28/5/13

Κώστας Ευμορφούλης: ως δεύτερος πατέρας

28-5-2013

(16.5.1928-24.5.2013. Υπήρξε ο καθηγητής γερμανικών στην οικογένεια, διδάσκοντας σε μένα και στον αδελφό μου Παναγιώτη. Όταν σταματήσαμε τα μαθήματα, ωστόσο, αναπτύξαμε μια αληθινή - ζεστή σχέση επί χρόνια και με περηφάνια θα λέγαμε ότι είμαστε [σχεδόν] οι μόνοι από τους εκατοντάδες μαθητές του που κράτησαν δεσμό μαζί του. Ο τελευταίος σταθμός του το νοσοκομείο ''Σωτηρία''... Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε την 27.5.2013.)

..................................................................

Όλοι εμείς που βρεθήκαμε σήμερα εδώ δεν ήλθαμε για να τον αποχαιρετήσουμε. Ήλθαμε για να θεμελιώσουμε μια διαρκή σχέση μαζί του, να τονίσουμε πως η ύπαρξή του για μας θα συνεχίζεται επ’ άπειρον, όπως συμβαίνει όταν τίθεται ο θεμέλιος λίθος στα εγκαίνια ενός λαμπρού οικοδομήματος που θα ζει για πάντα.


Η πλούσια κι αφειδώλευτη αγάπη ακυρώνει σήμερα αυτόν τον χωρισμό. Μπορεί στ’ αλήθεια να υποτασσόμαστε στον δυναστευτικό νόμο της φθοράς, ωστόσο τον παραβαίνουμε ζώντας ο καθένας μας μέσα από τον άλλον. Με τον νου μεγάλο δυνάστη, την καρδιά ευαίσθητο δέκτη, με τη μνήμη και τη συνείδηση πάντα άγρυπνες, μπορεί και ανασταίνεται απόλυτα δικαιωμένος ο άνθρωπος, δαφνοστεφανωμένος από τον τίμιο αγώνα του στο μεγάλο μέτωπο της ζωής.

Αξιολάτρευτε άνθρωπε, αλησμόνητε σύντροφε, μοναδικέ μας πατέρα, φίλε ξεχωριστέ, αξιοσέβαστε κύριε καθηγητά, πλέον μπορείς μόνο να μας ακούς, τον καθένα μας ξεχωριστά και πρωτευόντως τα εξέχοντα μέλη της οικογένειάς σου, να χτίζουν αποσπασματικά το πορτρέτο σου, με λόγια ουσίας και χίλιες αναμνήσεις. Δίπλα στην οικογένεια, στέκουμε όλοι εμείς που σε γνωρίσαμε και βρήκαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε μαζί σου μια ειδική σχέση, αμοιβαία κι ειλικρινή.

Οι άνθρωποι που στάθηκαν στο πλευρό σου, η σύζυγός σου, τα παιδιά σου, όλοι οι συγγενείς σου, ήταν εκείνοι που είχαν την τύχη να διαβάσουν το βιβλίο της ζωής σου λέξη προς λέξη, σε μια συνοδοιπορία διαρκείας, με φωτοστέφανο μιαν άδολη και αταλάντευτη αγάπη. Οι άνθρωποι της κάθε μέρας σου, η σύζυγός σου, τα παιδιά σου, είναι αυτοί που σε κέρδισαν, κι αυτοί που βεβαίως πρωτίστως σε χάνουν στην πιο οδυνηρή έξαρση της απωλείας. Είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από οιονδήποτε άλλον την έμπρακτη εκδήλωση όλων των χαρισμάτων σου, κι ανάμεσα σε αυτά καταλέγονται η μετριοπάθειά σου, η ισορροπία που τηρούσες μεταξύ λογικής και συναισθήματος, η διακριτικότητα της καλοσύνης σου, η ακλόνητη πίστη σου στις βασικές ελληνικές αξίες, η δοτικότητά σου, η καρτερία σου. Με οδηγό την αγάπη σου για το ευ ζην, την αναζήτηση της ποιότητας στη ζωή, σε είδαν να νικάς αλυσιδωτά εμπόδια, κακουχίες κι αντιξοότητες και πάντα να αφήνεις να ανθίζει τις στιγμές της νίκης το ευγενικό σου χαμόγελο.

Παιδί κι εσύ του Μεσοπολέμου, έζησες στο πετσί σου τα δεινά ιστορικών συγκυριών, κι ωστόσο εν μέσω τόσων βιοτικών απειλών άντεξες στην πίεση των αναγκών και χάραξες τον δρόμο μιας ζωής που κάθε απολογισμός θα κρίνει ευτυχή. Μπρος στα λάμποντα μάτια σου παρήλασε η Ελλάδα της Κατοχής και της ανοικοδόμησης, οι δεκαετίες των οραμάτων αλλά και των μεγάλων ματαιώσεων, ως τη σημερινή μιας παραλυτικής κρίσης. Σκαλί σκαλί ανεβαίνοντας έφτασες σαν θαύμα ως εδώ για να σου χαριστεί πλέον το πιο μεγάλο έπαθλο: εκείνο της ανθρωπιάς, του κοινωνικού ήθους και βεβαίως της αφοσίωσης στο ιδεώδες της αγάπης, καθώς κατάφερες να συντηρήσεις έναν δεσμό βάθους, συντροφικό-έγγαμο-οικογενειακό, επί 70 συναπτά έτη. Είναι μια αγάπη σπάνια και μάλιστα αγέραστη παρά το ξεκίνημά της από τα χρόνια της αθώας εφηβείας. Όλη σχεδόν λοιπόν η ζωή σου είναι ένας λυρικός ύμνος στην αγάπη, κι αυτό το γεγονός έρχεται σήμερα να ισοσταθμίσει στις καρδιές των δικών σου ανθρώπων τη συντριβή μεν και την οδύνη της φυγής σου με έναν αγέρωχο θαυμασμό, δε, και μια υψηλή περηφάνια για το σπάνιο αυτό κατόρθωμα.

Η ομορφιά σου, ποιος να το αρνηθεί, ήταν καλοζυγισμένη έξω και μέσα, σε μια σχέση ιδανικής συμμετρίας και ανταπόκρισης. Το ευθυτενές σώμα ο καθρέπτης της ψυχής σου. Το βλέμμα σου, ο λόγος σου, το παράστημά σου, το τραγούδι σου, αληθινή χαρά των αισθήσεων. Όλα δικαίως είναι συμπυκνωμένα και συνηρημένα στο αλησμόνητο όνομά σου: αληθινός Ευμορφούλης, η παρουσία σου δηλαδή το φανέρωμα της ομορφιάς σε έναν άχαρο και σκοτεινό κόσμο. Μια ομορφιά διακριτή, κρυστάλλινη, απτή, διαπιστωμένη, μια ομορφιά που τώρα σε σκεπάζει ως μια ιδέα άσβηστη, ως μια παράσταση από όλους εσωτερικευμένη, και συνάμα υπεραισθητή , αναλλοίωτη.

Δίπλα στην οικογένειά σου που όσο συ την εκάλλυνες άλλο τόσο και κείνη σε ομόρφαινε, στέκουμε σήμερα κι εμείς που έχουμε να θυμόμαστε ωραίες κοινωνικές παρενθέσεις, εορταστικές συνάξεις, φιλοφρονήσεις και δωρεές. Οι τόποι, οι δρόμοι, τα κέντρα, οι μουσικές, τα φαγητά, οι ωραίες επιθυμίες, οι γλυκιές βραδιές όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με σένα και τους οικείους σου. Γύρω από ένα τραπέζι πάντα συμφωνούσαμε ευλαβικά, μετά καλοκαρδίας. Δίπλα, ωστόσο, σε όλα αυτά τα ηδονικά, στέκονται και των τελευταίων χρόνων τα αναπάντεχα κι αλυσιδωτά παθήματα, οι πικρές αφηγήσεις σου, οι αγωνίες, οι ανηλεείς περιπέτειές σου, όλα εκείνα που σφραγίστηκαν πάνω στο κορμί σου. Ένας συνδυασμός λοιπόν από χαρές που συν τω χρόνω λιγόστευαν και νίλες που ολοένα και πλήθαιναν, ένας συνδυασμός που μας έκανε να συμπάσχουμε τις πιο πολλές φορές αμήχανοι, με τη μυστική μονάχα ελπίδα της ασίγαστης δίψας σου για τη ζωή που έμοιαζε όλα να τα υπερπηδά.

Αγαπημένε μας καθηγητά, δικέ μας πατέρα, παιδιά σου κι όλοι εμείς οι εκατοντάδες μαθητές σου που λάβαμε από σένα τα νάματα της ακριβούς γνώσης για μιαν ευδόκιμη σταδιοδρομία. Τώρα μόνο θα μας ακούς να λέμε σαν ποίημα τα έργα σου, όσα από τα πολλά προλάβαμε να ζήσουμε. Αυτό λοιπόν είναι και το πιο παραστατικό μάθημα που μας χαρίζεις: τον τρόπο που έβλεπες τα πράγματα, τον τρόπο που τα ζούσες. Η ζωή σου είναι το μεγάλο μας μάθημα, το πιο σοφό δίδαγμα, το πιο υψηλό πρότυπο.

Οι άνθρωποι που αγαπούμε είναι το οξυγόνο μας, οι άνθρωποι που παραδεχόμαστε είναι το δικό μας αίμα. Οι άνθρωποι που μας μαθαίνουν είναι η πηγή μας κι εκείνοι που μας νοιάζονται θεσπίζουν το μέτρο μας. Αυτοί που ζουν μαζί μας είναι η σωτηρία μας κι αυτοί που φτερουγίζουν είναι η δεύτερη ζωή μας.

Κι εκείνο το γλυκό απόβραδο της εορταστικής Τρίτης 21 Μαΐου, όταν η φύση ψήλωνε τόσο όσο για να φτάσει με τις μυρωδιές της τον θάλαμο του παλιού νοσοκομείου, πρέπει να είδες τα πουλιά, το κάλεσμα της εξόδου, όταν με τα μάτια κλειστά κατάφερες κι είπες «Ω Θεέ μου, ω θεέ μου», κι ήταν αυτό μια ψιθυριστή προσευχή, κι ήταν μια θερμή από τα βάθη της καρδιάς ευχαριστία, κι ακούστηκε γλυκά κι ελαφρώς παραπονεμένα, όταν ίσως η πλάστιγγα έγερνε έτσι ώστε να ζητείς να λυτρωθείς απ’ τα δεσμά σου. Κι έλεγες κάθε τόσο εκείνες τις μέρες «αφήστε με» για να προλάβεις να ετοιμάσεις την ψυχή σου. Απέναντί σου ένα δάσος πυκνό, ο αιώνιος Υμηττός να σε χαιρετά κι ένας ουρανός σαν μια πύλη μετέωρη.

Ω Θεέ μου, ω θεέ μου, είπες χαμηλόφωνα κι Εκείνος σε άκουσε.

1 σχόλιο:

Χρήστος Αποστολόπουλος είπε...

"τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν"
Κ.Π. Καβάφης, "Κεριά"