18/5/12

Για το "Αντί"


Με το περιοδικό «Αντί» (1974-2008) νιώθω ότι έχω μια ιδιότυπη προσωπική σχέση, καίτοι δεν υπήρξα ποτέ τακτικός αγοραστής και αναγνώστης του. Οι λόγοι είναι κατά βάση δύο, ένας έμμεσος κι ένας πιο άμεσος. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι κάποιες φορές στη ζωή μου βρέθηκα αρκετά κοντά (αλλά ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο) με τον αείμνηστο εκδότη του περιοδικού Χρήστο Παπουτσάκη. Ήταν, εξ όσων γνωρίζω, φίλος με τον επίσης αείμνηστο καθηγητή Νίκο Παναγιωτάκη, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας κατά την εκεί παρουσία μου (1993-96) – του αφιέρωσε άλλωστε και ένα εξαιρετικό αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού το 1998, ένα χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του καθηγητή. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβα καθήκοντα στα Τίρανα, ήταν πολύ πρόσφατη η επίσκεψη του Χρήστου Παπουτσάκη για την παρουσίαση ενός από τα έργα ζωής του, της ανθολογίας βαλκανικής ποίησης με τον τίτλο «ΑΙΜΟΣ». Μίλησα μάλιστα κι εγώ μαζί του τηλεφωνικώς μερικούς μήνες αργότερα, με την ευκαιρία της ετήσιας έκθεσης βιβλίου στα Τίρανα, σχετικά με την αποστολή ή την προώθηση μερικών επιπλέον αντιτύπων του έργου. Η φωνή του βαριά, κοφτή, φανέρωνε αν μη τι άλλο έναν άνθρωπο της δράσης, που δεν άφηνε χαμένη ούτε μια στιγμή από τη ζωή του. Τέλος, κάτι πιο ταπεινό: έχω την εντύπωση ότι ο Παπουτσάκης αγαπούσε ιδιαίτερα το μικροσκοπικό, cult οινομαγειρείο που λειτουργεί εδώ και χρόνια πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, όχι πολύ μακριά από τα γραφεία του περιοδικού. Αν δε σφάλλω στην εκτίμησή μου αυτή, τότε πιθανότατα μία ή περισσότερες φορές τον είχα λίγα μέτρα μακριά μου, σε μια από τις παρέες γραφιάδων και λοιπών διανοουμένων που ξέρω ότι αγαπούν ιδιαίτερα αυτό το πολύ ξεχωριστό (και αυθεντικό στο είδος του) στέκι. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που έχει να κάνει με το ίδιο το «Αντί». Στα χρόνια της παραμονής μου στη Βενετία ανακάλυψα στα ράφια της βιβλιοθήκης του Ελληνικού Ινστιτούτου μια πλήρη σειρά του περιοδικού δεμένου σε τόμους – η παρουσία του σε μια πολύ διαφορετικής θεματολογίας βιβλιοθήκη εκτιμώ ότι συνδέεται άμεσα με την προσωπική σχέση Παναγιωτάκη-Παπουτσάκη. Ουκ ολίγα βράδια, λοιπόν, η αγάπη μου για τη σύγχρονη ιστορία και την επικαιρότητα, που υπήρξε ανέκαθεν ισχυρότατος αντίπαλος στην ενασχόλησή μου με το παρελθόν (και τελικά μάλλον κέρδισε τη μάχη), με δελέαζε, αντί για τη μελέτη σχετιζόμενων με την τότε εργασία μου βιβλίων και περιοδικών, να παίρνω από τη βιβλιοθήκη τόμους του «Αντί» και να χάνομαι στα μονοπάτια της πολύ πρόσφατης ιστορίας, των δεκαετιών δηλαδή του 1970 και του 1980. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύτιμος θησαυρός είναι το αρχείο αυτού του περιοδικού – αν και δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα ενός στενά ειδησεογραφικού εντύπου, ωστόσο μέσα από τις σελίδες του μπορεί κανείς να δει ανάγλυφη την ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, με έναν τρόπο σαφώς πιο ευσύνοπτο και λιγότερο χαοτικό σε σχέση με τα αρχεία των εφημερίδων, αλλά και πολύ πιο πρακτικό και εύχρηστο σε σχέση με περιοδικά και έντυπα σαφούς θεωρητικής κατεύθυνσης. Γεγονότα αλλά και ανάλυση λοιπόν στις ίδιες σελίδες, και μάλιστα με θεματολογία που δεν περιοριζόταν στη στενά εννοούμενη πολιτική επικαιρότητα αλλά καταπιανόταν και με ευρύτερα κοινωνικά θέματα, επιφυλάσσοντας πάντα μια ιδιαίτερη τιμητική μεταχείριση σε θέματα γραμμάτων και πολιτισμού, για τα οποία ο Παπουτσάκης μέχρι το τέλος της πορείας επέδειξε ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη.
Δεν κράτησα ενεργή αυτή την αγάπη για το «Αντί» τα επόμενα χρόνια της ζωής μου, παρότι αναγνώριζα τη συμβολή του στις γνώσεις μου για μια ολόκληρη εποχή. Στα δάχτυλα μετριούνται τα τεύχη που αγόρασα μετά το 1996 – ήταν όμως μια σιγουριά η παρουσία του στο περίπτερο, μια εγγύηση για την ύπαρξη μιας διαφορετικής φωνής, αυτόνομης και συνειδητοποιημένης – όσο κι αν μερικές φορές τα τελευταία χρόνια, κρίνοντας από τα εξώφυλλα, διέκρινα μια ροπή προς την ευκολία και τον εντυπωσιασμό. Η είδηση για το τέλος (την αναστολή έκδοσης για την ακρίβεια) του περιοδικού με βρήκε στα ξένα και δεν ήταν εντελώς κεραυνός εν αιθρία – εύκολα μάντευε κανείς την τύχη της έκδοσης ενός περιοδικού αποκλειστικά αφιερωμένου στον λόγο, σε μια εποχή ολοένα και μεγαλύτερης κυριαρχίας της εικόνας και του διαδικτύου, σε μια περίοδο προϊούσας απαξίωσης της πολιτικής και του νηφάλιου λόγου περί αυτήν. Λίγο καιρό μετά ακολούθησε και ο θάνατος του Παπουτσάκη, του ανθρώπου που ήταν ψυχή τε και σώματι δεμένος με το περιοδικό. Η συνάντησή μας, που κάποιες φορές έμοιαζε αρκετά πιθανή να συμβεί, έμελλε να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Πέρασαν και πάλι λίγα χρόνια. Το «Αντί» ζούσε μέσα μου μόνο στις αναμνήσεις από εκείνες τις «κλεμμένες» αναγνώσεις στη Βενετία και στο άκουσμα του υπέροχου «Φώτη» του Φοίβου Δεληβοριά, που καταγράφει γλαφυρά το πέρασμα από την τακτική συνήθεια ανάγνωσης του περιοδικού στην αρχειοθέτησή του σε κουτιά. Ώσπου ξαφνικά πριν από μερικές εβδομάδες έπεσα τυχαία πάνω σε μια μικρή είδηση: το περιοδικό «Αντί» θα αποτελούσε το θέμα απογευματινής ημερίδας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δυο μόλις ημέρες (εντελώς ταιριαστή η σύμπτωση) μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Έσπευσα να δώσω το παρόν – είχα πολλά χρόνια να πάω να πάω στο Αμφιθέατρο «Ι.Δρακόπουλος» του κεντρικού κτηρίου. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη. Ένιωσα στην αρχή κάπως ξεκρέμαστος – η γενιά μου, χωρίς αμφιβολία, υποεκπροσωπείτο σε μια αίθουσα όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι παλαιοί, συνεργάτες και σταθεροί φίλοι του περιοδικού, και οι πολύ νέοι, φοιτητές του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ που διοργάνωνε την εκδήλωση, εικοσάχρονα παιδιά που μόνο σε διηγήσεις ίσως έχουν ακούσει για τον μεταπολιτευτικό πολιτικό οίστρο, τέκνο του οποίου υπήρξε μεταξύ άλλων και το «Αντί». Οι ομιλητές, ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης και παλιοί συνεργάτες του περιοδικού, περιέγραψαν με ακρίβεια και πειστικότητα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του περιοδικού, πώς αυτό λειτούργησε ως μια άτυπη σχολή δημοσιογραφίας (θα είχε ενδιαφέρον να εκπονηθεί κάποτε, αν δεν έχει συμβεί ήδη, μια μελέτη που να αναφέρεται στους κατά καιρούς συνεργάτες του «Αντί» και τη μετέπειτα πορεία τους στο δημόσιο βίο – τα ονόματα αυτού του καταλόγου θα εκπλήξουν πολλούς), το ρόλο του και τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του στο γενικότερο σκηνικό της μεταπολίτευσης. Ήταν ενδιαφέρον ότι από τα πολλά θέματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέματα συζήτησης, ειδικά αν ληφθεί υπόψη και η χρονική συγκυρία της εκδήλωσης, εκείνο που μονοπώλησε τον διάλογο με το κοινό ήταν ο παραλληλισμός της πορείας του περιοδικού με εκείνην του «συνομήλικου» και παραπλήσιας ιδεολογικής τοποθέτησης «Πολίτη» του Άγγελου Ελεφάντη – ήταν τόσο διεξοδική (μέχρι υπερβολής, μερικές φορές) η ανάλυση των ομόκεντρων κύκλων, αλλά και των διαφορών μεταξύ των δύο περιοδικών εκδόσεων, που είμαι βέβαιος ότι ακόμα και ο πιο ανίδεος ακροατής έφυγε υποψιασμένος για αυτήν την ιδιότυπη σχέση των δύο εντύπων, που είχε περισσότερο τη μορφή παράλληλων διακριτών δρόμων με απόλυτο σεβασμό εκατέρωθεν, παρά μιας «κόντρας», όπως κάποιοι προσπάθησαν να υπαινιχθούν.
Κλείνω με τα καλύτερα. Μετά τις εισηγήσεις των κυρίως ομιλητών, το λόγο έλαβε η Ελευθερία Παπουτσάκη, κόρη και κληρονόμος του εκδότη του περιοδικού. Μίλησε με σφρίγος νεανικό αλλά και αγάπη ουσιαστική και βιωμένη για το δημιούργημα του πατέρα της, για τη δική της σχέση με το περιοδικό, για την απόφαση για αναστολή της έκδοσής του (τονίζοντας τη χρήση αυτού του όρου αντί κάποιας έκφρασης που θα υποδήλωνε οριστικό τέλος), για τον αγώνα της προετοιμασίας του τελευταίου τεύχους (με ήδη κλονισμένη την υγεία του εκδότη), για τα αγκάθια της συγκέντρωσης και διάσωσης του αρχείου του περιοδικού. Μια σπίθα αισιοδοξίας με διαπέρασε ακούγοντας τον ώριμο ενθουσιασμό αυτής της νεαρής γυναίκας. Κι όταν είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για το πού, πότε και πώς θα μπορούσα να προσεγγίσω ξανά αυτόν τον καθρέφτη της εδώ και καιρό ψυχορραγούσας μεταπολίτευσης, η καλή είδηση ήρθε από τα χείλη της άξιας κόρης: το αρχείο του περιοδικού έχει ενταχθεί ήδη σε πρόγραμμα ψηφιοποίησης από τη Βιβλιοθήκη του Παντείου και σε λίγο καιρό θα είναι διαθέσιμο για κάθε ενδιαφερόμενο (ελπίζω και πιστεύω και μέσω διαδικτύου). Μια ανάλογη προσπάθεια είναι σε εξέλιξη και για τον «Πολίτη», από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Θυμήθηκα τους δυο πρωτεργάτες, μορφές μυθικές στον πνευματικό κόσμο της μεταπολίτευσης, ανθρώπους ταμένους σε ό,τι για εκείνους αποτελούσε έργο ζωής – και ανακάλεσα το στίχο του Σεφέρη: «όπως τα πεύκα / κρατούνε τη μορφή του αγέρα / ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί / το ίδιο τα λόγια / φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί».
Χ.Α.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Οι σεφερικοί στίχοι στο ''κλείσιμο'' μεγαλώνουν την αξία του κειμένου, που ξεκινώντας όπως πάντα από το μάτι του Ενός διαστέλλεται ώστε να χωρέσει και άλλους, μάρτυρες του ίδιου γεγονότος ή δυνάμει ενδιαφερόμενους.
Αντί της ύλης που χάνεται, το πνεύμα πάνω από τις τυπωμένες λέξεις. Πολύ καλό ρεπορτάζ.

Πέτρος Χριστοφιλίδης