26/8/12

Σκύρον σκεπτόμενος (1)

26.8.2012

Η Σκύρος είναι μια ατρόμητη νύμφη του Αιγαίου, που ούτε ζητιανεύει την προσοχή σου ούτε διαφημίζει τις αρετές της. Είναι ένα κορίτσι που διαθέτει λίγα και καλά, κι όποιος επιθυμεί ας σταθεί να τη φιλήσει, αυτή πάντως δεν παρακαλεί. Ταξιδιώτες κι εμείς του Αυγούστου και ίσως θετικά προδιατεθειμένοι απέναντι στον νησιωτικό μύθο, ζήσαμε αυτό το παραπάνω, λίγες και καλές στιγμές, ωστόσο ένα αίσθημα ότι μας περιβάλλει η γνησιότητα της ποιότητας ήταν κυρίαρχο κατά τον χρόνο της παραμονής μας, 5-18.8.2012.


Η κα Γεωργία Π.-Ε. είναι η φετινή σπιτονοικοκυρά μας. Μια γυναίκα εργατική, τόσο που οι χαρακιές στο δέρμα της προδίδουν τον πόνο του βίου της. Το χωριό λέγεται Καλικρί, κατά την ετυμολογική εκδοχή του Μ. Φαλτάιτς στο βιβλίο του «Σκύρος» το «-κρι» συνδέεται με τα κριάρια, και πράγματι η Σκύρος του 2012 επιστρατεύει τις αγέλες των αιγών της για να ετοιμάσει μιαν ωραία έκπληξη στον αδαή αστό που κυκλοφορεί στας εξοχάς της νήσου. Το Καλικρί έχει το πλεονέκτημα να σε υποδέχεται στη μετάβασή σου προς την δυτική παραλία Καλαμίτσα, που με τη σειρά της έχει το πλεονέκτημα να προτιμάται όταν ο καιρός αγριεύει στα ανατολικά. Δωμάτιο ενιαίο με 3-4 σκαλάκια που διαχωρίζουν τα επίπεδα των κάτω και άνω κρεβατιών, μια μορφή συμβίωσης που συμφιλιώνει τα γυμνά μας σώματα που θα μπορούσε να κλέψει ως θέαμα ο νοικάρης του πίσω συγκροτήματος ή κανένας διαβάτης περαστικός όταν οι κουρτίνες των παραθύρων θα ανέμιζαν στην ανεμελιά τους. «Δούλεψα 12 χρόνια σε γκαλερί στο Κολωνάκι, εισαγωγές βάζων από την Κίνα. Γνώρισα το αριστοκρατικό Κολωνάκι άλλων δεκαετιών. Μια πελάτισσά μας θυμάμαι, περνούσε κάθε πρώτη του μήνα και άφηνε τη συμβολή της για το μαγαζί, τέτοια ήθη. Έβγαλα λεφτά με σκληρή δουλειά, τα πουρμπουάρ τότε ήταν μέρος της συναλλαγής. Δυστυχώς, η ιδιοκτήτρια αρρώστησε και ο γιος έμπλεξε με τα ναρκωτικά, μπήκα ένα πρωί στο μαγαζί και κάπνιζε, τον βρήκα με μια φίλη του στο υπόγειο, κοκκαλωμένο. Σταμάτησα, αργότερα αναγκάστηκα να πωλήσω οικόπεδα εδώ στο νησί και μπαίνοντας σε πρόγραμμα επιδότησης έφτιαξα τα δωμάτια, αλλά εδώ ο τουρισμός είναι ζήτημα να ανθεί πλέον για κανέναν μήνα, 15 Σεπτέμβρη θα κόψω το ρεύμα» λέει, καθώς οι οικονομικές πιέσεις δεν κάνουν διακρίσεις. Μιλάμε χαμηλόφωνα στον κήπο του σπιτιού, μπροστά μας καλοσυντηρημένο γρασίδι και στο κέντρο του, α, απόλαυση του ματιού και της ψυχής, μια μεγάλη μουριά που σαν επόπτρια δεσπόζει, μεγάλη παρηγοριά να κάθεσαι το μεσημέρι στον κορμό της και να σε σκεπάζει η σκιερή δροσιά της. Τα πίσω δωμάτια είναι νοικιασμένα σε Ευβοείς για όλον τον χρόνο, συναθροίζονται τα βράδια γύρω από ένα τραπέζι κι εμείς λουφάζουμε στη βεράντα μας ακούγοντας οικογενειακές ιστορίες που ξεσπούν σε χάχανα. Βρισκόμαστε ακριβώς στη διασταύρωση όπου μια ταμπέλα που δείχνει «Λιναριά» σε στέλνει στο γραφικό λιμάνι του νησιού, εκεί όπου μόνος του ο «Αχιλλέας» πηγαίνει και έρχεται όλον τον χρόνο, μάλιστα την στιγμή που φτάνει στο λιμανάκι οι θαμώνες του «Κάβου», εξαίσιου μπαρ-καφέ σκαρφαλωμένου σε βράχο, χαιρετούν τους αφιχθέντες με αναμμένα σπαρματσέτα και κεριά, Καλώς ήλθατε! Δίπλα από τα δωμάτια, ένα σπιτάκι δίπλα στον δρόμο, και μέσα του μια ντόπια οικογένεια, το αίσθημα μιας πτωχικής αυτάρκειας βασιλεύει εδώ, τα 3 παιδιά παίζουν και βρέχονται στη βεράντα της πρόσοψης, άλλοτε κυκλοφορούν ξυπόλυτα, άλλοτε μπουγελώνονται, η μητέρα δουλεύει στο Σκύρος Παλάς ως μαγείρισσα, τα βράδια που γυρνάει καπνίζει στα σκοτεινά και παίρνει τις ανάσες της, ο άντρας της στο πίσω μέρος του σπιτιού έχει φτιάξει μποστάνι, τον βλέπουμε από τη βεράντα μας να ποτίζει και δεν μπορώ να διακρίνω με σιγουριά αν ο κίτρινος καρπός πάνω στο χώμα είναι πεπόνι ή κολοκύθα. Είναι τελικά κολοκύθα, την οποία η σύζυγος ενός ανώτατου τραπεζικού, που κάνει καριέρα στην Κύπρο (ένα και μόνο απόγευμα, καθώς οι βεράντες μας συνορεύουν, τον κατέλαβε μια ρητορική μανία και επί 2 ώρες έκανε μιαν υπέροχη οικονομική ανάλυση, με πλήθος τεκμηρίων που φέρονταν «εκ των έσω» και που μας έκαναν να τον παρακολουθούμε άφωνοι, ανάμεσα στα πολλά σοφότατα/διδακτικά που παρουσίαζε μού έμεινε ότι ο κος Ζάρα ράβει τα ρούχα του σε πλοία έξω από το Γιβραλτάρ, ιδού εδώ φοροδιαφυγή μεγατόνων!), μια γυναίκα που έχει σαν άστρο το ότι δούλεψε πιστότατα στο γραφείο Κουτσόγιωργα επί σειρά ετών την δεκαετία 1980, εποχή κοινωνικής κινητικότητας, θα τη χρησιμοποιήσει ωραιότατα για να φτιάχνει στον Βύρωνα σπιτικές κολοκυθόπιτες. Εδώ στη Σκύρο πιάνεις εύκολα κουβέντες και μαθαίνεις πολλά, από ντόπιους και επισκέπτες. Ρήγας λέγεται το μαυρισμένο παλικάρι που δουλεύει στο παραδιπλανό μποστάνι, στην πρώτη επίσκεψη ένας τράγος, μια κατσίκα κι ένα πρόβατο, «κλειδωμένα» πίσω από ένα συρματόπλεγμα σύρθηκαν προς το μέρος μας ζητώντας κι αυτά λίγη από την στοργή μας, μπροστά φυτεμένα τα παντζάρια του χειμώνα, τα βλήτα, τα κοκκάρια, οι μελιτζάνες κ.λπ., οι οδηγοί των ΙΧ κάνουν μια στάση στον Ρήγα και τον ρωτούν «τι έχει σήμερα». Αυτός σκύβει, κόβει, μαζεύει, πολλά τα χαρίζει, χουβαρντάς και γενναιόδωρος όσο και η μάνα γη. «Εδώ τον χειμώνα όλα είναι πανάκριβα, δεν μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου αν αγοράζεις από το μάρκετ, πας με 100 ευρώ και φεύγεις με ελάχιστα. Εγώ έχω ετοιμάσει ήδη τα βασικά του χειμώνα», λέει και είναι έτοιμος να σε φιλέψει από τις ντοματούλες του ή να σου κόψει από τις συκιές του, αν αυτό εδώ που γεννάται χωρίς χημικές βοήθειες δεν λέγεται φυσικό, άραγε ποιο είναι; Του αφήνουμε πάντα ένα ποσό μεγαλύτερο από αυτό που ζητάει, μια αθώα εδώ φοροδιαφυγή που τη γλυκαίνει η καλοσύνη του. Άραγε πώς η τεχνολογία θα μπορούσε να μεσολαβεί στη μικρή διαδρομή από τους πόρους της γης, από την άρση του δουλεμένου χεριού του ως την ποδιά μας ή την αγκάλη μας; Καμία ταμειακή δεν θα μπορούσε να στέκεται μπάστακας σε αυτές τις καλοκαιρινές δωρεές της ίδιας της φύσης και των ανθρώπων της. Εξηγεί πως κατά βάση είναι οικοδόμος, αλλά οι δουλειές μειώθηκαν, τα πρωινά πάει στον μπαξέ του και ποτίζει, τα απογεύματα αν του τύχει καμία δουλειά, πάει στη Χώρα, μιλά για σπασίματα χοντρότοιχων, για δουλειές με κομπρεσέρ, για αναπλάσεις, σε πείθει, τα μπράτσα του ατσάλι και τα πόδια του όλο μυς, η κυρία Όλγα, η μάνα του, μια μονίμως μαυροφορεμένη, το ίδιο πάντα φοράει; αναρωτιέσαι, πρέπει μυστικά να τον θαυμάζει – ένα πρωινό γνωρίζουμε και τη γυναίκα του Ρήγα, μια νοστιμότατη Ρωσίδα με ρίζες ρωσοποντιακές, 40άρα που την κάνεις για 20άρα. Διαβάζεις καθόλου ρώσικη λογοτεχνία; Τη ρωτάω – τώρα με τα παιδιά μόνο τα ξεφυλλίζω, δεν προλαβαίνω. Παιδιά κι εδώ όπως και πριν, παιδιά που δεν κρατούν κινητά αλλά 2 γλυκύτατα κουνελάκια, ένα λευκό κι ένα γκρίζο, τα χαϊδεύουν, τα παίζουν, τα πειράζουν διαρκώς κι εκείνα υπομένουν, μπροστά τους τα παιδιά μας στην αρχή φαίνονται χαζοπούλια, μετά εξοικειώνονται κι αυτά, ζωντανά είναι δεν είναι λούτρινα, το συνειδητοποιούν κι αρχίζουν κι αυτά δειλά δειλά να τα ακουμπούν.

Τι να πρωτοπεριγράψεις από το μωσαϊκό τόσων εικόνων και από τη μουσική τόσων μαρτυριών;

Ο Δημήτρης Φτούλης κι η Αμέρ(ι)σα Μανωλάκη είναι οι φύλακες άγγελοι του Αρχαιολογικού Μουσείου. Αυτό που δεν ξέρει κανείς ξένος είναι ότι ενώ εργάζονται τυπικά ως φύλακες αρχαιοτήτων, κάνουν τα πάντα, και σε ανασκαφές πάνε, κι από συντήρηση ξέρουν κ.λπ. «Όποτε γίνεται κάποια οικοδομή, πηγαίνουμε. Μας έχει τύχει να ανοίγουν βόθρο και από τον ήχο του χτυπήματος του σκαπτικού να αντιλαμβανόμαστε ότι εκεί στα 10 μέτρα κάτι υπάρχει. Θυμάμαι ότι έτσι βρήκαμε 5 αλλεπάλληλους τάφους στα Μαγαζιά, αυτά εκεί που βλέπετε (μας δείχνει κάποια εκθέματα στις προθήκες της άνω πτέρυγας) τα έχει επιμεληθεί η σύζυγός μου», λέει για την Αμέρσα, δεν ξέρω πώς συμβαίνει καμιά φορά με το ένστικτό μου αλλά ο τρόπος που στέκονταν οι δυο τους όταν περάσαμε το κατώφλι του μουσείου μου έβαλε την ιδέα ότι δεν είναι απλώς ζεύγος στο μουσείο, αλλά και στη ζωή – και, τι περίεργο, καθώς τους πιάνω κουβέντα κι η ώρα είναι περασμένες 2 το μεσημέρι, η υποψία μου βγαίνει αληθινή. Δυο άνθρωποι που πονούν για το νησί τους και βουτούν άμα λάχει και στα έγκατά του. «Όταν πρωτοδιορίστηκα προ 30 και βάλε χρόνια, λέει ο Δημήτρης, κάπου στα 197… ήμουν εκείνος από τους εργάτες που έσκαψαν στο Παλαμάρι, τώρα αν πάτε θα καταλάβετε ότι η θάλασσα έχει φάει μέρος του οικισμού», δηλαδή, σκεπτόμαστε, κάποιες αρχαιότητες είναι σαν να τις σκεπάζει το νερό. Το βράδυ της ίδιας μέρας, καθώς είχαμε πιάσει κουβέντα με την κυρία Καλή σε ένα γραφικό καλντερίμι της Χώρας κι ενώ μας εξηγούσε με πόνο πώς λησταί Αμαρουσίου της έκλεψαν όλα τα κεντήματα και τα κεραμικά που είχε συλλέξει στο σπίτι της, να σου προβάλλουν από το κάθετο σοκάκι τρεις γυναίκες, μια εικόνα που αν δεν υπάρχει στην τέχνη τη φτιάχνει η ζωή με χρώματα που προκαλούν συγκίνηση. Η αδελφή του φύλακα Δημήτρη και μια άλλη ντόπια με πατημένα σίγουρα τα 50 βάσταζαν μια γριά 100χρονη και παρά την ηλικία της αγέρωχη, μυαλωμένη, βασίλισσα την είπα. Πόσα είπε μέσα σε δευτερόλεπτα μέσα στην ψυχή μου αυτή η ξαφνική σκηνή! Η γριά η μαυροφορεμένη στο κέντρο, με κάποια δυσκολία βέβαια στην κίνηση, ξεσήκωσε τον καλό λόγο της κυρα-Καλής που άρχισε να της εύχεται και να την μακαρίζει εν όψει 15αύγουστου. Ήταν σαν ένας σοφός Πατριάρχης, η Βίβλος του νησιού, που κυκλοφορούσε με τους δορυφόρους του αργά και υπομονετικά μέσα από τα υποφωτισμένα καλντερίμια, από κείνα που απείχαν λίγο από τα άλλα, τα κοσμικά και θορυβώδη. Με πόσον σεβασμό και κατανόηση την κρατούσαν οι άλλες δυο, πώς την παραδέχονταν με το βήμα τους, τελούνταν εκείνη τη στιγμή μια πράξη τιμής, νόμιζες – η γραία θα μπορούσε να μας πει πολλά, το πρώτο ωστόσο και μόνο που θυμήθηκε ήταν πώς κανόνισαν οι ντόπιοι τους συνεργάτες των κατακτητών μετά την αποχώρηση των τελευταίων. «Ξύλο, τους έδωκαν, έγινε λαϊκό δικαστήριο και αποφάσισαν να τους δώκουν ξύλο, σε αυτούς που μοίρασαν τα αγαθά τους στους Ιταλούς και στους Γερμανούς και συνεργάστηκαν μαζί τους», είπε περίπου και η πομπή δεν στάθηκε παρά λίγο εκεί, διότι η γραία δεν μπορούσε εύκολα να στέκεται όρθια, εξ ου και η μαρτυρία ήταν βιαστική, τρεχάτη, λέω τρεχάτη και ο νους μου πάει στα τροχάδια, τα ντόπια υποδήματα που κάναν τους βρακάδες του νησιού να τρέχουν γρηγορότερα για να προλάβουν τις χίλιες δουλειές της ημέρας, τότε, στα βουνά και στα διάσελα, στους κάμπους και στις ακρογιαλιές. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: