3/12/09

Μια φωτογραφία και μια τρικυμία


Τα παραμύθια ξεκινάνε από μια φορά κι έναν καιρό. Και περιέχουν πάντοτε έναν έρωτα μαγικό, που στο τέλος γίνεται γεγονός αφού λυθούν τα μάγια, σκορπίσουν οι δυνάμεις του Κακού, κοιμηθεί ο τρομερός την όψιν δράκος.


Έτσι και οι αφηγήσεις τού σήμερα μπορούν να ξεκινούν από μιαν εικόνα του χθες και να σκαρφαλώνουν πάνω στους ποικίλους κλάδους των μικρών προσωπικών ιστοριών. Το χθες φέρνει στην επιφάνεια την εκπάγλου καλλονής θέα της νιότης, των προσώπων και της ελληνικής υπαίθρου, του μικροκλίματος των νησιών και του Αιγαίου. Πώς αλλάζει ο άνθρωπος στη διαδρομή των χρόνων! Πώς πέφτουν οι σουβάδες από τους τοίχους, πώς χύνονται οι ξερολιθιές! Ένα μυστήριο και η φθορά μέσα στους ορμητικούς ανέμους της ζωής.


Αλλά και πόσο ραγίζει η καρδιά με τα ανθισμένα χαμόγελα και κλωνιά, με την αναπόληση των χαμένων.


Μετεωριζόμενοι όλοι μας μεταξύ ζωής και θανάτου, σε ένα διαρκές αλισβερίσι φόβων και αναμνήσεων.


Οι επιζώντες μάρτυρες τού χθες πλουταίνουν τις μελωδικές φωνές τους με την προσθήκη χορδών από τα μουσικά όργανα των νυν χαμένων.
Αυτών που πνίγηκαν στη μεγάλη πλατιά θάλασσα αλλά πρόλαβαν να αφήσουν λόγια όλο αρμύρα.




Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια



- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.



Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες



Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.



Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.



Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο



Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.








Τότε. Ιούλιος 1955.
Σήμερα. Πόση συγκίνηση η παλιά φωτογραφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: