26/3/12

Λαθρακουστής

26-3-2012

Ήσυχο μεσημεράκι σε εκδοτικό οίκο.
Μπαίνοντας βαδίζω κατευθείαν στην κρύπτη των προσφορών. Είχα αρχίσει να σκαλίζω τα απομεινάρια όταν ακριβώς από πάνω μου, στο παταράκι, συνεχιζόταν ένας ήδη αρχινισμένος διάλογος μεταξύ μιας κυρίας και ενός κυρίου.
Η κυρία έβγαζε μια πικρία καλά αποθηκευμένη από χρόνων πολλών, ένα βαθύ παράπονο για την πολύχρονη προσφορά της, εάν ήταν το έργο θεατρικό, μα έλα που ήταν αληθινό, θα έπαιζε τον ρόλο της τιμίας και εργατικής. Έπιανα τα μισόλογά της ανάμεσα σε φράσεις του τύπου "αν είναι έτσι καλύτερα να δουλεύω μόνη μου", "μου είχατε πει ότι...", "εγώ είμαι και πάνω και κάτω", "ήδη η μείωση που έχω υποστεί είναι της τάξης του 25%", "ξέρετε, έχω και μια οικογένεια", ''εμένα με ενδιαφέρει το μέλλον αυτής της εταιρείας'', "έχει σημασία και η αναγνώριση της δουλειάς ενός ανθρώπου" κ.λπ. Από ένα σημείο και πέρα είχα ξεχάσει την αναζήτησή μου και μόνο μου ενδιαφέρον και περιέργεια ήταν η έκβαση αυτού του διαλόγου που άναβε από μιαν απροσδιόριστη αγωνία. Ποια είναι άραγε αυτή που του τα λέει; Και μάλιστα με τέτοιο σθένος; Τι να ήθελε άραγε ο άλλος απέναντί της; Υπάρχει ζήτημα εδώ μίας ακόμη απόλυσης; Και τα τοιαύτα. Μου έκανε εντύπωση η άτονη και ξεθυμασμένη στάση του κυρίου. Ή δεν απαντούσε καταπρόσωπο ή κατάπινε τα υπονοούμενα ή τις μομφές της κυρίας ότι κατ' ουσίαν είναι ψευδολόγος, ασυνεπής, αγνώμων κ.λπ. Κάπου κάπου πήγαινε να πιαστεί από τους όρους της πραγματικότητας, ύψωνε λίγο τη φωνή που γρήγορα όμως πάλι έπεφτε. Τι είδους σιωπή ήταν λοιπόν αυτή; Τι έκρυβε μέσα της, δεύτερες σκέψεις, ύπουλες προθέσεις, ενοχές, αμηχανία, παγίδευση σε μια κουβέντα που τον έβρισκε απροετοίμαστο; Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς αυτός ο κύριος αντί να κουμαντάρει την κουβέντα και να δώσει εξηγήσεις όλο βρισκόταν να κρύβεται πίσω από εύθραυστα τείχη. Υποδυόμουν κι εγώ τον ρόλο του αναζητητή όσο το μαγαζί ήταν άδειο και μόνο δυο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, κάθονταν βαριεστημένα στο ταμείο.

Περίμενα πού θα καταλήξει αυτή η αμυντική νίκη της κυρίας, ώσπου από τη φιδογυριστή σκαλίτσα που ενώνει πατάρι και ισόγειο φάνηκαν τα πόδια του κυρίου ζωσμένα σε ένα μπλε σκούρο παντελόνι. Κοντοστάθηκε και στράφηκε προς την κυρία που κι αυτή θα κατέβαινε σε συνέχειά του. Κάτι είπαν εκεί στη σκαλίτσα κι εγώ αλλάζοντας στάση έκανα πως έσκυβα πυρετωδώς πάνω από τις εκδόσεις με τα ορατά κι αόρατα κουσούρια.
Κατέβηκε. Α, ήταν αυτός λοιπόν. Ο κύριος εκδότης, που κάποτε έβγαινε στις πολιτιστικές σελίδες και έπαιρνε θέση. Και ήταν σίγουρος και δεν ταλαντευόταν και ήταν άλκιμος και σθεναρός.
Κι η άλλη ποια να είναι άραγε;
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν στο πρόσωπό της αναγνώρισα την ευγενική κυρία που με φροντίζει στο ταμείο κάθε φορά που της αραδιάζω όσα ως λεία έχω συλλέξει. Ώστε αυτή είναι, είπα μέσα μου, ενώ η αλήθεια είναι ότι όσο παιζόταν ο διάλογος φανταζόμουν κάποιαν άλλη και την έπλαθα με άλλα χρώματα και γραμμές στο μυαλό μου. Όμως, ήταν τελικά εκείνη.
Μια λύπη και μια εκτίμηση ενώθηκαν μέσα μου ιδανικά. Λύπη που ένας τόσο για μένα ξεχωριστός άνθρωπος, που από χιλιόμετρα πείθει για τις ακέραιες υπηρεσίες του και την ευσυνειδησία του, μοιάζει στον παρόντα χρόνο του γενικού ναυαγίου να απειλείται από μια χαλαρή συνθήκη μιας αγοράς πλέον ακυβέρνητης.
Εκτίμηση, δε, για το σύνολο των επιχειρημάτων, ουσιαστικών και ηθικών, με τα οποία τον κατατρόπωσε τον κύριο, ο οποίος σημειωτέον περνώντας από το μεσαίο κλίτος του ισογείου, αποστομωμένος και βαρύς, καταπίνοντας ίσως δυσφορία ή ενοχές, με ένα αίσθημα ότι έμπλεξε στα δίχτυα, στάθηκε έξω από τη σκονισμένη βιτρίνα και γυρνώντας το κεφάλι πέρα δώθε σαν να έψαχνε να βρει ξανά το μπόι του.
Την ίδια στιγμή η κυρία ήλθε και γέμισε πάλι τη γνώριμη θέση του ταμείου και φτύνοντας ένα ''του τα'πα'', πόσα έλεγε αυτή η φράση στ' αλήθεια, προς τους άλλους δυο, σαν να χαμογέλασε μόλις από την περηφάνια της τιμιότητάς της, την ευθύτητα των αντιρρήσεών της, μόνη απέναντι σε έναν ''λύκο'', χωρίς συμπαίκτες, χωρίς βοηθούς, σε ένα στίβο άδειο από θεατές, με μόνον εμένα συγκυριακό ακροατή και δυνάμει προστάτη της, εάν βέβαια γνώριζα περισσότερα και ήμουν σε θέση να επέμβω υπέρ της αληθείας.
Χαμογέλασε ξεψυχισμένα με έναν τρόπο ώστε να βαραίνει την ίδια στιγμή στα χείλη της η αγανάκτηση για την ανεντιμότητα και τις πρακτικές όλων των εργοδοτών στον κόσμο και μια λύπηση για εργοδότες-ανθρωπάκια, που έχοντας οδηγήσει αργά και συστηματικά το σκάφος στα βράχια, πάνε να γλιτώσουν τις δικές τους ευθύνες μεταφέροντας τη βλάβη στους αθώους. Ούτε για φτύσιμο δεν είναι κάτι τέτοιοι, ψέλλισα μέσα από τα δόντια μου, προς επίρρωσιν του δικαίου της.

Προτού παρουσιαστώ και πάλι ενώπιόν της, την ίδια στιγμή που πλημμυρίδα από παραστατικά και τυποποιημένα έγγραφα σαν ογκώδη λέπια είχαν χυθεί μπροστά στον πάγκο της. Κι εκείνη έπιανε το καθένα από τ' αυτιά και το έσερνε στον δρόμο του, το τακτοποιούσε με την καθώς πρέπει τάξη ενός σώφρονος και πολύπειρου διαχειριστή.

Προχώρησα και πλήρωσα με την ευνοϊκή όπως πάντα έκπτωση. Και κοιτάζοντάς την στα μάτια θέλησα να τη φιλοδωρήσω με μιαν έκφραση βαθιάς εκτίμησης, όπως σε ανώτερου επιπέδου πρόσωπα. Μιας εκτίμησης που βρήκε τεκμήριο σε έναν τυχαίο αγώνα λόγων όπου παριστάμην αληθώς ως λαθρακουστής.

Βγαίνοντας στο δρόμο και κοιτάζοντας για μια στιγμή πίσω, μέσα στο τερέν του άδειου μαγαζιού, την είδα σκυμμένη πάνω από το πόστο της να μιλάει με τη συνείδησή της, σαν οι δυο τους να'ναι δυο καλές αγνές νοικοκυρούλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: