2/7/09

Μνήμη απουσίας


Πρόγευση από τα μαντάτα της θύμησης μιας απουσίας που σαν να μην ήταν απουσία, αλλά μόνιμη παρουσία εδώ και δεκαέξι χρόνια σε ταράτσες, σπίτια, πλατείες, φωταγωγούς, διαμερίσματα τόσων προαστείων, φυλακές, υπόγεια, σε δρόμους σκοτεινούς. «Η ζωή είναι σουγιαδιές// σε βρώμικα αδιέξοδα,// σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα».

Τρεις μήνες πριν τη θύμηση, εγώ εδώ απλώς υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας της οργής, της Κατερίνας της ευαισθησίας και της αλήθειας, της Κατερίνας του διωγμού, της μοναξιάς, που αφουγκράζεται όμως τα πάντα και που μέσα από τη θολούρα των καυσαερίων και του καπνού, διακρίνει το πραγματικό, αντιτίθεται στο επιτηδευμένο και υπερασπίζεται την κατάντια και τον εσωτερικό εγκλεισμό των ανθρώπων , εκεί που τους οδήγησε η κοινωνία που άλλοι έφτιαξαν και κάποιοι συντηρούν. «Η μοναξιά δεν περιφέρεται αόριστα και νωχελικά//κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών//και στα παγωμένα μουσεία// …Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά//και μετριέται πιάτο-πιάτο//μαζί με τα κομμάτια τους//στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι-Αγία Βαρβάρα-Κοκκινιά//Τούμπα-Σταυρούπολη-Καλαμαριά//Κάτω από όλους τους καιρούς//με ιδρωμένο κεφάλι.»

Υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας της απομόνωσης, της φυγής από στημένα παιχνίδια και βαρύγδουπες πολιτιστικές και πολιτισμικές αναζητήσεις ή προκαθορισμένες λογοτεχνικές διαδρομές. Υπενθυμίζω την παρουσία της Κατερίνας Γώγου. Δεν ήταν ποιήτρια, με τη λογοτεχνική σημασία του όρου, που άλλωστε λίγο μετράει μπροστά στη ανάγκη για κατάθεση ψυχής. Ήταν ωτακουστής των κοινωνικών δρωμένων και μεταλλάξεων , της αμφισβήτησης που άρχισε να αναρριχάται σε πρόσφορο έδαφος στη δεκαετία του ΄60 (Γεννημένη 1 Ιουνίου 1940). Έφυγε τρεκλίζοντας αλλά με την ψυχή της όρθια στις 3 του Οκτώβρη του 1993. Έφυγε γιατί το ήθελε, γιατί το επέλεξε, μην μπορώντας να αντέξει τη μυρουδιά από τη σήψη του κοινωνικού σώματος που έχει πάθει γάγγραινα. Άνοιξε πόρτες σε κατατρεγμένους, συμμετείχε σε μικρές επαναστάσεις, μπήκε ίσια στη φωτιά. Στις 3 του Οκτώβρη άνοιξε την τελευταία πόρτα και έφυγε σαν αγρίμι, γεμάτη οργή, όπως σαν αγρίμι έζησε.

Άφησε πίσω της την κόρη της Μυρτώ.

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.

Έζησε στην κόψη του ξυραφιού. Πάτησε πάνω της , την ένιωσε, την άγγιξε, με πόνο ανείπωτο. Φλερτάροντας με το θάνατο, στα ποιήματά της καταγράφει και τις ενοχές της. Δεν προέβη σε ανιστόρητους συμβιβασμούς μεγαλοπρουχόντων της λογοτεχνικής γραφίδας ή ανθρώπων που καθημερινά απομυζούν τον εαυτό τους ξεπουλώντας όνειρα, ιδέες, ιδεολογίες, την ψυχή τους. Η ίδια, αιώνια έφηβος, αποτέλεσε μια δραματική και σπαρακτική φωνή που εξέφραζε προβληματισμούς με στίχους σκληρούς και γι’ αυτό αληθινούς. Δεν έθεσε στάμπες, δεν κυνήγησε το ανείπωτο, το άφατο, απλώς προσπάθησε να απεγκλωβιστεί μέσα από μια κοινωνία που πηγαίνει διαρκώς πάνω-κάτω, «Πάνω-κάτω.Πάνω-κάτω, η Πατησίων.//Η ζωή μας είναι η Πατησίων». Γεμάτη ευαισθησία, προσπάθησε να κουλαντρίσει την ψυχή της μέσα στη βρώμα ενός υποκριτικού κόσμου, που σα θηλιά σφίγγει το πνεύμα, βάζει πάγο στο συναίσθημα και θέτει τείχη στην ελευθερία. Ανθρωποκεντρική, ανθρωπιστική μέσα στη βαναυσότητα και τη βία : «Είναι , Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα, δύσκολοι καιροί και θάρθουνε κι άλλοι // δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά// τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω//κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά// Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος// Θα την αλλάξουμε τη ζωή//…παρ’ όλα αυτά Μαρία….»

Η ποίησή της είναι μια κραυγή ελευθερίας, μια φωνή για περισσότερο ουρανό μέσα στην έρημο της απάθειας, της νωχελικότητας και της αδιαφορίας. Εκφράζει το φόβο ενός ανθρώπου , που ζώντας μέσα στην εποχή της αμφισβήτησης, ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι τα οράματα αρχίζουν να ξεφτίζουν και να απογυμνώνονται μπροστά στην έλευση μιας τεχνολογικής και τεχνοκρατούμενης εποχής που αναφύει νέες νοοτροπίες, παράταιρες συμπεριφορές και που αποδιώχνει λέξεις, όπως φιλότιμο, τιμιότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια. Ο λόγος της είναι αντισυμβατικός, δεν ακολουθεί την πεπατημένη του ήθους της εποχής, ούτε περικλείεται σε τεχνικές και μέτρα. Στα ποιήματά της η Κατερίνα Γώγου απλόχερα ξετυλίγει τα συναισθήματά της. Φωνάζει, κραυγάζει, κλαίει, οργίζεται, επαναστατεί.

Δεν σκοπεύω να παραθέσω πολυσέλιδη κριτική του έργου της. Απλώς υπενθυμίζω και δίνω τη λαβή να την ξαναθυμηθούμε . Και το κάνω αυτό, γιατί είναι καλό να θυμόμαστε -κυρίως οι διατρίβοντες περί των λογοτεχνικών - και ανθρώπους της σύγχρονης γενιάς που βίωσαν τον εσωτερικό πόνο, που κατέγραψαν την εποχή και που δεν επιθύμησαν να γίνουν «ποιητές», αλλά τους έκανε η ίδια η ζωή.

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν…

Στο μέτρο που η ζωή κυλάει και ο ορυμαγδός των συμπεφωνημένων διαδικασιών καλά κρατεί, ας θυμόμαστε τουλάχιστον τον παρακάτω στίχο της Κατερίνας Γώγου, για να φυλαγόμαστε από τα πάσης φύσεως ανήμερα θεριά της κενοδοξίας, του καταναλωτισμού, της κοινωνικής αποσάθρωσης και του ηθικού εκμαυλισμού, της υποκρισίας, της αντιπνευματικότητας και της υπόθαλψης ενός τρόπου ζωής που κατεδαφίζει το όνειρο και τη φαντασία και υιοθετεί την ωμότητα και τον κυνισμό, προσπαθώντας να υποτάξει το πνεύμα :

«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε;»

Κώστας Σ. Τσίπρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: