2/12/10

Μπροστά στους πίνακες ασυγκίνητος

2.12.2010

Το "Παρασκήνιο" της 1ης Δεκεμβρίου έστησε την κάμερά του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ένας νέος θεσμός ανέτειλε με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του συλλέκτη-δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου: το κοινό σε στάση ορθή στέκεται απέναντι στα ζωγραφικά έργα, μπροστά από τα οποία, ομιλών προστάτης τους, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αναγκαστικά ομιλεί για την κρυφή του δραστηριότητα. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται ο τηλεθεατής είναι η αμηχανία τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κοινού. Οι τρεις πρώτοι ζωγράφοι που στάθηκαν με φόντο τα έργα τους ήταν οι Μποκόρος, Σακαγιάν και Μαντζαβίνος. Καθένας από τους οποίους κι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, τουλάχιστον με βάση τα όσα ολίγα εξέφεραν στο χρόνο της εκπομπής. Ο Μποκόρος με θεωρητική κατάρτιση σε βαθμό που αδυνατούσε κανείς να πιάσει ένα φωτεινό κατανοητό σημείο των λεγομένων του - ο Σακαγιάν μού θύμισε νεολαίους με ελαφρώς επηρμένο εξυπνακίστικο ύφος - ενώ ο Μαντζαβίνος κρυφοαλαζών, ειδικά με εκείνο το "Ο τενεκές θα παραμένει τενεκές". Δεν μπορώ να μιλήσω ως τεχνοκριτικός για τη μοντέρνα νεοελληνική τέχνη, το σίγουρο είναι ότι ελάχιστα με άγγιξαν τα έργα των τριών παραπάνω ζωγράφων, παρά τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς θα μπορούσε να προβάλει ένας ειδήμων, ισχυρισμούς για τη σύνθεση, τα χρώματα, το μήνυμα, τις μορφές κ.λπ. Είναι φανερό ότι η σύγχρονη τέχνη με ξεπερνά, πηγαίνω σίγουρα με τα παλιά, τα κλασικά, κι ενώ περίπου μπορώ να καταλάβω τι θα ήθελε να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, ουδεμία συγκίνηση σχηματίζεται μέσα μου. Τα έργα μού φαίνονται άγουστα, δίχως κάλλος αισθητικό, με μια γραφή ναι μεν συνεπή στο ξόμπλι της, και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στην α-σχήμια της πόλης και του σύγχρονου κόσμου. Δεν θα αγόραζα κανένα από τα έργα που έδειξε η κάμερα ώστε να βαυκαλίζομαι ότι θα μου χαρίσει την αιώνια λαχτάρα και συγκίνηση. Αναμείξεις ετερόκλιτων στοιχείων, μοντέρνα επίδειξη πρωτοτυπίας, προσωποκεντρικές συνθέσεις που θυμίζουν το βρώμικο πλήθος των αθηναϊκών δρόμων ή το κοινό ενός τηλεπαιχνιδιού, και από όλα αυτά μόνο ένας εγκεφαλικός ερεθισμός, ένα αίνιγμα ταυτότητας και ιδέας, αλλά ως εκεί: το κάλλος απέξω. Πιστεύω ότι και το κοινό με την ίδια αμηχανία βλέπει τα πράγματα. Η σιωπή του είναι ακριβώς ότι ελάχιστα τον μαγνητίζει το έργο ώστε να ξεχειλίζει η λεκτική του επιδοκιμασία. Και βέβαια τα προσχήματα δεν σου επιτρέπουν και μάλιστα παρουσία κάμερας να πεις "δεν με συγκινούν τα έργα σου, κύριε καλλιτέχνα". Αλλά κι ο καλλιτέχνης τι να πει, όταν όλο αυτό είναι στημένο; Σάμπως συναντά τόσους πολλούς φιλότεχνους στον δρόμο που του ζητούν αυτόγραφο και υπόσχεση συνομιλίας για το έργο του; Στην Ελλάδα δεν διδάσκεται η καλλιτεχνική έκφραση και κατά βάση όλοι είμαστε ζωγραφικά αναλφάβητοι. Πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή, με το ζόρι προσπαθείς να δικαιολογήσεις την αξία του έργου, τεντώνεσαι μέσα σου για να βρεις κάτι άξιο λόγου, ναι, το ομολογώ, δεν αντέχω τους καλλιτεχνικούς πρωτοποριακούς πειραματισμούς τού σήμερα. Το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σε έναν αναγεννησιακό ζωγράφο ή σε έναν Έλληνα ζωγράφο της Σχολής του Μονάχου δεν συγκρίνεται με αυτό το συναισθηματικό κράμα απώθησης, ελαφράς ανοχής ή και βωβής "δοκιμασίας" που γεννάται σε τέτοιες περιπτώσεις. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα.

Τεχνικώς βέβαια η εκπομπή ήταν άψογη.

Π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: