12/3/10

Το Μίξερ

(Με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Μανιώτη.)

Ο Γιώργος Μανιώτης έχει ανοίξει το καπάκι του μίξερ του και έχει κόψει σε μικρές ροδέλες πρόσωπα και πράγματα, ανθρώπινες ιστορίες. Κατακερματίζει τα ανθρώπινα ξεσχίζοντάς τα σε λωρίδες, κόβει το χρόνο, τεμαχίζει τα πρόσωπα, αφαιρεί τα κεφάλια, απομονώνει τις καρδιές, λιώνει τα πάθη. Σε αυτό το θεόρατο καζάνι της παργματικότητας ζούμε σαν κομμένοι και ελαφρώς συναρμολογημένοι. Το παρόν και το παρελθόν, τα δεδομένα και τα επιθυμητά, τα ομολογημένα και τα κρυφά, οι αλήθειες και τα ψέματα έχουν βαλθεί όλους να μας διαιρέσουν. Μπαίνουμε όλοι στο μίξερ και στο τέλος βγαίνουμε ένας πολτός ιδιόμορφος. Η πόλη είναι αυτό το δυσθεώρητο μηχανικό μίξερ που μας συντρίβει στις περιστροφικές της δίνες και μας κομματιάζει στα τοιχώματά της. Οι ανθρώπινες φιγούρες είναι αθροίσματα, που τόσο εύκολα μπορούν να διαμελιστούν. Είναι τραγικοί ήρωες, που παλεύουν με τα θεριά του μέσα τους και του έξω τους. Εξάλλου, τι άλλο παρά ένας λαβύρινθος είναι εκείνος που μας περιμένει εκεί έξω στην έξοδό μας από τους χρόνους της αθωότητας. Ο Μανιώτης δεν αφήνει κανέναν θεσμό και καμία σύμβαση χωρίς κριτική και αναίρεση. Ώρες ώρες διαβάζοντας τους χυμούς του Μίξερ, νιώθεις ότι όλοι μας κερδίζουμε μια θέση στη γελοιότητα και στο έλεος. Με ό,τι κι αν φέρουμε ως ιδιότητες, με όποιον κι αν πορευόμαστε. Μοιάζουμε ειλικρινά σαν τον σκύλο που τον κρατούν από το λουρί και όπου θέλουν τον πάνε και όσο θέλουν τον αφήνουν ελεύθερο. Προδομένοι από τις φιλίες και τους έρωτες, ή αυταπατώμενοι για τη βεβαιότητα των συναισθημάτων των άλλων, να βράζουμε μέσα στο ζουμί της εργασίας μας, να χαλάμε χρόνια νιότης, αλλά και ευτυχείς όντες να μην μπορούμε να αισθανθούμε την πλήρωση, να παλεύουμε για το ανικανοποίητό μας, γελαστοί και γελασμένοι καθώς αγνοούμε τους μηχανισμούς του παρασκηνίου, τις εμπορικές απάτες, τη σκηνοθεσία των Μέσων, την απιστία των προσφιλών μας προσώπων. Ερχόμαστε και φεύγουμε σαν να αναζητούμε πάντα φως μες στο σκοτάδι. Εγκαταλείπουμε την πόλη, παίρνουμε τα βουνά, χτίζουμε νέα σπίτια, προσεγγίζουμε τα χωριά, παλεύουμε με τη μοναξιά και την πλήξη, αποχαιρετούμε τα ξενιτεμένα τέκνα μας, μαχόμαστε για μιαν αξιοπρεπή διαβίωση διεκδικώντας την ευτέλεια του μεροκάματου και της σύνταξης, κάτι μας λείπει, κάτι ψάχνουμε, νιώθουμε ώρες ώρες αδειανοί, αδειάζουμε τις κακίες μας και τους φθόνους μας στα δοχεία των άλλων, μένουμε στη σιωπή, σκύβουμε μπρος στο θάνατο, κρατάμε δέσμιο το σκύλο, δεν αποκαλύπτουμε τα μυστικά μας, φρίττουμε στην αποκάλυψη της αληθείας καθώς καθηλωνόμαστε στα Μέσα που προβάλλουν τις αδιάσειστες αποδείξεις. Οι άνθρωποι έχουν κάνει μίξερ την ψυχή τους, που όλα τα αλέθει σαν καλός μύλος. Τις επιτυχίες με τις αποτυχίες, τις προόδους και τις ματαιώσεις, τις απορρίψεις και τα απωθημένα, τα απραγματοποίητα όνειρα και τις προσωπικές αδυναμίες, τις συνήθειες και τις θεμελιωμένες αξίες, τους επαίνους του Εγώ και τα τραύματα του Εσύ, τις κυκλοθυμίες των ανθρώπινων καταστάσεων, τις απρόβλεπτες εξελίξεις, τις υποψιασμένες συμπεριφορές. Το ανθρώπινο μίξερ δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Ο άνθρωπος ζει μια σκυλίσια ζωή. Κοιμάται και ονειρεύεται, ξυπνά και τρομάζει. Παντού αποτυπώματα και σκιές, υποθέσεις και εκδοχές, κύματα και στρώματα άλλων αισθήσεων, χαρακιές άλλων κόσμων, άλλων πλασμάτων, νεκροφάνειες φαντασμάτων. Ο άνθρωπος έχει το δικό του μίξερ που δουλεύει ακατάπαυστα. Έλα όμως που ως οντότητα ανήκει και στο μεγάλο μίξερ του σύμπαντος. Οπότε αλέθει και ταυτόχρονα αλέθεται, διαμορφώνει και συνάμα διαμορφώνεται, κερδίζει και την ίδια ώρα χάνει, προσφέρει και την ίδια ώρα συντρίβεται, αγαπά και την ίδια ώρα προδίδεται. Στο τέλος, το είπαμε, ο εσωτερικός του κόσμος μοιάζει με μια λιωμένη σούπα, με χαρές και με λύπες, με χαρμολύπες, με κίτρινες και κόκκινες τολύπες, με άνθη που μοσχοβολούν κι άλλα που νωθρά μαδαίνονται. Το φαγητό της ημέρας είναι συνήθως αυτός ο βασιλικός πολτός, με χίλιες μείξεις και προσμείξεις. Τα συστατικά του κόσμου είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Ζούμε με τη λογική και την τρέλα στο προσκεφάλι μας. Σαν ασανσέρ ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε, σηκώνοντας και σκύβοντας το κεφάλι. Μας έχουν βάλει στην πρίζα και αυτό το μίξερ δεν λέει να αναπαυτεί. Δουλεύει με κεκτημένη ταχύτητα, στριφογυρίζει και στον ύπνο μας.

---Καλέ γιατί στριφογυρίζεις; μου λέει ένα βράδυ η γυναίκα μου.
---Μου'χει μείνει απ' το μίξερ η έννοια. Γίνομαι γεωτρύπανο της νύχτας. Και σκάβω για να βρω νερό στα βάθη.
---Κάτσε να σε βγάλω από την πρίζα να ησυχάσεις.
---Αν με βγάλεις, δεν θα ησυχάσω, θα πεθάνω πάραυτα, της λέω.
---Τότε μείνε κει που είσαι, δερβίση μου.
---Αγάπη μου, γυρίζω γύρω γύρω, κι όλο σε σένα φτάνω, της λέω και την παίρνει κρυφά χαρούμενη ο ύπνος απ' την αυταρέσκεια.

Πέτρος Χριστοφιλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: