12/4/10

Ένα ναυτικό διήγημα για τη Σίφνο (του Γιώργου Πεταλιανού)

(Το διήγημα που ακολουθεί μού το έστειλε ο ειδήμων γύρω από τα θέματα της ναυτοσύνης φίλος Αντώνης Λαζαρής, τιτλοφορείται ΄΄Ο Μπουλής΄΄ και είναι γραμμένο από τον Γιώργο Πεταλιανό, μας μεταφέρει, δε, στην προπολεμική Σίφνο, όπου έχει ρίζες ο... σύγχρονος ευρετής και ΄΄προωθητής΄΄ του. Πλάστε τις εικόνες με τη φαντασία σας. Και ειδικώς μιας νησιωτικής κοινωνίας, με τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και δεσμούς συνοχής. Ακούμε καθαρά την ντοπιολαλιά της εποχής.)

O Μπουλής

— Τo πα - πόόό – ριιι!!! To πα - πόόό - ριιι !!!

Ήταν ο Νικολός ο Μπουλής που με τις φωνάρες του ξεσήκωνε τις Καμάρες στο ποδάρι, όταν απ' τον Κάβο του Κοκχαλά εξεπρόβαλε η σιλουέττα της «Μοσχάνθης». Ηλιοκαμμένος, γεμάτος αλάτσια, με τα σουννιά γυρισμένα πάνω απ' τα γόνατα, κτυπούσε χάμω τις γκαζοντενεκέδες με τη θάλασσα, που την κουβαλούσε σαν Κωνσταντινοπολίτης νερουλάς για τα ζεστά του μπάνια, σαν έφτανε στ' αφτιά του η στρίγκλα σφυριά του Μπονοβόγια. Έπαιρνε τράτθο απ' τον καφφενέ του και ξεγουγιάζοντας ησάρτενε στην πεντζούλα του Μώλου κι ανεμίζοντας δεξιά κι αριστερά το ναυτικό του κούκχο στο χέρι, ξεφώνιζε σαν δαιμονισμένος.

—Καλώς ορίίίσετεεε !! Καλώς ήηηηρχετεεεε !!

Ο τηλεχαιρετισμός του απευθυνόντανε στον καθένα χωριστά και σ’ όλους μαζί τους Σιφνιούς, που ηρχούντανε απ' την ξενητειά. Δεν τον έγνοιαζε και πολύ ποιοι θάταν. Τον αρκούσε που ήξερε πώς κάποιοι παλαβοσιφνιοί πάλι που θ’ αγαπούν τη Σίφνο όσο κι αυτός, θάρχουνται και μ' αυτό το παπόρι να περάσουν λίγες μέρες ανάμεσα στις ωμορφιές της, κοντά στους δικούς τους.

Πριν νάρχη ακόμα γυαλό το παπόρι για να φουντάρη ο Μπουλής βρισκόντανε στο κατάστρωμα. Καλωσώριζε με το γλυκό του τρόπο, κι από κοντά, τους ταξειδιώτες κι ανάμεσα στις ευχές του και τα χωρατά του, ηκουούντανε πάλι η φωνάρα του.



— Μωρέ Γιάααανηηη ! "Έλα δεξιααά! !

— !!!

— Μάϊνααα, Αντώνη, μάϊνααα !!

— !!!

— Κα-μπου-ρά-κι !! στεί-λε-μου τη με-γά-λη βάρ-κααα !

— !!!

Η υποδοχή που γινόντανε σε κάθε Σιφνιό απ' το Νικολό ήταν πανηγυρική. Σ' αποβίβαζε στην προκυμαία μ' όλες τις τιμές πού τις συνώδευε πάντα με χίλια καλά λόγια. Και στον καφφενέ του ήξερε να σε περιποιηθή. Με τόν καλό του τρόπο, με το φιλοσοφημένο και δροσερό πνεύμα του σαν την αύρα του λιμανιού, με τις θυμοσοφίες του και τα νόστιμα πειράγματα του σε υποχρέωνε. Θυμόντανε απ' άλλες χρονιές πώς τον έπινες τον καφφέ σου και σου τον είχε έτοιμο και του γούστου σου πριν κάτσης καλά-καλά στην καρένγκλα.

—Εσύ χαρώ το ίντα θες; Λουκουμάκι; Ίντα κάνει ή μάννα σου;

Δεν άφινε κανένα παραπονεμένο. Και τις πιο πολλές φορές με ανιδιοτέλεια.

— Όποιος έχει ευχαρίστηση, συνήθιζε να λέει.

Δεν τον έμελλε και πολύ-πολύ για τον εαυτό του. Όσο για την Αγια Μαρίνα. Ήταν ό μεγάλος έρωτας της ζωής του.

Ποιος δεν τον θυμάται με το δίσκο στο χέρι να συνάντζη για ν' αποτελειώση την εκκλησία της.

—Με το καλό να πάτε και με το καλό νάρχετε. Βοήθεια σας η Αγια Μαρίνα. Αητηνε κει δα πέρα. Κι έδειχνε κάθε φορά με το χέρι του ένα βραχάκι απέναντι στα τσικαλαργιά, που στην κορφή του φαινόντανε μιά μισοκτισμένη εκκλησούλα, σαν νάθελε να προσθέση:

— Ε σας εγελώ. Τα λεπτά σας πιάνουν τόπο.

Και πιάσανε. Αποτέλειωσε τη μικρή εκκλησιά πού στολίζει τώρα μαζί με τις άλλες τις Καμάρες, σαν δείγμα πίστεως και αγάπης στη θρησκεία του Χριστού ενός ανθρώπου ταπεινού πού δεν διέφερε καθόλου άπ' τούς φτωχούς ψαράδες τής Γεννησαρέτ.

Έτσι τέλειωσε τον προορισμό του επί της γης ο Μπουλής. Και σαν καλός χριστιανός είπε τον περασμένο μήνα το «Νυν απολύοις τον δούλον Σου». Τον θάψανε καθώς έμαθα στον αυλόγυρο της. Ήταν η επιθυμία του. Μα δεν θάπρεπε να γίνη κι αλλοιώς. Αγάπησε τις Καμάρες κι ενδιαφέρθηκε όσο κανείς άλλος. Το χωριό σπάνια τον έβλεπε. Χριστού, Λαμπρή που λέει ο λόγος. Πέρασε ολόκληρη τη ζωή του δίπλα στο κύμα. Και δίπλα στο κύμα κοιμήθηκε για πάντα. Στον αιώνιο ύπνο του θα τον δροσίζη το αεράκι ανάκατο απ' την αλμύρα και τις μυρωδιές του βουνού και θα τον νανουρίζει ο φλοίσβος της θάλασσας που κάτω από τα ποδάρια του χαϊδεύει τα βράχια και την αμμουδιά. Κι όταν σ' άλλες μέρες ξαναφανεί το παπόρι στο κάβο, αφήνοντας τη σφυριά του που θ' αντηχήση σαν σάλπισμα ειρήνης στα βουνά και στις λαγκαδιές, θ' ανεστηθή και το φάντασμα του Μπουλή. Κι από το βράχο της Αγιά - Μαρίνας θ' ακουστή πάλι ή φωνή του:

—Το πα-πόοο-ριι!!

Και τα κόκχαλά του θα τρίξουν από χαρά κι' αγαλλίαση σαν θα ξαναδεί τις βάρκες ν’ αλαργεύουν απ' το Μώλο για να ξεμπαρκάρουν τους Σιφνιούς.

Θεός συχωρέση την ψυχή σου Νικολό. Να ξέρης από κει δα πού βρίσκεσαι πως όταν με το καλό φτάσομε στις Καμάρες όλοι μας θα σ’ αναζητήσωμε.



1942

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΑΛΙΑΝΟΣ
 
 
ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΑΖΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: