4/9/09

Γηράσκω ... συνταξιοδοτούμενος (;)


7.30 με 8.00 π.μ. Ηλικιωμένοι στήνουν ουρά έξω από τις τράπεζες. Σύνταξη είναι; Ανάληψη θα κάνουν; Αμίλητοι είναι και όλοι μοιάζουν να είναι ίδια γενιά. Με τη σιωπή κάνουν τα σχόλιά τους, όπως το περιβόητο ΄΄εδώ πού καταντήσαμε΄΄. Θα ήθελαν να είναι νεότεροι και να επαναστατούν όπως οι νέοι του ΄68.
Τελικά μόνο ορισμένοι κρεμούν σαν ποδιά κουζίνας ένα πλακάτ απ' το λαιμό και με άρρωστη βραχνιασμένη φωνή μπαίνουν μια φορά το χρόνο σε μιαν αναιμική πορεία.
Στην ουρά της. Που περνά ξυστά μπροστά απ' τις τράπεζες, τους γιάπηδες των τραπεζών και γυναίκες-φυτά με γυαλιά, ταγέρ και κότσο.
Δεν φορούν γραβάτα, έχουν ένα πολυτσακισμένο παντελόνι υφασμάτινο, τα γυαλιά και το εισιτήριο λεωφορείου να φαίνονται στη βιτρίνα της τσέπης της καρδιάς, κι οι γυναίκες με χαλασμένη βαφή, σανδάλια, προτεταμένα νύχια και τρίχες στο πηγούνι.
Οι άνδρες αυτοί πολέμησαν κάποτε στα βουνά, κι οι γυναίκες μεγάλωσαν μες στη νύχτα ήρωες κι επιστήμονες.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ, από τη συλλογή (Η Υποτείνουσα..., 2002)

Η γήρανση του πληθυσμού
σε σχέση με τη συνταξιοδότηση
Τι ανηφόρες που έχει η ζωή.
Μετά κάτι σαν τέρμα ή στάση
και μετά κενό. Πολλοί θέλουν
να πετάξουν, αλλά μένουν βιδωμένοι στη γη.
Κάνουν διάφορα επαγγέλματα
με ομοιόμορφες κινήσεις. Κάνουν παιδιά
και σπίτια. Πολλοί λίγοι - ελάχιστοι -
παραμένουν παιδιά. Κρύβουν
τα παιχνίδια τους στην ντουλάπα.
Τα βράδια τα δείχνουν στον δαίμονα
που τους ακολουθεί. Γελά αυτός
με αγαθότητα, αποκαλύπτοντας μια σειρά
άσπρα δόντια. Καθώς περνούν τα χρόνια,
σπέρνουν μουσικές στο χωράφι τους
κρυφοκοιτώντας τη μαρκίζα του
ουρανού, όπου ο Θεός δημιουργούσε
κρεμαστούς κήπους, ανάλογα το κέφι του.
Χωρίς αιδώ κλείνουν οι πόρτες
των ασφαλιστικών ταμείων
-γιατί ο χρόνος δεν μετριέται με τίποτα- .
Ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει την πόλη.
Τα φώτα χαμηλώνουν, οι σκιές πυκνώνουν.
Τα ρολόγια μετράνε λάθος.
Και το μυαλό μου είναι σκαλωμένο
σε σένα, σχηματίζοντας ορθή γωνία
με το παρελθόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: