30/5/12

Κυβέρνηση

...κι αν δεν βγει αυτοδύναμη ή δεν σχηματιστεί με κανέναν γάμο έκπληξης ή απορίας, μη φοβού: νιώθουμε προ πολλών ετών ακυβέρνητοι γι' αυτό και αναρωτιόμαστε ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο. Πάντως, εάν στην κυβέρνηση μπουν όλοι, τι καλά, δεν θα έχουμε καθόλου αντιπολίτευση, πλην εκείνης των ανοργάνωτων πολιτών. Οπότε θα πετύχουμε ενδεχομένως το ωραιότατο σε περίπτωση εσωτερικών συγκρούσεων: να βάλουμε την (πρώην) αντιπολίτευση μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης, ήτοι κυβερνητική αντιπολίτευση. Ο λαός όμως θα είναι πάντοτε από κάτω και ''απέναντι''.

22/5/12

Οι συμμαχίες

Μπορεί όσοι καυχιούνται ότι θα αποτινάξουν τον επαχθή ζυγό που φυλακίζει την ψυχή του έθνους να μην γίνονται πειστικοί, καθ'ότι δεν έχουν μελετήσει δεόντως τα πρώτα βήματα της επανάστασης, αλλά και η θυμηδία που προκαλούν όσοι τώρα συμμαχούν βλέποντας τον ''μεγάλο κίνδυνο'' είναι χαρακτηριστική αυτής της περιόδου. Όλον τον χρόνο σε υβρίζω και στέκομαι απέναντί σου για να κερδίσω εγώ τις εντυπώσεις και να εκμεταλλευθώ το πολιτικό κόστος, και τώρα, εν ονόματι της πατριωτικής συνείδησης και για να αποτραπεί το εθνικό δράμα (που σημειωτέον ήδη έχει συντελεσθεί), ενώνομαι μαζί σου, δηλαδή ενώνομαι με τον κακό διαχειριστή της εξουσίας, ενώνομαι με το φαύλο σύστημα, ενώνομαι με τη μαμά-πουτάνα, από το πλάι της οποίας έφυγα τρέχοντας για να γλιτώσω τον ξεπεσμό. Μα καλά, εάν η ένωσή σου τώρα γίνεται εν ονόματι της πατρίδας, το επιχείρημα αυτό δεν ίσχυε πρωτύτερα; δηλαδή κατά φάσεις θυμάσαι την πατρίδα σου; Ενώ ένα τέτοιο ακλόνητο επιχείρημα είναι και θα πρέπει να είναι παντός καιρού. Όλα αυτά καταδεικνύουν το μέγεθος του πολιτικού καιροσκοπισμού και της ιδιοτέλειας, η οποία κονταροχτυπιέται με τις χρονικές μεταβολές, τα άγνωστα και τα αναπάντεχα που φέρνει στο προσκήνιο ο καιρός, εφόσον τελικά ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να προγραμματίσει το μέλλον του ερήμην του αστάθμητου παράγοντα.



Όχι, αυτό δεν είναι πολιτικό σύστημα, αυτό είναι παιδική χαρά, που όποιος θέλει μπαίνει κι όποιος θέλει ξαναμπαίνει. Ποιον να εμπιστευθείς ύστερα από όλα αυτά; Πού είναι η συνέπεια και το ανάστημα της πολιτικής ευθύνης;
(Με τη λογική αυτή, στις εκλογές μπορούμε να βάζουμε τον φάκελο στην κρύπτη και εκ των υστέρων να τον αποσύρουμε, σκεπτόμενοι διαφορετικά. Είπα ξείπα, βάζω βγάζω, το πρόσωπό μας είναι σχισμένο στα δύο, σαν πουτανίστικο διχτυωτό καλσόν.)  

18/5/12

Για το "Αντί"


Με το περιοδικό «Αντί» (1974-2008) νιώθω ότι έχω μια ιδιότυπη προσωπική σχέση, καίτοι δεν υπήρξα ποτέ τακτικός αγοραστής και αναγνώστης του. Οι λόγοι είναι κατά βάση δύο, ένας έμμεσος κι ένας πιο άμεσος. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι κάποιες φορές στη ζωή μου βρέθηκα αρκετά κοντά (αλλά ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο) με τον αείμνηστο εκδότη του περιοδικού Χρήστο Παπουτσάκη. Ήταν, εξ όσων γνωρίζω, φίλος με τον επίσης αείμνηστο καθηγητή Νίκο Παναγιωτάκη, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας κατά την εκεί παρουσία μου (1993-96) – του αφιέρωσε άλλωστε και ένα εξαιρετικό αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού το 1998, ένα χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του καθηγητή. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβα καθήκοντα στα Τίρανα, ήταν πολύ πρόσφατη η επίσκεψη του Χρήστου Παπουτσάκη για την παρουσίαση ενός από τα έργα ζωής του, της ανθολογίας βαλκανικής ποίησης με τον τίτλο «ΑΙΜΟΣ». Μίλησα μάλιστα κι εγώ μαζί του τηλεφωνικώς μερικούς μήνες αργότερα, με την ευκαιρία της ετήσιας έκθεσης βιβλίου στα Τίρανα, σχετικά με την αποστολή ή την προώθηση μερικών επιπλέον αντιτύπων του έργου. Η φωνή του βαριά, κοφτή, φανέρωνε αν μη τι άλλο έναν άνθρωπο της δράσης, που δεν άφηνε χαμένη ούτε μια στιγμή από τη ζωή του. Τέλος, κάτι πιο ταπεινό: έχω την εντύπωση ότι ο Παπουτσάκης αγαπούσε ιδιαίτερα το μικροσκοπικό, cult οινομαγειρείο που λειτουργεί εδώ και χρόνια πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, όχι πολύ μακριά από τα γραφεία του περιοδικού. Αν δε σφάλλω στην εκτίμησή μου αυτή, τότε πιθανότατα μία ή περισσότερες φορές τον είχα λίγα μέτρα μακριά μου, σε μια από τις παρέες γραφιάδων και λοιπών διανοουμένων που ξέρω ότι αγαπούν ιδιαίτερα αυτό το πολύ ξεχωριστό (και αυθεντικό στο είδος του) στέκι. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που έχει να κάνει με το ίδιο το «Αντί». Στα χρόνια της παραμονής μου στη Βενετία ανακάλυψα στα ράφια της βιβλιοθήκης του Ελληνικού Ινστιτούτου μια πλήρη σειρά του περιοδικού δεμένου σε τόμους – η παρουσία του σε μια πολύ διαφορετικής θεματολογίας βιβλιοθήκη εκτιμώ ότι συνδέεται άμεσα με την προσωπική σχέση Παναγιωτάκη-Παπουτσάκη. Ουκ ολίγα βράδια, λοιπόν, η αγάπη μου για τη σύγχρονη ιστορία και την επικαιρότητα, που υπήρξε ανέκαθεν ισχυρότατος αντίπαλος στην ενασχόλησή μου με το παρελθόν (και τελικά μάλλον κέρδισε τη μάχη), με δελέαζε, αντί για τη μελέτη σχετιζόμενων με την τότε εργασία μου βιβλίων και περιοδικών, να παίρνω από τη βιβλιοθήκη τόμους του «Αντί» και να χάνομαι στα μονοπάτια της πολύ πρόσφατης ιστορίας, των δεκαετιών δηλαδή του 1970 και του 1980. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύτιμος θησαυρός είναι το αρχείο αυτού του περιοδικού – αν και δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα ενός στενά ειδησεογραφικού εντύπου, ωστόσο μέσα από τις σελίδες του μπορεί κανείς να δει ανάγλυφη την ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, με έναν τρόπο σαφώς πιο ευσύνοπτο και λιγότερο χαοτικό σε σχέση με τα αρχεία των εφημερίδων, αλλά και πολύ πιο πρακτικό και εύχρηστο σε σχέση με περιοδικά και έντυπα σαφούς θεωρητικής κατεύθυνσης. Γεγονότα αλλά και ανάλυση λοιπόν στις ίδιες σελίδες, και μάλιστα με θεματολογία που δεν περιοριζόταν στη στενά εννοούμενη πολιτική επικαιρότητα αλλά καταπιανόταν και με ευρύτερα κοινωνικά θέματα, επιφυλάσσοντας πάντα μια ιδιαίτερη τιμητική μεταχείριση σε θέματα γραμμάτων και πολιτισμού, για τα οποία ο Παπουτσάκης μέχρι το τέλος της πορείας επέδειξε ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη.
Δεν κράτησα ενεργή αυτή την αγάπη για το «Αντί» τα επόμενα χρόνια της ζωής μου, παρότι αναγνώριζα τη συμβολή του στις γνώσεις μου για μια ολόκληρη εποχή. Στα δάχτυλα μετριούνται τα τεύχη που αγόρασα μετά το 1996 – ήταν όμως μια σιγουριά η παρουσία του στο περίπτερο, μια εγγύηση για την ύπαρξη μιας διαφορετικής φωνής, αυτόνομης και συνειδητοποιημένης – όσο κι αν μερικές φορές τα τελευταία χρόνια, κρίνοντας από τα εξώφυλλα, διέκρινα μια ροπή προς την ευκολία και τον εντυπωσιασμό. Η είδηση για το τέλος (την αναστολή έκδοσης για την ακρίβεια) του περιοδικού με βρήκε στα ξένα και δεν ήταν εντελώς κεραυνός εν αιθρία – εύκολα μάντευε κανείς την τύχη της έκδοσης ενός περιοδικού αποκλειστικά αφιερωμένου στον λόγο, σε μια εποχή ολοένα και μεγαλύτερης κυριαρχίας της εικόνας και του διαδικτύου, σε μια περίοδο προϊούσας απαξίωσης της πολιτικής και του νηφάλιου λόγου περί αυτήν. Λίγο καιρό μετά ακολούθησε και ο θάνατος του Παπουτσάκη, του ανθρώπου που ήταν ψυχή τε και σώματι δεμένος με το περιοδικό. Η συνάντησή μας, που κάποιες φορές έμοιαζε αρκετά πιθανή να συμβεί, έμελλε να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Πέρασαν και πάλι λίγα χρόνια. Το «Αντί» ζούσε μέσα μου μόνο στις αναμνήσεις από εκείνες τις «κλεμμένες» αναγνώσεις στη Βενετία και στο άκουσμα του υπέροχου «Φώτη» του Φοίβου Δεληβοριά, που καταγράφει γλαφυρά το πέρασμα από την τακτική συνήθεια ανάγνωσης του περιοδικού στην αρχειοθέτησή του σε κουτιά. Ώσπου ξαφνικά πριν από μερικές εβδομάδες έπεσα τυχαία πάνω σε μια μικρή είδηση: το περιοδικό «Αντί» θα αποτελούσε το θέμα απογευματινής ημερίδας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δυο μόλις ημέρες (εντελώς ταιριαστή η σύμπτωση) μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Έσπευσα να δώσω το παρόν – είχα πολλά χρόνια να πάω να πάω στο Αμφιθέατρο «Ι.Δρακόπουλος» του κεντρικού κτηρίου. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη. Ένιωσα στην αρχή κάπως ξεκρέμαστος – η γενιά μου, χωρίς αμφιβολία, υποεκπροσωπείτο σε μια αίθουσα όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι παλαιοί, συνεργάτες και σταθεροί φίλοι του περιοδικού, και οι πολύ νέοι, φοιτητές του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ που διοργάνωνε την εκδήλωση, εικοσάχρονα παιδιά που μόνο σε διηγήσεις ίσως έχουν ακούσει για τον μεταπολιτευτικό πολιτικό οίστρο, τέκνο του οποίου υπήρξε μεταξύ άλλων και το «Αντί». Οι ομιλητές, ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης και παλιοί συνεργάτες του περιοδικού, περιέγραψαν με ακρίβεια και πειστικότητα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του περιοδικού, πώς αυτό λειτούργησε ως μια άτυπη σχολή δημοσιογραφίας (θα είχε ενδιαφέρον να εκπονηθεί κάποτε, αν δεν έχει συμβεί ήδη, μια μελέτη που να αναφέρεται στους κατά καιρούς συνεργάτες του «Αντί» και τη μετέπειτα πορεία τους στο δημόσιο βίο – τα ονόματα αυτού του καταλόγου θα εκπλήξουν πολλούς), το ρόλο του και τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του στο γενικότερο σκηνικό της μεταπολίτευσης. Ήταν ενδιαφέρον ότι από τα πολλά θέματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέματα συζήτησης, ειδικά αν ληφθεί υπόψη και η χρονική συγκυρία της εκδήλωσης, εκείνο που μονοπώλησε τον διάλογο με το κοινό ήταν ο παραλληλισμός της πορείας του περιοδικού με εκείνην του «συνομήλικου» και παραπλήσιας ιδεολογικής τοποθέτησης «Πολίτη» του Άγγελου Ελεφάντη – ήταν τόσο διεξοδική (μέχρι υπερβολής, μερικές φορές) η ανάλυση των ομόκεντρων κύκλων, αλλά και των διαφορών μεταξύ των δύο περιοδικών εκδόσεων, που είμαι βέβαιος ότι ακόμα και ο πιο ανίδεος ακροατής έφυγε υποψιασμένος για αυτήν την ιδιότυπη σχέση των δύο εντύπων, που είχε περισσότερο τη μορφή παράλληλων διακριτών δρόμων με απόλυτο σεβασμό εκατέρωθεν, παρά μιας «κόντρας», όπως κάποιοι προσπάθησαν να υπαινιχθούν.
Κλείνω με τα καλύτερα. Μετά τις εισηγήσεις των κυρίως ομιλητών, το λόγο έλαβε η Ελευθερία Παπουτσάκη, κόρη και κληρονόμος του εκδότη του περιοδικού. Μίλησε με σφρίγος νεανικό αλλά και αγάπη ουσιαστική και βιωμένη για το δημιούργημα του πατέρα της, για τη δική της σχέση με το περιοδικό, για την απόφαση για αναστολή της έκδοσής του (τονίζοντας τη χρήση αυτού του όρου αντί κάποιας έκφρασης που θα υποδήλωνε οριστικό τέλος), για τον αγώνα της προετοιμασίας του τελευταίου τεύχους (με ήδη κλονισμένη την υγεία του εκδότη), για τα αγκάθια της συγκέντρωσης και διάσωσης του αρχείου του περιοδικού. Μια σπίθα αισιοδοξίας με διαπέρασε ακούγοντας τον ώριμο ενθουσιασμό αυτής της νεαρής γυναίκας. Κι όταν είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για το πού, πότε και πώς θα μπορούσα να προσεγγίσω ξανά αυτόν τον καθρέφτη της εδώ και καιρό ψυχορραγούσας μεταπολίτευσης, η καλή είδηση ήρθε από τα χείλη της άξιας κόρης: το αρχείο του περιοδικού έχει ενταχθεί ήδη σε πρόγραμμα ψηφιοποίησης από τη Βιβλιοθήκη του Παντείου και σε λίγο καιρό θα είναι διαθέσιμο για κάθε ενδιαφερόμενο (ελπίζω και πιστεύω και μέσω διαδικτύου). Μια ανάλογη προσπάθεια είναι σε εξέλιξη και για τον «Πολίτη», από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Θυμήθηκα τους δυο πρωτεργάτες, μορφές μυθικές στον πνευματικό κόσμο της μεταπολίτευσης, ανθρώπους ταμένους σε ό,τι για εκείνους αποτελούσε έργο ζωής – και ανακάλεσα το στίχο του Σεφέρη: «όπως τα πεύκα / κρατούνε τη μορφή του αγέρα / ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί / το ίδιο τα λόγια / φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί».
Χ.Α.

Πολλή κουβέντα για το τίποτα

18-5-2012

Όλοι οι ομιλητές στην ΤιΒι-εκπρόσωποι των κομμάτων δεν μπορούν να πείσουν διότι απλούστατα δεν μπορούν να απαντήσουν στο απλούστατο ερώτημα: "πού θα βρείτε χρήματα και για τις εσωτερικές ανάγκες και για τις εξωτερικές οφειλές;". Αντί λοιπόν να παραδεχθούν καθαρά ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να συσσωρεύουν με τρόπους άλλους πλην δανεισμού τόσα χρήματα όσα τους χρειάζονται για τα ανωτέρω, μπουρδολογούν και μπλέκονται σε αιώνιες στιχομυθίες άνευ αντικρίσματος. (Ρε μπας και πληρώνονται για τις εμφανίσεις τους; γιατί τότε αλλάζει το πράγμα...)
Αλλά γιατί μπουρδολογούν; Μπουρδολογούν για να πείσουν εμάς, δηλαδή τους πολίτες που αναγνωρίζουμε την δική μας αδυναμία να ανταποκριθούμε στα ανωτέρω. Άρα πάει ποιος να πείσει ποιον; Πάει ο άρρωστος να πείσει τον άρρωστο; Πάει ο ναρκομανής να πείσει τον ναρκομανή; Δηλαδή πείθει ο ομοιοπαθής τον ομοιοπαθή του; Συνεπώς, δεν μπορούν να πείσουν ουδέναν εξ ημών διότι κι εμείς γίναμε πλέον γνώστες της κατάστασης. Θα μπορούσαν να μας πείσουν, ήτοι να μας παραπλανήσουν λόγω άγνοιας. Αλλά πια άγνοια δεν υπάρχει. Οπότε ποιο το νόημα του πολιτικού αγώνα όταν τα χρήματα τα δίνει άλλος; Για να ξεφορτωθούμε το ξένο βάρος, πρέπει να γίνουμε αυτοδύναμοι. Πρέπει να μην το χρειαζόμαστε εφόσον μπορούμε και μόνοι μας. Αλλά μπορούμε μόνοι μας; Μήπως έχουμε γίνει λαός του καναπέ και δεν το έχουμε αντιληφθεί; Ποιος λαός του καναπέ μπορεί να παλέψει δι' ιδίων δυνάμεων για να αποτινάξει τον ξένο ζυγό; Εμείς λοιπόν πρέπει να ''φτιάξουμε'' για να μειωθεί η εξάρτηση, και για να ΄΄φτιάξουμε΄΄ πρέπει να μη μιλάμε και να πράττουμε, να δούμε ποια είναι τα χαρτιά μας και να τα εκμεταλλευθούμε.
Δηλαδή ο ίδιος ο πολιτικός λόγος διδάσκει ήθος καταστροφής, ήθος αντιπαραγωγικό, που μας κρατά σαν χαύνους στον καναπέ, αντί να μας ξεσηκώνει με παραγωγικές ιδέες. Το θέμα δεν είναι λοιπόν το μνημόνιο ή το ευρώ, το θέμα είναι ότι έχουμε γίνει πουτάνες κι όπου και να μας βάλουν, δεν θα ξεχάσουμε τη φύση μας - μας πληρώνουν για να υπάρχουμε, αλήθεια γιατί υπάρχουμε, είμαστε τόσο σπουδαίοι για να υπάρχουμε;




Κάποιοι βέβαια εκεί έξω στην αγορά δοκιμάζουν πρωτότυπες ιδέες, παράγουν (όχι λόγια), εξάγουν. Αλλά αυτοί είναι πολύ λίγοι. Και το χειρότερο: την πληρώνουνε κι αυτοί καθώς και σε αυτούς φτάνουνε τα μέτρα.
Καταντούμε εν ολίγοις μαθητούδια που τα περιμένουνε όλα από τον λύτη, που τα θέλουν όλα στο πιάτο, χωρίς να κουραστούν. Ας το χωνέψουμε πως δανειζόμαστε για να επαναλαμβάνουμε ''τα δικά μας''. Την δική μας φύση ακριβοπληρώνουμε. Γιατί δεν είναι δυνατόν να πας στα μπουζούκια, να σπας 5.000 πιάτα και να μην σου έλθει κάποια στιγμή ο λογαριασμός.
Μακριά, λοιπόν, από τους πολιτικολογούντες των παραθύρων που ενώ δεν έχουν λύση, προσποιούνται τους λέοντες. Πού είναι οι φίλοι τους οι ομογενείς και μεγαλοκεφαλαιούχοι να τσοντάρουν στο εθνικό μας πορνό;
Νομίζω ότι οι Έλληνες πρέπει να γυρίσουν στα λιμάνια και στους αγρούς (η γη και η θάλασσα είναι ο πλούτος μας - ζήτω η ελληνική σπογγαλιεία!), να πάψουν να κάνουν σπουδές στα πανεπιστήμια (χορτάσαμε εισαγομένους αποφοίτους ακαδημαϊκούς, δεν χρειαζόμαστε άλλους - κι ας μην κρίνω και το έργο τους - ο Μπαμπινιώτης μού έγινε Υπουργός!), να αδειάσουν τις θεσούλες τους από τη δημόσια διοίκηση (800.000 υπάλληλοι! Θεέ μου, αν οι βρωμογραφιάδες γίνονταν βιομηχανικοί εργάτες το ΑΕΠ μας θα είχε εκτοξευθεί), να απαιτήσουν αναλογικότητα σε φόρους και ψήφους (τόσα παίρνεις τόσα δίνεις), να μπουν στις θέσεις εργασίας των μεταναστών διώχνοντάς τους με κομψό τρόπο και χωρίς βία και φασιστικές μεθόδους (αλλά είναι βαριά η καλογερική, όπως φαίνεται), να εργαστούν για προϊόντα που θα παράγονται φτηνά για να είναι ανταγωνιστικά (στο δίλημμα ανεργία ή χαμηλός μισθός ο καθείς μπορεί να απαντήσει - ο μοναχικός καφές είναι η αρχή της κατάθλιψης), οι νέοι να πάψουν να ροκανίζουν τα λεφτά του μπαμπάκα τους (θα ψοφήσει κάποια ώρα και θα βρεθούν στο κενό), να ρίξουν τον εγωισμό και την αλαζονεία τους και να μάθουν να συνεργάζονται (μην λέτε εμείς...), να κάνουν αποχή από τα λόγια και τα θεάματα και να μεταφράσουν το χρόνο τους σε χρήμα.
ΠΑΣΟΚ ΝΔ ΣΥΡΙΖΑ ΚΚΕ ΑνΕλλ ΔΗΜΑΡ μάς γυρνούν με τον τρόπο τους στα μαθητικά μας χρόνια μη θέλοντας να αναλάβουν ευθύνες και να ομολογήσουν την ένδειά τους, τη γύμνια του λόγου τους.
Οι εκλογές είναι μια φάρσα, μια πλάνη, μια απάτη. Με τόσο σπαταλημένο χαρτί θα φτιάχναμε τα βιβλία της επόμενης χρονιάς (που παρεμπιπτόντως κακώς επανεκδίδονται - έπρεπε να δίδονται από τη μια γενιά στην άλλη, είναι συγκίνηση να διαβάζεις τις σημειώσεις περιθωρίου ενός άλλου).

Λεφτά δεν υπάρχουν, μυαλό όμως και χέρια ευτυχώς έχουμε. Δεν θέλουμε όμως να αλλάξουμε, είμαστε μαστουρωμένοι, ζώα νωχελικά, μπορεί να εργαζόμαστε ποσοτικά περισσότερο αλλά παράγουμε ουσιαστικά πολύ λιγότερο. Καλύτερα μιας ώρας δουλειά πραγματική παρά 40 ώρες σπατάλη περιττή.
Κάντε υπομονή, Έλληνες, φτάνει το ξένο αφεντικό με το μαστίγιο. Θα μας... πάρει στα τέσσερα και θα το ευχαριστηθούμε. Γιατί εμείς τη βρίσκουμε ανέκαθεν με τον δυνάστη μας.

16/5/12

Η άγνωστη λέξη

16-5-2012

Πρωινές λογομαχίες και ο βουλευτής πάνω στα νεύρα του καταφέρεται εναντίον του τηλεοπτικού σταθμού χρησιμοποιώντας μέσα στην όλη φράση του τη λέξη "γκεσέμια". Ο εις εκ των 2 δημοσιογράφων προσβάλλεται από την επίθεση αυτή και φουντώνει ειδικά όταν μαθαίνει από τον βουλευτή τι σημαίνει η λέξη.



(Ο τράγος ή το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι, κατά Μπαμπινιώτη.) Ανταποδίδει με το "αστικό" και σύνηθες "αλαζών". Αλλά, είναι προφανές, το "γκεσέμι", αυτή η τούρκικη και άγνωστη λέξη, προκάλεσε την αίσθηση και έκανε τη διαφορά.
Αλλά πώς του'ρθε να τη χρησιμοποιήσει ο πρώτος; Μήπως επειδή η πολιτική κονίστρα έχει παρομοιασθεί πολλάκις με μαντρί ή στρούγκα; Μήπως ο δεύτερος θίχτηκε κατά βάθος από την άγνοιά του;
Οι λέξεις είναι τα κέρατα.

15/5/12

21 MΑΪΩΝ

Μέρα γιορτινή και γλυκολαλούσα
έλαμπε η αυγή· τιμαλφή και λούσα
πρόβαλλαν θερμά, το δροσάτο αγέρι
σέρνει τη χαρά στα δικά μας μέρη.

Δόξα ονομάτων και μια μνήμη κλέους
πάνω από τη γη πίκρας και ελέους
κάθε σπίτι κλείνει μιαν αγνή Μαρία
σαν λευκό πουλί πλάι σε θηρία.

Κι αν τοξοβολεί κάθε ερωτιδέας
σαν στοιχειό αισχρό εποχής χυδαίας
δεν αλώνεται η γλυκιά Ελένη
την αγάπη της μόνη περιμένει.



Άγιε Κωνσταντίνε, άναξ καβαλάρη
ύψωσε το ξίφος μέσα απ' το θηκάρι
σε παλιούς καιρούς έλα οδήγησέ μας
με τα νάματά σου αναγέννησέ μας.

Το φιλί απόψε θα'ναι σα σφραγίδα
σε χρυσόβουλλο, υπό την αιγίδα
του Πανάγαθου θα απογειωθούμε
στην κορφή της νύχτας για να ενωθούμε.

Μύρισε κανέλλα και γαρυφαλλάκι
το παιδί στον κήπο τριανταφυλλάκι
στου Μαγιού τον κόρφο, στις εικοσιμία
βασιλεύει η φύση και η ευθυμία.

Όλες οι ψυχές πέμπονται στη λάτρα
σβήνουν τις πληγές κι όλο λαγαρίζουν
ένα σμήνος άστρα πάνω από την Πάτρα
στέλνουνε ευχές και σας μακαρίζουν.

11/5/12

Η λέξη της εβδομάδος

11-5-2012

Έλαβε εντολή "ψηλή"
φόρεσε καλή στολή
και κουρεύτηκε γουλί
αλλά ουχί, και τρισαλί.
Παίρνει ο άλλος εντολή
κομματάκι, ναι, θολή
μπουμ και ρίχνει μια βολή
που την είπανε λωλή.
Πάει και ο τρίτος σαν σκυλί
με ελπίδα, αλί, ψιλή
μα του πρήξαν τη χολή
κι άρπαξε και μια ψωλή.
Η περίστασις χωλή
πώς να ανέβει το σκαλί
βλέπω κει την εντολή
να γυρνά χωρίς μαλλί.
Τι σου κάνανε μωρή;
Μ' αχρηστεύσανε οι μωροί.



Δεν σε εκτελέσανε;
Μπα, κι οι τρεις με χέσανε.
Τώρα ποιος θε'να σε πάρει;
Του Παπούλια το παπάρι.
Λες να βρει αυτός τη λύση;
...μη με πάρει και με χύσει.
Λες να χύσει την... καρδάρα;
Θα τ' ακούσει απ' τον Νταλάρα.
Είσαι πια σε αχρηστία.
Βρέχει έξω δυσπιστία.
Μα θα κάτσουν να τα βρουν;
Μπα, τ' αρχίδια τους βαρούν.
Τι λοιπόν τους έχει πιάσει;
Το Εγώ τους θα μας σκάσει.
Και τον κώλο του θα σπάσει.
Το κακό δεν θα σωπάσει.
Όλα πάνε στην εντ...έλεια.
Μ' έχει πιάσει μια νωχέλεια.
Η εντολή 'ναι πολυτέλεια.
Για του δήμου την αφέλεια.

8/5/12

Συνενοχικόν

8-5-2012
Με αφορμή θεατρικό έργο της Βασιλικής Κάππα που παίζεται αυτή την περίοδο στο TheatroVictoria, οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν.
Το γέλιο έγινε δυσεύρετο στις μέρες μας κι αυτό σίγουρα επηρεάζει τη συμπεριφορά του κοινού εντός της θεατρικής αίθουσας. Από την άλλη, γελάει ο καθείς με βάση τα δικά του αξιολογικά κριτήρια. Θα σας έχει τύχει να γελάτε εσείς μόνος ή μαζί με άλλους ολίγους ακόμη εντός πλήθους που σιωπά και να αισθάνεσθε πως πρέπει να συγκρατηθείτε συμμορφούμενοι στην τάση των πολλών. Δηλαδή ενοχή για το γέλιο νοείται (;). Κάποτε ήμουν σε κάποιο θέατρο κι η ευφορία μου με έφερνε κατά κάποιον τρόπο αντιμέτωπο με τους άλλους. Μα καλά πώς γελούσες, με ρώτησε ένα πρόσωπο στο τέλος του έργου. Αυτό το έργο δεν είναι καθαρή κωμωδία, συμπλήρωσε. Κι όμως μίλησε στην ψυχή μου, θα του αντέλεγα. Μάλιστα συμβαίνει καμιά φορά μέσα στον όμιλο των ηθοποιών 1-2 να είναι οι παραγωγοί του γέλιου κι ας είναι δευτεραγωνιστές. Λέτε όσοι δεν μπορούν να γελάσουν να ζηλεύουν όσους γελούν; Πιθανόν κι αυτό. Πάντως, παλαιότερα, σε τρυφερές ηλικίες, σε ορισμένες επιθεωρήσεις που παίζονταν στο Δελφινάριο, γελούσαν - ξεκαρδίζονταν ορισμένες κυρίες κοντά μας ή πίσω μας κι εμείς αναρωτιόμασταν ''μα καλά τι αστείο βρίσκουν;''. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί που δεν γελούν με τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Αφήστε, δε, που δεν μου τυχαίνει συχνά να γελώ με τα κωμικά σήριαλ της ΤιΒι, που η αλήθεια είναι ότι σπανίως (ίσως και εξ αυτού του λόγου) βλέπω. Το τι μπορεί να προκαλέσει γέλιο είναι τελικά μια μεγάλη υπόθεση. Συνήθως, στο θέατρο το γέλιο βγαίνει πιο εύκολα από τη φάτσα του ηθοποιού, από το ρεπερτόριο των κινήσεών του, τις πόζες του, τη σωματική γλώσσα του, και βέβαια πρέπει να σιγοντάρει και το κείμενο, να έχει παρεξηγήσεις, ανατροπές, τεχνάσματα, φαντασία, τρελές αποδράσεις από τον ρεαλισμό. Λέγανε ότι ο Αυλωνίτης έβγαινε στη σκηνή και προτού αρχίσει να μιλάει έκανε τον κόσμο να γελάει μόνο και μόνο με την έκφραση του προσώπου του. Είναι κορυφαία αυτά τα χαρίσματα. Αλλά και ο μέγας Λογοθετίδης, πόσες αποχρώσεις, εκφράσεις, θυμικές μεταβολές ζωγράφιζε στο πρόσωπό του. Η μητέρα μου πάλι μού διαμαρτύρεται ότι ''εγώ με τον Βέγγο δεν μπόρεσα ποτέ να γελάσω''. Πόσο σημαντική, επομένως, είναι η στάση του δέκτη - αλλά βέβαια και το ''τάιμινγκ'' της παράστασης. Το αν παρακολουθείς κάτι μόνος ή με άλλους, το να έχεις έλθει στο θέατρο βαρύς ή μεθυσμένος από χαρές πρότερες της ημέρας. Και νομίζω ότι σε αυτά τα θεάματα η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. Εάν δεν γελάσεις από τις πρώτες στιγμές, δεν ανατέλλει από μέσα σου εύκολα το γέλιο στη συνέχεια. Διότι το γέλιο ρέει σαν ρυάκι. Εάν παρασυρθείς από την αρχή, το γέλιο σε απάγει και το ένα φέρνει το επόμενο. Έτσι συμβαίνει μια ακολουθία εκρήξεων γέλιου, ακόμη και μετά το έργο, ειδικά όταν ξαναθυμάσαι σκηνές αμίμητες κι ανεπανάληπτες. Εάν δεν σπάσει χαμόγελο από το ξεκίνημα κλείνουν βαθμιαία οι πόροι της χαράς και ο θεατής μαραίνεται όσο κι αν προσπαθούν πάνω στο σανίδι οι ηθοποιοί, όσο κι αν πιεστικά, επιδεικτικά, με έντονες υποκριτικές δράσεις επιζητούν να κλέψουν αυτό το πολυπόθητο άνθος που ομορφαίνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Μάλιστα όσο αυτό δεν διαγράφεται στα χείλη δεν υπάρχει αυτό το τεκμήριο της επιτυχίας, που λέγεται ανατροφοδότηση, δεν δίνει ο θεατής δεν παίρνει ο ηθοποιός, δεν πείθει ο ηθοποιός μένει μαγκωμένος και αμήχανος ο θεατής. Κάτι σαν το πολιτικό θέατρο δηλαδή, όπου όταν δεν πείθει ο πολιτικός ανήρ με τον λόγο, με την έκφραση, με το φέρσιμο, μένει ο υποψήφιος ψηφοφόρος κοκκαλωμένος.



Το α΄ μέρος του έργου, όπως μου ψιθυρίζει η συγγραφέας, είναι το όνειρο που βλέπει ο κοιμώμενος του β΄ μέρους - αυτό μου είχε ξεφύγει, παραδέχομαι μυστικά. Στο β΄ μέρος η συγγραφέας επιχειρεί αυτό που λέμε ''θέατρο μέσα στο θέατρο". Το κεντρικό μοτίβο του α΄ μέρους είναι ένας σεισμός που ανατρέπει τα δεδομένα των σχέσεων, ενώ στο β΄ μέρος, που έρχεται κοντά στον τίτλο (Οι συνένοχοι), είναι η ανάρρηση σε υπουργικό θώκο ενός εκ των υποκριτών και οι συνέπειες της επιτυχίας. Αμέσως αρχίζουν τα ταξίματα, οι υποσχέσεις, η συμφιλίωση του κοινού συμφέροντος. Θυμήθηκα τον Αριστοφάνη με την πολιτική του σάτιρα αλλά και τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία που είναι αστική και βασίζεται σε συγκεκριμένους τύπους. Η συγγραφέας επωμίστηκε και το βάρος της σκηνογραφίας, με ζωγραφικούς πίνακες-ταμπλό. Μάλιστα σκηνογραφικά δινόταν η δυνατότητα να υπάρχουν δράσεις σε 2 επίπεδα, τόσο στη σκηνή όσο και ψηλότερα πάνω από τη σκηνή. Το ταυτόχρονο τέτοιων δράσεων επεδίωκε το κωμικό αποτέλεσμα. Είναι πολύ σημαντικό στις μέρες που ζούμε να συνεργάζονται σεμνοί καλλιτέχνες της νέας γενιάς με βασικό κίνητρο την πολιτιστική προσφορά. Μιλούμε κι εδώ για μιαν ''αξιοπρέπεια'', κι είναι το αντίστοιχο που ζητεί ο πολίτης στους υλικούς όρους της ύπαρξής του.
(Μου κάνουν θετική εντύπωση, τώρα που ξεφυλλίζω το πρόγραμμα, τα βιογραφικά σημειώματα των ηθοποιών, οι βασικές τους και οι ειδικές τους σπουδές. Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μάρκετινγκ, Δημόσιες Σχέσεις, διάφορες αναγνωρισμένες Σχολές Δραματικής Τέχνης,... ακόμη και Φιλολογία, σε μία περίπτωση.)


7/5/12

Εκλογές βίας και νοθείας

Οι χθεσινές εκλογές έφεραν στον νου πολλών την έκφραση "βία και νοθεία'' (1961).

Με ποιους συνειρμούς οδηγήθηκαν στη ''βία''; Με τη θέα πολιτικών-οδοστρωτήρων-υπέρβαρων έτοιμων να σε λειώσουν κάτω από τα στρώματα του λίπους τους, με την ακατάσχετη ανιαρή πολιτικολογία, τον θόρυβο, τη λεγόμενη ''λεκτική βία'', με τη φανταστική σκέψη ότι οι ''ναζιστές'' θα μπουν στη Βουλή κραδαίνοντας ρόπαλα και στιλέτα (μάλιστα, χθες, σε κάποια σύνδεση, που ξαφνικά κόπηκε, με ξενοδοχείο όπου θα μιλούσε ενώπιον δημοσιογράφων και φωτογράφων ο ηγέτης των ''ναζιστών'', άκουσα ένα πρωτοπαλίκαρό του να απευθύνεται με ύφος βίας στον όμιλο των μιντιανθρώπων με κάτι σαν ''Έλα, σκάστε τώρα, ησυχία" - αμάν λέω τέτοια θα έχουμε και στη Βουλή; - μου έκανε εντύπωση όμως ότι αμέσως μετά η σύνδεση κόπηκε, γιατί άραγε;).





Όσο για τη νοθεία, αυτή φαίνεται εκ των πινάκων των αποτελεσμάτων. Τρελά μαθηματικά, που λέμε. Καλπονοθευτικές εκλογές, κατά τις οποίες το 1ο κόμμα που απέχει λιγότερο από 3% από το 2ο, πήρε για δώρο 50 έδρες παραπάνω! Τον λένε νόμο Παυλόπουλου, αυτού του συνταγματικού φωστήρα και μαγείρου της εκλογικής απάτης. Σημειωτέον ότι αυτό το ''τέρας'' εξελέγη διά του νόμου του, αντί να αποκλειστεί διαπαντός από την πολιτική σκηνή. Ποιος λαός σου λένε μετά... οι άνθρωποι τα μαγείρεψαν εις βάρος της λαϊκής βούλησης. Αλήθεια, εμείς γιατί δεν το είχαμε χωνέψει αυτό νωρίτερα; Γιατί συνειδητοποιήσαμε το όργιο νοθείας που προετοίμασε ο καλπονοθευτικός αυτός νόμος τώρα δα ή λίγο προ των εκλογών; Προφανώς κατά την προεκλογική προπαγάνδα των μεγάλων κομμάτων δεν τονιζόταν η απάτη αυτή, αυτοί οι αισχροί όροι του εκλογικού παιχνιδιού. Τι κρίμα που δώσαμε ψήφο σε μικρά κόμματα (με ποσοστό κάτω από 3%) τα οποία υπό άλλας συνθήκας θα είχαν κι αυτά μια καρέκλα και μια φωνή στο Εθνικό Κυνοβούλιο.

Τώρα, μετά τη βία και τη νοθεία, αρχίζει η μετεκλογική κωμωδία: η κακιά πεθερά και η νύφη πρέπει να μονοιάσουν σφίγγοντας τα ρουθούνια τους. Κι όσοι έκριναν εξ αποστάσεως τώρα θα σκύψουν πάνω από το ξεραμένο πηγάδι. Ωραίες μεταλλαγές.