24/7/12

Ιοκάστη Παλάσκα

Η θεία μας Ιοκάστη Παλάσκα γεννήθηκε στον Βόλο το 1926, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος του βίου της στην Αθήνα. Ήταν τέκνο του Μιχαήλ Παλάσκα και της Σταυρούλας Καραπατάκη. Είχε την ατυχία να ορφανέψει νωρίς, γεγονός που οδήγησε στη σύνδεσή της με την αδελφή και γιαγιά μας Κλοτίλδη Παλάσκα. Έλαβε παιδεία και γλωσσομάθεια και διακρίθηκε για τα πνευματικά της χαρίσματα αλλά και για τη μελωδικότητα της φωνής της. 'Εζησε τα πέτρινα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής και ήταν βασικός μοχλός της οικογενειακής ζωής. Προσλήφθηκε σε δημόσια υπηρεσία κατόπιν διαγωνισμού αλλά φορέας μοίρας κακής, μια αρθροπάθεια και συνεπεία αυτής αποτυχημένες ιατρικές επιλογές και τακτικές τής στέρησαν την αρτιμέλεια όσο άνθιζε πάνω της η νεότητα. Έτσι απέκτησε ένα μειονέκτημα που έμελλε να τη συντροφεύσει σε όλη της τη ζωή.
Με τον σύζυγό της Γεώργιο Σαγάνη έζησαν έγγαμο βίο 40 χρόνων. Καθ' όλο το διάστημα αυτό, γνωρίσαμε και εμείς τις αρετές των δύο αυτών προσώπων, που ζώντας σεμνά και ταπεινά ήξεραν να προσφέρουν εγκάρδια και γενναιόδωρα. Η οικία που με αίμα και αυτοθυσίες απέκτησαν, προοδευτικά και εν μέσω διαφόρων προβλημάτων, έγινε η φωλιά της μεταξύ τους αγάπης. Στο λεύκωμα της οικογενειακής μας ζωής υπάρχουν ποικίλες σκηνές που διαδραματίστηκαν εκεί, ιδίως σε γιορτινές ημέρες, των οποίων η λάμψη σκέπαζε το άλγος των καθημερινών προβλημάτων. Ως παιδιά, γνωρίσαμε τον κήπο του σπιτιού, άλλοτε κατοικητήριο οικιακών ζώων, κι όταν αυτά αποσύρθηκαν μια μικρή πράσινη όαση-εξαίρεση, ένας ανθόκηπος-δενδρόκηπος με την επιμέλεια του θείου μας και προπάντων για την τέρψη της θείας μας (αληθινή τερψιθέα). Τέκνα δεν ήταν γραπτό να αποκτήσουν. Έτσι τα αγαθά της μητρότητας και της πατρότητας τα γεύονταν εξ αντανακλάσεως, μέσα από τη συντροφιά με παιδιά που βάφτισαν, που κράτησαν στα χέρια τους, που ντάντεψαν ευκαιριακά, που γλύκαναν με λόγο και μουσική, που κέρασαν με δώρα ακριβά. Η μουσική ήταν το μόνιμο ανταλλακτήριο της χαράς. Τα χρόνια αθόρυβα πέρναγαν, όλοι ανεβαίναμε την κλίμακα της ζωής, οι ανάγκες μας άλλαξαν, οι κουβέντες μας πήραν άλλο χρώμα, καθώς αντιστοιχίζονταν με τα νέα δεδομένα του καιρού και του τόπου μας. Παρ' όλα αυτά, παρά τα χάσματα και τα διαλείμματα, την ασυνέχεια της επικοινωνίας μας, οι γιορτινές επισκέψεις παρέμειναν ένας ενωτικός οικογενειακός θεσμός όπου μπορούσες κάθε φορά να κάνεις απολογισμούς, να μετράς απώλειες, και την ίδια στιγμή να αισθάνεσαι πως ''είμαστε πάλι εδώ''. Με την πάροδο του χρόνου, τα βήματα της θείας μας λιγόστεψαν, πραγματικά εγκαταστάθηκε στην οικία της και δεν ήταν λίγες οι ώρες της μοναξιάς της μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, όταν ο θείος μας, πράγμα απόλυτα κατανοητό, έπρεπε να εργάζεται για να φέρνει φρέσκο εισόδημα. Εκείνη συνεισέφερε με τη σύνταξή της, πάντοτε προγραμματισμένη, προβλέψιμη και θαυματουργή. Μα της ζωής το κύμα το παράφορο, που ως συνήθως σαρώνει βάρκες και κουπιά, σηκώθηκε ψηλά τα τελευταία 3 χρόνια και άλλαξε την συντηρημένη με πολύν κόπο αυτή ισορροπία. Η απώλεια του θείου μας μάς άνοιξε για τα καλά την πόρτα του σπιτιού, εκεί δηλαδή όπου μπαίναμε μόνο αραιά, συνήθως με την γιορτινή ευκαιρία. Η αναπλήρωση της απώλειάς του, στόχος δύσκολος, θα γινόταν με τη δική μας συντροφιά και την προσφορά υπηρεσιών. Ήταν μια απώλεια σαν μακρινός απόηχος των παλαιών εκείνων απωλειών, που προκαλούσε ένα μυστικό πικρό αίσθημα στην επισκόπηση όλης της ταινίας της ζωής. Έτσι για τη θεία μας έμειναν οι υπόλοιπες χαρές και μικροχαρές της: τα αγαπημένα πρόσωπα, ένα πιάτο ζεστό καλοφτιαγμένο φαγητό, μια νοσταλγική μελωδία που ξυπνούσε το κλίμα άλλων εποχών και βέβαια η όποια θαλπωρή του σπιτιού, πολύτιμο απόκτημα και σταθερός ως το τέλος δεσμός. Όταν πια έμεινε κλινήρης έμοιαζε να επιπλέει μέσα σε μια θάλασσα από εικόνες και αναμνήσεις, που ακόμη και τα πιο αθώα και μικροσκοπικά αντικείμενα νόμιζες ότι έφερναν στην επιφάνεια. Ήταν η περίοδος της βασανιστικής ακινησίας, όταν το σώμα αργεί, η ψυχή βαραίνει και μόνο ο νους χοροπηδά ανάλογα με την κίνηση του βλέμματος. Από το ανοιχτό παράθυρο ένας άλλος κήπος παραδινόταν στη θέα του, που χωρίς την επιμέλεια του συζύγου της και αγνοημένος σχεδόν έμοιαζε να πρέπει να ντυθεί στα χρώματα της θλίψης που απλώθηκε ύστερα από την νωπή απώλεια. Άνθρωπος ανέκαθεν των λίγων και ουσιαστικών λόγων, των απτών και έμπρακτων αποδείξεων, περιβλήθηκε τη σιωπή του ασθενούς που σκεπάζει χίλιες σκέψεις και ψυχής νοήματα.
Ό,τι κι αν θα κάναμε, στον ελεύθερο ή συμπιεσμένο χρόνο μας, αυτή τη σκληρόπετση σιωπή δύσκολα θα την αποδιώχναμε. Ο ακίνητος άνθρωπος εξάλλου είναι ένας εύκολος στόχος, που βέλη δέχεται, αρρώστιες, φόβους και απειλές, βιαστικές κουβέντες, όλα έρχονται και παρέρχονται πάνω και γύρω από το σώμα του, κι αυτό εκεί, σαν κορμός δένδρου που ζει μέχρι κάποτε να παλιώσει και να το ξεριζώσουν. Η χαρά του κόσμου είναι η κίνηση, η ποικιλία, η εναλλαγή, η μετατόπιση. Ο ακίνητος άνθρωπος βλέπει όλα γύρω του με κάποιον ρυθμό να κινούνται, ακόμη και τις τηλεοπτικές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, κι εκείνος καρφωμένος στην έδρα του, μονίμως να παρατηρεί και να επεξεργάζεται στη μοναξιά του, όλα όσα λέγονται και επαναλαμβάνονται, και μέσα από την αιώνια επανάληψή τους καταντούν πληκτικά και ανόητα.
Κάπως έτσι η θεία μας έφτασε ως εδώ κι αφού διέσχισε κάμποσο το ζεστό κι αποπνικτικό αυτό καλοκαίρι, με τα δέντρα στον κήπο αμίλητα, με μιαν άπνοια και συνάμα πόνο βουβό στον έξω κόσμο, κάπου κάπου με κάποια κελαηδίσματα πουλιών και παιδικών φωνών, και με τους ανεμιστήρες να βομβίζουν μέσα στο δωμάτιο ανακυκλώνοντας τις ίδιες εικόνες. Με το αίμα να παγώνει κάθε μέρα, με τις ανάσες να βγαίνουν πιο δύσκολα, με το κουρασμένο σώμα, σύμβολο ζωής, να εξοικειώνεται με την ιδέα της αθανασίας.
Τώρα που μπροστά μας κοιμάται ανάλαφρη και λυτρωμένη από όλα όσα την καταπίεζαν, απαλλαγμένη ακόμη και από μας που καλοπροαίρετα την καταπιέζαμε ή της επιβαλλόμασταν, ταξιδεύει ελεύθερα στον κόσμο, χωρίς κανέναν κόμπο στο λαιμό, χωρίς κανένα κράτημα στα πόδια, πιο ελεύθερη από ποτέ. Τα μέλη της λύθηκαν και πλέον μπορεί να πηγαίνει παντού κι όχι μόνο με τη σκέψη της. Μια νέα ισορροπία εγκαθιδρύεται εδώ, απώλειες πια δεν υπάρχουν κι ούτε πόνος για αυτές, ενωμένη όπως θέλουμε να πιστεύουμε με όσους αποχαιρέτισε αναπάντεχα, θα βρει την πιο μεγάλη δύναμη και αυτάρκεια. Η θνητότητα είναι μια φυλακή. Θα υψωθεί σαν καλοκαιρινό αστέρι μιας νύχτας φεγγαρόλουστης, στην τερψιθέα ενός κόσμου που θα επιμένει να βασανίζεται μέσα στα δίχτυα της καθημερινότητας, ήττες, προσδοκίες, μικρές χαρές κι αναλαμπές. Για αυτήν ένα μονίμως ολόδροσο καλοκαίρι θα πνέει, κι από την άποψη αυτή εμείς τώρα αφηνόμαστε να τυραννιόμαστε, στο λίγο του κόσμου που μας αναλογεί, για όλα όσα κάναμε και δεν κάναμε, για όλους όσους χάνουμε ή δεν φτάνουμε, σε έναν αγώνα ζωής που μας βρίσκει σωματικά μεν αρτιμελείς, ψυχικά ωστόσο κάπως κομμένους και κερματισμένους, σχισμένους μέσα μας.
Τερατώδες όμως και το σχίσιμο των λέξεων: όλη τη ζωή μας τη φωνάζαμε "Κάστη", παραλείποντας αυτόν τον άγνωστο ιό που έλαχε να κατεβάσει τον διακόπτη στην τελευταία στροφή.

Ας ευχηθούμε, ο καθείς προς τον εαυτό του και μεταξύ μας, να ξεπεράσουμε τα χρόνια της και ας ζητήσουμε από τον Θεό μιαν πιο ευτυχή έξοδο, ίσως στο κέντρο δικών μας προσώπων, με την τελευταία μπουκιά του αγαπημένου μας φαγητού, στο αργό σβήσιμο μιας νόστιμης μελωδίας. Ή, και μέσα σε έναν παραδεισένιο ολάνθιστο κήπο κάτω από τη χαίτη των κλαδιών και τα μάτια των ανθέων.

20/7/12

τα κανάλια με τα κυάλια

Κύριε διευθυντά, απειλούμεθα πως χωρίς την απαιτούμενη τεχνολογία και αν δεν είμαστε στραμμένοι προς τον Υμηττό δεν θα βλέπουμε ορισμένα κανάλια - ιδού η μεγάλη απώλεια. Αισθάνομαι πως η ευκαιρία είναι μεγάλη: η απο-καναλίνωση κάνει λένε οι ειδικοί καλό στον οργανισμό: καθαρίζει το μάτι από τις εικόνες της θλίψης και κάνει τον βίο πιο κοινωνικό.
Αντί να στραφούμε ικέτες προς τον Υμηττό, τι ωραία να τους δείχναμε την πλάτη μας, το πιο μεγάλο κανάλι της ισχύος μας είναι η ράχη μας.

χωρίς διακοπές

από τι να διακόψεις αφού το μυαλό δουλεύει κι όλο λύσεις μαγειρεύει στων θεμάτων τις κατόψεις
δάσος γίναν οι οδύνες των ανθρώπων τα μαρτύρια ΣΟΣ από τα παραθύρια απ' του πόνου τις καμπίνες
ποια χαρά κυκλοφορεί και περνά ανέμελη ποια ζωή ανέφελη στα πικρά αδιαφορεί
απολύσεις νόσοι νίλες θάνατοι πείνες δρεπάνια μοναξιά αυτοχειρίες μια χαρά αραιά και σπάνια

έλεγες πως εσύ θα ήσουν η εξαίρεση μόνο τη χαρά να λες και απ' το χέρι να τη δίνεις
αλλά πιάστηκες στη φάκα σου'γινε αφαίρεση κάπου κάπου σπας και κλαις στο ηφαίστειο της οδύνης

Η ζωή χαρίζει αργά την ισότητα στον πόνο
μια κανείς δεν θα γλιτώσει απ' το αίμα απ' το φόνο
το μαχαίρι το φαρμάκι τ' άγριο χέρι το καμάκι

Πού να στρέψεις το βλέμμα σου και το κάλλος να αρπάξεις
πού να βρεις έναν ώμο μυστικά για να κλάψεις

φόρτος προβλημάτων φόρος διαλειμμάτων του φωτός βλημάτων

11/7/12

Αποκρατικοποιήσεις

11-7-2012

Κυρία Αλεξάνδρα Παναγή
Μιαούλη 5, Χαλάνδρι

Δεν έχουν τέλος οι παραλλαγές γύρω από τη σωτηρία μιας εταιρείας, η φαντασία των δημόσιων πολιτικών.

1. Η εταιρεία μένει όπως έχει, απλώς αλλάζουμε τη στρατηγική της για να αλλάξει η χρηματοοικονομική της θέση.
2. Αξιολογούμε τους υπαλλήλους ώστε ευσχήμως να οδηγήσουμε ορισμένους αμόρφωτους στην πόρτα.
3. Αλλάζουμε το μάνατζμεντ της εταιρείας προσελκύοντας στελεχάρες από τον ιδιωτικό τομέα.
4. Πουλάμε το 51% σε ιδιώτες και κρατεί το Ελληνικό Δημόσιο το υπόλοιπο αλλάζοντας έτσι την ισορροπία.
5. Πουλάμε όλη την εταιρεία όσο όσο για να συμβάλλουμε στο δημόσιο χρέος.
6. Δίνουμε δοκιμαστικά την εταιρεία σε ιδιώτες για 5 χρόνια για να δούμε αν θα περπατήσει το πείραμα και στη συνέχεια αν αποτύχει επιστρέφει σε μας.
7. Μετατρέπουμε την εταιρεία σε λαϊκής βάσης, κάτι σαν την Παναθηναϊκή Συναυλία.
8. Κόβουμε τους μισθούς των υπαλλήλων για να κάνουμε την εταιρεία δελεαστική στους ενδιαφερομένους για αγορά της.
9. Ζητούμε από το κράτος να χρηματοδοτεί το έλλειμμα της εταιρείας στο όνομα της ιστορίας της και κρεμάμε ελληνική σημαία για να τονίσουμε ότι είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα μας.
10. Αλλάζουμε το καταστατικό της και τη μετατρέπουμε σε λαϊκό κατάστημα τύπου Γερμανός με την κατάλληλη διαφημιστική πολιτική, δώρα, μπλουζάκια, γυναίκες-μοντέλα, κληρώσεις κ.λπ. Μετοχές της εταιρείας πουλάνε πλέον οι εφημερίδες τύπου Ρίαλ Κούρτη, Πρώτο Ψέμα κ.λπ.
11. Κάνουμε την ιστορία της ταινία-υπερπαραγωγή από το Εθνικό Κέντρο Σινεμά και την παίζουμε σε θερινά σινεμά και στο γιουτιούμπ.
12. Κράτος και ιδιώτες την κόβουν στα δυο και χωρίζουν τα τσανάκια τους. Δίνουν λόγο, δε, στον Αόρατο Αρχηγό, την Υπερτάτη Αρχή της εταιρείας.
13. Η εταιρεία γίνεται πουτάνα: τα δίνει-κάνει όλα και σε χαμηλή τιμή. Ομάδα στόχος της οι ερωτολιγούρηδες.
14. Η εταιρεία αναπτύσσει δίκτυο εθελοντών δυνάμει νέων στελεχών. Οι παλιοί και οι νέοι τρώγονται κι υποβλέπονται για το καλό της.
15. Η εταιρεία δεν αντέχει το δημόσιο διάλογο και αποχωρεί. Αφήνεται στη μοίρα της σαν παλιό κάγκελο που όποτε σκουριάσει και πέσει θα εξαναγκάσει σε αλλαγή. Ό,τι πει ο χρόνος. (κ.λπ.)

Όπως αντιλαμβανόμαστε, εθνοσωτήρες υπάρχουν πολλοί, λογοδοσία επί των αποτυχημένων πειραμάτων όμως δεν υπάρχει. Το θέμα είναι να υπάρχει η εταιρεία όσο ζούμε εμείς. Να την βυζάξουμε και να την πιούμε ως την τελευταία σταγόνα. Κι αν τυχόν μας μείνει στα χέρια, εμείς πάλι θα την αναστήσουμε ως εταιρεία για μετεμψύχωση. Ε, κάπου εκεί θα μας χρειαστεί και κανα μαγικό ιδιώτη. Να δεις που στο τέλος θα ζήσει αυτή κι εμείς θα περνάμε χειρότερα.

6/7/12

Μια λύπη

6-7-2012



Κάτι έχεις

το κορμί σου είν' απόψε κλειδωμένο

και το χέρι σου επίμονα κλεισμένο

απ' το βλέμμα σου σκορπιέται φως κλαμένο

είναι η λύπη

που στη χαίτη σου απόψε σκαρφαλώνει

και ο λόγος μπρος στα χείλη σου σκαλώνει

κάποια ψύχρα τη σιωπή σου όλο στυλώνει

ψάχνω να'βρω

ποιος ο λόγος που απόψε σε μαραίνει

και τη νιότη σου ρουφάει και μικραίνει

ποιος τη σκέψη σου πλανεύει και μωραίνει

ίσως φταίω

το μυστήριο ετούτο μ' αρρωσταίνει

κάποια τύψη μου η μορφή σου ανασταίνει

κι η ψυχή μου αγωνιά, δεν ξαποσταίνει

αν θα μάθω

θα λυθεί αυτός ο κόμπος που μας δένει

θα ελαφρύνει ο καημός που μας χλωμαίνει

θα γελάς και ένας ήλιος θ' ανατέλλει

κάτι έχεις

κάποιο σύννεφο περνά αργά, σε σκιάζει

μια φωνούλα πνίγεται κι αναστενάζει

και στα μάτια μου όλη η πόλη σκυθρωπιάζει.



Π.Χ.

3/7/12

Καλοκαιρινή καραμπόλα

3-7-2012

Μεταξύ του πήγαινε και του έλα, προηγούνται, μεσολαβούν και έπονται πολλά, πολλά πολλά. Το καλοκαίρι είναι ένα πολυκατάστημα ερεθισμάτων από τα οποία μόνο ένα μέλλει να προκριθεί, εάν κι αυτό ευδοκιμήσει. Στιγμές στιγμές δεν ξέρει ο άνθρωπος προς τα πού να κινήσει, τα παλιά του βήματα να ξαναβρεί και να υπογραμμίσει ή να χαράξει νέα πορεία. Από την άλλη, τι να πεις και για τις θερινές καραμπόλες, εκείνων που ξεκίνησαν για αλλού και από ποικίλους παράγοντες βρέθηκαν εκεί όπου δεν φαντάζονταν. Συνήθως ο οξυμμένος ενθουσιασμός από κάποια φευγαλέα ή μη γνωριμία, ή το να βρεθείς παρασυρμένος από την ισχυρή προσωπικότητα ενός άλλου, καθορίζουν τελικά τις επιλογές, πάντοτε περιέχουσες σκοπό και συναισθηματικό συμφέρον.

Ο καλοκαιρινός άνθρωπος είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος-φθαρτό υποκείμενο, ζωώδες υποκείμενο, που όπως βγάζει την ανάσα του έτσι εκφράζει και τις ανάγκες του, δεν μπορεί να κρύψει τίποτε. Ο καλοκαιρινός άνθρωπος θέλει να φάει καλά, να κοιμηθεί καλά, να γαμήσει ό,τι βρεθεί μπροστά του, να κολυμπήσει στις πιο εντυπωσιακές παραλίες, να σαρώσει ό,τι ανήκει στον χάρτη του, να γλιτώσει ό,τι γλιτώνεται, π.χ. τα μεταφορικά, να γλιτώσει δαπάνη μέσω μιας φιλοξενίας, να γλιτώσει την ενοχλητική παρουσία των άλλων, να έχει τον άλλον ή να μην τον έχει όποτε εκείνος κρίνει καλό, θέλει να πηγαίνει σε συναυλίες, σε μπαρ, σε ταβέρνες, να του σερβίρουν κι αυτός να είναι ο αγάς, να αράζει και να δουλεύουν οι άλλοι στα πόδια του, θέλει φιλίες, αγάπες, συγκινήσεις, θέλει καλό καναπέ στο πλοίο, προνομιακή θέση στο κατάστρωμα, καμπίνα που να αποφεύγει τη ζέστα των μηχανών, θέλει να βγει πρώτος από το φέρυ χωρίς να φάει στη μάπα τα αέρια όσων μαρσάρουν, θέλει να βρει παραλία μόνο για να ζεστάνει τον δικό του κώλο, θέλει διαμέρισμα ολόκληρο για κείνον και τη φαμίλια του κι αν είναι δυνατόν και μπροστά στη θάλασσα και με τα γεύματα έτοιμα και σε λογική τιμή, οι γυναίκες να στρογγυλοκάθονται και να αερίζονται τινάζοντας τα τσιγαρέτα τους και συγκρίνοντας η μία μυστικά προς την άλλη τις σκατόφατσές τους όπως αποκαλύπτονται χωρίς μακιγιάζ με το έβγα τους από το νερό, σακουλιασμένα μάτια, αυτιά Σπόουκ, σπυράκια και ελιές και τρίχες, βυζιά τορπίλες ή άβυζες ανερωτικές στέκες, λεκάνες μαξιλάρες. Ο καλοκαιρινός άνθρωπος θέλει να διαβάζει στην ησυχία του και να καμακώνει στην ανησυχία του, να εξερευνά στις μοναχικές του ώρες και να αναδιηγείται στις κοινωνικές. Είναι η ίδια σκατόφατσα που βλέπουμε όλον τον χρόνο, απλώς τα χρώματα τον αλλάζουν, τον κάνουνε ναυτικό, τον κάνουνε θαλασσινό του γλυκού νερού κ.λπ., ο ίδιος νερόβραστος τύπος είναι του χειμώνα, ο εργαζόμενος που διαδηλώνει μέσα στο δωμάτιό του, ο κύριος χάνομαι και βρίσκομαι κατά το δοκούν, ο αστός που γκρινιάζει και όλο παραπονιέται για την μαύρη μοίρα του και περιμένει πάντα οι άλλοι να τον σώσουν, το ανάξιο κράτος, οι άσχετοι, οι αδιάφοροι, οι αγράμματοι κ.λπ. Γυρνά με την προβοσκίδα του κατεβασμένη γιατί το ανικανοποίητο δεν του αφήνει χρόνο να σχεδιάσει εκ νέου. Ε, αυτός ο μαλάκας που ζητεί ξεκούραση είναι μια μπάλα που την κλοτσά ο άνεμος κι όπου την πάει ανάλογα με την τύχη του, είναι το μπαλάκι της καραμπόλας, πάνω απ' όλα εκείνο που μετρά για αυτόν είναι τον εαυτό του να ικανοποιήσει, να "γεμίσει όπως λέει τις μπαταρίες του" και να γυρίσει και να αρχίζει να λέει τα δικά του. Ο καλοκαιρινός άνθρωπος είναι βαρύτερα εγωιστής από τον χειμωνιάτικο, διότι αυξάνονται τα θέλω του, τα κομφόρ και οι ξάπλες του. Έχει πάντως κι έναν τρόπο να διαλέγεται με τον εαυτό του μυστικά και να καταλαβαίνει πόσο ανάξια λόγου είναι για την εξέλιξη αυτού του κόσμου όσα ο ίδιος επιθυμεί και απολαμβάνει: είναι φυσικά η ώρα του ηλιοβασιλέματος ή της φεγγαράδας. Εκεί, μόνος ή μετά τινός, κάνει και ορισμένες απίθανες σκέψεις και φρενάρει κάπως η αγοραμανία των εμπειριών και των εντυπώσεών του. Αλλά, όπως όλα τα πράγματα είναι σχετικά, άλλα καλοκαιρινά ζωάκια ούτε κι εκεί στέκονται, συνεχίζουν μπεκροπίνοντας σε μπαρ μέχρι να καταλάβουν ότι κουρελιάζοντας το Εγώ τους χάνουν τη δύναμή τους για τη συνέχεια.

Ο καλοκαιρινός άνθρωπος είναι μια πεταμένη πεπονόφλουδα κι ένα κουκούτσι στην άμμο, μια γόπα χωμένη κάτω από πέτρα, είναι μια ψαρόβαρκα μισοσαπισμένη, ένας διαβολάκος στα ρηχά, ένα στητό βυζί και δυο αρχίδια φουσκωτά, μια φουσκωτή λέμβος, ένας μαλάκας που ψήνει μπιφτέκια και ρυπαίνει ποικιλότροπα τη φύση, ένα χαμένο κορμί, ένας κουρασμένος ξεκούραστος, ένα αγγούρι που μιλά σε γλώσσα φιλοσοφική για πρόοδο, θρησκείες, δικαιώματα, εργασία. Ένα λευκό σιδερένιο μπαλάκι που στην καραμπόλα του καιρού θα πεταχτεί έξω από το πεδίο του παιχνιδιού και θα δει τη ζωή σκληρότερα. Ένας τιποτένιος ηδονοθήρας που ταιριάζει γάντι στην εποχή του τίποτα, δηλ. στο καλοκαίρι.

Πέτρος Χριστοφιλίδης