25/6/10

Μπερδεμένες ελλαδικές ιστορίες

25.6.2010

Έφτασαν οι Γάλλοι στα Επτάνησα και νά σου ο ύμνος στον Ναπολέοντα, ως σπορέα ελπίδων. Πού θα πάει, θά 'λθει και για μας η πολυπόθητη λευτεριά, κι ας περιμένουμε λιγάκι ακόμα. Στην "Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως" η Ανδρονίκη "ξυπνάει" τον αγαπημένο της λέγοντάς του ότι "εγώ πλέον γράφτηκα στην Φιλικήν Εταιρείαν, των Σκουφά, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλου". Τελικά και παρά τας αντίξοας συνθήκας ξυπνάει και η Επανάσταση. Ο Σολωμός, λέει, καθόταν σε ένα ταβερνάκι και μόλις άκουσε τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, είπε αυθορμήτως τους πρώτους στίχους του ομώνυμου Ύμνου. Στο Μεσολόγγι τρώνε γάτες και ποντίκια, και η ομορφιά της Φύσης έχει σκαρώσει ένα παιχνίδι πειρασμού και αντοχής στους πολιορκουμένους. Λίγο είχε κατέβει στην Ελλάδα ο Κάλβος, και στον "Ωκεανόν" του μιλά συμβολικά για το πέρασμα από τη μεγάλη νύχτα στη μεγάλη μέρα. Τελικά φτάνουν οι Βαυαροί ως νέοι δυνάστες, και οι άνθρωποι του Φαναρίου υψώνουν την τέχνη ως την κεφαλήν των χριστιανικών καμπαναριών. Μέσα σε συνθήκες προστατευμένης ελευθερίας, αναπτύσσεται ο έρως και εμπεδώνονται κανόνες αιδούς και ευσεβείας. Ο Ραγκαβής στον "Λέανδρο" βάζει την Κοραλλία να απαντά αρνητικά στον θερμόαιμο ήρωα: "5 ημέρες γυρνούσα στον Πειραιά και το σκεφτόμουν. Τελικά με βοήθησε ο Θεός και δεν θα διαλύσω τον γάμον μου", αυτό ήταν το πνεύμα των λόγων της. Οπότε ο γάμος της σώζεται θεία βουλήσει. Μια άλλη Ελλάδα η Ελλάδα του 1850, με το αγροτικόν πρόβλημα οξύαιχμο και μονίμως εις τας επάλξεις της επικαιρότητος. Στον "Θάνο Βλέκα" οι αγρότες πυροβολούν και ο Θάνος πίπτει νεκρός.  Η αγαπημένη του στη συνειδητοποίηση του θλιβερού συμβάντος, πέφτει από το άλογό της και καταντά έκπνους. Ο Ρομαντισμός θέλει αχαλίνωτη φαντασία, σπουδή της Φύσης, ακόμα και θανατολαγνεία. Οι ποιητές στέκονται δίπλα στους τάφους και υμνολογούν την αλλοτινή ομορφιά των κορασίδων. Πού κείται, άραγε, η κοσμική ευτυχία; - ή μήπως μετά θάνατον βρίσκεται η ηδονή της ζωής; Από τέτοια μεταφυσικά ζητήματα κεντρίζεται ο άπιστος νους και ο Ροϊδης φτιάχνει μιαν ηρωίδα, την Ιωάννα, που μεταμφιεσμένη σε μοναχό παρωδεί τους μοναστικούς κανόνες, και μάλιστα πιάνει και σχέση με κάποιον Φρουμέντιο, και τους βρίσκουμε κάποια στιγμή και τους δυο στη Μονή Δαφνίου. Η "Εστία" κηρύσσει διαγωνισμό και το διήγημα ανατέλλει. Ο Βιζυηνός γράφει 6 όλα κι όλα, και σε ένα από αυτά ένα ραφτόπουλο θέλει να πιστεύει ότι θα γνωρίσει την όμορφη βασιλοπούλα. Ο Σκιαθίτης βιοπορίζεται με μεταφράσεις και κείμενα στον Τύπο, και υμνεί εμμέσως ''τον Θεόν του''. Η Εκκλησία ή η θρησκεία θέτει μια διαχωριστική γραμμή στις αντιλήψεις των ανθρώπων και των γραφιάδων. Η Ελλάδα περνά την πτώχευση του 1893, υποδέχεται τον ΔΟΕ και τον νέον αιώνα. Τα είδωλα του ελληνικού πολιτισμού θέλει ένας Γύφτος με ένα βιολί να αναδημιουργήσει και ο Παλαμάς φτιάχνει τον "12λογο".  Ενώ στη "Φοινικιά" τα λουλουδάκια των ριζών κοιτούν ψηλά το αιώνιο δέντρο και διαλογίζονται. Ο Αλεξανδρινός έχει περάσει από το Λίβερπουλ αλλά σκαλίζει συνεχώς τα ελληνιστικά ιστορικά επεισόδια, ενώ ένα βράδυ αφήνει την συμπαθητικήν ομορφιάν του Καισαρίωνος να μπει στην κάμαρά του. Μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ, αρχίζει η ιδεολογική γραφή και οι περιπέτειες της Αριστεράς θα τραβήξουν αμειώτως ως τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ επί ''Εθνάρχου''. Στον Μεσοπόλεμο, ''Τα Νέα Γράμματα'' γράψαν ιστορία, και οι διανοητές της ελίτ τραβάνε για τα παρθένα νησιά, Πόρο, Αίγινα, Μύκονο, Άνδρο. Οι Μικρασιάτες βάζουν τα κιλίμια στους τοίχους και φτιάχνουνε σουβλάκια και χαλιά, και η περίφημος "Γενιά του 1930" δεν θέλει το κλάμα του Καρυωτάκη. Ο σοσιαλισμός απλώνει δίχτυα στους τόπους της γραφής, στα χρόνια του 1930 παρουσιάζεται ως ιδεολόγημα η περίφημος "ελληνικότης", αρχίζουν οι πρώτες εξορίες επί Μεταξά, ο Τάσος Τούσης εμπνέει τον Ρίτσο για τον "Επιτάφιο" του 1936, ο Ελύτης ανεβαίνει στα βουνά της Αλβανίας, οι οργανώσεις έρχονται σε αντιπαράθεση, ο Εμφύλιος αφήνει κονσερβοκούτια στη μνήμη, όπως τους εκδοροσφαγείς επί Μεσοπολέμου στην Κόντρα Λαϊκού Κόμματος και Κόμματος Φιλελευθέρων, και μετά ο κλαυθμός και ο οδυρμός, οι χαμένοι σύντροφοι, στη Μακρόνησο όπως λέει ο "Λοιμός" του Φραγκιά μαζεύουν μύγες και παίρνουν δώρα, η αποσταλινοποίηση, η ποίηση της ήττας, το αίμα στα ποιήματα του Σαχτούρη, οι τουφεκισμοί στην "Σωτηρία". Η Ελλάδα του 1950 είναι μια άλλη Ελλάδα, δύο ταχυτήτων, ξερής και άνυδρης κατά τόπους γης. Ο Gastarbeiter πάει στη Γερμανία και μιλάει στην ψυχή του Χατζή στο "Διπλό Βιβλίο", ενώ στα "Στοιχεία της Δεκαετίας του 1960" κάποια κυρία Μίνα απαντάει με αισθηματικές συμβουλές σε ανήσυχους νέους και νέες της εποχής. Εξαίφνης έρχεται κάποια Δευτέρα του Απριλίου, όπου ο Έρωτας και ο Απρίλιος δεν χορεύουν ούτε γελούνε, και μπαίνει γύψος στο χέρι και στο στόμα των γραφιάδων, ο Ρίτσος με έτοιμες τις αποσκευές του φεύγει για τη Σάμο, και αρχίζουν πάλι οι μεταγωγές κελλιών και οι τσάμικοι χοροί. Στα "18" κείμενα κάτι πάει να ορθωθεί και ο κύριος Μένης κοιτάζει σκυφτός το πάτωμα μιας δικαστηριακής αίθουσας. Τελικά έρχεται το Πολυτεχνείο, η πτώση της Πύλης των νέων πολιορκουμένων (του Σολωμού), και κάπου μέσα στο πλήθος βλέπω την Ιωάννα Κ. και την Πέπη Ρ. Ο Κοτζιάς γράφει την "Αντιποίησιν αρχής" και οι δρόμοι είναι γεμάτοι με καμπαρντίνες και μαύρα κωμικά γυαλιά, πάνω από μουστάκι περιποιημένον. Ο Εθνάρχης κυλάει τη ρόδα προς τα μπρος και η αγορά "ανοίγει". Όταν πέφτουν τα πρώτα εοκικά χρήματα, κάποιοι τριγυρνούν στους δρόμους και γελάνε μετρώντας τα ψιλά. Τελικά, ελέω μιας τεχνολογικής επανάστασης, γράφουμε όλοι πλέον τους πόθους μας και τους βάζουμε σε δέματα προς φίλους και εχθρούς, που αν σκάσουν, διαλύουν σχέσεις και αγάπες αιώνων. Αμήν, Κύριε.

Π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: