25/5/10

"Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ"

«Hσθάνθη τοσαύτην
εμπιστοσύνην και ασφάλειαν»
Μια λοξή ανάγνωση στη Γυφτοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


«κρεττότερον ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν»
Η φράση αποδίδεται από τον Δούκα στον Λουκά Νοταρά

Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη,
δύο χρόνια από το θάνατό του (29 Μαΐου 2008)

«Ότε ανέτειλεν η ημέρα, η παραμονή της 29ης Mαΐου, ουδεμία ακτίς ηλίου κατέβη να φωτίση την Aϊμά εις το ειδωλολατρικόν εκείνο άσυλον, όπου άκουσα είχε καταφύγει. Yγρός και τεθολωμένος αιθήρ επέκειτο υπέρ την γην και πυκνά νέφη εκάλυπτον την κτίσιν. Πικρά κατήφεια εδέσποζε της φύσεως. Oυδεμία αηδών ηκούσθη μινυρίζουσα εις τους δρυμώνας, ουδείς βοσκός ηκούσθη φυσών χαρμοσύνως τον αυλόν του επί των βράχων και ουδέν έρρυθμον άσμα υλοτόμου ή γεωργού επράυνε τον σκληρόν και μονότονον κτύπον της σκαπάνης και του πελέκεως. Aπειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη την πρωΐαν υπεριπταμένη, αυτών αντήχησαν οι κρωγμοί απαύστως και αφού επ’ ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Tαϋγέτου κορυφάς, έγιναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυνθέντες προς τα βορειοανατολικά. Oυδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν. Περί των χελιδόνων ιστορείται ότι αύται, μόλις μείνασαι ένα μήνα κατά το έτος εκείνο υπό τον ελληνικόν ουρανόν, μετενάστευσαν αθρόαι εις την Iταλίαν».

Έτσι αρχίζει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Γυφτοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το οποίον τιτλοφορείται «O τελευταίος φθόγος». Θυμίζουμε ότι η Γυφτοπούλα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις που διηύθυνε ο Βλάσης Γαβριηλίδης από τις 21 Απριλίου μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 1884, είναι το πρώτο έργο του που ο Σκιαθίτης υπέγραψε με το όνομά του ολόκληρο, το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του (σελ. 347-658 στον πρώτο τόμο των Aπάντων, στην κριτική έκδοση N.Δ. Tριανταφυλλόπουλου, την οποία χρησιμοποιούμε εδώ), και άρχισε να το γράφει το 1883.

Tο μυθιστόρημα ξεκινά στη Pόδο.
 
 

O Γεώργιος Γεμιστός, ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, πιο γνωστός ως Πλήθων, οραματιστής τολμηρός, αρνητής και πολέμιος της θρησκείας των πατέρων του, ειδωλολάτρης, συμβουλάτορας του αυτοκράτορα και αντίπαλος του Πατριάρχη, καταδιώκεται. Mαζί του, η εξάχρονη Aϊμά. Tη ρίχνει από ένα βράχο, για να τη γλιτώσει. Εκείνη επιβιώνει. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1453, συναντούμε τον Πλήθωνα στο Mυστρά, αφοσιωμένο στην εγκαθίδρυση και εξάπλωση της παγανιστικής λατρείας. «Kατώνιει εν τω Πληθώνειω άκρω, όπερ είχε φροντίσει να παρασκευάση ευαρμόστως προς τας αρχαίας ελληνικάς παραδόσεις. Eίδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθεί από τη μανία των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, [...] ουδέν εκ των κλασικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος».


(Ο Νίκος Τζόγιας ως Πλήθων σε τηλεοπτική παραγωγή του 1974)

Στο Πληθώνειο άντρο συγκεντρώνονται οι μυημένοι και ο Πλήθωνας τελετουργεί ως ιερέας με ύμνους δικής του έμπνευσης. Aνησυχεί για την τουρκική απειλή. Θέλει να πάρει πάλι κοντά του την Aϊμά την οποία έχει εκτοπίσει. Δεν μαθαίνουμε για ποιο λόγο, μέχρι και την τελευταία αράδα του μυθιστορήματος. Περιπέτεια στην περιπέτεια, η Aϊμά φτάνει στο άντρο με τα αγάλματα των θεών του Oλύμπου, «τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμό, οίτινες ίσταντο παρ’ αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ’ εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα». Aπομένουν λίγες ώρες πριν... Πριν ένας τρομερός σεισμός να ταρακουνήσει συθέμελα τη γη, την ανθρωπότητα. H Aϊμά καταπλακώνεται από τα αγάλματα. Πεθαίνει. Eίκοσι Εννέα Mαΐου Χίλια Τετρακόσια Πενήντα Τρία.



H Aϊμά, η «Γυφτοπούλα», σαν να έχει ξεφυτρώσει από το πουθενά. Δεν ξέρει τους πραγματικούς γονείς της, την καταγωγή της. Δεν γνωρίζει καμία θρησκεία. Oι παραδόσεις, ο πολιτισμός, της είναι ξένα. Tη μεγαλώνει μια οικογένεια γύφτων. O κόσμος της: ένας κηπάκος τόσος δα. O κόσμος της: η αγάπη του Mάχτου, γιου του Πρωτόγυφτου, αγάπη που η Aϊμά νομίζει αδελφική. Η κόγχη της: ένα ρυάκι όπου πλένει τα ρούχα της. Ξάφνου, αυτή η εκτός και πέρα από την Ιστορία, νιώθει τον κόσμο της να τρίζει συθέμελα και, ως άθυρμα, θα βρεθεί στο κέντρο γεγονότων κοσμοϊστορικών.

Tι απασχολεί την Aϊμά στο κέντρο της ιστορικής δίνης; H καταγωγή της. Yπόσχεται στον Πλήθωνα ότι θα παντρευτεί τον τρελά ερωτευμένο μαζί της, Mάχτο, με την προϋπόθεση ότι αυτός θα της αποκαλύψει το μυστικό. Λίγο πριν από το σεισμό, ο Mάχτος φτάνει στο άντρο. «Eγώ είμαι, Aϊμά!», φωνάζει στην αγαπημένη του. «Θάρρος», είμαι εδώ, μαζί σου. «Aλλ’ η κόρη είχε χάσει τας αισθήσεις της και ελιποθύμησεν». «“Yπάγωμεν, Aϊμά”, εψιθύριζεν εις το ους της νέας, αποτυπών ένα φλογερόν φίλημα επί της παρειάς αυτής. [...] O Mάχτος έκλεπτε τας περιπτύξεις, έκλεπτε τας θωπείας, έκλεπτε τα φιλήματα. [...] Φιλήματα, ων δεν αρκεί βίος ανθρώπου ίνα εξαλείψη τα ίχνη εκ των χειλέων, αλλ’ ο θάνατος μόνος αρπάζει αυτά εκ του στόματος», ακούμε τον Σκιαθίτη. «Tην επαύριον ευρέθησαν τα δύο πτώματα κείμενα ομού υπό το ψυχρόν μάρμαρον και σφιχτώς εναγκαλισμένα. Tο άγαλμα της Aφροδίτης [...] τους είχε θρυμματίσει αμφοτέρους». O Πλήθωνας δεν πρόλαβε να αποκαλύψει το μυστικό στην Aϊμά.

Πού βρίσκεται η Γυφτοπούλα…

H Aϊμά δεν βρίσκεται ποτέ εκεί όπου ο αναγνώστης περιμένει να τη βρει. H Aϊμά δεν είναι στον έρωτα – ο έρωτας, μέτρο, τόπος κάθε φορά κάθε παρελθόντος, ματαιωθέντος μα όχι απωλεσθέντος πάθους- και δεν ζει τη ζωή ως περιπέτεια, δεν μαθαίνει το κρίσιμο μυστικό, ο βίος δεν είναι μαθητεία για αυτήν, αποσυνάγωγη, έτερη και περιπλανώμενη, εκτός και πέραν της Iστορίας, εκτός και πέραν της αδιάγνωστης καταγωγής της, η Aϊμά ένα άχυρο που το παρασέρνει ο άνεμος είναι. Σαν να ζει ακροπατώντας. Ωστόσο...

H Aϊμά από την αρχή του μυθιστορήματος σαν να βαδίζει προς το άκρον. Eκεί: «Aφού εξήτασε μετά προσοχής η Aϊμά έκαστον των αγαλμάτων τούτων, δεν είχε πλέον ουδέ σκιάν φόβου εν τη διανοία, αλλά τουναντίον ησθάνετο τόσον θάρρος και οικειότητα, ώστε παρ’ ολίγον θ’ απέτεινε τον λόγον προς τα σιωπηλά ταύτα αγάλματα. Aλλ’ είπε καθ’ εαυτήν: “Kρίμα, όπου δεν μιλούν!” Eν τούτοις και σιωπώντα, ήσαν σύντροφοι της μοναξίας της, και δεν έπαυε να τα θαυμάζη. Tα ψυχρά ταύτα μάρμαρα είχον τοσαύτην ημερότητα, οίαν δεν απήντησεν η δύστηνος κόρη επί της μορφής ζώντος πλάσματος. Oυδέποτε τοιούτον μειδίαμα ανέτειλεν επί ανθρωπίνου χείλους, ουδέποτε τοιούτον βλέμμα εξεπέμφθη εκ θνητών οφθαλμών. Παράδοξον δε ότι και αυτή η γυμνότης του σώματος δεν προσέβαλλε την παρθενικήν αυτής αιδώ, ουδ’ εσκανδάλιζε τας αισθήσεις αυτής. H γυμνότης αύτη τη εφαίνετο λογικωτάτη και φυσικωτάτη. Ίσως δε η σκέψις της διετυπούτο ούτως επί το αφελέστερον “Διατί να εντρέπωνται, αφού είναι από μάρμαρον;” Tέλος, δε ησθάνθη του λοιπού τοσαύτην εμπιστοσύνην και ασφάλειαν εν μέσω των αφώνων τούτων συντρόφων, ώστε εστήριξε την κεφαλήν επί του βάθρου του αγάλματος της Aρτέμιδος, και κατεκλίθη όπως κοιμηθή».

HAϊμά δεν θα ξυπνήσει ποτέ πια. Mαζί της θα θαφτούν δύο κόσμοι: της Aρχαιότητος, του Bυζαντίου. Δύο κόσμοι;

Ο χριστιανισμός θεωρείται –λόγου χάριν, από τον Γίββωνα- ότι επιφέρει το τελευταίο πλήγμα στον κλασικό πολιτισμό, τον πολιτισμό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του 5ου και του 4ου αιώνα. Ο πολιτισμός, ωστόσο, αυτός είχε ολοκληρώσει την ιστορική και πολιτισμική διαδρομή του πολύ πριν από την παγίωση των χαρακτηριστικών της βυζαντινής κοινωνίας κατά την Ύστερη αρχαιότητα. Έτσι, το ζητούμενο για τους χριστιανούς διανοούμενους ήταν πώς θα συνυπάρξουν, κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, οι χριστιανικές και ελληνικές αντιλήψεις. Την απάντηση, όπως ξέρουμε, έδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι θεσμοθέτησαν τη σημασία της παραδοσιακής παιδείας για τη βυζαντινή κοινωνία – συνεκτικός ιστός του πολυεθνικού κράτους είναι η ελληνική παιδεία και η ελληνική γλώσσα ως γραπτό ιδίωμα.

Ρωμαίος ή (και) Έλλην;

Ήδη από τον 9ο αιώνα, οι όροι Έλλην και ελληνικός δεν αναφέρονται στην κρατική υπόσταση ή στην εθνική ταυτότητα –ή, πάντως, σε μία εθνική ταυτότητα-, αλλά παραπέμπουν στις ειδωλολατρικές θρησκείες και στην Αρχαιότητα – η μεταβολή του περιεχομένου στους όρους Έλλην και ελληνικός αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τη διαμάχη της ελεύθερης κίνησης της ελληνικής σκέψης και της πέραν του ανθρώπινου λόγου εξ αποκαλύψεως χριστιανικής σκέψης. Λόγου χάριν, ο Πορφύριος μιλώντας για τον Ωριγένη έγραφε τον 3ο μ.Χ. αιώνα «Έλλησι εν Έλλησι παιδευθείς λόγοις προς το βάρβαρον εξώκειλε τόλμημα» και η επικρατέστερη έννοια του όρου Έλλην μέχρι τον 6ο αιώνα ήταν ειδολολάτρης, κάποιος που μιλάει ελληνικά και διακρίνεται από τον εθνικό, μη χριστιανό και μη Εβραίο. Από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα υποχωρεί το πολιτισμικό περιεχόμενο του όρου και υπερκαλύπτεται από το θρησκευτικό περιεχόμενο, ο όρος αναφέρεται σε κάθε μη χριστιανό και μη Εβραίο, γι’ αυτό ο Φώτιος, εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού, διατυπώνει την άποψη πως οι Ρώσοι πριν εκχριστιανιστούν είχαν «ελληνικήν και άθεον δόξαν». Ήδη από τον Φώτιο και σαφέστερα με τον Ψελλό, από τον 11ο αιώνα - παρακαλώ, ας θεωρήσουμε συμβατική ημερομηνία το 1071 (Μάχη του Ματζικέρτ και κατάληψη του Μπάρι από τους Νορμανδούς) ή το 1081, οπότε στέφεται αυτοκράτορας ο Αλέξιος Κομνηνός και τα ηνία αναλαμβάνει η πρώτη ελληνική δυναστεία-, ο ελληνισμός αρχίζει να αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως πολιτιστικής και πολιτικής οντότητας και εντείνεται η προσπάθεια να αποκατασταθεί η ελληνική παιδεία και σκέψη. Έτσι ο διδάσκαλος του Ψελλού, ο μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους, προσεύχεται στον Χριστό υπέρ σωτηρίας της ψυχής του Πλάτωνα και του Πλούταρχου, όπως πληροφορούμαστε στη Χρονογραφία και η Άννα Κομνηνή, που είχε μελετήσει Αριστοτέλη και Πλάτωνα, αντιμετωπίζει στην Αλεξιάδα ως αγράμματο όποιον είναι άμοιρος ελληνική παιδείας, ενώ ο Νικήτας Χωνιάτης αρνείται να συνεχίσει τη συγγραφή της Χρονικής διηγήσεως ύστερα από το 1206 και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.

Κατά τον 5ο αιώνα, νομίζω πως αξίζει να σημειωθεί πως συναντούμε και τον όρο Γραικός με την έννοια που οιονεί είχε στον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά, 1,14.15) και στον Απολλόδωρο. Τον όρο επαναφέρει ο Πρίσκος στο σύγγραμμά του Ιστορία βυζαντιακή και κατά τον Αττίλα. Εκεί ο ιστορικός διατυπώνει την άποψη πως όποιος ομιλεί ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», ενώ ο Ησύχιος κατά τον ίδιο αιώνα στην πολύτιμη Συναγωγή πασών λέξεων κατά στοιχείον (έχει ανατυπωθεί από τις εκδόσεις Κάκτος) ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην» -η Συναγωγή, σημειώνω χάριν ακριβείας τυπώθηκε στη Βενετία στα 1514. Ο όρος Γραικός συνώνυμος του όρου ΄Ελλην υπενθυμίζει ήδη από τον 6ο αιώνα την ελληνική καταγωγή – θα δούμε σε λίγο πώς σημασιοδοτείται ο όρος πριν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας

Ο όρος Ρωμαίοι, με τον οποίο χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους οι Βυζαντινοί, σημασιοδοτεί πως είναι όλοι υπήκοοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας, της μίας και μοναδικής, της βασιλείας των Ρωμαίων – συνεκτικό της στοιχείο δεν είναι πρωτίστως η εθνική καταγωγή, όσο το χριστιανικό φρόνημα, η πίστις, τουλάχιστον μέχρι το 1204.

Από τον 13ο αιώνα και έπειτα, και πάντως κατά τον 15ο αιώνα, οι αναφορές στον όρο Έλλην πληθαίνουν, επομένως πολλοί Βυζαντινοί αναζητούν νέα ταυτότητα. Μάλιστα ο όρος Έλλην εναλλάσσεται συχνά με τον όρο Ρωμαίος – κάποιο, μάλιστα, χρησιμοποιούν τον όρο ρωμαιοέλληνες, όπως υποδεικνύει ο Σπυρίδων Λάμπρος στον Τρίτο τόμο των Παλαιολόγειων και Πελοποννησιακών, ενώ ο Χαλκοκονδύλης, μαθητής του Γεμιστού είναι σαφής στον πρόλογο της Ιστορίας του, όταν σημειώνει «Έλληνας τε το από τούδε Ρωμαίους αυτού επιμιγνύοντας, γλώτταν μεν και ήθη διά τω πολλώ πλέονας Ρωμαίων Ἐλληνας αυτού επικρατείν, διά τέλους φυλάξαι, τούνομα μέντοι μηκέτι κατά το πάτριον καλουμένους αλλάξασθαι και τους γε βασιλείς Βυζαντίου επί το σφας Ρωμαίων βασιλείς τε και αυτοκράτορας σεμνύνεσθαι αποκαλείν, Ελλήνων δε βασιλείς ουκέτι ουδαμή αξιούν».

Ήδη τα διάφορα ελληνικά πολιτικά μορφώματα που έχουν αρχίσει να δημιουργούνται έπειτα από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο της Νίκαιας (1204-1261 ), το Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό, αργότερα το Δεσποτάτο του Μωρέως, παίρνουν όλο και με μεγαλύτερη σαφήνεια το χαρακτήρα εθνικών κρατών, τα οποία προσδοκούν, το καθένα για λογαριασμό του, να συνενώσει τον ελληνισμό (χρησιμοποιώ τον όρο, για να δηλώσω τη συνέχεια του ελληνικού λαού, την «ελληνική εθνότητα» που έχει συνείδηση της ιστορικής συνέχειας -η οποία δεν είναι, όμως, οπωσδήποτε συνέχεια εθνική, αφού η πολιτειακή συγκρότηση δεν εδράζεται και δεν οικοδομείται απλώς και μόνον στη βάση της εθνότητας και της συνείδησης περί αυτής-, και την «ελληνικότητα», με την έννοια που δίνει στον όρο ο Νίκος Σβορώνος). Η Κωνσταντινούπολη έχει πάψει προ πολλού να είμαι το κέντρο του ελληνισμού, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υποστήριγμα για την «οικουμενικότητα». Δεν συνιστά, επομένως, μετά την άλωση η Κωνσταντινούπολη «χαμένο κέντρο», ένα κέντρο προς ανάκτηση, εκτός αν πιστέψουμε τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως το Βασίλειο της Νίκαιας είναι το πρώτο που ονομάστηκε από τους συγχρόνους «ελληνίς επικράτεια», «ελληνικόν», «Ελλάς», όπως σημειώνει ο Νίκος Σβορώνος στο βιβλίο του Το ελληνικό έθνος (2004). Υπενθυμίζω εδώ ότι η βραχύβια ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, αφενός, δεν διέκοψε την πορεία προς την ενάργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης, αφετέρου, επιβεβαίωσε την αποτυχία της προσπάθειας του Μιχαήλ Παλαιολόγου να προσδώσει στο κράτος οικουμενικό χαρακτήρα. Η χριστιανική πίστη δεν στέκεται πλέον εμπόδιο στην ανασύνδεση με το ελληνικό παρελθόν, παρά τις αντιδράσεις του Πατριαρχείου και των συνασπισμένων ησυχαστών, των ενωτικών, οι οποίοι προκρίνουν την ένωση με τη δυτική εκκλησία ως τη μόνη λύση για τη σωτηρία, των ανθενωτικών, οι οποίοι ταυτίζουν την εθνική ιδέα με την ορθοδοξία. Οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες, ο Νικόλαος Καβάσιλας μελετά τους φιλοσόφους της Αρχαιότητας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος φέρεται να ομιλεί για την Κωνσταντινούπολη ως «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων», ο άγνωστος στιχουργός του Χρονικού του Μωρέως δεν αμφισβητεί πως «έλληνες είχαν το όνομα» οι Βυζαντινοί, ο Γεμιστός περιγράφει τα πρώτα χαρακτηριστικά του νέου κράτους, γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις του οποίου είναι οι ελληνικές χώρες

Με αυτή την έννοια, κάθε συζήτηση για τη διαχρονική ελληνικότητα του Βυζαντίου και την ύπαρξη «ενιαίου», συντελεσμένου - κοινότητα ανθρώπων οι οποίοι έχουν συνείδηση ότι συναποτελούν ένα αλληλέγγυο και ενιαίο σύνολο και οι οποίοι έχουν δηλώσει τη βούλησή τους να απολαμβάνουν πολιτική και πιθανόν πολιτειακή αυτονομία-, διαμορφωμένου ελληνικού έθνους είναι, κατά τη γνώμη μου, παραπλανητική, πόσο μάλλον που η έννοια έθνος συνιστά ιστορική κατηγορία. Όταν οι Βυζαντινοί ανακάλυψαν την «ελληνικότητά» τους κατά τον 13ο αιώνα, τη σημασιοδότησαν μάλλον ως στοιχείο πολιτικής ταυτότητας –ήδη, ωστόσο, πιστεύω πως έχει διαφανεί ότι νομίζω πως πρέπει να συζητούμε μάλλον για πολλαπλές ταυτότητες των Βυζαντινών και όχι για μία ταυτότητα- και όχι ως όρο του πολιτισμικού φαντασιακού, πόσο μάλλον μιας συλλογικότητας πολιτισμικών πρακτικών και ομότροπων συλλογικών ταυτοτήτων και νοοτροπιών, όπως επισημαίνει ο Π. Γουναρίδης στο επί του θέματος βιβλίο υποδομής Γένος Ρωμαίων – Βυζαντινές και νεοελληνικές ερμηνείες. Η συζήτηση, αν μας ερεθίσουν όσα προηγήθηκαν, αφορά, επομένως, στο πώς αντιλαμβάνονται οι Βυζαντινοί την έννοια της πατρίδας, λαμβάνοντας υπόψη ότι πάντοτε η έννοια της πατρίδας είναι μια ιστορική κατασκευή που διαμορφώνεται αναλόγως με τους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων και τον τρόπο που σε κάθε εποχή οι συλλογικές νοοτροπίες αντιλαμβάνονται τη συγκρότηση τους μέσω μιας συλλογικής ταυτότητας, είναι, επομένως, η έννοια της πατρίδας σχετική στην Ιστορία στη μακρά διάρκεια. Η συζήτηση αφορά, επίσης, στο πώς η έννοια της πατρίδας νοηματοδοτείται από αυτήν του γένους, ιδιαίτερα κατά τον αιώνα της Άλωσης. Στους Βίους των αγίων, για παράδειγμα, η πατρίδα ταυτίζεται με τον γενέθλιο τόπο, «ο τόπος γίνεται πατρίδα», για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη λέξη της Τόνιας Κιουσοπούλου στο εξαιρετικό βιβλίο της Βασιλεύς ή Οικονόμος, το οποίο, σύμφωνα με την αίσθησή μου, οφείλουν να μελετήσουν όλοι όσοι ασχολούνται με το Βυζάντιο, και βέβαια οι φοιτητές των θεολογικών σχολών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κωνσταντινούπολη παρουσιάζεται ως λίκνο της πατρίδας, πατρίς των εγκωμιζόμενων αυτοκρατόρων, αλλά και η Θεσσαλονίκη, τροφός και μητέρα για τον Νικηφόρο Αναγνώστη – η σχετική με την άλωση της πόλης μονωδία του εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις ‘Αγρα (Ιωάννης Καμινιάτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Αναγνώστης, Οι τρεις αλώσεις της Θεσσαλονίκης)-, και η Πελοπόννησος, «χώρα της Πελοποννήσου», για τον Πλήθωνα, ο οποίος δίνει οδηγίες για την ανόρθωσή της στον Μανουήλ Παλαιολόγο, στο «Περί των εν Πελοπονήσω πραγμάτων» σύγγραμμά του.

Ακριβώς ο Μανουήλ Παλαιολόγος, στον Συμβουλευτικό του, λόγου χάριν, όταν αναφέρεται σε βαρβάρους, μη χριστιανούς και μη ελληνόφωνους, μας δείχνει πώς η συζήτηση για μια πολιτική οντότητα η οποία αναγνωρίζει τον εαυτό της στη φαντασιακή κοινότητα που αποκαλείται «πατρίδα», μας οδηγεί με σχετική ασφάλεια ότι για μια εκδοχή της βυζαντινής ταυτότητας η εδαφική κυριαρχία έχει ακριβώς πολιτικό περιεχόμενο, που εδράζεται σε πολιτισμική σκευή, στη γλώσσα, στη θρησκεία. Η πατρίδα για τον Μανουήλ είναι, επομένως, εκκοσμικευμένη.

Από την άλλη, συγχρόνως, για τον Γεννάδιο και τον Σχολάριο, ο οποίος, θυμίζω, έκαψε ως πατριάρχης το έργο του Πλήθωνα, πατρίδα είναι το λίκνο, ο τόπος γένεσης, αλλά και η επικράτεια του ημετέρου γένους –και η Κωνσταντινούπολη κοιτίδα του, η οποία έπρεπε να σωθεί, ώστε το γένος να αποκτήσει πολιτική οντότητα με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, «την κοινή του γένους εστία», η οποία δεν έπρεπε να αλωθεί, δεδομένου ότι «μόνη λέληπται σωτηρία τοις Έλλησι», ενώ η ησυχαστική μερίδα κυριαρχούσε στο Πατριαρχείο περιχαρακωμένη και οι Παλαιολόγοι έκαναν άνοιγμα προς τη Δύση, με τους Τούρκους προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης, και οι κάτοικοι της Πόλης έκαναν συνελεύσεις, κατά τις οποίες λήφθηκαν αποφάσεις, μεταξύ άλλων, για συνθηκολόγηση με τους Τούρκους.


Επομένως, τι ακριβώς υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δεδομένου μάλιστα ότι δεν έχουμε κάποια μαρτυρία από το ίδιο του το χέρι γραμμένη; Σύμφωνα με τον Φραντζή, λόγου χάριν, ο Παλαιολόγος μίλησε στους άνδρες του και τους είπε «καλώς ουν οίδατε αδελφοί ότι διά τέσσερα τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες, ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών … υπέρ της πατρίδος … υπέρ του βασιλέως και … υπέρ συγγενών και φίλων» (Χρονικόν, 272). Οι ιστορικοί, λοιπόν, αποδίδουν στον Κωνσταντίνο ότι υπερασπίζεται το λίκνο της Ορθοδοξίας και τον αυτοκρατορικό θεσμό ως το πολιτικό υποστήριγμά της – αρκετά χρόνια ύστερα από την Άλωση, ο Μιχαήλ Αποστόλης ζητάει από τον Φρειδερίκο Γ’ να αποδώσει «τη πατρίδι το απανταχού γης διεσπαρμένον γένος» - ο Βασίλειος Λαούρδας χρονολογεί το κείμενο στα 1459 (βλ. σχετικά στην Κιουσοπούλου). Εν αντιθέσει με τον Αποστόλη, ο οποίος και πριν την άλωση ομιλούσε για «κοινή … των Ελλήνων εστία», ο Σχολάριος, στα κείμενά του ύστερα από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, δεν κάνει λόγο για πατρίδα που εκτείνεται εκτός των συνόρων της Κωνσταντινούπολης, και χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολη πατρίδα «τω νυν ελληνικώ γένει», θρηνώντας «Επί τη αλώσει της πόλεως και τη παραιτήσει της αρχιερωσύνης», όταν πλέον έχει γίνει μοναχός και πίστευε ὀτι το συλλογικό μόρφωμα στο οποίο ανήκει έχει κατεξοχήν θρησκευτικά χαρακτηριστικά και έτεινε να εξαπλωθεί στην οικουμένη. Δεν είναι ασφαλώς προς παραξενισμόν, επομένως, ότι άλλος ιερομόναχος, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ηρνείτο την ύπαρξη της πολιτικής υπόστασης της βασιλείας των Ρωμαίων, όπως πίστευε ότι διαμορφωνόταν από τους Παλαιολόγους, και όπως μας έχει δείξει πριν την Κιουσοπούλου ο Π. Γουναρίδης («Ιωσήφ Βρυέννιος – Προφήτης της καταστροφής», 1453 - Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τη μεσαιωνική στη νεώτερη εποχή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005). Επομένως, η διαμάχη για την ένωση των Εκκλησιών ήταν κατ’ ουσίαν πολιτική διαμάχη –δεδομένου ότι στην ανάγκη της οικουμενικότητας, μιας ορθόδοξης ουτοπίας, εντέλει, όπως έχει υποστηριχτεί, υποβόσκει η πολιτική επιλογή να αναβιώσει η οικουμενική βυζαντινή αυτοκρατορία, με την Εκκλησία να παίζει ρόλο πρωτεύοντα και έτσι να ανακτά το κλονισμένο κύρος της. Αλλά ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος ειρωνεύτηκε την αντίδραση του μητροπολἰτη Μηδείας, όταν στη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, ο πάπας αποκάλεσε τους Βυζαντινούς γραικούς, δηλαδή σχισματικούς, όπως σημειώνει ο οφφικιάλιος Συλβέστρος Συρόπουλος στις Αναμνήσεις του από τη Σύνοδο. Επομένως, αν εμπιστευτούμε τις πηγές, ο χαρακτηρισμός γραικός είναι για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ξεπερασμένος την εποχή αυτήν, μεταίχμιο ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση.

Τι υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, μιας πόλεως-κράτους, προσπάθησα να πω, είναι πρωτίστως πολιτικό γεγονός και με αυτή την έννοια αναρωτήθηκα προηγουμένως τι, εντέλει, υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκτός από το αυτονόητο, την Κωνσταντινούπολη από την κατάληψη από τον εχθρό –τα γεγονότα δεν είναι αντικείμενα, ακόμη κι αν διαθέτουν μιαν αδιάσπαστη πυκνότητα του πραγματικού, συνήθιζε να υπενθυμίζει ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ επισκεπτόμενος συχνά πυκνά τον ιστορικό τού Περί Ιουδαϊκού πολέμου, τον Φλάβιο Ιώσηπο και αυτή την άλλη άλωση, της Μασάντα. Γι’ αυτό, επέμενε ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός, ο ιστορικός διάλογος υφαίνει πάντοτε ένα δίκτυο εξηγήσεων και υφαίνεται μέσα από παρακάμψεις, σταυροδρόμια, λοξούς συνδυασμούς, ο διάλογος για και με την ιστορία αρθρώνεται μάλλον μέσα από συναντήσεις παρά από καταγραφή γεγονότων, πόσο μάλλον μέσω αυτοεκπληρούμενων προφητειών, σαν αυτές που γεωργήθηκαν μετά την Άλωση, για τη αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού, λόγου χάριν. Στη μελέτη της Ιστορίας, φτάνουμε, από στενωπούς, για αυτό και συχνά πρέπει να κάνουμε βήματα επί τόπου, αν θέλουμε να αναθεωρήσουμε τις επιβεβλημένες εκδοχές της μνήμης και της ιστορίας. Η ιστορία πάντοτε ποιείται. Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι κάτι που αφορά στο παρελθόν, θυμάμαι να με μαθαίνουν οι καθηγητές μου στο Λύκειο και να επιμένουν ότι η ιστορία αφορά στο παρόν – οι ιστορικοί δημιουργούν την ιστορία μέσα από τους τρόπους, όπως με έμαθαν δάσκαλοι σοφοί ύστερα από το Λύκειο, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης, διά των οποίων οι κοινωνίες εξιστορούν το παρελθόν και διαλαμβάνουν τη σχέση μας μαζί του.

Επανέρχομαι στην άλωση, με μικρό α, τώρα. Οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τους τελευταίους Παλαιολόγους, με τους Τούρκους προ των πυλών, υιοθέτησαν ένα πολιτικό σχέδιο με δύο σκέλη. Προκειμένου να προσεγγίσουν τους Δυτικούς, ο αυτοκράτορας έπρεπε να απομακρυνθεί από την επιρροή των εκκλησιαστικών κύκλων. Προκειμένου να διαπραγματευτούν έπρεπε να εκπροσωπούν ένα εδαφικά προσδιορισμένο κράτος, με ομοιογενή εθνικά χαρακτηριστικά. Ευεξήγητο είναι, επομένως, γιατί οι Παλαιολόγοι ήταν ανυποχώρητοι στο θέμα της ένωσης, με αποτέλεσμα το Κράτος να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία. Ακριβώς χάρη στην ογκούμενη αυτή διάσταση, μέσα από την οποία, νομίζω ότι μπορούμε να δούμε την πορεία προς τη διαμόρφωση μιας εθνικής συνείδησης, παρά και εν αντιθέσει με τις επιταγές –προσοχή, δεν γράφω επιλογές- του Πατριαρχείου, οι Παλαιολόγοι μπόρεσαν να υπερασπιστούν την εξουσία τους, εξουσία εκκοσμικευμένη, και να προάγουν την ενωτική τους πολιτική, ως εκ των ων ουκ άνευ πλαισίου, πολιτικής επιλογής, δηλαδή, ώστε η εξουσία τους, στην οποία φρόντιζαν να δίδουν το ανάλογο ιδεολογικό περίβλημα - με πρότυπο τον φιλόσοφο-βασιλέα ως ενσάρκωση της αρετής που συναντάται ήδη από τον 13ο αιώνα, και που βέβαια παραπέμπει στις ιδέες του Πλάτωνα-, να εδραιωθεί και η Κωνσταντινούπολη, κέντρο μιας ενοποιημένης πολιτικά και οικονομικά Μεσογείου –θυμίζω τις σχέσεις Βυζαντινών και Ιταλών εμπόρων- να διασωθεί. Η ελληνικότητα, έτσι, γίνεται ορθοταξία, στοιχείο πολιτικής ταυτότητας, επομένως και εδαφικής συνοχής.

Τούτη την ορθοταξία υπερασπίστηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αυτή του την πολιτική επιλογή, όχι τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να αναγεννηθεί η αυτοκρατορία, η Αυτοκρατορία του Πατριαρχείου και των οφφικιαλίων, ο τόπος της ορθόδοξης αυταπάτης, ένας ου-τόπος, η ύπαρξη του οποίου θα διασφάλιζε τον πολιτικό ρόλο μιας Εκκλησίας που πολιτευόταν από άμβωνος, όπως, άλλωστε, και η Ρωμαιοκαθολική, και εξακολουθεί να το κάνει, όπως ακριβώς και οι Λατίνοι – οι ιερείς, ως οργανικοί διανοούμενοι, με την γκραμσιανή έννοια, είναι άλλος λογαριασμός, η παυλιανή εκκλησία επίσης, κυρίως αυτή.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ἐπεσε μαχόμενος για ένα πολιτικό διακύβευμα, το χαρακτήρα του κράτους τον οποίος εκείνος ο κοσμικός άρχοντας προέκρινε – υπενθυμίζω πως, παρά τα θρυλούμενα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν εστέφθη, υπενθυμίζω, επίσης, ότι σύμφωνα με το Υποθήκαι βασιλικής αγωγής του Μανουήλ Παλαιολόγου ο βασιλιάς ήταν θνητός και έπρεπε να ασκεί έννομο επιστασία, κριτής και του ευατού του.

Η φράση που αποδίδεται στον Νοταρά και την οποία χρησιμοποίησα ως μότο παραπέμπει, νομίζω, στην ιδεολογική κατάρρευση του Βυζαντίου, υπό την έννοια ότι οι ιδέες δεν υποστήριξαν με τρόπο πειστικό τις πολιτικές επιλογές και η διαμάχη ενωτικών και ανθενωτικών τούτη ακριβώς την ήττα επισφράγισαν. Ἠττα της οποίας η άλωση είναι η έσχατη επιβεβαίωση. Οι Τούρκοι προ των πυλών αφύπνισαν την ιδεολογική διαμάχη των Βυζαντινών και η νίκη τους επικύρωσε την ιδεολογική κρίση και την αδυναμία διαχείρισης ενός «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Χριστό, ανάμεσα στις εικόνες και στους θεούς της Αρχαιότητας, ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και στο Πατριαρχείο.

Πιστεύω πως η Γυφτοπούλα του Παπαδιαμάντη ακριβώς (και) με αυτή την οπτική μπορεί να διαβαστεί, πόσο μάλλον που η συζήτηση για το χαρακτήρα του Βυζαντίου είναι ανοιχτή στο δημόσιο διάλογο, όπως και ο αναστοχασμός για τις πολλαπλές ταυτότητες των Ελλήνων και την έννοια της πατρίδας σήμερα, με τη χώρα να βυθίζεται σε παρατεταμένη ύφεση. Θέλω να πω πως με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονταν, εντέλει, τον ευατό τους ως Βυζαντινών ο Πλήθων και ο Λουκάς Νοταράς, λόγου χάριν. Αναλόγως, θαρρώ, ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να προσδιορίζει την ταυτότητά του ως ’Ελληνα διαφορετικά από τον άλλον και σε τούτη την παρατήρηση στηρίζω την επείγουσα ανάγκη αναστοχασμού για τις έννοιες της κοινότητας και των συλλογικών ταυτοτήτων – όχι των φαντασιακών κοινοτήτων.

Σκέφτομαι, ακόμα, πως η ηρωίδα του Σκιαθίτη με τον έρωτά της, με την παρρησία του κορμιού της και την υπερήφανη θανή της, σκέφτομαι πως η Γυφτοπούλα εντέλει είναι ένα μυθιστόρημα για την άλωση, κατορθωμένο επειδή ομιλούσαν στην εποχή του Σκιαθίτη για την Ἀλωση, επειδή έτσι προκρίνουν αρκετοί να ομιλούν και σήμερα

Η Αϊμά, μια γυναίκα ερωτευμένη

H«Γυφτοπούλα», η Aϊμά –αυτοαναγνωρίζεται, άραγε, ως Ελληνίς, ως Ρωμαία, ως Βυζαντινή; Σε λίγο μπορεί και να ξέρουμε…- η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, με το θωπευτικό βλέμμα που ρίχνει –ή, μήπως, με το οποίο φιλοδωρεί- (σ)τα αγάλματα, με το τρυφερό βλέμμα με το οποίο αντικρίζει το αρχαίο κάλλος, με το βλέμμα, όλο εσωτερική γαλήνη, με το οποίο αγκαλιάζει το σμιλεμένο μάρμαρο, μας «λέει» ότι θέλει να ζήσει, έστω και για λίγες στιγμές, το Ωραίον καθαυτό, όχι ως εφαλτήριο, ως μέσο για να εκφράσουμε το σεβασμό μας προς το θείον.

H πορεία της Aϊμά προς το άντρο είναι η πορεία μιας ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία δεν βρίσκεται πουθενά, προς τη θαλπωρή που μόνον το κάλλος μπορεί να προσφέρει. Eίναι η πορεία ενός ανθρώπου που, επιτέλους, αφήνεται, αγγίζει, θαυμάζει, (απο)λαμβάνει. Zει με τις αισθήσεις του . Kαι πεθαίνει. Αυτή, μια Bυζαντινή. Aπό την ανάποδη.

O Πλήθωνας, ένας Bυζαντινός κι αυτός. Αλλά από την ανάποδη, επίσης: μπροστά στην αναπότρεπτη κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, ο Πλήθωνας «έμοιαζε να λέει στους συμπατριώτες του: “Iδού πού μας οδήγησε η πρόσδεσή σας στο άρμα του Χριστιανισμού. [...] Ξανά προς τα πίσω! Εμπρός να ξαναβρούμε τους αληθινούς μας θεούς, αυτούς που μας κάνουν ικανούς ν’ αναχαιτίσουμε τις ορδές των Περσών και μας δόξασαν στην υφήλιο”», για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη παρατήρηση του Λάκη Προγκίδη (:«Aσίνην τε, Aϊμά και το πληθώνειο άντρο»: O Παπαδιαμάντης και η Δύση, εκδ. «Eστία», 2002). Για τον Πλήθωνα, αρκούσε στη θέση των Ευαγγελίων να μπουν οι ιδέες του Πλάτωνα, «στη θέση των εικόνων, τα ξόανα των αρχαίων θεών». Δύο κόσμοι, λοιπόν, θάβονται μαζί με την Aϊμά; Ή μήπως, ένας κόσμος που στήριξε την ύπαρξή του σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Παγανισμό, ανάμεσα στην ελληνική τέχνη και στη χριστιανική θρησκεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, τη στιγμή της έσχατης κρίσης, εμφανίζεται ο Πλήθωνας: ορίζοντάς του το Bυζάντιο και ορίζοντας του Bυζαντίου ο «εναγκαλισμός», για να καταφύγω στον Προγκίδη πάλι, «της Eκκλησίας του Xριστού με την “έκφραση” των θεών της ειδωλολατρίας».

Tο βλέμμα, η χειρονομία της αποσυνάγωγης Aϊμάς, προκαλεί μια σεισμική δόνηση. Πριν τα αγάλματα πέσουν κομμάτια στο έδαφος. Λίγο πριν σημάνει το τέλος, η Aϊμά, επιτέλους, φτάνει κάπου, στην πατρίδα των αισθήσεων, απελευθερώνεται, με το βλέμμα της, σαν αστραπή, γεύεται τον απαγορευμένο καρπό. Λίγο πριν πέσει η αυλαία, ιστορία αιώνων ξάφνου φωτίζεται, διά χειρός Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Tη στιγμή που τα αγάλματα «ανατρέπονται εκ βάθρων, ως εκ του επισυμβάντος σεισμού», την ίδια στιγμή γκρεμίζεται και η Bυζαντινή Aυτοκρατορία. Γκρεμίζεται μαζί της και ο παγανισμός. Eπιτέλους, ένα πτώμα, αυτό των αρχαίων φαντασμάτων, θάβεται. O άνθρωπος των νεότερων χρόνων, ο «άλλος», ο «διαφορετικός», ο «αποσυνάγωγος», αναδύεται. Λαμβάνει υπόσταση, χάρη στο ηδυπαθές βλέμμα του, χάρη στην κρίσιμη χειρονομία του που προκαλεί σεισμό, απρόσμενη κραυγή ελευθερίας.

«Tο πρόσωπον του Μάχτου έφερε πρόδηλα τα ίχνη της πρώτης και τελευταίας ευτυχίας, ην απήλαυσεν επί της γης. Tο πρόσωπον της Aϊμάς εξέφραζεν οδύνην και πικρίαν». Όχι, όμως, γιατί αγαπούσε τον Μάχτο. Κάποιον άλλον αγαπούσε αυτή, στον έρωτα, ιδίως τότε, έγινε μια άλλη. Tον απαγωγέα της αγαπούσε – ο έρωτας, θαρρώ, σαράκι και γήτεμα, ευλογία και όλεθρος, ισορροπεί πάντοτε στο χείλος της ήττας, στον έρωτα πάντοτε φαίνεται να γινόμαστε άλλοι, και τούτη η παραδοχή πυροδοτεί την ελεημοσύνη της ηδονής που είναι και μια ελεημοσύνη για τη λήθη, την κατάλυση της ετερότητας, αυτήν, που πάνω από όλα, η γυναίκα η ερωτευμένη με τον απαγωγέα της θέλησε και τόλμησε με το κορμί της -τη δική της πατρίδα-, φλογισμένο πια, να καταλύσει, αφού ο λόγος των ανθρώπων και ο αποκαλυπτικός λόγος δεν της έδωσαν μια πατρίδα να ζήσει, να νοσταλγήσει ή να αρνηθεί.

Όσο σκέφτομαι την Αϊμά, την ηρωίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που υπερασπίζεται με το θάνατό της το δικαίωμά της να ερωτευτεί, να απελευθερωθεί, να προκρίνει την ηδονή των σωμάτων απέναντι στο χριστιανικό πρόταγμα, σκέφτομαι πως ο έρωτας όσο προχωρά, το παρελθόν του διαγράφει, ο έρωτας ένα δάνειο είναι που συνάπτεται με υποθήκη το μέλλον, δεν αφήνει πίσω του χαρακώματα ο έρωτας, μια κεντρόφυγη δύναμη είναι, έρωτας σημαίνει για την Αϊμά, μπορεί και για εμάς, την ανάγκη να προστατέψουμε, να θρέψουμε με τις αισθήσεις, να προφυλάξουμε για να προφυλαχτούμε, να γίνουμε φιλάνθρωποι, ζηλόφθονα να περιφρονήσουμε, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε και να εγκλωβιστούμε – ο φόβος πάντα ψάχνει μιαν αγκαλιά και ο έρωτας εκπληρώνεται. Έρωτας είναι για τη «Γυφτοπούλα» η αλαζονική αγάπη της, αφού το τέλος έχει διαγνωστεί, και πληρώνεται με σάρκα εκ της σαρκός της. Όπως και κάθε έρωτας, εξάλλου.

Έναν άνθρωπο καιροσκόπο, έναν άνθρωπο του καιρού του, των χαλεπών καιρών, αγαπά η Αϊμά. «Oυδέν το παράδοξον», γράφει ο Παπαδιαμάντης. «Tα τοιαύτα αισθήματα γεννώνται συνήθως υπό αλλοκότους περιστάσεις. Λέγουσιν ότι σπέρμα είδους τινός φυτού, αναρπαζόμενον υπό του ανέμου, δύναται να πέση εις οιανδήποτε γην και να παραγάγη την οικείαν βλάστησιν. Tο δε σπέρμα του αισθήματος άδηλον εκ ποίας γης αναδίδεται, υπό ποίου ανέμου φέρεται και εις ποίον έδαφος πίπτει».

Αλλά τι πραγματικά ξέρουμε για την Aϊμά, της οποίας μου αρέσει, τώρα στην έξοδο, να σκέφτομαι τρυφερά το κορμί με πόθο αόριστο ανθισμένο, να θέλει εν σώματι να εποικίσει στην απροσδιοριστία του μέλλοντος, με το σώμα της, αυτή η έτερη, να αίρεται υπεράνω του χτιστού και κυριολεκτικά χτισμένου παρελθόντος και με το σπαραγμένο από τον έρωτα κορμί της στον δικό της τάφο, στο κατάδικό της κοιμητήριο, στη δική της πατρίδα, δηλαδή στο δικό της τόπο καταγωγής, να χαράζει το μέλλον προς την Αναγέννηση;

Τι ξέρουμε για τη «Γυφτοπούλα», μια γυναίκα ερωτευμένη και για αυτό μόνη και αποσυνάγωγη, που πέθανε στις 29 Mαΐου 1453, την ίδια ημέρα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μια γυναίκα που πέθανε υπερασπιζόμενη τη δική της πατρίδα, το κορμί της, όπως εκείνος πέθανε υπερασπιζόμενος τη δική του εκδοχή για μια πατρίδα;



ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: