(Περπατάτε. Λύστε σταυρόλεξα. -Πότε έγινε η μάχη του Ελ Αλαμέιν; Ο εγκέφαλός μας είναι λαβύρινθος. Αριάδνη, πού είσαι, κόρη μου; Γιατί μου πήρες το μίτο μου και δεν βλέπω μες στο σκοτάδι;)
...Πού να σ' τα λέω, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Εκεί που έβλεπα τηλεόραση μπαίνουν ξαφνικά στη σάλα οι δυο νοσοκόμες που είχαμε στο νοσοκομείο και με πλησιάζουν χαμογελώντας απειλητικά.

Ντύσου μου λέει. Σε κατασκοπεύουν οι απέναντι. Πού να ντυθώ; Δεν είχα τίποτα να βάλω. Ευτυχώς είχα απλώσει κάτι σεντόνια να στεγνώσουν, μου τα κατούρησε η κόρη σου, γιατί έχουν ανοίξει φαίνεται τα νεφρά της κι όλο κατουράει το βράδυ στο κρεβάτι. Αλλά φταις κι εσύ γιατί κάθε βράδυ της δίνεις κόκα-κόλα. Κι εγώ σ' το έλεγα, βλάπτει η κόκα-κόλα. Σαν ξυράφι κόβει το στομάχι. Αλλά εσύ πού ν' ακούσεις. Κάνεις τα δικά σου. Δεν θυμάσαι ότι ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας; Ο κυρ-Γιάννης στο χωριό πέθανε από υπερβολική χρήση κόκα-κόλας. Ακούς εκεί οι παλιοσκρόφες. Θέλαν να με ποτίσουν κόκα-κόλα. Η μία μάλιστα ξέρεις τι έκανε; Μου έριχνε κόκα-κόλα πάνω στ' αχαμνά μου. Τι κάνεις εκεί μωρή, της λέω. Θες να με λερώσεις; Κι είμαι κι ολοκάθαρη. Ήθελε να με λερώσει για να με βάλει μετά να γδυθώ και να κάνω μπάνιο για να με βλέπουν οι απέναντι. Μπανιστήρι δηλαδή. Έχουμε φτάσει στο σημείο οι νοσοκόμες να κάνουν μπανιστήρι. Τ' ακούς; Να που φτάσαμε. Αλλά φταις κι εσύ γιατί αντί να τις διώξεις, τους προσφέρεις σοκολατάκια. Γιατί να τους τρατάρεις σοκολατάκια; Σε τράταραν αυτές; Που αν πας στο σπίτι τους, δεν έχουν ούτε γλειφιτζούρι. Τελικά που λες βρήκα ένα σεντόνι και το έριξα πάνω μου, γιατί αλλιώς θα πάθαινα καμιά πνευμονία και θα με είχατε πάλι στο νοσοκομείο με αυτές τις μέγαιρες. Που να βγάλουν σπυριά στη γλώσσα και φλύκταινες στο δέρμα. Τα μαρτύρια του Χριστού πέρασα χθες. Τα μαρτύρια του Χριστού. Κι αυτός ο Ανέστης τι σόι άντρας είναι; Ανδρείκελο. Δεν μπορεί να κάνει καλά δυο νοσοκόμες; Τις έβλεπε και καθόταν με την ουρά στα σκέλια. Τι τις φοβάσαι ρε, του φωνάζω. Όρμα τους να φύγουν σαν τις κότες. Που μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ μες στο ρέμα κι ακούω τα βατράχια να με κοροϊδεύουν με τα κοάξ κοάξ τους. Κι είχε ένα φεγγάρι χθες το βράδυ, όλο μίσος. Τα καλάμια να θροΐζουν, τα βατράχια να με διαπομπεύουν κι αυτές οι σκρόφες να μ' έχουνε γυμνή όλο το βράδυ και να λένε ότι θα με κάνουν μπάνιο στο ποτάμι. Βρε, τους λέω, εδώ δεν κάνουμε μπάνιο, εδώ μόνο πλένουμε τα λευκόρουχα και τα σεντόνια. Κι ευτυχώς που είχα κάτι σεντόνια μαζί μου, ξέρεις αυτά που κατούρησε η κόρη σου χθες το βράδυ, και τους τα έδωσα να τα πλύνουν. Τελικά, να μην σ' τα πολυλογώ, πέρασε ο Ανέστης ο ταβερνιάρης και μου' φερε λίγο τσίπουρο να ζεσταθώ. Πίνω γω και ανάβει φωτιά όλο το κορμί μου. Αυτός είναι άντρας, λέω μέσα μου. Όχι ο άντρας σου, που δεν ξέρει να φτιάχνει ούτε μια πατάτα τηγανητή, κι όλο φωνάζει τη Μοσχούλα να τις τηγανίσει. Βρε, του λέω, η Μοσχούλα είναι για άλλη δουλειά, δεν τηγανίζει πατάτες. Για δες, τώρα που το λέω, ψήθηκαν τα παϊδάκια; Γιατί τα έβαλα στις εννιά και πρέπει να το κλείσω. Για τράβα δες, γιατί έχουν περάσει δυο ώρες και θα'χουν γίνει κάρβουνο τα παϊδάκια. Κι ύστερα θα'ρθει η κόρη σου η πολυχρονεμένη και θα μου λέει, γιαγιά, δεν τρώγονται τα παϊδάκια, κι οι πατάτες είναι μαύρες. Τέτοια κάνει η μικρή και μετά φεύγει απ' το τραπέζι και ανοίγοντας το ψυγείο αρπάζει όλο κάτι παλιοαναψυκτικά, κόκα-κόλες και φάντες. Πίνει πίνει και μετά να μια κατρούλα στο κρεβάτι. Κι ύστερα γω η βαριόμοιρη να πάρω τα σεντόνια να τα πάω στο ποτάμι να τα πλύνω. Τα μαρτύρια του Χριστού περνά η μάνα σου, κόρη μου. Τα μαρτύρια του Χριστού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου