16/10/13

Φ.Σ. – οφειλή και κατάθεση

Πριν από οτιδήποτε άλλο, θα ομολογήσω ότι αυτό που ξεκινάω είναι, ίσως, ιεροσυλία. Ότι τα όσα θα γράψω πιθανότατα δε θα άρεσαν, ως ύφος και μόνο, στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται – και που εδώ και δύο ημέρες αναπαύεται σε μια γωνιά της πειραϊκής γης. Νιώθω όμως (όπως, είμαι βέβαιος, και πολλές χιλιάδες άλλοι Έλληνες), τέτοιες στιγμές σαν και αυτήν, μιαν οφειλή. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την εκπληρώσω από το να αφήσω δυο λόγια να αιωρούνται κάπου σε μια γωνιά του διαδικτύου.
Δεν ήμουν ποτέ και δεν είμαι ούτε και τώρα ακραιφνής μπασκετικός. Παρακολουθούσα και παρακολουθώ στενά το άθλημα, το οποίο μπορεί να χαρίσει απίστευτα συναρπαστικές στιγμές, έχοντας ως μεγαλύτερό του ατού τις συχνές εναλλαγές στο σκορ, και το οποίο σαφώς έχει συνδεθεί με το μεγαλύτερο και πιο κρυστάλλινο success story του ελληνικού αθλητισμού. Ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσα να το λατρέψω όσο το ποδόσφαιρο, ούτε καν να το κατανοήσω στον περιορισμένο έστω βαθμό που ως φίλαθλος του καναπέ σκαμπάζω κάτι από τακτικές και συστήματα στο ποδοσφαιρικό γρασίδι. Παρόλα αυτά, οι μνήμες μου από το άθλημα έχουν την ίδια σχεδόν αφετηρία με εκείνες του ποδοσφαίρου: 1979, Πανευρωπαϊκοί, Βαλκανικοί, Μεσογειακοί Αγώνες. Και, σχεδόν παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πορείες των τότε διαδοχικά πρωταθλητών Ελλάδας Ολυμπιακού και Άρη. Τότε, νομίζω στο Πανευρωπαϊκό του 1979 στην Ιταλία, τοποθετείται και η πρώτη μου (αρκετά θολή, βεβαίως) ανάμνηση από τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου. Για να ακολουθήσουν, βεβαίως, τα χρόνια που τον συνέδεσαν ανεξίτηλα με την έννοια του μπάσκετ στην Ελλάδα. Αν, όπως έχει πολλάκις ειπωθεί, οι πολλοί άνθρωποι που βγάζουν ψωμί (ενίοτε και παντεσπάνι) χάρη στο μπάσκετ θα έπρεπε να πληρώνουν ένα σταθερό «Γκαλόσημο» επί των αμοιβών τους, ως αναγνώριση της ώθησης που έδωσε στο άθλημα ο μεγάλος άσος, είναι αλήθεια ότι από έναν τέτοιο κουμπαρά κάτι θα έπρεπε να κερδίζουν και οι παραστάτες του σημαιοφόρου: ο Άκης Μιχαηλίδης, που ως πρόεδρος έφερε τον Γιαννάκη στον Άρη, και ο Γιάννης Ιωαννίδης, που πέτυχε τη φαινομενικά ασύμβατη συνύπαρξη δυο πρώτων βιολιών στην ίδια πεντάδα. Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, που έφερε το Ευρωμπάσκετ στην Ελλάδα στην πιο κατάλληλη συγκυρία. Ο Κώστας Πολίτης, που έφτιαξε μια ομάδα για μετάλλιο προσαρμόζοντας δύο μόνο μεγάλους άσους και μια σειρά από ρολίστες στο χρυσό περιφερειακό δίδυμο. Αλλά και ο Φίλιππος Συρίγος. Που κατάφερε να βάλει το μπάσκετ στα σπίτια των Ελλήνων κάθε Σάββατο απόγευμα. Που πρώτος άρχισε να εξοικειώνει το κοινό με τη λογική και την ορολογία μιας έγκυρης και τεκμηριωμένης περιγραφής, στηριγμένης στην πολύ καλή γνώση που είχε ο ίδιος για το άθλημα. Ήταν παρών πίσω από το μικρόφωνο στις κορυφαίες στιγμές του αθλήματος εκείνη τη δεκαετία: στον θρίαμβο του 1987 («όχι τρίποντο!») – στους 31 πόντους που έριξε ο Άρης στην Τρέισερ του Μιλάνου, με τον Γκάλη να χορεύει στον αέρα – στη μεγάλη νίκη και πάλι του Άρη μέσα στη Βαρκελώνη («είναι κλοπή…») – στη νίκη-επιβεβαίωση επί της Σοβιετικής Ένωσης στον ημιτελικό του 1989 («κράτα την!»). Είχε επίσης την τύχη και την «ατυχία» συνάμα να περιγράψει τον αλησμόνητο ημιτελικό του 1986 μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας – όταν ακόμα κι εκείνος παρασύρθηκε κι ανήγγειλε ως βέβαιη τη νίκη της Γιουγκοσλαβίας στο +9 και με λιγότερο από ένα λεπτό για τη λήξη του αγώνα. Δε θα επιμείνω περισσότερο σε αυτές τις στιγμές – που λίγο-πολύ έχουν γραφτεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ολονών μας και που σχεδόν όλες είναι πια και άμεσα διαθέσιμες στο διαδίκτυο.
Θα απομονώσω κάποιες άλλες πτυχές και περιστατικά, που ίσως δεν είναι γνωστά στους περισσότερους και που τα ανασύρω – αξιόπιστα, ελπίζω – από το σκληρό δίσκο της δικής μου μνήμης. Ίσως έχουν κι αυτά τη σημασία τους στη σύνθεση του ψηφιδωτού για τον εκλιπόντα.
Ο Φίλιππος Συρίγος, όπως γράφτηκε πολλάκις τις τελευταίες μέρες, έζησε τα πρώτα μεγάλα χρόνια του στη δημοσιογραφία στα γραφεία της «Απογευματινής» στην οδό Φειδίου. Ο σπουδαίος Ανδρέας Μπόμης καταγράφει σε ένα από τα βιβλία του ότι μια νύχτα του 1970, χαράματα ώρα Ελλάδος, μια βοή χαράς ακούστηκε πάνω από την Αθήνα μόλις η Ιταλία πέτυχε το 4-3 στην παράταση του πολυθρύλητου ημιτελικού του μεξικάνικου Μουντιάλ κόντρα στους Γερμανούς – και τότε ο Συρίγος από τη χαρά του πέταξε στον αέρα ένα ποτήρι γεμάτο με πορτοκαλάδα, τα σημάδια του οποίου ήταν για χρόνια ορατά στο ταβάνι εκείνου του γραφείου. Κι αν αυτό το περιστατικό έχει δημοσιευτεί, έστω και πριν από πολλά χρόνια, λίγοι ίσως γνωρίζουν ή θυμούνται ότι το έπος του 1987 δεν ήταν η μοναδική ιστορική στιγμή του ελληνικού αθλητισμού που μεταδόθηκε από τα χείλη του Συρίγου. Το 1982 – είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θυμάμαι σωστά – ήταν ο ίδιος που μετέδωσε τη νικηφόρα βολή της Άννας Βερούλη στους Πανευρωπαϊκούς της Αθήνας – για την ακρίβεια, οι σχολιαστές της ημέρας είχαν μόλις δώσει την «πάσα» για να γίνει η διακοπή για ειδήσεις, η τηλεόραση όμως συνέχισε για λίγα δευτερόλεπτα τη μετάδοση, χωρίς σχόλιο, οι τηλεθεατές είδαν τη βολή στα 70,02 μ. και αμέσως ο Συρίγος – που δε θυμάμαι αν ήταν στο τιμ των σχολιαστών ή απλώς επικουρούσε το έργο της μετάδοσης – πήρε εσπευσμένα το λόγο για να αναγγείλει τη μεγάλη επίδοση. Από την ίδια χρονιά σώζονται (και διαδικτυακώς) αποσπάσματα της – σπανιότατης τωόντι – μετάδοσής του από ποδοσφαιρικό αγώνα, και δη από το αλήστου μνήμης μπαράζ του Βόλου για τον τίτλο του πρωταθλητή, όταν όλοι οι βασικοί ποδοσφαιρικοί τηλεσχολιαστές έλειπαν στην Ισπανία για το Μουντιάλ. Πάντα τη δεκαετία του 1980, ο Συρίγος διακρίθηκε και στις μεταδόσεις αγώνων κολύμβησης, σε μια εποχή μεγάλων ονομάτων εντός και εκτός συνόρων. Το 1988, κι ενώ το μπάσκετ βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της δόξας του, η σαββατιάτικη εκπομπή του Φίλιππου Συρίγου ήταν πλέον κάτι πολύ περισσότερο από μια μετάδοση αγώνα της Α΄ Εθνικής – οι συνεντεύξεις που μεταδίδονταν από τη συχνότητά της συζητιούνταν για μέρες, καθώς οι γνώσεις και η παρρησία του δημοσιογράφου του επέτρεπαν να διατυπώνει ακόμα και τις πιο δύσκολες ερωτήσεις – και ενίοτε να «παίζει στα δάχτυλα» μεγάλους και τρανούς συνομιλητές. «Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του», λέγαμε τότε στις υστεροεφηβικές μας παρέες. Κανείς. Εκτός από έναν. Τον αποδομητικό των πάντων Χάρρυ Κλυνν. Είναι κρίμα που δε φαίνεται να έχει σωθεί κάπου η εν λόγω εκπομπή – εκτός κι αν είναι από τους θησαυρούς που βρίσκονται ακόμα κρυμμένοι στο αρχείο της αδόξως θανούσης ΕΡΤ. Ασύλληπτος αγώνας λόγων μεταξύ δυο αληθινών μαέστρων του είδους. Την ίδια χρονιά διαβάσαμε κάπου και για μια κόντρα που φέρεται να υπήρχε μεταξύ του Φ.Σ. και του ετέρου ιερού τέρατος της αθλητικής δημοσιογραφίας, του Γιάννη Διακογιάννη – και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μη μετάσχει ο τελευταίος στην αποστολή που κάλυψε τους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Δεν ξέρω, ωστόσο, αν έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.
Τα χρόνια πέρασαν – από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 ο Συρίγος εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τις συχνότητες της συνδρομητικής τηλεόρασης, παράλληλα βέβαια με τη σταθερή πορεία του στην έντυπη δημοσιογραφία. Η μαχητική του γραφή από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» είναι δικαίως ένα από τα μεγάλα εύσημα που όλοι του αναγνώρισαν – ακόμα και κάποιοι από εκείνους που διαφωνούσαν με τις κάποτε απόλυτες και αιρετικές απόψεις του. Μόλις πριν από ενάμιση χρόνο είχα την πρώτη και μοναδική ευκαιρία να τον δω από κοντά – ήταν εκ των ομιλητών σε μια εκδήλωση περί αθλητισμού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, λίγο καιρό πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Το ότι κυριάρχησε με την παρουσία του στη συζήτηση ήταν, νομίζω, κάτι αναμενόμενο. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να δω από κοντά πόσο ψηλός ήταν και πόσο λεβεντόκορμος για τα χρόνια του. Η φθορά της αρρώστιας, που θα ήταν εμφανής στις περυσινές τηλεοπτικές εμφανίσεις του, έμοιαζε ακόμα πολύ μακρινή. Κατεβήκαμε προς το ισόγειο με το ίδιο ασανσέρ, παρέα και με έναν νεαρό ακροατή της εκδήλωσης. Ο νεαρός δεν έχασε την ευκαιρία και πρόλαβε να διατυπώσει μια μελετημένη και καλοζυγισμένη ερώτηση σε σχέση με την πρόσφατη μπασκετική επικαιρότητα – στην οποία ο Συρίγος προθυμότατα απάντησε με τη γνώση και την εγκυρότητα που τον χαρακτήριζε.
Αν και κατάφερε να αφήσει πίσω του μια καλή σχολή έγκυρων και καταξιωμένων συνεχιστών, είναι αλήθεια πως στη δική του απουσία μπορεί κανείς βάσιμα να μιλήσει για κενό δυσαναπλήρωτο. Γιατί στις δεδομένες αρετές που είχαν να κάνουν με τη γνώση του μπάσκετ (και του αθλητισμού ευρύτερα) και την ικανότητα χειρισμού της γλώσσας στο λευκό χαρτί, στην οθόνη του υπολογιστή ή πίσω από ένα μικρόφωνο, ο Φ.Σ. είχε να προσθέσει μια προσωπικότητα που σπάνια πια συναντά κανείς στις μέρες μας, με μια ερευνητική τόλμη και αφοβιά λόγου που τον ξεχώριζε μέσα στο σωρό αθλητικών και μη δημοσιογράφων. Προσωπικά ομολογώ ότι θα μου λείψει. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες, νιώθουμε, οι περισσότεροι, μια παράξενη οικειότητα με τα πρόσωπα που έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά μας μέσα από τη μικρή οθόνη – ή και τα ερτζιανά. Με κάποια από αυτά τα πρόσωπα η σχέση είναι αναπόφευκτα πιο στενή. Κι ας μην τους γνωρίσαμε ποτέ από κοντά. Ή ακόμα κι αν, όταν κάποιους έτυχε να τους συναντήσουμε, νιώσαμε ότι δεν είχαν την αύρα που εξέπεμπαν διά της οθόνης. Κι ο Συρίγος ήταν κάποιος που δε διέψευδε ποτέ όσα, καλά ή κακά, πολλά ή λίγα, περίμενε κανείς από αυτόν: ένας πολύ καλός μεσολαβητής, που έπαιρνε ακατέργαστο το παιχνίδι που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του μέσα σε τέσσερις γραμμές και το μεταμόρφωνε σε ένα μαγικό ταξίδι, στο οποίο συμπαρέσερνε εκατομμύρια ανώνυμους συνοδοιπόρους. Και ακόμα ταξιδεύουμε.

Χ.Α.

3/9/13

ΕΥσταθιάδης


EY ακροάται
κι αποκρίνεται σ' ό,τι ερωτάται.

ΕΥ βιβρώσκει
κι εκλεκτικώς αναγιγνώσκει.

ΕΥ νυκτός, συνοδεία ημίφωτος, γράφει
και σαν άρχων παλιός λάμπει μες στο σινάφι.

ΕΥ δραπετεύει
και του κάλλους σημεία ανιχνεύει.

ΕΥ εργάζεται
κι απ' τη μνήμη φιλόστοργα αρπάζεται.

ΕΥ ζει
με τις Μούσες βεβαίως μαζί.

ΕΥ ηχεί
σε υψηλή τέχνη μ' ό,τι στοιχεί.

ΕΥ θυμάται
και με γόνιμα ενύπνια κοιμάται.

ΕΥ ίπταται
κι απ' του κόσμου τη φτήνια αφίσταται.

ΕΥ κρίνει
μάρτυρές του... Δουνάβεις και Ρήνοι.

ΕΥ λαλεί
στην ευτυχία προσθέτει... μαλλί.

ΕΥ μοιράζεται
μ' ηδονές γνήσιες δεν κουράζεται.

ΕΥ νοεί
στοχασμό, ήθος θέτει εν ζωή.

ΕΥ ξεχνάει
τα αδιάφορα πάντα ξοφλάει.

ΕΥ οφείλει
σ' ό,τι υπέροχο δίδουν οι φίλοι.

ΕΥ παρατηρεί
και την τρύπα σε δανέζικο τυρί.

ΕΥ ριμάρει
και τον οξύνοα νου του λιμάρει.

ΕΥ "σκιτσάρει"
βασιλεύουν το ύφος, η χάρη (...σαν Τσάροι!)

ΕΥ τονίζει
άξια λόγου σ' όλα όσα χτενίζει.

ΕΥ υπόκειται
στις βολές της μοίρας τ' αδόκητες.

ΕΥ φαντάζεται
κι ο ήρωάς του ό,τι νιώθει ασπάζεται.

ΕΥ χιουμορίζει
και ευφρόσυνες ρήσεις χαρίζει.

ΕΥ ψεκάζει
τα ημέτερα αυτοσαρκάζει.

ΕΥ συλλέγει, ωνείται
ξυπνητήρι η ορμή του, δονείται.


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ  

23/8/13

Επιστροφή στο Κολυμπάρι

Το Κολυμπάρι Χανίων ήταν ο τόπος των θερινών μου διακοπών το μακρινό 1983. Βάδιζα τότε από τα 12 στα 13 – ήμουν δηλαδή για τα καλά μέσα σε εκείνην την ηλικία για την οποία κάποιοι ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι αφήνει ανεξίτηλες αναμνήσεις και βιώματα, όσο καμία άλλη στη ζωή του ανθρώπου. Με τα χρόνια έχω βεβαιωθεί ότι αυτό ισχύει, αν όχι για όλους, σίγουρα όμως για πολύ κόσμο. Με εμένα ισχύει 100% … κι ακόμα παραπάνω, που λέει ο λόγος. Κάπως έτσι εκείνες οι διακοπές στο Κολυμπάρι χαράχτηκαν βαθιά κι επίμονα στη μνήμη. Άλλη εποχή στη ζωή μου, άλλη εποχή και για την Ελλάδα – και τον κόσμο. Μόλις είχα τελειώσει την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, πολύ περισσότερο παιδί ακόμα παρά έφηβος – η πρώτη πασοκική τετραετία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ στην επικαιρότητα κυριαρχούσαν οι συζητήσεις για τις βάσεις και ο Ρέτζιναλντ Μπαρτόλομιου, αλλά και το «άρθρο 4» ενός νόμου που είχε προκαλέσει ένα σοβαρό για τα μέτρα της εποχής κύμα αντιδράσεων και διαδηλώσεων. Το ελληνικό τραγούδι ζούσε μέρες μεγάλης δόξας με τον Λουκιανό να κάνει πάρτυ στη Βουλιαγμένη και τον Νιόνιο και τον Νταλάρα να ετοιμάζονται να γεμίσουν το Ολυμπιακό Στάδιο. Η αναβίωση του ρεμπέτικου ανθούσε ποικιλοτρόπως, ενώ τα Παιδιά από την Πάτρα έδιναν ώθηση στο νεολαϊκό ιδίωμα. Όσο για τον κόσμο, μεσουρανούσε ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος – κι αυτό κάνει περιττή κάθε άλλη περιγραφή. Το καλοκαίρι εκείνο, με παρότρυνση κάποιων συγγενικών προσώπων που συνδέονταν με τον τόπο εκείνο, αποφασίσαμε με τη μητέρα και την αδελφή μου να κατεβούμε στην Κρήτη. Θα ήταν το πρώτο μου ταξίδι σε μεγάλο νησί – αλλά και το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι με πλοίο, καθώς η μέχρι τότε εμπειρία μου περιοριζόταν στα πορθμεία του Ευβοϊκού Κόλπου. Πολύτιμοι αρωγοί και συμπαραστάτες στο ταξίδι μας ένα ζευγάρι στενών οικογενειακών φίλων, ώριμης ήδη ηλικίας, που θα μας παρείχαν και την ευκολία των μετακινήσεων με ένα ταπεινό μεν, αποτελεσματικό δε Simca Horizon. Το Κολυμπάρι, στο μεταξύ, ήταν από χρόνια η βάση μιας άλλης μεγάλης οικογένειας, με ποντιακές ρίζες, τέκνο της οποίας ήταν η σύζυγος του αδελφού της μητέρας μου - κάπως έτσι «έδεσε» η παρέα και βρεθήκαμε τέλη του Ιούλη του 1983 στο οικογενειακό ξενοδοχειάκι της κυρα-Ελένης, ακριβώς απέναντι από το σώπατο σπιτικό του κυρ-Θόδωρου και της κυρα-Βαρβάρας, το οποίο δονούσαν οι φωνούλες των μικρών σε ηλικία ξαδερφιών μου. Το Κολυμπάρι ήταν τότε ένα εξαιρετικά ήσυχο θαλασσοχώρι, το οποίο μόλις είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό εκτός Κρήτης εξαιτίας της Ορθόδοξης Ακαδημίας που λειτουργούσε λίγο έξω από το χωριό. Δε θυμάμαι πολλές άλλες επιλογές διαμονής πλην της κυρα-Ελένης, κι από φαγητό μόνο ένα λίαν συμπαθητικό ταβερνάκι στον μέσα δρόμο. Σπίτι και ξενοδοχείο βρίσκονταν στο αποκαλούμενο και «πάρκινγκ» του χωριού, μια πλατεία, επί της ουσίας, δίπλα σχεδόν στη θάλασσα, που εξυπηρετούσε και τη φιλοξενία των αυτοκινήτων. Η παραλία δεν απείχε παρά λίγα μόλις μέτρα. Το πρόγραμμα των ημερών δε διέφερε από τα συνήθη σχήματα οικογενειακών διακοπών εκείνα τα χρόνια: μπάνιο τακτικό στην αμμουδιά του χωριού, φαγητό στο ταβερνάκι, παιχνίδι με τα ξαδερφάκια – πού και πού και καμιά βόλτα στα Χανιά ή σε κάποιο άλλο μέρος σε βεληνεκές μονοήμερης, με αξέχαστη την εμπειρία της επίσκεψης στο Αρκάδι, όχι τόσο για το ίδιο το ιστορικό μέρος, όσο για τους απίστευτους κατσικόδρομους που διασχίσαμε (λόγω κάποιων έργων, νομίζω, που μας εξανάγκασαν σε παρακάμψεις) μέχρι να βρούμε το μοναστήρι. Πολύ συχνά, η παρέα διευρυνόταν, με τις οικογένειες των άλλων παιδιών του κυρ-Θόδωρου, που όλοι κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Κάποιο βράδυ, το χωριό είχε γιορτή, που έλαβε χώρα ακριβώς στη δική μας την πλατεία. Ένα συγκρότημα έπαιξε ρεμπέτικα, με τα οποία ελάχιστα εξοικειωμένος ήμουν τότε – πιθανότατα η βραδιά συνεχίστηκε σε πιο κρητικούς ρυθμούς, ωστόσο η μνήμη έχει διαγράψει τις λεπτομέρειες. Θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι κάποια στιγμή παρουσιάστηκε στο κοινό ένας ξένος που ζούσε από καιρό στην Κρήτη και ασχολιόταν με την παραδοσιακή μουσική – είναι πολύ πιθανό να ήταν ο πολύς Ρος Ντέιλι, που αργότερα θα γινόταν και ευρύτερα γνωστός με τις εμφανίσεις του στα εναλλακτικά στέκια των Αθηνών.
Τις μέρες εκείνες της ραστώνης, που στην ηλικία και στην εποχή εκείνη βιωνόταν στον απόλυτο βαθμό, μια μόνο σκέψη τάρασσε γλυκά το μυαλό μου. Όχι, δεν επρόκειτο για την προοπτική της επιστροφής στο σχολείο. Ούτε για κάποια μεγαλόπνοη ουτοπία σαν αυτές που συχνά έχουν στο μυαλό τους οι έφηβοι. Μυημένος για τα καλά από πιο μικρή ηλικία στα μυστικά του αθλητισμού κι έχοντας νωπές τις εμπειρίες των Ολυμπιακών της Μόσχας και των Πανευρωπαϊκών της Αθήνας, περίμενα με μανιακή σχεδόν ανυπομονησία τους αγώνες του πρώτου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος κλασικού αθλητισμού, που θα διεξάγονταν στο Ελσίνκι. Το γεγονός, μείζον από μόνο του σε μια εποχή που ο στίβος ακόμα διατηρούσε μεγάλο μέρος της αίγλης του, έπαιρνε στα μάτια μου ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς θα επρόκειτο για την πρώτη μετά από χρόνια ολοκληρωμένη αναμέτρηση Δυτικών και Ανατολικών, μετά το μποϊκοτάζ των Αμερικάνων στους Αγώνες της Μόσχας και πριν από τα επαπειλούμενα αντίποινα των Σοβιετικών για τους Αγώνες του Λος Άντζελες. Κάποια ονόματα, που ως τότε κινούνταν στη σφαίρα του μύθου για μένα, όπως ο Λιούις και ο Μόουζες, θα εμφανίζονταν για πρώτη φορά μπροστά μου στην οθόνη της TV. Θυμίζω ότι οι εποχές εκείνες απείχαν έτη φωτός από τη σημερινή – δεν υπήρχε διαδίκτυο να προσφέρει άμεση και συνεχή ενημέρωση για κάθε πιθανό και απίθανο θέμα, δεν υπήρχε καν δορυφορική τηλεόραση. Ο φίλαθλος στηριζόταν μόνο σε όσα μπορούσε να μάθει από τις εφημερίδες, τα λίγα εξειδικευμένα έντυπα, τα τρίλεπτα των αθλητικών ειδήσεων στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ενημέρωση με το σταγονόμετρο, που όμως μεγάλωνε τους εκάστοτε μύθους. Μέσα από αυτές τις λιγοστές πηγές συγκέντρωνα κι εγώ τις πληροφορίες μου, προσμένοντας την έναρξη των αγώνων. Από ένα ταπεινό τρανζιστοράκι είχε ακούσει μια εκπομπή-αφιέρωμα στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Και την ώρα που κολυμπούσα κι ερχόμουν αντιμέτωπος με τα ωραία κύματα που συχνά φέρνει ο βοριάς στο Κολυμπάρι φαντασιωνόμουν πως ήμουν ο Κινέζος πρωταθλητής της εποχής (άλλο αξιοπερίεργο κι αυτό, σε εποχές που η Κίνα μόνο υπερδύναμη δε λογιζόταν, ούτε γενικά ούτε σε αθλητικό επίπεδο), που υπερπηδούσε το νοητό πήχη του κύματος.
Κι ενώ η απόλαυση των διακοπών κορυφωνόταν παράλληλα με την προσμονή για το μεγάλο αθλητικό γεγονός, σαν τούβλο έπεσε στα αυτιά μου η πληροφορία ότι η ευρύτερη παρέα προετοίμαζε εκδρομή-γύρο της Κρήτης. Όχι φυσικά για την εκδρομή την ίδια, για την οποία πετούσα από τη χαρά μου, αλλά για τις ημερομηνίες της … που συνέπιπταν με τις πρώτες μέρες του Παγκοσμίου στο Ελσίνκι. Σιγά το δίλημμα, θα έλεγε σήμερα ο ενήλικος εαυτός μου. Για τα 12 χρόνια μου, όμως, μια ήταν η λέξη: Τόμπολα!... Τις μέρες εκείνες μπήκε για τα καλά στη ζωή μου ο κυρ-Αποστόλης. Γαμπρός του κυρ-Θόδωρου, έμενε με την ωραία οικογένειά του στο κοντινό χωριό των Βουκολιών. Σε ένδειξη αβροφροσύνης και λόγω εντοπιότητας, του είχαμε αναθέσει τον άτυπο ρόλο του αρχηγού της εκδρομής – παρότι ήταν σχετικά νέος οδηγός και η περιήγηση στα μήκη και στα πλάτη της Κρήτης θα ήταν και για τον ίδιο μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Οι μέρες εκείνες, της προετοιμασίας και της ίδιας της εκδρομής, εξασφάλισαν γι΄αυτόν μια παντοτινή θέση στην καρδιά μου. Απλός άνθρωπος, μειλίχιος και συγκαταβατικός, ήξερε να χαίρεται με τα πολύ βασικά της ζωής και να μοιράζεται αυτή τη χαρά με αγαπημένους του ανθρώπους. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα διαολόστελνε (τουλάχιστον) ένα σκατό σαν κι εμένα, που για το μόνο, σχεδόν, που καιγόταν στις πολυπλόκαμες συζητήσεις της προετοιμασίας ήταν το αν και πού θα είχε πρόσβαση σε τηλεόραση. Εκείνος, αντίθετα, με άκουγε προσεκτικά – και προσπαθούσε καλή τη πίστει να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα κατά το δυνατόν ξεκούραστο και χαλαρό, ιδίως ως προς τις βραδινές αφίξεις.
Οι τρεις μέρες εκείνου του ταξιδιού έμελλε να χαραχτούν για πάντα στη ζωή μου. Η ομορφιά, η γοητεία, η πολυμορφία του κρητικού τοπίου γέμιζαν τα μάτια και τις υπόλοιπες αισθήσεις μου – παράλληλα, ένα κομμάτι του μυαλού μου ταξίδευε μακριά, στο Ελσίνκι – και ρουφούσε, εννοείται, με απληστία κάθε εικόνα ή πληροφορία που έβρισκε τη χαραμάδα να φτάσει ως εμένα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι εικόνες συμπλέκονται ακόμα στο μυαλό μου, τριάντα χρόνια μετά: Χανιά. Ηράκλειο – πολλή ζέστη. Κνωσσός - Θρόνος του Μίνωα. Βιαστικό πέρασμα κι από το Μουσείο. Οροπέδιο Λασιθίου. Φωτογραφίες σε έναν ανεμόμυλο. Στάση για καφέ στο Τζερμιάδο. Μια τηλεόραση ανοιχτή, βουβή. Μαραθώνιος γυναικών. Ακόμα θυμάμαι το όνομά της: Ρεγγίνε Τζόις, από την Ιρλανδία. Αργά το απόγευμα άφιξη στην Ελούντα. Που τότε έχτιζε το μύθο της. Ξενοδοχείο – Σελάνα, ή κάπως έτσι. Σελένα. Ανοίγω (εν έτει 2013) το google και το τσεκάρω. Υπάρχει ακόμα. Άδειο το μπαρ στη μία ώρα που έχω κενό μέχρι το φαγητό. Αλλά ο μπάρμαν (τύχη κι αυτή…) προτιμά να δει τη μοναδική (τότε) άλλη επιλογή – μια συναυλία του … (συμπαθούς κατά τα λοιπά) Δημήτρη Λάγιου από το Λυκαβηττό. Αν είναι δυνατόν… Θα ήταν από τα άγραφα κάτι τέτοιο, σήμερα. Στο σκοτάδι, λοιπόν, το Ελσίνκι για την πρώτη μέρα. Την άλλη μέρα το πρωί Άγιος Νικόλαος. Βόλτα στη λίμνη, φωτογραφίες, καφές. Περίπτερο. Αθλητική εφημερίδα. Το κενό πληροφόρησης για την πρώτη μέρα γεμίζει. Στο κάτω μέρος του νομού. Ιεράπετρα. Μπάνιο. Ξανά στο νομό Ηρακλείου. Πέρασμα από τη μαρτυρική Βιάννο. Γεύμα με κρεατικά. Απογευματινό πέρασμα από τα Μάταλα. Στη χάση του δικού τους μύθου. Το Ελσίνκι όλη την ημέρα πολύ μακριά. Ο γλυκός κυρ-Αποστόλης, άμαθος στα μεγάλα χιλιόμετρα, κάνει κάθε τόσο στάση για καφέ και ξεκούραση. Αλλά πώς μπορώ να του κρατήσω πίκρα; Ευκαιρία να γνωρίσουμε και περισσότερα χωριά... Λίγο πριν πέσει το βράδυ, καταλήγουμε και καταλύουμε στη γραφική Αγία Γαλήνη. Κι εκεί, το δικό μου θαύμα: δυο βήματα από το ξενοδοχείο ένα σπίτι έχει αφήσει ανοιχτό ένα παράθυρο. Από μέσα η τηλεόραση παίζει, βουβή. Καρφώνομαι απέξω. Η ιδιοκτήτρια με παρατηρεί – μου χαμογελά, ευγενέστατη, δε μου δημιουργεί κανένα πρόβλημα, δεν ανοίγει και τη φωνή. Κανένα πρόβλημα. Παρακολουθώ θαυμάσια τους τελικούς των 100 μέτρων, για πολλούς κορυφαία στιγμή των αγώνων, στις γυναίκες και στους άνδρες – η Άσφορντ εγκαταλείπει και χάνει από τις ανατολικογερμανίδες και ο Καρλ Λιούις ξεκινά το σερί του. Το επόμενο πρωί αναχώρηση προς Δυσμάς. Στάση στο Σπήλι με τις πολλές τις βρύσες. Γεμίζουμε τα παγούρια μας (εξεζητημένο είδος το εμφιαλωμένο νερό, τότε). Κάπου χάνουμε το δρόμο, παρά τους χάρτες που διαθέτουμε. Θρυλικό στιγμιότυπο απόπειρας συνεννόησης του κυρ-Αποστόλη με μια παρέα Γάλλων. Βρίσκουμε την άκρη. Φραγκοκάστελλο. Μπάνιο. Φαγητό – στη Χώρα Σφακίων ή στην Αγία Ρούμελη. Αρχίζει ο δρόμος της επιστροφής. Σε ένα ορεινό χωριό, που δε θυμάμαι το όνομά του, στάση για να αγοράσουμε παξιμάδια. Τα πιο ωραία, τα πιο σκληρά που δοκίμασα ποτέ. Λένε πως οι γευστικές εμπειρίες είναι αυτές που εξαφανίζονται πιο γρήγορα από τη μνήμη. Λάθος – τουλάχιστον σε ότι αφορά αυτά τα παξιμάδια. Ακόμα ανακαλώ τη γεύση τους. Στον ίδιο φούρνο κάποιος ψήνει κρέας. Η μυρουδιά σπάει τη μύτη της μητέρας μου. Τυχαία βλέπω μια τηλεόραση ανοιχτή. Το timing είναι τέλειο: Στα λεπτά που διαρκούν τα ψώνια προλαβαίνω να δω τον ανίκητο τότε Μόουζες να κερδίζει τα 400 μ. με εμπόδια. Εντελώς συμπτωματικά και όντας εν κινήσει είχα καταφέρει να παρακολουθήσω και τους δυο θρύλους εξ Αμερικής που δεν είχα δει ποτέ εν δράσει. Το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού προς τα Χανιά μακρύ. Στο Κολυμπάρι μας υποδέχονται με πλατύ χαμόγελο η κυρα-Βαρβάρα και το πιο μικρό από τα ξαδελφάκια μου που δεν είχε συμμετάσχει στην αυτοκινητάδα. Το μυαλό ήταν γεμάτο από αξέχαστες εικόνες: ήταν μια Κρήτη ελαφρώς πιο αθώα από ό,τι σήμερα – με πολλά rooms to let, ήδη, αλλά με λιγότερη χλιδή. Με ζεστούς και φιλόξενους ανθρώπους, παντού. Με το οδικό δίκτυο σε αρκετά σημεία προβληματικό, με πολλά προσκυνητάρια στα πλαϊνά των δρόμων. Αφού αποθέσαμε τα σακίδια, έτρεξα στην τιβί. Η τριήμερη περιπέτεια στους δρόμους της Κρήτης και στις ατραπούς της φίλαθλης μανίας μου είχε καλό τέλος: πρόλαβα από την έναρξή της την κούρσα των 10 χιλιομέτρων. Νομίζω ότι πολλοί στιβικοί θα συμφωνούσαν μαζί μου ότι επρόκειτο για το κορυφαίο δεκάρι των τελευταίων δεκαετιών. Όχι από πλευράς χρόνων, αλλά συναγωνισμού. Πολλά μεγάλα ονόματα, ισορροπημένη εκπροσώπηση φυλών και ηπείρων και ένας τελικός γύρος γεμάτος ένταση και αγωνία, με πέντε αθλητές στην τελική ευθεία με δυνατότητα να κερδίσουν. Ο Αλμπέρτο Κόβα, ο τελευταίος λευκός θρύλος των μεγάλων αποστάσεων, έκανε τη διαφορά με ένα ασύλληπτο φίνις στα τελευταία 70 μέτρα.
Έφυγα από την Κρήτη με το μεγαλόπρεπο «ΚΥΔΩΝ», γεμάτος εικόνες και εμπειρίες, δύο ακριβώς μέρες μετά την ολοκλήρωση του γύρου. Παρότι η λαχτάρα της επιστροφής ήταν πάντα μέσα μου, έκανα αρκετά χρόνια να ξανακατέβω στο νησί – τα επόμενα ταξίδια πραγματοποιήθηκαν το 1996, το 1999 και το 2002 και είχαν αλλιώτικη φυσιογνωμία και χωροταξία. Στο Ηράκλειο τα πρώτα δύο, στο νότο του νομού Ρεθύμνου το τελευταίο. Γνώρισα, στο μεταξύ, πολλούς ανθρώπους κι έκανα και φίλους που κατάγονταν ή σχετίζονταν στενά με το νησί. Ο μύθος έμενε πάντα ζωντανός, με πολλές μορφές και εκφάνσεις. Δεν είχα καταφέρει όμως να επιστρέψω στο Κολυμπάρι. Τα χρόνια πέρασαν με ρυθμούς τρελούς, ασύλληπτους. Η κυρα-Βαρβάρα με τις κοτούλες της κι ο κυρ-Θόδωρος με το μποστάνι του είναι χρόνια τώρα σχωρεμένοι. Πρόσφατα έφυγαν, πολύ κοντά ο ένας  με τον άλλο, και τα δυο μέλη του ζευγαριού που μας είχε ταξιδέψει με το SIMCA. Πολλά χρόνια νωρίτερα, άνοιξη του 1997 αν δεν απατώμαι, είχε φύγει πρόωρα από τη ζωή και ο κυρ-Αποστόλης, νικημένος από τον καρκίνο. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τον «αρχηγό» μετά από το ταξίδι του 1983 – και κατά βάθος ήθελα ακριβώς εκείνη την εικόνα του να κρατήσω. Μου είπανε ότι τις ημέρες του πόνου στον «Ευαγγελισμό» οι νοσοκόμες έλεγαν ότι δεν υπήρχε στην πτέρυγά τους ασθενής με μεγαλύτερο επισκεπτήριο και περισσότερες εκδηλώσεις αγάπης από τον κυρ-Αποστόλη. Τίποτα, τελικά, δεν ήταν τυχαίο. Τη γυναίκα του, την κυρα-Αντωνία, την ξαναείδα με απόσταση 29 σχεδόν ετών, στο γάμο ενός από τα ξαδέλφια μου που ήταν νήπιο το 1983. Ζήτησα ο ίδιος να τη δω και να τη χαιρετήσω. Με πλησίασε και κοιταχτήκαμε για 5 δευτερόλεπτα. Εκείνη πιθανότατα προσπαθούσε να θυμηθεί αν και πού με είχε ξαναδεί. Εγώ την κοίταζα αναζητώντας μάταια στη μορφή της τα σημάδια της νιότης με τα οποία τη θυμόμουν. Τα χρόνια, οι χαρές κι οι λύπες είχαν δώσει στο πρόσωπό της την όψη της σεβαστής δέσποινας, την ίδια που παρατηρεί κανείς και στη μορφή της χήρας του Νίκου Ξυλούρη. Δεν είπαμε πολλά. Δε χρειαζόταν. Δεν άργησε, άλλωστε, να έρθει κι η μέρα της μεγάλης επιστροφής στα Χανιά, στο τέλος του φετινού Ιούλη. Από την πρώτη στιγμή που οριστικοποιήθηκε το ταξίδι, το είχα αποφασίσει ότι θα έκανα οπωσδήποτε μια βόλτα στο Κολυμπάρι.  Κατέλυσα μεσημεράκι Πέμπτης λίγο έξω από τα Χανιά και το ίδιο κιόλας απόγευμα πήρα το δρόμο για το χωριό. Η Κρήτη είχε αλλάξει πολύ στα τριάντα χρόνια που είχα να δω αυτή τη διαδρομή. Τα πολλά αλλά μάλλον ταπεινά rooms to let είχαν δώσει τη θέση τους σε ατέλειωτα μεγα-συγκροτήματα, εστιατόρια και διασκεδαστήρια. Το θρυλικό «Κέντρο Ο Κερατάς – Ταβέρνα Ο Μύλος» που δέσποζε ημιαπομομωνένο κάπου στα μισά του δρόμου είχε γίνει τώρα «Ο Μύλος του Κερατά» και βρισκόταν στο κέντρο του οικιστικού ιστού ενός μείζονος τουριστικού οικισμού. Προειδοποιημένος από γνωστούς για την ανάπτυξη του Κολυμπαρίου, είχα μια ενδόμυχη αγωνία για το τι θα αντίκριζα και, κυρίως, τι θα αναγνώριζα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και έφτασα στο χωριό. Σε μια πρώτη ματιά, πράγματι, έμοιαζε με βουτιά στο άγνωστο – αν με πέταγε κανείς ξαφνικά και απροειδοποίητα εκεί, το μόνο πράγμα που θα με έκανε να υποψιαστώ ότι είμαι στο Κολυμπάρι ήταν το Μοναστήρι και η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, αδιαμφισβήτητα σημάδια στο βάθος του ορίζοντα, λίγο έξω από το χωριό. Άρχισα να κατεβαίνω προς την παραλία, βέβαιος ότι εκεί θα έβρισκα κάτι που να μου θυμίζει το παλιό σκηνικό. Ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα δεσπόζει πια στην είσοδο του χωριού, τόσο μεγάλο που έχει φτιάξει μέχρι και πεζογέφυρα για να συνδέει τις πτέρυγές του ένθεν και ένθεν του δρόμου. Μια προτομή του Τιμολέοντος Βάσσου θυμίζει τον κομβικό ρόλο που έπαιξε το Κολυμπάρι σε μια από τις φάσεις του Κρητικού Αγώνα. Προχώρησα παραπέρα, δύσπιστος και απορημένος. Κάποια στιγμή βρήκα την πλατεία που, δεν μπορούσα πια να λαθέψω, ήταν το παλιό πάρκινγκ. Κοντοστάθηκα και αναλογίστηκα λίγο τη γεωμετρία του χώρου. Το παλιό σώπατο της κυρα-Βαρβάρας είχε δώσει τη θέση του, όπως είχα προειδοποιηθεί, σε μια μεγαλύτερη κατασκευή. Ένα άλλο κτίσμα, πάνω ακριβώς στη στροφή για την παραλία, φαινόταν να είναι απαράλλαχτο στη θέση του 30 χρόνια μετά. Και στο δεξί μου χέρι, ένα κτίριο που σχεδόν σίγουρα ήταν το παλιό ξενοδοχείο της κυρα-Ελένης, εκτός λειτουργίας, πια. Πλησίασα και το περιεργάστηκα. Στο ισόγειό του στεγάζεται τώρα μια καφετέρια – που παρέχει και διαδικτυακά ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια μου γέννησε την τολμηρή σκέψη ότι μπορεί και να το έχει ο Σταύρος, ο γιος της κυρα-Ελένης – καλό και ήσυχο παιδί, σχεδόν στην ηλικία μου, που αγαπούσε ιδιαίτερα τα πρωτόλεια ηλεκτρονικά των 80’s. Δεν μπήκα να ρωτήσω. Προτίμησα να αφήσω ανέγγιχτο το μύθο – και την ερμηνεία μου. Προχώρησα προς την παραλία. Μια σειρά από ταβέρνες «συνοδεύουν» πλέον την πρόσβαση προς τη θάλασσα. Κάπου εκεί με περίμενε η μεγαλύτερη, ίσως, έκπληξη: Αυτό που θυμόμουν καλά ως αμμουδιά (με αδιάψευστο τεκμήριο τη φωτογραφία ενός από τα ξαδερφάκια με κουβαδάκι και φτυάρι) είχε γίνει πια παραλία με βότσαλο. Ή η μνήμη μου έπαιζε παράξενα παιχνίδια ή τα 30 χρόνια είναι όντως πάρα πολλά στη ζωή της φύσης και των ανθρώπων. Και το τελευταίο παράδοξο: μια ακτή κατεξοχήν εκτεθειμένη στο βοριά, σε ένα καλοκαίρι με ασταμάτητους αέρηδες σε όλα τα νησιά μας, εκείνο το απόγευμα ήταν απάνεμη. Βούτηξα για λίγο, με το μοναστήρι στο βάθος για σταθερή συντροφιά και τις θύμησες να χορεύουν ακατάσχετες στο δροσερό νερό. Το καινούργιο ταξίδι που μόλις άρχιζε θα διεκδικούσε γρήγορα το μερίδιο του λέοντος στη φροντίδα και τη σκέψη μου. Θα είχε κι αυτό το καλοκαίρι Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου. Αλλά αμφιβάλλω πόσοι στην Ελλάδα το πήραν χαμπάρι. Βαριά πληγωμένος από τη μάστιγα του ντόπινγκ κι από τις συνήθειες των νέων καιρών, ο βασιλιάς των Ολυμπιάδων πασχίζει να ανακτήσει την παλιά του αίγλη – δεν το πολυκαταφέρνει, αλλά κι αυτή ακόμα η θαμπωμένη λάμψη του δεν περνά ποτέ απαρατήρητη. Βγήκα από το νερό, στέγνωσα. Δυο μαυροφορεμένες διέσχισαν με βήματα αργά την παραλία πορευόμενες προς το χωριό. Σα χορός αρχαίας τραγωδίας. Μου ήταν δύσκολο μετά από 30 χρόνια να πρέπει να ξαναφύγω. Διάλεξα τυχαία μια ταβέρνα δίπλα στο κύμα και παρήγγειλα μεζέ. Και ήπια και μια ρακή. Στην υγειά της Κρήτης και των ανθρώπων της. Και στην τρυφερή μνήμη του κυρ-Αποστόλη.




29/7/13

Ένας τουρίστας (καλοκαίρι 2013)

29-7-2013

Ένας τουρίστας

Ο τουρίστας ο λερός
το καβούκι του όλο σέρνει
που αναγράφει Jean La Roche
κι απ' το βάρος του όλο γέρνει.

Ο τουρίστας ο λερός

ρυμουλκεί σακ-βουαγιάζ
και φαντάζει θαλερός
σαν τον δέρνει το αγιάζι.

Ο τουρίστας ο λερός

στην πεζούλα πάνω αράζει
μόνο ως θέαμα οχληρός
ξαποσταίνει ως που χαράζει.

Ο τουρίστας ο λερός

σαν ξυπνά τις τσίμπλες βγάζει
με θαλασσινό νερό
νίβεται σε ακτή, ρεμβάζει.

Ο τουρίστας ο λερός

πρώτ' απ' όλα θα φουμάρει
σε μια τράτα που περνά
θα κουνήσει το φουλάρι.

Στήνει ένα παραπέτο
ένα γύρω όλο με πέτρες
βγάζει ένα καμινέτο
γδύνει μία-δυο κονσέρβες.

Μαθημένος, εγκρατής
σ' ό,τι φέρει ο καιρός
έχει τρόπο ο "πειρατής",
ο τουρίστας ο λερός.

Βγάζει το πουκάμισό του
γένια κρέμονται στο στήθος
απ' το σώμα το μισό του
μοιάζει με αρχαίο τείχος.

Κάνει λες την πλάκα του
σα φανεί η βράκα του
πέφτει μέσα στο νερό
κι αμολιέται με φτερό.

Νιώθει στο στοιχείο του
πάντα κυματοφερμένος
σαν να τον ξερνά μια μοίρα
σε καινούριο πάντα μέρος.

Εξ ου κι είναι βλοσυρός
λιγομίλητος, μονάχος
ο τουρίστας ο λερός
κάποιο λάθος κρύβει ή πάθος.

Κάποια λάγνα μεσημέρια
χάνεται σε αγρούς, φαράγγια
σα γυρνά κρατά στα χέρια
μούρα, τζάνερα, σπαράγγια.

Κάποια υγραμένα βράδια
στην ακτή καίει η φωτιά
τούτος σκιάχτρο στα σκοτάδια
ψήνει, λες, μια αποκοτιά.

Τα ρούχα του λιγδιάρικα
γέρικα, αλανιάρικα
τα σανδάλια ξεραμένα
εύθραυστα, ταξιδεμένα.

Η μορφή του ενός χρησμός
παρελθόν; μαύρος καπνός
στις παλάμες του σεισμός
και στα μάτια κεραυνός.

Μα πώς έφτασε ως εδώ;
Με τη δύναμη του ανέμου;
Ποια φωνή να τον καλεί
κι έχει όψη του χαμένου;

Ποια πατρίδα-μητριά
άφηκε ξοπίσω του
παίρνοντας δρόμο μακριά
τρώγοντας το μίσος του;

Μέτοχος σε φονικό
λιποτάκτης, 'ξόριστος
μήπως δράμα ερωτικό
πόνος ακαθόριστος;

Πόσα κρύβει η σιωπή
της ψυχής του τραύματα
ποία μυστική ροπή
τον κρατά παράμερα;

Μήπως τίποτ' απ' αυτά
μόνο η περιπέτεια
το ταξίδι αυτοσκοπός
πλάνητας αναίτια;

Οικουμένης ταξιδιώτης
σύγχρονος κοσμοπολίτης
αειφυγίας θιασώτης
ή απλώς ένας αλήτης;

Μήπως η ελευθερία
βρίσκει στ' ανυπότακτό του
μία σπάνια ευκαιρία
να χαράξει το γραφτό του;

Μ' όλο τέτοιες απορίες
τον ξανάδα χθες τη νύχτα
να τσουλάει έναν σκύλο
που ένα χάδι απλώς εζήτα.

Όποιον και να ρώτησα
περί της καταγωγής του
έστριψε τα λόγια του
"εις τους άθλιους γονείς του".

Άλλος, και να τον θωρεί
φανερά αδιαφορεί:
"άσ'τονα στην τύχη του
στο φτωχό καλύβι του".

Αλλ' αυτός με τα ''δικά'' του
κάτι θέλει να μας πει
ντρέπεται να πλησιάσει
να ζητήσει να πιαστεί.

Ποιος να ξέρει άραγε
τι τον κάνει απόκληρο
ποιο κακό τον βάραγε
και τον στέλνει ολόκληρο;

Δεν χρειάζεται σοφία
κι ο ανίδεος σκαμπάζει
άνθρωπο χωρίς αγάπη
εύκολα η ζωή τον σπάζει.

Κι οι πιο τολμηροί φυγάδες
μ' όσο σθένος κι αν ζωστούν
αν τους βρούνε καταιγίδες
μόνοι τους θα ποντιστούν.
                   ...

Κάποια μέρα όλοι θα μάθουν
πως αυτός ο ερημίτης
(θα τ' ακούσουν και θα... πάθουν)
ήτο πρώτα τραπεζίτης.

Αλλ' αρκεί ένα ναυάγιο
να ξηλώσει κι έναν άγιο
μια καταφορά στα χρόνια
να σου πάρει τα γαλόνια.

Αναποδογύρισμα
κι άλλο χρώμα παίρνει η πλάση
μ' ένα η τύχη σφύριγμα
σ' άλλα χέρια θα περάσει. -


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ













4/7/13

Σωκράτης-Μένων περί κινητικότητας

4-7-2013

ΣΩΚΡΑΤΗΣ – ΜΕΝΩΝ: ΠΕΡΙ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ




Ο Σωκράτης συνομιλεί με τον Μένωνα για το ζήτημα της κινητικότητας και τον φέρνει σε δύσκολη θέση αναγκάζοντάς τον να παραδεχτεί ότι η κινητικότητα δεν επιλύει οριστικά το πρόβλημα του διοικητικού εξορθολογισμού



ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έλεγες λοιπόν, Μένωνα, ότι καθήκον των αρχόντων είναι να τακτοποιούν τις υποθέσεις της πολιτείας αποβλέποντας στο γενικό καλό. Ή όχι;

ΜΕΝΩΝ: Πώς αλλιώς; Καθήκον των αρχόντων είναι να χρησιμοποιούν το αξίωμά τους για να πετυχαίνουν τη συλλογική πρόοδο. Σε αυτό εξάλλου πρέπει να αποσκοπεί και κάθε μία διοικητική αλλαγή.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα’θελα να μάθω πιο πολλά γι’ αυτό. Μπορείς να μου το δείξεις με ένα παράδειγμα;

ΜΕΝΩΝ: Βεβαιότατα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Είμαι όλος αυτιά.

ΜΕΝΩΝ: Λοιπόν, τα μέλη της προηγούμενης πρυτανείας, 9ης κατά σειρά, έχουν ετοιμάσει ένα σχέδιο ψηφίσματος που είναι έτοιμο να συζητηθεί από την εκκλησία. Σύμφωνα με αυτό, παρατηρούν ότι όσοι απαρτίζουν τις λεγόμενες επιτροπές των ιεροποιών κατ’ ουσίαν δεν ασκούν κανένα έργο επωφελές για τους πολίτες παρά μετέχουν σε σώμα που την πιο πολλή ώρα μένει σε αδράνεια και ροκανίζει τον χρόνο του χωρίς αντίκρισμα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι ακριβώς θέλεις να πεις;

ΜΕΝΩΝ: Όπως γνωρίζεις, Σωκράτη, οι ιεροποιοί μετέχουν σε επιτροπές που το μόνο που κάνουν είναι να προεδρεύουν σε διάφορες τελετές που γίνονται κάθε χρόνο. Όταν, για παράδειγμα, έγιναν πρόσφατα οι περίφημες γιορτές του Ηφαίστου, η επιτροπή των ιεροποιών, η οποία σχηματίστηκε από το σύνολο των βουλευτών, αφού στρογγυλοκάθισε επί 3 ολόκληρες ώρες σε κάποια ψηλά ξύλινα σκαμνιά, στη συνέχεια, την ώρα του χορού, άρχισε να ζητωκραυγάζει ή καλύτερα να γκαρίζει σαν τους όνους των Μεγάρων, ενώ ακολούθως, όταν ήλθε η ώρα των θυσιών, αντί να σεβαστεί την ιερότητα της τελετής, διασπάστηκε, κι άλλα από τα μέλη της τράβηξαν για κάποια χαμαιτυπεία κοντά στην αγορά ενώ άλλα, προφανώς μεθυσμένα, μιλούσαν πρόστυχα, ξεδιάντροπα στους διπλανούς τους, έκαναν άσεμνες χειρονομίες και προκαλούσαν σάλο τη στιγμή ακριβώς που οι θεοί άκουγαν τον ιερό λόγο μας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ειλικρινώς, με εκπλήσσεις με αυτά που μου λες, Μένωνα. Αλλά για συνέχισε για να καταλάβω τον συλλογισμό σου.

ΜΕΝΩΝ: Λένε λοιπόν πολλοί βουλευτές ότι οι ιεροποιοί παίζουν έναν απλώς διακοσμητικό ρόλο σε αυτές τις γιορτές, όπως για παράδειγμα στα Ελευσίνια μυστήρια, και ότι η συμπεριφορά τους αλλά και η εν γένει δραστηριότητά τους δεν προάγουν το γενικό καλό. Αντίθετα, η δαπάνη για τη συμμετοχή τους θα μπορούσε να αποφευχθεί, και με την εξοικονόμηση των χρημάτων αυτών θα μπορούσαμε για παράδειγμα, να υλοτομήσουμε για μία τριήρη. Την ίδια στιγμή δηλαδή που οι ιεροποιοί ασεβούν όταν όλο το πλήθος ηρεμεί προσηλωμένο στην ιδέα της εορταστικής αφιέρωσης ή την ίδια στιγμή που οι ιεροποιοί χαχανίζουν προκλητικά όταν όλο το πλήθος κορυβαντιά από ένθεο πάθος, υπάρχουν άλλοι δημόσιοι λειτουργοί που δοκιμάζονται σε δύσκολες αποστολές και μάλιστα αβοήθητοι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ποιους εννοείς, αν θέλεις να είσαι ακριβής;

ΜΕΝΩΝ: Οι ελληνοταμίες, για παράδειγμα, πρέπει να σου πω με ειλικρίνεια, είναι πια πολύ λίγοι, ενώ ο ρόλος τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τα δημόσια έσοδα. Γιατί οι φόροι των συμμαχικών πόλεων, που μεταβιβάζονται σε αυτούς, μας δίνουν τη δυνατότητα και λαμπρά δημόσια οικοδομήματα να ανεγείρουμε και παραστάσεις πλούσιες σε μορφωτικά ιδεώδη να διοργανώνουμε και τους μισθούς των αρχόντων να καταβάλλουμε. Με όλα αυτά γινόμαστε υπερήφανοι μπρος σε όλες τις άλλες πόλεις ώστε η Αθήνα να καθίσταται αναμφίβολα το σχολείον όλης της οικουμένης.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι ακριβώς δηλαδή συμβαίνει με τους ελληνοταμίες;

ΜΕΝΩΝ: Στην αρχή, Σωκράτη, όπως ίσως θα θυμάσαι, το συμμαχικό ταμείο μας ήταν κατατεθειμένο στον ναό του Απόλλωνα στη Δήλο. Ύστερα όμως, και ειδικά όταν αποχώρησαν οι Νάξιοι, μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη και πλέον το προστατεύει η θεά Αθηνά. Παλιά λοιπόν οι Αθηναίοι ελληνοταμίαι της Δήλου έφταναν και περίσσευαν. Αλλά σταδιακά, κάτι ένας λοιμός που κατέλαβε το ιερό αυτό νησί κάτι οι ανθρώπινες απώλειες από όλα τα αναπάντεχα του βίου και από την ορμητική επιταγή του θανάτου, ο αριθμός τους περιορίστηκε δραματικά. Με συνέπεια, σήμερα να υπάρχουν μόνο 3 ελληνοταμίες, εκ των οποίων ένας καλός γνώστης μεν των μαθηματικών, αλλά ηλικιωμένος, που κοπιάζει πολύ όταν κάνει τις λογιστικές καταχωρίσεις, και ένας δεύτερος, που απορώ πώς βρέθηκε ανάμεσά τους (καθώς όπως ακούω, αυτός ήτο… σκυτοτόμος!).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μα τι λες, μα τον Δία! Είναι αλήθεια αυτό;

ΜΕΝΩΝ: Πώς μπορεί να μην είναι αλήθεια; Καθώς όσο συνομιλούμε, Σωκράτη, πιστεύω ότι και εγώ και εσύ δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ξερνάμε άκοπα όλα όσα πιάνουν οι ΄΄κεραίες΄΄ μας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τι θέλουν λοιπόν με το ψήφισμά τους οι πρυτάνεις;

ΜΕΝΩΝ: Λένε λοιπόν ότι το έργο των ιεροποιών είναι μεν σεβαστό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απασχολεί τόσους πολλούς. Γιατί θεωρούν ότι αυτή η αποστολή τους ούτε συνεχής είναι ούτε σημαντική για την οικονομία μας. Ενώ, αντίθετα, οι ελληνοταμίαι πρέπει όλον τον χρόνο να καταγράφουν την απόδοση των συμμαχικών φόρων και να ελέγχουν πώς αυτοί αξιοποιούνται. Με άλλα λόγια, οι ιεροποιοί είναι ένα άχρηστο απόθεμα, για να το πω έτσι σκληρά, ενώ οι ελληνοταμίες μια κρυφή πληγή, που χρειάζεται μπόλικο νερό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στ’ αλήθεια, ωραία τα παρομοιάζεις, Μένωνα, κι ο λόγος σου είναι θαυμάσιος.

ΜΕΝΩΝ: Το περίσσευμα λοιπόν των μεν πρέπει να μεταφερθεί στις ανάγκες των δε. Γιατί μόνον έτσι μπορεί μια δίκαιη πολιτεία να αξιοποιεί τις δυνάμεις της, ώστε να πετυχαίνει αυτό που λέμε ΄΄διοικητικό εξορθολογισμό΄΄. Κι αν φυσικά αυτό πραγματοποιείται, τότε το καράβι της πολιτείας ορθοπλωρεί. Ειλικρινά, Σωκράτη, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε βλέπω σκεπτικό απέναντι σε αυτή την ιδέα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα ήθελα, Μένωνα, να εξετάσουμε από κοινού όσα μου λες, αν δεν έχεις αντίρρηση.

ΜΕΝΩΝ: Καμία αντίρρηση. Σε ακούω, Σωκράτη, προσεκτικά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, σύμφωνα με όσα μου λες, Μένωνα, στους ιεροποιούς παρατηρείται περίσσευμα καθώς αυτοί δεν συμβάλλουν στην παραγωγή οικονομικά αποδοτικού έργου – ενώ στους ελληνοταμίες συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αλλά για να δούμε τι εννοείς με αυτό, Μένωνα. Είναι προφανές ότι το περίσσευμα συμβαίνει όταν κάτι ξεπερνά κάποιο μέτρο, ώστε να μοιάζει ή να είναι μια υπερβολή. Ενώ η ανάγκη κραυγάζει εκεί ακριβώς όπου υπάρχει η αριθμητική έλλειψη, ώστε ποσοτικά να βρισκόμαστε κάτω από το μέτρο που έχουμε θεσπίσει. Το παραδέχεσαι αυτό κατ’ αρχάς;

ΜΕΝΩΝ: Αναγκαστικά. Πώς αλλιώς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όταν λοιπόν εμείς θελήσουμε να μεταφέρουμε το περίσσευμα στο χώρο όπου εκδηλώνεται η έλλειψη, τι ακριβώς κάνουμε; Είναι προφανές ότι καθώς το περίσσευμα δεν θα υπάρχει πλέον, θα έχουμε αγγίξει στον τομέα απ’ τον οποίον γίνεται η ΄΄μετάγγιση΄΄ το αριθμητικό μέτρο που εμείς θέλουμε, ενώ από την άλλη πλευρά, όταν θα έχουμε ενισχύσει τον τομέα όπου παρατηρείται η έλλειψη, θα έχουμε αποκαταστήσει το πρόβλημα ώστε ο αριθμός των υπαλλήλων που εργάζονται στον τομέα που μειονεκτεί να ταυτίζεται, ει δυνατόν, με το μέτρο που ο Λόγος και πάλι επιβάλλει. Συμφωνείς με αυτή τη σκέψη;

ΜΕΝΩΝ: Φυσικά και συμφωνώ. Εξάλλου αυτό επιδιώκει ο εξορθολογισμός.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Πολύ ωραία, συνεχίζω. Αν, ωστόσο, στην πορεία ο πλεονασματικός τομέας συμβεί παραδόξως να αποψιλωθεί παρά τις δικές μας βουλήσεις και προσδοκίες, δεν θα γίνει αυτομάτως κι αυτός μειονεκτικός; Γιατί αυτό το ΄΄πλέον τι΄΄ που τον χαρακτήριζε θα μετατραπεί αυτομάτως σε ΄΄τι έλαττον΄΄ ώστε να μην ξεπερνά αυτή τη φορά το μέτρο, αλλά να υπολείπεται εν συγκρίσει με αυτό. Κι αντίστροφα τώρα, αν, μα τον Δία, στην εξέλιξη των πραγμάτων ο τομέας που ενισχύθηκε συμβεί ή και πάλι να αποψιλωθεί παρά τις δικές μας βουλήσεις και προσδοκίες, ή, αντίθετα, να ενισχυθεί υπέρμετρα, δεν θα βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με ένα νέο πρόβλημα ανισορροπίας ή εκτροπής απ’ το θεσπισμένο μέτρο;

ΜΕΝΩΝ: Ναι, έτσι θα είναι τα πράγματα, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Επομένως, ο εξορθολογισμός αν πρέπει να παίζει έναν ρόλο ρυθμιστικής αρχής, θα πρέπει συνεχώς κι αδιαλείπτως να εποπτεύει όλους τους τομείς της δραστηριότητας της πόλης ώστε σε κανέναν, ει δυνατόν, να συμβαίνει υπέρβαση του μέτρου;

ΜΕΝΩΝ: Ναι, ιδανικά έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Πολύ ωραία, μου επιτρέπεις λοιπόν να συνεχίσω. Εάν λοιπόν αποψιλωθούν οι ιεροποιοί και κατά ένα μέρος τους γίνουν ελληνοταμίες, δεν θα υπάρξει πρόβλημα προσαρμογής εκείνων που θα αλλάξουν ρόλο; Διότι αν ο ιεροποιός παλαιότερα προήδρευε στεφανωμένος πάνω σε έναν ξύλινο θώκο, μια μεθώντας και μια θορυβώντας, τώρα θα πρέπει να σηκώνεται από την ανατολή του ηλίου και να κουβαλά κάποια χοντρά λογιστικά βιβλία που να δείχνουν τις εισροές των Σαμίων, των Σικυωνίων και των Αργιτών; Θεωρείς, λοιπόν, Μένωνα, ότι κάποιος που έχει μάθει να παίζει έναν εύκολο ρόλο, θα είναι σε θέση να αλλάξει τις συνήθειές του και να αναλάβει μια κοπιαστική εργασία;

ΜΕΝΩΝ: Στ’ αλήθεια, είναι δύσκολο να νικήσεις τις έξεις σου, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά άκου και κάτι ακόμα. Αυτοί που θα επιβλέπουν το έργο του εξορθολογισμού, δεν θα πρέπει να οργανώνονται σε ένα ξεχωριστό σώμα;

ΜΕΝΩΝ: Βεβαιότατα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτό το σώμα λοιπόν πρέπει να έχει κάποια εσωτερική οργάνωση αλλά φυσικά και έναν αριθμό υπαλλήλων. Δηλαδή και αυτό το σώμα, αν παραβάλουμε την αποστολή του και τον αριθμό των προσώπων που το συναποτελούν, πρέπει να υπακούει σε κάποιο αριθμητικό μέτρο. Σωστά, Μένωνα;

ΜΕΝΩΝ: Πώς αλλιώς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Άρα για το σώμα αυτό που θα επιβλέπει το έργο του εξορθολογισμού, δύο μπορεί να συμβαίνουν: ή αυτό να είναι σύμφωνο με το μέτρο που εμείς υποκειμενικά κι εδώ έχουμε θεσπίσει, ή αντίθετα, να το ξεπερνά αναμφίβολα ή να υπάρχει και εδώ κάποια έλλειψη. Αλλά πώς θα μπορέσει, σε αυτή την τελευταία περίπτωση, το σώμα αυτό να ενισχυθεί, όταν η δική του αποστολή και μόνο είναι να εποπτεύει τους τομείς που αυτό αντιπαραβάλλει; Αν έπρεπε να γίνει αυτό, θα ήταν αναγκαίο να συγκροτηθεί ένα άλλο σώμα που θα επέβλεπε τη μεταφορά δυνάμεων από έναν πλεονασματικό τομέα της κρατικής μας διοίκησης σε αυτό που αποκαλέσαμε νωρίτερα ΄΄σώμα διοικητικού εξορθολογισμού΄΄. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, ο πλεονασματικός τομέας και το νυν ανεπαρκές αριθμητικά ΄΄σώμα διοικητικού εξορθολογισμού΄΄ θα βρίσκονταν κάτω από την εποπτική και εγκριτική αρμοδιότητα εκείνου του άλλου σώματος, που θα υπέρκειτο. Διότι όταν ρυθμίζεται κάτι, υπάρχει αυτός που ρυθμίζει και αυτοί που αποτελούν το αντικείμενο της ρύθμισης, που στην περίπτωσή μας είναι δύο, σωστά;

ΜΕΝΩΝ: Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη υπόθεση για αυτό που μου λες, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Συνεπώς, αυτό που λέμε κρατική οργάνωση και λειτουργία δεν είναι κάτι το απρόσωπο αλλά συνδέεται άρρηκτα με την ανθρώπινη παρουσία. Δεδομένου, δε, ότι τα οικονομικά της πόλης μας από τους μακροχρόνιους πολέμους και τις εκστρατείες δεν γνωρίζουν πλέον βελτίωση, αλλά βαίνουν καθοδικά, με την έννοια ότι δαπανούμε μεγάλα ποσά με αμφίβολη οικονομική απόδοση ή αντίκρισμα, η εκκλησία αποφάσισε κάνοντας χρήση της νομοθετικής της δύναμης, να ανακόψει την πρόσληψη άλλων δημόσιων λειτουργών, καθώς αυτή όσο εξακολουθούσε επιβάρυνε τον προϋπολογισμό μας. Έτσι είμαστε ανήσυχοι όλοι καθώς όλες οι λειτουργίες της πόλης θα πρέπει να υλοποιούνται με το υπάρχον δυναμικό, δίχως την ελπίδα αυτό να ενισχύεται από τους εφήβους μας, που πρέπει να είναι η νέα γενιά των αρχόντων μας.

ΜΕΝΩΝ: Τι θες να πεις, Σωκράτη, με αυτή σου τη σκέψη;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως, εάν κάνεις υπομονή. Εάν λοιπόν η πόλη τακτοποιεί τις υποθέσεις της μόνο με κείνους που τώρα εργάζονται και μόνο με αυτούς ως ιεροποιοί, ελληνοταμίες, τριηροποιοί, τειχοποιοί, ταφροποιοί, αθλοθέτες, γραμματείς, υπογραμματείς, οδοποιοί και τα λοιπά, χωρίς να προσδοκά ότι θα ανανεώνει με νέες προσλήψεις το σώμα των δημόσιων λειτουργών της, τι είναι πιθανότερο να συμβεί από τούδε και στο εξής; Να τηρείται ή να ανατρέπεται το αριθμητικό μέτρο που εμείς θα έχουμε συντηρήσει για καθέναν από αυτούς τους κλάδους;

ΜΕΝΩΝ: Δεν μπορώ να σου απαντήσω, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μάλλον δεν κατάλαβες την ερώτησή μου οπότε σ’ την ξαναϋποβάλλω. Τι είναι πιθανότερο να συμβαίνει στο μέλλον με έναν κλειστό-σταθερό αριθμό υπαλλήλων; Ο αριθμός αυτός να αυξάνεται ή να μειώνεται; Σκέψου προτού μου απαντήσεις ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος φέρνει αναγκαστικά τη φθορά και η φθορά δεν επηρεάζει μόνο τα άψυχα αλλά και τα έμψυχα. Καθώς λοιπόν ο χρόνος θα ρέει, είναι για μένα προφανές ότι ο σταθερός αυτός αριθμός ολοένα και θα μειώνεται γιατί απλούστατα θα βρίσκεται υπό την επήρεια του νόμου της πτωτικής μεταβολής καθώς και της γενικής φθοράς των πραγμάτων. Το δέχεσαι αυτό;

ΜΕΝΩΝ: Ναι, έτσι πρέπει να είναι. Γιατί μπορώ να σκεφτώ ότι από τους τρεις ελληνοταμίες ο ένας, ο ηλικιωμένος, θα ψοφήσει σύντομα, καθώς τρέμει το χέρι του, ενώ ο τέως σκυτοτόμος ίσως αλλάξει επάγγελμα και γυρίσει στα δέρματα. Δηλαδή, Σωκράτη, ο θάνατος, η επαγγελματική μεταβολή, οι νόσοι, ακόμη ακόμη και η έλλειψη ειδικών γνώσεων, λειτουργούν επιβαρυντικά ώστε από το σύνολο των ανθρώπων που υπηρετούν μιαν πόλη, πολλοί να αποτραβιούνται, άλλοι να φυλλορροούν, κάποιοι να αφήνουν στο χώμα την τελευταία τους πνοή. Όλα αυτά μαζί αν συμβαίνουν, τότε ναι, ένας σταθερός αριθμός σίγουρα συν τω χρόνω μειώνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά συν τοις άλλοις είναι και κείνοι που αποχωρούν με κάποια συνταξούλα. Τι μπορεί λοιπόν να κάνει ο εξορθολογισμός μπρος σε όλα αυτά;

ΜΕΝΩΝ: Το μόνο καίριο είναι να ενισχύει τα σώματα των αρχόντων με νέο, μικρής ηλικίας, δυναμικό, που θα παίρνει τη σκυτάλη από κείνους που έχουν γεράσει μέσα στους ναούς, στην Πνύκα και στο Βουλευτήριο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μα, όπως είπαμε, αυτό δεν μπορεί να γίνει, διότι ο σκοπός μας είναι να μειώνουμε τη δαπάνη των μισθών των αξιωματούχων, ώστε να βελτιώνουμε τα δημόσια οικονομικά μας. Οπότε, Μένωνα, με τι είναι αναγκασμένος να παλέψει ο εξορθολογισμός;

ΜΕΝΩΝ: Μα τον Δία, Σωκράτη, με δυνάμεις υπέρτερες. Γιατί δεν μπορείς να τα βάλεις με τη φθορά και τη μοίρα. Ο θάνατος, δε, μπορεί να διαλύσει ένα ολόκληρο σώμα κρατικών υπαλλήλων όπως έγινε αν θυμάσαι στις Αργινούσες με περίπου 5.000 πολεμιστές που χάθηκαν σε μία και μόνο ναυμαχία.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά και με τους στρατηγούς που εκτελέστηκαν για τη στάση τους.

ΜΕΝΩΝ: Ναι, γιατί κατηγορήθηκαν και παραπέμφθηκαν σε θάνατο γιατί δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Επομένως, για να γυρίσουμε στο αρχικό μας θέμα, αν καταφέρει η πόλη να ενισχύσει το σώμα των ελληνοταμιών εις βάρος των ιεροποιών, πιστεύεις ότι θα προαγάγει το γενικό καλό;

ΜΕΝΩΝ: Σύμφωνα με όσα προείπαμε, ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εάν πάλι υπό την επήρεια του νόμου της μεταβολής, οι ελληνοταμίες και πάλι μειωθούν ώστε να χρειάζονται ενίσχυση σε ανθρώπινες δυνάμεις, δεν θα πρέπει ο εξορθολογισμός να βρει μια νέα, αποτελεσματική αλλά πρόσκαιρη λύση;

ΜΕΝΩΝ: Βεβαιότατα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εάν όμως το πρόβλημα της έλλειψης συμβαίνει και σε άλλα σώματα κρατικών λειτουργών, οπότε πρέπει και αυτά να ενισχύονται διαρκώς με μεταφορά υπαλλήλων από άλλα που έχουν περίσσευμα, ο εξορθολογισμός δεν θα βρεθεί σε δυσκολότερη θέση; Διότι από τη μια θα πρέπει να ενισχύει όλα τα καίρια πόστα με αξιόμαχους υπαλλήλους αλλά και από την άλλη να ροκανίζει εκείνα που δεν θα θεωρούνται σημαντικά για τη δημόσια οικονομία; Και μάλιστα, ενισχύοντας όλα τα πρώτα να αναλαμβάνει την υποχρέωση να το κάνει διαρκώς όσο θα παρατηρείται έλλειψη, ενώ όσον αφορά τα δεύτερα να είναι αναγκασμένος να το επιβάλλει εις βάρος της αριθμητικής τους σύνθεσης, ώστε σε κάθε περίπτωση να συντηρείται η διττή ισορροπία, και τα πρώτα να είναι ετοιμοπόλεμα και καλώς στελεχωμένα αλλά και τα δεύτερα να συνεχίζουν να επιτελούν τον ρόλο τους έστω και με μειωμένες δυνάμεις; Υπό αυτές τις συνθήκες και δεδομένου ότι και το ίδιο το σώμα του εξορθολογισμού μπορεί να γίνει στόχος της μοίρας αλλά και να βάλλονται όλα τα διοικητικά σώματα από τις ενάντιες δυνάμεις της φθοράς και της καταστροφής, βρίσκεται ή δεν βρίσκεται και ο ίδιος ο εξορθολογισμός σε δυσκολότατη θέση;

ΜΕΝΩΝ: Το παραδέχομαι, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Επομένως, μπορεί κανείς λογικός πολίτης να ορκιστεί πως με απόλυτη σιγουριά ο εξορθολογισμός θα πετυχαίνει στο εξής τον σκοπό του, όταν όπως προείπαμε, ο άνθρωπος είναι πεπερασμένο ον και από την άλλη οι διαθέσιμες κρατικές δυνάμεις, αυτό που λένε ανθρώπινους πόρους, δεν θα πρέπει να ενισχύονται για να μην επιβαρυνθεί το σκέλος των κρατικών δαπανών;

ΜΕΝΩΝ: Πραγματικά, Σωκράτη, δεν θα μπορούσε κανείς λογικός άνθρωπος να δεχτεί κάτι διαφορετικό από αυτό που λες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Η μεταβλητότητα, επομένως, των ανθρωπίνων πραγμάτων, ας συμφωνήσουμε καταληκτικά, μπορεί να παρασύρει κάθε σχέδιο διοικητικού εξορθολογισμού χωρίς κανείς να μπορεί να μαντέψει αν στο μέλλον θα επαρκούν οι ανθρώπινοι πόροι μας για να καλύπτουν τις παντοειδείς κρατικές μας ανάγκες.

ΜΕΝΩΝ: Το ομολογώ κι εγώ, Σωκράτη, και αναρωτιέμαι τι με έκανε αρχικά τόσο δύσπιστο προς την αντίρρησή σου.



[Πλάτων, Μένων, 272a-279b]



28/5/13

Κώστας Ευμορφούλης: ως δεύτερος πατέρας

28-5-2013

(16.5.1928-24.5.2013. Υπήρξε ο καθηγητής γερμανικών στην οικογένεια, διδάσκοντας σε μένα και στον αδελφό μου Παναγιώτη. Όταν σταματήσαμε τα μαθήματα, ωστόσο, αναπτύξαμε μια αληθινή - ζεστή σχέση επί χρόνια και με περηφάνια θα λέγαμε ότι είμαστε [σχεδόν] οι μόνοι από τους εκατοντάδες μαθητές του που κράτησαν δεσμό μαζί του. Ο τελευταίος σταθμός του το νοσοκομείο ''Σωτηρία''... Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε την 27.5.2013.)

..................................................................

Όλοι εμείς που βρεθήκαμε σήμερα εδώ δεν ήλθαμε για να τον αποχαιρετήσουμε. Ήλθαμε για να θεμελιώσουμε μια διαρκή σχέση μαζί του, να τονίσουμε πως η ύπαρξή του για μας θα συνεχίζεται επ’ άπειρον, όπως συμβαίνει όταν τίθεται ο θεμέλιος λίθος στα εγκαίνια ενός λαμπρού οικοδομήματος που θα ζει για πάντα.


Η πλούσια κι αφειδώλευτη αγάπη ακυρώνει σήμερα αυτόν τον χωρισμό. Μπορεί στ’ αλήθεια να υποτασσόμαστε στον δυναστευτικό νόμο της φθοράς, ωστόσο τον παραβαίνουμε ζώντας ο καθένας μας μέσα από τον άλλον. Με τον νου μεγάλο δυνάστη, την καρδιά ευαίσθητο δέκτη, με τη μνήμη και τη συνείδηση πάντα άγρυπνες, μπορεί και ανασταίνεται απόλυτα δικαιωμένος ο άνθρωπος, δαφνοστεφανωμένος από τον τίμιο αγώνα του στο μεγάλο μέτωπο της ζωής.

Αξιολάτρευτε άνθρωπε, αλησμόνητε σύντροφε, μοναδικέ μας πατέρα, φίλε ξεχωριστέ, αξιοσέβαστε κύριε καθηγητά, πλέον μπορείς μόνο να μας ακούς, τον καθένα μας ξεχωριστά και πρωτευόντως τα εξέχοντα μέλη της οικογένειάς σου, να χτίζουν αποσπασματικά το πορτρέτο σου, με λόγια ουσίας και χίλιες αναμνήσεις. Δίπλα στην οικογένεια, στέκουμε όλοι εμείς που σε γνωρίσαμε και βρήκαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε μαζί σου μια ειδική σχέση, αμοιβαία κι ειλικρινή.

Οι άνθρωποι που στάθηκαν στο πλευρό σου, η σύζυγός σου, τα παιδιά σου, όλοι οι συγγενείς σου, ήταν εκείνοι που είχαν την τύχη να διαβάσουν το βιβλίο της ζωής σου λέξη προς λέξη, σε μια συνοδοιπορία διαρκείας, με φωτοστέφανο μιαν άδολη και αταλάντευτη αγάπη. Οι άνθρωποι της κάθε μέρας σου, η σύζυγός σου, τα παιδιά σου, είναι αυτοί που σε κέρδισαν, κι αυτοί που βεβαίως πρωτίστως σε χάνουν στην πιο οδυνηρή έξαρση της απωλείας. Είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από οιονδήποτε άλλον την έμπρακτη εκδήλωση όλων των χαρισμάτων σου, κι ανάμεσα σε αυτά καταλέγονται η μετριοπάθειά σου, η ισορροπία που τηρούσες μεταξύ λογικής και συναισθήματος, η διακριτικότητα της καλοσύνης σου, η ακλόνητη πίστη σου στις βασικές ελληνικές αξίες, η δοτικότητά σου, η καρτερία σου. Με οδηγό την αγάπη σου για το ευ ζην, την αναζήτηση της ποιότητας στη ζωή, σε είδαν να νικάς αλυσιδωτά εμπόδια, κακουχίες κι αντιξοότητες και πάντα να αφήνεις να ανθίζει τις στιγμές της νίκης το ευγενικό σου χαμόγελο.

Παιδί κι εσύ του Μεσοπολέμου, έζησες στο πετσί σου τα δεινά ιστορικών συγκυριών, κι ωστόσο εν μέσω τόσων βιοτικών απειλών άντεξες στην πίεση των αναγκών και χάραξες τον δρόμο μιας ζωής που κάθε απολογισμός θα κρίνει ευτυχή. Μπρος στα λάμποντα μάτια σου παρήλασε η Ελλάδα της Κατοχής και της ανοικοδόμησης, οι δεκαετίες των οραμάτων αλλά και των μεγάλων ματαιώσεων, ως τη σημερινή μιας παραλυτικής κρίσης. Σκαλί σκαλί ανεβαίνοντας έφτασες σαν θαύμα ως εδώ για να σου χαριστεί πλέον το πιο μεγάλο έπαθλο: εκείνο της ανθρωπιάς, του κοινωνικού ήθους και βεβαίως της αφοσίωσης στο ιδεώδες της αγάπης, καθώς κατάφερες να συντηρήσεις έναν δεσμό βάθους, συντροφικό-έγγαμο-οικογενειακό, επί 70 συναπτά έτη. Είναι μια αγάπη σπάνια και μάλιστα αγέραστη παρά το ξεκίνημά της από τα χρόνια της αθώας εφηβείας. Όλη σχεδόν λοιπόν η ζωή σου είναι ένας λυρικός ύμνος στην αγάπη, κι αυτό το γεγονός έρχεται σήμερα να ισοσταθμίσει στις καρδιές των δικών σου ανθρώπων τη συντριβή μεν και την οδύνη της φυγής σου με έναν αγέρωχο θαυμασμό, δε, και μια υψηλή περηφάνια για το σπάνιο αυτό κατόρθωμα.

Η ομορφιά σου, ποιος να το αρνηθεί, ήταν καλοζυγισμένη έξω και μέσα, σε μια σχέση ιδανικής συμμετρίας και ανταπόκρισης. Το ευθυτενές σώμα ο καθρέπτης της ψυχής σου. Το βλέμμα σου, ο λόγος σου, το παράστημά σου, το τραγούδι σου, αληθινή χαρά των αισθήσεων. Όλα δικαίως είναι συμπυκνωμένα και συνηρημένα στο αλησμόνητο όνομά σου: αληθινός Ευμορφούλης, η παρουσία σου δηλαδή το φανέρωμα της ομορφιάς σε έναν άχαρο και σκοτεινό κόσμο. Μια ομορφιά διακριτή, κρυστάλλινη, απτή, διαπιστωμένη, μια ομορφιά που τώρα σε σκεπάζει ως μια ιδέα άσβηστη, ως μια παράσταση από όλους εσωτερικευμένη, και συνάμα υπεραισθητή , αναλλοίωτη.

Δίπλα στην οικογένειά σου που όσο συ την εκάλλυνες άλλο τόσο και κείνη σε ομόρφαινε, στέκουμε σήμερα κι εμείς που έχουμε να θυμόμαστε ωραίες κοινωνικές παρενθέσεις, εορταστικές συνάξεις, φιλοφρονήσεις και δωρεές. Οι τόποι, οι δρόμοι, τα κέντρα, οι μουσικές, τα φαγητά, οι ωραίες επιθυμίες, οι γλυκιές βραδιές όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με σένα και τους οικείους σου. Γύρω από ένα τραπέζι πάντα συμφωνούσαμε ευλαβικά, μετά καλοκαρδίας. Δίπλα, ωστόσο, σε όλα αυτά τα ηδονικά, στέκονται και των τελευταίων χρόνων τα αναπάντεχα κι αλυσιδωτά παθήματα, οι πικρές αφηγήσεις σου, οι αγωνίες, οι ανηλεείς περιπέτειές σου, όλα εκείνα που σφραγίστηκαν πάνω στο κορμί σου. Ένας συνδυασμός λοιπόν από χαρές που συν τω χρόνω λιγόστευαν και νίλες που ολοένα και πλήθαιναν, ένας συνδυασμός που μας έκανε να συμπάσχουμε τις πιο πολλές φορές αμήχανοι, με τη μυστική μονάχα ελπίδα της ασίγαστης δίψας σου για τη ζωή που έμοιαζε όλα να τα υπερπηδά.

Αγαπημένε μας καθηγητά, δικέ μας πατέρα, παιδιά σου κι όλοι εμείς οι εκατοντάδες μαθητές σου που λάβαμε από σένα τα νάματα της ακριβούς γνώσης για μιαν ευδόκιμη σταδιοδρομία. Τώρα μόνο θα μας ακούς να λέμε σαν ποίημα τα έργα σου, όσα από τα πολλά προλάβαμε να ζήσουμε. Αυτό λοιπόν είναι και το πιο παραστατικό μάθημα που μας χαρίζεις: τον τρόπο που έβλεπες τα πράγματα, τον τρόπο που τα ζούσες. Η ζωή σου είναι το μεγάλο μας μάθημα, το πιο σοφό δίδαγμα, το πιο υψηλό πρότυπο.

Οι άνθρωποι που αγαπούμε είναι το οξυγόνο μας, οι άνθρωποι που παραδεχόμαστε είναι το δικό μας αίμα. Οι άνθρωποι που μας μαθαίνουν είναι η πηγή μας κι εκείνοι που μας νοιάζονται θεσπίζουν το μέτρο μας. Αυτοί που ζουν μαζί μας είναι η σωτηρία μας κι αυτοί που φτερουγίζουν είναι η δεύτερη ζωή μας.

Κι εκείνο το γλυκό απόβραδο της εορταστικής Τρίτης 21 Μαΐου, όταν η φύση ψήλωνε τόσο όσο για να φτάσει με τις μυρωδιές της τον θάλαμο του παλιού νοσοκομείου, πρέπει να είδες τα πουλιά, το κάλεσμα της εξόδου, όταν με τα μάτια κλειστά κατάφερες κι είπες «Ω Θεέ μου, ω θεέ μου», κι ήταν αυτό μια ψιθυριστή προσευχή, κι ήταν μια θερμή από τα βάθη της καρδιάς ευχαριστία, κι ακούστηκε γλυκά κι ελαφρώς παραπονεμένα, όταν ίσως η πλάστιγγα έγερνε έτσι ώστε να ζητείς να λυτρωθείς απ’ τα δεσμά σου. Κι έλεγες κάθε τόσο εκείνες τις μέρες «αφήστε με» για να προλάβεις να ετοιμάσεις την ψυχή σου. Απέναντί σου ένα δάσος πυκνό, ο αιώνιος Υμηττός να σε χαιρετά κι ένας ουρανός σαν μια πύλη μετέωρη.

Ω Θεέ μου, ω θεέ μου, είπες χαμηλόφωνα κι Εκείνος σε άκουσε.

7/5/13

Κατ' ευχών

7-5-2013


Τι βάρος έχουν δυο λόγια ευχής
σα φάρος στέκουν στο μέσο της γης;
Τι να χωρέσουν δυο λόγια ευχής
τι να μπορέσουν, εκτός μιας ψυχής;
Ποιο χρόνο κλέβουν δυο λόγια ευχής
ποιο πόνο βλέπουν διά μιας στιγμής;
Πώς να βουτήξουν δυο λόγια ευχών
που δεν μετέχουν υδάτων ρηχών;
Τι να ερευνήσουν δυο λόγια ευχών
σα δαπανήσουν δυο στάλες λεπτών;

Τι να θερμάνουν δυο λόγια ευχών
πουλιά χαμένα μηνών κι εποχών;
Ποιο πλούτο φέρνουν δυο λόγια ευχών
ψιλά που μείναν στην τσέπη φτωχών;
Ποια αλήθεια λένε δυο λόγια ευχών
αν τα φιμώνει στη λήθη αιών;
Τι να γεννήσουν δυο λόγια ευχής
τι να γεμίσουν στο σύμπαν ζωής;

Τι να προσμένουν δυο λόγια ευχής
που ξεθυμαίνουν αυτοστιγμής;
Πόσα να γράψουν δυο λόγια ευχών
ίχνη σβησμένα σελίδων λευκών;
Τι να πρωτόπουν δυο λόγια ευχής
αφού δεν σκάπτουν το κοίλον πληγής;
Τι μήκος παίρνουν δυο λόγια ευχών
ποιο νείκος γδέρνουν στ' αλώνι μαχών;
Πόσο κοστίζουν δυο λόγια ευχών
τι ''ροκανίζουν απ' το πλαγκτόν'';
Ποια μνήμη σέρνουν δυο λόγια ευχών
ποιο μνήμα στέργουν ποιων δυστυχών;

Τι νέο φέρνουν δυο λόγια ευχής
τι καταφέρνουν ολοχρονίς;
Πώς ησυχάζουν δυο λόγια ευχής
σαν καταβρέχουν - λίγο βροχής;

Ποια ερημία -λένε- δροσίζουν
όταν τα βράδια αχνά σφυρίζουν;
Ποια αγωνία σβήνουν ηχώντας
όσων βαδίζουν αγκομαχώντας;
Ποιο χνούδι υφαίνουν σα 'λαφραγγίζουν
ποιο δάκρυ αθώο ευθύς σφουγγίζουν;
Πόσο πυκνώνουν μες στις αράδες
πότε τρυπώνουν στις χαραμάδες;
Γιορτή τα φέρνει, χάση ή φέξη;
Ή κάποια τύψη όποιου έχει φταίξει;
Θάματα κάνουν, μεταμορφώνουν
τραύματα γιάνουν, καίνε, επουλώνουν;
Κουρτίνες είναι μικρού θεάτρου
ζωής σημαίες, πέπλα θανάτου;
Φτεροκοπάνε και φτερουγίζουν;
Ριζώνουν, πιάνουν, ανακουφίζουν;
Στους ουρανούς απολυμένα
χάρη προσθέτουν ή ηχούν θλιμμένα;
Είν' επωδός κάποιου κανόνα
ή μια οδός που στέκουνε μόνα;
Πυροτεχνήματα διεσπαρμένα -
αναμασήματα συνταιριασμένα;
................................................
Δυο λόγια ευχής είναι μια στάση
σε πλου ενός βίου που'χει γεράσει.

Δυο λόγια ευχής κρίνονται δώρα
πανιά θαλάσσης ελπιδοφόρα.

Τα λόγια ευχής είναι μελίσσι
κι αλί σε κείνον που τ' αμελήσει. -


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ

















































23/4/13

Τρεχάλες

23-4-2013


                                                                                          ΔΡΟΜΕΑΣ, Κ. ΒΑΡΩΤΣΟΣ (...πόσα λέει!...)

Το θέμα είναι, μάγκες μου, να αφικνείται εγκαίρως
εφ' ω ετάχθη έκαστος, εις ορισμένο μέρος
να βάζει καθημερινά στοίχημα με το χρόνο
νικώντας όλα τα θεριά να κάθεται στο θρόνο.

Το θέμα είναι πρώτιστα στην ώρα του να φτάνει
σαν ταξιδιώτης πόλεως που βλέπει το λιμάνι
να μπαίνει στο πλοιάριον προτού αυτό σαλπάρει
να'ναι εις τούτο συνεπής κι εκ τούτου να καλμάρει.

Όλου του κόσμου τα δεινά, τελώνια και δαιμόνια
να τα λιανίζει στανικώς, να τα βαρά στ' αμόνια
από το πρώτο χάραμα όποια κι αν είναι η μπόρα
ένας κυρίαρχος σκοπός να τον κινεί: η ώρα.

Όθεν στο σώμα του κρεμά παντοειδή ρολόγια
που έχουνε τους κτύπους τους τα αμείλικτά τους λόγια
ένα ρολόγι ο σφυγμός και ένα η καρδιά του
ένα και η ανάσα του κι ένα το βάδισμά του
μες στο κεφάλι του τικ τακ κινείται ο λεπτοδείκτης
μια βόμβα μες στο στήθος του κοιμάται δυναμίτης.

Προτού λοιπόν να εκραγεί
σε κάθε άσκοπο φραγή
θέτει ο καλός δρομέας
σαν φτεροπόδαρος Ερμής
που διατρέχει επί γης
μοιάζει διανομέας.

Μετράει τις κινήσεις του και τις υπολογίζει
το βάρος κάθε πράγματος φροντίζει να ζυγίζει
όλοι οι δρόμοι της αυγής τον οδηγούν στη Ρώμη
η Σύγκλητος δεν συγχωρεί κι είναι αυστηροί οι νόμοι.

Ο άνθρωπός μας σαν ξυπνά κοιτά το ξυπνητήρι
μ' ένα άλμα αποφασιστικό ποζάρει στο νιπτήρι
κάνει μια ξούρα βιαστική κόβεται στο πηγούνι
προτού καρφώσει τοστ ζαμπόν μ' ένα άπλυτο πηρούνι.

Βάζει τα ρούχα της δουλειάς κι ένα κουμπί του τρέμει
μυρίζει τον ιδρώτα του αλλά δεν περιμένει
βαριά η σάκα της σχολής για όλα τα μαθητούδια
μέσα της ρίχνει ένα ψωμί, δυο πρόχειρα καλούδια
κορνάρει κάποιο σχολικό στη διπλανή γωνία
ο κώδων του προαύλιου μια μόνιμη αγωνία -

κατρακυλούνε τα λεπτά και το ρολόι του ΣΚΑΪ
πηγαίνει φανερά μπροστά και τον αγχώδη σκάει -

η ώρα πάει οχτώμισι κόσμος πολύς στη στάση
περνάει ένα "ακορντεόν", μα, φτου, άδειο φαράσι!
τρελή υποψία γέρνει πια προς κάποια απεργία
στ' αυτιά τα ραδιόφωνα βομβίζουν τα δελτία
κι όπως τα αμάξια σέρνονται στα κόκκινα φανάρια
τα κίτρινα οχήματα περνούν φίσκα κι ανάρια.

Τώρα πια σφίγγει ο κλοιός, σχεδίου ας ηγηθεί
      
(ξάφνου νυγμός εντερικός καλεί να ενεργηθεί)

να πάει πεζός; αδύνατον πια τώρα να προκάμει
εκτός αν τον εκτόξευε φανταστικό πλοκάμι
και το βαγόνι τού μετρό ζωή μέσα σε τάφο
χελώνα είν' το τρόλεϊ το τραμ άρρωστο σκάφος -

κι ενώ τα δευτερόλεπτα μικραίνουν τη θηλιά του
κι ένας σπασμός αδόκητος τραντάζει την κοιλιά του
περνά ένα μοτοσακό κάπως ξαλαφρωμένο
και το μυαλό εξάπτεται στη βράση θολωμένο:
"Ρε παληκάρι; Σύνταγμα; με κουβαλάς και μένα;"
τον ερωτά με στεναγμό, τα λόγια του κλαμένα -
ο Κύριος Μοτοσακός του κάνει νεύμα "ανέβα"
κι ευθύς τα καυσαέρια στη μύτη του χορεύαν
εύκολη η διαδρομή και η ψυχή στα ίσα
ο οδηγός τον πάει ντουγρού και του μαδά τη λύσσα -

και τελικά με αυτό το τρικ επρόφτασε στο τσακ
εννιά και ένα ακριβώς ξεπρόβαλλε στο πάρκ(ο) - 

ζεστός απ' το λαχάνιασμα, τη μέγαιρα λαχτάρα
σαν να'δε όνειρο κακό ή πήρε μια τρομάρα
περνά την πύλη με ορμή και δίχως τι να βλέπει
το χέρι του μηχανικά βάζει στη μέσα τσέπη
ψάχνει στο πορτοφόλι του όχι για απανταχούσα
μα για τη διαολόκαρτα που...ΤΙ; ΓΙΑΤΙ; Ε-Ι-Ν'  Α-Π-Ο-Υ-Σ-Α!!!!!!! 
να κλάψει του'ρχεται μεμιάς που'φτασε στην πηγή του
μα πάλι δεν κουκούλωσε την ανοιχτή πληγή του

και καταριέται τη στιγμή που άλλαξε σακάκι
και ξέχασε τον ''διάβολο'' δίπλα σε ένα τασάκι -

τώρα σκασμένος, πελιδνός τις σκάλες ανεβαίνει
ζητώντας μια βεβαίωση που (ανάλαφρη) βαραίνει
                 και σαν να λέει το βλέμμα του
                  (το μυστικό; το ''ψέμα'' του;)
"αργοπορώ δεν το μπορώ είναι κληρονομιά μας
βγαίναν ωραία μα στερνά πάντοτε τα ψωμιά μας"

(το αργόν και χάριν έχει κι όποιος βιάζεται σκοντάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί τη φενάκη πρώτος χάφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί στην παγίδα ευήθης πέφτει
όποιος σ' όλα πειθαρχεί το τυρί της φάκας κλέφτει).

21/4/13

Χαμάμ

21.4.2013



Γ. ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ - Σ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ: με το αίσθημα της βραδιάς αναλλοίωτο  

1. Στα μάτια μου ο Γεράσιμος Ανδρεάτος είναι η προσωποποίηση μιας πολυδιάστατης ομορφιάς. Προικισμένος με τα πιο λαμπερά χρώματα της φύσης, προβάλλει την αγγελική μορφή του με ένα αδαμάντινο ήθος, που όσο ''χαμηλώνει'' με τη γνήσια σεμνότητά του τόσο πιο πολύ ''νοτίζει'' τον κήπο της καρδιάς του κοινού. Ένας υδροφόρος ορίζοντας που υποστρωματικά αγκαλιάζει το κέλυφος κάθε ψυχής. Η ευαισθησία του είναι βελούδινη, το χαμόγελό του απολειφάδι παλαιάς δυσεύρετης ευγένειας, το παράστημά του κίονας ευθύτητας και ειλικρίνειας. Το μπουζούκι στα χέρια του σε συνέχεια του ''είναι'' του, η μουσική μια βροχή από λέξεις που πέφτει πάνω στο άνυδρο συναισθηματικά τοπίο μιας ''άδειας'' εποχής. Η φωνή βγαίνει με αταλάντευτο επαγγελματισμό και μια σίγουρη αλλά ποτέ αλαζονική επιστημοσύνη. Όταν αντικρίζεις τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, μακαρίζεις τη φύση που παράγει τέτοια πρόσωπα-πρότυπα. Στο τέλος της βραδιάς πνίγηκε μέσα στην περιπλοκάδα μιας παρέας. Εκεί εξάλλου ανήκει, μέσα στον κόσμο που τον θαυμάζει και τον ευγνωμονεί. Ένας επί γης απεσταλμένος της Μούσας, ένας αοιδός που έπαιζε στην αυλή του Ομήρου, αυτό το ευλογημένο πουλί του ουρανού (έτσι τέλειωσε το πρόγραμμα) που πάει στη μάνα-υπομονή, που χορδίζει τη δική μας υπομονή, που μας βοηθεί να υπομένουμε τα δεινά ενός κακοοργανωμένου κόσμου, μέσα στον οποίον ευτυχώς βρίσκει θέση η φωνή αυτού του πουλιού, για μακάριους κελαηδισμούς όταν κοπάζουν τα κανόνια και οι βροντές.


Ο τραγουδιστής με την προσωπικότητα του Γ. Ανδρεάτου θεραπεύει ζωές, μπαλώνει τραύματα, χαρίζει ελπίδα. Εξάλλου, ''τίποτα δεν χάθηκε ακόμα''... Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος ενώνει το παλιό με το καινούργιο, ζωογονεί την παράδοση, σμίγει τα σοφά λόγια. Στο μουσικό του χαρμάνι ανακατεύει τους καημούς και τις μνήμες άλλων δεκαετιών με τις σύγχρονες ''απορίες'' οδηγώντας μας σε ένα αιώνιο συμπέρασμα: όλα είναι ζωή, και ζωή είναι απλώς τα πάθη κάθε καρδιάς.

Υ.Γ.: Ευχαριστίες για την ανταπόκρισή του να τραγουδήσει Γαβαλά και Πάνου στο β΄ μέρος του προγράμματος, κεντρίζοντας αθέατες πληγές. (Ο καθείς κι η αχίλλειος πτέρνα του...)


2. ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΦΙΑ Ο ΛΟΓΟΣ



Από'να βαθύ πηγάδι

που νερό δεν πάει στον Άδη

μια φωνή σα δέντρο απλώνει

στη σκιά καρδιά ξαπλώνει.



Στη σκηνή μια τραγουδίστρα

Παναγιά παρηγορίστρα

τους καημούς ξεδιαλύνει

φέρνοντας πικρή γαλήνη.



Φτάνει μόνο η λαλιά της

κάθε πάθος να εικονίσει

νέκταρ η δροσοσταλιά της

μέλι μέλος να κολλήσει.



Με τι πόθο, με τι οίστρο

κάνει τη μιλιά της σείστρο

χλόες πόνων αναδεύει

τραύματα κρυφά χαϊδεύει.



Η πυρπολημένη Σμύρνη

της αγάπης οι κουρσάροι

ό,τι η μοίρα δίνει σπέρνει

τόποι που ο νους σαλπάρει:

όλα αυτά και άλλα χίλια

θέματα και παραμύθια

από φλογισμένα χείλια

με της τέχνης τα ''ψιμύθια''

στόμα-λάλουσά μου κρήνη

φέρε στην ψυχή ειρήνη.



Αηδόνι στον κήπο που ψέλνεις μεθώ

σαν κάδρο η θωριά σου μια αγάπη ποθώ

το κάλλος σου επάνω καθρέφτης-πηγή

σε βλέπει, σε ακούει, ο νέος ριγεί.



Πουλί που σε όλους σκορπάς τον χρυσό σου

στου ονείρου το θάμπος μπρος βγες, φανερώσου

σε σώμα με κάμα σα θάμα είσαι, δρόσος

του έρωτα η ζάλη, η πάλη είναι νόσος.



Το τραγούδι παραγάδι

κάνει τις ζωές υφάδι

κι ό,τι η τραγουδίστρα ψέλνει

ως τα πέρατα το στέλνει.



Οι λυγμοί στεγνοί, αγνοί κι όλοι οι αναστεναγμοί

αχ, στο κράτημά τους τα ''αχ'', της Ανατολής ο Αλλάχ

το άσμα κάνουν προσευχή που το ακούει με προσοχή

νέος στο βωμό της νύχτας όπου το ρεφρέν αλύχτα.



Οινοχόη με λόγια βάλσαμο

στης ζωής το μέγα βάσανο

αοιδός, παθός κι ειδώς

στιχοφόρος πυραγός.



Με τι μέταλλο, τι μπρίο

με τι φλόγα, αλί, θηρίο

ξαίνει ορμές, φαντασιώσεις

έλα, Θεέ μου, να με σώσεις.



Τα τραγούδια κι όσα πει

ό,τι στην καρδιά σου μπει

ό,τι θρέφει αυτό το βράδυ

όσα ηχούν καταλογάδη

σαν σε νέφος σε σηκώνουν

κάπου αλλού σε απιθώνουν

σε μια πόλη μαγική, λυρική, χιμαιρική

ώσπου να'λθει η αυγή και της μέρας η κραυγή

χθες σε τούτο το λουτρό* είχες βρει ένα γιατρικό

όνειρα και υδρατμοί χάνονται κάποια στιγμή

μα ο στίχος που'χει κόψει

την ψυχή, πλάσει την όψη

νυχτικός θα επιστρέψει

- να πλαγιάσει ώσπου να φέξει.

...................................................

(* Χαμάμ   Υ.Γ.: Στον αντίποδα του αισθήματος, στενότης χώρου, θαμώνες φουμέρνουν, έλλειψη πίστας, παλιές τουαλέτες, γειτονιά χωρίς πάρκινγκ.)

13/4/13

Μια Μαίρη Παναγιωταρά των γραφείων

13-4-2013

(Πάμε τραγουδιστά...)

H ΜΑΙΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ


Το πρώτο μέλημα της μέρας ένα άγχος, μπρος σε μια στάση μια στυφή αναμονή


να ξεπροβάλλει βλοσυρό το λεωφορείο, και το τικ τακ του ρολογιού να σε δονεί

να τσαλακώνεσαι στο σαρδελοποιείο και να σε γδέρνουνε οι γύρω σιωπές

ενώ στους δρόμους χαίνουνε πληγές νωπές.



Το ανθρωποστοίβαγμα μια πρέσα διαρκείας και το ταξίδι κάποια νόρμα θλιβερή

το υπουργείο σαν αγέρωχος αφέντης και κείνη η πύλη μια μασέλα κοφτερή

ως το κουδούνισμα, το χτύπημα της κάρτας κάποιες καρδιές λαχανιαστά φτεροκοπούν

προτού να κόψουνε το νήμα και να μπουν.



Στο ασανσέρ ροκανισμένες καλημέρες, κόσμοι απρόσιτοι, ερμητικά κλειστοί

αυθορμησίες και χαμόγελα κομμένα όσο βαλτώνουνε τα πριμ και οι μιστοί

τα φώτα ανάβουν στα γραφεία νυσταγμένα και τα καφέμπρικα μικρή παρηγοριά

και στο παράθυρο η ανάσα του βοριά.



Το τραπεζάκι μου σαν τράπουλα χυμένη κι όλα τα έγγραφα να καιν πιεστικά

οι εκκρεμότητες κρεμάμενες τριγύρω κι ένα τσαφ τσουφ να ξεκινάει βιαστικά

όλα τα πρέπει μαζεμένα στη φωλιά μου και νέα φίδια μες στον κόρφο μου ξυπνούν

και οι ευθύνες σαν φωτιές που δεν ξεχνούν.



Σ ’ένα γραφείο μες στα χνότα και στα λόγια, κάποια αόρατη θηλιά μάς απειλεί

παραδοτέα, απαντήσεις και ι-μέιλ ένα σεινάμενο κακόλαλο σκυλί

τηλεφωνήματα ριπές επικρατείας σαν κομπρεσέρ που δεν βαστά ούτε λεπτό

και ο ‘’πολίτης’’ ένα σύμβολο σεπτό.



Τροπολογίες σαν υπόθετα γαλήνης και νομοσχέδια χρησμώδη ασαφή

οι επισκέπτες ως φορείς μιας αδικίας που μου κοστίζει μια εμβόλιμη επαφή

οι εντολές του γραμματέα σαν μπατσάκια, το πάνω κάτω πρωινή γυμναστική

και το κορμί μου σαν μια ζύμη ελαστική.



Οι υφιστάμενοι γεμάτοι απορίες για τα παράδοξα του κόσμου τα τρελά

κάθε υπόθεση μια πίεση μελάτη που τα μηνίγγια μου πιέζει και γελά

το ραδιόφωνο χιμά με κατηγόριες και γι’ όλα οι υπάλληλοι οι άμοιροι χρωστούν

τις αμαρτίες όλων σα Άτλαντες βαστούν.



Για να μοντάρεις μιαν εγκύκλιο αμέσως τις παρωπίδες σου αυτόματα φοράς

με copy-paste και παρέμβλητες εμπνεύσεις σαν ζαλισμένος στο αρχείο προχωράς

κι ενώ νομίζεις πως πηγαίνεις για το τέλος, φωνή στριγκή του γενικού διευθυντή

σε διατάζει να ‘’παρκάρεις’’ το σιντί.



Ο καπουτσίνο τώρα πια έχει κρυώσει, με κοροϊδεύει το κεφάτο πλαστικό

όλο το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι, κι η πίεση γεννά, αλί, εγκεφαλικό

φτεροκοπάει η καρδιά μου σαν σπουργίτης, έπρεπε να ’μουν εκατόγχειρη θεά

κι ένα σημείωμα να με μουτζώνει… ‘’να’’.



Η πόρτα διάολος που όλο ανοιγοκλείνει και ένα μπαμ σαν κατακεφαλιά

από τις 12 ξεραίνονται τα χείλη και κάθε ανάσα καταπίνει τη λαλιά

έξω στο διάδρομο σαν δήμιος περιμένει δικηγοράκι με μια σάκα φουσκωτή

να με ξεκάνει με τα πώς και με τα τι.



Στα πεταχτά λίγο νεράκι σε μια κούπα κι ένα γελάκι βιασμένο και πνιχτό

τα εισερχόμενα οι νέοι ασθενείς μου κι εγώ να πρέπει με όλο πάθος να ριχτώ

όλα τα αρχεία κάπως με παραμονεύουν κι όλο διψούν για νέα ντάτα κι αριθμούς

μπας κι αποφύγουμε του δήμου τους κλαυθμούς.



Η γραμματέας μού σερβίρει νέα ύλη από το φαξ και την πλατφόρμα πολιτών

θέματα σύνθετα που’ χω κληρονομήσει από ένα αμπέλι παρελθόν κι όλο λυτόν

ένα λοφάκι από χαρτιά αριστερά μου είναι σαν λόχος από φλύαρες φωνές

στην κορυφή του κάπου χύθηκε ένας νες.



Απ’ το ισόγειο θα έλθουν οσονούπω τα ερωτήματα των νέων βουλευτών

των αξιότιμων του έθνους μας πατέρων και μην ακούσω ‘’εντιμότατων κλεφτών’’

οι προθεσμίες σαν μαχαίρι με τρυπάνε και ο αυχένας μου απ’ το σκύψιμο πονεί

ενώ διαδήλωση περνάει με χωνί.



Από το τρέξιμο, τον οίστρο, τη λαχτάρα, από το στρες και την τανάλια των χαρτιών

νιώθω τη ράχη μου δαρμένη αναιτίως και ένα δάκρυ απ’ τις κόγχες των ματιών

κάποιος γιορτάζει αποδίπλα με σφολιάτες, περνώ κι εγώ και του ξερνώ κάποιαν ευχή

κι όλο το είναι μου σηκώνει προσευχή.



‘’Θεέ μου άραγε ως πότε θα αντέξω’’ τούτου του χάους την τρελή μεταβολή

ήδη ο στόμαχος σαν να παραπονιέται και σφυροκόπημα ηχεί απ’ τη χολή

τα δυο πλεμόνια μου ζητούν λίγη γαλήνη, και ένα χέρι των βαρών κουφιστικό

αλλά αντ’ αυτών χαλά το κλιματιστικό.



Η ώρα σέρνεται σαν ύπουλος δραπέτης κι ενώ σιγούνε οι γραμμές οι υστερικές

τώρα ένα βάρος έχει πέσει απ’ τα στήθια και κάποιες έννοιες πρόωρες χιμαιρικές

πια προσηλώνομαι στις ΚΥΑ που αράζουν και δεικτικά με παραπέμπουν στο κουτί

βάζω μια τζίφρα ασυνείδητα η κουτή.



Ταχυδρομείο βαρυφορτωμένο, αύριο σύσκεψη με Γάλλους φορτικούς

κλεφτές ματιές στις ''κουτσομπόλες'' του Δικτύου και κάποια γεύση σε αδιάφορα κους κους

το Εxcelάκι μου ορθώς ευθυγραμμίζω για να το δώσω με καμάρι σε έναν ‘’σερ’’

μα η εκτύπωση ζητεί νέο τονέρ.



Έξω στους δρόμους κάποια έξαψη ανεβαίνει κι οι διμοιρίες κάνουν τείχος πνιγηρό

βλέπω να διώχνουν δυο μανάδες που στριγγλίζουν που συνοδεύουν έναν νεαρό φυρό

μια λαιμητόμος των νεφών κάθε παζάρι που με απολύσεις σαν βροχή μάς απειλεί

κι εγώ θυμάμαι ποιο ‘’το πρώτο μου σκαλί’’.



Ένα εφτάωρο στο ρινγκ βαλαντωμένη στην τουαλέτα επιτέλους ας διαβώ

απελευθέρωση μικρή το κάτουρό μου κι όπως πηγαίνω στον νιπτήρα να νιφτώ

ένα σαπούνι που ’χα φέρει απ’ το σπίτι έγινε άφαντο και τρέχει το νερό

κι εγώ να μην μπορώ ούτε τούτο να χαρώ.



Τακ τακα τουκ τα τακουνάκια στα πλακάκια και ένα άρωμα βαρύ αποπνιχτικό

το ταπεράκι μου ευθύς με περιμένει σαν ένα χάδι τρυφερό ανεκτικό

με την μπουκιά στον ουρανίσκο εφορμάει μια κάποια σύμβουλος του τέως υπουργού

και με κλαδεύει με πριόνι ξυλουργού.



Η ώρα τέσσερις και όλοι έχουν φύγει σβησμένα χάχανα ξεφτίδια μιας φυγής

και τέτοια ώρα είναι θέμα ποιος Θεός μου θέλει να γίνει ένας απομηχανής

το ρετουσάρισμα σε κάποιες εισηγήσεις είναι κολύμβηση μες στα θολά νερά

κι ο πονοκέφαλος στο πλάι με βαρά.



Μια ιδιόλεκτος που έρχεται απέξω είναι ένα σήμα πούρο ‘’συνοριακό’’

οι καθαρίστριες φουμάρουν δυο τσιγάρα με ένα σάρωθρο πολυσυλλεκτικό

ξάφνου χτυπά με αναίδεια το κινητό μου κι η μάνα μου με διακόπτει σαν τρελή

‘’ακόμα, κόρη μου, μη γίνεσαι χαλί’’.



Καθώς το κλείνω όλο νεύρα και συμπόνια την διπλανή μου βιαστικά αποχαιρετώ

μια μέρα πέρασε ολόκληρη ακόμα κι εγώ δεν πρόκαμα ποτέ να βαρεθώ

όμως μπροστά μου όλα μισοφαγωμένα κι ανολοκλήρωτα λιμνάζουν θλιβερά

μέρες σαν σκόνες που ζητούνε φυσερά.



Κοιτώ την τσάντα μου που παραπονεμένη έχει μουδιάσει πάνω στο καλοριφέρ

με μία κίνηση τα χώνω όλα μέσα κι ας τη βαφτίσουνε στην πιάτσα μας unfair

με έναν πήδο προσπερνώ τη σφουγγαρίστρα που θα ξεγράψει κάθε ίχνος αλαφρύ

μιας μέρας δύουσας που πλέον είναι free.



Είμαι στο Τμήμα αρχηγέτιδα, μια αλογόμυγα, ένα σείστρο, ένα τίμιο δουλικό

ψυχή και σώματι δοσμένη στο χαρτοβασίλειο, επαίνου πιόνι κι εργαλείο βολικό.


ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ



11/4/13

Όπως θα το ήθελε κι εκείνος…

Ο Ηλίας Λιούγκος είναι ένας από τους πλέον διακριτικούς εκπροσώπους του καλού ελληνικού τραγουδιού – κινούμενος μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, συνέδεσε σε άγουρη ηλικία το όνομά του με λαμπρές στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας (συμμετείχε στους κατά Σαββόπουλο «Αχαρνής», στα «Παράλογα» και, κυρίως, στη «Ρωμαϊκή Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι) και τα επόμενα χρόνια επέμεινε να υπηρετεί πιστά το χατζιδακικό ρεπερτόριο (μαζί με λίγες ακόμα απόπειρες συναφούς ύφους), τραγουδώντας κυρίως σε μικρούς χώρους, χωρίς ποτέ να διαπεράσει το φράγμα της ανωνυμίας για τους μη ιδιαίτερα μυημένους στο έργο του Μ.Χ.
Κάπως ανάλογη είναι και η ιστορία της δικής μου γνωριμίας με το πρόσωπό του: Νομίζω ότι τον είχα πρωτοδεί από κοντά τον Ιούλιο του 1987, εν μέσω καύσωνα, σε μια συναυλία του Μ.Χ. στο γήπεδο του ΠΑΟ που έμελλε να σταθεί καθοριστική για την εν γένει γνωριμία μου με το έργο του συνθέτη. Έπειτα τον έμαθα καλά ακούγοντας και ξανακούγοντας, μέχρι γρατζουνίσματος των δίσκων και θρυμματισμού των εξωφύλλων, τα βινύλια από την κασετίνα της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Πιθανότατα τον ξαναείδα ζωντανά σε κάποιες συναυλίες προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Κατά πρόσωπο τον συνάντησα τυχαία μία και μοναδική φορά, το μεθυστικό καλοκαίρι του 2004 – κάποιο απόγευμα εκείνου του Αυγούστου, η χαμηλών τόνων τέχνη του βρήκε μια μικρή θέση στο απόλυτο πανηγύρι των καιρών και ο σεμνός ερμηνευτής εκλήθη για μια συναυλία στο Κέντρο Τύπου του Ζαππείου Μεγάρου. Τυχαία διασταυρώθηκε μαζί μου μόλις μπήκε στο κτίριο – με απλότητα, αλλά και αμηχανία εμφανή με ρώτησε για καναδυό πρακτικά ζητήματα. Η φωνή του, όπως έφτανε από μακριά εκείνο το βράδυ στο γραφείο, έμοιαζε μια όμορφη χορδή ποιότητας που πάσχιζε αλλά τα κατάφερνε να ακουστεί μέσα στον γενικό πανζουρλισμό. Έπειτα ξαναέχασα τα ίχνη του – μέχρι που πέτυχα τυχαία προ μηνών μία ή δύο συνεντεύξεις του, με αφορμή κάποιες νέες εμφανίσεις του, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία.
Δεν ήταν, ίσως, τυχαίο μετά από όλα αυτά ότι η βραδιά που ο Ηλίας Λιούγκος εμπνεύστηκε και οργάνωσε το περασμένο Σάββατο στο Μέγαρο Μουσικής ήταν, ίσως, ό,τι πιο κοντινό στο πνεύμα και στο ύφος του Μάνου Χατζιδάκι, από τα πολλά, είναι η αλήθεια, αφιερώματα που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι η προετοιμασία της εκδήλωσης κινήθηκε σχεδόν στο ημίφως… Με ελάχιστη έως μηδενική διαφήμιση, «εξορισμένη» σε μια αίθουσα συνεδριακής κυρίως χρήσης στη νέα πτέρυγα του Μεγάρου, η εκδήλωση «αποκαλύφθηκε» μόνο στους φανατικούς εξερευνητές του προγράμματος του Μεγάρου και, πιθανότατα, σε όσους επιμένουν να ψάχνουν τα «ψιλά» στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων ή στο ιντερνετικό χάος. Παρόλα αυτά, οι υπόγειες διαδρομές της πληροφορίας λειτούργησαν καλά: η συναυλία ξεπούλησε αρκετές μέρες νωρίτερα και η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη – αρκεί λοιπόν καμιά φορά ακόμα και ένας απλός παλμός, ένας ανεπαίσθητος κυματισμός για να τανύσει τις ευαίσθητες χορδές μας. Τα φώτα έσβησαν. Το σκηνικό της βραδιάς ανέδειξε αμέσως όλα τα (λιτά) μυστικά του. Δυο φωνές, τέσσερα όργανα, ένας αφηγητής καθισμένος σε ένα παλαιϊκό γραφειάκι με τα χαρτιά του και λίγα λουλούδια. Καμία εισαγωγή, κανένα καλωσόρισμα, καμία βιντεοπροβολή. Ο Ηλίας Λιούγκος έκανε την αρχή – με την όψη του να δείχνει καθαρά τα σημάδια της εν εξελίξει μετάβασης από τη νιότη, με την οποία όλοι τον γνωρίσαμε, προς την ωριμότητα της μέσης ηλικίας. Χρειάστηκαν όμως μόλις 2-3 τραγούδια για να ζεσταθεί η φωνή του και να βρει το αγαπημένο σε όλους μας ηχόχρωμα, που έχει καταγραφεί ως «κτήμα εσαεί» στα αυλάκια της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Πλάι του, ο άγνωστος Χ της βραδιάς: η Γιώτα Νέγκα με την υπέροχη φωνή, που εδώ και χρόνια (μαντεύω ότι) προσπαθεί να κάνει το μεγάλο βήμα πέρα από την καταλυτική επίδραση της μεγάλης της (de facto όμως πεπερασμένου βεληνεκούς) επιτυχίας «Με τα μάτια κλειστά». Τα ενθουσιώδη «μπράβο» που ακούστηκαν ήδη από το πρώτο ή δεύτερο άσμα της διέλυσαν αμέσως τις οποιεσδήποτε αμφιβολίες. Φωνή γήινη, εκφραστική, ιδανική για να γεφυρώσει τις ουράνιες μουσικές του Χατζιδάκι με το σύγχρονο αισθητήριο. Της λείπει ακόμα μια μικρή δόση εσωτερικότητας και βάθους στην ερμηνεία του συγκεκριμένου ρεπερτορίου – αλλά πιστεύω ότι είναι θέμα χρόνου και εμπειρίας να τα κατακτήσει. Στο ρόλο του αναγνώστη, ο Γιώργος Χρονάς. Μπαρουτοκαπνισμένος άνθρωπος των γραμμάτων και της μουσικής, συνεργάτης (όπως επιβεβαίωσα από μια ματιά στο βιογραφικό του) του Χατζιδάκι την εποχή του Τρίτου, ήταν μια εύλογη επιλογή για την ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων από τα πεζά του κείμενα, τα οποία, όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερο (ξανα)ανακαλύπτονται και μνημονεύονται – από μυημένους και μη. Το μουσικό κομμάτι της βραδιάς εκτελέστηκε από ένα τετραμελές σύνολο που απέδειξε ακόμα και στα αυτιά των μη ειδημόνων ότι μια μικρή αλλά καλοσυντονισμένη ομάδα οργάνων μπορεί να αποδώσει ήχο εφάμιλλο με αυτόν μιας μεγάλης ορχήστρας – η αίσθηση του «γεμάτου» και φίνου ήχου κυριάρχησε σε όλη τη βραδιά, ακόμα και σε 1-2 περιπτώσεις όπου η απουσία των κρουστών καλύφθηκε από χτυπήματα ελαφρού κρότου στο βιολί ή στην κιθάρα. Το άρτιο μουσικό αποτέλεσμα οφείλεται σίγουρα, κατά μείζονα λόγο, και στην παρουσία (στην κιθάρα) της Στέλλας Κυπραίου, επί σειρά ετών συνεργάτιδας του Χατζιδάκι.
Αν και είναι πρακτικά αδύνατο να μιλήσει κανείς για ανθολογία του (πληθωρικού και πολύπτυχου) έργου του Μάνου Χατζιδάκι, νομίζω ότι η επιλογή του προγράμματος της βραδιάς δεν μπορούσε να αφήσει ανικανοποίητο κανέναν φανατικό ή περιστασιακό φίλο της μουσικής του. Ευλόγως το πρόγραμμα ήταν εστιασμένο στον κύκλο της «Ρωμαϊκής Αγοράς» (έτσι κι αλλιώς μια ωσεί ανθολογία παλαιότερων τραγουδιών, σε νέες για την εποχή τους και ενιαίου ύφους εκτελέσεις), όπου είχε διαπρέψει ο Λιούγκος. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτά ακριβώς τα τραγούδια συνιστούν ό,τι νιώθει ο μέσος επαρκής ακροατής ως «κανόνα» της χατζιδακικής δημιουργίας – μαζί, ίσως, με 2-3 ακόμα έντεχνους κύκλους και κάποια επίλεκτα δείγματα της εμπορικής περιόδου (παρά τις γνωστές επιφυλάξεις, τις οποίες σέβομαι αλλά ξεπερνώ). Ακούστηκαν, λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων, η σοφή «Αθανασία» (αν και μάλλον «χάθηκε», στην αρχή του προγράμματος), η τρυφερή «Περιμπανού», μια «Πόλη Μαγική», η «Οδός Ονείρων», η «Μπαλάντα του Ούρι», το «Αστέρι του Βοριά», ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης». Επίσης, το εμβληματικό «Αγάπη που’γινες δίκοπο μαχαίρι» και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά», στο λιτό, χωρίς μπουζούκι ύφος της «Ρωμαϊκής Αγοράς». Δεν έλειψαν, επίσης, χωρίς να ανήκουν στον προαναφερθέντα κύκλο, ο αριστουργηματικός «Γιάννης ο φονιάς» και ο «Κεμάλ» - ίσως το πλέον αγαπητό και πολυεκτελεσμένο τραγούδι του Χατζιδάκι τα τελευταία χρόνια. Μια ξεχωριστή στιγμή της βραδιάς ήταν το «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς»: όσοι έχουν διαβάσει το κείμενο-παρακαταθήκη του Μάνου Χατζιδάκι στο φυλλάδιο της κασετίνας θυμούνται την ιδιαίτερη σχέση του δημιουργού με αυτό το κομμάτι, από τα λίγα στα οποία ηχογράφησε και τη δική του φωνή. Ο Ηλίας Λιούγκος επέλεξε να εντάξει ατόφια στη ζωντανή εκτέλεση την ηχογραφημένη φωνή του Χατζιδάκι. Τον νιώθαμε έτσι κι αλλιώς παρόντα σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, εκείνη τη στιγμή σα να πιστέψαμε πως ο χρόνος έπαιζε παράξενα παιχνίδια…
Το κοινό της βραδιάς ήταν απρόσμενα και ευχάριστα πολυσυλλεκτικό. Κλασικές κυρίες του Μεγάρου Μουσικής, πολλά μεσήλικα αστικά ζευγάρια, κομψευόμενες τριαντάρες, αρκετοί φοιτητές, ακόμα και μικρά παιδιά που συντρόφευαν τους γονείς τους. Όλοι επιφύλαξαν το πιο θερμό τους χειροκρότημα για το πρώτο τραγούδι της Νέγκα (σα να ένιωθαν ότι η καλή ερμηνεύτρια χρειαζόταν αυτή την «ψήφο εμπιστοσύνης») και, κυρίως, για τα πεζά κείμενα, τα οποία, στο σύνολό τους σχεδόν, έμοιαζαν πολύ πιο καίρια και σχετικά με την εποχή μας από πολλές ανέμπνευστες και παπαγαλίζουσες φλυαρίες που διαβάζει κανείς σήμερα. Το σιγοντάρισμα, όπου υπήρξε, ήταν χαμηλόφωνο και διακριτικό, όπως θα άρεσε και στον Χατζιδάκι. Στην κορύφωση του προγράμματος, όταν το ένα αριστούργημα διαδεχόταν το άλλο και η ψυχή είχε πλέον ολότελα παραδοθεί στη μαγεία των ήχων και των λέξεων, σα να άκουσα κάποιους πνιχτούς λυγμούς από τα γύρω μου καθίσματα – ίσως, πάλι, ήταν απλά μια προβολή και της δικής μου ψυχοσύνθεσης. Το τέλος επρόκειτο να είναι κι αυτό απλό και συγκινητικό, με λίγα θερμά λόγια από τον Ηλία Λιούγκο και δύο ανκόρ για την επίγευση της βραδιάς – που σίγουρα δε θα σβήσει εύκολα από τη θύμηση και την καρδιά όσων την έζησαν.

 
Χ.Α.

8/4/13

ΜΕΘ

8-4-2013

Αυτή η έκρηξη εντός του εγκεφάλου
αυτή η έκπληξη της όψης του ως "άλλου"
μια κάποια πτώση σε μια "σκοτεινή χαράδρα"
μια κάποια ελπίδα σαν να χάσκει χαραμάδα.

Αυτό το θέαμα που υφαίνει η αφωνία
αυτό το θάμα που ζητεί η αγωνία
μια σιωπή τρομώδης και αγαλματένια
κι όλη η αντίληψη του κόσμου τιποτένια.

Ο λογισμός σαν αναχωρητής
έχει αποδράσει στον δικό του χωροχρόνο
η μοίρα ένας μακιγιέρ ταριχευτής
και η ζωή ένας βασιλιάς σε άδειο θρόνο.





















Ποιος κυβερνά το σώμα αυτό το γνωρισμένο
πόσο αντηχούνε της αγάπης οι ικεσίες
στην ξενιτιά της μηχανής εξορισμένο
(μα θέλει η ανάσταση ανείπωτες θυσίες).

Κι εκεί που όλα παγωμένα ακινητούν
τα βλέφαρά του ταλαντεύονται άνω κάτω
είν' οι δυνάμεις του αγαθού που αποζητούν
να ξεκολλήσουν απ' τη γούβα του έναν βράχο.

Πονούν τα μάτια μου και ρίγος με περνά
ένα παλιόνειρο που ζω χωρίς ασπίδα
φαρμάκι δαίμονας στα πόδια μου ξερνά
και τα καλώδια στο στήθος μια αλυσίδα.

Κι όπως το βράδυ σκάει μονόχνοτο πρησμένο
και κεραυνόπληκτος βαδίζω προς την πύλη
το καθετί το συλλαμβάνω πετρωμένο
σαν να ποζάρει εκστατικά πάνω σε κλίνη.