερώσει για να με βάλει μετά να γδυθώ και να κάνω μπάνιο για να με βλέπουν οι απέναντι. Μπανιστήρι δηλαδή. Έχουμε φτάσει στο σημείο οι νοσοκόμες να κάνουν μπανιστήρι. Τ' ακούς; Να που φτάσαμε. Αλλά φταις κι εσύ γιατί αντί να τις διώξεις, τους προσφέρεις σοκολατάκια. Γιατί να τους τρατάρεις σοκολατάκια; Σε τράταραν αυτές; Που αν πας στο σπίτι τους, δεν έχουν ούτε γλειφιτζούρι. Τελικά που λες βρήκα ένα σεντόνι και το έριξα πάνω μου, γιατί αλλιώς θα πάθαινα καμιά πνευμονία και θα με είχατε πάλι στο νοσοκομείο με αυτές τις μέγαιρες. Που να βγάλουν σπυριά στη γλώσσα και φλύκταινες στο δέρμα. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Τα μαρτύρια του Χριστού. Κι αυτός ο Ανέστης τι σόι άντρας είναι; Ανδρείκελο. Δεν μπορεί να κάνει καλά δυο νοσοκόμες; Τις έβλεπε και καθόταν με την ουρά στα σκέλια. Τι τις φοβάσαι ρε, του φωνάζω. Όρμα τους να φύγουν σαν τις κότες. Που μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ μες στο ρέμα κι ακούω τα βατράχια να με κοροϊδεύουν με τα κοάξ κοάξ τους. Κι είχε ένα φεγγάρι χθες το βράδυ, όλο μίσος. Τα καλάμια να θροΐζουν, τα βατράχια να με διαπομπεύουν κι αυτές οι σκρόφες να μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ και να λένε ότι θα με κάνουν μπάνιο στο ποτάμι. Βρε, τους λέω, εδώ δεν κάνουμε μπάνιο, εδώ μόνο πλένουμε τα λευκόρουχα και τα σεντόνια. Κι ευτυχώς που είχα κάτι σεντόνια μαζί μου, ξέρεις αυτά που κατούρησε η κόρη σου χθες το βράδυ, και τους τα έδωσα να τα πλύνουν. Τελικά, να μην σ' τα πολυλογώ, πέρασε ο Ανέστης ο ταβερνιάρης και μου' φερε λίγο τσίπουρο να ζεσταθώ. Πίνω γω και ανάβει φωτιά όλο το κορμί μου. Αυτός είναι άντρας, λέω μέσα μου. Όχι ο άντρας σου, που δεν ξέρει να φτιάχνει ούτε μια πατάτα τηγανητή, κι όλο φωνάζει τη Μοσχούλα να τις τηγανίσει. Βρε, του λέω, η Μοσχούλα είναι για άλλη δουλειά, δεν τηγανίζει πατάτες. Για δες, τώρα που το λέω, ψήθηκαν τα παϊδάκια; Γιατί τα έβαλα στις εννιά και πρέπει να το κλείσω. Για τράβα δες, γιατί έχουν περάσει δυο ώρες και θα'χουν γίνει κάρβουνο τα παϊδάκια. Κι ύστερα θα'ρθει η κόρη σου η πολυχρονεμένη και θα μου λέει, γιαγιά, δεν τρώγονται τα παϊδάκια, κι οι πατάτες είναι μαύρες. Τέτοια κάνει η μικρή και μετά φεύγει απ' το τραπέζι και ανοίγοντας το ψυγείο αρπάζει όλο κάτι παλιοαναψυκτικά, κόκα-κόλες και φάντες. Πίνει πίνει και μετά να μια κατρούλα στο κρεβάτι. Κι ύστερα γω η βαριόμοιρη να πάρω τα σεντόνια να τα πάω στο ποτάμι να τα πλύνω. Τα μαρτύρια του Χριστού περνά η μάνα σου, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού...

18/9/09

Το νέο μουσείο της Ακρόπολης

18-9-2009
 
Ως απόρροια ανάγνωσης ορισμένων δημοσιευμάτων (βλ. ΄΄Ε΄΄) περί της αισθητικής ποιότητας του νέου Μουσείου Ακροπόλεως και των παρακείμενων κτισμάτων, καταθέτω ορισμένες παρατηρήσεις:

 
1) Στην πράξη συγκρίνουν τα κάλλη τους τρεις οντότητες: η Ακρόπολη, το Μουσείο για την Ακρόπολη και τα κτίσματα γύρω από το Μουσείο για την Ακρόπολη.
 
2) Σε αυτήν την άνιση σύγκριση (όπου η υπεροχή της Ακροπόλεως επιβεβαιώνεται από πολλές επόψεις), μοιάζει να παραβάλλονται δημιουργήματα τριών διαφορετικών ιστορικών περιόδων: κλασική αρχαιότητα, μεταπόλεμος, 21ος αιώνας.
 
3) Η συνύπαρξη των τριών οντοτήτων μοιάζει να αποτελεί κέρδος ή αντίθετα να ζημιώνει ορισμένες από αυτές τις οντότητες. Έτσι, η Ακρόπολη σίγουρα θα φαινόταν πιο όμορφη χωρίς την ακαλαισθησία των περισσοτέρων εκ των γειτονικών της κτισμάτων, αυτών δηλαδή που περιβάλλουν το Μουσείο για την Ακρόπολη. Επίσης, εάν ΄΄αναμετριόταν΄΄ σε μια υποθετική μοναχική αναμέτρηση η Ακρόπολη και ο ΄΄δορυφόρος΄΄ της, δηλαδή το Μουσείο (ας υποθέσουμε ότι κανένα κτίσμα δεν στεκόταν δίπλα τους), θα φαινόταν πόσο αταίριαστο αρχιτεκτονικά είναι το Μουσείο ως προς το μνημείο που προβάλλει, δηλαδή οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί της Ακροπόλεως δεν σχετίζονται με τους μοντέρνους ρυθμούς του ΄΄ακολούθου΄΄ της (πόσο όμορφο θα ήταν άραγε ένα μουσείο με αρχαιοελληνική όψη, με κίονες ιωνικού ρυθμού κ.λπ.!). Προφανώς, το Μουσείο έχει αξία όσο βλέπει το μνημείο, δηλαδή το Μουσείο προφανώς κερδίζει ενώ το μνημείο χάνει από το έτερον ήμισύ του. Από την άλλη πλευρά, οι πολυκατοικίες είναι σίγουρο ότι κερδίζουν σε κάθε περίπτωση καθώς γειτνιάζουν σε μνημείο και μουσείο, την ίδια ώρα που αυτά τα δύο χάνουν από την παρουσία τους.
 
4) Η ιστορικότητα κάθε οντότητας είναι επιβεβαιωμένη. Ακόμα και οι πολυκατοικίες θα έγραφαν κι αυτές τη δική τους (μικρή) ιστορία, όπως βέβαια και οι ένοικοί τους. Μα στ' αλήθεια ποιο είναι το ζήτημα εδώ; Η ομορφιά ή η ιστορία; Γιατί εάν ήταν η ομορφιά, θα έπρεπε να οδηγηθούν σε γκρέμισμα τα πλείστα των υπαρχόντων πλην βέβαια του μνημείου, ενώ εάν το θέμα ήταν η ιστορία, που τελικά φαίνεται πως αυτό υπερισχύει, καλώς όλα παραμένουν στη θέση τους. Και οι πολυκατοικίες ακόμη. Και βέβαια σε μια εποχή όπου ο καθείς ευλογεί τα γένεια του, το ίδιο δικαίωμα στην ιστορικότητα της ανέγερσης θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Κουρεμένος της Αρεοπαγίτου 17 όσο και ο άγνωστος αρχιτέκτων μίας εκ των όμορων σκονισμένων και άχαρων πολυκατοικιών της δεκαετίας του 1950.
 
5) Η γενική εντύπωση της αστικής ασχήμιας και του χαώδους αρχιτεκτονικά τοπίου νομίζω ότι θα παρέμενε αναλλοίωτη και ανεπηρέαστη είτε αποχαρακτηρίζονταν και εν συνεχεία γκρεμίζονταν οι δύο όμορφων προσόψεων πολυκατοικίες της Αρεοπαγίτου 17 και 19 είτε όχι (όπως βέβαια συμβαίνει τώρα). Αυτή η εκ των υστέρων διόρθωση της πόλης με σκοπούς εξωραϊστικούς και ευρύτερα τουριστικούς θυμίζει την αμφίεση ενός νεκρού: το να ερίζουν δηλαδή οι συγγενείς του για το αν του ταιριάζει καλύτερα η ριγέ από την μονόχρωμη γραβάτα. Όταν χτίζονταν οι πολυκατοικίες κανείς δεν θυμόταν την Ακρόπολη. Το ισχυρό ρεύμα της αντιπαροχής ασχήμυνε σχεδόν τα πάντα και ύστερα από 60 χρόνια διαπιστώνουμε όλοι μας το τερατούργημα. Λήθαργος να σου πετύχει! (Μ' άρεσε η κρίση ενός αρχιτέκτονα, ονόματα δεν λέμε: ΄΄το ρομαντικό χάος της Αθήνας΄΄). Ρομαντικό: το φεγγάρι πριονίζεται πλαγιομετωπικά από μια υψωμένη ανορθόδοξα κεραία και ενίοτε κρύβεται πίσω από τα απλωμένα εσώρουχα του μπαρμπα-Θανάση του διπλανού ρετιρέ.
 
6) Αλλά μην φλυαρώ ασκόπως: σε μια χώρα όπου λίγο νοιαζόμαστε για το απώτατο παρελθόν μας, τι μας έπιασε έτσι ξαφνικά; Όχι, κύριοι, λέει η άλλη θεωρία, τα απλωμένα εσώρουχα του μπαρμπα-Θανάση ήτοι το σύγχρονο ζωντανό πρόσωπο της άσχημης πόλης μπορεί να ιδωθεί ως άξιο λόγου και όχι μικρότερης σημασίας αισθητικό φαινόμενο από μια μυθική παράσταση, τη Γιγαντομαχία π.χ. ή τις παραστάσεις του ένδοξου 12θεου. Από αυτή την έποψη του θέματος, συγκρούονται το παρόν με το παρελθόν. Εμείς με τα ασπρόρουχα κι οι ξένοι με το Δία. Αφήστε τους Κινέζους να κάνουν τη δουλειά τους απρόσκοπτα. Έτσι κι αλλιώς το Μουσείο δεν φτιάχτηκε για μας, για τους τουρίστες φτιάχτηκε, για την ωραία φραπεδιά του εξώστη με θέα τους κίονες. Δηλαδή, πάλι κομπάρσοι και γκαρσόνια. Ευτυχώς βέβαια που πηγαίνουν και τα σχολεία και τα πιτσιρίκια αφήνονται με δέος μπροστά στις εμβληματικές μορφές αρχαίων θεών και ηρώων.
 
7) Το χιουμοριστικό και κωμικοτραγικό νεοελληνικό παράδοξο που συνέβη με τις διατηρετέες όμορφων προσόψεων πολυκατοικίες της Αρεοπαγίτου 17 και 19 είναι ότι τώρα πλέον όλοι ασχολούνται με τον... πισινό τους. Δηλαδή το πρόσωπο ωραίο, αλλά ο κώλος για κλάματα. Που σημαίνει ότι εγώ κοιτάζοντας την Ακρόπολη με τη φραπεδιά ανά χείρας έχω πρόβλημα με την Ακρόπολη γιατί παρεμβάλλεται ο πισινός της άλλης. Δηλαδή εμείς για την τέχνη πήγαμε στο μουσείο ή για τους πισινούς; Τελεία και παύλα. Εάν θέλετε να βλέπετε πιο όμορφη την Ακρόπολη, διορθώστε τους πισινούς σας. Αλλιώς θα χαθείτε από προσώπου γης.
 
Μου φαίνεται τελικά ότι συμβαίνουν ορισμένες μετατοπίσεις από τον πυρήνα του κάλλους ώστε να μην έχει τόση σημασία η Ακρόπολη αφεαυτής, αλλά το ότι ΄΄εγώ τη βλέπω΄΄ (δηλαδή η ίδια η πράξη που κάνω και σχετίζεται με αυτήν) ή το ότι ΄΄εγώ τη βλέπω από εξώστη πολυτελείας΄΄ (δηλαδή οι παράμετροι της ίδιας της πράξης) ή το ότι ΄΄εγώ τη βλέπω χωρίς άσχημους αρχιτεκτονικά πισινούς΄΄ (δηλαδή το αυτόνομο καδράρισμα του μνημείου).

Αλλά γιατί όμως πρέπει πάνω απ' όλα να τη βλέπω; Κι όχι να την πιάνω, να την επισκέπτομαι, να την περπατώ, να την κατανοώ από κοντά; Μήπως ο εξώστης είναι η προέκταση του καναπέ ή μιας θέσης εργασίας μπρος σε PC;

17/9/09

Ένας δάσκαλος (Νόρμπερτ Βαλέντερ)

(Διαβάζοντας μ' έπιασε μια συγκίνηση και θυμήθηκα διάφορα. Κι είπα να σας το μεταφράσω για να σας κάνω να θυμηθείτε κι εσείς δικά σας ή/και άλλων...)
Ένας καθηγητής δεν πρέπει να δείχνει τις αδυναμίες του, αλλιώς χάνει την αυθεντία του. Έτσι σκεπτόμαστε εμείς οι καθηγητές πρωτύτερα κατά τη Βασική Εκπαίδευση. Κι εγώ θεωρούμην ως ο περισσότερο δεκτικός μεταξύ των συναδέλφων μου. Όταν έπρεπε να αναλάβουμε νέα έργα, πάντοτε αυτό συνέβαινε: ο Βαλέντερ το μπορεί. Ποτέ δεν έλεγα ΟΧΙ.
Είχα πάντοτε υψηλές απαιτήσεις: ήθελα να κάνω καλό μάθημα και να φροντίζω για τους δύσκολους μαθητές. Αλλά με το χρόνο είχα πάντοτε δυσκολίες, να τα πετύχω όλα στον ίδιο χρόνο. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό για μένα να καταλαβαίνει η τάξη πραγματικά όταν γίνεται λόγος για ένα θέμα. Ωστόσο μόνο σπανίως κατάφερνα να προβάλω το υλικό μου με τέτοιον τρόπο ώστε να μην διακόπτεται επανειλημμένως το μάθημα. Επειδή, π.χ., ένας μαθητής άρχιζε να μιλάει για τα οικογενειακά του προβλήματα. Εξάλλου μετά το μάθημα, ήμουν διαθέσιμος για επικοινωνία με τους μαθητές μου. Παρ' όλα αυτά, είχα πάντοτε το αίσθημα πως ούτε αρκετές γνώσεις κατάφερνα να μεταδώσω ούτε τους μαθητές μου να προσεγγίσω όσο θα έπρεπε. Ορισμένοι από αυτούς βρίσκονταν στ' αλήθεια σε απόγνωση,... στο παρελθόν είχαν κάνει ακόμη και απόπειρες αυτοκτονίας.
Όταν μου ανατέθηκε η θέση του διευθυντή, αναπήδησα από τη θέση μου. Δεν μου ήταν σαφές πόσο πολλή διοικητική εργασία σήμαινε. Το πρωί ήδη από τις 7 η ώρα ήμουν στο σχολείο, για να σχεδιάσω τα οργανωτικά πλάνα. Ύστερα μάθημα ως την πρώτη μεσημβρινή, κατά τα διαλείμματα οργάνωση κατά το δυνατόν διαφόρων πραγμάτων, το απόγευμα διαλέξεις, τηλεφωνική επικοινωνία με τις μητέρες των μαθητών, αναζήτηση θέσεων πρακτικής εκπαίδευσης για διαφόρους μαθητές, οργάνωση άλλων σχολικών πλάνων... Ένιωθα για όλα υπεύθυνος. Αλλά είχα και τις διαμαρτυρίες από τις τέσσερις κόρες μου γιατί δεν διέθετα αρκετό χρόνο γι' αυτές.
Το πρωί ξυπνούσα με έναν έντονο πονοκέφαλο. Δεν μπορούσα πλέον να κοιμηθώ καλά. Τα βράδια συνεχιζόταν αυτή η πνευματική κούραση: Μην ξεχάσεις αυτό! Να ειδοποιήσεις τον τάδε! Μερικές φορές σηκωνόμουν στις τέσσερις η ώρα το πρωί και διόρθωνα γραπτά. Έτσι ένιωθα όλη τη μέρα να ασφυκτιώ. Μια τρέλα. Ως καθηγητής ποτέ κανείς δεν είναι έτοιμος. Αντ' αυτού γινόμουνα όλο και πιο ανυπόμονος με τους μαθητές μου, το κλίμα μέσα στην τάξη επιδεινωνόταν ολοένα, και μέρα με τη μέρα ένιωθα να εξαντλούμαι.
Έτσι για 6 εβδομάδες νοσηλεύθηκα στην Κλινική Ρόζενεκ. Οι συνάδελφοί μου σοκαρίστηκαν: Τι συμβαίνει, πώς κατάντησες έτσι εσύ; Μετά τη νοσηλεία επέστρεψα αμέσως στο σχολείο. Όσο περισσότερο χρόνο αποσυρθεί κανείς από την ενεργό δράση, τόσο δυσκολότερη είναι η επιστροφή του. Πολλοί καθηγητές οδηγούνται σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Για μένα δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Εγώ κρέμομαι από το σχολείο, από τους μαθητές μου. Θέλησα να δοκιμάσω αν μπορεί να εφαρμοστεί αυτό που έμαθα στο διάστημα της νοσηλείας μου: να μην αναλαμβάνω τόσα πολλά, να μην τα κάνω όλα τέλεια, να δέχομαι βοήθεια από τους άλλους.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο όλοι με αγκάλιαζαν. Οργάνωσα ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα για την υγεία των καθηγητών. Το 1/3 των συναδέλφων μου συμμετείχε. Συγκροτήθηκε μια ομάδα με μια επιβλέπουσα καθηγήτρια, την οποία πληρώναμε εμείς οι ίδιοι. Μία φορά τον μήνα συζητούσαμε οι καθηγητές για τα δικά μας προβλήματα. Εκτός από εμένα, μέχρι τώρα συμμετέχουν μόνο γυναίκες. Θα έλεγα λοιπόν σήμερα ότι με τον τρόπο αυτόν μπορεί κανείς να γνωρίσει τις αδυναμίες του ώστε να αλληλεπιδρά σωστά με τους μαθητές του.
Λέω στους μαθητές μου: ΄΄Μην κάνετε τόση φασαρία, γνωρίζετε καλά ότι δεν μπορώ πλέον να τα κάνω όλα τόσο καλά΄΄. Και, ω του θαύματος, δεν εκμεταλλεύονται την όλη κατάσταση. Αισθάνονται υπεύθυνοι και πραγματικά προσπαθούν να ρίξουν τους τόνους τους, τουλάχιστον για ένα διάστημα της ώρας. Εκτός αυτού, κάνω πλέον περισσότερα διαλείμματα κατά την ώρα του μαθήματος, πράγμα που δέχονται ευεργετικά και οι ίδιοι οι μαθητές. Εγώ τους επιτρέπω συχνότερα πλέον να εργάζονται χαμηλόφωνα, για να δοκιμάζω την αυτονομία και την αυτένεργειά τους. Κι όταν ένας μαθητής θέλει να μου μιλήσει για κάτι που τον βαραίνει, τα λέμε ιδιαιτέρως εκτός αίθουσας, στο διάδρομο. Φροντίζω ωστόσο οι υπόλοιποι μέσα στην αίθουσα να συνεχίζουν να εργάζονται. Αναζητώ επίσης επαγγελματική υποστήριξη, κι έτσι κατά διαστήματα έρχεται στο σχολείο μας μια κοινωνική λειτουργός.
Έχει περάσει μισός χρόνος από τη θεραπεία. Ωστόσο πρέπει να προσέχω ώστε να μην φορτώνω τον εαυτό μου όπως άλλοτε. Συμβαίνει έτσι ένας μόνιμος αγώνας με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ευτυχώς έχω πλέον δίπλα μου ορισμένους συναδέλφους που γνωρίζουν την κατάστασή μου και οι οποίοι ακόμη και εν μέσω ενός συνεδρίου μού φωνάζουν ΄΄Σταμάτα΄΄.
(Μετάφραση από το γερμανικό περιοδικό Chrismon, ΤΕΥΧΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2009).

16/9/09

Βραδιάζει - σε ένα ημιυπόγειο

(Εκτός από τους ημιυπαίθριους, υπάρχουν και τα ημιυπόγεια δούλων ψυχών.)

Περνάς πια τούνελ μυστικό
γδέρνοντας τις πληγές σου
με τόσο αχό αλεστικό
σβήνονται οι οιμωγές σου.

Μέσα σ' υπόγειο σκοτεινό
λάσπωσες στο σκοτάδι
κι ένα φωτάκι αλαργινό
σε γλείφει μ' ένα χάδι.

Ψυχή μου μαυροφορεμένη
στον Άδη τούτον πώς σαλεύεις
θωριά μου καταπλακωμένη
στο μαύρο φως πώς βασιλεύεις.

Οι σκονισμένες λέξεις σου
στα ξεραμένα χείλη
οι ανέλπιδες ορέξεις σου
ξενιτεμένοι φίλοι.

Καρφώνει τα παράθυρα
η σιωπή σα μάγισσα
σκιά με μαύρη μάχαιρα
ορίζει σα σατράπισσα.

Περνάς μια νύχτα αιώνια
στο μάγουλο της μαύρης γης
βλήμα απ' της τύχης τα κανόνια
θάφτηκε νάρκη της σιγής.

Ψυχή μου μαυροφορεμένη
στον Άδη τούτον πώς σαλεύεις
θωριά μου καταπλακωμένη
στο μαύρο φως πώς βασιλεύεις.

15/9/09

Χειμερινός κολυμβητής

(Χαιρετισμούς από την προκυμαία...)
 
Καθώς η πόρτα της θαλάσσης
είναι μονίμως ανοιχτή
πάνω απ' του χρόνου τις συμβάσεις
στην αγκαλιά της θα ριχτεί.
 
Τις εποχές τις μεταφράζει
σε θέρος αλυτρωτικό
το σώμα του δεν λογαριάζει
κανένα βαρομετρικό.
 
 
 
 
Σαν έφιππος πάντα καλπάζει
μ' ένα μαγιό βαθέως μπλε
η συννεφιά δεν τον σκεπάζει
έρημη ακτή κι αυτός κομπλέ.
 
Περνούν αμάξια κουμπωμένα
άντρες παιδιά συναχωμένα
μ' αυτός μες στ' αλμυρό νερό
έχει μεθύσει τον καιρό.
 
Σφυρίζει ανέμελα στην μπόρα
νίβεται μέσα στη βροχή
κόβει απ' το δέντρο μιαν οπώρα
βουτά κι αλλάζει εποχή.
 
Το κύμα τον παρηγοράει
χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά
γαλάζιο πέπλο όλο φοράει
ξεχνώντας τραύματα παλιά.
 
Αναδυόμενος προβάλλει
σαν όνειρο εκστατικό
στου λιμανιού την παραζάλη
έχοντας βρει το γιατρικό.
 
Στο θώρακα λευκό δασάκι
στον ώμο ένα καρό δισάκι
νερό, σανδάλια και πετσέτα
με μια γοργόνα αλα-μπρατσέτα.
 
Με μια ματιά διεστραμμένη
στην καταχνιά βλέπει λουλούδι
κόντρα στον άνεμο διαβαίνει
δένοντας στη φωνή τραγούδι.
 
Του λένε για τον Ξενοφώντα*
όμοια να μακρ(ο)ημερέψει
κι αυτός μειδιά σαν την Τζοκόντα
με βλέμμα που' χει γαληνέψει.
 
Κι όταν η πόρτα της ζωής του
μοιραία κάποτε θα κλείσει
με άρια** απ' το βάθος της ψυχής του
στάχτη στο κύμα θα σκορπίσει.
 
(*Ξ.Ζ.: Διαπρεπής οικονομολόγος, που, ειρήσθω εν παρόδω, στις 23 Νοεμβρίου του 1989 ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας έως τις 11 Απριλίου του 1990 ως πρόεδρος της Οικουμενικής κυβέρνησης που στήριζαν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός της Αριστεράς, βοήθειά μας Αϊ-Νικόλα.
** Αddio...) 
 

14/9/09

Σταυρώστε τους... (μέρα που 'ναι!)

Οι εγκλίσεις
Θωρακίζουμε τους θεσμούς
Θεμελιώναμε μακρόπνοα έργα
Εργαστήκαμε μ' ακρίβεια
Ακριβαίνετε τα καύσιμα
Κάψατε τους μισθωτούς
Μικραίνατε τους φόρους των εχόντων
Έχουμε πρόγραμμα
Να προστατέψετε τα δάση
Δαμάστε τον πληθωρισμό
Πλήθυναν οι παρανομούντες
Να παραγράψετε τα χρέη
Χρυσώστε το χάπι
Χαρίζουμε το φόρο
Να φωτίσετε την αλήθεια
Αλυσοδέστε τα τρωκτικά
Τρώγατε με χρυσά κουτάλια
Να κουμαντάρετε επιτέλους το σκάφος
Σκαρφιστείτε λύσεις
Λυμαίνεσθε τα ταμεία
Να ταρακουνήσετε τους αργόμισθους
Αρπάξτε την ψήφο
Ψηφίζουμε κατά συνείδηση
Να συλλογιστείτε τις ζημίες
Ζητωκραυγάστε για τη νίκη
Νενικήκαμεν λαέ
Λάθος Μέγα
Μέγα Πλήθος
Πληβείοι και Πατρίκιοι
Πατριώτες και Κάπηλοι
Καπέλο στη βενζίνη
Βεντέτες στην ΚΟ και μαχαιρώματα
Μαζέψτε τους παρακρατικούς
Παράσιτα και κοριοί
Κουμπάροι και Γαμπροί
ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΑΠΑΝΤΕΣ
(Υ.Γ.: Τελικά νίκησε χολωμένη προστακτική.)

11/9/09

Δραπετεύοντας από τον... Χότζα

Στο ταξίδι προς την Αλβανία έπιασα κουβέντα και με Αλβανούς και με Έλληνες. Ένας Έλληνας ομογενής, που με χαρά μικρού παιδιού επεδείκνυε την ελληνική ταυτότητά του στο αλβανικό τελωνείο, μου μίλησε για τα βάσανα των Ελλήνων επί Χότζα. Μου είπε για τα όσα γίνονταν στην περιοχή των Εξαμιλίων (αλβανιστί Ξαμίλ). Στο σημείο εκείνο πράγματι η απόσταση της Αλβανίας από την Κέρκυρα είναι 6 μίλια. Όσοι πήραν τη μεγάλη απόφαση να δραπετεύσουν προς την ελευθερία το πλήρωσαν πολύ ακριβά. Ή μάλλον όχι αυτοί, αλλά οι συγγενείς τους. Δεκεπανταετής φυλάκιση προβλεπόταν για όλους τους συγγενείς πρώτου βαθμού του... δραπέτη, επειδή στρεφόταν εναντίον του καθεστώτος.
Το να διαφύγει κάποιος ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Απαγορευόταν η πρόσβαση όλων των πολιτών σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων πλησίον της συνοριακής γραμμής. Τεράστιοι προβολείς φώτιζαν τον θαλάσσιο δίαυλο καθόλο το 24ωρο, ενώ τα περιπολικά της αλβανικής ακτοφυλακής δεν άφηναν ούτε πόντο αφύλακτο. Από δύο πηγές μού μίλησαν για ένα κόλπο που σκαρφίστηκαν όσοι ήθελαν να διαφύγουν από τη χώρα, ειδικά το καλοκαίρι. Έπαιρναν ένα καρπούζι, το έκοβαν στα δύο, αφαιρούσαν το περιεχόμενο και έπειτα το... φορούσαν σαν καπέλο, κάτι το οποίο θα φαινόταν σαν επιπλέουσα καρποζόφλουδα.
Σημειώνεται ότι στο αλβανικό στρατόπεδο που βρίσκεται στα σύνορα με την Ελλάδα και δεσπόζει στο βουνό των Εξαμιλίων, επί Χότζα υπηρετούσαν οι πιο φανατικοί ανθέλληνες, αλλά και οι... βυσματούχοι του καθεστώτος. Περιγράφονται από όλους σαν αιμοδιψή τέρατα.
Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τα χιλιάδες αλβανικά πολυβολεία όχι απλώς δεν επανδρώνονται, όχι απλώς χορτάριασαν, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως στην παραλία της Χειμάρρας για παράδειγμα) χρησιμοποποιούνται πλέον ως τουριστικά καταλύματα. Η εκδίκηση της ιστορίας:
Στη φωτό, πυροβολείο στην περιοχή των Εξαμιλίων.

Βασίλης Μαλισιόβας

Τύφλα να 'χει η Copacabana!


Η πόλη των Αγίων Σαράντα βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κέρκυρα. Με το υδροπτέρυγο (ελληνιστί... flying dolphin ή και σκέτο flying!), μόνο δύο τσιγάρα (μακριά από εμάς!) δρόμος, θάλασσα για να ακριβολογούμε.
Ακόμη κι όταν διαπλέει κανείς αυτό το θαλάσσιο στενό (π.χ. κατευθυνόμενος προς Ιταλία ή Διαπόντια Νησιά), εντυπωσιάζεται (αλλά και μελαγχολεί) με τις άχαρες νεόδμητες πολυκατοικίες, τη χαρά της αντιπαροχής, τη δόξα του καπιταλισμού (ακριβέστερα, του μπουσουλήματος προς αυτόν) και την ενσάρκωση του δυτικού ονείρου.
Με το που πατάει κάποιος Αλβανία, έπειτα από μισή ώρα ταξιδιού, νιώθει οικεία καταρχάς λόγω της γλώσσας. Εκεί κατάλαβα την ψυχολογία των Άγγλων που όπου και να πάνε μιλάνε τη γλώσσα τους. Και στους Αγ. Σαράντα λοιπόν, οι περισσότεροι ομιλούν την Ελληνική. Από τον φούρναρη μέχρι τους υπαλλήλους του τελωνείου, τους αστυνομικούς και τους λιμενοφύλακες.
Τίποτε δεν θυμίζει το κομμουνιστικό παρελθόν. Τίποτε; Όχι ακριβώς. Ένα τεράστιο κτίριο, καταφανώς παλαιότερο από τα υπόλοιπα σύγχρονα, είναι αυτό όπου στεγάζονταν οι κρατικοί αλευρόμυλοι και οι φούρνοι που μοίραζαν ψωμί επί καθεστώτος του αιμοσταγούς Εμβέρ Χότζα.
Οι πολυκατοικίες πάρα πολλές, έχεις την εντύπωση ότι εδώ μένουν τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι. Όπως μου είπαν όμως ορισμένοι ντόπιοι, αλλά και όπως ο ίδιος διαπίστωσα, πολλά διαμερίσματα παραμένουν άδεια. Τα υπερσύγχρονα κτίρια μπορούν να στεγάσουν 60.000 ανθρώπους, όμως μένουν γύρω στους 27.000. Τα υπόλοιπα είναι ακατοίκητα εδώ και χρόνια.
Αντιφατικές εικόνες και μέσα στην πόλη. Γυναίκες με τσεμπέρια που παραπέμπουν σε Ήπειρο, νεόπλουτοι με θηριώδη τζιπ και Mercedes - πάρα πολλά τα οχήματα από το Κοσσυφοπέδιο, τμήμα της Μεγάλης Αλβανίας κατά τους εκεί εθνικιστές. Είδα τόσα Καγιέν που δεν τα βλέπεις ούτε στην Κηφισιά. Κωμικοτραγικό το γεγονός ότι αυτά τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα κινούνται, πολύ συχνά, σε δρόμο που ούτε άρμα μάχης δεν μπορεί να προσεγγίσει. Από τα πιο ευτράπελα: Οι σχολές οδήγησης χρησιμοποιούν για τους εκπαιδευόμενους κάτι τεράστιες (αλλά κάπως παλαιές) Mercedes από το πρώτο κιόλας μάθημα!
Μέσα στην πόλη τα πάντα παραπέμπουν σε Ελλάδα: Ελληνικές τράπεζες, ελληνικά προϊόντα σε σούπερ μάρκετ και περίπτερα, ελληνικές ψαλμωδίες.
Στην παραλία, οι λουόμενοι απολαμβάνουν στη διαπασών τη μουσική της Βανδή, ενώ υπάρχουν και οι πιο παραδοσιακοί. Σε ένα μικρό λούνα παρκ όπου υπήρχε ένα παμπάλαιο καρουσέλ, τα παιδάκια στροβιλίζονταν υπό τους ήχους παραδοσιακής μουσικής, με το κλαρίνο σε μεγάλα κέφια!

Βασίλης Μαλισιόβας

10/9/09

Μαμά, πεινάμε!


Στη φωλιά που έχουν χτίσει έξω από το σπίτι μου στο χωριό, τα "αμάλλιαγα" αυτά χελιδονάκια εκλιπαρούσαν για φαγητό ένα απόγευμα, που προφανώς η μητέρα τους είχε αργήσει πολύ στο ραντεβού τροφοδοσίας, οπότε βρήκα την ευκαιρία για να δράσω. Τα συνέλαβα με το στόμα ορθάνοιχτο λίγο πριν έρθει το γεύμα. Τα πουλάκια αυτά όχι μόνο μεγάλωσαν, αλλά είναι πλέον έτοιμα για το μεγάλο ταξίδι προς τις χώρες της Β. Αφρικής.
Εντελώς πληροφοριακά, να υπενθυμίσω-γνωστοποιήσω τα εξής:
  • Η εικόνα της πτερωτής τροφού είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε λαϊκούς μύθους. Πασίγνωστη η ιστορία της κουκουβάγιας που συνάντησε την πέρδικα, η οποία δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο για να μεταφέρει το φαγητό στο περδικόπουλο. Είπε λοιπόν στην κουκουβάγια να το μεταφέρει αυτή. Στην ερώτηση της κουκουβάγιας για το πώς θα γνωρίσει το παιδί της πέρδικας, η δεύτερη, με εύλογη φιλαρέσκεια, απάντησε: "Είναι το ομορφότερο παιδί σε όλο το σχολείο". Έπειτα από δύο ώρες, η κουκουβάγια επέστρεψε στην πέρδικα το φαγητό, λέγοντας με φυσικότητα: "Δεν είδα κανένα παιδί πιο όμορφο από το δικό μου"!
  • Οι κόρακες, παρά το κακό όνομά τους και τη σύνδεση με κακοτυχία ή/και θάνατο, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα πουλιά. Μάλιστα, όταν ένας κόρακας γεράσει (σημ. οι κόρακες ζουν πολλά χρόνια, πβ. το επίθετο κορακοζώητος) και δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει από μόνος του τροφή, οι νεότεροι φέρνουν γι' αυτόν φαγητό.
  • Στην Ήπειρο, είναι διαδεδομένη η παροιμία "Το έφερε σαν η κίσσα το βελάνι" (όπως η κίσσα το βελανίδι), προκειμένου περί πραγμάτων ασήμαντων μεν για ορισμένους, σημαντικών όμως για άλλους. Αυτή τη συγκινητική παροιμία μού την είπε μια γερόντισσα σε χωριό των Τζουμέρκων: "Εκειά τα χρόνια, άμα ηύρισκα κάνα απίδι στου χουράφι, όταν προυτουγένουνταν (πρωτοωρίμαζαν), το 'βανα στ'ν πουδιά μ' κι του πάναιγα (πήγαινα) στα πιδιά μ', σαν η κίσσα του βιλάνι, για να καλωσκαιρίσουν (να γευθούν για πρώτη φορά στη διάρκεια του χρόνου)".
  • Τέλος, αλλά σημαντικότερο, κορυφαίος είναι ο παραλληλισμός της σταυρικής θυσίας του Ιησού με τον πελεκάνο, που όταν δεν έχει τι να ταΐσει τα παιδιά του, τσιμπάει το σώμα του μέχρι να τρέξει αίμα, για να θρέψει τα παιδιά του, πβ. τον ύμνο της Μ. Παρασκευής "Ώσπερ πελεκάν, τετρωμένος την πλευράν Σου, Λόγε"...

Βασίλης Μαλισιόβας

9/9/09

Στη ρόδινη καμπίνα


(Φτάσαμε στο λιμάνι. Το πλοίο άδειασε. Αυτή τη σκηνή δεν την προσέχει κανείς.)

Μιας νύχτας μόνο τ' αποφάγια
του έρωτα τα μυστικά
τα κουβαριάζει ο καμαρότος
μες σε σεντόνια παστρικά.

Το άρωμα των δυο σωμάτων
καθώς πηδά απ' το φινιστρίνι
βρίσκει την αύρα των κυμάτων
οίνο απ' τη θάλασσα να πίνει.

Καράβια θα' ρθουν και θα φύγουν
λιμάνια θα' βρουν και θα σμίγουν
κι εκείνη η νύχτα μες στη ρόδινη καμπίνα
σαμπάνια που' σπασε με γδούπο στην καρίνα.

4/9/09

Γηράσκω ... συνταξιοδοτούμενος (;)


7.30 με 8.00 π.μ. Ηλικιωμένοι στήνουν ουρά έξω από τις τράπεζες. Σύνταξη είναι; Ανάληψη θα κάνουν; Αμίλητοι είναι και όλοι μοιάζουν να είναι ίδια γενιά. Με τη σιωπή κάνουν τα σχόλιά τους, όπως το περιβόητο ΄΄εδώ πού καταντήσαμε΄΄. Θα ήθελαν να είναι νεότεροι και να επαναστατούν όπως οι νέοι του ΄68.
Τελικά μόνο ορισμένοι κρεμούν σαν ποδιά κουζίνας ένα πλακάτ απ' το λαιμό και με άρρωστη βραχνιασμένη φωνή μπαίνουν μια φορά το χρόνο σε μιαν αναιμική πορεία.
Στην ουρά της. Που περνά ξυστά μπροστά απ' τις τράπεζες, τους γιάπηδες των τραπεζών και γυναίκες-φυτά με γυαλιά, ταγέρ και κότσο.
Δεν φορούν γραβάτα, έχουν ένα πολυτσακισμένο παντελόνι υφασμάτινο, τα γυαλιά και το εισιτήριο λεωφορείου να φαίνονται στη βιτρίνα της τσέπης της καρδιάς, κι οι γυναίκες με χαλασμένη βαφή, σανδάλια, προτεταμένα νύχια και τρίχες στο πηγούνι.
Οι άνδρες αυτοί πολέμησαν κάποτε στα βουνά, κι οι γυναίκες μεγάλωσαν μες στη νύχτα ήρωες κι επιστήμονες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ, από τη συλλογή (Η Υποτείνουσα..., 2002)

Η γήρανση του πληθυσμού
σε σχέση με τη συνταξιοδότηση
Τι ανηφόρες που έχει η ζωή.
Μετά κάτι σαν τέρμα ή στάση
και μετά κενό. Πολλοί θέλουν
να πετάξουν, αλλά μένουν βιδωμένοι στη γη.
Κάνουν διάφορα επαγγέλματα
με ομοιόμορφες κινήσεις. Κάνουν παιδιά
και σπίτια. Πολλοί λίγοι - ελάχιστοι -
παραμένουν παιδιά. Κρύβουν
τα παιχνίδια τους στην ντουλάπα.
Τα βράδια τα δείχνουν στον δαίμονα
που τους ακολουθεί. Γελά αυτός
με αγαθότητα, αποκαλύπτοντας μια σειρά
άσπρα δόντια. Καθώς περνούν τα χρόνια,
σπέρνουν μουσικές στο χωράφι τους
κρυφοκοιτώντας τη μαρκίζα του
ουρανού, όπου ο Θεός δημιουργούσε
κρεμαστούς κήπους, ανάλογα το κέφι του.
Χωρίς αιδώ κλείνουν οι πόρτες
των ασφαλιστικών ταμείων
-γιατί ο χρόνος δεν μετριέται με τίποτα- .
Ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει την πόλη.
Τα φώτα χαμηλώνουν, οι σκιές πυκνώνουν.
Τα ρολόγια μετράνε λάθος.
Και το μυαλό μου είναι σκαλωμένο
σε σένα, σχηματίζοντας ορθή γωνία
με το παρελθόν.