27/6/12

Φεγγαράδα στην "Αίγλη"

26.6.2012

Λευκό σε μαύρο φόντο απόψε το βράδυ κι ένα φεγγάρι τόσο ελπιδοφόρο να κρέμεται αποφασιστικά απ' την οροφή του κόσμου. Νωρίτερα, προτού σβήσει το φως μέσα στην αγκαλιά του κόσμου, μοναχικοί θαμώνες καθήμενοι συνεσταλμένα στα παγκάκια, μου έκανε εντύπωση πως τα είχαν μοιράσει και ο καθένας αναπαυόταν στο δικό του φέουδο, προσπαθούσαν ίσως να καταλάβουν πόσο απέχει το δικό τους όνειρο από το επίγειο κάλλος. Κι αυτό το σιντριβάνι φυλακισμένο μέσα στο καγκελωτό κελί του να γεύεται μόνο του τη δροσιά που εκπέμπει χωρίς αποδέκτη. Μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ερημίας μαζί, αλλά ευτυχώς ο μικρός ποδηλάτης βρήκε τον συνομήλικό του κι εγώ την ευκαιρία να συλλέξω μία ακόμη από τις πολλές περιστασιακές γνωριμίες. Ο άνδρας με την κούραση και τη φθορά πάνω στο πρόσωπο έβγαζε τις λέξεις μετά το ρούφημα του καπνού, η γυναίκα μια όμορφη γαλανομάτα που είχε το μυαλό της κυρίως στο 2,5 ετών αγγελούδι της, που διψούσε για εξερεύνηση. Το τέκνον επέβαινε επί ποδηλάτου μετά βοηθητικών και του άρεσε ακολούθως το λάκτισμα και το σκαρφάλωμα επί της μαρμάρινης κλίμακος του Μεγάρου. Νωρίτερα, τρία κοριτσόπουλα σκηνοθετούσαν μια φωτογράφιση, το ένα ήταν το μοντέλο, με μακρύ ολόσωμο θαλασσινό φόρεμα και ανοίγματα πλευρικά, το άλλο κρατούσε τη μηχανή και το τρίτο έναν φακό. Φαίνονταν σαν γυμνασιόπαιδα που θα γυρνούσαν ταινία για το μάθημα του σχολείου τους ή θα φωτογράφιζαν το κορίτσι με τις άγριες μπούκλες που όλο άλλαζε στάση στα πόδια και στο φόρεμά του. Ένα κορίτσι που έμοιαζε να ντρέπεται μπρος στη θέα αργόσχολων και θαμώνων, έφερνε τη λάμψη των Μίντια σε μια νεκρή πιάτσα. Τελικά λόγο στο λόγο και ειδικά με το γνωστό τέχνασμα "μίλα πρώτα συ για τον εαυτό σου και θα δεις σε λίγο θα σε μιμηθούν κι οι άλλοι" έπιασα τη συχνότητα του ζεύγους: η κοπέλα απόφοιτος του Μεταφραστικού του Γαλλικού Ινστιτούτου, το αγόρι αρχικά δήλωσε "εργάτης'' με ένα ύφος που έλεγε ''βλέπεις εμένα η μοίρα μου δεν με αξίωσε για μεγάλες δόξες". Αλλά τι είναι πλέον η μετάφραση, η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες, οι γειτονιές της πόλης, τα ταξίδια στην Ελλάδα κ.ο.κ.; Τα νερά όπου πλέουμε άνετα σε μια κουβέντα με αγνώστους κι έτσι λέγομαι Κώστας ο ένας, Κατερίνα η άλλη, μ' αρέσει να μεταφράζω, κι έχω κάνει και το Ραντεβού της Αφροδίτης, ποιανού; βρίσκω εύκολα πλέον ότι είναι η μεταφράστρια Αικατερίνη Αθανασούλη, που δουλεύει σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών διδάσκοντας γαλλικά και μοιάζει να έχει τα πλεμόνια για μεγάλες μεταφραστικές δουλειές. Αλλά η έκπληξη μού ήλθε στο τέλος όταν ο άνδρας εξομολογήθηκε ότι ένεκα ανεργίας μπάρκαρε προ χρόνων σε γκαζάδικο και φαίνεται πως η πιο μεγάλη αγωνία των 5 χρόνων του στις θάλασσες του κόσμου, τι όμορφο το θαλασσινό φόρεμα του κοριτσιού, ήταν ένας τυφώνας 4 ημερών στον Ατλαντικό. Ηθικόν δίδαγμα: στους μεγάλους άδειους πίνακες όπως της πιάτσας του Ζαππείου γράφε με γρήγορες αφηγήσεις στιγμιότυπα της ζωής σου. Πού ξέρεις, μπορεί κάπου κάποτε κάπως να σηκώσουν ένα σιντριβάνι χαράς και αναπάντεχης έκπληξης. Πάντως, μην μου πείτε όχι, ωραία ταίριαξαν τους ωκεανούς τους: γλώσσα η μια ωκεανούς ο άλλος, και το παιδί να νιώθεις πως θα ταξιδεύσει σε έναν κόσμο που θα αλλάξει άρδην (μόνο η ωραία φεγγαράδα θα μείνει, το αθάνατο τοπίο του ουρανού).
Είπαμε χωρίς να το πιστεύουμε πως θα ξαναβρεθούμε στα ίδια μέρη τις ερχόμενες μέρες, τι να το κάνεις, μας έφυγε πλέον η περιέργεια, και το πέρασμα από το περιστασιακό στο σοβαρόν της γνωριμίας δεν είναι απλή υπόθεση.

24/6/12

Σιχαίνομαι τους πούστηδες

24-6-2012

(ΝΕΤ, "Στην υγειά σας", Σάββατο 23.6, και μέσα στην παρέα νά κι ένας πούστης, μα τι πούστης, λέω μέσα μου, με ροζ πουκαμισάκι.)

Σιχαίνομαι τους πούστηδες όταν χαζογελάνε κι αποκαλύπτουνε μεμιάς την κλίση που κρατάνε. Σιχαίνομαι τους πούστηδες όταν μοσχοβολάνε κι όταν κουνούν τον κώλο τους σ' αυτούς που λαχταράνε. Σιχαίνομαι τους πούστηδες όσους χατζιδακίζουν όσους μιλάνε τραβεστί και όσους καβαφίζουν. Σιχαίνομαι τις αδελφές που φαίνονται από μίλια όσους κρυφά κυκλοφορούν με παστωμένα χείλια. Σιχαίνομαι τους πούστηδες κι όσους "κακές" βαφτίζουν τα φλώρικα καμώματα κι όσους τα μαϊμουδίζουν. Σιχαίνομαι τους πούστηδες που από παντού φυτρώνουν που τραγουδούν ψιλόφωνα και όλο καμαρώνουν. Σιχαίνομαι τους πούστηδες για τ' όμορφα κορίτσια που κουβαλάνε δίπλα τους - σα γλάστρες με καπρίτσια. Σιχαίνομαι τους πούστηδες και το κοριτσομάνι που φτιάχνουνε μαζί με αυτούς ένα σκατοχαρμάνι. Του κόσμου οι γυναικωτοί ζηλεύουν και μισούνται για μια ψωλή που'ναι φτιαχτή πώς γέρνουνε και σειούνται. Όταν ακούσω μια φωνή που πούστη ξεχωρίζει λέω να την πνίξω με σκοινί να μην πανηγυρίζει. Σ' αυτό τον σάπιο τον ντουνιά θα ξεριζώσω με μπουνιά αυτά τα υποκείμενα που βλέπω και τα φτύνω που μακριά τ' αφήνω που τα μισώ απύθμενα. Σπόρος κακός που έπιασε είναι ο παλιοπούστης κατάρα για το σόι του σκάνδαλο που ακούστη. Μαρίνος με πουλόφωνο το στίγμα του Ιόλα του Κακλαμάνη το αξάν κι η Πάολα μες σ' όλα ο Βαλλιανάτος βάφεται ο ναύτης του Τσαρούχη σφαγμένη κότα ο Ταχτσής μέσα στο νεκρορούχι. Με έναν Σεργιανόπουλο έφριξε όλη η Γούβα αρκεί ένα πουστόπουλο για να σε φέρει τούμπα. Το Κολωνάκι πούστεψε σειρά παίρνει η Κυψέλη και στη γιορτή των αδελφών φουλάρει μια αγέλη.



Τα πουστομπάρ αυξάνονται μπήκανε στις φυλλάδες πούστηδες μέσα στο στρατό γαμούν καραβανάδες. Στης τέχνης το στερέωμα πούστηδες κυβερνάνε κάθονται απαυτώνονται κι ωραία προχωράνε. Σιχαίνομαι τους μόδιστρους, τους κομμωτές, τους ράφτες, τα ζιγκολό των σαλονιών, προξενητές και κράχτες. Ο πούστης πάει παντρεύεται για να μας ρίξει στάχτη σέρνει μια γέρικη σουπιά π' ούτ' είδε ούτ' αισθάνθη. Άλλοι το δείχνουν φανερά και άλλοι κοκκινίζουν ετούτος ο εκ-φυλισμός είναι ένας θεατρινισμός. Μισώ τη φαντασία μου που μου γεννά εικόνες με λερωμένους πούστηδες μέσα σε γαμιστρώνες. Κατεστραμμένα σώματα λεκάνες σα βαρκούλες αίματα, σπέρμα, δάκρυα και αδελφές νυφούλες. Ο πούστης που παντρεύεται για να μας ρίξει στάχτη σε όποιον δεν αστειεύεται θα γίνει αρχαία Σπάρτη. Εκεί που καλοκάθομαι έρχεται ένας πούστης που θέλει κάτι να μου πει στην πιάτσα που ακούστη τά'μαθες λέει ο Άγγελος; τι κάνει; φτερουγίζει; έγινε, λέει, κωλομπαράς κι όμορφους νιους ψωνίζει. Πώς; κάνω κεραυνόπληκτος που τον χτυπάει ρεύμα και πέφτω από τα σύννεφα νομίζοντάς το ψέμα. Με του Αγγέλου τα φτερά πέφτω συντετριμμένος αχ, μάνα, που τον γένναγες πήγε κι αυτός χαμένος. Κι ο πούστης το μαντάτο του μα και το μαντολάτο του το σέρνει πέρα δώθε πούστης και ο Εξάγγελος μα πούστης και ο Άγγελος - τι καταπίνεις, βόθρε.

20/6/12

Οι παλιοί προπονηταί




Οι παλιοί προπονηταί
σα θυμούνται όλο γελάνε
νοσταλγώντας αμολάνε
στιγμιότυπα, νίκες, ήτται.

Οι παλιοί προπονηταί
μόνο αγάπη προσπορίζουν
απ' αυτούς που τους χωρίζουν
αι κερκίδες χωρισταί.

Οι παλιοί προπονηταί
άδοξα αποσύρονται
αληθώς ιμείρονται
να γυρνούσανε στο χτες.



Οι παλιοί προπονηταί
λαϊκής πομπής εξάρχοντες
οπαδών θουρίους άδοντες
τους προσμένουν κορυφαί.

Οι παλιοί προπονηταί
σα σοφοί διδάσκαλοι
κι από το στερνό σκαλί
της ζωής είν' υμνηταί.


Οι παλιοί προπονηταί
μόνο αγάπη προσπορίζουν
στους πιστούς που τους χωρίζουν
αι κερκίδες χωρισταί.




Πέτρος Χριστοφιλίδης

19/6/12

Σαλονίκη, Παγκράτι, Αμέρικα…

Αργά μετά τα χθεσινά μεσάνυχτα πληροφορήθηκα το θάνατο του Αλκέτα Παναγούλια. Είχα ξεχαστεί, ως συνήθως, περιηγούμενος στο ίντερνετ και έχοντας ανοιχτή και την τηλεόραση που πρόβαλε μια αθλητική εκπομπή – το τηλεφώνημα ενός δημοσιογράφου έδωσε «στον αέρα» τη θλιβερή είδηση. Δεν έκανε, ούτε πρόκειται να κάνει πρωτοσέλιδα, ούτε να συζητηθεί πολύ αυτό το φευγιό. Λίγα άλλωστε θα μπορούσαν να συνδέσουν την εποχή μας με τον Αλκέτα. Πέρα – ίσως – από τη μεγάλη σύμπτωση της διεξαγωγής των αγώνων του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος αυτές τις μέρες. Του θεσμού στον οποίο πρώτος οδήγησε την Ελλάδα το 1980 ο Αλκέτας Παναγούλιας. Για να γίνει η σύμπτωση ακόμα πιο ιδιαίτερη, ο θάνατός του ήρθε τρεις μέρες πριν από τον καθοριστικό αγώνα με τη Γερμανία. Τον αντίπαλο, δηλαδή, που μόνο εκείνος είχε καταφέρει να «κλειδώσει» με τρεις ισοπαλίες σε επίσημα ματς μεταξύ 1974 και 1980.
Είχε μιαν αύρα ξεχωριστή ο Αλκέτας, που γινόταν εύκολα αντιληπτή ακόμα και από τους ανθρώπους που τον γνώρισαν μόνο από την κερκίδα ή την τηλεόραση. Η αρχοντιά του αντικατοπτριζόταν στη γενικότερη δημόσια εικόνα του, ακόμα και στον τρόπο χειρισμού της γλώσσας. Η καριέρα του, όπως κάθε αληθινά μεγάλου, είχε καθοριστικές επιτυχίες παράλληλα με παταγώδεις αποτυχίες. Τη μεγάλη πρόκριση στο Κύπελλο Εθνών του 1980 και το έπος της Κοπεγχάγης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς την ακολούθησε η πεντάρα στο Σπλιτ την άνοιξη του 1981. Η ιστορική πρόκριση στο Μουντιάλ του 1994 (προϊόν, πάντως, και της τύχης ως προς τη σύνθεση του ομίλου) αμαυρώθηκε από την τραγική παρουσία της ομάδας εντός και εκτός γηπέδων στις ΗΠΑ, για την οποία ήταν σαφές πως ο ίδιος έφερε πολύ μεγάλη ευθύνη. Κι η καριέρα του σε συλλόγους χαρακτηρίστηκε επίσης από σκαμπανεβάσματα – δέθηκε πολύ με τον Άρη, την ομάδα της καρδιάς του, τις σημαντικότερες επιτυχίες όμως τις είχε με τον Ολυμπιακό. Εξόχως συμβολικό, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία το πέρασμά του από την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, την περίοδο 1983-85. Του πιστώνεται ότι υπήρξε από τους πρώτους που πίστεψαν ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν κάποια στιγμή να γίνουν παγκόσμια δύναμη σε ένα από τα ελάχιστα σπορ όπου δε διακρίνονταν.
Όπως όμως κι αν κρίνει συνολικά η ιστορία του ποδοσφαίρου τον Αλκέτα, για τη δική μου τη γενιά θα είναι πάντα ο άνθρωπος που σε μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνος για το ότι αγαπήσαμε το ποδόσφαιρο. Τα δυο ματς με την Ουγγαρία στα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών του 1980, ένα 4-1 στη Θεσσαλονίκη κι ένα ηρωικό αλλά πολύτιμο 0-0 στη Βουδαπέστη, ήταν από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες που παρακολούθησα στην τηλεόραση. Τις ζητωκραυγές του κόσμου στο καθοριστικό 1-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης το Σεπτέμβρη του 1979 τις άκουσα μέχρι και από το μπαλκόνι του σπιτιού μου, κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κι ήμουν κι εγώ ένα από τα πιτσιρίκια (και όχι μόνο) που η ποδοσφαιρική τους μνήμη χαράχτηκε ανεξίτηλα από το διπλό στην Κοπεγχάγη και τον «ιπτάμενο» Νίκο Σαργκάνη, τον οποίο είχε επιλέξει για τον αγώνα την τελευταία στιγμή ο μετρ της ψυχολογίας Αλκέτας.
Τον είχαμε χάσει τα τελευταία χρόνια. Κάποιες σποραδικές παρεμβάσεις του στην τηλεόραση, συνήθως με αφορμή αγώνες της εθνικής ομάδας, μια βιογραφία του που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια, τίποτε άλλο. Κι η είδηση του τέλους ήρθε όπως πάντα σ’αυτές τις περιπτώσεις αναπάντεχη, να αρχίσει να ξετυλίγει το μεγάλο κουβάρι των αναμνήσεων, να ξαναζωντανεύει τη φιγούρα του με το χαρακτηριστικό καπελάκι να σεργιανά στους δρόμους της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης, στην αθηναϊκή γειτονιά του στο Παγκράτι, στην Αμερική που έγινε δεύτερο σπίτι του. Καλό του ταξίδι.
Χ.Α.

13/6/12

Ασκληπιείο Βούλας

13.6.2012

Ω πόδια ταλαιπωρημένα, κακοπαθημένα, γυμνά και έκθετα, πόδια που οδοιπορήσατε στους μεγάλους δρόμους, τους κακοτράχαλους, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, στις θύελλες και στις νεροποντές, που σας έγδαρε η πέτρα και σας έκαψε ο ήλιος, πόδια που λουστήκατε μέσα σε δροσερό θαλασσινό νερό καθρεφτιζόμενα την ώρα της ηλιόλουστης ομορφιάς, πόδια ξεκάλτσωτα ή μπανταρισμένα, φυλακισμένα μέσα στο γύψο, αδύναμα ή στραβοκάνικα, οκνά και πλαδαρά, ραγισμένα, ρυτιδωμένα, σπασμένα με τον πέλεκυ του χρόνου, με δέρμα ξεφλουδισμένο και με αίμα ζωγραφιστό, πόδια που πατήσατε την αγαπημένη χώρα, στη φωτιά κάθε ανάγκης, στο όνομα του χρέους, που ταξιδέψατε μερόνυχτα σε πολιτείες της ξενιτιάς, πόδια όρθια τη στιγμή του καθήκοντος, με τα κόκκαλά σας στυλοβάτες μέσα στο κάμα και στην παγωνιά, πόδια που τρέξατε μια ζωή ολάκερη με ταχύτητα φωτός και με τη φόρα της αγάπης, ω, πόδια σεις τόσων ανωνύμων, στοιβαγμένων στους άχρωμους διαδρόμους, πόδια της μακρόσυρτης λιτανείας μπρος στον ναό της επιστήμης, πόδια που σέρνεστε, που έρπετε συλλαβιστά, που διαλαλείτε τον πόνο σας, την περήφανη σιωπή σας, πόδια των γραιών καρφωμένα στο τσιμέντο ή στο μωσαϊκό, εγκλωβισμένα στο τετράγωνο του Π και στις μικρές προσεκτικές διαδρομές τους,




πόδια που χαμηλώνετε πια μπρος στο θαύμα της κάθε μέρας ζυγίζοντας το βάρος σας και κάνοντας το χορευτικό σας, διαγράφοντας επαναλαμβανόμενα τις γραμμές της κίνησης, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, σπαστές, κερματισμένες, φτύνοντας από το απόθεμα των δυνάμεων βήμα βήμα κάθε κέρμα ικμάδας, που όλο ανωρωτιέστε πού θα σας οδηγήσουν τελικά αυτά τα δειλά βήματά σας, σε ποια νέα χοάνη των ανθρώπων, ποιο χωνευτήρι υγιών και ασθενών, πληγμένων και παραστατών τους, ω, πόδια προορισμένα να κοντύνετε στον χρόνο, να στενέψετε τον κύκλο σας, να μετράτε διπλά την ελπίδα, την ώρα του λυτρωμού που θα ξεκουκουλωθείτε και αργά αργά θα βγάλετε το κεφαλάκι σας στην ορμή του έξω κόσμου, πάνω από γούβες και σκάμματα, εμπόδια κάθε λογής, μηχανές και μεταλλικούς φράχτες, πόδια που θα ζητήσετε το μονοπάτι να φτάσετε πάλι στο καθαρό νερό της ακτής, που θα ζητήσετε τη σιγαλιά του ίσκιου, που θα ζητήσετε να κοιταχτείτε πολλές φορές για να πάρετε δύναμη συνέχειας, πόδια μεσήλικα και υπερήλικα, εσείς είστε ο κριτής κάθε δραστηριότητας, ο οριοθέτης των ζωικών εμπειριών και της εμβέλειας της παρουσίας, πόδια μεμπτά και άψογα, κιτρινισμένα σαν παλιές φυλλάδες, ντελικάτα και καλοσχηματισμένα, πόδια που τα λαχταράς και τα λιμπίζεσαι, αλλά και τόσο αδιάφορα μέσα σε εκατοντάδες άλλα ασθενικά πόδια, που περιμένετε την ίαση, τη στιγμή της συγκόλλησης της ψυχής με τα κάτω άκρα που κατοικείτε, πόδια νωθρά και αγέλαστα, φθαρμένα και στον προθάλαμο του αποχαιρετισμού, λέω για σας πόδια πάνω στο καρότσι ή στο φορείο, πόδια τεμαχισμένα που έχετε πάρει την έκφραση του προσώπου, της θλίψης μπρος στη δοκιμασία που ανοίγεται μπροστά σας, και ποιος μπορεί στ' αλήθεια να προβλέψει τον ρου των πραγμάτων, σε ποιες σκοτεινές αίθουσες θα σας κρύψουν, σε ποιο μουσείο ημιθανών υπάρξεων, σκεπασμένα με τυχάρπαστα καλύμματα, άραγε για να μην φαίνεται η λιωμένη σας θέληση, την ώρα που έξω αρχίζει να σκοτεινιάζει και τα πεύκα σείονται ελαφρά, σπρωγμένα από τις δυνάμεις του καιρού, της γης κάτω από τα πόδια όλων μας, πόδια ανάμεικτα με χαρά και πόνο, πόδια βερνικωμένα, λουστραρισμένα, εγκαταλελειμμένα, πόδια σπασμένα από κούκλα παιδική, πόδια μιας καρέκλας χωρίς ράχη, πόδια αποσυναρμολογημένα, πόδια αφημένα στον κάδο των σκουπιδιών, πόδια στα αζήτητα της δίνης του χρόνου, πόδια που πιο πολύ τη μοναξιά σας κραυγάζετε και πώς αναπάντεχα ο άνθρωπος απεκδύεται την αυτάρκειά του, την αυτοδυναμία του, τα δυο του πόδια, αυτό το αιώνιο εισιτήριο της ζωής, που σκαρφαλώνουν στα όρη και στα βράχια, που χοροπηδούν πάνω στις πίστες και στα σανίδια, που αναπολούν την φευγάτη νιότη, που περιπολούν κρεμασμένα από βεράντες και μπαλκόνια, μέσα σε παντόφλες αποχρωματισμένες, λαϊκές, αποκαρδιωτικές, με ξεπλυμένα σύμβολα, με πνιγμένους αετούς, πόδια που δίνετε πάντα το σύνθημα και κυνηγάτε τη ροπή του ανέμου, που λακτίζετε την μπάλα σε γήπεδα και αλάνες ή δείχνετε σε οξεία γωνία μέσα στα αναρρωτήρια τον ουρανό. Πόδια τρυφερά και τριχωτά, πόδια ξυρισμένα και λαμποκοπούντα, είθε να γεμίσετε και πάλι αμάξια και πεζοδρόμια, πλατείες και πεζούλες, να οργώσετε τα καλοκαίρια και να προβάλλετε κατακόρυφα έξω από το νερό. Πόδια, τη μοίρα σας μαντεύω και τις χαμένες προσδοκίες σας, καθώς κυκλογυρίζει ο αστράγαλος, ξεμουδιάζει το μετατάρσιο, τινάσσεται η κνήμη κι η περόνη, προπονείται το γόνατο, πέφτει το αίμα σαν καταρράκτης από τις φλέβες και επιστρέφει σαν τον Οδυσσέα στην πατρίδα του.  

11/6/12

Για τα 30 χρόνια του Λάκη


Αν έκανε καριέρα στο ποδόσφαιρο ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο αγαπητός σε πολύ κόσμο «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ», θα μπορούσε να παρομοιαστεί με έναν από εκείνους τους παίκτες που δε γίνονται ποτέ πρωταγωνιστές, καθίστανται όμως με την πολύπλευρη προσφορά τους πολύτιμοι για την ομάδα και ιδιαίτερα αγαπητοί σε προπονητή και κοινό. Και πραγματικά, ενώ στη μακρόχρονη διαδρομή του ο Λάκης δεν έγινε ποτέ πρώτο όνομα ή και σύμβολο της γενιάς του και του μουσικού είδους που κατεξοχήν αντιπροσώπευε (όπως συνέβη με τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Νίκο Πορτοκάλογλου, αργότερα τους Πυξ Λαξ), ωστόσο η συνολική παρουσία του αυτά τα χρόνια στη φανερή και στην αθέατη όψη της μουσικής δημιουργίας του δίνει μια πραγματικά εκλεκτή θέση στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο, συνεπώς, ότι όταν, προ ολίγων ημερών, αυτός ο δημιουργός, που ανέκαθεν απέφευγε την υπερέκθεση στα φώτα της δημοσιότητας, αποφάσισε να γιορτάσει τα 30 χρόνια του στο τραγούδι, ήταν όλοι εκεί. ΟΛΟΙ! Ήταν παρόντες επί σκηνής οι φίλοι και συνάδελφοί του, με τους οποίους είχε συνεργαστεί κατά καιρούς: από τους συνοδοιπόρους του στις μουσικές διαδρομές της δεκαετίας του 1980 και στη σκηνή του «Αχ Μαρία» (Μπουλάς, Ζουγανέλης, Γιοκαρίνης) έως καλλιτέχνες για τους οποίους ο Λάκης έχει υπογράψει (χωρίς ενίοτε αυτό να είναι ευρέως γνωστό) κορυφαίες στιγμές της καριέρας τους (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Αρλέτα, Χρήστος Δάντης). Αλλά ήταν εκεί και ο κόσμος, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία με την προσέλευσή του. Παρά την τόσο αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρότι η εκδήλωση είχε τύχει επαρκούς μεν, αλλά όχι ιδιαίτερα μεγάλης προβολής και διαφήμισης, η Τεχνόπολη στο Γκάζι γέμισε ασφυκτικά και μεταμορφώθηκε ουσιαστικά σε μια μεγάλη συναυλιακή αρένα, με τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού να παρακολουθεί όρθιο και επί πολλές ώρες τα επί σκηνής δρώμενα. Η σύνθεση του κοινού αποτέλεσε μια μικρή έκπληξη. Η γενιά μας των σαραντα-φεύγα και των πρώτων «-ήντα», η γενιά δηλαδή που έχει συνδεθεί με τον πλέον χαρακτηριστικό ήχο του Λάκη Παπαδόπουλου από τα χρόνια του ’80, ήταν μεν παρούσα, διάσπαρτη στο πλήθος, αλλά σαφώς υποεκπροσωπήθηκε – πιθανώς πολλοί δεν έμαθαν καν για τη συναυλία, κι άλλοι τόσοι το άκουσαν μεν, ωστόσο οι συνήθεις οικογενειακές υποχρεώσεις και η ευρύτερη κόπωση των ημερών τους κράτησαν στο σπίτι. Η πλειοψηφία του πλήθους ανήκε στη ηλικιακή ομάδα από 20-30 ετών – νέα παιδιά, φρέσκα πρόσωπα, ενθαρρυμένα προφανώς και από το προσιτό (τι ευχάριστη έκπληξη!) εισιτήριο, που ακόμα κι αν δεν είχαν προλάβει να βιώσουν το μεγάλο ξεπέταγμα του Λάκη, ωστόσο γνώριζαν τα τραγούδια του και ήταν σε θέση να χειροκροτήσουν το ίδιο ζεστά τραγουδιστές με τόσο διαφορετικές διαδρομές όπως ο Δάντης και ο Παπακωνσταντίνου.   
Είχε πολλές όμορφες στιγμές η τετράωρης (!) διάρκειας συναυλία – ο Λάκης Παπαδόπουλος επέλεξε να δώσει χρόνο τριών τραγουδιών σε κάθε έναν από τους καλλιτέχνες που τον τίμησαν με την παρουσία του. Γενικότερα, και παρά την εναλλαγή περισσότερο και λιγότερο γνωστών τραγουδιών και διαφορετικών μουσικών ακουσμάτων, ήταν διάχυτη η ποιότητα στη ροή της βραδιάς, που την επηρέασαν καθοριστικά ο ίδιος ο Λάκης με το τόσο ξεχωριστό του στυλ και χιούμορ και οι εξαιρετικοί μουσικοί και τεχνικοί που εξασφάλισαν τον άρτιο ήχο της εκδήλωσης – κάτι που, δυστυχώς, δεν είναι πάντα αυτονόητο σε τέτοιου τύπου εκδηλώσεις. Δεν πέρασαν απαρατήρητα, μεταξύ άλλων, το αστείρευτο κέφι της παλιοπαρέας του «Αχ Μαρία», η ώριμη ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου στον θρυλικό «Κουρσάρο», η ζωντάνια και το σχεδόν αναλλοίωτο “look” (έστω και με κάπως «σπασμένη» φωνή) της μισοξεχασμένης Ελένης Δήμου, η φωνητική αριστεία της τραγουδίστριας των «Μπλε», το τρελό κέφι και η ενέργεια που έφεραν επί σκηνής οι Onirama. Η συναυλία ωστόσο θα μείνει στην ιστορία όσων την είδαν για δύο στιγμές κορυφαίας συγκίνησης. Ήδη από το ξεκίνημά της αναρωτιόμουν (φαντάζομαι, όχι μόνο εγώ) σε ποιον από τους τόσους εκλεκτούς συναδέλφους του θα ανέθετε ο Λάκης το άχαρο και δύσκολο έργο της ερμηνείας του «Για να σ’εκδικηθώ», ενός από τα κορυφαία τραγούδια του, άρρηκτα συνδεδεμένου με τη φωνή του πρόσφατα εκλιπόντος Δημήτρη Μητροπάνου. Και τελικά έκανε την άριστη επιλογή: αντί οποιουδήποτε αντικαταστάτη, ο Λάκης επέλεξε να προβάλει στη γιγαντοοθόνη μια μαγνητοσκοπημένη τηλεοπτική ερμηνεία από τον ίδιο και τον αξέχαστο λαϊκό τραγουδιστή. Κι έπειτα μίλησε με τα πιο ζεστά λόγια για τον μεγάλο απόντα φίλο του, για το πώς πρώτος είχε πει το ολόθερμο «ναι» για τη συμμετοχή του στην επετειακή εκδήλωση («μη ρωτάς “αν” – πες μου μόνο πού και πότε», του είχε πει), για το πώς είχε κλείσει η συνεργασία τους στο συγκεκριμένο τραγούδι – στη συνέχεια κάλεσε το κοινό να τον συνοδεύσει σε μια ζωντανή ερμηνεία, και να τραγουδήσει δυνατά, για να μας ακούσει κι εκείνος από ψηλά… στιγμές ανατριχίλας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κι ενώ το ολόγιομο φεγγάρι είχε κάνει την εμφάνισή του πάνω από τα σπίτια του Θησείου, ήρθε κι η δεύτερη μεγάλη στιγμή. Από τις πολλές σπουδαίες συνεργασίες του Λάκη, εκτιμώ ότι η πιο σπουδαία και ανθεκτική στο χρόνο ήταν εκείνη με την Αρλέτα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 – το πολύπλευρο μουσικό του ταλέντο «κούμπωσε» τέλεια με την τόσο ιδιαίτερη φωνή της τραγουδίστριας του Νέου Κύματος και τα αποτελέσματα της συνεργασίας (με την καθοριστική συμβολή και της Μαριανίνας Κριεζή στον στίχο) έχουν πάρει από καιρό θέση στην ανθολογία του ελληνικού τραγουδιού. Η Αρλέτα, ως γνωστόν, πέρασε πριν από λίγα χρόνια μια σοβαρή περιπέτεια υγείας, από την οποία εξήλθε νικήτρια και δυνατή, παρά κάποια μικρά σημάδια που της έχει αφήσει η ταλαιπωρία στην κίνηση και στη φωνή. Με περισσή ρώμη σώματος και ψυχής, λοιπόν, η Αρλέτα ανέβηκε στη σκηνή της Τεχνόπολης, χαιρέτισε με μπρίο και χιούμορ τον τιμώμενο και το κοινό κι έπειτα μας ταξίδεψε με την κιθάρα της στη «Σερενάτα» (κατά την άποψή μου, το απόλυτο χαμηλόφωνο αριστούργημα του νεοελληνικού τραγουδιού), στο θρυλικό «Τσάι Γιασεμιού» προς τον αιώνιο κακομαθημένο γκόμενο, στα υποβλητικά «Ήσυχα βράδια». Δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια η αποθέωση που γνώρισε η Αρλέτα αποχωρώντας από τη σκηνή…
Η νύχτα ήταν πια περασμένη… το μουσικό ταξίδι είχε κρατήσει προσηλωμένο το σύνολο σχεδόν του κοινού, παρότι είχε περάσει προ πολλού η ώρα του τελευταίου μετρό από τον Κεραμεικό. Λίγο πριν το τέλος, στη σκηνή ανέβηκαν ο εξαιρετικός Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, που ετοιμάζει τη δική του μεγάλη βραδιά για τον Ιούλιο, και ο Μπάμπης Στόκας, μαζί με τον οποίο ο Λάκης θυμήθηκε τον εκλιπόντα φίλο και συνοδοιπόρο Μάνο Ξυδού. Και για το τέλος, με όλη την παρέα αγκαλιασμένη επί σκηνής, και πάλι τα «Ήσυχα βράδια».
«Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ' ανάβει
σαν μεγάλο καράβι
που θα 'σαι μέσα κι εσύ»
Το φεγγάρι ανέβαινε πια ψηλά στον αθηναϊκό ουρανό. Το μαγεμένο πλήθος αργά αλλά σταθερά κατευθυνόταν προς την Πειραιώς, με τους ταξιτζήδες να μαζεύονται σαν κίτρινο μελίσσι, περιχαρείς για το αναπάντεχο κελεπούρι. Οι εικόνες οι ορατές της κρίσης και της παρακμής δεν απείχαν παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα, μαζί με τις άλλες, τις αθέατες και βασανιστικές, που όλοι λίγο ή πολύ βιώνουμε τα τελευταία 2-3 χρόνια. Για μια βραδιά, όμως, μια χούφτα άνθρωποι με κέφι και μεράκι είχαν κερδίσει το δικό τους στοίχημα. Κάποτε ήταν κάτι σα νόρμα σε αυτήν την πόλη. Τώρα συμβαίνει ακόμα, συχνότερα από όσο φανταζόμαστε, και πάλι όμως μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την εξαίρεση. Με μια αναλαμπή ζωής σε μια πόλη που αργοπεθαίνει. Μοναχική, κι όμως πολύτιμη. Σαν «τραγούδι της ερήμου»…
Χ.Α.

10/6/12

Αρκεί μόνο ένας

...για να φέρει την ταραχή και να διαλύσει την κοινωνική ειρήνη, για να στιγματίσει έναν ΄΄χώρο΄΄ και να δώσει λαβή για πικρόχολες εντυπώσεις.

Όπως βλέπετε και στις συναπτόμενες εικόνες ένας ανάγωγος δημοσιοϋπαλληλίσκος του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης (τον έχω προειδοποιήσει, αλλά όπως βλέπετε εκείνος συνεχίζει ακωλύτως) αρκεί για να προκαλέσει την αηδία στον ανυποψίαστο επισκέπτη των ανδρικών τουαλετών του 2ου ορόφου. Από την όψη αυτή του δημόσιου χώρου ως τη γενίκευση του τύπου "βρωμογραφιάδες, κωλοτεμπέληδες, ούτε τον κώλο σας δεν καλοσκουπίζετε" η απόσταση είναι μικρή, ασήμαντη. Αρκεί ένας Κασιδιάρης για να πει ο Γάλλος ότι γίναμε κι εμείς Κοινοβούλιο Πακιστάν, κι αρκεί ένας ανάγωγος δημοσιοϋπαλληλίσκος για να πει ένας κοστουμαρισμένος τροϊκανός "σκατοέλληνες, άντε γαμηθείτε στη λάσπη''.




Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν αντί της χρήσης του χώρου.

Ο Τροβαδούρος

10-6-2012

Κύριον Χρήστο Αποστολόπουλο, Αμπελακίων 13, Αμπελόκηποι, Αθήνα

Η άγνοια θρέφει την τραγικότητα, οι παρεξηγήσεις/παρανοήσεις επιτρέπουν διπλές αναγνώσεις, σαν την τραγωδία κι εδώ με τις ειρωνείες της. Εάν είσαι ο τροβαδούρος, όλοι κάτι θέλουν από σένα: η Λεονόρα τον έρωτά σου, η Ατζουτσένα να αναπληρώσει την απώλεια του χαμένου της παιδιού, ο κόμης τον θάνατό σου ένεκα της ερωτικής αντιζηλίας. Έχουμε ανάγκη τους άλλους, ζωντανούς ή νεκρούς, dead or alive, πρωτίστως για τις δικές μας ψυχολογικές και άλλες ανάγκες. Και σε ποιο ύψος ηθικής ανωτερότητας μπορεί να αναγάγει το ανθρώπινο είδος μια φράση όπως η : Prima che d' altri vivere, io volli tua morir! (Αντί γι' άλλον να ζω, προτίμησα να πεθάνω και να'μαι δική σου!) Ο ύψιστος ρομαντισμός θάλπει το ασυμβίβαστο και φέρνει την πόλωση στα ερωτικά σοκάκια: ή όλα ή τίποτα, ή μαζί ή πουθενά, ή δική σου ή νεκρή. Μια αντίληψη που δεν υπακούει στις ορμές των γενετήσιων οργάνων. (Θυμίζει άραγε το ΄΄ούτε νεκρός΄΄ του Καμμένου; Δηλαδή τους Ασυμβίβαστους Έλληνες;)

Σε κάθε περίπτωση ας μου επιτραπεί να πω πως σε τέτοια έξαρση μεγαλείου δεν έχω συναντήσει ουδέναν στη ζωή μου. Από την άποψη αυτή, η τέχνη νικά κατά κράτος την πραγματικότητα.

Ζήτω οι ασυμβίβαστοι ερασταί.

7/6/12

Εξετάσεις

Το ανθρώπινο πνεύμα λατρεύει την ελευθερία που ίσταται πάνω από γνωστικούς καταναγκασμούς, το ανθρώπινο σώμα, δε, σμπαραλιάζεται από την πίεση συμμόρφωσης προς τους όρους και τις απαιτήσεις των εξετάσεων. Ο άνθρωπος σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται ένα θηρίο, που γδέρνεται από τα αγκάθια των λέξεων και τις αιχμές της επιστημονικής εμβρίθειας. Όσο η γνώση είναι υπόθεση (;) πλέον μιας ολόκληρης ζωής (διά βίου), τόσο μειώνεται η σημασία της στιγμιαίας γνωστικής δοκιμασίας. Κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν πρέπει να επαίρεται για τη γνωστική του σκευή καθ' ότι νιώθει ακάλυπτο από πολλές πλευρές όταν βρεθεί στο στόχαστρο των κριτών και των ''ιδιοκτητών'' μιας άλλης επιστήμης.



Άρα, όποιο θετικό αποτέλεσμα σε διαγωνισμό ή εξέταση δεν πρέπει να μας ενθουσιάζει αλλά να μας φοβίζει, αν αναλογιστούμε τις χιλιάδες των πιθανοτήτων ως προς τα εξεταστικά θέματα, την άβυσσο του εγκεφαλικού μας οργανισμού και βεβαίως αν αποκαλυφθεί η καλότυχη ανταπόκρισή μας σε έναν απλώς συγκυριακό συνδυασμό δεδομένων.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επισκοπήσει το Όλον, και παραμένει ξέχωρα από την όποια ιδιότητά του πολύ μικρός μέσα στο σύμπαν της γνώσης.

1/6/12

Τα κορίτσια με τις ψηλές σόλες

...τα κορίτσια με τις χοντρές και ψηλές σόλες έτσι όπως βαδίζουν νιώθεις ότι μεταφέρουν κάποιο βάθρο ή τη σχολική έδρα όπου απήγγελλαν φοβισμένα τα ποιήματα της εθνικής γιορτής. Προσπαθούν τα καημένα να δείξουν κάπως ψηλότερα του πραγματικού, αλλά, τι κρίμα, δείχνουν τόσο κραυγαλέα το μέσο της ανόρθωσής τους που θυμίζουν τεχνίτη-εναερίτη πάνω σε σκάλα ή γερανό. Προκαλούν φυσικά το αντίθετο του προσδοκώμενου αποτέλεσμα, να δείχνουν ειλικρινώς μικρότερες, με αυτή την ψεύτικη προσθήκη.



Άλλα πάλι με χίλια μπιχλιμπίδια και νύχια με ζωικές παραστάσεις, με γυαλιά μάσκες και κινητά πολυτελείας που τα κοιτάζουν και τα συμβουλεύονται ευλαβικά μοιάζουν με φτυσμένες βασίλισσες των δρόμων, των δυτικών προαστίων, με κακέκτυπα πολιτισμένης εργαζόμενης πουτάνας. Όταν το ΄΄έλα να με πάρεις΄΄ λέγεται τόσο κραυγαλέα και απατηλά, ε, συμβαίνει τελικά το αντίθετο: να τις βλέπουν πολλοί σαν ζητιάνες μιας πτωχής αγάπης, μικρές και αυτόνομες Ελλάδες που πάνε να πουλήσουν ό,τι διαθέτουν. Αλλά, τι κρίμα, η αληθινή εικόνα τους είναι τόσο μα τόσο διαφορετική κάτω από τόσα στρώματα μεταμόρφωσης που τις αναγκάζει σε πολύωρη ενασχόληση με την παρδαλή εικόνα τους και σε προσεκτικά βήματα, καθώς σε μια τρίχα στερεώνεται το περιφερόμενο κάλλος. Μη μου χαλάσεις μόνο τα μαλλιά, που θα έλεγε ένα κορίτσι-άνεργο-αλητάκι-με μάτι που μπανίζει τα πάντα κατασκοπευτικά από τα έξω τραπεζάκια του καφέ. Σύρε, κορίτσι μου, στο Σίτυ Λινκ να σου κάνουνε μια νέα βαφή και να σου τεντώσουνε το δέρμα, να σε βάψουνε σαν κλόουν με τα χρώματα της άνοιξης και να σου φορέσουνε από πάνω κι έναν ζουρλομανδύα που να γράφει "Είμαι τρελή για έρωτα''.